Language of document : ECLI:EU:C:2009:98

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 18ης Φεβρουαρίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑489/07

Pia Messner

κατά

Firma Stefan Krüger

[αίτηση του Amtsgericht Lahr (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις –Οδηγία 97/7/ΕΚ – Δικαίωμα υπαναχωρήσεως κατά το άρθρο 6 – Δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη – Αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος αγαθού στην περίπτωση της εμπρόθεσμης ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως – Οι έννοιες της “χρηματικής επιβαρύνσεως” και του “κόστους”)»





Πίνακας περιεχομένων

Ι.     Εισαγωγή

I –   Το νομικό πλαίσιο

Α –   Το κοινοτικό δίκαιο

Β –   Το εθνικό δίκαιο

II – Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

III – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

IV – Οι κυριότεροι ισχυρισμοί των μερών

V –   Η νομική εκτίμηση

Α –   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Β –   Προκαταρκτικές σκέψεις για τη φύση και τη λειτουργία της αποζημιώσεως για τη χρήση

Γ –   Επί των σταδίων εξετάσεως που προκύπτουν από το προδικαστικό ερώτημα

Δ –   Εμπίπτει η αποζημίωση για τη χρήση στην έννοια της χρηματικής επιβαρύνσεως, με συνέπεια να μη συνάδει προς την οδηγία 97/7;

Ε –   Εμπίπτει η αποζημίωση για τη χρήση στην έννοια του κόστους, με συνέπεια να μη συνάδει προς την οδηγία 97/7;

1.     Η έννοια του κόστους στην οδηγία 97/7 – Ερμηνεία κατά το γράμμα και τη δομή του κειμένου

2.     Η έννοια του κόστους στην οδηγία 97/7 – Τελολογική και συστηματική προσέγγιση

3.     Η διεξοδικότερη ανάλυση της έννοιας της κατανομής των κινδύνων στην οποία στηρίζεται η οδηγία 97/7 επιρρωννύει την μέχρι τούδε ερμηνεία

4.     Η μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημερώσεως και οι συνέπειές της

5.     Μπορεί το ενδεχόμενο καταχρηστικής συμπεριφοράς μεμονωμένων ατόμων να έχει ως συνέπεια τη θέσπιση δυσμενούς ρυθμίσεως για το σύνολο των καταναλωτών;

6.     Οριοθέτηση σε σχέση με τη νομολογία στις αποφάσεις Schulte και Crailsheimer Volksbank

7.     Συμπέρασμα

ΣΤ – Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αποζημίωση δεν καλύπτεται από τις έννοιες της χρηματικής επιβαρύνσεως και του κόστους της οδηγίας 97/7: Εμπίπτει κανονιστική ρύθμιση περί αποζημιώσεως για τη χρήση στη ρυθμιστική αρμοδιότητα των κρατών μελών;

VI – Πρόταση

 Ι.     Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (2).

2.        Το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης είναι η λύση μιας εξ αποστάσεως συμβάσεως. Οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το αν η εναγομένη έχει το δικαίωμα, κατά την επιστροφή του τιμήματος αγοράς, να μειώσει το τίμημα αυτό κατά το ποσόν της αποζημιώσεως για τη χρήση του αγαθού από την ενάγουσα.

3.        Οι εξ αποστάσεως συμβάσεις χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν διαπραγματεύσεις εντός καταστήματος. Ούτε κατά την προετοιμασία της συνάψεως της συμβάσεως ούτε κατά τη σύναψη της συμβάσεως υφίσταται προσωπική επαφή μεταξύ του πωλητή –ο οποίος στο πλαίσιο αυτό χαρακτηρίζεται κατά συνέπεια ως προμηθευτής– και του καταναλωτή, υπό την έννοια της ταυτόχρονης αυτοπρόσωπης παρουσίας (3). Η σύμβαση συνάπτεται στο πλαίσιο ενός συστήματος πωλήσεως ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως που οργανώνεται από τον προμηθευτή (4). Προς τούτο χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως, οπότε η έννοια του μέσου επικοινωνίας στο πλαίσιο της οδηγίας 97/7 πρέπει, σύμφωνα με το παράρτημα I αυτής, να ερμηνεύεται διασταλτικά. Καλύπτει, αφενός, τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως υπό τη μορφή επιστολών, εντύπων, καταλόγων και τηλεφωνημάτων. Καλύπτει, αφετέρου, τις νέες τεχνικές που υπόκεινται στην εξέλιξη, οι οποίες καθιστούν δυνατές τις συναλλαγές και το εμπόριο μέσω του διαδικτύου και άλλων μέσων, όπως το βιντεοτέξτ, το τηλέφωνο εικόνας, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή την τηλεαγορά (teleshopping). Η ανάπτυξη ιδίως των νέων τεχνολογιών επιβάλλει την προσαρμογή και των μέσων προστασίας του καταναλωτή, λαμβανομένων συναφώς υπόψη και των συμφερόντων των προμηθευτών. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι συναλλαγές και το εμπόριο μέσω του διαδικτύου και παρεμφερών σύγχρονων μέσων θα γνωρίσουν προφανώς στο μέλλον ακόμη ευρύτερη διάδοση απ’ ό,τι συνέβη μέχρι σήμερα.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –         Το κοινοτικό δίκαιο

4.        Η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7 έχει ως εξής:

«[Ο] καταναλωτής δεν έχει τη δυνατότητα στην πραγματικότητα να δει το προϊόν ή να λάβει γνώση των χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πριν από τη σύναψη της συμβάσεως· ότι θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί εκτός εάν η παρούσα οδηγία ορίζει άλλως, δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση· ότι, για να μην είναι το δικαίωμα αυτό απλώς τυπικό, το κόστος που τυχόν επωμίζεται ο καταναλωτής κατά την άσκησή του θα πρέπει να περιορίζεται στο άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών· ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ισχύει υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του καταναλωτή δυνάμει των εθνικών νομοθεσιών για την παραλαβή, μεταξύ άλλων, προϊόντων και υπηρεσιών που έχουν υποστεί ζημία ή δεν ανταποκρίνονται στην περιγραφή της προσφοράς των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών· ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις λοιπές διατυπώσεις και όρους που διέπουν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως».

5.        Το άρθρο 5 της οδηγίας 97/7 περιέχει στοιχεία για τις υποχρεώσεις ενημερώσεως τις οποίες ο προμηθευτής πρέπει να εκπληρώσει έναντι του καταναλωτή.

6.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 97/7 ορίζει τα εξής:

«Δικαίωμα υπαναχωρήσεως

(1)      Για κάθε εξ αποστάσεως σύμβαση, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία τουλάχιστον επτά εργάσιμων ημερών για να υπαναχωρήσει αζημίως και χωρίς να δηλώσει την αιτία. Το μόνο κόστος που ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών.

Κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, η προθεσμία τρέχει:

–        για τα αγαθά, από την ημέρα παραλαβής τους από τον καταναλωτή, όταν έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5,

[…]

Στην περίπτωση που ο προμηθευτής δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, η προθεσμία αυτή είναι τρίμηνη. Η προθεσμία αυτή τρέχει:

–        για τα αγαθά, από την ημέρα παραλαβής τους από τον καταναλωτή,

[…]

Εάν δοθούν οι αναφερόμενες στο άρθρο 5 πληροφορίες, εντός αυτής της τρίμηνης προθεσμίας, αρχίζει από τη στιγμή αυτή η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο προθεσμία των επτά εργασίμων ημερών.

(2)      Όταν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ασκήθηκε από τον καταναλωτή, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή ποσά, χωρίς επιβάρυνση. Η μόνη ενδεχόμενη επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών. Η επιστροφή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει, εντός τριάντα ημερών.

(3)      […]»

 Β –         Το εθνικό δίκαιο

7.        Η οδηγία 97/7 μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο ιδίως με τα άρθρα 312 b επ. του γερμανικού αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: BGB) (5) και τις διατάξεις της κανονιστικής αποφάσεως για τις υποχρεώσεις ενημερώσεως και αποδείξεως κατά το αστικό δίκαιο (Verordnung über Informations‑ und Nachweispflichten nach bürgerlichem Recht, στο εξής: BGB‑InfoV) (6).

8.        Το άρθρο 312 d του BGB, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα υπαναχωρήσεως και επιστροφής στις εξ αποστάσεως συναφθείσες συμβάσεις», ορίζει τα εξής:

«(1)      Ο καταναλωτής που συνάπτει εξ αποστάσεως σύμβαση δικαιούται να υπαναχωρήσει από αυτήν κατά τις διατάξεις του άρθρου 355. Όταν η σύμβαση έχει ως αντικείμενο την προμήθεια αγαθών, αντί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, έχει το κατά το άρθρο 356 δικαίωμα να επιστρέψει τα αγαθά που αγόρασε.

(2)      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 355, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν άρχεται προ της εκπληρώσεως των σχετικών με την ενημέρωση υποχρεώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο 312c, παράγραφος 2· σε περίπτωση παραδόσεως των εμπορευμάτων, προ της ημερομηνίας παραλαβής τους από τον αποδέκτη· σε περίπτωση επαναλαμβανόμενων παραδόσεων εμπορευμάτων της ίδιας φύσεως, προ της ημερομηνίας πραγματοποιήσεως της πρώτης μερικής παραδόσεως και σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών, προ της ημερομηνίας συνάψεως της συμβάσεως.»

9.        Το άρθρο 355 του BGB, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα υπαναχωρήσεως στις καταναλωτικές συμβάσεις», ορίζει τα εξής:

«(1)      Όταν ο νόμος παρέχει στον καταναλωτή το δικαίωμα υπαναχωρήσεως συμφώνως προς τη διάταξη αυτή, αυτός δεν δεσμεύεται πλέον από τη δήλωση βουλήσεως συνάψεως της συμβάσεως, εφόσον υπαναχωρήσει εντός της σχετικής προθεσμίας. Η υπαναχώρηση δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη και γίνεται εγγράφως ή με την επιστροφή του αγαθού στον πωλητή εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, λαμβανομένης σχετικώς υπ’ όψιν της ημερομηνίας αποστολής.

(2)      Η προθεσμία άρχεται από του χρόνου εγγράφου ενημερώσεως του καταναλωτή περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως κατά τρόπο σαφή και προσδιορίζοντα τα δικαιώματά του, αναλόγως των απαιτήσεων του χρησιμοποιούμενου μέσου ενημερώσεως, πρέπει δε να περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση υπαναχωρήσεως, καθώς και αναφορά στον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας και τους κανόνες που ορίζονται στην παράγραφο 1, δεύτερη περίοδος. Αν ο καταναλωτής ενημερωθεί μετά από τη σύναψη της συμβάσεως, η προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 1, δεύτερη περίοδος. Όταν η σύμβαση απαιτείται να συναφθεί εγγράφως, η προθεσμία άρχεται μόλις περιέλθει στον καταναλωτή αντίτυπο της συμβάσεως ή της έγγραφης παραγγελίας του καταναλωτή ή αντίγραφο του πρωτοτύπου της συμβάσεως ή της παραγγελίας. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας, το βάρος αποδείξεως το φέρει ο πωλητής.

(3)      Το δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποσβέννυται το αργότερο έξι μήνες μετά από τη σύναψη της συμβάσεως. Σε περίπτωση παραδόσεως αγαθών, η προθεσμία δεν άρχεται προ της ημερομηνίας παραλαβής τους από τον καταναλωτή. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν αποσβέννυται εάν ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε δεόντως περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως· σε περίπτωση εξ αποστάσεως συμβάσεως με αντικείμενο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν αποσβέννυται, επίσης, αν ο πωλητής δεν έχει δεόντως εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 312c, παράγραφος 2, σημείο 1, σχετικά με την ενημέρωση.»

10.      Το άρθρο 357 του BGB, υπό τον τίτλο «Έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως και της επιστροφής», ορίζει τα εξής:

«(1)      Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης διατάξεως, οι ρυθμίσεις που διέπουν την εκ του νόμου λύση των συμβάσεων εφαρμόζονται αναλογικώς στο δικαίωμα υπαναχωρήσεως και επιστροφής. Το άρθρο 286, παράγραφος 3, εφαρμόζεται αναλογικώς και στην περίπτωση της υποχρεώσεως επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη· η προθεσμία που τάσσει άρχεται από της δηλώσεως περί υπαναχωρήσεως ή επιστροφής του αγαθού εκ μέρους του καταναλωτή. Ειδικότερα, προκειμένου περί της υποχρεώσεως του καταναλωτή να προβεί σε επιστροφή, η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία της εκ μέρους του αποστολής της σχετικής δηλώσεως· προκειμένου περί της υποχρεώσεως επιστροφής εκ μέρους του πωλητή, η προθεσμία άρχεται από της περιελεύσεως σ’ αυτόν της σχετικής δηλώσεως.

[…]

(3)      Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 346, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σημείο 3, ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση χειροτερεύσεως της καταστάσεως του προϊόντος οφειλόμενης σε σύμφωνη με τις οδηγίες χρήση αυτού, υπό τον όρον ότι ενημερώθηκε εγγράφως, το αργότερο κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, περί αυτής της εκ του νόμου συνέπειας, καθώς και περί της δυνατότητας αποτροπής της. Δεν υποχρεούται να καταβάλει την εν λόγω αποζημίωση στην περίπτωση που η χειροτέρευση είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της εξετάσεως του προϊόντος. Το άρθρο 346, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, σημείο 3, δεν εφαρμόζεται όταν ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί δεόντως περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως ή δεν έχει λάβει γνώση αυτού καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο.

(4)      Οι προηγούμενες παράγραφοι ορίζουν τα δικαιώματα των μερών περιοριστικώς.»

11.      Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, της BGB‑InfoV περιέχει διατάξεις σχετικά με τον τύπο της δηλώσεως περί υπαναχωρήσεως και επιστροφής και με τη χρησιμοποίηση υποδείγματος.

12.      Το παράρτημα 2 του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 3, της BGB‑InfoV, το οποίο αναφέρεται στη διάταξη αυτή, ορίζει ότι το υπόδειγμα για την ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως πρέπει να είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Δικαίωμα υπαναχωρήσεως

Δύνασθε να υπαναχωρήσετε από τη σύμβαση πωλήσεως, εντός δύο εβδομάδων, χωρίς επεξήγηση των λόγων, κατόπιν εγγράφου ανακοινώσεως (υπό μορφή επιστολής, τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού μηνύματος) ή –εάν το αγαθό σας έχει παραδοθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας– κατόπιν επιστροφής του αγορασθέντος αγαθού. Η προθεσμία άρχεται από της έγγραφης ενημερώσεως περί του δικαιώματος αυτού. Προς τήρηση της προθεσμίας αρκεί η έγκαιρη αποστολή της έγγραφης υπαναχωρήσεως ή του εμπορεύματος. […]

Συνέπειες της υπαναχωρήσεως

Σε περίπτωση έγκυρης υπαναχωρήσεως, τα δύο μέρη οφείλουν να επιστρέψουν τις προς αυτ[ά] παροχές και τα οφέλη που αποκόμισαν (π.χ. τόκους). Σε περίπτωση που αδυνατείτε εν όλω ή εν μέρει να προβείτε στην επιστροφή των σχετικών παροχών ή προβείτε στην επιστροφή του αγαθού σε κατάσταση χειρότερη εκείνης που το παραλάβατε, οφείλετε να καταβάλετε, ενδεχομένως, αντίστοιχη αποζημίωση. Τούτο δεν ισχύει επί αγαθών των οποίων η χειροτέρευση προκλήθηκε από τη δοκιμή τους –ανάλογη της δοκιμής που θα μπορούσε να γίνει σε ένα κατάστημα.

Άλλωστε μπορεί να αποφύγετε την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως για χειροτέρευση του αγαθού που οφείλεται σε σύμφωνη προς τις οδηγίες χρήσεως χρήση, εφόσον δεν κάνετε χρήση του πράγματος ως αν σας ανήκε και παραλείψετε κάθε ενέργεια που μειώνει την αξία του.

Συσκευασμένα εμπορεύματα επιστρέφονται με δική σας δαπάνη και ευθύνη. Μη συσκευασμένα προϊόντα παραλαμβάνονται από εμάς.»

II – Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης είναι καταναλώτρια. Η εναγομένη της κύριας δίκης είναι εταιρία, η οποία ειδικεύεται στο εμπόριο μέσω διαδικτύου.

14.      Κατόπιν προσφοράς της εναγομένης μέσω του διαδικτύου, η ενάγουσα αγόρασε, στις 2 Δεκεμβρίου 2005, μεταχειρισμένο φορητό υπολογιστή, του οποίου η τιμή ανερχόταν σε 278 ευρώ.

15.      Κατά τον χρόνο αυτής της αγοράς, η εναγομένη είχε δημοσιοποιήσει γενικούς όρους συναλλαγών μέσω του διαδικτύου στους οποίους περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «[…] δεν δεσμεύεστε πλέον από τη συναφθείσα σύμβαση σε περίπτωση κατά την οποία επιστρέψετε το παραδοθέν εμπόρευμα, εντός 14 ημερών από της παραλαβής του με δική σας δαπάνη και ευθύνη. Προς τήρηση της προθεσμίας αρκεί η έγκαιρη αποστολή του εμπορεύματος και η έγγραφη ενημέρωση της επιχειρήσεώς μας. Οι επιστροφές που δεν συνοδεύονται από την έγγραφη αυτή ενημέρωση δεν λαμβάνονται υπόψη. [...] Τέλος, επισημαίνουμε ρητώς ότι οφείλεται αποζημίωση σε περίπτωση που από τη σύμφωνη με τις οδηγίες χρήση του παραγγελθέντος εμπορεύματος προκληθεί σε αυτό ζημία, σας συνιστούμε δε σχετικώς να προβαίνετε στη χρήση του παραγγελθέντος εμπορεύματος έχοντας επίγνωση των συνεπειών, σε περίπτωση κατά την οποία δεν είστε βέβαιοι αν επιθυμείτε να το κρατήσετε. Ασφαλώς γνωρίζετε ότι προϊόν που έχει χρησιμοποιηθεί μπορεί να πωληθεί σε άλλο πελάτη μόνο με έκπτωση. Κατά κανόνα, η έκπτωση αυτή ανέρχεται στο 15 % της αξίας του εμπορεύματος. Υποχρέωση αποζημιώσεως δεν υφίσταται σε περίπτωση εμπορεύματος που παραμένει υπό την αρχική του συσκευασία και το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε. Βεβαίως, έχετε τη δυνατότητα να δοκιμάσετε το εμπόρευμα που αγοράσατε από εμάς.»

16.      Τον Αύγουστο του 2006, η οθόνη του υπολογιστή εμφάνισε βλάβη. Η ενάγουσα ενημέρωσε την εναγομένη για τη βλάβη της οθόνης στις 4 Αυγούστου 2006. Η εναγομένη αρνήθηκε να επισκευάσει δωρεάν τη βλάβη αυτή.

17.      Στις 7 Νοεμβρίου 2006, η ενάγουσα δήλωσε στην εναγομένη ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση πωλήσεως και πρότεινε να επιστρέψει αμέσως τον φορητό υπολογιστή στην εναγομένη με αντικαταβολή του τιμήματος πωλήσεως.

18.      Η ενάγουσα ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να υποχρεώσει την εναγομένη στην καταβολή 278 ευρώ μαζί με τους τόκους και τα εξωδικαστικά έξοδα καθώς και να διαπιστώσει ότι η εναγομένη τελεί σε υπερημερία ως προς την επιστροφή του τιμήματος πωλήσεως.

19.      Η εναγομένη αντέταξε στα αιτήματα της αγωγής ότι η ενάγουσα οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να καταβάλει την αποζημίωση για τη χρήση του φορητού υπολογιστή επί οκτώ περίπου μήνες. Για υπολογιστές αυτού του τύπου, η τιμή μισθώσεως που διαμορφώνεται στην αγορά είναι 118,80 ευρώ για χρήση τριών μηνών, επομένως, για την περίοδο κατά την οποία η ενάγουσα χρησιμοποίησε τον υπολογιστή οφείλει να καταβάλει αποζημίωση ύψους 316,80 ευρώ, πράγμα που μπορεί να αντιταχθεί στην προβληθείσα αξίωση επιστροφής.

20.      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η υπαναχώρηση της ενάγουσας έλαβε χώρα εντός της σχετικής προθεσμίας, δεδομένου ότι δεν είχε υπάρξει έγκυρη ενημέρωσή της περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως.

21.      Εκθέτει συναφώς ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η προθεσμία υπαναχωρήσεως άρχεται από της εκπληρώσεως των σχετικών με την ενημέρωση υποχρεώσεων της εναγομένης. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η εκ μέρους της εναγομένης ενημέρωση της ενάγουσας περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως και των συνεπειών της υπαναχωρήσεως δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 312 c, παράγραφος 2, του BGB και του παραρτήματος 2 του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 3, της BGB‑InfoV και, κατά συνέπεια, δεν είναι έγκυρη. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει διάφορες πτυχές της υποχρεώσεως ενημερώσεως (7).

22.      Σχετικά με τη λύση της συμβάσεως, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, ο καταναλωτής οφείλει, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 312d, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 355, 357, παράγραφος 1, 346, παράγραφος 1, του BGB, να επιστρέψει τις σχετικές παροχές. Πάντως, το άρθρο 346, παράγραφος 1, του BGB ορίζει ότι πρέπει να επιστραφούν οι καρποί που ο οφειλέτης αποκόμισε από το πράγμα. Στην περίπτωση κατά την οποία η επιστροφή αποκλείεται, λόγω της φύσεως του πράγματος, ο οφειλέτης υποχρεούται, κατά το άρθρο 346, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σημείο 1, του BGB, να καταβάλει αποζημίωση. Κατά το άρθρο 100 του BGB, καρποί είναι τα προϊόντα ενός πράγματος καθώς και τα οφέλη που παρέχει η χρήση ενός πράγματος.

23.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η απόφαση επί της προβαλλομένης από την ενάγουσα αξιώσεως για την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού των 278,00 ευρώ εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα αν η εναγομένη έχει το δικαίωμα, στο πλαίσιο της επιστροφής του τιμήματος πωλήσεως, να μειώσει το τίμημα αυτό κατά την αποζημίωση για τα οφέλη που η ενάγουσα άντλησε από τη χρήση του καταναλωτικού αγαθού. Κρίσιμο συναφώς για την έκδοση της αποφάσεως δεν είναι το γεγονός ότι ο φορητός υπολογιστής παρουσίασε βλάβη τον Αύγουστο του 2006. Βάσει αυτού του στοιχείου δύναται μόνο να υπολογισθεί η διάρκεια της δυνατότητας χρήσεως του εν λόγω αγαθού. Πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η ενάγουσα χρησιμοποίησε τον υπολογιστή σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσεως και μόνον (8).

24.      Στο πλαίσιο αυτό, το Amtsgericht Lahr (Γερμανία), με διάταξη της 5ης Νοεμβρίου 2007, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

–        Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1, [δεύτερη περίοδος], της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, την έννοια ότι αποκλείει διάταξη της εθνικής νομοθεσίας κατά την οποία ο πωλητής, σε περίπτωση εμπρόθεσμης υπαναχωρήσεως του καταναλωτή, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος αγαθού;

III – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

25.      Η διάταξη περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2007.

26.      Η Βελγική, η Γερμανική, η Ισπανική, η Αυστριακή και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμίας.

27.      Μετά τη λήξη της έγγραφης διαδικασίας, διεξήχθη, στις 11 Δεκεμβρίου 2008, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν παρατηρήσεις.

IV – Οι κυριότεροι ισχυρισμοί των μερών

28.      Οι απόψεις που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες βάσει των επιχειρημάτων που εμπεριέχουν, στο πλαίσιο των οποίων εντοπίζονται περαιτέρω αποχρώσεις. Κατ’ ουσίαν, η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση, ενώ η Βελγική, η Ισπανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση προτείνουν να δοθεί αντίθετη απάντηση.

29.      Η ποικιλία των προτεινομένων απαντήσεων αντικατοπτρίζει το σημαντικό εύρος του περιθωρίου ερμηνείας όσον αφορά την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα (9).

30.      Η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι η οδηγία 97/7 επιτρέπει τη θέσπιση εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί αποζημιώσεως για το όφελος που πράγματι αντλήθηκε από τη χρήση του πράγματος. Αφήνει ανοικτό το ερώτημα αν και κατά πόσον ο καταναλωτής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει αποζημίωση για το όφελος που αποκόμισε. Η αποζημίωση για το αντληθέν όφελος δεν είναι ούτε «κόστος», υπό την έννοια της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως ή του άρθρου 6, παράγραφοι 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και 2, της οδηγίας 97/7, ούτε «χρηματική ποινή», υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής. «Χρηματική ποινή» υπό την έννοια της οδηγίας είναι η καταβολή χρηματικού ποσού η οποία κολάζει μόνον την υπαναχώρηση, χωρίς να συνδέεται με συγκεκριμένη περιουσιακή βλάβη του πωλητή. Η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως για τα οφέλη που αντλήθηκαν από τη χρήση του πράγματος, τα οποία διατηρεί ο καταναλωτής, δεν συνιστά ποινή για την υπαναχώρηση. «Κόστος» λόγω ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως αποτελούν μόνον τα χρηματικά ποσά τα οποία προορίζονται για την κίνηση της διαδικασίας που καταλήγει στην υπαναχώρηση. Στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, πρόκειται για μια ενέργεια από την πλευρά του καταναλωτή –επιστροφή του προϊόντος– καθώς και για μια διαδικασία διαχειρίσεως του φακέλου από τον προμηθευτή –επιστροφή του ενδεχομένως καταβληθέντος τιμήματος πωλήσεως. Ευρύτερη ερμηνεία του όρου «κόστος», κατά την οποία αποκλείονται αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά του καταναλωτή, δεν μπορεί να συναχθεί από το γράμμα του κειμένου και δεν προκύπτει ούτε από ερμηνεία κατά την οικονομία, το πνεύμα και τον σκοπό του. Η οδηγία 97/7 χαρακτηρίζεται από δύο βασικές κατευθύνσεις: την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την προστασία των καταναλωτών. Οι δύο αυτές αρχές δεν αποδυναμώνονται από την εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία, στην περίπτωση της υπαναχωρήσεως, παρέχει αμφίδρομη αξίωση αποζημιώσεως για οφέλη που πράγματι αντλήθηκαν από τη χρήση του πράγματος.

31.      Επομένως, η καταβολή ενός τέτοιου αντιτίμου για τη χρήση δεν απαγορεύεται από την οδηγία 97/7, αλλά υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Αυτό προκύπτει από την τελευταία πρόταση της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας αυτής, η οποία ορίζει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις λοιπές διατυπώσεις και τους όρους που διέπουν το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως. Εάν ο καταναλωτής, πριν από τη δήλωση περί υπαναχωρήσεως, όχι μόνον προέβη σε δοκιμή του αντικειμένου της αγοράς αλλά και σε εντατική χρήση του, οπότε κατέστη πλουσιότερος, θα ήταν ανεπιεικές, να στερηθεί ο προμηθευτής της δυνατότητας να απαιτήσει αποζημίωση από τον καταναλωτή.

32.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση συμπληρώνει ότι μια εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία ο προμηθευτής μπορεί να απαιτήσει από τον καταναλωτή, στην περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, αντίτιμο για τη χρήση πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία. Η επιβολή αντιτίμου για τη χρήση δεν θα ήταν σύμφωνη προς τον σκοπό του δικαιώματος υπαναχωρήσεως κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 97/7, εάν επιβαλλόταν στον καταναλωτή η υποχρέωση καταβολής του αντιτίμου αυτού και στην περίπτωση κατά την οποία αυτός απλώς αξιολόγησε την κατάσταση του πράγματος ή, επί σκοπώ δοκιμής, το χρησιμοποίησε βραχυπροθέσμως κατά τρόπο σύμφωνο προς τις οδηγίες χρήσεως. Η τακτική επιβολή τέτοιων οικονομικών επιβαρύνσεων στον καταναλωτή στην περίπτωση της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως θα ισοδυναμούσε με αντίθετη προς την οδηγία ποινή, η οποία θα καθιστούσε δυσχερέστερη και μάλιστα θα ματαίωνε την εκ μέρους του καταναλωτή άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως. Πάντως, ο βασικός σκοπός της οδηγίας 97/7 είναι να αποτραπεί η χειροτέρευση της θέσεως του καταναλωτή, ο οποίος πραγματοποιεί αγορές εξ αποστάσεως, έναντι εκείνου ο οποίος συνάπτει σύμβαση αγοράς με την αυτοπρόσωπη παρουσία αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών και κατά τη διαδικασία της συνάψεως μπορεί, κατά κανόνα, να εξετάσει δωρεάν το αντικείμενο της αγοράς (π.χ. δοκιμάζοντάς το). Κατά συνέπεια, στις εξ αποστάσεως συναλλαγές θα πρέπει, κατά την παράδοση του πράγματος, να μπορεί να λάβει χώρα αξιολόγηση, η οποία πραγματοποιείται μεν μετά από τη σύναψη της συμβάσεως, πλην όμως πρέπει να θέτει τον καταναλωτή, μέσω μη υποκείμενης σε περιορισμούς ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, σε παρεμφερή θέση προς αυτήν του καταναλωτή ο οποίος προέβη σε εξέταση του αντικειμένου της αγοράς πριν αποφασίσει να μην προβεί εν συνεχεία στη σύναψη της συμβάσεως.

33.      Η Γερμανική Κυβέρνηση εκθέτει περαιτέρω ότι η γερμανική κανονιστική ρύθμιση που ασκεί εν προκειμένω επιρροή συμπληρώνει τους κανόνες της οδηγίας 97/7 και σκοπεί στην ολοκλήρωση της προβλεπόμενης στην οδηγία αυτή λύσεως της ενοχικής σχέσεως. Εμπεριέχει την υποχρέωση για –αμοιβαία– επιστροφή οφέλους που αντλήθηκε από τη χρήση. Στην περίπτωση της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από τον καταναλωτή, ο προμηθευτής υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 357, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 346, παράγραφος 1, του BGB, να επιστρέψει το χρηματικό ποσόν που έλαβε καθώς και το όφελος που αποκόμισε από τη χρήση του εν λόγω ποσού. Ως όφελος υπό την έννοια αυτή λαμβάνονται υπόψη το εισόδημα από κεφάλαια, για παράδειγμα οι τόκοι, καθώς και οι μέσω της εξοφλήσεως χρεών εξοικονομηθείσες δαπάνες, όπως το πιστωτικό κόστος. Εάν ο προμηθευτής, κατά παράβαση των κανόνων μιας χρηστής οικονομικής διαχειρίσεως, ούτε επένδυσε τα χρήματα ούτε τα χρησιμοποίησε προς εξόφληση χρεών, μολονότι είχε τη σχετική δυνατότητα, υποχρεούται έναντι του καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 357, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 347, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του BGB, σε καταβολή αποζημιώσεως. Ο καταναλωτής από την πλευρά του υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 357, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 346, παράγραφοι 1 και 2, του BGB, σε καταβολή αποζημιώσεως για τους καρπούς που ενδεχομένως αποκόμισε από το πράγμα. Ως καρποί νοούνται, κατά το άρθρο 100 του BGB, τα οφέλη που παρέχει η χρήση του πράγματος. Κατά τη νομολογία του Bundesgerichtshof, η αποζημίωση υπολογίζεται βάσει της σχέσεως της πραγματικής προς την (ακόμη) πιθανή διάρκεια χρήσεως πολλαπλασιαζομένης επί της τιμής. Με αφετηρία την εν λόγω μέθοδο υπολογισμού, η αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής δεν μπορεί ποτέ να είναι υψηλότερη από την τιμή αγοράς. Γενικώς, η αποζημίωση δεν μπορεί, κατά κανόνα, να είναι υψηλή. Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η αξίωση που προέβαλε ο προμηθευτής δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή συμπερασμάτων, ως προς το ύψος της αποζημιώσεως. Περαιτέρω, πρέπει να τονισθεί ότι ο καταναλωτής δεν χρειάζεται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την αποζημίωση, καθόσον το γερμανικό δίκαιο ορίζει ότι ο προμηθευτής φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο του ισχυρισμού ότι ο καταναλωτής πράγματι αποκόμισε, από οικονομικής απόψεως, σημαντικά οφέλη από το αγαθό όσο και του ύψους της απορρέουσας ενδεχομένως από αυτά αξιώσεως.

34.      Η Επιτροπή είναι, όπως η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, της γνώμης ότι μια κανονιστική ρύθμιση σχετικά με αποζημίωση για τη χρήση, όπως η εν προκειμένω ασκούσα επιρροή γερμανική κανονιστική ρύθμιση, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του «κόστους». Κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να μεριμνούν ώστε η προστασία των δικαιωμάτων που εξασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη να μη συνεπάγεται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων (10). Περιορίζοντας το επιχείρημά της, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν είναι, πάντως, δυνατόν το ισχύον εθνικό δίκαιο να έχει εφαρμογή σε πραγματικές καταστάσεις που άπτονται του κοινοτικού δικαίου χωρίς να επηρεάζεται από το κοινοτικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο απαιτεί, κατά παγία νομολογία, από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών να τηρούν τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, οσάκις εφαρμόζουν το εσωτερικό τους δίκαιο σε πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στο κοινοτικό δίκαιο (11). Η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας προϋποθέτει συναφώς ότι ο επίμαχος κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως σε προσφυγές που στηρίζονται στην παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και σε προσφυγές που στηρίζονται στην παραβίαση του εθνικού δικαίου, όταν πρόκειται για ίδιου τύπου φόρους ή τέλη. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι στην παρούσα περίπτωση δεν ανακύπτει, υπό το πρίσμα αυτό, κανένα πρόβλημα όσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο. Φρονεί, πάντως, ότι διαφορετικά θα έπρεπε να αξιολογηθεί μια νομική κατάσταση η οποία παρέχει στον πωλητή εξ αποστάσεως τη δυνατότητα να απαιτήσει αποζημίωση για τη χρήση του πράγματος, η οποία υπολογίζεται βάσει αφηρημένων κριτηρίων και, κατά συνέπεια, θα μπορούσε κατ’ αποτέλεσμα να είναι απαγορευτική, καθόσον καθιστά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως οικονομικώς ασύμφορη και, συνακολούθως, πρακτικώς αδύνατη. Κατά την Επιτροπή, η αποζημίωση για τη χρήση πρέπει να βασίζεται στην πραγματική αξία του αγορασθέντος αγαθού και στην αναμενόμενη διάρκεια ζωής του, οπότε υπολογίζεται ανάλογα προς την αρχική τιμή και τη διάρκεια της χρήσεως.

35.      Η Βελγική, η Ισπανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση φρονούν ότι η οδηγία 97/7 απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση περί αποζημιώσεως για οφέλη που πράγματι αντλήθηκαν από τη χρήση του πράγματος.

36.      Από την οδηγία 97/7 συνάγεται ότι στον καταναλωτή δεν μπορεί να επιβληθεί άλλη επιβάρυνση από το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών. Από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό, οπότε δεν υπάρχει καμία ευχέρεια επιβολής περαιτέρω επιβαρύνσεων. Ο σκοπός του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7 είναι να επαναφέρει τα πράγματα στην «αρχική τους κατάσταση», πράγμα το οποίο περιλαμβάνει μόνον την επιστροφή του παραδοθέντος πράγματος ή της παρασχεθείσας υπηρεσίας έναντι επιστροφής των καταβληθέντων ποσών. Έχει ιδιαίτερη σημασία να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα απάντηση συνάδουσα προς τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος έγκειται στην προστασία των καταναλωτών. Οι καταναλωτές αποτελούν, στο πλαίσιο οποιασδήποτε σχέσεως που αφορά την κατανάλωση, το πλέον ευάλωτο μέρος. Αυτό ισχύει ιδίως όταν πρόκειται για σύναψη εξ αποστάσεως συμβάσεων. Στον τομέα αυτόν πρέπει, κατά την άποψη των προαναφερθεισών κυβερνήσεων, οι απαιτήσεις για την προστασία των καταναλωτών να είναι ιδιαιτέρως υψηλές για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να έχει η χρησιμοποίηση μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως ως συνέπεια τον περιορισμό της προστασίας των καταναλωτών. Η παροχή δικαιώματος υπαναχωρήσεως στον καταναλωτή είναι ένα από τα κεντρικά σημεία της κανονιστικής ρυθμίσεως. Η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού προϋποθέτεί, σύμφωνα με τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη, την απαγόρευση επιβολής στον καταναλωτή, στην περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, υποχρεώσεων οι οποίες βαίνουν πέραν της απλής επιστροφής του αγαθού. Τυχόν παροχή στον πωλητή της δυνατότητας να αξιώσει αποζημίωση για τη χρήση του πράγματος –το ύψος της οποίας άλλωστε δυσχερώς θα μπορούσε να προσδιοριστεί– θα έθιγε την άσκηση του δικαιώματος εξετάσεως του πράγματος και υπαναχωρήσεως, μάλιστα δε αυτό θα μεταβαλλόταν σε καθαρώς τυπικό δικαίωμα, αφού θα παρακωλυόταν η άσκησή του από τον καταναλωτή. Η αναγνώριση στον πωλητή, ο οποίος δεν εκπλήρωσε τις εκ του νόμου υποχρεώσεις του σχετικά με την ενημέρωση του καταναλωτή, της δυνατότητας να απαιτήσει αποζημίωση για τη χρήση θα αντέβαινε προς τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη. Για παράδειγμα, στο ισπανικό δίκαιο αποκλείεται ρητώς η εν λόγω αποζημίωση για τη χρήση, η οποία έχει επιπλέον τον χαρακτήρα ποινής.

V –    Η νομική εκτίμηση

 Α –         Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

37.      Το βασικό νομικό πρόβλημα στην υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι το ζήτημα αν συνάδει προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως που παρέχει η οδηγία 97/7 εθνική διάταξη η οποία, για την περίπτωση της υπαναχωρήσεως από σύμβαση που συνήφθη εξ αποστάσεως, προβλέπει την καταβολή αποζημίωσης εκ μέρους του καταναλωτή για την εν τω μεταξύ χρήση του οικείου αγαθού.

38.      Εισαγωγικώς, θα ήθελα να επισημάνω, πρώτον, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η προβληματική της αποζημιώσεως για τη χρήση προϊόντος απασχολεί τη νομολογία του Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται συναφώς η απόφαση Quelle της 17ης Απριλίου 2008 (12), σχετικά με το ζήτημα αν ο πωλητής μπορεί, στην περίπτωση που αντικαθιστά το προϊόν διότι δεν πληροί τους όρους της συμβάσεως, να απαιτήσει από τον καταναλωτή αποζημίωση για τη χρήση του αγαθού αυτού. Το κοινοτικό πλαίσιο εκείνης της διαφοράς ήταν η οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (13). Με την απόφαση Quelle, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα –σύμφωνα με τις προτάσεις μου της 15ης Νοεμβρίου 2007 (14)– ότι το άρθρο 3 της οδηγίας έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον πωλητή, στην περίπτωση πώλησης καταναλωτικού προϊόντος που δεν πληροί τους όρους της σύμβασης, να απαιτήσει από τον καταναλωτή αποζημίωση για τη χρήση του μη σύμφωνου με τους όρους της σύμβασης προϊόντος μέχρι την αντικατάστασή του με νέο προϊόν (15).

39.      Το Δικαστήριο αντιμετώπισε μια παρεμφερή κατά κάποιον τρόπο προβληματική στις υποθέσεις Schulte (16) και Crailsheimer Volksbank (17) όσον αφορά τη διάθεση κεφαλαίου, στο μέτρο που οι υποθέσεις εκείνες αφορούσαν το ζήτημα αν συνάδει προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από συμβάσεις πωλήσεως κατ’ οίκον το ότι ο καταναλωτής υποχρεούται, βάσει εθνικής ρυθμίσεως, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια, όχι μόνο να επιστρέψει τα ποσά που έλαβε δυνάμει της συμβάσεως αυτής, αλλά επιπλέον να καταβάλει στον δανειοδότη τόκους με το τρέχον επιτόκιο. Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης ήταν η οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (18). Με τις αποφάσεις Schulte και Crailsheimer Volksbank, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων με το τρέχον στην αγορά επιτόκιο συνάδει προς την οδηγία (19).

40.      Για την οδηγία 97/7 που μας απασχολεί εν προκειμένω, δεν υφίσταται ακόμη νομολογία ως προς το ζήτημα ενδεχόμενης αποζημιώσεως για τη χρήση. Θα διευκρινιστεί αργότερα αν και κατά πόσον οι δύο νομολογιακές κατευθύνσεις των οποίων έγινε μνεία ανωτέρω, στα σημεία 37 και 39, μπορεί ενδεχομένως να έχουν σημασία για την παρούσα προβληματική.

41.      Ως δεύτερη προκαταρκτική παρατήρηση, αναφέρω εν συντομία, με αφορμή τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, ότι η οδηγία 97/7 ουδόλως διακρίνει μεταξύ νέων και μεταχειρισμένων αγαθών. Για αμφότερα ισχύει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

42.      Ως τρίτη προκαταρκτική παρατήρηση, θα επιθυμούσα να επισημάνω δύο ιδιαιτερότητες της διαφοράς της κύριας δίκης. Αφενός, θα ήθελα να τονίσω ότι το αιτούν δικαστήριο στηρίζει το ερώτημά του σε μια περίπτωση όπου ένα ελάττωμα του παραδοθέντος προϊόντος, το οποίο παρουσιάσθηκε περίπου επτά μήνες μετά από την αγορά, ασκεί πράγματι κάποια επιρροή. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ρητώς ότι η ύπαρξη ελαττώματος δεν είναι, κατά την άποψή του, κρίσιμο στοιχείο για την έκδοση της αποφάσεως, αλλά μπορεί να έχει σημασία μόνο για τον ενδεχόμενο υπολογισμό της διάρκειας της δυνατότητας χρήσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι αντιμετωπίζουμε ένα νομικό ζήτημα το οποίο διαφέρει ουσιωδώς από αυτό που χρειάστηκε να επιλύσει το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση Quelle (20), όπου, στο πλαίσιο άλλης οδηγίας (21), έπρεπε να κριθεί ομοίως το πρόβλημα της αποζημιώσεως για τη χρήση προϊόντος που παραδόθηκε και αργότερα επιστράφηκε. Πράγματι, στην περίπτωση εκείνη ανέκυπτε το ερώτημα της αποζημιώσεως υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή σε σχέση με την παράδοση καταναλωτικού αγαθού που δεν πληροί τους όρους της συμβάσεως και την αντικατάστασή του με νέο καταναλωτικό αγαθό.

43.      Αφετέρου, θα ήθελα να τονίσω ότι, κατά τις πραγματικές διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, στη διαφορά της κύριας δίκης, η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έλαβε χώρα σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της ημερομηνίας αγοράς, δηλαδή περίπου μετά από έντεκα μήνες. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, η υπαναχώρηση έγινε παρά ταύτα εμπροθέσμως, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υπαναχωρήσεως, εφόσον η καταναλώτρια δεν είχε ενημερωθεί εγκύρως, εντός των ισχυουσών κατά το εθνικό δίκαιο προθεσμιών (22) περί του δικαιώματος υπαναχωρήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει ρητώς κανένα ερώτημα για το εμπρόθεσμο της υπαναχωρήσεως εκ μέρους του καταναλωτή. Επομένως, η νομική ανάλυση που ακολουθεί αφορά αποκλειστικά την προβληματική της αξιώσεως αποζημιώσεως για τη χρήση σε περίπτωση λύσεως εξ αποστάσεως συμβάσεων.

44.      Ακόμη και αν η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως έχει, κατ’ αρχήν, διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε η ερμηνεία των εκάστοτε διατάξεων του κοινοτικού δικαίου να χωρεί βάσει των περιστάσεων της κατ’ ιδίαν περιπτώσεως, θα ήθελα να επισημάνω ότι θα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό να μην περιοριστεί η εξέταση, στην υπό κρίση υπόθεση, σε μία μάλλον «ασυνήθη περίπτωση» όπως η παρούσα. Είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη και οι περιπτώσεις στο πλαίσιο των οποίων θα είναι σύνηθες να ανακύπτει η ως άνω προβληματική. Η λύση θα πρέπει να μπορεί να εφαρμοστεί και σ’ αυτές.

 Β –         Προκαταρκτικές σκέψεις για τη φύση και τη λειτουργία της αποζημιώσεως για τη χρήση

45.      Για την οριοθέτηση του προβλήματος, το οποίο εξετάζεται στο πλαίσιο του προδικαστικού ερωτήματος, θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία της αποζημιώσεως για τη χρήση. Σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσε γενικώς να οφείλεται μια τέτοια αποζημίωση, εφόσον συνάδει προς την οδηγία 97/7; Συναφώς θα ήθελα, κατ’ αρχάς, να διακρίνω την έννοια του «ελέγχου» από την έννοια της «χρήσεως». Στη συνέχεια, θα ήθελα να διασαφηνίσω περαιτέρω τι θα μπορούσε να νοηθεί ειδικά με τον όρο «χρήση».

46.      Κατ’ αρχάς, θα επιθυμούσα να επισημάνω τη διαφορά μεταξύ «χρήσεως» και «ελέγχου». Στην έννοια του ελέγχου εμπίπτουν η οπτική εξέταση, η εκ του σύνεγγυς εξέταση και η δοκιμή. Πράγματι, συστατικό στοιχείο της αποφάσεως του καταναλωτή να πραγματοποιήσει κάποια αγορά είναι, όσον αφορά πολλά προϊόντα, για παράδειγμα τα ενδύματα και τον τεχνολογικό εξοπλισμό, και μια αξιολόγηση των πρακτικής φύσεως χαρακτηριστικών τους. Μια εγγενής ιδιομορφία της εξ αποστάσεως πωλήσεως έγκειται στο ότι δεν βρίσκεται στη διάθεση του καταναλωτή ένα αντικείμενο ή μια συσκευή επιδείξεως, αλλά τη λειτουργία αυτή επιτελεί το ίδιο το καταναλωτικό αγαθό (23). Για παράδειγμα, στην περίπτωση της δοκιμής ενδυμάτων και υποδημάτων, ο καταναλωτής δεν περιορίζεται σε οπτική εξέταση, αλλά ενδύεται με αυτά για να τα δοκιμάσει. Σε περίπτωση αγοράς επιβατικού οχήματος εξ αποστάσεως, δεν μπορεί κανονικά και η δοκιμαστική οδήγηση, όπως και στην περίπτωση της αγοράς εντός του οικείου καταστήματος, να θεωρηθεί ως χρήση του οχήματος από τον αγοραστή (24). Το παράδειγμα του επιβατικού οχήματος είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό, διότι στην περίπτωση του καινούριου οχήματος η πρώτη ταξινόμησή του που καθίσταται ενδεχομένως αναγκαία για τη δοκιμαστική οδήγηση συνοδεύεται κατά κανόνα από μείωση της αξίας, η οποία, κατά τη θεωρία, ανέρχεται στο 20 % περίπου και έχει ως συνέπεια ότι το όχημα θεωρείται, στη συνέχεια, ως μεταχειρισμένο αυτοκίνητο (25).

47.      Τα ίχνη που ενδεχομένως έμειναν στο προϊόν από τη δοκιμή και την εξέταση δεν μπορούν, κατ’ αρχήν (26), να εξομοιωθούν με ίχνη χρήσεως. Είναι ίχνη τα οποία μπορούν να εμφανιστούν και σε περίπτωση ελέγχου εντός καταστήματος, εκτός της πωλήσεως εξ αποστάσεως, και, συνήθως, δεν έχουν ως συνέπεια την επιβολή υποχρεώσεως αποζημιώσεως, εφόσον δεν υφίσταται βλάβη. Σε κάθε περίπτωση, από τα χαρακτηριστικά και τη φύση του εκάστοτε προϊόντος εξαρτάται το αν η αξία του άλλαξε μέσω του ελέγχου ή της χρήσεως και αν (και σε ποια τιμή) το προϊόν, μετά την επιστροφή, μπορεί γενικώς να πωληθεί περαιτέρω (27). Τον σύμφυτο με τη δοκιμή κίνδυνο μειώσεως της αξίας κατά την αγορά εντός του εμπορικού καταστήματος φέρει κατ’ αρχήν ο πωλητής, ο οποίος, σε πολλές περιπτώσεις, θα θέτει στη διάθεση του καταναλωτή προς δοκιμή μια συσκευή ή ένα αντικείμενο επιδείξεως. Μία ιδιομορφία της διαφορετικής, από πλευράς δομής, περιπτώσεως της εξ αποστάσεως πωλήσεως είναι ότι ο κίνδυνος αυτός δεν ανακύπτει πριν από την αγορά αλλά μετά από την αγορά και την παράδοση του αγαθού.

48.      Κύριος σκοπός της οδηγίας 97/7 (28) είναι να καταστήσει δυνατή για τον καταναλωτή τη χωρίς επιβάρυνση εξέταση του εξ αποστάσεως παραγγελθέντος προϊόντος. Τούτο αντικατοπτρίζεται σαφώς στην επίμαχη εν προκειμένω εθνική κανονιστική ρύθμιση μέσω του άρθρου 357, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του BGB (29).

49.      Πάντως, στην πράξη θα πρέπει να είναι συχνά δύσκολο να τεθούν τα όρια μεταξύ του ελέγχου, αφενός, και της χρήσεως, αφετέρου (30). Είναι πιθανόν ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να πρόκειται συναφώς για ευκρινές όριο, αλλά για ευρεία γκρίζα ζώνη (31), η οποία επιβάλλει τη λήψη αποφάσεως κατά περίπτωση. Το ερώτημα που ανακύπτει στην ειδική περίπτωση της εξ αποστάσεως πωλήσεως θα είναι ποια πλευρά –προμηθευτής ή καταναλωτής– φέρει τον εγγενή στην εν λόγω γκρίζα ζώνη κίνδυνο σύμφωνα με την οδηγία 97/7. Εάν θεωρηθεί ότι η αποζημίωση για τη χρήση συνάδει, κατ’ αρχήν, προς την οδηγία 97/7, είναι αναμενόμενο ότι προφανώς θα υπάρξει μεταξύ των μερών αμφισβήτηση ως προς το εάν πράγματι έγινε χρήση του προϊόντος ή όχι (32). Κομβικό σημείο του προβλήματος θα είναι πιθανόν το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως, οπότε, εντός της προαναφερθείσας γκρίζας ζώνης, το βάρος αποδείξεως παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες, ανεξαρτήτως του μέρους που το φέρει (33).

50.      Πάντως, τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν το προδικαστικό ερώτημα διακρίνονται σαφώς από την τυπική αυτή προβληματική. Το προδικαστικό ερώτημα φαίνεται να αναφέρεται ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής όχι μόνον έπραξε στο σπίτι αυτό το οποίο, στην περίπτωση αγοράς εξ αποστάσεως, δεν ήταν δυνατό να πράξει προηγουμένως ελλείψει επισκέψεώς του σε εμπορικό κατάστημα –να προβεί σε οπτική και εκ του σύνεγγυς εξέταση ή σε δοκιμή του προϊόντος– αλλά και στις οποίες προφανώς έγινε χρήση υπό την έννοια ότι το προϊόν «άρχισε να χρησιμοποιείται». Από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών μπορεί να συναχθεί ότι το αιτούν δικαστήριο φρονεί προφανώς ότι η καταναλώτρια, πέρα από τη δοκιμή, άρχισε να χρησιμοποιεί και αξιοποίησε τον φορητό υπολογιστή για λογαριασμό της. Για παράδειγμα, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ρητώς ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα χρησιμοποίησε το Notebook (μόνο) σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσεως. Μόνο σε ένα σημείο της διατάξεως περί παραπομπής η επιλογή των όρων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου εκφράζει κάτι διαφορετικό, στο μέτρο που στηρίζεται στη «διάρκεια της δυνατότητας χρήσεως», πράγμα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να εξομοιωθεί με πραγματική χρήση.

51.      Δεν νομίζω ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης αντιπροσωπεύουν μια τυπική περίπτωση διαφοράς σχετικά με την αποζημίωση για τη χρήση κατά την έννοια της οδηγίας 97/7. Αντιθέτως, φρονώ ότι η περίπτωση αυτή είναι μάλλον ασυνήθης και οφείλεται πρωτίστως στις ιδιομορφίες της μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο, η οποία, για ορισμένες περιπτώσεις, βαίνει πέραν των στοιχειωδών απαιτήσεων της οδηγίας και προβλέπει δικαίωμα υπαναχωρήσεως το οποίο δύναται να ασκηθεί εντός πολύ μακράς προθεσμίας ή είναι χρονικά απεριόριστο. Είναι προφανές ότι όταν η προθεσμία παρατείνεται, υφίσταται σημαντικές προοπτικές χρήσεως (34).

52.      Πάντως, μόνον η διάκριση μεταξύ «ελέγχου» και «χρήσεως» δεν αρκεί. Πρέπει να εξετασθεί λεπτομερώς και η έννοια της «χρήσεως». Πρόκειται για πραγματική χρήση (σε ώρες ή ημέρες) ή αρκεί απλώς η δυνατότητα χρήσεως (χρονικό διάστημα μεταξύ παραλαβής και επιστροφής του αγαθού); Μπορεί, επομένως, η απλή κατοχή του αγαθού, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, να συνιστά χρήση για την οποία οφείλεται αποζημίωση (35) (πράγμα το οποίο καταλήγει πρακτικώς σε εκ των υστέρων τέλος δανεισμού); Θα πρέπει τότε να καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε πραγματική χρήση (πράγμα το οποίο ομοίως καταλήγει σε εκ των υστέρων τέλος δανεισμού) ή μόνο για τη χρήση η οποία άφησε τα ίχνη της φθοράς; Νομίζω ότι η «αποζημίωση για τη χρήση» μπορεί –σε γενικές γραμμές– να νοηθεί ως τρόπος εξισορροπήσεως των δύο κατ’ αρχήν διαφορετικών, πλην όμως στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους περιουσιακών στοιχείων. Αφενός, μπορεί να πρόκειται για το αντιστάθμισμα του οφέλους το οποίο αποκόμισε ο καταναλωτής από τη χρήση (αποζημίωση για τη χρήση). Αφετέρου, μπορεί, πάντως, η αποζημίωση να αποσκοπεί και σε επανόρθωση των ζημιών που προκάλεσε η χρήση (αποζημίωση για τη φθορά).

53.      Καθόσον πρόκειται για «αποζημίωση για τη χρήση», πρέπει επιπλέον να τεθεί το ερώτημα ποια είναι η σχέση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών. Μια κανονιστική ρύθμιση όπως η γερμανική φαίνεται ότι προϋποθέτει μείωση της αξίας απορρέουσα από κάθε χρήση καθώς και από τη δυνατότητα χρήσεως. Από τον φάκελο προκύπτει επιπλέον ότι, κατά τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, η καταβλητέα αποζημίωση δεν καθορίζεται βάσει της χρήσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση (για παράδειγμα ανάλογα με τις ημέρες ή τις ώρες), αλλά βάσει της πιθανής διάρκειας χρήσεως του πράγματος σε σχέση με την πραγματική διάρκεια χρήσεως (36) (όπου προφανώς νοείται η διάρκεια της δυνατότητας χρήσεως). Επομένως, πραγματοποιείται κατ’ αποκοπήν υπολογισμός βάσει παραγόντων, οι οποίοι αναφέρονται στις σχέσεις χρόνου/αξίας.

54.      Νομίζω ότι, καθόσον στο πλαίσιο της συζητήσεως σχετικά με την «αποζημίωση» δεν διαχωρίζονται οι έννοιες της «αποζημιώσεως για τη χρήση» και της «αποζημιώσεως για τη φθορά», ενδέχεται, από συστηματικής απόψεως, να ανακύψουν σοβαρά προβλήματα κατανοήσεως.

55.      Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να υιοθετεί την ανωτέρω (37) αναφερθείσα έννοια της αποζημιώσεως για τη χρήση, εφόσον περιγράφει τους καρπούς σύμφωνα με το άρθρο 100 του BGB ως τα προϊόντα του πράγματος καθώς και τα οφέλη που παρέχει η χρήση του πράγματος (38). Επομένως, ζητεί με το ερώτημά του να διευκρινισθεί αν η ενάγουσα πρέπει να πληρώσει ένα είδος «τέλους δανεισμού» για την επί μήνες χρήση του υπολογιστή, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι είχε στη διάθεσή της το προϊόν προς ίδια χρήση, ενώ, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το προϊόν δεν μπορούσε να βρίσκεται στη διάθεση του προμηθευτή.

56.      Στην περίπτωση κατά την οποία θα δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα περί της συμβατότητας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί αποζημιώσεως για χρήση του παραδοθέντος αγαθού προς την οδηγία 97/7, θα πρέπει αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως αυτό που ανέκυψε εν προκειμένω υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου.

57.      Θα ήθελα, τέλος, να επισημάνω ότι, εντελώς ανεξάρτητα από την οριοθέτηση, υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου, του τι πρέπει συγκεκριμένα να νοηθεί ως αποζημίωση για τη χρήση, οριοθέτηση η οποία δεν έχει γίνει μέχρι τώρα, στη σχετική ανάλυση πρέπει να ενταχθεί το πρόβλημα της αποζημιώσεως για την επανόρθωση των ζημιών. Πράγματι, η αποζημίωση μπορεί να συνιστά πάντοτε ζήτημα που ασκεί επιρροή, εάν η χρήση, πέρα από ενδεχόμενη μείωση της αξίας (λόγω του χρόνου κατά τον οποίο το πράγμα δεν είναι διαθέσιμο), είχε ως συνέπεια την πρόκληση ζημίας. Ακόμη και αν στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται για καταστάσεις αποζημιώσεως για την επανόρθωση ζημίας, αργότερα, πάντως, πρέπει, για λόγους συστηματικής διαρθρώσεως, να εξετασθεί συνοπτικά το ζήτημα πώς θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η προβληματική αυτή (39).

 Γ –         Επί των σταδίων εξετάσεως που προκύπτουν από το προδικαστικό ερώτημα

58.      Το προδικαστικό ερώτημα αφορά το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 97/7 (40). Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/7, η εμπρόθεσμη υπαναχώρηση από σύμβαση που έχει συναφθεί εξ αποστάσεως δεν υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 97/7 ορίζει ότι το μόνο κόστος που ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7, όταν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ασκήθηκε από τον καταναλωτή, ο προμηθευτής (41) υποχρεούται να επιστρέψει τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή ποσά, χωρίς επιβάρυνση. Επαναλαμβάνεται, στη συνέχεια, ότι η μόνη ενδεχόμενη επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών. Το γράμμα του άρθρου 6 της οδηγίας 97/7 δεν περιέχει περαιτέρω καμία ειδική ένδειξη για το ζήτημα της αποζημιώσεως για τη χρήση (42).

59.      Για να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, αφενός, να διευκρινισθεί αν η αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος αγαθού εμπίπτει στις αναφερόμενες στο άρθρο 6 της οδηγίας έννοιες της «χρηματικής επιβαρύνσεως» ή του «κόστους» και, κατά συνέπεια, δεν συνάδει προς την οδηγία 97/7, επειδή δεν πρόκειται συναφώς για το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών. Καμία από τις δύο έννοιες δεν παραπέμπει, όσον αφορά το περιεχόμενο και το εύρος της, στο δίκαιο των κρατών μελών.

60.      Κατά παγία νομολογία, από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όσο και της αρχής της ισότητας απορρέει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και της σημασίας της, πρέπει κανονικά να δίδεται σε όλη την Κοινότητα αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση (43).

61.      Οι εν προκειμένω ερμηνευτέες έννοιες πρέπει, κατά συνέπεια, να νοηθούν ως έννοιες του κοινοτικού δικαίου και να ερμηνευθούν αυτοτελώς.

62.      Στην περίπτωση κατά την οποία θα κριθεί ότι η αποζημίωση για τη χρήση δεν εμπίπτει ούτε στην έννοια της χρηματικής επιβαρύνσεως ούτε στην έννοια του κόστους, θα πρέπει να εξετασθεί αν τα κράτη μέλη έχουν, βάσει της τελευταίας προτάσεως της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/7, το δικαίωμα να θεσπίσουν αυτοτελώς κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης.

 Δ –         Εμπίπτει η αποζημίωση για τη χρήση στην έννοια της χρηματικής επιβαρύνσεως, με συνέπεια να μη συνάδει προς την οδηγία 97/7;

63.      Η έννοια της χρηματικής επιβαρύνσεως, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς (44), δεν ορίζεται στην οδηγία 97/7. Ως επιβάρυνση υπό στενή έννοια πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να νοηθεί η καταβολή χρηματικού ποσού, η οποία δεν εξυπηρετεί άλλο σκοπό πλην της ποινής. Στην έννοια αυτήν εμπίπτουν και τα χρηματικά πρόστιμα ή οι ποινικές ρήτρες (45). Δεν υπάρχει καμία ένδειξη περί του ότι η αποζημίωση θα πρέπει να νοηθεί ως χρηματική επιβάρυνση εν στενή εννοία. Η έννοια αναφέρεται στην αποζημίωση για τη χρήση, επομένως αφορά ειδικό σκοπό ο οποίος διαφέρει από την ποινή.

64.      Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ερμηνείας της έννοιας της επιβαρύνσεως, υπέρ της οποίας τάσσομαι στην παρούσα περίπτωση, θα μπορούσαν στην έννοια αυτή να εμπίπτουν και τέλη, ιδίως τέλη υπαναχωρήσεως. Ακόμη και μια κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ή επανόρθωση ζημιών, η οποία δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη ζημία ή σε συγκεκριμένη χρήση, αλλά καθορίζεται γενικώς, θα μπορούσε να υπάγεται στην ως άνω έννοια (46). Πράγματι, αν και οι ως άνω αποζημιώσεις στηρίζονται σε σκοπό διαφορετικό από την ποινή, ο υπολογισμός τους, εν τούτοις, δεν γίνεται συγκεκριμένα βάσει του εν λόγω διαφορετικού σκοπού και, επομένως, θα μπορούσαν να έχουν μάλλον κατασταλτικό χαρακτήρα. Πάντως, νομίζω ότι η αποζημίωση η οποία αναφέρεται σε πραγματική χρήση και υπολογίζεται επ’ αυτής της βάσεως δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της επιβαρύνσεως.

65.      Μια αποζημίωση όπως αυτή που ζητεί η ενάγουσα της κύριας δίκης θα μπορούσε να εμπίπτει στην έννοια της επιβαρύνσεως μόνον εάν η έννοια αυτή ερμηνευόταν διασταλτικά και εθεωρείτο ως έννοια γένους για το σύνολο των δαπανών που πράγματι προκλήθηκαν (οπότε πρέπει κατωτέρω (47) να διευκρινισθεί αν η αποζημίωση μπορεί γενικώς να υπαχθεί στην έννοια του κόστους) οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως συνέπεια να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής από την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, δεδομένου ότι θα ήταν δυνατό να αντιληφθεί την καταβολή τους ως ποινή. Μια τόσο διασταλτική ερμηνεία θα υποδήλωνε ότι η έννοια του κόστους στηρίζεται καθ’ ολοκληρίαν στην έννοια της επιβαρύνσεως. Πάντως, κανένα στοιχείο στο γράμμα της οδηγίας δεν συνηγορεί υπέρ της απόψεως αυτής.

66.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η αποζημίωση για τη χρήση δεν μπορεί να νοηθεί ως επιβάρυνση.

 Εμπίπτει η αποζημίωση για τη χρήση στην έννοια του κόστους, με συνέπεια να μη συνάδει προς την οδηγία 97/7;

67.      Πρέπει να εξετασθεί αν η αποζημίωση εμπίπτει στην έννοια του κόστους, η οποία απαντά τόσο στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, όσο και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7 και πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς (48).

1.      Η έννοια του κόστους στην οδηγία 97/7 – Ερμηνεία κατά το γράμμα και τη δομή του κειμένου

68.      Η οδηγία δεν περιέχει ρητό ορισμό της έννοιας του κόστους (49) και από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι στο κοινοτικό δίκαιο υπάρχει γενικός ορισμός της έννοιας αυτής ή τουλάχιστον ορισμός που μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση (50). Πάντως, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, καθώς και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7, καθίσταται σαφές ότι η έννοια του κόστους αναφέρεται στο κόστος «το οποίο ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως». Το κόστος αυτό μπορεί να βαρύνει τον επιστρέφοντα το αγαθό καταναλωτή, σύμφωνα με την οδηγία, μόνον εφόσον πρόκειται για «το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών» (51). Η διατύπωση αυτή και η αναφορά στο «μόνο κόστος που ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή» καταδεικνύει ότι η οδηγία, παράλληλα προς το εν λόγω «άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών», λαμβάνει υπόψη περαιτέρω δαπάνες οι οποίες, πάντως, δεν μπορούν να βαρύνουν τον καταναλωτή.

69.      Το κείμενο της οδηγίας δεν περιορίζει τις περαιτέρω αυτές δαπάνες στις συμβατικές δαπάνες, επομένως στις δαπάνες οι οποίες προκλήθηκαν στο πλαίσιο της συνάψεως της συμβάσεως, αλλά τις διευρύνει ώστε να καλύπτουν το κόστος «το οποίο μπορεί να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως». Από το γεγονός ότι το κείμενο της οδηγίας, στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, αναφέρεται στο «άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών», μπορεί να συναχθεί ότι ενδέχεται να υπάρξει, παράλληλα, και «έμμεσο κόστος», πράγμα το οποίο συνηγορεί ομοίως υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας του κόστους κατά την οδηγία 97/7. Υπέρ της ευρείας ερμηνείας συνηγορεί και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, πρόκειται για κόστος «λόγω» της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως. Αντιθέτως, κανένα στοιχείο στο γράμμα της οδηγίας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και η αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος αγαθού να εμπίπτει στην έννοια του κόστους κατά την οδηγία 97/7 (52).

70.      Επιβάλλεται το ενδιάμεσο συμπέρασμα ότι από την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και 2, της οδηγίας 97/7, κατά το γράμμα και τη δομή του κειμένου, δεν μπορεί να συναχθεί σαφής απάντηση όσον αφορά το ζήτημα αν η αποζημίωση καλύπτεται από την έννοια του κόστους που χρησιμοποιείται στην οδηγία αυτή. Πάντως, μπορεί ήδη να διαπιστωθεί ότι επιχειρήματα που στηρίζονται στο γράμμα και στη συστηματική διάρθρωση του κειμένου συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η έννοια του κόστους κατά την οδηγία αυτή πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά.

2.      Η έννοια του κόστους στην οδηγία 97/7 – Τελολογική και συστηματική προσέγγιση

71.      Νομίζω ότι η τελολογική προσέγγιση επιρρωννύει τη διασταλτική ερμηνεία της έννοιας του κόστους, η οποία εμπεριέχει και την επίμαχη εν προκειμένω αποζημίωση για τη χρήση. Από τον ρυθμιστικό σκοπό της οδηγίας 97/7 προκύπτει, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, ότι η αποζημίωση αυτή δεν προβλέπεται από την οδηγία όπως αυτή ισχύει επί του παρόντος (53).

72.      Το πνεύμα και ο σκοπός των διατάξεων του άρθρου 6 της οδηγίας 97/7 για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή από συμβάσεις που συνάπτονται εξ αποστάσεως (54) συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η έννοια του κόστους πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά, ούτως ώστε να περιλαμβάνει και την αποζημίωση για τη χρήση. Ιδιαιτέρως αποκαλυπτική είναι συναφώς η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7. Στη σκέψη αυτή τονίζεται ότι το ζήτημα αν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως είναι ουσιαστικό δικαίωμα του καταναλωτή εξαρτάται ιδίως από τις χρηματοοικονομικές συνέπειες που επιφέρει η άσκησή του. Συγκεκριμένα, η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7 ορίζει τα εξής: «ότι, για να μην είναι το δικαίωμα αυτό απλώς τυπικό, το κόστος που τυχόν επωμίζεται ο καταναλωτής κατά την άσκησή του θα πρέπει να περιορίζεται στο άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών».

73.      Στο συνολικό πλαίσιο της προτάσεως, η χρησιμοποιούμενη εν προκειμένω έννοια του κόστους πρέπει να νοηθεί ως έννοια όχι στενώς ερμηνευόμενη αλλά ευρέως ερμηνευόμενη. Πράγματι, δεν θα ήταν εύλογο να εντοπισθεί μεν η σχέση μεταξύ χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων και λειτουργικότητας του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, στη συνέχεια όμως να ρυθμιστεί μόνο μια στενά οριοθετημένη κατηγορία χρηματοοικονομικής επιβαρύνσεως.

74.      Μια αποζημίωση για τη χρήση, όπως αυτή που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο, συνιστά χρηματοοικονομική επιβάρυνση, η οποία μπορεί να πλήξει τη λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχωρήσεως (55). Όπως προκύπτει από τον φάκελο, ο υπολογισμός της στηρίζεται ιδίως στην αποζημίωση για τον χρόνο χρήσεως (ή της δυνατότητας χρήσεως) (56), ο οποίος έχει την ίδια διάρκεια με την προθεσμία υπαναχωρήσεως. Η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως θα είναι κατ’ αποτέλεσμα το τίμημα το οποίο πρέπει να καταβληθεί για να πραγματοποιηθεί η υπαναχώρηση (57). Επομένως, η αποζημίωση αυτή βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως, πράγμα που αντιβαίνει προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/7.

75.      Όπως ήδη τόνισα με άλλες προτάσεις μου (58), πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζονται οι πρακτικές συνέπειες της αξιώσεως αποζημιώσεως για τη χρήση (59).

76.      Νομίζω ότι σοβαροί λόγοι συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης με την οδηγία 97/7 θα διακυβευόταν ή θα ματαιωνόταν εντελώς, εάν ο καταναλωτής έπρεπε, στην περίπτωση της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, να καταβάλει στον προμηθευτή αποζημίωση για τη χρήση του πράγματος.

77.      Ειδικότερα, ο διαρθρωτικός κίνδυνος ενδεχόμενης (νομικής) διχογνωμίας ως προς το αν ο καταναλωτής εξέτασε το αγαθό μόνον ως προς την καταλληλότητά του για τους σκοπούς του ή επιπλέον αποκόμισε οφέλη (και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια) από αυτό (60) θα μπορούσε να αποτρέψει τον καταναλωτή από την άσκηση των δικαιωμάτων του. Αφενός θα μπορούσε στην πράξη να τον αποτρέψει, ως μέτρο προφυλάξεως, από το να προβεί σε πραγματική εξέταση του αγαθού πριν από την επιστροφή, π.χ. σχίζοντας ένα προστατευτικό πλαστικό φύλλο. Πράγματι, ένα άθικτο προστατευτικό πλαστικό φύλλο πιστοποιεί αδιαμφισβήτητα την έλλειψη χρήσεως, πλην όμως εμποδίζει και την οπτική εξέταση και τον έλεγχο του αγαθού. Αφετέρου, ο καταναλωτής θα μπορούσε να παραιτηθεί από την υπαναχώρηση από τη σύμβαση, εάν διαπιστώσει ότι το αγαθό δεν είναι όπως το είχε φανταστεί ή δεν είναι κατάλληλο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δικαίωμα του καταναλωτή να έχει τη δυνατότητα εξετάσεως του αγαθού μετά από τη σύναψη της συμβάσεως θα περιοριζόταν σε ένα καθαρώς τυπικό δικαίωμα, πράγμα που δεν συνάδει προς τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας. Αυτό θα αντέβαινε προς το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας 97/7.

78.      Τέλος, δεν πρέπει να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι η αναφερθείσα τόσο στις γραπτές παρατηρήσεις όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση υποχρέωση για αμοιβαία επιστροφή (61) μπορεί μεν να φαίνεται από θεωρητικής απόψεως ισορροπημένη, στην πράξη, πάντως, θα μπορούσε να αποδειχθεί άνευ αξίας για τον καταναλωτή, εκτός από την περίπτωση λίαν υψηλού τιμήματος πωλήσεως, οπότε από τους τόκους κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχωρήσεως θα μπορούσε να προκύψει ένα σημαντικό ποσόν.

79.      Σε τελική ανάλυση, είμαι της γνώμης ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας 97/7, η αποζημίωση για τη χρήση μπορεί να υπαχθεί στο κόστος υπό ευρεία έννοια. Επομένως, εάν η αποζημίωση εμπίπτει στην έννοια του κόστους που περιέχεται τόσο στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, όσο και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7, τότε δεν μπορεί να βαρύνει τον καταναλωτή, καθόσον δεν περιλαμβάνεται στο άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών.

3.      Η διεξοδικότερη ανάλυση της έννοιας της κατανομής των κινδύνων στην οποία στηρίζεται η οδηγία 97/7 επιρρωννύει την μέχρι τούδε ερμηνεία

80.      Η κατανομή των κινδύνων στην περίπτωση της υπαναχωρήσεως από εξ αποστάσεως σύμβαση πραγματοποιείται προς όφελος του καταναλωτή, εις βάρος του οποίου δεν πρέπει να ανακύπτουν, με αφορμή την υπαναχώρηση, αβεβαιότητες ως προς τη διαδικασία (62) και χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις.

81.      Η ως άνω προσέγγιση της προβλεπόμενης στην οδηγία 97/7 κατανομής των κινδύνων μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή συνάδει προς τον σκοπό της οδηγίας που έγκειται στην προώθηση των εξ αποστάσεως συμβάσεων (63) τηρουμένων των στόχων περί υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη σε πλείονες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας αυτής. Συναφώς, πρέπει να αναφερθούν ιδίως οι αιτιολογικές σκέψεις σχετικά με τους στόχους περί ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς (64), τις νέες τεχνολογίες πληροφορικής (65) και την προστασία των καταναλωτών (66). Η οδηγία ευνοεί τη συμμετοχή του καταναλωτή στο πλέγμα της εξ αποστάσεως συμβάσεως μειώνοντας τα ειδικά προβλήματα της αγοράς αυτής προς όφελος του καταναλωτή (67).

82.      Βεβαίως, εάν η έννοια του κόστους ερμηνευθεί με τον τρόπο που πρότεινα, θίγονται τα συμφέροντα του πωλητή, με συνέπεια να μην μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για τη χρήση του καταναλωτικού αγαθού μέχρι την υπαναχώρηση. Αυτό ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το αγαθό –ακόμη και αν επιστραφεί εντός της βραχύτερης δυνατής προθεσμίας των επτά εργασίμων ημερών (68)– χάνει την αξία του για τον προμηθευτή. Κατά συνέπεια, ο συντάκτης της οδηγίας προέβλεψε για ορισμένες περιπτώσεις, στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/7, τον πλήρη αποκλεισμό του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, για παράδειγμα στην περίπτωση της εξατομικεύσεως του αγαθού βάσει ειδικών επιθυμιών του πελάτη ή των ευπαθών προϊόντων (69). Στην περίπτωση αγαθών τέτοιου είδους το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή χωρίς την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως –εάν η έννοια του κόστους ερμηνευόταν υπό την ανωτέρω προταθείσα έννοια– θα έθιγε σοβαρά τα συμφέροντα του προμηθευτή, πράγμα που θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να τον αποτρέψει γενικώς από τη σύναψη εξ αποστάσεως συμβάσεων. Τούτο όμως δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση του συντάκτη της οδηγίας, ο οποίος αποσκοπεί στην προώθηση –ιδίως και προς το συμφέρον του καταναλωτή (70)– των εξ αποστάσεως συμβάσεων.

83.      Για να προστατευθεί από τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει πράγματι σε συγκεκριμένη περίπτωση την υπαναχώρηση του καταναλωτή μετά και παρά την πραγματοποιηθείσα χρήση και να μην μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για τη χρήση αυτή, ο προμηθευτής έχει τη δυνατότητα να υιοθετήσει πολιτική τιμών στηριζόμενη σε μικτό υπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει ποσοστό που καλύπτει την επιστροφή (71).

84.      Επιπλέον, η οδηγία 97/7 περιέχει ένα μηχανισμό προστασίας των συμφερόντων του προμηθευτή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, επιθυμεί να αποφύγει τη μείωση της αξίας του αγαθού, υπό τη μορφή χρονικής αλληλουχίας που ενισχύεται με προθεσμίες. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/7 ορίζει πράγματι τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχωρήσεως σε «τουλάχιστον επτά εργ[άσιμες] ημ[έρες]». Μετά την πάροδο της σχετικά βραχείας αυτής προθεσμίας υπαναχωρήσεως, η σύντομη διάρκεια της οποίας διατηρείται γενικώς και κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών (πρόκειται συνήθως για 7 εργάσιμες ημέρες ή 14 ημερολογιακές ημέρες (72)), ο προμηθευτής παύει πλέον, κατ’ αρχήν, να φέρει τον κίνδυνο. Επομένως, η οδηγία προβλέπει ένα απολύτως εύλογο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο προμηθευτής φέρει τον κίνδυνο των ενδεχομένων χρηματοοικονομικών συνεπειών της υπαναχωρήσεως.

85.      Τέλος, ειρήσθω εν παρόδω ότι τόσον η Επιτροπή σε πρόταση οδηγίας (73) όσο και η πρόταση του εγγράφου εμπειρογνωμόνων που φέρει τον τίτλο Draft Common Frame of Reference (σχέδιο κοινού πλαισίου αναφοράς, στο εξής: DCFR) (74) για ενιαίο σύστημα ευρωπαϊκού ιδιωτικού δικαίου (75) προτείνουν μια εν μέρει διαφορετική ρύθμιση. Η πρόταση της Επιτροπής διαλαμβάνει, επί λέξει, τα εξής: «Ο καταναλωτής ευθύνεται για τυχόν μείωση της αξίας των εμπορευμάτων ως αποτέλεσμα της διακίνησης πλην εκείνης που είναι αναγκαία για την αναγνώριση της φύσης και της λειτουργίας των εμπορευμάτων» (76). Από απόψεως περιεχομένου, το ανωτέρω κείμενο υποδηλώνει κάτι διαφορετικό από την προβλεπόμενη στο γερμανικό δίκαιο αποζημίωση για τη μείωση της αξίας, η οποία υπολογίζεται βάσει του χρόνου (77). Στο κεφάλαιο που αφορά τις συμβάσεις, το DCFR ρυθμίζει και το δικαίωμα υπαναχωρήσεως (άρθρο II.-5:101 έως II.‑5:202). Στο άρθρο II.-5:201, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3, προβλέπεται για τον καταναλωτή, στην περίπτωση των εξ αποστάσεως συμβάσεων, δικαίωμα υπαναχωρήσεως εντός ενιαίας για όλο το έδαφος της Κοινότητας βασικής προθεσμίας υπαναχωρήσεως 14 ημερών (78). Συναφώς, το άρθρο II.-5:105, παράγραφος 3, του DCFR ρυθμίζει ζητήματα της αποζημιώσεως για τη χρήση. Αποζημίωση για εξέταση και δοκιμή αποκλείεται ρητώς κατά το άρθρο II.-5:105, παράγραφος 3, του DCFR, αλλά κατά το άρθρο II.-5:105, παράγραφος 4, του DCFR, ο καταναλωτής υποχρεούται ρητώς να καταβάλει αποζημίωση για τη συνήθη χρήση (79), οπότε το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως πρέπει να φέρει η πωλούσα επιχείρηση (80). Και οι προαναφερθείσες βασικές αρχές περί κοινοτικού κεκτημένου (Principles of the Existing EC Contract Law) (81) περιέχουν παρεμφερείς διατάξεις (82). Όσον αφορά τις ως άνω εργασίες και προτάσεις κανονιστικών ρυθμίσεων, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι στηρίζονται, ως προς την αποζημίωση για τη χρήση, σε μια διαφορετική αρχή από αυτήν του αποκλεισμού των επιβαρύνσεων της οδηγίας 97/7. Ανεξαρτήτως του ότι, κατά τη γνώμη μου, δημιουργούν στην πράξη περίπλοκα προβλήματα οριοθετήσεως μεταξύ εξετάσεως/δοκιμής και χρήσεως που πλήττουν την ασφάλεια δικαίου και, σε τελική ανάλυση, ενδέχεται να καταστήσουν την πραγματοποίηση αγορών εξ αποστάσεως λιγότερο ελκυστική για τον καταναλωτή, τα εν λόγω έγγραφα, ως απλές προτάσεις, δεν διευκολύνουν πάντως την ερμηνεία της ισχύουσας οδηγίας.

4.      Η μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημερώσεως και οι συνέπειές της

86.      Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 97/7 παρατείνεται ο χρόνος κατά τον οποίον αυτός φέρει τον κίνδυνο. Η παράταση αυτή εκφράζει την πεποίθηση του συντάκτη της οδηγίας ότι το συμφέρον του προμηθευτή στις περιπτώσεις αυτές δεν χρήζει της ίδιας προστασίας σε σχέση με το συμφέρον του καταναλωτή, του οποίου η προστασία έχει μεγαλύτερη σημασία. Πάντως, ακόμη και η εν λόγω παράταση του χρόνου κατά τον οποίο ο προμηθευτής φέρει τον κίνδυνο, την οποία αυτός μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο δια της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 97/7, είναι, σύμφωνα με την οδηγία, περιορισμένη. Ως περιορισμός λειτουργεί, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 97/7, μια προθεσμία τριών μηνών (83).

87.      Με την πρόβλεψη του ως άνω τριμήνου, η οδηγία 97/7 τάσσει ρητώς προθεσμία μετά την πάροδο της οποίας, έστω και ελλείψει ενημερώσεως σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, δεν είναι πλέον δυνατή η άσκηση του δικαιώματος αυτού (84). Αυτή η τρίμηνη προθεσμία (85) δεν τάσσεται άλλωστε ως ελάχιστη προθεσμία, αλλά ως επακριβώς καθορισμένη προθεσμία. Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η οδηγία 97/7 περιέχει βεβαίως, στο άρθρο 14, διάταξη σχετικά με ρήτρες στοιχειώδους προστασίας. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν ή να διατηρήσουν σε ισχύ, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία 97/7, πλέον αυστηρές διατάξεις συνάδουσες προς τη Συνθήκη ΕΚ. Πάντως, τούτο τελεί υπό την προϋπόθεση της διασφαλίσεως υψηλοτέρου επιπέδου προστασίας του καταναλωτή (86). Το γεγονός ότι σε εθνικό επίπεδο θεσπίσθηκε, όσον αφορά την τρίμηνη προθεσμία, ρύθμιση που αποκλίνει από την οδηγία δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία της οδηγίας. Επομένως, δεν ισχύει κάτι διαφορετικό όσον αφορά και μια ρύθμιση, όπως η εν προκειμένω εξεταζόμενη γερμανική ρύθμιση, η οποία, καθόσον προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, αποκλείει, σε περίπτωση ελλείψεως νομότυπης ενημερώσεως, οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό του δικαιώματος υπαναχωρήσεως.

5.      Μπορεί το ενδεχόμενο καταχρηστικής συμπεριφοράς μεμονωμένων ατόμων να έχει ως συνέπεια τη θέσπιση δυσμενούς ρυθμίσεως για το σύνολο των καταναλωτών;

88.      Όσον αφορά τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα (87), ότι σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να χωρήσει υπέρβαση των ορίων προς την κατεύθυνση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επί παραδείγματι εάν ένα αγαθό παραγγέλλεται, στο πλαίσιο εξ αποστάσεως συμβάσεως, για ειδική περίσταση και μετά από τη συγκεκριμένη χρήση επιστρέφεται, κατόπιν υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση (88), αυτά δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν τη θέσπιση γενικής ρυθμίσεως δυσμενούς για το σύνολο των καταναλωτών.

89.      Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η οδηγία δεν αφήνει περιθώρια για εθνικές ρυθμίσεις περί κόστους οι οποίες θα απέβαιναν εις βάρος του καταναλωτή, καθόσον θα έβαιναν πέραν του ρητώς αναφερόμενου στην οδηγία κόστους για την επιστροφή του αγαθού. Συναφώς, οι κανόνες της οδηγίας 97/7 πρέπει να θεωρηθούν ως εξαντλητικού χαρακτήρα.

90.      Προσέτι, πρέπει να τονισθεί ότι οι φόβοι περί ενδεχόμενης καταχρήσεως εκ μέρους μεμονωμένων ατόμων δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό της προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο για όλους. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (89), η εφαρμογή ενός κανόνα που αποσκοπεί στην αποτροπή των καταχρήσεων δεν μπορεί να θίγει την πλήρη αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων εντός των κρατών μελών. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να θέτουν σε κίνδυνο τους στόχους που επιδιώκονται με το συγκεκριμένο κοινοτικό νομοθέτημα, για παράδειγμα με την εν λόγω οδηγία (90).

91.      Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι, σε περιπτώσεις πραγματικής καταχρήσεως (και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προκλήθηκε ζημία (91)), θα πρέπει να υφίσταται ένα μέσο δράσεως, όπως επιβάλλει η αρχή της ισοδυναμίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο προμηθευτής μπορεί, βεβαίως, να λάβει αποζημίωση για το μεμονωμένο περιστατικό, χωρίς, πάντως, να μπορεί να επικαλεσθεί δυσμενή ρύθμιση για το σύνολο των καταναλωτών. Νομίζω ότι οι περιπτώσεις πραγματικής καταχρήσεως δεν καλύπτονται από την έννοια του κόστους που περιλαμβάνεται στην οδηγία 97/7 και μπορούν, κατά συνέπεια, να επιλυθούν βάσει των γενικών κανόνων του αστικού δικαίου, ιδίως βάσει του εκάστοτε εθνικού δικαίου περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ομοίως, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες προκλήθηκε πραγματική ζημία μπορούν να επιλυθούν κατ’ εφαρμογήν του αντίστοιχου εθνικού δικαίου των κρατών μελών.

92.      Ανακύπτει πάντως το ερώτημα τι σημαίνει αυτό για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε ή δεν ενημερώθηκε προσηκόντως από τον προμηθευτή για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως. Στις περιπτώσεις αυτές είναι πιθανόν η υπαναχώρηση από τη σύμβαση να λάβει χώρα μετά από ένα στάδιο χρήσεως του αγαθού, δηλαδή αφού πραγματοποιηθεί η ενημέρωση για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως. Ελλείψει ενημερώσεως, ο καταναλωτής δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι, ενόσω είχε στην κατοχή του το αγαθό, όφειλε να περιοριστεί σε δοκιμή αυτού και όχι να προβεί σε χρήση του. Θα πρέπει, στην περίπτωση αυτή, ο καταναλωτής να «πληρώσει» κατά κάποιον τρόπο την παράταση της προθεσμίας υπαναχωρήσεως η οποία προβλέφθηκε για την προστασία του, στο μέτρο που οφείλει, κατά κανόνα, να καταβάλει αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος αγαθού;

93.      Πρέπει να ληφθεί υπόψη, συναφώς, ότι στις περιπτώσεις, όπως η υπό κρίση, κατά τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο προμηθευτής δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση ενημερώσεως (92), δεν θα πρέπει να είναι η δυνατή η άσκηση αγωγής κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πράγματι, σύμφωνα με την εκτίμηση του συντάκτη της οδηγίας (93), ο οποίος περιόρισε χρονικά τον αντίστοιχο κίνδυνο του προμηθευτή, θεωρώ ότι η χρηματοοικονομική επιβάρυνση του καταναλωτή αποκλείεται και στις περιπτώσεις αυτές. Θα ήταν, όντως, ασυμβίβαστο προς τον επιδιωκόμενο με την οδηγία σκοπό της προστασίας του καταναλωτή να οφείλει ο καταναλωτής, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως του προμηθευτή, να πληρώσει σε τελική ανάλυση την χρονικώς παραταθείσα προστασία δια της καταβολής τέλους χρήσεως. Αυτό ισοδυναμεί με μια μορφή εξαναγκασμού του καταναλωτή να μην υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (94). Ο εξαναγκασμός αυτός αντιβαίνει προς τους επιδιωκόμενους με την οδηγία σκοπούς προστασίας των καταναλωτών καθώς και προωθήσεως των εξ αποστάσεως συμβάσεων. Πρέπει να γίνει δεκτό συναφώς ότι περιπτώσεις, για παράδειγμα, υπερβολικής (95) χρήσεως, όταν ταυτοχρόνως ο προμηθευτής δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση ενημερώσεως, πρέπει να αξιολογούνται διαφορετικά από την περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής έχει εκπληρώσει προσηκόντως την υποχρέωση ενημερώσεως.

94.      Ειρήσθω εν παρόδω ότι, στο πλαίσιο του προμνημονευθέντος DCFR (96), ακολουθείται παρεμφερής προσέγγιση όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση ενημερώσεως. Όπως ήδη εκτέθηκε, αποκλείεται μεν ρητώς η αποζημίωση για την εξέταση και τη δοκιμή, πλην όμως ο καταναλωτής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση συνήθους χρήσεως (97). Πάντως, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτό ισχύει μόνο για την υπαναχώρηση εντός της συνήθους προθεσμίας υπαναχωρήσεως, η οποία ανέρχεται, κατά κανόνα, σε 14 ημέρες. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε ή δεν ενημερώθηκε προσηκόντως για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, αποκλείεται ρητώς η καταβολή αποζημιώσεως για τη χρήση σύμφωνα με το άρθρο II.-5:105, παράγραφος 4. Η εκτίμηση που αποτυπώνεται στη διάταξη αυτή καταδεικνύει ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εκπληρώθηκε η υποχρέωση ενημερώσεως, ο καταναλωτής χρήζει ιδιαίτερης προστασίας, σε αντιστάθμιση της ελλείψεως ενημερώσεως.

95.      Περαιτέρω, επιβάλλεται συμπληρωματικά η παρατήρηση ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι ο καταναλωτής δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, εάν δεν γνωρίζει την ύπαρξή του (98). Τούτο ισχύει και εάν το γνωρίζει, κατ’ αρχήν, πλην όμως η υποχρέωση ενημερώσεως δεν εκπληρώνεται πλήρως. Μια ελλιπής ή παραπλανητική ενημέρωση μπορεί ευχερώς να έχει ως συνέπεια ότι ο καταναλωτής δεν ασκεί το δικαίωμά του, διότι το αξιολογεί εσφαλμένως.

96.      Θα πρέπει να τεθούν περαιτέρω περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως χωρίς την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως λόγω χρήσεως, οσάκις επιστρέφεται αγαθό που έχει υποστεί βλάβη. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι γενικοί κανόνες του εκάστοτε κράτους μέλους περί αποζημιώσεως για την επανόρθωση ζημιών. Επιπλέον, νομίζω ότι δεν είναι αντίθετο προς την οδηγία, να παρασχεθούν στον καταναλωτή γενικές πληροφορίες για να εξασφαλιστεί η εκ μέρους του τήρηση της υποχρεώσεως επιμέλειας.

6.      Οριοθέτηση σε σχέση με τη νομολογία στις αποφάσεις Schulte και Crailsheimer Volksbank

97.      Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι η εν προκειμένω υποστηριζομένη ερμηνεία των συνεπειών της υπαναχωρήσεως στο πλαίσιο της οδηγίας 97/7 στον τομέα της εξ αποστάσεως πωλήσεως δεν είναι αντίθετη προς τις αποφάσεις Schulte και Crailsheimer Volksbank (99), με τις οποίες κρίθηκε, όσον αφορά την υπαναχώρηση από σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/577, ότι συνάδει προς την οδηγία όχι μόνον η επιστροφή των ποσών που ελήφθησαν αλλά και η υποχρέωση καταβολής τόκων με το τρέχον επιτόκιο (100), πράγμα το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος αποζημιώσεως λόγω χρήσεως εν ευρεία εννοία. Πρόκειται συναφώς για την ειδική περίπτωση της συμβάσεως δανείου καθώς και για διαφορετικό κανονιστικό πλαίσιο (101) και διαφορετικές οδηγίες (102) με διαφορετικές λεπτομερειακές διατάξεις (103)· σημειωτέον, ιδίως, ότι οι κανόνες για τις έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως έχουν διατυπωθεί κατά διαφορετικό τρόπο στις δύο οδηγίες. Στο πλαίσιο της οδηγίας 97/7, το άρθρο της 6, παράγραφοι 1 και 2, ρυθμίζει διεξοδικά τις έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως. Όπως προαναφέρθηκε, απαγορεύονται συναφώς οι χρηματικές επιβαρύνσεις, ενώ ο καταναλωτής μπορεί να βαρύνεται με το κόστος μόνο σε άκρως περιορισμένη έκταση. Στο πλαίσιο της οδηγίας 85/577, δεν υπάρχουν τέτοιες ρήτρες. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, αυτής, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως (104), ορίζει κατά γενικό και μόνον τρόπο ότι «η αποστολή της ειδοποίησης έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του καταναλωτή από κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη ματαιωθείσα σύμβαση». Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι οι διατάξεις της οδηγίας που έπρεπε να ερμηνευθούν στις υποθέσεις Schulte και Crailsheimer Volksbank δεν περιέχουν ρύθμιση παρεμφερή προς αυτή της παρούσας υποθέσεως σχετικά με την κατανομή των κινδύνων όσον αφορά το κόστος.

98.      Κατά συνέπεια, η οδηγία 97/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στο πεδίο εφαρμογής της, δεν απαιτείται επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση υπό την έννοια της νομολογίας στις αποφάσεις Schulte και Crailsheimer Volksbank.

7.      Συμπέρασμα

99.      Επομένως, το γενικό μου συμπέρασμα είναι ότι δεν συνάδει προς το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7 εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα γενικώς τη δυνατότητα του πωλητή να αξιώσει από τον καταναλωτή αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος καταναλωτικού αγαθού, στην περίπτωση που αυτός άσκησε εμπρόθεσμα το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

 ΣΤ –         Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αποζημίωση δεν καλύπτεται από τις έννοιες της χρηματικής επιβαρύνσεως και του κόστους της οδηγίας 97/7: Εμπίπτει κανονιστική ρύθμιση περί αποζημιώσεως για τη χρήση στη ρυθμιστική αρμοδιότητα των κρατών μελών;

100. Μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα συμφωνήσει με το συμπέρασμα που διατυπώθηκε στο προηγούμενο σημείο και θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη εν προκειμένω αποζημίωση για τη χρήση δεν καλύπτεται από την έννοια του κόστους όπως χρησιμοποιείται στην οδηγία 97/7, θα ήθελα στη συνέχεια να προσθέσω επικουρικώς ορισμένες σκέψεις.

101. Η τελευταία πρόταση της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/7 ορίζει τα εξής: «εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις λοιπές διατυπώσεις και όρους που διέπουν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως». Μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα θεσπίσεως εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί αποζημιώσεως για τη χρήση, όπως η επίμαχη εν προκειμένω;

102. Όπως ήδη προαναφέρθηκε (105), η Γερμανική Κυβέρνηση στηρίζεται στην προπαρατεθείσα πρόταση της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως και διευκρινίζει ότι η επίδικη γερμανική κανονιστική ρύθμιση δεν είναι αντίθετη προς την οδηγία 97/7. Και η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλει αντίστοιχα επιχειρήματα, υπεραμυνόμενη με τον τρόπο αυτόν παρεμφερούς αυστριακής κανονιστικής ρυθμίσεως (106). Αμφότερες οι κυβερνήσεις φρονούν ότι η καταβολή αποζημιώσεως/αντιτίμου για τη χρήση δεν απαγορεύεται από την οδηγία 97/7, αλλά η σχετική πρόβλεψη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

103. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε (107), και η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση. Η Επιτροπή φρονεί ότι η οικεία εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του κόστους. Πρόκειται για αντίτιμο που καταβάλλεται για το γεγονός ότι ο καταναλωτής χρησιμοποίησε για ορισμένο χρόνο το αγαθό το οποίο παρέλαβε στο πλαίσιο συμβάσεως συναφθείσας εξ αποστάσεως. Όπως έχει ήδη αναγνωριστεί σε άλλους τομείς του κοινοτικού δικαίου (108), τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να μεριμνούν και στον τομέα της εξ αποστάσεως πωλήσεως προκειμένου η προστασία των δικαιωμάτων που εξασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη να μη συνεπάγεται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων. Κανόνες για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην κανονιστική αρμοδιότητα των εθνικών εννόμων τάξεων.

104. Νομίζω ότι τα επιχειρήματα αυτά περί εξουσίας εκτιμήσεως των κρατών μελών όσον αφορά τη θέσπιση εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως της αποζημιώσεως για τη χρήση δεν ευσταθούν.

105. Πρώτον, επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι, όπως ήδη διευκρινίσθηκε, οι φόβοι περί ενδεχόμενης καταχρήσεως εκ μέρους μεμονωμένων ατόμων δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό της προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο για όλους (109). Για τον λόγο αυτόν και μόνον δεν μπορεί η θέσπιση κανονιστικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη εν προκειμένω να ανήκει στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών.

106. Δεύτερον, πρέπει να τονισθεί ότι με την επίμαχη εν προκειμένω οδηγία 97/7, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις, επιδιώκεται η προώθηση των εξ αποστάσεως πωλήσεων στο πλαίσιο της υλοποιήσεως των στόχων της εσωτερικής αγοράς και τηρουμένων των σκοπών της καλύτερης δυνατής προστασίας του καταναλωτή (110). Επομένως, δεν πρέπει να διακυβευθεί η επίτευξη των επιδιωκομένων με την ως άνω οδηγία σκοπών. Όπως κατέστη σαφές ανωτέρω (111), οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως περιέχουν μια προσεκτικά διατυπωμένη ρύθμιση για την κατανομή των κινδύνων, η οποία λαμβάνει ιδίως ως αφετηρία ότι πρέπει να περιοριστούν οι χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως. Ακόμη και αν –αντίθετα από αυτό που πιστεύω– η αποζημίωση για τη χρήση δεν θα πρέπει να υπαχθεί στην έννοια του κόστους, τα κράτη μέλη δεν είναι ελεύθερα να τη ρυθμίσουν κατά το δοκούν. Δεν μπορούν ιδίως να στηριχθούν μόνο στην τελευταία πρόταση της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας και να μη λάβουν συναφώς υπόψη, για παράδειγμα, τις πρώτες προτάσεις της ίδιας αυτής αιτιολογικής σκέψεως.

107. Επομένως, πρέπει, τρίτον, να τονισθεί ότι ο καταναλωτής, στο πλαίσιο της συμβάσεως εξ αποστάσεως, δεν έχει στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να δει το προϊόν ή να λάβει γνώση των χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πριν από τη σύναψη της συμβάσεως (πρώτη πρόταση της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως). Όσον αφορά την παράδοση αγαθών, μέσω της δυνατότητας υπαναχωρήσεως του καταναλωτή από τη σύμβαση, αντισταθμίζεται το μειονέκτημα που έγκειται στο ότι δεν μπορεί να δει το προϊόν που αγοράζει εξ αποστάσεως εκτεθειμένο στο εμπορικό κατάστημα και, ενδεχομένως, να το εξετάσει εκ του σύνεγγυς ή να το δοκιμάσει. Το στηριζόμενο στο μειονέκτημα αυτό δικαίωμα της υπαναχωρήσεως θα καθίστατο κενό περιεχομένου και απλώς τυπικό, εάν μπορούσε να απαιτηθεί από τον καταναλωτή αποζημίωση για προσωρινή χρήση του αγαθού λόγω των σχετικά σύντομων περιόδων εξετάσεως που προβλέπει η οδηγία 97/7 και κυμαίνονται από μία έως δύο εβδομάδες (112). Ο καταναλωτής θα διέτρεχε τον κίνδυνο, ήδη με το άνοιγμα της αρχικής συσκευασίας (ένα, κατά κανόνα, αναγκαίο βήμα για να δει και να δοκιμάσει το αγαθό), να εκτεθεί στην αιτίαση ότι προέβη σε χρήση η οποία υπερβαίνει τη δοκιμή (113). Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι συνάδει προς το πνεύμα της οδηγίας να μην προβλεφθεί αποζημίωση για τη χρήση κατά τη διάρκεια της νόμιμης προθεσμίας υπαναχωρήσεως. Δεδομένου ότι η τρίμηνη προθεσμία δεν σκοπεί στη χειροτέρευση της θέσεως του καταναλωτή, αλλά μόνο στην αντιστάθμιση της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων ενημερώσεως που υπέχει ο προμηθευτής από το άρθρο 5 της οδηγίας 97/7, ουδόλως μπορεί να δικαιολογηθεί η θέσπιση ρυθμίσεως που εισάγει παρέκκλιση για το μεγαλύτερο αυτό χρονικό διάστημα ενδεχόμενης χρήσεως.

108. Τέταρτον, θα επιθυμούσα περαιτέρω να επισημάνω ότι στη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7 τονίζεται ρητώς ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή από την εξ αποστάσεως σύμβαση δεν πρέπει να είναι απλώς τυπικό. Πάντως, μια σειρά πρακτικών προβλημάτων που μπορεί να προκαλέσει κανονιστική ρύθμιση περί αποζημιώσεως για τη χρήση είναι ικανά να καταστήσουν στην πραγματικότητα το εν λόγω δικαίωμα υπαναχωρήσεως μια αρχή χωρίς αξιόλογη πρακτική εφαρμογή. Εκτός από τα προμνημονευθέντα (114) προβλήματα αποδείξεως (115), πρέπει να αναφερθεί ότι οι καταναλωτές δεν μπορούν, κατά κανόνα, να γνωρίζουν, κατά τη σύναψη της συμβάσεως, το ύψος των αξιώσεων αποζημιώσεως που μπορούν ενδεχομένως να προβληθούν εναντίον τους. Ο σχετικός κίνδυνος θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να μην υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση, προκειμένου να αποφύγουν την πρόκληση διαφοράς, η οποία συνεπάγεται ταλαιπωρίες και κοστίζει χρήμα, χρόνο και ενέργεια. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί άλλωστε να καταστήσει την εξ αποστάσεως σύμβαση λιγότερο ελκυστική για τον καταναλωτή, πράγμα το οποίο θα ήταν ασυμβίβαστο προς το πνεύμα της οδηγίας 97/7. Πράγματι, ένα από τα πλεονεκτήματα της εξ αποστάσεως πωλήσεως από την οπτική γωνία του καταναλωτή είναι όχι μόνον η μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογής, αλλά και η εξοικονόμηση χρόνου και η αποφυγή μετακινήσεων.

109. Για τη διάκριση της παρούσας περιπτώσεως από τις περιστάσεις στις οποίες στηρίχθηκαν οι αποφάσεις Schulte και Crailsheimer Volksbank παραπέμπω στις ανωτέρω αναλύσεις (116).

110. Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, είμαι της γνώμης ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίδικη στη διαφορά της κύριας δίκης, προβλέπουσα τη δυνατότητα του πωλητή να αξιώσει από τον καταναλωτή αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος καταναλωτικού αγαθού, δεν εμπίπτει στα ρυθμιστικά περιθώρια των κρατών μελών ούτε βάσει της τελευταίας προτάσεως της δέκατης τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/7.

VI – Πρόταση

111. Για τους λόγους αυτούς προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Amtsgericht Lahr ως εξής:

Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 97/7 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα γενικώς τη δυνατότητα του πωλητή να αξιώσει από τον καταναλωτή αποζημίωση για τη χρήση του παραδοθέντος καταναλωτικού αγαθού, στην περίπτωση που αυτός άσκησε εμπρόθεσμα το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 144, σ. 19.


3 – Βλ. άρθρο 2, σημείο 4, της οδηγίας 97/7.


4 – Βλ. άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 97/7.


5 – Για τη μεταφορά της οδηγίας 97/7 στο γερμανικό δίκαιο θεσπίστηκε κατ’ αρχάς ο Fernabsatzgesetz (νόμος περί εξ αποστάσεως συμβάσεων, BGBl. I, σ. 897), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουνίου 2000 και, στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού του ενοχικού δικαίου, ενσωματώθηκε στον BGB την 1η Ιανουαρίου 2002 (BGBl. 2001, σ. 3138). Για την πλήρη εξέταση της καταστάσεως στη Γερμανία πριν και μετά από την έναρξη της ισχύος του Fernabsatzgesetz καθώς και μετά από την έναρξη της ισχύος του νόμου Schuldrechtsmodernisierungsgesetzes (νόμος περί εκσυγχρονισμού του ενοχικού δικαίου), βλ. Hellwege, P., Die Rückabwicklung gegenseitiger Verträge als einheitliches Problem, 2004, σ. 60 επ. Για την κατάσταση στη Γερμανία πριν από την έναρξη της ισχύος του Fernabsatzgesetz βλ., μεταξύ άλλων, Rott, P., «The distance selling directive and German Law», Stauder/Stauder (επιμέλεια), La protection des consommateurs acheteurs à distance, Ζυρίχη, 1999, σ. 127 επ.


6 – BGB‑Informationspflichten‑Verordnung όπως ισχύει με τη δημοσίευση (Bekanntmachung) της 5ης Αυγούστου 2002 (BGBl., σ. 3002), προσφάτως τροποποιηθείσα με την κανονιστική απόφαση της 4ης Μαρτίου 2008 (BGBl. I, σ. 292).


7 – Πράγματι, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η προθεσμία του δικαιώματος υπαναχωρήσεως άρχεται από της λήψεως του εγγράφου ενημερώσεως για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως και ότι κατά το άρθρο 357, παράγραφος 3, του BGB δεν καταβάλλεται αποζημίωση στην περίπτωση χειροτερεύσεως του προϊόντος που οφείλεται αποκλειστικά στην εξέταση του πράγματος.


8 – Κατά το άρθρο 357, παράγραφος 3, του BGB, ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση χειροτερεύσεως της καταστάσεως του προϊόντος οφειλόμενης σε σύμφωνη με τις οδηγίες χρήση αυτού, υπό τον όρο ότι ενημερώθηκε εγγράφως περί αυτής της εκ του νόμου συνέπειας, καθώς και περί της δυνατότητας αποτροπής της. Εν προκειμένω, η εναγομένη δεν ενημέρωσε εγκύρως την ενάγουσα περί των συνεπειών της υπαναχωρήσεως, οπότε δεν δύναται να απαιτήσει την καταβολή αποζημιώσεως. Σε περίπτωση που η ενάγουσα αποδείξει ότι η βλάβη του φορητού υπολογιστή οφείλεται σε ελάττωμα το οποίο υπήρχε κατά την παράδοση του αγαθού στο πλαίσιο της πωλήσεως, δύναται να απαιτήσει, κατά τα άρθρα 434, 437, σημεία 2 ή 3, 440 και 281 του BGB, σε συνδυασμό με το άρθρο 346 του BGB, την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος. Και στην περίπτωση αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει η ένσταση της εναγομένης σχετικά με την αποζημίωση για τη χρήση του πράγματος.


9 – Την εκτίμηση αυτή φαίνεται ότι συμμερίζεται κατ’ ουσίαν και ο Micklitz, H.-W., «La directive vente à distance 97/7/EC», Stauder/Stauder (επιμέλεια), La protection des consommateurs acheteurs à distance, Ζυρίχη, 1999, 23 επ., σ. 37.


10 – Για το επιχείρημα αυτό, βλ., διεξοδικότερα, κατωτέρω σημείο 103 των προτάσεων αυτών.


11 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (Συλλογή τόμος 1976, σ. 747, σκέψη 5), της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253, σκέψη 25), της 19ης Νοεμβρίου 1991, C‑6/90 και C‑9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I‑5357, σκέψη 43), της 10ης Ιουλίου 1997, C‑261/95, Palmisani (Συλλογή 1997, σ. I‑4025, σκέψη 27), καθώς και της 19ης Ιουνίου 2003, C‑34/02, Pasquini (Συλλογή 2003, σ. I‑6515, σκέψη 56).


12 – Απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, C‑404/06 (Συλλογή 2008, σ. I‑2685).


13 – ΕΕ L 171, σ. 12.


14 – Βλ. προτάσεις μου της 15ης Νοεμβρίου 2007 στην υπόθεση C‑404/06, Quelle (Συλλογή 2008, σ. I‑2685, σημείο 67).


15 – Απόφαση Quelle (βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 12), σκέψη 43 και διατακτικό. Συναφώς, μεταξύ άλλων, Ofner, H., «Kein Nutzungsentgelt für den Verkäufer bei Austausch der nicht vertragsmäßigen Sache», Zeitschrift für Europarecht, Internationales Privatrecht und Rechtsvergleichung, 2008, σ. 57 επ., και Pardo Leal, Μ., «Derecho del vendedor a exigir al consumidor una indemnización por el uso de un bien en caso de sustitución de bienes que no son conformes (Sentencia Quelle AG de 17 de abril de 2008, asunto C-404/06)», Revista electrónica de Derecho del Consumo y de la Alimentación, 2008, αριθ. 18, σ. 29-33.


16 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, C‑350/03 (Συλλογή 2005, σ. I‑9215).


17 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, C‑229/04 (Συλλογή 2005, σ. I‑9273).


18 – ΕΕ L 372, σ. 31.


19 – Απόφαση Schulte (βλ. υποσημείωση 16), σκέψεις 92 και 93, καθώς και σημείο 3 του διατακτικού· απόφαση Crailsheimer Volksbank (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17), σκέψεις 48 και 49 και σημείο 2 του διατακτικού. Ο γενικός εισαγγελέας P. Léger, στις προτάσεις του της 2ας Ιουνίου 2005 στην υπόθεση Crailsheimer Volksbank (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17), έλαβε θέση ως προς το ζήτημα των τόκων με το τρέχον επιτόκιο. Στα σημεία 71 και 72 των προτάσεων υποστήριξε την άποψη ότι δεν αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στην οδηγία 85/577 εθνική διάταξη που επιβάλλει την καταβολή νομίμων τόκων σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από σύμβαση δανείου. Πράγματι, στο μέτρο που η υπαναχώρηση έχει ως συνέπεια την αναδρομική ακύρωση της συμβάσεως, φαίνεται φυσικό να επανέρχονται τα πράγματα στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Επειδή θεωρείται ότι ο δανειολήπτης ουδέποτε έλαβε δάνειο, είναι λογικό να επιστρέφει όχι μόνον τα ποσά που έλαβε δυνάμει της συμβάσεως, αλλά και τους τόκους, δηλαδή τα έσοδα που τα ποσά αυτά θα είχαν δημιουργήσει εάν είχαν παραμείνει στη διάθεση του πιστωτικού οργανισμού. Τέλος, όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, κατέληξε, πάντως, στο συμπέρασμα, στα σημεία 75 επ., ότι η τράπεζα δεν μπορεί να απαιτήσει την καταβολή τόκων υπερημερίας καθόσον δεν έχει εκπληρώσει τις δικές της υποχρεώσεις.


20 – Βλ. υποσημείωση 12.


21 – Οδηγία 1999/44, βλ. σημείο 38 των προτάσεων αυτών.


22 – Για το ζήτημα της σημασίας των διαφορετικών προθεσμιών, βλ. σημείο 87 των προτάσεων αυτών.


23 – Έτσι ορθώς ο Schinkels, B., «Fernabsatzverträge (§§ 312 b bis 312 d, § 241a, 355 επ. του BGB)», Gebauer/Wiedemann (επιμέλεια), Zivilrecht unter europäischem Einfluss, 2005, σ. 209 επ., σημείο 66.


24 – Σχετικά με αυτό και άλλα παραδείγματα, βλ. Schinkels B., όπ.π., υποσημείωση 23, σημείο 67.


25 – Βλ. Arnold A. και Dötsch, W., «Verschärfte Verbraucherhaftung beim Widerruf?», Neue Juristische Wochenschrift, 2003, σ. 187-189, σ. 187, και Schinkels, B., όπ.π., υποσημείωση 23, σημείο 67, καθώς και Brönneke, T., «Abwicklungsprobleme beim Widerruf von Fernabsatzgeschäften», Multimedia und Recht, 2004, σ. 127-133, σ. 132. Οι Arnold και Dötsch και ο Brönneke διευκρινίζουν ότι αφορμή για την επίμαχη εν προκειμένω εθνική κανονιστική ρύθμιση στο άρθρο 357, παράγραφος 3, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του BGB, αποτέλεσε η μέσω διαδικτύου πώληση οχήματος. Ταυτοχρόνως, ο Brönneke επισημαίνει ότι η μείωση της αξίας στις περιπτώσεις αυτές δεν έχει καμία σχέση με τη φθορά, αλλά με την αίγλη του καινούριου αυτοκινήτου και ενδεχομένως οφείλεται σε ορισμένες πρακτικές παροχής εκπτώσεων εκ μέρους των εμπόρων για την καταστρατήγηση των επιβαλλομένων τιμών.


26 – Με τη φράση «κατ’ αρχήν» παραπέμπω εμμέσεως στα ζητήματα της «σύμφωνης με τις οδηγίες» ή «επιμελούς» χρήσεως για δοκιμή, τα οποία ανακύπτουν με ιδιαίτερη ένταση στην πράξη, πλην όμως δεν θα αναλυθούν εν προκειμένω καθόσον είναι άνευ σημασίας για τη διαφορά της κύριας δίκης.


27 – Πράγματι, η οριοθέτηση, στην περίπτωση του τεχνολογικού εξοπλισμού, μπορεί να δημιουργήσει ιδιαίτερες δυσχέρειες, διότι αυτός και μετά από μακρά χρήση δεν παρουσιάζει οπωσδήποτε εμφανή σημεία φθοράς. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εμπορεύματα ως προς τα οποία η χρήση με σκοπό τη δοκιμή έχει ως συνέπεια τη μερική φθορά, πράγμα που ισχύει, για παράδειγμα, για τις κασέτες εκτυπωτή, βλ. Maderbacher, G. και Otto, G., «Fernabsatz: Vertragsrücktritt nur gegen Entgelt?», Ecolex, 2006, σ. 117-119, σ. 118.


28 – Τούτο προκύπτει σαφώς από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, κατά την οποία ο καταναλωτής δεν έχει στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να δει το προϊόν ή να λάβει γνώση των χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, οπότε θα πρέπει να προβλεφθεί δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση. Βλ., ομοίως, και Mankowski, P., Beseitigungsrechte, Tübingen, 2003, σ. 898.


29 – Ανωτέρω, σημείο 10 των προτάσεων αυτών.


30 – Με κατά περίπτωση στάθμιση συμφερόντων. Βλ., συναφώς, Willhelm, R., G., Verbraucherschutz bei internationalen Fernabsatzverträgen, Αμβούργο, 2007, σ. 137.


31 – Για την έννοια αυτή και Schinkels B., όπ.π., υποσημείωση 23, σημείο 67.


32 – Αυτό επισημαίνει και ο Neumann, N., Bedenkzeit vor und nach Vertragsabschluss, 2005, σ. 393 επ.


33 – Σημειωτέον ότι από τον φάκελο προκύπτει ότι κατά την επίμαχη εν προκειμένω γερμανική κανονιστική ρύθμιση, το βάρος αποδείξεως φέρει ο προμηθευτής (σημείο 33 των προτάσεων αυτών). Πάντως, κατά τη θεωρία, αυτό δεν φαίνεται να είναι σαφές, βλ. Neumann N., όπ.π., υποσημείωση 32, σ. 393.


34 – Δεν πρέπει να λησμονείται συναφώς ότι, ανάλογα με το προϊόν και τις περιστάσεις, ο καταναλωτής μπορεί να αποκομίσει όφελος από τη χρήση του προϊόντος και σε σύντομο χρόνο. Τα σχετικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αφορούν επίσημα ενδύματα, έπιπλα και οικιακά σκεύη, τα οποία παραγγέλλονται με συγκεκριμένη αφορμή και, στη συνέχεια, επιστρέφονται, πράγμα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να θεωρηθεί ως κατάχρηση.


35 – Τούτο συνάγουν, για παράδειγμα, ο Rott, P., «Widerruf und Rückabwicklung nach der Umsetzung der Fernabsatzrichtlinie und dem Entwurf eines Schuldrechtsmodernisierungsgesetzes», Verbraucher und Recht, 2001, σ. 78 επ., σ. 80, και ο Wilhelm R., G., όπ.π., υποσημείωση 30, σ. 138.


36 – Βλ. σημείο 33 των προτάσεων αυτών.


37 – Βλ. σημείο 52 των προτάσεων αυτών.


38 – Βλ. σημείο 22 των προτάσεων αυτών. Βλ. και θέση της Γερμανικής Κυβερνήσεως, σημείο 33 των προτάσεων αυτών.


39 – Βλ. σημεία 91 και 96 των προτάσεων αυτών.


40 – Παρεμπιπτόντως, πρέπει να επισημανθεί ότι, παράλληλα προς τα εν λόγω ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο, για το αιτούν δικαστήριο, σημασία, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, μπορεί να έχει ακόμη μια περαιτέρω προοπτική: κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των δικαιωμάτων που ο πολίτης αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο, αυτά δεν μπορούν να υπόκεινται σε λιγότερο ευνοϊκή ρύθμιση απ’ ό,τι τα αντίστοιχα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από το εθνικό δίκαιο (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 2633, σκέψη 23, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑231/96, Edis, Συλλογή 1998, σ. I‑4951, σκέψη 36). Νομίζω ότι επιβάλλεται η επισήμανση αυτή, διότι στη θεωρία αναφέρεται ότι ο εθνικός νομοθέτης, με την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση ρύθμιση, επιφυλάσσει στον καταναλωτή ο οποίος υπαναχωρεί από σύμβαση που συνήφθη εξ αποστάσεως δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τον φορέα οποιουδήποτε νομοθετικά προβλεπόμενου δικαιώματος υπαναχωρήσεως ή σε σχέση με τους επιχειρηματίες αγοραστές που ασκούν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως κατά το γερμανικό δίκαιο της πωλήσεως (βλ., για παράδειγμα Mankowski, P., όπ.π., υποσημείωση 28, σ. 891, και Neumann, N., όπ.π., υποσημείωση 32, σ. 391 [«anders als der “normale” Widerrufende»] [«σε αντιδιαστολή προς τον “μέσο” υπαναχωρούντα»]).


41 – Κατά το άρθρο 2, σημείο 3, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία 97/7, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στα πλαίσια επαγγελματικής δραστηριότητας.


42 – Βλ. και Maderbacher και Otto, όπ.π,. υποσημείωση 27, σ. 118.


43 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑287/98, Linster (Συλλογή 2000, σ. I‑6917, σκέψη 43).


44 – Βλ. σημεία 60 και 61 των προτάσεων αυτών.


45 – Βλ., ομοίως, και Micklitz, H.-W., όπ.π., υποσημείωση 9, σ. 37.


46 – Για παράδειγμα, ως επιβάρυνση θα μπορούσε να θεωρηθεί μια κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, όπως η προβλεπόμενη στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών της εναγομένης (βλ. σημείο 15 των προτάσεων αυτών) έκπτωση του 15 % της αποζημιώσεως.


47 – Βλ. σημεία 68 επ. των προτάσεων αυτών.


48 – Βλ. σημεία 60 και 61 των προτάσεων αυτών.


49 – Αντίθετα προς την οδηγία 1999/44. Βλ. διεξοδικά Buchmann, F., «Kein Nutzungsersatz beim Widerruf von Fernabsatzgeschäften?», Kommunikation & Recht 2008, σ. 505 επ., σ. 508.


50 – Αυτό δεν συνέβη ούτε στην αναφερθείσα από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑392/04 και C‑422/04, i-21 Germany και Arcor (Συλλογή 2006, σ. I‑8559), η οποία αφορά το ζήτημα αν, κατά την επιβολή τέλους για τη λήψη άδειας τηλεπικοινωνιών στο πλαίσιο των «διοικητικών δαπανών», μπορεί να ληφθεί ως βάση η προείσπραξη των γενικών διοικητικών δαπανών εθνικής ρυθμιστικής αρχής για χρονική περίοδο 30 ετών. Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο δεν όρισε την έννοια του κόστους, και μάλιστα όχι κατά τρόπο δυνάμενο να εφαρμοσθεί και εν προκειμένω. Διευκρίνισε απλώς, στις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως εκείνης, ότι η έννοια «διοικητικές δαπάνες» κατά το κρίσιμο στην υπόθεση εκείνη άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με γενικό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 117, σ. 15), καλύπτει τις δαπάνες που συνεπάγεται η εργασία για τη θέση σε εφαρμογή των αδειών και, κατά το γράμμα της προαναφερθείσας διατάξεως, αφορά την έκδοση, τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή των ειδικών αδειών.


51 – Σε πολλά κράτη μέλη, οι διατάξεις που θεσπίσθηκαν για τη μεταφορά της οδηγίας 97/7 στο εθνικό δίκαιο προβλέπουν ότι τον καταναλωτή μπορεί να βαρύνει, μέσω συμβατικής συμφωνίας, το κόστος της επιστροφής. Έτσι Rühl, G., «Die Kosten der Rücksendung bei Fernabsatzverträgen: Verbraucherschutz versus Vertragsfreiheit», Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht, 2005, σ. 199-202, σ. 201. Έτσι και Knez, R., «Direktiva 97/7/ES Evropskega parlamenta in Sveta z dne 20. maja 1997 o varstvu potrošnikov glede sklepanja pogodb pri prodaji na daljavo», V. Trstenjak, Evropsko pravo varstva potrošnikov, GV Založba, Λουμπλιάνα, 2005, σ. 111 επ., σ. 113.


52 – Την άποψη υποστηρίζουν προδήλως και οι Brönneke, όπ.π., υποσημείωση 25, σ. 132, και Maderbacher και Otto, όπ.π., υποσημείωση 27, σ. 118.


53 – Για τις μελέτες και τις συζητήσεις σχετικά με την τροποποίηση ή την πληρέστερη ρύθμιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, βλ. διεξοδικά σημείο 94 των προτάσεων αυτών.


54 – Ορθώς ο Allix, J., «La directive 97/7CE: Contrats à distance et protection des consommateurs», Revue des affaires européennes, 1998, σ. 176-187, σ. 179, χαρακτηρίζει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ως θεμελιώδη αρχή της οδηγίας αυτής. Βλ., ομοίως, και Brönneke, όπ.π., υποσημείωση 25, σ. 127.


55 – Και ο Mankowski, όπ.π., υποσημείωση 28, σ. 893, ορθώς διευκρινίζει ότι οι επιβαρύνσεις και το κόστος λύσεως της συμβάσεως πρέπει να θεωρηθούν ως κόστος της υπαναχωρήσεως.


56 – Βλ. σημείο 53 των προτάσεων αυτών.


57 – Βλ. Mankowski, όπ.π., υποσημείωση 28, σ. 892.


58 – Βλ. προτάσεις μου της 15ης Νοεμβρίου 2007 στην υπόθεση Quelle (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 14, σημείο 49).


59 – Σε αντιδιαστολή προς το πλαίσιο της προαναφερθείσας υποθέσεως Quelle, στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν συνδέεται με μη εκπλήρωση υποχρεώσεως εκ μέρους του πωλητή, αλλά εξυπηρετεί μόνον την προστασία του δικαιούχου. Βλ. Hellwege P., όπ.π., υποσημείωση 5, σ. 74.


60 – Βλ., συναφώς, προκαταρκτικές σκέψεις μου, σημεία 45 έως 57 των προτάσεων αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι βεβαίως σημαντικό το ότι ο προμηθευτής τελικώς φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως (βλ. σημείο 33 των προτάσεων αυτών), πράγμα, πάντως, το οποίο γενικώς δεν θα είναι γνωστό στον καταναλωτή.


61 – Βλ. σημείο 33 των προτάσεων αυτών.


62 – Οι Maderbacher και Otto, όπ.π., υποσημείωση 27, σ. 118, προβάλλουν το θετικό επιχείρημα ότι, όταν αναγνωρισθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7 δεν προβλέπει καταλογισμό τιμήματος για τη χρήση, αποφεύγονται προβλήματα οριοθετήσεως μεταξύ αμιγώς «δοκιμαστικής χρήσεως» και «πραγματικής χρήσεως».


63 – Βλ., ιδίως, τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7, στην οποία αναφέρεται ρητώς «ότι η καθιέρωση νέων τεχνολογιών συνεπάγεται πολλαπλασιασμό των μέσων που τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών για να γνωρίσουν τις προσφορές που γίνονται σε ολόκληρη την Κοινότητα και για να αποστέλλουν τις παραγγελίες τους». Η πρόθεση προωθήσεως της πωλήσεως εξ αποστάσεως είναι επιπλέον σαφής στην τρίτη, στην έκτη και στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας. Προσέτι, πρέπει να αναφερθούν διάφορες ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με την πολιτική προστασίας των καταναλωτών, για παράδειγμα η ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002‑2006 (COM[2002] 208 τελικό), σ. 21 επ. Ομοίως και Micklitz, H.-W., όπ.π., υποσημείωση 9, σ. 25.


64 – Η οδηγία στηρίχθηκε στο άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 EΚ) και σκοπεί, επομένως, στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς [για το άρθρο 100 Α ΣΕΚ, νυν άρθρο 95 ΕΚ ως νομική βάση, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, Συλλογή 2002, σ. I‑11453, σκέψεις 59 και 60]. Συναφώς, με αναφορά στην οδηγία 97/7, βλ. και Donnelly, M., και White, F., «The Distance Selling Directives: a time for review», Northern Ireland Legal Quarterly 56/2005, σ. 200 επ., σ. 200 και 204· Schinkels, B., όπ.π., υποσημείωση 23, σημείο 7. Επιπλέον, εκτός από την ήδη παρατεθείσα ανωτέρω (υποσημείωση 62) τέταρτη αιτιολογική σκέψη, η οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στην ανάγκη αποτροπής των αρνητικών συνεπειών για τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά, πρέπει να τονισθούν ιδίως οι τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 97/7:


«(1) ότι είναι σημαντικό στα πλαίσια της υλοποίησης των στόχων της εσωτερικής αγοράς, να ληφθούν τα μέτρα για την προοδευτική παγίωση της αγοράς αυτής.


(2) ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών αφορά όχι μόνον τους επαγγελματίες εμπόρους αλλά και τους ιδιώτες· ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών σημαίνει ότι οι καταναλωτές μπορούν να έχουν πρόσβαση στα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες που παρέχονται σε ένα κράτος μέλος υπό τους αυτούς όρους με τον πληθυσμό του κράτους αυτού.


(3) ότι η διασυνοριακή πώληση εξ αποστάσεως μπορεί να είναι μία από τις κυριότερες συγκεκριμένες εκδηλώσεις της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς για τους καταναλωτές, όπως αυτό έχει ήδη διατυπωθεί, μεταξύ άλλων, στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο με τίτλο “προς μια ενιαία αγορά της διανομής”· ότι, για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, είναι αναγκαίο να μπορούν οι καταναλωτές να απευθύνονται σε μία επιχείρηση εκτός της χώρας τους, έστω και αν η εν λόγω επιχείρηση έχει θυγατρική στη χώρα όπου διαμένει ο καταναλωτής».


65 – Βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/7, που ήδη παρατέθηκε στην υποσημείωση 62.


66 – Η μέριμνα της προστασίας των καταναλωτών διαπνέει τις περισσότερες από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 97/7, κατά τρόπο περισσότερο ή λιγότερο εμφανή. Με ιδιαίτερη σαφήνεια η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη αναφέρεται στην «καλύτερη δυνατή προστασία του καταναλωτή» και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη τονίζει τον σκοπό εναρμονίσεως των διατάξεων περί προστασίας των καταναλωτών για τη σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως. Μέσω των αιτιολογικών σκέψεων συνδέεται ο σκοπός της προστασίας των καταναλωτών με τον σκοπό της ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς. Βλ. Cremona, M., «The distance selling directive», The journal of business law, 11/1998, σ. 613 επ., σ. 614.


67 – Schinkels, B., όπ.π., υποσημείωση 23, σημείο 8. Βλ., συναφώς, και Hörnle, J., Sutter, G., και Walden, I., «Directive 97/7/EC on the protection of consumers in respect of distance contracts», Lodder/Kaspersen (επιμέλεια), eDirectives: Guide to European Union Law on E-commerce, Chapter 2, 2002, σ. 11 επ., σ. 17.


68 – Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/7. Έτσι και η επιχειρηματολογία στο γραπτό υπόμνημα της Βελγικής Κυβερνήσεως.


69 – Με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/7 εξαιρούνται από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ιδίως συμβάσεις προμήθειας αγαθών τα οποία κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, ή τα οποία, εκ της φύσεώς τους, δεν είναι δυνατό να επιστραφούν ή μπορούν να αλλοιωθούν ή λήγουν σύντομα. Ομοίως εξαιρούνται συμβάσεις προμήθειας οπτικοακουστικών εγγραφών, δίσκων και λογισμικού, που έχουν αποσφραγισθεί από τον καταναλωτή και προμήθειας εφημερίδων και παντός τύπου περιοδικών.


70 – Βλ. υποσημείωση 62.


71 – Αφετέρου η ενασχόληση με την εξ αποστάσεως πώληση συνεπάγεται εξοικονόμηση δαπανών για τον προμηθευτή, ο οποίος δεν χρειάζεται ιδίως να διατηρεί εμπορικό κατάστημα. Βλ. Donelly, M., και White F., όπ.π., υποσημείωση 63, σ. 201.


72 – Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 1997/7 (COM[2006] 514 τελικό), σημείο 7, καθώς και παράρτημα IV.


73 – COM(2008) 614 τελικό, της 8ης Οκτωβρίου 2008, πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών, άρθρο 17, παράγραφος 2. Σκοπός της εν λόγω προτάσεως οδηγίας είναι να εναρμονίσει πλήρως κατά ενιαίο τρόπο το μέχρι τούδε ρυθμιζόμενο κατά διαφορετικό τρόπο σε διάφορες οδηγίες consumer acquis (κοινοτικό κεκτημένο για τους καταναλωτές). Βλ. και Terryn, E., «The Right of Withdrawal, the Acquis Principles and the Draft Common Frame of Reference», R. Schulze (επιμέλεια), Common Frame of Reference and Existing EC Contract Law, 2008, σ. 158 επ. και Grünbuch über die Überprüfung des gemeinschaftlichen Besitzstands im Verbraucherschutz, Βρυξέλλες, 8 Φεβρουαρίου 2007 (COM[2006] 744 τελικό), σ. 11.


74 – C. von Bar κ.λπ. (επιμέλεια), Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law. Draft Common Frame of Reference (DCFR). Interim Outline Edition; prepared by the Study Group on a European Civil Code and the Research Group on EC Private Law (Acquis Group), Mόναχο, 2008.


75 – Σχετικά με τη σημασία του εγγράφου, οι Schulze, R., και Wilhelmsson, T., «From the Draft Common Frame of References towards European Contract Law Rules», European Review of Contract Law, 2008, σ. 154-168, επισημαίνουν ότι το DCFR αποτέλεσε αντικείμενο επεξεργασίας από δίκτυο ερευνητών και συνιστά βάση συζητήσεως, παράλληλα με άλλες μελέτες και σχέδια που πρέπει να ληφθούν υπόψη (Principles of European Contract Law [Αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων] – PECL – και βασικές αρχές του κοινοτικού κεκτημένου) για μελλοντικούς ευρωπαϊκούς κανόνες σχετικά με τις συμβάσεις. Για τις βασικές αρχές περί κοινοτικού κεκτημένου, βλ. Schulze, R., «Die “Acquis-Grundregeln” und der Gemeinsame Referenzrahmen», Zeitschrift für Europäisches Privatrecht, 2007, σ. 731 επ.


76 – Άρθρο 17, παράγραφος 2, COM(2008) 614 τελικό, της 8ης Οκτωβρίου 2008, πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών.


77 – Βλ., συναφώς, σημείο 53 των προτάσεων αυτών.


78 – Η προθεσμία αυτή άρχεται από της ενημερώσεως του καταναλωτή όσον αφορά το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως. Κατά τον Loos, M. B. M., «Review of the European consumer acquis», Zeitschrift für Gemeinschaftsprivatrecht/European Community private law review/Revue du droit privé communautaire, 2008, σ. 117-122, σ. 118, οι ενώσεις των καταναλωτών τάχθηκαν υπέρ μακρότερης σε ορισμένες περιπτώσεις και οι ενώσεις των εμπόρων υπέρ γενικώς συντομότερης προθεσμίας.


79 – Αυτό ισχύει πάντως μόνο για την υπαναχώρηση εντός της συνήθους προθεσμίας υπαναχωρήσεως, η οποία ανέρχεται κατά κανόνα σε 14 ημέρες. Αντιθέτως, για περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί ή δεν έχει ενημερωθεί επαρκώς για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, το άρθρο II.-5:105, παράγραφος 4, του DCFR αποκλείει ρητώς την καταβολή αποζημιώσεως.


80 – Έτσι ο Loos, M. B. M., όπ.π., υποσημείωση 77, σ. 119.


81 – Για τις βασικές αρχές περί κοινοτικού κεκτημένου βλ., μεταξύ άλλων, Schulze, R., όπ.π., υποσημείωση 79.


82 – Βλ., μεταξύ άλλων, Schulze, R., όπ.π., υποσημείωση 79, σ. 902, άρθρο 5:105.


83 – Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, περίπτωση 4, της οδηγίας 97/7, μπορεί να χωρήσει υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας κατά μερικές ημέρες, και μάλιστα εάν οι πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 97/7 παρασχεθούν εντός αυτής της τρίμηνης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία των επτά εργάσιμων ημερών άρχεται, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, από το χρονικό σημείο διαβιβάσεως των πληροφοριών.


84 – Έτσι και σημείο 29 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 21ης Νοεμβρίου 2007 στην υπόθεση Hamilton (απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, C‑412/06, Συλλογή 2008, σ. I‑2383) με αφορμή την ανάλυση της δυνατότητας να ταχθεί προθεσμία στο πλαίσιο του δικαιώματος υπαναχωρήσεως της οδηγίας 85/577. Ο χρονικός περιορισμός του δικαιώματος υπαναχωρήσεως στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως συμβάσεως αντιδιαστέλλεται προς την έλλειψη χρονικού περιορισμού όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως στον τομέα των κατ’ οίκον πωλήσεων. Βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C‑481/99, Heininger (Συλλογή 2001, σ. I‑9945, σκέψη 48).


85 – Συναφώς Knez, R., όπ.π., υποσημείωση 50, σ. 113.


86 – Παρέλκει η εξέταση, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, του ζητήματος αν η παράταση της τρίμηνης προθεσμίας διασφαλίζει πράγματι υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή ή αν στην πράξη μειώνει την προστασία, λόγω του μεγαλύτερου χρόνου χρήσεως που η παράταση αυτή γενικώς συνεπάγεται κατά το εθνικό δίκαιο (κατά την προφορική διαδικασία, η Γερμανική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι, σε περίπτωση παρατάσεως της προθεσμίας υπαναχωρήσεως λόγω μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως ενημερώσεως, ο καταναλωτής, κατά κανόνα, χρησιμοποιεί εν τω μεταξύ το αγαθό, πράγμα το οποίο κατ’ αρχήν στηρίζει την αξίωση αποζημιώσεως για τη χρήση κατά το εθνικό δίκαιο).


87 – Βλ. επιχειρήματα της Επιτροπής στο σημείο 34 των προτάσεων αυτών.


88 – Επί παραδείγματι, ένα επίσημο ένδυμα για μια ειδική περίσταση ή μια γιγαντιαία οθόνη για την παρακολούθηση ορισμένου γεγονότος (για το παράδειγμα όσον αφορά την τηλεόραση για την παρακολούθηση ειδικού ποδοσφαιρικού αγώνα, βλ. Buchmann, F., όπ.π., υποσημείωση 48, σ. 505, και υποσημείωση 4). Ο Schinkels, B., όπ.π., υποσημείωση 23, σημείο 63, αναφέρει ως παράδειγμα την υπαναχώρηση κατόπιν υπερβολικής χρήσεως.


89 – Βλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C-367/96, Κεφάλας κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. Ι-2843, σκέψη 22), καθώς και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑201/01, Walcher (Συλλογή 2003, σ. I‑8827, σκέψη 37).


90 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Κεφάλας κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 88, σκέψη 22) καθώς και Walcher (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 88, σκέψη 37).


91 – Βλ. σημείο 96 των προτάσεων αυτών.


92 – Για τη σχετική διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου, βλ. σημεία 20 και 21 των προτάσεων αυτών. Περαιτέρω, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημερώσεως, κατά παράβαση της οδηγίας, μπορεί να υφίσταται όταν ανακοινώνεται στον καταναλωτή ότι, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, έχει ενδεχομένως την (αντίθετη προς την οδηγία) υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση για τη χρήση. Ακόμη και ακατανόητες και άκρως περίπλοκες πληροφορίες (βλ. Donelly, M., και White, F., όπ.π., υποσημείωση 63, σ. 213 επ.) μπορούν να συντείνουν στην παραπλάνηση του καταναλωτή. Η περίπτωση αυτή αντιμετωπίζεται με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7 (βλ. συναφώς και Hörnle, J., Sutter, G., και Walden, I., όπ.π., υποσημείωση 66, σ. 15).


93 – Βλ. σημεία 86 και 87 των προτάσεων αυτών.


94 – Mankowski, όπ.π., υποσημείωση 28, σ. 892.


95 – Για την έννοια αυτή, βλ. Schinkels, B., όπ.π., υποσημείωση 23, σημείο 63.


96 – Βλ. σημείο 85 των προτάσεων αυτών.


97 – Βλ. σημείο 85 των προτάσεων αυτών.


98 – Βλ., επίσης, αποφάσεις Heininger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 84, σκέψη 45) και Hamilton (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 84, σκέψη 33).


99 – Βλ. σημείο 39 των προτάσεων αυτών.


100 – Βλ. για κριτική στη νομολογία αυτή, ιδίως όσον αφορά την έλλειψη ακριβέστερης αιτιολογίας, μεταξύ άλλων, Hoffmann, «Die EuGH-Entscheidungen “Schulte” und “Crailsheimer Volksbank”: ein Meilenstein für den Verbraucherschutz beim kreditfinanzierten Immobilienerwerb?», Zeitschrift für Wirtschaftsrecht ‑ ZIP, 2005, σ. 1985 επ., σ. 1986.


101 – Ακόμη και οι σκοποί των δύο επίμαχων εν προκειμένω οδηγιών είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους: σε αντίθεση προς τους σκοπούς της επίμαχης στην παρούσα υπόθεση οδηγίας 97/7, οι οποίοι αφορούν τόσο την προστασία του καταναλωτή όσο και την εσωτερική αγορά και ιδίως την προώθηση της εξ αποστάσεως πωλήσεως (βλ. σημείο 81 των προτάσεων αυτών), ο μοναδικός σκοπός που επιδιώκει ο Ευρωπαίος νομοθέτης στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/577 είναι να εξασφαλίσει την προστασία του καταναλωτή ο οποίος βρίσκεται σε δύσκολη θέση κατά τη σύναψη συμβάσεως εκτός εμπορικού καταστήματος (βλ. Rudisch, B., «Das “Heininger”-Urteil des EuGH vom 13.12.2001, Rs C‑481/99: Meilenstein oder Stolperstein für den Verbraucherschutz bei Realkrediten?», Verbraucherschutz in Europa: Festgabe für Heinrich Mayrhofer 2002, σ. 189‑205, σ. 204). Ο σκοπός δεν έγκειται στην προώθηση των συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος –αντιθέτως, «δεν πρέπει να περιοριστεί η ελευθερία των κρατών μελών να διατηρούν ή να θεσπίζουν την ολική ή μερική απαγόρευση της σύναψης συμβάσεων εκτός εμπορικών καταστημάτων» (βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/577).


102 – Πράγμα το οποίο ισχύει και για την παρατεθείσα στο σημείο 38 των προτάσεων αυτών απόφαση Quelle, όπου το Δικαστήριο κατέληξε, για άλλους λόγους, στο ίδιο συμπέρασμα με το προτεινόμενο εν προκειμένω.


103 – Μια σημαντική διαφορά υφίσταται ήδη στο μέτρο που, στο πλαίσιο της οδηγίας 85/5677, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως στην περίπτωση της μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως ενημερώσεως δεν υπόκειται σε προθεσμία, βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η οδηγία 97/7 προβλέπει για την περίπτωση της μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως ενημερώσεως σχετικά με την υπαναχώρηση μόνον την παράταση της προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως.


104 – Βλ. και σκέψη 43 της αποφάσεως Hamilton (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 84).


105 – Βλ. σημείο 31 των προτάσεων αυτών.


106 – Βλ. σημείο 31 των προτάσεων αυτών.


107 – Βλ. σημείο 34 των προτάσεων αυτών.


108 – Πάντως, κατά πάγια νομολογία, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να μεριμνούν ώστε η προστασία των δικαιωμάτων που εξασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη να μη συνεπάγεται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1979, 238/78, Ireks-Arkady κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 451, σκέψη 14), της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C-441/98 και C‑442/98, Μιχαηλίδης (Συλλογή 2000, σ. I-7145, σκέψη 31), της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑453/99, Courage και Crehan (Συλλογή 2001, σ. I‑6297, σκέψη 30), της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψη 94). Σε σχέση με τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως μέσω της Κοινότητας, το Δικαστήριο ορθώς αναγνώρισε ότι οι κανόνες για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων (όπως ακριβώς και η εφαρμογή προθεσμιών παραγραφής) εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην κανονιστική αρμοδιότητα των εθνικών εννόμων τάξεων· βλ. συναφώς απόφαση Pasquini (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 53).


109 – Βλ. σημείο 90 των προτάσεων αυτών.


110 – Βλ. σημείο 81 των προτάσεων αυτών.


111 – Βλ. σημεία 80 έως 87 των προτάσεων αυτών.


112 – Βλ. σημείο 82 των προτάσεων αυτών.


113 – Και ενδεχομένως μάλιστα με εγγενή σημαντικά προβλήματα σχετικά με την απόδειξη.


114 – Βλ. σημείο 49 των προτάσεων αυτών.


115 – Τα προβλήματα αυτά δεν μπορεί να επιλύσει ούτε η πρόταση του Buchmann, F., όπ.π., υποσημείωση 48, σ. 508, να καθοριστεί όσον αφορά τον καταναλωτή το χρονικό σημείο κατά το οποίο αποφασίζει εν πλήρει επιγνώσει του θέματος να κρατήσει το αγαθό. Η συνεκτίμηση ενός τέτοιου χρονικού σημείου, το οποίο στην πράξη δεν μπορεί να τεκμηριωθεί αντικειμενικά, θα περιέπλεκε, αντιθέτως, την κατάσταση όσον αφορά το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως.


116 – Βλ. σημεία 97 και 98 των προτάσεων αυτών.