Language of document : ECLI:EU:T:2011:260

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 8ης Ιουνίου 2011 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Λήψη περιοριστικών μέτρων ενόψει της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού – Δέσμευση κεφαλαίων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑86/11,

Nadiany Bamba, κάτοικος Abidjan (Ακτή του Ελεφαντοστού), εκπροσωπούμενη από τους P. Haïk και J. Laffont, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους B. Driessen και A. Vitro,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την E. Cujo και τον M. Κωνσταντινίδη,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα για την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως 2011/18/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/656/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 11, σ. 36), και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΕ) 25/2011 του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 560/2005 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 11, σ. 1), κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, V. Vadapalas, K. Jürimäe, K. O’Higgins και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαΐου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Nadiany Bamba, έχει την ιθαγένεια της Δημοκρατίας της Ακτής του Ελεφαντοστού.

2        Στις 15 Νοεμβρίου 2004 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1572 (2004) με το οποίο επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι η κατάσταση στην Ακτή του Ελεφαντοστού εξακολουθούσε να εγκυμονεί κινδύνους για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή και αποφάσισε να επιβάλει ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του εν λόγω κράτους.

3        Δυνάμει του άρθρου 14 του ψηφίσματος 1572 (2004) συστάθηκε επιτροπή (στο εξής: επιτροπή κυρώσεων) επιφορτισμένη, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσει ποια πρόσωπα και ποιοι φορείς εμπίπτουν στα περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τις μετακινήσεις και τις επιβαλλόμενες με τα άρθρα 9 και 11 του εν λόγω ψηφίσματος δεσμεύσεις κεφαλαίων, χρηματικών περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων, καθώς και να ενημερώνει τον σχετικό κατάλογο. Ουδέποτε η επιτροπή κυρώσεων έκρινε ότι πρέπει να ληφθούν τέτοια μέτρα έναντι της προσφεύγουσας.

4        Κρίνοντας αναγκαία την εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας λήψη μέτρων προς εφαρμογήν του ψηφίσματος 1572 (1999), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου 2004 την κοινή θέση 2004/852/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 368, σ. 50).

5        Στις 12 Απριλίου 2005 το Συμβούλιο, κρίνοντας αναγκαία την έκδοση κανονισμού για την εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο των μέτρων που περιγράφονται στην κοινή θέση 2004/852, εξέδωσε τον κανονισμό 560/2005 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 95, σ. 1).

6        Η ισχύς της κοινής θέσεως 2004/852 παρατάθηκε και το περιεχόμενό της τροποποιήθηκε, τελευταίως, με την κοινή θέση 2008/873/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 2008, για την παράταση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 308, σ. 52), στη συνέχεια δε καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2010/656/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού (ΕΕ L 285, σ. 28).

7        Στις 31 Οκτωβρίου και 28 Νοεμβρίου 2010 διενεργήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας της Ακτής του Ελεφαντοστού.

8        Στις 3 Δεκεμβρίου 2010 ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την Ακτή του Ελεφαντοστού πιστοποίησε το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών το οποίο ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο της ανεξάρτητης εφορευτικής επιτροπής στις 2 Δεκεμβρίου 2010 και όριζε τον Alassane Ouattara ως νικητή των προεδρικών εκλογών.

9        Στις 13 Δεκεμβρίου 2010 το Συμβούλιο τόνισε τη σημασία των προεδρικών εκλογών της 31ης Οκτωβρίου και 28ης Νοεμβρίου 2010 για την αποκατάσταση της ειρήνης και της σταθερότητας στην Ακτή του Ελεφαντοστού, δηλώνοντας ότι η κυρίαρχη βούληση του λαού της Ακτής του Ελεφαντοστού πρέπει οπωσδήποτε να γίνει σεβαστή. Έλαβε επίσης υπόψη τα πορίσματα του [ειδικού αντιπροσώπου του] Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την Ακτή του Ελεφαντοστού στο πλαίσιο της σχετικής με την πιστοποίηση των αποτελεσμάτων αποστολής του και συνεχάρη τον Α. Ouattara για την εκλογή του στην προεδρία της Δημοκρατίας της Ακτής του Ελεφαντοστού.

10      Στις 17 Δεκεμβρίου 2010 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε το σύνολο των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων της Ακτής του Ελεφαντοστού που δεν είχαν ακόμη αποδεχθεί την εξουσία του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου Α. Ouattara να το πράξουν. Επιβεβαίωσε τη βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει κυρώσεις ειδικά καθ’ όσων εξακολουθούσαν να μην επιτρέπουν τον σεβασμό της κυρίαρχης βουλήσεως του λαού της Ακτής του Ελεφαντοστού.

11      Το Συμβούλιο, προκειμένου να επιβάλει, όσον αφορά τη μετακίνηση, περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων τα οποία, μολονότι δεν έχουν κατονομαστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή την επιτροπή κυρώσεων, παρακωλύουν την ειρηνευτική διαδικασία και τη διαδικασία εθνικής συμφιλιώσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού, ιδίως όσων συνιστούν απειλή για την αίσια περάτωση της εκλογικής διαδικασίας, εξέδωσε την απόφαση 2010/801/ΚΕΠΠΑ, της 22ας Δεκεμβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 341, σ. 45). Ο κατάλογος των προσώπων περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656.

12      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, έχει ως εξής:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίζουν την είσοδο στο έδαφός τους ή τη διαμέσου του εδάφους τους διέλευση:

α)      των απαριθμουμένων στο Παράρτημα Ι προσώπων τα οποία η επιτροπή κυρώσεων έχει [κατονομάσει] […]·

β)      των απαριθμουμένων στο Παράρτημα ΙΙ προσώπων τα οποία δεν απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι και τα οποία παρεμποδίζουν τις διαδικασίες ειρήνευσης και εθνικής συμφιλίωσης και ιδίως απειλούν την επιτυχία της εκλογικής διαδικασίας.»

13      Στις 11 Ιανουαρίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/17/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 11, σ. 31), προκειμένου να συμπεριλάβει και άλλα πρόσωπα στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656, δεδομένης της κρισιμότητας της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού.

14      Στις 14 Ιανουαρίου 2011 το Συμβούλιο, δεδομένης της κρισιμότητας της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού, εξέδωσε την απόφαση 2011/18/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 11, σ. 36, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), προκειμένου να επιβάλει επιπρόσθετα περιοριστικά μέτρα, ιδίως μέτρα για τη δέσμευση κεφαλαίων, σε όσα πρόσωπα κατονομάζονταν στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656, καθώς και για να τροποποιήσει τον σχετικό κατάλογο.

15      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, έχει ως εξής:

«1. Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από:

α)      τα πρόσωπα που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι που έχει ορίσει η επιτροπή κυρώσεων […] ή ευρίσκονται στην κατοχή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από αυτά ή από πρόσωπα τα οποία ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους, όπως έχει ορίσει η επιτροπή κυρώσεων,

β)      τα απαριθμούμενα στο Παράρτημα ΙΙ πρόσωπα ή οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος Ι και τα οποία παρεμποδίζουν τις διαδικασίες ειρήνευσης και εθνικής συμφιλίωσης και ιδίως απειλούν την επιτυχία της εκλογικής διαδικασίας ή ευρίσκονται στην κατοχή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από αυτά ή από πρόσωπα τα οποία ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους.

2. Κανένα κεφάλαιο, χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή οικονομικός πόρος δεν τίθεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στη διάθεση των προσώπων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ούτε και διατίθενται προς όφελος αυτών.»

16      Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη λόγω της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού σαφή απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνοχή με τη διαδικασία τροποποιήσεως και επανεξετάσεως των παραρτημάτων I και II της αποφάσεως 2010/656, εξέδωσε, στις 14 Ιανουαρίου 2011, τον κανονισμό (ΕΕ) 25/2011, για την τροποποίηση του κανονισμού 560/2005 (ΕΕ L 11, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

17      Το άρθρο 2 του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, έχει ως εξής:

«1. Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οικονομικοί πόροι που ανήκουν στην κυριότητα ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο των φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι ή στο Παράρτημα ΙΑ.

2. Απαγορεύεται η διάθεση, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι ή στο Παράρτημα ΙΑ ή προς όφελος αυτών.

3. Απαγορεύεται η εσκεμμένη και ηθελημένη συμμετοχή σε δραστηριότητες που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα, άμεσα ή έμμεσα, την καταστρατήγηση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4. Το Παράρτημα I περιλαμβάνει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της απόφασης [2010/656], όπως τροποποιήθηκε.

5. Το Παράρτημα IA περιλαμβάνει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της απόφασης [2010/656], όπως τροποποιήθηκε.»

18      Το Συμβούλιο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και τον προσβαλλόμενο κανονισμό (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις), τροποποίησε τον περιλαμβανόμενο στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656 και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005 κατάλογο των προσώπων στα οποία επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα. Επ’ αφορμή αυτής της τροποποιήσεως, το όνομα της προσφεύγουσας συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά στο σημείο 6 του πίνακα Α (Φυσικά πρόσωπα) σε αμφότερα τα παραρτήματα, με τις εξής ενδείξεις: «Διευθύντρια του ομίλου Cyclone που εκδίδει την εφημερίδα “Le temps”: Παρακώλυση της διαδικασίας ειρήνευσης και συμφιλίωσης με υποκίνηση του κοινού στο μίσος και στη βία και συμμετοχή σε εκστρατείες παραπληροφόρησης σχετικά με τις προεδρικές εκλογές του 2010».

19      Στις 18 Ιανουαρίου 2011 το Συμβούλιο δημοσίευσε γνωστοποίηση υπόψη των προσώπων και οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/656 και στον κανονισμό 560/2005 (ΕΕ C 14, σ. 8). Στη γνωστοποίηση αυτή, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι αποφάσισε να συμπεριλάβει τα πρόσωπα και τους φορείς που κατονομάζονται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, στους καταλόγους προσώπων τα οποία υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται με τις ως άνω πράξεις. Επιπλέον, εφιστά την προσοχή των εν λόγω προσώπων και φορέων στο γεγονός ότι δύνανται να υποβάλουν αίτημα στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους προκειμένου να τους παρασχεθεί η έγκριση να χρησιμοποιήσουν δεσμευμένα κεφάλαια για βασικές ανάγκες ή συγκεκριμένες πληρωμές. Επίσης διευκρινίζει ότι τα εν λόγω πρόσωπα ή φορείς δύνανται να του υποβάλουν αίτημα για επανεξέταση της αποφάσεως περί υπαγωγής τους στους ως άνω καταλόγους. Τέλος, το Συμβούλιο κάνει μνεία της δυνατότητας προσφυγής κατά της αποφάσεώς του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

20      Στις 31 Ιανουαρίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/71/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 28, σ. 60), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 85/2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 560/2005 (ΕΕ L 28, σ. 32), πράξεις με τις οποίες προέβη, μεταξύ άλλων, στην υπαγωγή νέων προσώπων και φορέων στον κατάλογο προσώπων και φορέων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656 και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005.

21      Στις 2 Φεβρουαρίου 2011 το Συμβούλιο δημοσίευσε νέα γνωστοποίηση υπόψη των προσώπων και οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/656 και στον κανονισμό 560/2005 (ΕΕ C 33, σ. 16), παρέχοντας στα θιγόμενα πρόσωπα τις ίδιες πληροφορίες με αυτές που περιείχε η γνωστοποίηση της 18ης Ιανουαρίου 2011.

22      Στις 6 Απριλίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/221/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 93, σ. 20), και τον κανονισμό (ΕE) 330/2011, για την τροποποίηση του κανονισμού 560/2005 (ΕΕ L 93, σ. 10), πράξεις με τις οποίες επέβαλε, μεταξύ άλλων, επιπρόσθετα περιοριστικά μέτρα και τροποποίησε τους καταλόγους προσώπων και φορέων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και II της αποφάσεως 2010/656 και στα παραρτήματα I και I A του κανονισμού 560/2005.

23      Στις 7 Απριλίου 2011 το Συμβούλιο δημοσίευσε δύο ανακοινώσεις προς τα πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/656 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/221, και στον κανονισμό 560/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 330/2011 (ΕΕ C 108, σ. 2 και 4).

24      Στις 8 Απριλίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2011/230/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 97, σ. 46), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕE) 348/2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 560/2005 (ΕΕ L 97, σ. 1), πράξεις με τις οποίες διέγραψε τέσσερις φορείς από τον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656 και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005.

25      Στις 29 Απριλίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2011/261/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή της αποφάσεως 2010/656 (ΕΕ L 111, σ. 17), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕE) 419/2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 560/2005 (ΕΕ L 111, σ. 1), πράξεις με τις οποίες διέγραψε έξι φορείς από τον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656 και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε αυθημερόν, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα εκδικάσεως με την ταχεία διαδικασία, βάσει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

28      Με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) έκανε δεκτό το αίτημα εκδικάσεως της διαφοράς με την ταχεία διαδικασία βάσει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας.

29      Στις 13 Απριλίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας και βάσει προτάσεως του πέμπτου τμήματος, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

30      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2011, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της 20ής Μαΐου 2011, ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, επέτρεψε την παρέμβαση.

32      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Μαΐου 2011.

33      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις κατά το μέρος που την αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

34      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

35      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως εκ των οποίων ο μεν πρώτος αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, ο δε δεύτερος την προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

36      Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις θίγουν τα δικαιώματα άμυνάς της και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, τα οποία κατοχυρώνονται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1), και με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Κατ’ αυτήν, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν προβλέπουν διαδικασία διασφαλίζουσα την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, δεν προβλέπουν την κοινοποίηση εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την καταχώριση στον κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων λήφθηκαν περιοριστικά μέτρα και δεν επιβάλλουν τη γνωστοποίηση των ενδίκων βοηθημάτων και των προθεσμιών ασκήσεώς τους κατά της αποφάσεως περί υπαγωγής στον ως άνω κατάλογο ούτε περιέχουν σχετικές πληροφορίες.

37      Επιβάλλεται καταρχάς να εξεταστεί η αιτίαση κατά την οποία οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν προβλέπουν την κοινοποίηση εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την καταχώριση στον κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων ισχύουν περιοριστικά μέτρα.

38      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το εάν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑4665, στο εξής: απόφαση OMPI, σκέψη 138, και της 7ης Δεκεμβρίου 2010, T-49/07, Fahas κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 51).

39      Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος πρέπει να αφορά, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα της αιτιολογίας με βάση την οποία αποφασίστηκε η καταχώριση του ονόματος προσώπου, φορέα ή οργανισμού στον κατάλογο ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656 και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005 και συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε στον ενδιαφερόμενο σειρά περιοριστικών μέτρων, συνεπάγεται ότι η αρμόδια αρχή της Ένωσης οφείλει να κοινοποιήσει την αιτιολογία αυτή στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή φορέα, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αποφασίζει να τον συμπεριλάβει στον κατάλογο είτε τουλάχιστον, το συντομότερο δυνατό, μετά την έκδοση της αποφάσεως, προκειμένου να παρέχεται στους ως άνω αποδέκτες η δυνατότητα ασκήσεως, εντός των νομίμων προθεσμιών, του δικαιώματος σε ένδικο βοήθημα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 336, και προαναφερθείσα απόφαση Fahas κατά Συμβουλίου, σκέψη 60).

40      Στον βαθμό που στον ενδιαφερόμενο δεν παρέχεται δικαίωμα ακροάσεως πριν από τη λήψη της αρχικής αποφάσεως για την επιβολή τέτοιων μέτρων, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι πολύ σημαντικότερη, καθόσον αποτελεί τη μοναδική εγγύηση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο, τουλάχιστον μετά τη λήψη του μέτρου αυτού, να ασκήσει επωφελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εν λόγω μέτρου (βλ. απόφαση OMPI, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι, οσάκις το Συμβούλιο αποφασίζει να λάβει έναντι προσώπου ή φορέα τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/656, το άρθρο 7, παράγραφος 3, αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, ορίζει ότι γνωστοποιεί την απόφασή του στο εν λόγω πρόσωπο ή φορέα, μαζί με τους λόγους για την προσθήκη του στον κατάλογο, είτε απευθείας, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση σχετικής ανακοινώσεως, παρέχοντας τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων. Στη συνέχεια, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/656, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/801, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι στο παράρτημα II προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε καταχώριση στον κατάλογο προσώπων και φορέων. Τέλος, το άρθρο 2α, παράγραφος 1, και το άρθρο 11α, παράγραφος 3, του κανονισμού 560/2005, τα οποία προστέθηκαν σε αυτόν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, περιλαμβάνουν διατάξεις παρόμοιες προς αυτές του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/656, όσον αφορά την καταχώριση στον κατάλογο προσώπων, φορέων και οργανισμών έναντι των οποίων λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα δυνάμει του εν λόγω κανονισμού και οι οποίοι αποφασίζεται να συμπεριληφθούν στο παράρτημα I A του κανονισμού.

42      Από τα ανωτέρω έπεται ότι, κατά την απόφαση 2010/656 και τον κανονισμό 560/2005, στα πρόσωπα, φορείς και οργανισμούς έναντι των οποίων λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε η καταχώρισή τους στους προβλεπόμενους στο παράρτημα II της εν λόγω αποφάσεως και στο παράρτημα I A του εν λόγω κανονισμού καταλόγους.

43      Συναφώς, η αιτίαση κατά την οποία οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν επιβάλλουν την κοινοποίηση, με ακριβή και λεπτομερή τρόπο, των λόγων για την απόδοση κατηγοριών και τη φύση αυτών είναι απορριπτέα καθόσον, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, βασίζεται στην προκείμενη ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι ποινικής φύσεως, οπότε το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της ΕΣΔΑ τυγχάνει εφαρμογής. Πάντως, τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα δεν συνιστούν ποινική κύρωση ούτε ενέχουν οποιαδήποτε κατηγορία τέτοιου είδους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑47/03, Sison κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 101, και προαναφερθείσα απόφαση Fahas κατά Συμβουλίου, σκέψη 67). Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της ΕΣΔΑ, κατά το οποίο κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατόν, σε γλώσσα την οποία κατανοεί και με λεπτομερή τρόπο, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας, έχει εφαρμογή μόνο σε ποινικές υποθέσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2008, C‑14/07, Weiss und Partner, Συλλογή 2008, σ. I‑3367, σκέψη 57).

44      Πρέπει επίσης να ελεγχθεί εάν, εν προκειμένω, οι λόγοι που δικαιολογούν την καταχώριση της προσφεύγουσας στον κατάλογο προσώπων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656 και στο παράρτημα I A του κανονισμού 560/2005 της κοινοποιήθηκαν κατά τρόπο που να της επιτρέπει να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς της και το δικαίωμά της στην άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος.

45      Κατά την προσφεύγουσα, οι λόγοι που απαριθμούνται στα παραρτήματα των προσβαλλόμενων πράξεων (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) δεν συνιστούν αιτιολογία υπό την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ οπότε, ελλείψει εμπεριστατωμένης περιγραφής των πράξεων που της καταλογίζονται, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει λεπτομερώς τη φύση και τους λόγους της κατηγορίας που της αποδίδεται. Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει ότι αμφισβητεί το γεγονός ότι παρεμπόδισε τη διαδικασία ειρηνεύσεως και συμφιλιώσεως, ότι προέβη σε ενέργειες με σκοπό την υποδαύλιση του μίσους και της βίας ή, ακόμη, σε εκστρατεία παραπληροφόρησης, και διαπιστώνει ότι δεν της επετράπη να προβάλει την άποψή της. Κατά συνέπεια, της ήταν αδύνατο να αμφισβητήσει ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης το βάσιμο των κατηγοριών που της αποδίδονται.

46      Το Συμβούλιο αντιτείνει ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ και εξειδικευθείσα περαιτέρω στη νομολογία υποχρέωση αιτιολογήσεως. Η παρατιθέμενη στις προσβαλλόμενες πράξεις αιτιολογία είναι επαρκής, οπότε η προσφεύγουσα έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους κατονομάστηκε και είναι σε θέση να αμφισβητήσει την ως άνω αιτιολογία.

47      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, καταρχήν, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής περιοριστικών μέτρων, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να αφορά όχι μόνον τις νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω πράξεως, αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι στον ενδιαφερόμενο πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσες αποφάσεις OMPI, σκέψη 146, και Fahas κατά Συμβουλίου, σκέψη 53).

48      Δεδομένου ότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για τη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της δεσμεύσεως κεφαλαίων, δεν μπορεί να απαιτείται από το Συμβούλιο να παρέχει λεπτομερέστερες εξηγήσεις ως προς τον συγκεκριμένο τρόπο κατά τον οποίο η δέσμευση των κεφαλαίων της προσφεύγουσας θα συμβάλει στον τερματισμό της παρακωλύσεως της διαδικασίας ειρηνεύσεως και συμφιλιώσεως ή να αποδεικνύει ότι η ενδιαφερόμενη ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαιά της για να διευκολύνει την παρακώλυση αυτή στο μέλλον (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Fahas κατά Συμβουλίου, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει τον προβλεπόμενο στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/656 κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων λήφθηκαν περιοριστικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη την κρισιμότητα της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο τροποποίησε τους καταλόγους που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και I A του κανονισμού 560/2005 λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη λόγω της καταστάσεως στην Ακτή του Ελεφαντοστού σαφή απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνοχή με τη διαδικασία τροποποιήσεως και επανεξετάσεως των παραρτημάτων I και II της αποφάσεως 2010/656.

50      Όπως επίσης προκύπτει από το σημείο 6 του πίνακα Α του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/656 και του πίνακα A του παραρτήματος I A του κανονισμού 560/2005 η προσφεύγουσα περιλήφθηκε στους καταλόγους που προβλέπονται στα εν λόγω παραρτήματα για τον λόγο ότι ήταν διευθύντρια του ομίλου Cyclone, ο οποίος εκδίδει την εφημερίδα «Le temps», και ότι προέβη σε ενέργειες συνιστάμενες στην παρακώλυση της διαδικασίας ειρηνεύσεως και συμφιλιώσεως υποδαυλίζοντας το μίσος και τη βία και συμμετέχοντας σε εκστρατείες παραπληροφόρησης σχετικά με τις προεδρικές εκλογές του 2010.

51      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο, με την ως άνω αιτιολογία, περιορίζεται στην παράθεση ασαφών και γενικών εκτιμήσεων. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους εκτιμά, ασκώντας τη διακριτική εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι στην προσφεύγουσα πρέπει να επιβληθούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

52      Συγκεκριμένα, η αναφορά ότι η προσφεύγουσα είναι διευθύντρια του ομίλου Cyclone, ο οποίος εκδίδει την εφημερίδα «Le temps», δεν αποτελεί περίσταση με βάση την οποία καθίσταται δυνατή η επαρκής και ειδική αιτιολόγηση των προσβαλλόμενων πράξεων σε σχέση με την προσφεύγουσα. Ειδικότερα, η ως άνω αναφορά δεν καθιστά σαφές πώς ακριβώς η προσφεύγουσα προέβη σε ενέργειες συνιστάμενες στην παρακώλυση της διαδικασίας ειρηνεύσεως και συμφιλιώσεως υποδαυλίζοντας το μίσος και τη βία και συμμετέχοντας σε εκστρατείες παραπληροφόρησης σχετικά με τις προεδρικές εκλογές του 2010. Δεν έχει προβληθεί κανένα συγκεκριμένο στοιχείο κατά της προσφεύγουσας με βάση το οποίο να μπορεί να δικαιολογηθεί η λήψη των επίμαχων μέτρων.

53      Ασφαλώς, κατά τη νομολογία, η λεπτομερής δημοσίευση των αιτιάσεων που προβάλλονται εις βάρος των ενδιαφερομένων μπορεί όχι μόνο να προσκρούσει σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος σχετικούς με την ασφάλεια της Ένωσης και των κρατών μελών της ή σχετικούς με τις διεθνείς τους σχέσεις, αλλά και να βλάψει τα έννομα συμφέροντα των εμπλεκομένων προσώπων και φορέων, στον βαθμό που η δημοσίευση αυτή μπορεί να βλάψει σοβαρά τη φήμη τους. Πρέπει συνεπώς να γίνει κατ’ εξαίρεση δεκτό ότι μόνο οι ουσιαστικές διατάξεις και μια γενική αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνονται στη μορφή της αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα, εξυπακουομένου ότι η ειδική και συγκεκριμένη αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πρέπει να διατυπώνεται και να γνωστοποιείται στους ενδιαφερομένους με κάθε άλλο ενδεδειγμένο τρόπο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση OMPI, σκέψη 147). Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η λεπτομερής δημοσίευση των αιτιάσεων που προβάλλονται εις βάρος της προσφεύγουσας θα προσέκρουε σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος ή θα έβλαπτε υφιστάμενα έννομα συμφέροντα. Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν προέβαλε κανένα σχετικό στοιχείο.

54      Τέλος, μολονότι, στην περίπτωση στην οποία η αιτιολογία δεν ελλείπει, αλλά, όπως εν προκειμένω, είναι ανεπαρκής, η αιτιολόγηση της προσβαλλομένης πράξεως κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας ενδέχεται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να έχει ως συνέπεια την απόρριψη ως αβάσιμου του λόγου ακυρώσεως που αφορά τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 P, Neirinck κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 51), εντούτοις, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εκτιμήσεως του εξαιρετικού ή μη χαρακτήρα της υπό κρίση υποθέσεως, διαπιστώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, καμία συμπληρωματική αιτιολογία δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ή κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το Συμβούλιο περιορίστηκε, κατά το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας, να υπενθυμίσει ότι η προσφεύγουσα περιλήφθηκε στον κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων λήφθηκαν περιοριστικά μέτρα λόγω των «ευθυνών της για την εκστρατεία παραπληροφόρησης και υποδαυλίσεως του μίσους και της βίας μεταξύ κοινοτήτων στην Ακτή του Ελεφαντοστού». Πρόσθεσε δε ότι αυτή υπήρξε «εκ των σημαντικότερων συνεργατών» του Laurent Gbagbo, ήταν δε η «δεύτερη σύζυγός του». Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν απετέλεσε η δεύτερη αυτή ιδιότητά της τον λόγο για τον οποίο περιέλαβε την προσφεύγουσα στον ως άνω κατάλογο.

55      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται επίσης ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ή της γνωστοποιήσεως της 18ης Ιανουαρίου 2011, δεν ζήτησε από το Συμβούλιο να της κοινοποιήσει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους την συμπεριέλαβε στον επίμαχο κατάλογο είναι, εν προκειμένω, άνευ σημασίας, καθόσον η υποχρέωση αιτιολογήσεως βαρύνει αποκλειστικώς το Συμβούλιο το οποίο, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα στη σκέψη 39 ανωτέρω νομολογία, όφειλε να την τηρήσει είτε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αποφάσισε να συμπεριλάβει την προσφεύγουσα στον κατάλογο είτε, τουλάχιστον, το συντομότερο δυνατόν μετά την έκδοση της αποφάσεως.

56      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων δεν παρέσχε στη μεν προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει επ’ αυτών έλεγχο νομιμότητας.

57      Εξ αυτού έπεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

58      Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της. Επομένως, το Συμβούλιο διαθέτει δίμηνη προθεσμία, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, από της κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως, για να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις λαμβάνοντας, ενδεχομένως, νέο περιοριστικό μέτρο έναντι της προσφεύγουσας. Εν προκειμένω, ο κίνδυνος να θιγεί κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των σημαντικών συνεπειών που επάγονται τα μέτρα αυτά επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών της προσφεύγουσας, προφανώς δεν είναι τόσο υψηλός ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση των εννόμων συνεπειών του εν λόγω κανονισμού για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου χρόνο.

59      Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δυνάμει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει ποια από τα αποτελέσματα ενός ακυρωθέντος κανονισμού πρέπει να θεωρηθούν ότι διατηρούν την ισχύ τους, μπορεί να εφαρμοσθεί επίσης, κατ’ αναλογία, επί αποφάσεως, εφόσον υφίστανται σοβαροί λόγοι ασφάλειας δικαίου, παρεμφερείς προς εκείνους που συντρέχουν σε περίπτωση ακυρώσεως ορισμένων κανονισμών, που να δικαιολογούν την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης χρήση της εξουσίας που τους απονέμει, στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1996, C‑271/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. I‑1689, σκέψη 40· της 12ης Μαΐου 1998, C-106/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2729, σκέψη 41, και της 28ης Μαΐου 1998, C‑22/96, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I‑3231, σκέψεις 41 και 42). Εν προκειμένω, εάν η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού και αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως άρχιζαν να παράγουν τα αποτελέσματά τους σε διαφορετικές ημερομηνίες, τούτο θα έθιγε ενδεχομένως σοβαρά την ασφάλεια δικαίου, δεδομένου ότι οι δυο αυτές πράξεις επιβάλλουν στην προσφεύγουσα πανομοιότυπα μέτρα. Ως εκ τούτου, οι έννομες συνέπειες της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να διατηρηθούν σε σχέση με την προσφεύγουσα έως ότου η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε και η προσφεύγουσα διατύπωσε σχετικό αίτημα, το Συμβούλιο πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

61      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2011/18/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/656/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ακτής του Ελεφαντοστού, και τον κανονισμό (ΕΕ) 25/2011 του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 560/2005 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού, κατά το μέρος που αφορούν τη Nadiany Bamba.

2)      Οι έννομες συνέπειες της αποφάσεως 2011/18 διατηρούνται σε σχέση με τη Nadiany Bamba έως ότου η ακύρωση του κανονισμού 25/2011 αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και αυτά της Nadiany Bamba.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

Jürimäe

O’Higgins

 

      Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Ιουνίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.