Language of document : ECLI:EU:C:2011:291

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2011 (*)

«Ιθαγένεια της Ένωσης – Ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στα κράτη μέλη – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας – Άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής – Οδηγία 2000/43 ΕΚ – Εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει τη μεταγραφή στις ληξιαρχικές πράξεις του ονόματος και του επωνύμου σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους»

Στην υπόθεση C‑391/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Vilniaus miesto 1 apylinkės teismas (Λιθουανία) με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Οκτωβρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Malgožata Runevič-Vardyn,

Łukasz Paweł Wardyn

κατά

Vilniaus miesto savivaldybės administracija,

Lietuvos Respublikos teisingumo ministerija,

Valstybinė lietuvių kalbos komisija,

Vilniaus miesto savivaldybės administracijos Teisės departamento Civilinės metrikacijos skyrius,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, A. Rosas, U. Lõhmus και A. Ó Caoimh (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η M. Runevič-Vardyn και ο L. P. Wardyn, εκπροσωπούμενοι από τους E. Juchnevičius και Ł. Wardyn, advokatai,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas και τη V. Balčiūnaitė,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Uibo και την Μ. Linntam,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Drēviņa και Z. Rasnača,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Szpunar και M. Jarosz,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Fernandes και P. M. Pinto,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις D. Maidani και A. Steiblytė καθώς και από τον J. Enegren,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180, σ. 22).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Malgožata Runevič-Vardyn, λιθουανικής ιθαγένειας, και του συζύγου της Łukasz Paweł Wardyn, πολωνικής ιθαγένειας, και αφετέρου, του Vilniaus miesto savivaldybės administracija (Δήμος του Vilnius), του Lietuvos Respublikos teisingumo ministerija (Υπουργείο Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας), της Valstybinė lietuvių kalbos komisija (εθνική επιτροπή λιθουανικής γλώσσας) και της Vilniaus miesto savivaldybės administracijos Teisės departamento Civilinės metrikacijos skyrius (διεύθυνση αστικής καταστάσεως του νομικού τμήματος του Δήμου του Vilnius, στο εξής: διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius), με αντικείμενο την άρνηση της τελευταίας να τροποποιήσει τα επώνυμα και τα ονόματα των προσφευγόντων της κύριας δίκης, όπως αυτά περιλαμβάνονται στις εκδοθείσες από αυτήν ληξιαρχικές πράξεις.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Στη δωδέκατη και στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/43 διαλαμβάνονται τα εξής:

«(12)          Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη δημοκρατικών και ανεκτικών κοινωνιών οι οποίες θα επιτρέπουν τη συμμετοχή παντός, ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, μια συγκεκριμένη δράση στον τομέα των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής πρέπει να εκτείνεται πέρα από την πρόσβαση σε δραστηριότητες απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης και να καλύπτει τομείς όπως η παιδεία και η κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης, οι κοινωνικές παροχές και η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και στην παροχή αυτών.

[…]

(16)           Είναι σημαντικό να προστατεύονται όλα τα φυσικά πρόσωπα από διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. […]»

4        Όπως ορίζει το άρθρο 1 αυτής, σκοπός της οδηγίας 2000/43 «είναι να θεσπισθεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, με στόχο να πραγματωθεί στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης».

5        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

[…]

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.»

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας καθορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτής ως εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών·

β)      την πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, συμπεριλαμβανόμενης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής πείρας·

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών·

δ)      την ιδιότητα του μέλους και την συμμετοχή σε μια οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε οργάνωση τα μέλη της οποίας ασκούν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται από τέτοιες οργανώσεις·

ε)      την κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανόμενης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης·

στ)       τις κοινωνικές παροχές·

ζ)       την εκπαίδευση·

η)       την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό, και στην παροχή αυτών, συμπεριλαμβανόμενης της στέγασης.»

 Η εθνική νομοθεσία

 Το Σύνταγμα

7        Το άρθρο 14 του Συντάγματος της Λιθουανίας ορίζει ότι η επίσημη γλώσσα είναι η λιθουανική.

 Ο Αστικός Κώδικας

8        Το άρθρο 2.20, παράγραφος 1, του λιθουανικού αστικού κώδικα (στο εξής: Αστικός Κώδικας) ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο όνομα. Το εν λόγω δικαίωμα στο όνομα περιλαμβάνει το δικαίωμα σε ένα επώνυμο, σε ένα ή περισσότερα κύρια ονόματα και σε ένα ψευδώνυμο».

9        Το άρθρο 3.31 του Αστικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

«Καθένας από τους συζύγους έχει δικαίωμα να διατηρήσει το επώνυμο που είχε πριν από τον γάμο του, να επιλέξει το επώνυμο του συζύγου του ως κοινό επώνυμο το οποίο φέρουν αμφότεροι οι σύζυγοι ή να επιλέξει να φέρει διπλό επώνυμο το οποίο αποτελείται από το αρχικό του επώνυμο ακολουθούμενο από το επώνυμο του συζύγου του.»

10      Το άρθρο 3.281 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι οι ληξιαρχικές πράξεις καταχωρίζονται, ενημερώνονται, τροποποιούνται, συμπληρώνονται ή διορθώνονται σύμφωνα με τους κυρωμένους από τον Υπουργό Δικαιοσύνης κανόνες περί αστικής καταστάσεως.

11      Το άρθρο 3.282 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι «οι ενδείξεις στις ληξιαρχικές πράξεις συντάσσονται στη λιθουανική. Το όνομα, το επώνυμο και τα τοπωνύμια συντάσσονται σύμφωνα με τους κανόνες της λιθουανικής γλώσσας».

 Οι κανόνες περί αστικής καταστάσεως

12      Το σημείο 11 της αποφάσεως αριθ. IR‑294 του Υπουργού Δικαιοσύνης, της 22ας Ιουλίου 2008, για την κύρωση των κανόνων περί αστικής καταστάσεως (Žin., 2008, αριθ. 88-3541) ορίζει ότι οι ληξιαρχικές πράξεις συντάσσονται στη λιθουανική.

 Οι κανόνες περί δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων

13      Ο νόμος υπ’ αριθ. IX-577, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί δελτίων ταυτότητας (Žin., 2001, αριθ. 97-3417), όπως τροποποιήθηκε (Žin., 2008, αριθ. 76-3007), και ο νόμος υπ’ αριθ. IX-590, της 8ης Νοεμβρίου 2001, περί διαβατηρίων (Žin., 2001, αριθ. 99-3524), όπως τροποποιήθηκε (Žin., 2008, αριθ. 87-3466), ορίζουν ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο δελτίο ταυτότητας και στο διαβατήριο πρέπει να αναγράφονται με λιθουανικούς χαρακτήρες.

14      Το διάταγμα υπ’ αριθ. I-1031 του Ανώτατου Συμβουλίου της Λιθουανίας, της 31ης Ιανουαρίου 1991, περί αναγραφής του επωνύμου και του ονόματος στα διαβατήρια των πολιτών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας (Žin., 1991, αριθ. 5-132), ορίζει, στα σημεία 1 έως 3, τα εξής:

«1.      Η αναγραφή του επωνύμου και του ονόματος των πολιτών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας στα διαβατήρια γίνεται με λιθουανικούς χαρακτήρες σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο διαβατήριο ή κάθε άλλο πιστοποιητικό ταυτοποίησης του ενδιαφερόμενου με βάση το οποίο εκδίδεται το διαβατήριο.

2.      Η αναγραφή στα διαβατήρια των πολιτών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας του επωνύμου και του ονόματος προσώπων μη λιθουανικής καταγωγής γίνεται με λιθουανικούς χαρακτήρες. Κατόπιν έγγραφης αιτήσεως του ενδιαφερομένου και σύμφωνα με όσα σχετικώς ορίζονται, το επώνυμο και το όνομα μεταγράφονται:

a)      είτε φωνητικά και χωρίς εφαρμογή των κανόνων της γραμματικής (δηλαδή χωρίς λιθουανική κατάληξη)·

b)      είτε φωνητικά και με εφαρμογή των κανόνων της γραμματικής (δηλαδή προσαρτώντας τις λιθουανικές καταλήξεις).

3.      Το όνομα και το επώνυμο προσώπου που έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μπορούν να αναγραφούν σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο διαβατήριό του το οποίο έχει εκδοθεί από το εν λόγω κράτος ή κάθε άλλο ισοδύναμο πιστοποιητικό.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η Μ. Runevič-Vardyn, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, γεννηθείσα στις 20 Μαρτίου 1977 στο Vilnius, έχει τη λιθουανική ιθαγένεια. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο, ανήκει στην πολωνική μειονότητα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας χωρίς όμως να έχει την πολωνική ιθαγένεια.

16      Δηλώνει ότι οι γονείς της τής έδωσαν το πολωνικό όνομα «Małgorzata» και ως επώνυμο αυτό του πατέρα της, δηλαδή «Runiewicz».

17      Κατά την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, στο πιστοποιητικό γεννήσεως της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, το οποίο χορηγήθηκε στις 14 Ιουνίου 1977, το όνομα και το επώνυμό της καταχωρίστηκαν με λιθουανικούς χαρακτήρες, ήτοι ως «Malgožata Runevič». Το ίδιο όνομα και το ίδιο επώνυμο περιλαμβάνονται τόσο στο νέο πιστοποιητικό γεννήσεως το οποίο παρέδωσε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης η διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius στις 9 Σεπτεμβρίου 2003 όσο και στο λιθουανικό διαβατήριο το οποίο εξέδωσαν οι αρμόδιες αρχές στις 7 Αυγούστου 2002.

18      Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις των προσφευγόντων της κύριας δίκης, το πιστοποιητικό γεννήσεως της 14ης Ιουνίου 1977 είχε συνταχθεί με κυριλλικούς χαρακτήρες, ενώ αυτό της 9ης Σεπτεμβρίου 2003 με λατινικό αλφάβητο, δηλαδή το όνομα και το επώνυμο της προσφεύγουσας της κύριας δίκης εμφανιζόταν ως «Malgožata Runevič».

19      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει επίσης ότι της χορηγήθηκε πολωνικό πιστοποιητικό γεννήσεως στις 31 Ιουλίου 2006 από τη διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου της Βαρσοβίας. Στο εν λόγω πολωνικό πιστοποιητικό, το όνομα και το επώνυμό της είχαν μεταγραφεί σύμφωνα με τους κανόνες πολωνικής γραφής, ήτοι ως «Małgorzata Runiewicz». Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης διαπιστώνουν ότι οι αρμόδιες πολωνικές αρχές χορήγησαν επίσης πιστοποιητικό γάμου στο οποίο τα επώνυμα και τα ονόματά τους είχαν μεταγραφεί σύμφωνα με τους κανόνες πολωνικής γραφής.

20      Αφού έζησε και εργάσθηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα στην Πολωνία, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ήλθε σε γάμο με τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης στις 7 Ιουλίου 2007. Στο πιστοποιητικό γάμου που εξέδωσε η διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius, το ονοματεπώνυμο «Łukasz Paweł Wardyn» μεταγράφηκε ως «Lukasz Pawel Wardyn», με χρήση δηλαδή του λατινικού αλφαβήτου χωρίς διακριτικά σημεία, ενώ το ονοματεπώνυμο της συζύγου του ως «Malgožata Runevič-Vardyn», με χρήση δηλαδή μόνο των λιθουανικών χαρακτήρων, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται το γράμμα «W», και αφού προστέθηκε το επώνυμο του συζύγου της στο δικό της επώνυμο.

21      Όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, σήμερα οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης κατοικούν με τον γιο τους στο Βέλγιο.

22      Στις 16 Αυγούστου 2007, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε στη διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius αίτηση για την τροποποίηση του περιλαμβανόμενου στο πιστοποιητικό γεννήσεως ονόματος και επωνύμου της από «Malgožata Runevič» σε «Małgorzata Runiewicz» και για την τροποποίηση του περιλαμβανόμενου στο πιστοποιητικό γάμου ονόματος και επωνύμου της από «Malgožata Runevič-Vardyn» σε «Małgorzata Runiewicz-Wardyn».

23      Στην απάντηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2007, η διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius πληροφόρησε την προσφεύγουσα της κύριας δίκης ότι, δυνάμει της εφαρμοζόμενης εθνικής νομοθεσίας, δεν ήταν δυνατό να τροποποιηθούν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα εν λόγω πιστοποιητικά.

24      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

25      Στην απόφασή του, το αιτούν δικαστήριο κάνει μνεία των διαφόρων επιχειρημάτων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης προς στήριξη της προσφυγής τους. Όσον αφορά τον προσφεύγοντα, διαπιστώνει ότι, κατ’ αυτόν, η άρνηση των λιθουανικών αρχών να μεταγράψουν, στο πιστοποιητικό γάμου, τα ονόματά του ακολουθώντας τους κανόνες πολωνικής γραφής αποτελεί δυσμενή διάκριση κατά πολίτη της Ένωσης ο οποίος συνήψε γάμο σε κράτος διαφορετικό αυτού της καταγωγής του. Εάν ο γάμος είχε συναφθεί στην Πολωνία, τα ονόματά του θα είχαν καταχωριστεί στο πιστοποιητικό γάμου με την ίδια γραφή που χρησιμοποιήθηκε στο πιστοποιητικό γεννήσεώς του. Δεδομένου ότι το γράμμα «W» δεν υπάρχει επισήμως στο λιθουανικό αλφάβητο, ο προσφεύγων της κύριας δίκης διερωτάται γιατί οι λιθουανικές αρχές διατήρησαν την αρχική γραφή του επωνύμου του ενώ τροποποίησαν τη γραφή του ονόματός του.

26      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει επίσης ότι η διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι απέρριψαν την αίτηση των προσφευγόντων της κύριας δίκης να τροποποιηθούν τα περιλαμβανόμενα στα σχετικά πιστοποιητικά στοιχεία.

27      Όπως προκύπτει από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, στις 21 Οκτωβρίου 1999 το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του κατά πόσον είναι συμβατό με το Σύνταγμα το διάταγμα του Ανώτατου Συμβουλίου της 31ης Ιανουαρίου 1991, περί του τρόπου αναγραφής του ονοματεπωνύμου στα διαβατήρια των Λιθουανών πολιτών. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το περιλαμβανόμενο στο διαβατήριο όνομα και επώνυμο του ενδιαφερομένου πρέπει να έχει συνταχθεί σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους προκειμένου να μην τεθεί υπό αμφισβήτηση η συνταγματική κατοχύρωση αυτής της γλώσσας.

28      Εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να αποφανθεί με σαφήνεια επί των ζητημάτων που τίθενται στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ καθώς και με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/43, το Vilniaus miesto 1 apylinkės teismas αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της οδηγίας 2000/43 […], έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, αυτής την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη τις έμμεσες διακρίσεις εις βάρος προσώπων λόγω της εθνοτικής καταγωγής τους στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι τα ονόματα και τα επώνυμά τους συντάσσονται στις ληξιαρχικές πράξεις μόνο με χαρακτήρες της γλώσσας του οικείου κράτους;

2)      Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της οδηγίας 2000/43 […], έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, αυτής την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη τις έμμεσες διακρίσεις εις βάρος προσώπων λόγω της εθνοτικής καταγωγής τους στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι τα ονόματα και επώνυμα των προσώπων που ανήκουν σε άλλες εθνικές κατηγορίες ή των πολιτών άλλων κρατών συντάσσονται στις ληξιαρχικές πράξεις με λατινικούς χαρακτήρες χωρίς να γίνεται χρήση των χρησιμοποιούμενων σε άλλες γλώσσες διακριτικών και συνδετικών σημείων ή άλλων τροποποιήσεων στα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου;

3)       Έχουν οι διατάξεις του άρθρου [21], παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], κατά το οποίο κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, και του άρθρο [18], πρώτο εδάφιο, [ΣΛΕΕ], κατά το οποίο απαγορεύονται οι διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, την έννοια ότι δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι τα ονόματα και τα επώνυμα συντάσσονται στις ληξιαρχικές πράξεις μόνο με χαρακτήρες της γλώσσας του οικείου κράτους;

4)       Έχουν οι διατάξεις του άρθρου [21], παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], κατά το οποίο κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, και του άρθρου [18], πρώτο εδάφιο, [ΣΛΕΕ], κατά το οποίο απαγορεύονται οι διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, την έννοια ότι απαγορεύουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι τα ονόματα και τα επώνυμα των προσώπων άλλης εθνοτικής καταγωγής ή ιθαγένειας συντάσσονται στις ληξιαρχικές πράξεις με λατινικούς χαρακτήρες χωρίς να γίνεται χρήση των χρησιμοποιούμενων σε άλλες γλώσσες διακριτικών και συνδετικών σημείων ή άλλων τροποποιήσεων στα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου;»

 Επί του παραδεκτού του δεύτερου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

29      Διαπιστώνεται, προκαταρκτικώς, ότι η Λιθουανική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει το δεύτερο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα λόγω απαραδέκτου. Κατά την Κυβέρνηση αυτή, το αιτούν δικαστήριο επιλήφθηκε προσφυγής την οποία άσκησε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης όσον αφορά δυο αιτήσεις της σχετικές με τα πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου της και όχι προσφυγής ασκηθείσας από τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης όσον αφορά το πιστοποιητικό γάμου του. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ερωτήματα που αφορούν τη μεταγραφή των ονομάτων του προσφεύγοντος της κύριας δίκης δεν συνδέονται με το συγκεκριμένο ζήτημα που καλείται να επιλύσει το αιτούν δικαστήριο. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αρνηθεί να αποφανθεί επί των ως άνω ερωτημάτων, καθόσον η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

30      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59, και της 12ης Οκτωβρίου 2010, C-45/09, Rosenbladt, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32).

31      Επιπλέον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ καθιερώνει διαδικασία η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα δίκης αλλά τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος στο πλαίσιο εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και στην οποία οι διάδικοι απλώς καλούνται να εκθέσουν τις απόψεις τους εντός του νομικού πλαισίου που οριοθετεί το εν λόγω δικαστήριο. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, με τον όρο «ενδιαφερόμενοι διάδικοι», το άρθρο 23, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου αναφέρεται αποκλειστικά σε εκείνους που έχουν την ιδιότητα αυτή στην εκκρεμούσα ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφορά (βλ., ιδίως, απόφαση της 1ης Μαρτίου 1973, 62/72, Bollmann, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 481, σκέψη 4, καθώς και διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, C-73/07, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia, Συλλογή 2007, σ. I-7075, σκέψη 11).

32      Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η προσφυγή της οποίας έχει επιληφθεί ασκήθηκε από τους δύο προσφεύγοντες της κύριας δίκης και όχι μόνον από την προσφεύγουσα, οι δε προσφεύγοντες επισήμαναν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα υποβολής ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Τα εν λόγω ερωτήματα αφορούν τόσο την άρνηση τροποποιήσεως του επωνύμου και του ονόματος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης όσο και την τροποποίηση του τρόπου μεταγραφής των ονομάτων του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, όπως αυτά έχουν καταχωριστεί στις εκδοθείσες από τις αρμόδιες λιθουανικές αρχές ληξιαρχικές πράξεις. Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το δικαστήριο αυτό κάνοντας χρήση της αποκλειστικής αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ καθώς και η εκτιθέμενη στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου συλλογιστική αφορούν την περίπτωση των δύο προσφευγόντων της κύριας δίκης.

33      Ασφαλώς, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής που αναθέτει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ στο Δικαστήριο, το τελευταίο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να αποφανθεί επί ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο, μόνο στην περίπτωση στην οποία είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη από το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία ή εκτίμηση του κύρους ενός κανόνα του δικαίου της Ένωσης δεν έχει σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της κύριας δίκης (βλ., ιδίως, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1995, C-143/94, Furlanis, Συλλογή 1995, σ. I-3633, σκέψη 12).

34      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, ιδίως αυτών που παρατίθενται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και του εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου καθορισμού του αντικειμένου και του περιεχομένου της ενώπιόν του διαφοράς, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης είναι άσχετη με το υποστατό και το αντικείμενο της εν λόγω διαφοράς.

35      Κατά συνέπεια, το δεύτερο και το τέταρτο ερώτημα πρέπει να κριθούν ως παραδεκτά.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

36      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/43 αποκλείει τη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου πρέπει να μεταγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους, να τροποποιήσουν τον εφαρμοζόμενο από αυτές τρόπο μεταγραφής του ονόματος και του επωνύμου ενός προσώπου με συνέπεια το επώνυμο και το όνομα να μεταγράφονται μόνον με τους χαρακτήρες της εθνικής γλώσσας, χωρίς χρήση των χρησιμοποιούμενων σε άλλες γλώσσες διακριτικών και συνδετικών σημείων ή άλλων σημείων τροποποιητικών των γραμμάτων του λατινικού αλφαβήτου.

37      Η Λιθουανική, η Τσεχική, η Εσθονική, η Πολωνική και η Σλοβακική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι κανόνες για την έκδοση των ληξιαρχικών πράξεων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43, όπως αυτό οριοθετείται με το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ουδόλως κατέδειξε ότι λόγω της φυλετικής ή της εθνοτικής της καταγωγής δημιουργήθηκε εις βάρος της συγκεκριμένο μειονέκτημα σε τομέα ο οποίος εμπίπτει στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43.

38      Αντιθέτως, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης τονίζουν ότι το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43 είναι ευρύτατο και αφορά πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής. Ειδικότερα, προκειμένου να μπορούν να ασκούν ορισμένα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην εν λόγω οδηγία και να χρησιμοποιούν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που καλύπτονται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής, απαιτείται να προσκομίζουν δελτίο ταυτότητας και διάφορους τύπους εγγράφων, πιστοποιητικών ή διπλωμάτων.

39      Υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι η οδηγία 2000/43 έχει ως σκοπό, κατά το άρθρο 1 αυτής, να θεσπισθεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, με σκοπό να υλοποιηθεί στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

40      Κατά τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της ως άνω οδηγίας, είναι σημαντικό να προστατεύονται όλα τα φυσικά πρόσωπα από διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

41      Όσον αφορά το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43, από τη δωδέκατη αιτιολογική της σκέψη προκύπτει ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη δημοκρατικών και ανεκτικών κοινωνιών οι οποίες θα επιτρέπουν τη συμμετοχή παντός, ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, μια συγκεκριμένη δράση στον τομέα των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής πρέπει να εκτείνεται πέρα από την πρόσβαση σε δραστηριότητες απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης και να καλύπτει τομείς όπως οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

42      Η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι, εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα (νυν Ευρωπαϊκή Ένωση), η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά του τομείς που απαριθμούνται εξαντλητικά σε αυτή τη διάταξη και μνημονεύονται στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές επισημαίνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της οδηγίας 2000/43 και της φύσεως των δικαιωμάτων στην προστασία των οποίων αποσκοπεί καθώς και του γεγονότος ότι η εν λόγω οδηγία αποτελεί εφαρμογή στον οικείο τομέα της αρχής της ισότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται με το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνεύεται συσταλτικά.

44      Από τα ανωτέρω δεν προκύπτει πάντως ότι εθνική ρύθμιση σχετική με τη μεταγραφή του επωνύμου και του ονόματος στις ληξιαρχικές πράξεις πρέπει να κριθεί ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43.

45      Μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2000/43 κάνει γενικώς αναφορά στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό και στην παροχή αυτών, εντούτοις, όπως υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις εμπίπτουν στην έννοια της «υπηρεσίας» υπό την έννοια αυτής της διατάξεως.

46      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2000/43, η οποία εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογή του κανόνα της ομοφωνίας του άρθρου 13 ΕΚ, το Συμβούλιο αρνήθηκε να λάβει υπόψη τροπολογία προταθείσα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου η «άσκηση των καθηκόντων οιουδήποτε δημόσιου φορέα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών αρχών, των αρχών ελέγχου των μεταναστών, καθώς και των αρχών της ποινικής και αστικής δικαιοσύνης» να περιληφθεί στην απαρίθμηση των δραστηριοτήτων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και, επομένως, να καλυφθεί από το πεδίο εφαρμογής της.

47      Κατά συνέπεια, μολονότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43, όπως αυτό οριοθετείται με το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, εντούτοις, δεν καλύπτει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σχετικά με την αναγραφή του επωνύμου και του ονόματος στις ληξιαρχικές πράξεις.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου πρέπει να μεταγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους δεν αφορά περίπτωση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

49      Με τα ως άνω ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ αποκλείουν τη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου πρέπει να μεταγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους, να τροποποιήσουν τον εφαρμοζόμενο από αυτές τρόπο μεταγραφής του ονόματος και του επωνύμου ενός προσώπου με συνέπεια το επώνυμο και το όνομα να μεταγράφονται μόνο με τους χαρακτήρες της γλώσσας του κράτους αυτού, χωρίς χρήση των χρησιμοποιούμενων σε άλλες γλώσσες διακριτικών σημείων, συνδετικών σημείων, ή άλλων σημείων τροποποιητικών των γραμμάτων του λατινικού αλφαβήτου.

50      Το ερώτημα αυτό αφορά τρία διαφορετικά ζητήματα που τίθενται στην υπόθεση της κύριας δίκης:

–        η αίτηση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης να μεταγραφεί το πατρώνυμό της και το όνομά της στα πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου της με τήρηση των κανόνων πολωνικής γραφής, με συνέπεια να πρέπει να γίνει χρήση των διακριτικών σημείων που χρησιμοποιούνται σε αυτή τη γλώσσα·

–        οι αιτήσεις των προσφευγόντων της κύριας δίκης να μεταγραφεί το επώνυμο του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, το οποίο έχει προστεθεί στο πατρώνυμο της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και περιλαμβάνεται στο πιστοποιητικό γάμου, με τήρηση των κανόνων πολωνικής γραφής, και

–        η αίτηση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης να μεταγραφούν τα ονόματά του στο εν λόγω πιστοποιητικό με τήρηση των κανόνων πολωνικής γραφής.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των εφαρμοστέων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης

51      Πρέπει προκαταρκτικώς να εξεταστεί εάν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν ιδίως η Λιθουανική και η Τσεχική Κυβέρνηση, η περίπτωση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, σε σχέση με τις εκδοθείσες από τις λιθουανικές αρμόδιες αρχές ληξιαρχικές πράξεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ιθαγένεια της Ένωσης.

52      Όσον αφορά το πιστοποιητικό γεννήσεως, η Λιθουανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι πρόκειται περί εγγράφου σχετικού με την προσωπική κατάσταση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 14 Ιουνίου 1977, ήτοι πολύ πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Λιθουανίας στην Ένωση. Επιπλέον, πρόκειται για έγγραφο που χορήγησαν σε Λιθουανό πολίτη οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Επομένως, η περίπτωση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης όσον αφορά το πιστοποιητικό γεννήσεώς της αποτελεί αμιγώς εσωτερική κατάσταση. Κατά συνέπεια, η υποβληθείσα από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης αίτηση τροποποιήσεως αυτού του πιστοποιητικού δεν εμπίπτει ούτε στο διαχρονικό ούτε στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε των διατάξεων περί ιθαγένειας της Ένωσης.

53      Όσον αφορά την κατά χρόνο εφαρμογή των ως άνω διατάξεων στην υπό κρίση υπόθεση, σημειώνεται ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά την αναγνώριση δικαιωμάτων τα οποία πηγάζουν από το δίκαιο της Ένωσης και προβάλλονται ως κεκτημένα πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και πριν από την έναρξη της ισχύος, σε σχέση με το κράτος αυτό, των διατάξεων περί ιθαγένειας της Ένωσης. Η ως άνω υπόθεση αφορά αιτιάσεις περί ενεστώσας μεταχειρίσεως συνεπαγόμενης δυσμενείς διακρίσεις ή ενεστώτος περιορισμού επιβαλλόμενου σε πολίτη της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98, D’ Hoop, Συλλογή 2002, σ. I-6191, σκέψη 24).

54      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν ζητεί την αναδρομική τροποποίηση του πιστοποιητικού γεννήσεώς της, αλλά την εκ μέρους των αρμόδιων λιθουανικών αρχών έκδοση πιστοποιητικού γεννήσεως στο οποίο το πατρώνυμό της και το όνομά της θα έχουν μεταγραφεί σύμφωνα με τους κανόνες της πολωνικής γραφής προκειμένου να διευκολυνθεί η ελεύθερη κυκλοφορία της ως πολίτη της Ένωσης και λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, μετά τον γάμο της με Πολωνό πολίτη, εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο όπου απέκτησε γιο ο οποίος έχει διπλή ιθαγένεια, τη λιθουανική και την πολωνική.

55      Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι διατάξεις περί ιθαγένειας της Ένωσης έχουν εφαρμογή από της ενάρξεως της ισχύος τους. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζονται σε παρόντα αποτελέσματα προγενέστερων καταστάσεων (προαναφερθείσα απόφαση D’ Hoop, σκέψη 25).

56      Επομένως, η δυσμενής διάκριση ή ο περιορισμός που διατείνεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα της κύριας δίκης λόγω της αρνήσεως να τροποποιηθεί ο τρόπος μεταγραφής του πατρωνύμου της και του ονόματός της στο πιστοποιητικό γεννήσεώς της πρέπει, καταρχήν, να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ.

57      Δεν τίθεται ζήτημα διαχρονικής εφαρμογής των διατάξεων περί ιθαγένειας της Ένωσης όσον αφορά την αίτηση τροποποιήσεως του πιστοποιητικού γάμου των προσφευγόντων της κύριας δίκης που χορηγήθηκε στις 7 Ιουλίου 2007.

58      Όσον αφορά το ζήτημα εάν η αίτηση τροποποιήσεως των πιστοποιητικών γεννήσεως και γάμου της προσφεύγουσας της κύριας δίκης αντιστοιχεί σε αμιγώς εσωτερική κατάσταση η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης λόγω του ότι πρόκειται για ληξιαρχικές πράξεις εκδοθείσες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της, σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία άσκησε το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής που της παρέχει απευθείας το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, ζητεί την τροποποίηση των εν λόγω πιστοποιητικών προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση του δικαιώματός της αυτού. Στηρίζει το αίτημά της, ιδίως, στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ επισημαίνοντας τα μειονεκτήματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της ασκήσεως των κατοχυρούμενων με τις διατάξεις αυτές δικαιωμάτων, υποχρεούται να χρησιμοποιεί έγγραφα σχετικά με την αστική της κατάσταση στα οποία το επώνυμο και το όνομά της δεν αναγράφονται υπό την πολωνική τους μορφή και, επομένως, δεν καταδεικνύουν τη φύση της σχέσεως που τη συνδέει με τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης ή, πολύ περισσότερο, με τον γιο της.

59      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ απονέμει σε κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης (βλ. ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση D’ Hoop, σκέψη 27, και απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, C-34/09, Ruiz Zambrano, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40). Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης, χαίρει αυτής της ιδιότητας.

60      Το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας τη σημασία που αποδίδει το πρωτογενές δίκαιο στην ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, έχει τονίσει επανειλημμένως ότι η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των πολιτών των κρατών μελών (βλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-413/99, Baumbast και R, Συλλογή 2002, σ. I-7091, σκέψη 82· της 2ας Μαρτίου 2010, C-135/08, Rottmann, Συλλογή 2010, σ. Ι‑1449, σκέψεις 43 και 56, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Ruiz Zambrano, σκέψη 41).

61      Όσον αφορά το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, η ιδιότητα αυτή εξασφαλίζει την ίδια νομική μεταχείριση σε όσους εξ αυτών των πολιτών βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπομένων παρεκκλίσεων (βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-184/99, Grzelczyk, Συλλογή 2001, σ. I-6193, σκέψη 31).

62      Μεταξύ των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνονται, ιδίως, οι συνδεόμενες με την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και, ιδίως, με την άσκηση της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Grzelczyk, σκέψη 33, και D’ Hoop, σκέψη 29).

63      Μολονότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, οι κανόνες σχετικά με τη μεταγραφή στις ληξιαρχικές πράξεις του επωνύμου και του ονόματος των φυσικών προσώπων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, προς τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-148/02, Garcia Avello, Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψεις 25 και 26· της 14ης Οκτωβρίου 2008, C-353/06, Grunkin και Paul, Συλλογή 2008, σ. I-7639, σκέψη 16, καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-208/09, Sayn-Wittgenstein, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 38 και 39).

64      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν αμφότεροι, υπό την ιδιότητά τους ως πολίτες της Ένωσης, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε κράτη μέλη διαφορετικά από τα κράτη μέλη καταγωγής τους.

65      Δεδομένου ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ δεν κατοχυρώνει απλώς το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών αλλά επίσης, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 61 και 62 της παρούσας αποφάσεως καθώς και τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, απαγορεύει γενικώς τις δυσμενείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, η άρνηση των αρχών κράτους μέλους να τροποποιήσουν τις ληξιαρχικές πράξεις υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της εν λόγω διατάξεως.

 Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία

66      Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του και της ιδιωτικής του ζωής, η προστασία των οποίων κατοχυρώνεται με το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Μολονότι δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 8 της Συμβάσεως αυτής, γεγονός πάντως είναι ότι το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου έχει σχέση με την ιδιωτική και την οικογενειακή ζωή του, καθόσον αποτελεί μέσο ταυτοποιήσεώς του και συνδετικό προς την οικογένειά του στοιχείο (βλ. ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Sayn-Wittgenstein, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Κατά το μέτρο που οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχουν σε όλα τα κράτη μέλη την ίδια νομική μεταχείριση με αυτήν της οποίας τυγχάνουν οι ευρισκόμενοι στην ίδια κατάσταση πολίτες αυτών των κρατών, δεν θα ήταν σύμφωνο με το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας να μπορούν να υποστούν στο κράτος μέλος του οποίου έχουν την ιθαγένεια λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτή της οποίας θα ετύγχαναν αν δεν είχαν κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας (προαναφερθείσα απόφαση D’ Hoop, σκέψη 30).

68      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους ημεδαπούς για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που διασφαλίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ., ιδίως, προαναφερθείσες αποφάσεις Grunkin και Paul, σκέψη 21, καθώς και Sayn-Wittgentstein, σκέψη 53).

69      Όσον αφορά, πρώτον, την αίτηση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης να τροποποιηθεί το όνομα και το πατρώνυμό της στα πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου που χορήγησε η διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius, σημειώνεται ότι, όταν πολίτης της Ένωσης μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος και, στη συνέχεια, συνάπτει γάμο με πολίτη αυτού του κράτους, το γεγονός ότι το προ του γάμου επώνυμο του πολίτη καθώς και το όνομά του μπορούν να τροποποιηθούν και να μεταγραφούν στις εκδιδόμενες στο κράτος μέλος καταγωγής του ληξιαρχικές πράξεις μόνο με τους χαρακτήρες της γλώσσας του κράτους μέλους αυτού δεν μπορεί να συνιστά λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με αυτή της οποίας ετύγχανε πριν κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας.

70      Επομένως, η έλλειψη ενός τέτοιου δικαιώματος δεν μπορεί να αποτρέψει τους πολίτες της Ένωσης από την άσκηση των δικαιωμάτων κυκλοφορίας που κατοχυρώνονται με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και δεν αποτελεί, κατά το μέτρο αυτό, περιορισμό. Ειδικότερα, σε όλα τα πιστοποιητικά τα οποία χορήγησαν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης οι αρμόδιες λιθουανικές αρχές και τα οποία αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής της κύριας δίκης, το όνομα και το πατρώνυμο της κατά τη γέννησή της έχουν αναγραφεί με ομοιόμορφο τρόπο, οπότε δεν υφίσταται περιορισμός στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.

71      Επομένως, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ δεν αντίκειται στη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου πρέπει να μεταγράφονται στις εκδιδόμενες στο κράτος αυτό ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους, να τροποποιήσουν τον τρόπο μεταγραφής του επωνύμου που έφερε πολίτης του εν λόγω κράτους προ του γάμου του καθώς και του ονόματός του, εφόσον αυτά καταχωρίστηκαν κατά τη γέννησή του κατ’ εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως.

72      Όσον αφορά, δεύτερον, τις αιτήσεις τροποποιήσεως του πιστοποιητικού γάμου που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης σχετικά με την προσθήκη του επωνύμου του συζύγου στο πατρώνυμο της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι το επώνυμο αυτό προστέθηκε κατόπιν ρητού αιτήματος των προσφευγόντων της κύριας δίκης, σύμφωνα με τις ισχύουσες λιθουανικές ρυθμίσεις.

73      Σε πολλές συναλλαγές της καθημερινής ζωής, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο, απαιτείται η απόδειξη της ταυτότητας, επιπλέον δε, όταν πρόκειται για οικογένεια, η απόδειξη της φύσεως των οικογενειακών δεσμών που συνδέουν τα διάφορα μέλη αυτής. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, L 197, σ. 34, καθώς και ΕΕ 2007, L 204, σ. 28), η εν λόγω υποχρέωση αποδείξεως του μεταξύ τους δεσμού ισχύει και για ζεύγος πολιτών της Ένωσης, όπως αυτό στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο κατοικεί και εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό των κρατών μελών καταγωγής του ζεύγους.

74      Ασφαλώς, οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατό να ορθογραφηθεί το όνομα και το πατρώνυμο της προσφεύγουσας της κύριας δίκης στις ληξιαρχικές πράξεις που εξέδωσαν οι λιθουανικές και πολωνικές αρχές, είναι το αποτέλεσμα της δικής της συνειδητής επιλογής και δεν αποτελούν, αυτοί καθαυτοί, περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας της και διαμονής. Εντούτοις, δεν πρέπει να αποκλειστεί ότι το γεγονός ότι, στο πιστοποιητικό γάμου, το επώνυμο του συζύγου της προστέθηκε στο δικό της πατρώνυμο υπό μορφή η οποία δεν αντιστοιχεί στο επώνυμό του, όπως αυτό έχει καταχωριστεί στο κράτος μέλος καταγωγής του, ούτε εξάλλου όπως έχει μεταγραφεί, σε σχέση με τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, στο ίδιο πιστοποιητικό γάμου, ενδέχεται να συνεπάγεται μειονεκτήματα για τους ενδιαφερομένους.

75      Ειδικότερα, τέτοια μειονεκτήματα ενδέχεται να προκύψουν από τις αποκλίσεις στη μεταγραφή του κοινού επωνύμου το οποίο φέρουν αμφότεροι οι σύζυγοι (βλ. υπ’ αυτήν την έννοια, προαναφερθείσες αποφάσεις Garcia Avello, σκέψη 36, καθώς και Sayn-Wittgenstein, σκέψεις 55 και 66).

76      Εντούτοις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποτελεί περιορισμό στην άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, η άρνηση τροποποιήσεως του κοινού επωνύμου των προσφευγόντων της κύριας δίκης δυνάμει της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως πρέπει να μπορεί ως εκ της φύσεώς της να προκαλέσει «σοβαρά μειονεκτήματα» διοικητικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής φύσεως στους ενδιαφερομένους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσες αποφάσεις Garcia Avello, σκέψη 36· Grunkin και Paul, σκέψεις 23 έως 28, καθώς και Sayn-Wittgenstein, σκέψεις 67, 69 και 70).

77      Εναπόκειται, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει εάν τα μέλη μιας οικογένειας, όπως αυτή των προσφευγόντων της κύριας δίκης, διατρέχουν συγκεκριμένο κίνδυνο, λόγω της αρνήσεως των αρμόδιων αρχών να μετατρέψουν το γράμμα «V» σε «W» για την αναγραφή του επωνύμου ενός από τα μέλη της, να επωμιστούν την υποχρέωση να αίρουν κάθε φορά τις αμφιβολίες περί την ταυτότητα των μελών της οικογένειας καθώς και τη γνησιότητα των εγγράφων που επιδεικνύουν. Εάν, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εν λόγω άρνηση συνεπάγεται τη δυνατότητα αμφισβητήσεως του ακριβούς των στοιχείων που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αυτά καθώς και της ταυτότητας της οικογενείας αυτής όπως και των δεσμών που υφίστανται μεταξύ των μελών της, τούτο ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την άσκηση του δικαιώματος διαμονής που κατοχυρώνει ευθέως το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (βλ. επίσης, επ’ αυτού, προαναφερθείσες αποφάσεις Garcia Avello, σκέψη 36, και Sayn-Wittgenstein, σκέψεις 55 και 66 έως 70).

78      Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει εάν η άρνηση των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να τροποποιήσουν, κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, το πιστοποιητικό γάμου ενός ζεύγους πολιτών της Ένωσης προκειμένου το κοινό επώνυμο των δυο συζύγων να μεταγραφεί, αφενός, με ομοιόμορφο τρόπο και, αφετέρου, τηρώντας πιστά τους κανόνες γραφής του κράτους μέλους καταγωγής του/της συζύγου ως προς το επώνυμο του οποίου/της οποίας τίθεται ζήτημα, ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά μειονεκτήματα διοικητικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής φύσεως στους ενδιαφερόμενους. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, πρόκειται για περιορισμό στην άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνονται με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ υπέρ όλων των πολιτών της Ένωσης.

79      Όσον αφορά, τρίτον, την αίτηση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης να μεταγραφούν τα ονόματά του στο εκδοθέν από τη διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius πιστοποιητικό γάμου σύμφωνα με τους κανόνες της πολωνικής γραφής, ήτοι με τη μορφή «Łukasz Paweł», υπενθυμίζεται ότι τα ονόματα αυτά μεταγράφηκαν στο πιστοποιητικό γάμου με τη μορφή «Lukasz Pawel». Η απόκλιση αυτή συνίσταται στην παράλειψη των μη χρησιμοποιούμενων στη λιθουανική γλώσσα διακριτικών σημείων.

80      Συναφώς, ο προσφεύγων της κύριας δίκης και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε τροποποίηση από τις αρχές κράτους μέλους της αρχικής ορθογραφίας του ονόματος ή του επωνύμου ενός προσώπου που περιλαμβάνονται στις εκδοθείσες από τις αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ληξιαρχικές πράξεις ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις, είτε η τροποποίηση συνίσταται σε εκ νέου μεταγραφή του εν λόγω ονόματος ή/και επωνύμου είτε απλώς στη διαγραφή των διακριτικών σημείων που έχουν αρχικώς χρησιμοποιηθεί. Πράγματι, μια τέτοια τροποποίηση ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή της προφοράς του ονόματος και/ή του επωνύμου, η δε διαγραφή των διακριτικών σημείων ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχει ως συνέπεια τη δημιουργία διαφορετικού ονόματος.

81      Εντούτοις, όπως υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 96 των προτάσεών του, σε πλήθος δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής, τα διακριτικά σημεία συχνά παραλείπονται για τεχνικούς λόγους οφειλόμενους ιδίως σε έξωθεν περιορισμούς οι οποίοι είναι σύμφυτοι με ορισμένα συστήματα πληροφορικής. Επιπλέον, τα πρόσωπα που δεν γνωρίζουν ξένες γλώσσες συχνά αγνοούν τη σημασία των διακριτικών σημείων, τα οποία μάλιστα ούτε καν παρατηρούν. Επομένως, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παράλειψη τέτοιων σημείων μπορεί, αυτή καθεαυτή, να προκαλέσει για το συγκεκριμένο πρόσωπο πραγματικά και σοβαρά μειονεκτήματα υπό την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, ικανά να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα και τη γνησιότητα των επιδεικνυόμενων εγγράφων ή το ακριβές των περιεχόμενων σε αυτά στοιχείων.

82      Επομένως, η άρνηση των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους, κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, να τροποποιήσουν το πιστοποιητικό γάμου ενός πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους προκειμένου τα ονόματα του πολίτη αυτού να μεταγραφούν στο εν λόγω πιστοποιητικό με διακριτικά σημεία, όπως ακριβώς είχαν αναγραφεί στις ληξιαρχικές πράξεις που είχαν εκδοθεί στο κράτος μέλος καταγωγής του, σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του τελευταίου αυτού κράτους, δεν αποτελεί, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, περιορισμό στην άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνονται με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ υπέρ όλων των πολιτών της Ένωσης.

 Επί της ενδεχόμενης δικαιολογήσεως περιορισμού στην άσκηση της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης

83      Στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η άρνηση τροποποιήσεως του κοινού επωνύμου των προσφευγόντων της κύριας δίκης αποτελεί περιορισμό του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τυχόν περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει αντικειμενικών λόγων και εφόσον τελεί σε αναλογία με τον θεμιτώς επιδιωκόμενο από το εθνικό δίκαιο σκοπό (βλ., ιδίως, προαναφερθείσες αποφάσεις Grunkin και Paul, σκέψη 29, καθώς και Sayn-Wittgenstein, σκέψη 81).

84      Κατά τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στο Δικαστήριο πολλές κυβερνήσεις, είναι θεμιτό τα κράτη μέλη να μπορούν να μεριμνούν για την προστασία της επίσημης γλώσσας του κράτους προκειμένου να διαφυλάττουν την εθνική ενότητα και να διατηρούν την κοινωνική συνοχή. Ειδικότερα, η Λιθουανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η λιθουανική γλώσσα αποτελεί συνταγματικό αγαθό που έχει σχέση με τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας, συμβάλλει στην κοινωνική ενσωμάτωση των πολιτών, αποτελεί δε έκφραση της εθνικής κυριαρχίας, του αδιαίρετου χαρακτήρα του κράτους καθώς και της χρηστής λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

85      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν αντιτίθενται στην άσκηση πολιτικής που αποβλέπει στην προάσπιση και προώθηση της γλώσσας κράτους μέλους η οποία είναι συγχρόνως εθνική γλώσσα και πρώτη επίσημη γλώσσα του (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1989, C-379/87, Groener, Συλλογή 1989, σ. 3967, σκέψη 19).

86      Πράγματι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυμορφίας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών, στην οποία περιλαμβάνεται και η προστασία της επίσημης εθνικής γλώσσας του κράτους.

87      Επομένως, ο επιδιωκόμενος μέσω εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, σκοπός ο οποίος συνίσταται στην προστασία της επίσημης γλώσσας του κράτους δια της υποχρεώσεως να τηρούνται οι κανόνες γραφής που έχουν καθιερωθεί για αυτή τη γλώσσα, αποτελεί, καταρχήν, θεμιτό σκοπό με βάση τον οποίο μπορούν να δικαιολογηθούν περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τη στάθμιση ενδεχόμενων θεμιτών συμφερόντων και των εν λόγω δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης.

88      Μέτρα περιοριστικά θεμελιώδους ελευθερίας, όπως αυτή που κατοχυρώνεται με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, μπορούν να δικαιολογηθούν από αντικειμενικούς λόγους, μόνον εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων στη διασφάλιση των οποίων αποσκοπούν και μόνο στο μέτρο που οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Sayn-Wittgenstein, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως, το επώνυμο ενός προσώπου αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του και της ιδιωτικής του ζωής, η προστασία των οποίων κατοχυρώνεται με το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

90      Επιπλέον, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης έχει αναγνωριστεί η σημασία της διασφαλίσεως της προστασίας της οικογενειακής ζωής των πολιτών της Ένωσης προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στην άσκηση των κατοχυρούμενων με τη Συνθήκη θεμελιωδών ελευθεριών (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri, Συλλογή 2004, σ. I-5257, σκέψη 98).

91      Μολονότι έχει καταδειχθεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η άρνηση τροποποιήσεως του κοινού επωνύμου ζεύγους πολιτών της Ένωσης προκαλεί στους δυο συζύγους ή/και στην οικογένειά τους σοβαρά μειονεκτήματα διοικητικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής φύσεως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει εάν με την άρνηση αυτή επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση των υφιστάμενων συμφερόντων ήτοι, αφενός, του δικαιώματος των προσφευγόντων της κύριας δίκης σε σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής και, αφετέρου, της θεμιτής προστασίας από το εμπλεκόμενο κράτος μέλος της επίσημης εθνικής του γλώσσας και των παραδόσεών του.

92      Όσον αφορά την τροποποίηση στο πιστοποιητικό γάμου του πολωνικού επωνύμου «Wardyn» σε «Vardyn», το δυσανάλογο της απορρίψεως από τη διεύθυνση αστικής καταστάσεως του Δήμου του Vilnius των αιτήσεων τροποποιήσεως που υπέβαλαν σχετικώς οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης μπορεί ενδεχομένως να συναχθεί από το γεγονός ότι η εν λόγω υπηρεσία μετέγραψε στο ίδιο πιστοποιητικό το ως άνω επώνυμο, όσον αφορά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, τηρώντας τους κανόνες της πολωνικής γραφής.

93      Διαπιστώνεται επιπλέον ότι, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, το επώνυμο και το όνομα των πολιτών των λοιπών κρατών μελών μπορούν να μεταγραφούν στη Λιθουανία με χρήση χαρακτήρων του λατινικού αλφαβήτου που δεν υπάρχουν στο λιθουανικό αλφάβητο. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι, στο πιστοποιητικό γάμου του, το επώνυμο του προσφεύγοντος της κύριας δίκης ξεκινά με το γράμμα «W», το οποίο δεν υπάρχει στο λιθουανικό αλφάβητο.

94      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τρίτο και τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι:

–        δεν αντίκειται στη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας το επώνυμο και τα ονόματα ενός προσώπου μεταγράφονται στις εκδιδόμενες σε αυτό το κράτος ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους αυτού, να τροποποιήσουν στο πιστοποιητικό γεννήσεως και στο πιστοποιητικό γάμου ενός από τους πολίτες του το επώνυμο και το όνομά του ακολουθώντας τους κανόνες γραφής που εφαρμόζονται σε άλλο κράτος μέλος·

–        δεν αντίκειται στη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης και κατ’ εφαρμογή της ίδιας ρυθμίσεως, να τροποποιήσουν το κοινό επώνυμο εγγάμου ζεύγους πολιτών της Ένωσης, όπως αυτό έχει καταχωριστεί στις ληξιαρχικές πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν στο κράτος μέλος καταγωγής του ενός από τους ως άνω πολίτες, σύμφωνα με τους κανόνες γραφής του κράτους αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η άρνηση αυτή δεν προκαλεί στους ως άνω πολίτες σοβαρά μειονεκτήματα διοικητικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής φύσεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει. Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, εναπόκειται επίσης στο δικαστήριο αυτό να ελέγξει εάν η άρνηση τροποποιήσεως είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων στη διασφάλιση των οποίων αποσκοπεί η σχετική εθνική ρύθμιση και εάν δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό·

–        δεν αντίκειται στη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης και κατ’ εφαρμογή της ίδιας ρυθμίσεως, να τροποποιήσουν το πιστοποιητικό γάμου πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, προκειμένου τα ονόματα του πολίτη αυτού να μεταγραφούν στο ως άνω πιστοποιητικό με χρήση των διακριτικών σημείων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την καταχώριση των ονομάτων του στις ληξιαρχικές πράξεις που εκδόθηκαν στο κράτος μέλος καταγωγής του και σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του τελευταίου αυτού κράτους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η ισχύουσα σε κράτος μέλος ρύθμιση δυνάμει της οποίας τα επώνυμα και τα ονόματα ενός προσώπου πρέπει να μεταγραφούν στις εκδιδόμενες στο κράτος αυτό ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του εν λόγω κράτους αφορά περίπτωση η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής.

2)      Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι:

–        δεν αντίκειται στη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας το επώνυμο και τα ονόματα ενός προσώπου μεταγράφονται στις εκδιδόμενες σε αυτό το κράτος ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους αυτού, να τροποποιήσουν στο πιστοποιητικό γεννήσεως και στο πιστοποιητικό γάμου ενός από τους πολίτες του το επώνυμο και το όνομά του ακολουθώντας τους κανόνες γραφής που εφαρμόζονται σε άλλο κράτος μέλος·

–        δεν αντίκειται στη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης και κατ’ εφαρμογή της ίδιας ρυθμίσεως, να τροποποιήσουν το κοινό επώνυμο εγγάμου ζεύγους πολιτών της Ένωσης, όπως αυτό έχει καταχωριστεί στις ληξιαρχικές πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν στο κράτος μέλος καταγωγής του ενός από τους ως άνω πολίτες, σύμφωνα με τους κανόνες γραφής του κράτους αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η άρνηση αυτή δεν προκαλεί στους ως άνω πολίτες σοβαρά μειονεκτήματα διοικητικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής φύσεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει. Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, εναπόκειται επίσης στο δικαστήριο αυτό να ελέγξει εάν η άρνηση τροποποιήσεως είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων στη διασφάλιση των οποίων αποσκοπεί η σχετική εθνική ρύθμιση και εάν δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό·

–        δεν αντίκειται στη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους να αρνηθούν υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης και κατ’ εφαρμογή της ίδιας ρυθμίσεως, να τροποποιήσουν το πιστοποιητικό γάμου πολίτη της Ένωσης ο οποίος έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, προκειμένου τα ονόματα του πολίτη αυτού να μεταγραφούν στο ως άνω πιστοποιητικό με χρήση των διακριτικών σημείων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την καταχώριση των ονομάτων του στις ληξιαρχικές πράξεις που εκδόθηκαν στο κράτος μέλος καταγωγής του και σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του τελευταίου αυτού κράτους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.