Language of document : ECLI:EU:T:2011:260

Υπόθεση T-86/11

Nadiany Bamba

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Λήψη περιοριστικών μέτρων ενόψει της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού – Δέσμευση κεφαλαίων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 560/2005 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011, παράρτημα I A· απόφαση 2010/656 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18, παράρτημα II)

2.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα στην άσκηση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 560/2005 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011, παράρτημα I A· απόφαση 2010/656 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18, παράρτημα II)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα

(Άρθρα 264, εδ. 2, ΣΛΕΕ και 280 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 56, εδ. 1, και 60, εδ. 2· κανονισμός 560/2005 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 25/2011· απόφαση 2010/656 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/18)

1.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το εάν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής.

Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος πρέπει να αφορά, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα της αιτιολογίας με βάση την οποία αποφασίστηκε η καταχώριση του ονόματος προσώπου, φορέα ή οργανισμού στον κατάλογο ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656, σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού, και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού, και συνεπεία της οποίας έχει επιβληθεί στους αποδέκτες των ανωτέρω νομοθετημάτων σειρά περιοριστικών μέτρων, συνεπάγεται ότι η αρμόδια αρχή της Ένωσης οφείλει να κοινοποιήσει την αιτιολογία αυτή στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή φορέα, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αποφασίζει να τον συμπεριλάβει στον κατάλογο είτε τουλάχιστον, το συντομότερο δυνατό, μετά την έκδοση της αποφάσεως, προκειμένου να παρέχεται στους ως άνω αποδέκτες η δυνατότητα ασκήσεως, εντός των νομίμων προθεσμιών, του δικαιώματος σε ένδικο βοήθημα. Στον βαθμό που στον ενδιαφερόμενο δεν παρέχεται δικαίωμα ακροάσεως πριν από τη λήψη της αρχικής αποφάσεως για την επιβολή τέτοιων μέτρων, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι πολύ σημαντικότερη, καθόσον αποτελεί τη μοναδική εγγύηση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο, τουλάχιστον μετά τη λήψη του μέτρου αυτού, να ασκήσει επωφελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εν λόγω μέτρου.

Κατά την απόφαση 2010/656 και τον κανονισμό 560/2005, στα πρόσωπα, φορείς και οργανισμούς έναντι των οποίων λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε η καταχώρισή τους στους προβλεπόμενους στο παράρτημα II της εν λόγω αποφάσεως και στο παράρτημα I A του εν λόγω κανονισμού καταλόγους.

Κατ’ αρχήν, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρων αυτού του περιεχομένου πρέπει να αφορά όχι μόνον τις νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω πράξεως, αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι στον ενδιαφερόμενο πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για τη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της δεσμεύσεως κεφαλαίων, δεν μπορεί να απαιτείται από το Συμβούλιο να παρέχει λεπτομερέστερες εξηγήσεις ως προς τον συγκεκριμένο τρόπο κατά τον οποίο η δέσμευση των κεφαλαίων της προσφεύγουσας θα συμβάλει στον τερματισμό της παρακωλύσεως της διαδικασίας ειρηνεύσεως και συμφιλιώσεως ή να αποδεικνύει ότι η ενδιαφερόμενη ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαιά της για να διευκολύνει την παρακώλυση αυτή στο μέλλον.

Ωστόσο, οι ασαφείς και γενικές εκτιμήσεις, όπως η αναφορά ότι το κατονομαζόμενο πρόσωπο είναι διευθύντρια του ομίλου Cyclone, ο οποίος εκδίδει την εφημερίδα «Le temps», δεν μπορεί να αποτελεί βάση για την επαρκή και ειδική αιτιολόγηση των πράξεων που εκδόθηκαν έναντι του προσώπου αυτού. Ειδικότερα, η ως άνω αναφορά δεν καθιστά σαφές πώς ακριβώς το εν λόγω πρόσωπο προέβη σε ενέργειες συνιστάμενες στην παρακώλυση της διαδικασίας ειρηνεύσεως και συμφιλιώσεως υποδαυλίζοντας το μίσος και τη βία και συμμετέχοντας σε εκστρατείες παραπληροφόρησης σχετικά με τις προεδρικές εκλογές του 2010.

(βλ. σκέψεις 38-40, 42, 47-48, 51-52)

2.      Τα περιοριστικά μέτρα που λήφθηκαν έναντι ορισμένου προσώπου υπό τη μορφή της καταχωρίσεως του προσώπου αυτού στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656, σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού, και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005, σχετικά με την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού, δεν συνιστούν ποινική κύρωση ούτε ενέχουν οποιαδήποτε κατηγορία τέτοιου είδους.

Επομένως, η αιτίαση ότι η ως άνω απόφαση και ο ως άνω κανονισμός δεν επιβάλλουν την κοινοποίηση, με ακριβή και λεπτομερή τρόπο, των λόγων για την απόδοση κατηγοριών και τη φύση αυτών είναι απορριπτέα καθόσον βασίζεται στην προκείμενη ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι ποινικής φύσεως, οπότε το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών τυγχάνει εφαρμογής. Η διάταξη αυτή, κατά την οποία κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατόν, σε γλώσσα την οποία κατανοεί και με λεπτομερή τρόπο, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας, έχει εφαρμογή μόνο σε ποινικές υποθέσεις.

(βλ. σκέψη 43)

3.      Δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της. Επομένως, το Συμβούλιο, προκειμένου να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και να λάβει, ενδεχομένως, νέο περιοριστικό μέτρο έναντι του προσφεύγοντος, διαθέτει δίμηνη προθεσμία, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται, κατά το μέρος που αφορά τον προσφεύγοντα, ο κανονισμός για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού.

Το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δυνάμει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει ποια από τα αποτελέσματα ενός ακυρωθέντος κανονισμού πρέπει να θεωρηθούν ότι διατηρούν την ισχύ τους, μπορεί να εφαρμοσθεί επίσης, κατ’ αναλογία, επί αποφάσεως, εφόσον υφίστανται σοβαροί λόγοι ασφάλειας δικαίου, παρεμφερείς προς εκείνους που συντρέχουν σε περίπτωση ακυρώσεως ορισμένων κανονισμών, που να δικαιολογούν την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης χρήση της εξουσίας που τους απονέμει, στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Πάντως, εάν η ακύρωση του κανονισμού 25/2011, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 560/2005 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού, και η ακύρωση, με την ίδια απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και μόνον κατά το μέρος που αφορά τον ίδιο προσφεύγοντα, της αποφάσεως 2011/18, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/656 σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού, άρχιζαν να παράγουν τα αποτελέσματά τους σε διαφορετικές ημερομηνίες, τούτο θα έθιγε ενδεχομένως σοβαρά την ασφάλεια δικαίου, δεδομένου ότι οι δυο αυτές πράξεις επιβάλλουν στον εν λόγω προσφεύγοντα πανομοιότυπα μέτρα. Ως εκ τούτου, οι έννομες συνέπειες της αποφάσεως 2011/18 πρέπει να διατηρηθούν σε σχέση με τον εν λόγω προσφεύγοντα έως ότου η ακύρωση του κανονισμού 25/2011 αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

(βλ. σκέψεις 58-59)