Language of document : ECLI:EU:C:2009:673

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 29ης Οκτωβρίου 2009 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2003/54/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 2 – Άρθρο 23, παράγραφος 2 – Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Προηγούμενη έγκριση των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των όρων για τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής – Εθνική ρυθμιστική αρχή»

Στην υπόθεση C‑274/08,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 25 Ιουνίου 2008,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον B. Schima και την P. Dejmek, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Σουηδίας, εκπροσωπούμενου από την A. Falk,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τέταρτου τμήματος, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: N. Nanchev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2009,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας

–        παραλείποντας να θεσπίσει, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 37, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 16, σ. 74, στο εξής: οδηγία), τις αναγκαίες διατάξεις για να εξασφαλίσει τον λειτουργικό διαχωρισμό, σε μια κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, μεταξύ των συμφερόντων διανομής και παραγωγής, και

–        παραλείποντας να καταστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, τη ρυθμιστική αρχή υπεύθυνη για τον καθορισμό ή την έγκριση, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων για τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το κοινοτικό δίκαιο

2        Κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, απαιτούνται συγκεκριμένες διατάξεις για τη διασφάλιση ισότιμων όρων παραγωγής και για τον περιορισμό του κινδύνου δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και επιθετικής συμπεριφοράς, διασφαλίζοντας τιμολόγια μεταφοράς και διανομής χωρίς την επιβολή διακρίσεων, μέσω της παροχής πρόσβασης στο δίκτυο με βάση τιμολόγια τα οποία δημοσιεύονται πριν τεθούν σε ισχύ.

3        Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, «για να είναι σε θέση να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, η πρόσβαση στο δίκτυο πρέπει να παρέχεται χωρίς διακρίσεις, με διαφάνεια και σε λογικές τιμές».

4        Κατά τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, θα πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα προκειμένου να διασφαλιστούν τιμολόγια διαφανή, προβλέψιμα και άνευ διακρίσεων για την πρόσβαση στα δίκτυα. Τα εν λόγω τιμολόγια θα πρέπει να ισχύουν για όλους τους χρήστες του δικτύου σε αμερόληπτη βάση.

5        Η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχει ως εξής:

«Η ύπαρξη αποτελεσματικού ρυθμιστικού καθεστώτος, το οποίο τίθεται σε εφαρμογή από μία ή περισσότερες εθνικές ρυθμιστικές αρχές, αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό για την εγγύηση της άνευ διακρίσεων πρόσβασης στο δίκτυο. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τις λειτουργίες, τις αρμοδιότητες και τις διοικητικές εξουσίες των ρυθμιστικών αρχών. Είναι σημαντικό οι ρυθμιστικές αρχές, σε όλα τα κράτη μέλη, να διαθέτουν κοινό ελάχιστο επίπεδο αρμοδιοτήτων. Οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να έχουν την αρμοδιότητα να καθορίζουν ή να εγκρίνουν τα τιμολόγια ή, τουλάχιστον, τις μεθοδολογίες που διέπουν τον υπολογισμό των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής. Για να μην υπάρχει αβεβαιότητα και δαπανηρές και χρονοβόρες διαφωνίες, τα τιμολόγια αυτά θα πρέπει να δημοσιεύονται πριν τεθούν σε ισχύ.»

6        Η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχει ως εξής:

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να δύνανται να καθορίζουν ή να εγκρίνουν τιμολόγια ή μεθοδολογίες οι οποίες διέπουν τον υπολογισμό των τιμολογίων, βάσει προτάσεως του διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς ή του (των) διαχειριστή(ων) του δικτύου διανομής, ή βάσει προτάσεως με την οποία συμφώνησαν ο (οι) εν λόγω διαχειριστής(ές) και οι χρήστες του δικτύου. Διεκπεραιώνοντας τα καθήκοντα αυτά, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να φροντίζουν ώστε τα τιμολόγια μεταφοράς και διανομής να μην εισάγουν διακρίσεις και να αντικατοπτρίζουν το κόστος, θα πρέπει δε να λαμβάνουν υπόψη τους το μακροπρόθεσμο, οριακό και εξοικονομούμενο κόστος δικτύου από τον επιμερισμό της παραγωγής και τα μέτρα διαχείρισης της ζήτησης.»

7        Κατά την εικοστή έκτη και την τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, μεταξύ των σκοπών αυτής περιλαμβάνονται «τα ισοδύναμα επίπεδα ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη» και «η δημιουργία απολύτως λειτουργικής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην οποία να προεξάρχει ο θεμιτός ανταγωνισμός».

8        Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2, σημείο 21, της οδηγίας, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως «κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση» «η επιχείρηση ή ο όμιλος επιχειρήσεων οι αμοιβαίες σχέσεις των οποίων καθορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων [ΕΕ L 395, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ L 257, σ. 13, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ης Ιουνίου 1997, ΕΕ L 180, σ. 1] και όπου η εν λόγω επιχείρηση/ο όμιλος ασκεί τουλάχιστον μία από τις δραστηριότητες μεταφοράς ή διανομής και τουλάχιστον μία από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας».

9        Το άρθρο 15, σχετικά με τον διαχωρισμό των διαχειριστών δικτύων διανομής, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V της οδηγίας το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαχείριση δικτύου διανομής», έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση που ο διαχειριστής δικτύου διανομής αποτελεί μέρος κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης, πρέπει να είναι ανεξάρτητος, τουλάχιστον από άποψη νομικής μορφής, οργάνωσης και λήψης αποφάσεων, από άλλες δραστηριότητες που δεν συνδέονται με τη διανομή. Οι κανόνες αυτοί δεν συνεπάγονται υποχρέωση διαχωρισμού του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των περιουσιακών στοιχείων του δικτύου διανομής από την κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση.

2.      Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 1, σε περίπτωση που ο διαχειριστής δικτύου διανομής αποτελεί μέρος κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης, πρέπει να είναι ανεξάρτητος, από άποψη οργάνωσης και λήψης αποφάσεων, από τις άλλες δραστηριότητες που δεν συνδέονται με τη διανομή. Προς τούτο, εφαρμόζονται τα ακόλουθα ελάχιστα κριτήρια:

α)      τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση του δικτύου διανομής δεν μπορούν να συμμετέχουν σε διαρθρωτικές δομές της ολοκληρωμένης επιχείρησης ηλεκτρικής ενέργειας που φέρουν την ευθύνη, άμεσα ή έμμεσα, για την καθημερινή εκτέλεση των δραστηριοτήτων παραγωγής, μεταφοράς ή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας·

β)      πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα επαγγελματικά συμφέροντα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση του δικτύου διανομής λαμβάνονται υπόψη κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι είναι σε θέση να ενεργούν με ανεξαρτησία·

γ)      ο διαχειριστής του δικτύου διανομής διαθέτει ουσιαστικές εξουσίες λήψης αποφάσεων, ανεξάρτητα από την ολοκληρωμένη επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας, όσον αφορά τους πόρους που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία, συντήρηση ή ανάπτυξη του δικτύου. Αυτό δεν θα πρέπει να αποτρέπει την ύπαρξη κατάλληλων συντονιστικών μηχανισμών που θα εξασφαλίζουν ότι προστατεύονται τα οικονομικά δικαιώματα και τα δικαιώματα εποπτείας της διαχείρισης, τα οποία έχει η μητρική εταιρία όσον αφορά την απόδοση των πόρων θυγατρικής της εταιρίας, που ρυθμίζονται έμμεσα σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2. Ειδικότερα, τούτο επιτρέπει στη μητρική επιχείρηση να εγκρίνει το ετήσιο σχέδιο χρηματοδότησης ή ισοδύναμο μέσο του διαχειριστή του δικτύου διανομής και να θέτει συνολικά όρια για τα επίπεδα χρέωσης της θυγατρικής της. Δεν επιτρέπει στη μητρική επιχείρηση να δίνει εντολές σχετικά με την καθημερινή λειτουργία ή τις επιμέρους αποφάσεις σχετικά με την κατασκευή ή την αναβάθμιση των γραμμών διανομής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τους όρους του εγκεκριμένου χρηματοδοτικού σχεδίου ή οποιουδήποτε ισοδύναμου μέσου·

δ)      ο διαχειριστής του δικτύου διανομής καταρτίζει πρόγραμμα συμμόρφωσης, το οποίο αναφέρει τα μέτρα που λαμβάνονται προκειμένου να αποκλείεται οποιαδήποτε μεροληπτική συμπεριφορά και να διασφαλίζεται η δέουσα παρακολούθηση της τήρησης του προγράμματος. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις των εργαζομένων προκειμένου να επιτευχθεί ο εν λόγω στόχος. Το επιφορτισμένο με την παρακολούθηση του προγράμματος συμμόρφωσης στέλεχος ή όργανο υποβάλλει στη ρυθμιστική αρχή, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ετήσια έκθεση, στην οποία περιγράφονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί, και η οποία δημοσιεύεται.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στις ολοκληρωμένες επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες εξυπηρετούν λιγότερους από 100 000 συνδεδεμένους πελάτες ή εξυπηρετούν μικρά απομονωμένα δίκτυα.»

10      Το άρθρο 20, σχετικά με την πρόσβαση τρίτων, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας το οποίο φέρει τον τίτλο «Οργάνωση της πρόσβασης στο δίκτυο», προβλέπει στην παράγραφο 1:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή ενός συστήματος για την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής με βάση δημοσιευμένα τιμολόγια, το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες και εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ των χρηστών του δικτύου. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα εν λόγω τιμολόγια, ή οι μεθοδολογίες που διέπουν τον υπολογισμό τους, να εγκρίνονται πριν τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 23, τα δε τιμολόγια αυτά και οι μεθοδολογίες –στην περίπτωση που μόνο μεθοδολογίες εγκρίνονται– να δημοσιεύονται πριν από την έναρξη ισχύος τους.»

11      Το άρθρο 23, σχετικά με τις ρυθμιστικές αρχές, που περιλαμβάνεται στο ίδιο κεφάλαιο, ορίζει στις παραγράφους 2 έως 5:

«2.      Οι ρυθμιστικές αρχές είναι υπεύθυνες για τον καθορισμό ή την έγκριση, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων για:

α)      τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής. Τα εν λόγω τιμολόγια ή μεθοδολογίες επιτρέπουν την πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων στα δίκτυα κατά τρόπο ώστε οι επενδύσεις αυτές να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων·

β)      την παροχή των υπηρεσιών εξισορρόπησης.

3.      Παρά την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι ρυθμιστικές αρχές υποβάλλουν στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, για τη λήψη τυπικής απόφασης, τα τιμολόγια ή τουλάχιστον τις μεθοδολογίες που αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο, καθώς και τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος φορέας έχει τη δυνατότητα να εγκρίνει ή να απορρίπτει σχέδιο απόφασης που υποβάλλει η ρυθμιστική αρχή. Τα εν λόγω τιμολόγια ή οι μεθοδολογίες ή οι τροποποιήσεις τους δημοσιεύονται μαζί με την απόφαση της τυπικής έγκρισης. Δημοσιεύεται επίσης κάθε επίσημη απόρριψη σχεδίου απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της αιτιολόγησής της.

4.      Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν το δικαίωμα να απαιτούν από τους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς και διανομής να τροποποιούν, αν χρειάζεται, τους όρους και προϋποθέσεις, τα τιμολόγια, τους κανόνες, τους μηχανισμούς και τις μεθοδολογίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι είναι αναλογικά και εφαρμόζονται αμερόληπτα.

5.      Οποιοδήποτε μέρος έχει να υποβάλει καταγγελία κατά διαχειριστών δικτύου μεταφοράς ή διανομής όσον αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 4, μπορεί να υποβάλλει την καταγγελία στη ρυθμιστική αρχή, η οποία, ενεργώντας ως αρχή επίλυσης των διαφορών, εκδίδει απόφαση εντός περιόδου δύο μηνών από τη στιγμή της παραλαβής της καταγγελίας. Η εν λόγω χρονική περίοδος μπορεί να παρατείνεται κατά δύο μήνες όταν η ρυθμιστική αρχή ζητά πρόσθετες πληροφορίες. Η εν λόγω περίοδος μπορεί να παρατείνεται περαιτέρω, με τη σύμφωνη γνώμη του καταγγέλλοντος. Η εν λόγω απόφαση έχει δεσμευτική ισχύ, εκτός εάν και έως ότου ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής.

Στις περιπτώσεις που η καταγγελία αφορά τα τιμολόγια σύνδεσης για νέες μονάδες παραγωγής μεγάλης κλίμακας, η δίμηνη χρονική περίοδος μπορεί να παρατείνεται από τη ρυθμιστική αρχή.»

12      Το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2004. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη δύνανται να αναβάλουν την εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 1 έως την 1η Ιουλίου 2007. Αυτό ισχύει υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 15, παράγραφος 2.

 Το εθνικό δίκαιο

13      Σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, άρθρο 3, του νόμου (2005:551) περί ανωνύμων εταιριών [Aktiebolagslag (2005:551)], ο σκοπός της ανώνυμης εταιρίας συνίσταται στο να προσπορίσει κέρδος στους μετόχους της, εκτός αντιθέτου διατάξεως του καταστατικού της εταιρίας. Οι αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης των μετόχων περιγράφονται στο κεφάλαιο 7 του εν λόγω νόμου. Το κεφάλαιο 8 του νόμου περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με το διοικητικό συμβούλιο και με τον πρόεδρο-διευθύνοντα σύμβουλο, και προβλέπει, ειδικότερα, τις βασικές αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου, τα καθήκοντα του προέδρου-διευθύνοντος συμβούλου και τους γενικούς περιορισμούς στις εξουσίες του εντολοδόχου. Ο ίδιος νόμος, στο κεφάλαιο 17, άρθρο 3, που φέρει τον τίτλο «Προστασία δεσμευμένων ιδίων κεφαλαίων και κανόνες προληπτικής εποπτείας», περιλαμβάνει διατάξεις που περιορίζουν τις διανομές κερδών από τη θυγατρική προς τη μητρική της εταιρία.

14      Το κεφάλαιο 4 του νόμου (1997:857) για την ηλεκτρική ενέργεια [Ellag (1997: 857)] ρυθμίζει τα τιμολόγια δικτύου, ενώ το κεφάλαιο 12 του νόμου αφορά τη ρύθμιση και την εποπτεία. Προβλέπουν τα ακόλουθα:

«Κεφάλαιο 4 – Τιμολόγια δικτύου

Γενικά

Άρθρο πρώτο – Τα τιμολόγια δικτύου διαμορφώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα συνολικά έσοδα που ο παραχωρησιούχος εισπράττει από την εκμετάλλευση του δικτύου να είναι εύλογα σε σχέση, αφενός, με τις αντικειμενικές συνθήκες εκμεταλλεύσεως δικτύων και, αφετέρου, με τον τρόπο εκμεταλλεύσεως του δικτύου από τον παραχωρησιούχο.

Τα τιμολόγια δικτύου πρέπει να είναι αντικειμενικά και να μην εισάγουν διακρίσεις.

Κατά τη διαμόρφωση των τιμολογίων δικτύου για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει, ιδίως, να λαμβάνονται υπόψη: ο αριθμός των σημείων συνδέσεως, η γεωγραφική θέση των σημείων συνδέσεως, η μεταφερόμενη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, η λαμβανόμενη ισχύς, οι δαπάνες του ανώτερου δικτύου και η ποιότητα της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Κατά τη διαμόρφωση των τιμολογίων δικτύου ενόψει της συνδέσεως με γραμμή ή με κύκλωμα πρέπει, ιδίως, να λαμβάνονται υπόψη: η γεωγραφική θέση των σημείων συνδέσεως και η λαμβανόμενη στο σημείο συνδέσεως ισχύς.

Η κυβέρνηση ή, κατ’ εξουσιοδότησή της, η ρυθμιστική των δικτύων αρχή δύναται να θεσπίσει περισσότερο λεπτομερείς διατάξεις όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμολογίων δικτύου.

[…]

Κεφάλαιο 12 – Ρύθμιση

[…]

Άρθρο 2 – Η ρυθμιστική αρχή δύναται να ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και να λαμβάνει γνώση των αναγκαίων για τη ρύθμιση εγγράφων. Η αίτηση μπορεί να συνδυάζεται με την επιβολή διοικητικού προστίμου.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο είναι άμεσα εφαρμοστέες.

Η κυβέρνηση ή, κατ’ εξουσιοδότησή της, η ρυθμιστική των δικτύων αρχή δύναται να θεσπίζει διατάξεις σχετικές με τη συγκέντρωση των στοιχείων που είναι αναγκαία προκειμένου να εκτιμηθεί ο δίκαιος χαρακτήρας των τιμολογίων δικτύου.

Άρθρο 3 – Η ρυθμιστική αρχή δύναται να δίδει τις αναγκαίες διαταγές για τη διασφάλιση της τηρήσεως των σχετικών με τη ρύθμιση διατάξεων και όρων. Η διαταγή μπορεί να συνδυάζεται με την επιβολή διοικητικού προστίμου.

Διαταγή σχετική με την ασφάλεια από τον ηλεκτρισμό ή με την ασφάλεια λειτουργίας του εθνικού συστήματος ηλεκτρισμού είναι άμεσα εφαρμοστέα.»

15      Οι εκδοθείσες από τη σουηδική επιτροπή ενέργειας διοικητικές οδηγίες αριθ. 3 του 2003 [Statens energimyndighets författningssamling (STEMFS) (2003:3)], όπως τροποποιήθηκαν από τις διοικητικές οδηγίες αριθ. 2 του 2005 της ίδιας επιτροπής [Statens energimyndighets författningssamling (STEMFS) (2005:2), στο εξής: διοικητικές οδηγίες], περιέχουν λεπτομερείς διατάξεις σχετικές με τη διαβίβαση πληροφοριών, προκειμένου να εκτιμηθεί ο δίκαιος χαρακτήρας των τιμολογίων δικτύου, οι τεχνικές προδιαγραφές των τιμολογίων και οι κανόνες περί διαβιβάσεως πληροφοριών προς τη ρυθμιστική αρχή.

16      Σύμφωνα με το κεφάλαιο 1, άρθρο 1, του νόμου (2004:875) περί χωριστής διαχειρίσεως ορισμένων ηλεκτρικών εγκαταστάσεων [Lag (2004:875) om särskild förvaltning av vissa elektriska anläggningar], το länsrätt (διοικητικό δικαστήριο) δύναται, κατόπιν αιτήσεως της ρυθμιστικής των δικτύων αρχής, να διατάξει τη χωριστή διαχείριση ηλεκτρικής εγκαταστάσεως, αν η επιχείρηση που εκμεταλλεύεται ένα δίκτυο το οποίο χρησιμοποιεί ορισμένη ηλεκτρική εγκατάσταση δεν τηρεί τις βασικές υποχρεώσεις της σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

17      Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι τα άρθρα 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, καθώς και 23, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας δεν μεταφέρθηκαν ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη από το Βασίλειο της Σουηδίας, κίνησε τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κράτους μέλους του άρθρου 226 ΕΚ.

18      Η Επιτροπή, αφού προηγουμένως απέστειλε στο Βασίλειο της Σουηδίας έγγραφο οχλήσεως με το οποίο του ζήτησε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί όλων των τιθέμενων ζητημάτων, εξέδωσε, στις 15 Δεκεμβρίου 2006, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη λήψη της.

19      Το Βασίλειο της Σουηδίας απάντησε στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη στις 14 Ιανουαρίου 2007, παραθέτοντας τα διάφορα στοιχεία της εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως.

20      Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι το Βασίλειο της Σουηδίας δεν είχε ακόμη θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για την πλήρη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των άρθρων 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, και 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας

21      Με τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Σουηδίας ότι παρέλειψε να θεσπίσει, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας, τις αναγκαίες διατάξεις για να εξασφαλίσει τον λειτουργικό διαχωρισμό, σε μια κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, μεταξύ των συμφερόντων διανομής και παραγωγής.

22      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Βασίλειο της Σουηδίας δεν αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας. Μολονότι φρονεί ότι η ρύθμισή του στον τομέα του δικαίου των εταιριών εξασφαλίζει, σε μεγάλο βαθμό, τον λειτουργικό διαχωρισμό που οι διατάξεις της οδηγίας επιβάλλουν, εντούτοις, παραδέχεται ότι πρέπει ακόμη να θεσπιστούν ορισμένα ειδικά μέτρα, αναγκαία για τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη. Συναφώς, προσθέτει ότι η κυβέρνηση ζήτησε από την Energimarknadsinspektionen (εθνική επιθεώρηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας) να εξετάσει τις αναγκαίες για την ορθή μεταφορά του άρθρου 15 της οδηγίας νομοθετικές και/ή κανονιστικές τροποποιήσεις και την υποβολή εκθέσεως το αργότερο μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2008.

23      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, δεν είχαν ακόμη ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά στη σουηδική έννομη τάξη των επίμαχων διατάξεων της οδηγίας.

24      Πάντως, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2002, C-103/00, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2002, σ. I-1147, σκέψη 23, και της 5ης Ιουνίου 2008, C‑395/07, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 8).

25      Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο πρώτος λόγος που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί βάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου που αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας

26      Με τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν μεταφέρθηκε ορθώς στη σουηδική έννομη τάξη, δεδομένου ότι η ρυθμιστική αρχή δεν ορίστηκε υπεύθυνη για τον εκ των προτέρων καθορισμό ή την έγκριση, τουλάχιστον, των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τιμολογίων δικτύου κατά την έννοια αυτής της διατάξεως.

27      Το Βασίλειο της Σουηδίας, φρονεί, αντιθέτως, ότι το σύστημα διατάξεών του είναι σύμφωνο με την οδηγία, καθόσον η ρύθμισή του περιέχει τις απαιτούμενες από την οδηγία μεθοδολογίες, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της εκ των υστέρων διορθώσεως από τις ρυθμιστικές αρχές των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από την εφαρμογή των μεθοδολογιών αυτών.

28      Λαμβανομένου υπόψη του ισχυρισμού αυτού, πρέπει να εξεταστεί αν η ρύθμιση αυτή ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

29      Η διάταξη αυτή της οδηγίας περιλαμβάνει επίσης έναν ουσιαστικό κανόνα, ειδικότερα, ότι τα τιμολόγια ή οι μεθοδολογίες πρέπει να επιτρέπουν την πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων στα δίκτυα κατά τρόπο ώστε οι επενδύσεις αυτές να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων. Τέτοιες επενδύσεις μπορούν να αναμένονται από επιχειρηματίες μόνον εφόσον τα τιμολόγια ή οι μεθοδολογίες αυτές είναι αρκούντως ακριβείς και παρέχουν τη δυνατότητα ικανοποιητικής προβλέψεως.

30      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Βασίλειο της Σουηδίας συνομολογεί την απουσία διατάξεων εσωτερικού δικαίου σχετικών με την εκ των προτέρων έγκριση από την εθνική ρυθμιστική αρχή τουλάχιστον των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των προϋποθέσεων για τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής.

31      Εντούτοις, το κράτος μέλος αυτό φρονεί ότι το σουηδικό σύστημα καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, ήτοι τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας πλήρως λειτουργικής, στο πλαίσιο της οποίας εξασφαλίζονται συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού, και αυτό προκειμένου να διασφαλισθεί, μεταξύ άλλων, ότι η πρόσβαση στο δίκτυο παρέχεται, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, χωρίς διακρίσεις, με διαφάνεια και σε λογικές τιμές.

32      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

33      Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμη και αν η μεταφορά ή η προτεινόμενη από κάποιο κράτος μέλος ερμηνεία μιας διατάξεως ορισμένης οδηγίας θα συνέβαλλε στην επίτευξη, και μάλιστα στην αποτελεσματικότερη επίτευξη, ορισμένων εκ των επιδιωκόμενων από την οδηγία αυτή σκοπών, πάντως, το κράτος μέλος αυτό δεν δύναται να παρακάμψει τις διατάξεις που ρητώς προβλέπει η εν λόγω οδηγία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2005, C‑243/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2005, σ. I-8411, σκέψη 35).

34      Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας, δεν αρκεί η εκ μέρους του Βασιλείου της Σουηδίας εφαρμογή ενός συστήματος στο οποίο ο έλεγχος της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό, ειδικότερα, των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας διενεργείται εκ των υστέρων, και αυτό ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο έλεγχος αυτός είναι εξίσου αποτελεσματικός με ένα μηχανισμό προηγούμενου ελέγχου, διότι η οδηγία ρητώς προβλέπει ένα σύστημα εκ των προτέρων εγκρίσεως και δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα εφαρμογής κάποιου άλλου.

35      Το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει επίσης ότι, για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, αρκεί η θέσπιση ενός εθνικού συστήματος ρυθμίσεως στο πλαίσιο του οποίου μόνον οι κατευθυντήριες γραμμές, βάσει των οποίων καθορίζονται μεταγενέστερα τα τιμολόγια δικτύου, πρέπει να εγκρίνονται εκ των προτέρων. Εν προκειμένω, το εσωτερικό ρυθμιστικό πλαίσιο προβλέπει τις μεθοδολογίες για τον καθορισμό των τιμολογίων δικτύου κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Συναφώς, το εν λόγω κράτος μέλος επικαλείται το κεφάλαιο 4 του νόμου (1997:857) για την ηλεκτρική ενέργεια, τις διοικητικές οδηγίες, καθώς και την απόφαση της 21ης Ιουνίου 2004 της σουηδικής επιτροπής ενέργειας.

36      Κατά τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές καθορίζουν ή εγκρίνουν τα τιμολόγια ή, τουλάχιστον, τις μεθοδολογίες που διέπουν τον υπολογισμό των τιμολογίων. Κατά τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να φροντίζουν ώστε τα τιμολόγια αυτά, τα οποία καθορίστηκαν ή εγκρίθηκαν σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, να μην εισάγουν διακρίσεις και να αντικατοπτρίζουν το κόστος που πράγματι συνεπάγεται η μεταφορά ή η διανομή ηλεκτρικής ενέργειας.

37      Υπό το πρίσμα των αιτιολογικών αυτών σκέψεων που καθορίζουν τους επιδιωκόμενους από τον κοινοτικό νομοθέτη σκοπούς, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να αποκλίνει από το γράμμα της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι, αφενός, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές καθορίζουν ή εγκρίνουν, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των προϋποθέσεων για τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής και, αφετέρου, ότι τα τιμολόγια ή οι μεθοδολογίες αυτές πρέπει να επιτρέπουν την πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων στα δίκτυα κατά τρόπο ώστε οι επενδύσεις αυτές να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων.

38      Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας απαιτεί επομένως ικανοποιητικό βαθμό προβλεψιμότητας των προαναφερθέντων τιμολογίων που να επιτρέπει την πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων στα δίκτυα κατά τρόπο ώστε οι επενδύσεις αυτές να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

39      Μολονότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να καθορίσουν έναν τύπο στο πλαίσιο του οποίου να λαμβάνεται υπόψη ένα σύνολο παραμέτρων που επιτρέπουν τον συγκεκριμένο και άμεσο υπολογισμό των τιμολογίων, εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το Βασίλειο της Σουηδίας περιέχει αποκλειστικά γενικές αρχές και κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνονται τα τιμολόγια δικτύου και, επομένως, δεν περιλαμβάνει κάποια μεθοδολογία που να παρέχει στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να προβλέπουν, έστω κατά προσέγγιση, τα ισχύοντα τιμολόγια.

40      Ο σκοπός της οδηγίας δύναται να επιτευχθεί μόνο με τον καθορισμό συγκεκριμένων τιμολογίων ή στοιχείων ορισμένης μεθοδολογίας διέπουσας τον υπολογισμό τους, τα οποία να είναι αρκούντως ακριβή ώστε να επιτρέπουν στους επιχειρηματίες να υπολογίζουν το κόστος πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής

41      Κατά συνέπεια, το σουηδικό κανονιστικό πλαίσιο δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση περί προβλεψιμότητας των τιμολογίων που απορρέει από την οδηγία και η οποία είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των επενδύσεων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Εν πάση περιπτώσει, το κανονιστικό αυτό πλαίσιο δεν εισάγει στο εσωτερικό δίκαιο τον μηχανισμό προηγούμενου ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, η σουηδική ρύθμιση δεν θεσπίζει ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου οι προτάσεις περί των τιμολογίων να υποβάλλονται στη ρυθμιστική αρχή πριν από την έναρξη ισχύος τους.

42      Επομένως, ο δεύτερος λόγος που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί βάσιμος.

43      Κατόπιν όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Σουηδίας:

–        παραλείποντας να θεσπίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας, τις αναγκαίες διατάξεις για να εξασφαλίσει τον λειτουργικό διαχωρισμό, σε μια κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, μεταξύ των συμφερόντων διανομής και παραγωγής, και

–        παραλείποντας να καταστήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, τη ρυθμιστική αρχή υπεύθυνη για τον καθορισμό ή την έγκριση, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων για τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Σουηδίας και αυτό ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Το Βασίλειο της Σουηδίας,

–        παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις για να εξασφαλίσει τον λειτουργικό διαχωρισμό, σε μια κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, μεταξύ των συμφερόντων διανομής και παραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ, και

–        παραλείποντας να καταστήσει τη ρυθμιστική αρχή υπεύθυνη για τον καθορισμό ή την έγκριση, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων για τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, 2003/54,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Σουηδίας στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.