Language of document : ECLI:EU:C:2014:2380

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 18ης Νοεμβρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑146/13

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Προσφυγή ακυρώσεως — Θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας — Δημιουργία ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών — Κανονισμός (ΕΕ) 1257/2012 — Αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος — Έλλειψη νομικής βάσεως — Κατάχρηση εξουσίας — Αρχές της αυτοτέλειας και της ομοιομορφίας — Έλεγχος της νομιμότητας — Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης»





1.        Με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 1257/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών (2).

2.        Ο εν λόγω προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε μετά την απόφαση 2011/167/ΕΕ του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2011, για την έγκριση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών (3).

3.        Ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί μέρος της «δέσμης μέτρων για τα ενιαία διπλώματα ευρεσιτεχνίας» μαζί με τον κανονισμό (ΕΕ) 1260/2012 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών σε σχέση με τις εφαρμοστέες μεταφραστικές ρυθμίσεις (4), και με τη Συμφωνία για την ίδρυση Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, η οποία υπεγράφη την 19η Φεβρουαρίου 2013 (5).

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α       Το διεθνές δίκαιο

1.      Η Σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

4.        Το άρθρο 2 της Συμβάσεως για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (Σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας), η οποία υπεγράφη στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973 και άρχισε να ισχύει στις 7 Οκτωβρίου 1977 (6), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας», ορίζει:

«(1)      Τα διπλώματα που χορηγούνται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, ονομάζονται ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

(2)      Σε κάθε ένα συμβαλλόμενο κράτος για το οποίο έχει χορηγηθεί, το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει την ίδια ισχύ και υπόκειται στο ίδιο καθεστώς, με ένα εθνικό δίπλωμα που απονεμήθηκε στο κράτος αυτό, εκτός αν ορίζει διαφορετικά η Σύμβαση αυτή.»

5.        Το άρθρο 142 της ΣΕΔΕ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας», ορίζει:

«(1)      Ομάδα συμβαλλόμενων Κρατών που αποφάσισε, με ειδική συμφωνία, ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας που θα χορηγούνται για τα κράτη αυτά θα έχουν ενιαίο χαρακτήρα στο σύνολο του εδάφους τους μπορεί να προβλέψει ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας μπορεί να χορηγούνται μόνο από κοινού για όλα τα κράτη.

(2)      Οι διατάξεις του μέρους αυτού εφαρμόζονται όταν η ομάδα των συμβαλλομένων κρατών χρησιμοποίησε το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1.»

2.      Η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ

6.        Η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ προβλέπει στο άρθρο της 23:

«Οι πράξεις του [Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (7)] αποδίδονται απευθείας σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος μέλος χωριστά, μεταξύ άλλων για τους σκοπούς των άρθρων [258 ΣΛΕΕ έως 260 ΣΛΕΕ], και σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη συλλογικά.»

7.        Το άρθρο 89, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ ορίζει:

«Η παρούσα Συμφωνία τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014 ή την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα από την κατάθεση του δέκατου τρίτου εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 84, συμπεριλαμβανομένων των τριών κρατών μελών τα οποία είχαν τον μεγαλύτερο αριθμό ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας εν ισχύι κατά το έτος πριν από το έτος υπογραφής της Συμφωνίας ή την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα από την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (8) όσον αφορά τη σχέση του με την παρούσα Συμφωνία, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη.»

 Β       Το δίκαιο της Ένωσης

8.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 24 και 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι διατυπωμένες ως εξής:

«(24) Η δικαιοδοσία για τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας με ενιαία ισχύ [(9)] θα πρέπει να συσταθεί και να διέπεται από πράξη σχετική με τη σύσταση ενιαίου συστήματος επίλυσης των διαφορών για τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα [ΕΔΕΕΙ].

(25)      Η σύσταση ενός [ΕΔΔΕ] που θα εκδικάζει υποθέσεις που αφορούν το [ΕΔΕΕΙ] έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του διπλώματος αυτού, η συνοχή της νομολογίας και, ως εκ τούτου, η ασφάλεια δικαίου και η αποτελεσματικότητα κόστους για τους δικαιούχους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Είναι συνεπώς ύψιστης σημασίας να επικυρώσουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη τη σύμβαση για ένα [ΕΔΔΕ] σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες τους και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου το δικαστήριο αυτό να ξεκινήσει τις εργασίες του το ταχύτερο δυνατόν.»

9.        Σύμφωνα με το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει την ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών και αποτελεί ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 142 της ΣΕΔΕ.

10.      Το άρθρο 2, στοιχεία α΄ έως γ΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      “συμμετέχον κράτος μέλος”: κράτος μέλος το οποίο συμμετέχει, σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών, δυνάμει της [αποφάσεως για ενισχυμένη συνεργασία] ή δυνάμει απόφασης η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο του άρθρου 331, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], κατά την υποβολή της αίτησης ενιαίας ισχύος η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9·

β)      “ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας”: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας [(10)] βάσει των κανόνων και των διαδικασιών που θεσπίζονται στη ΣΕΔΕ∙

γ)      “ΕΔΕΕΙ”: ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με ενιαία ισχύ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος κανονισμού».

11.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγείται με το ίδιο σύνολο αξιώσεων σε σχέση με όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διαθέτει ενιαία ισχύ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι η ενιαία ισχύς του καταχωρίζεται στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών.

Το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγήθηκε με διαφορετικά σύνολα αξιώσεων για διαφορετικά συμμετέχοντα κράτη μέλη δεν διαθέτει ενιαία ισχύ.»

12.      Για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού:

«1.      Το [ΕΔΕΕΙ] παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να εμποδίζει οποιονδήποτε τρίτο από την τέλεση πράξεων έναντι των οποίων το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία στις επικράτειες των συμμετεχόντων κρατών μελών στα οποία έχει ενιαία ισχύ, υπό την αίρεση ισχυόντων περιορισμών.

2.      Το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αυτού και οι περιορισμοί του είναι ομοιόμορφοι σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στα οποία το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει ενιαία ισχύ.»

13.      Το άρθρο 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει:

«1.      Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 143 της ΣΕΔΕ αναθέτουν στο ΕΓΔΕ τα ακόλουθα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται σε συμφωνία προς τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΓΔΕ:

α)      τη διαχείριση αιτημάτων ενιαίας ισχύος από δικαιούχους ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας·

β)      την ένταξη του μητρώου για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών εντός του ευρωπαϊκού μητρώου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τη διαχείριση του μητρώου για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών·

γ)      την παραλαβή και την καταχώριση δηλώσεων για την παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 8, την απόσυρσή τους και τους όρους παραχώρησης αδειών εκμετάλλευσης που προβλέφθηκαν σε διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης από τον δικαιούχο του [ΕΔΕΕΙ]·

δ)      τη δημοσίευση των μεταφράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 του κανονισμού […] 1260/2012 κατά τη μεταβατική περίοδο που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο·

ε)      την είσπραξη και τη διαχείριση των τελών ανανέωσης για τα [ΕΔΕΕΙ], σε σχέση με τα έτη που έπονται του έτους κατά το οποίο το [Δ]ελτίο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αναφέρει ότι χορηγήθηκε το εν λόγω δίπλωμα· την είσπραξη και τη διαχείριση πρόσθετων τελών για την καθυστερημένη πληρωμή τελών ανανέωσης, όπου η καθυστερημένη πληρωμή γίνεται εντός έξι μηνών από την ημερομηνία οφειλής καθώς και την κατανομή μέρους των εισπραχθέντων τελών ανανέωσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη·

στ)      τη διαχείριση ενός καθεστώτος αποζημίωσης για την επιστροφή των μεταφραστικών δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κανονισμού […] 1260/2012∙

ζ)      τη διασφάλιση ότι τα αιτήματα ενιαίας ισχύος από τον δικαιούχο του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας η οποία ορίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, της ΣΕΔΕ το αργότερο έναν μήνα μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της χορήγησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο [Δ]ελτίο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας· και

η)      τη διασφάλιση ότι η ενιαία ισχύς αναφέρεται στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών, στο οποίο υποβάλλεται αίτημα ενιαίας ισχύος και ότι, κατά τη μεταβατική περίοδο η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού […] 1260/2012, συνυποβάλλονται οι μεταφράσεις που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, καθώς και ότι το ΕΓΔΕ ενημερώνεται για όλους τους περιορισμούς, τις άδειες εκμετάλλευσης, τις μεταβιβάσεις ή τις ανακλήσεις των [ΕΔΕΕΙ].

2.      Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, κατά την εκπλήρωση των διεθνών τους υποχρεώσεων που ανέλαβαν στο πλαίσιο της ΣΕΔΕ, διασφαλίζουν την τήρηση του παρόντος κανονισμού και συνεργάζονται για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Υπό την ιδιότητά τους ως συμβαλλόμενων κρατών της ΣΕΔΕ, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη διακυβέρνηση και την εποπτεία των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καθώς και τον καθορισμό του ύψους των τελών ανανέωσης σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού και την κατανομή των τελών ανανέωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού.

Για τον σκοπό αυτό, συστήνουν μια ειδική επιτροπή στο πλαίσιο του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας ([στο εξής:] ειδική επιτροπή) κατά την έννοια του άρθρου 145 της ΣΕΔΕ.

Η ειδική επιτροπή απαρτίζεται από τους εκπροσώπους των συμμετεχόντων κρατών μελών και από ένα εκπρόσωπο της Επιτροπής ως παρατηρητή καθώς και τους αναπληρωτές τους που τους εκπροσωπούν σε περίπτωση απουσίας. Τα μέλη της ειδικής επιτροπής μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

Η ειδική επιτροπή αποφασίζει λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη θέση της Επιτροπής και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 35, παράγραφος 2, της ΣΕΔΕ.

3.      Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διασφαλίζουν αποτελεσματική έννομη προστασία ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους ή περισσότερων συμμετεχόντων κρατών μελών κατά των αποφάσεων του ΕΓΔΕ οι οποίες λαμβάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.»

14.      Το άρθρο 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.      Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014 ή την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης για το [ΕΔΔΕ], αναλόγως του ποια από τις ημερομηνίες αυτές είναι η τελευταία.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η ενιαία ισχύς του οποίου έχει καταχωρισθεί στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών, διαθέτει ενιαία ισχύ μόνο σε εκείνα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στα οποία το [ΕΔΔΕ] διαθέτει την ημερομηνία της καταχώρισης αποκλειστική αρμοδιότητα για τα [ΕΔΕΕΙ].

3.      Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή την εκ μέρους του επικύρωση της συμφωνίας κατά τον χρόνο κατάθεσης των κυρωτικών του εγγράφων. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας και έναν κατάλογο των κρατών μελών που έχουν επικυρώσει τη σύμβαση κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η Επιτροπή επικαιροποιεί στη συνέχεια τακτικά τον κατάλογο των συμμετεχόντων κρατών μελών που έχουν επικυρώσει τη σύμβαση [για το ΕΔΔΕ] και δημοσιεύει τον επικαιροποιημένο κατάλογο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.      Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη θέσπιση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 9 το αργότερο έως την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

5.      Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος διασφαλίζει τη θέσπιση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, έως την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή, στην περίπτωση ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο το [ΕΔΔΕ] δεν διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για τα [ΕΔΕΕΙ] κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, έως την ημερομηνία από την οποία το [ΕΔΔΕ] διαθέτει τη σχετική αποκλειστική αρμοδιότητα στο εν λόγω συμμετέχον κράτος μέλος.

6.      Το καθεστώς ενιαίας προστασίας των ευρεσιτεχνιών μπορεί να ζητηθεί για κάθε ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο χορηγείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.»

II – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

15.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2013, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16.      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 επετράπη στο Βασίλειο του Βελγίου, στην Τσεχική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στην Ουγγαρία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στο Βασίλειο της Σουηδίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και στην Επιτροπή να παρέμβουν υπέρ των αιτημάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

17.      Με εξαίρεση το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν όλοι οι ανωτέρω παρεμβαίνοντες.

18.      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει νομικά ανυπόστατο τον προσβαλλόμενο κανονισμό ή, επικουρικώς, να τον ακυρώσει στο σύνολό του∙

–        επικουρικότερα να ακυρώσει:

–        το άρθρο 9, παράγραφος 1, στο σύνολό της, και παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατ’ αποδοχήν του πέμπτου λόγου ακυρώσεως και

–        το άρθρο 18, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο σύνολό της, καθώς και όλες τις περιλαμβανόμενες στον εν λόγω κανονισμό παραπομπές στο ΕΔΔΕ, ως δικαιοδοτικό όργανο για το ΕΔΕΕΙ και ως πηγή του δικαίου του ΕΔEΕI, και

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

19.      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

III – Επί της προσφυγής

20.      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει επτά κύριους λόγους ακυρώσεως.

21.      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την προσβολή των αξιών του κράτους δικαίου, όπως αυτές διατυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός στηρίζει την προστασία που παρέχει στο ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ενώ η διοικητική διαδικασία χορηγήσεως του εν λόγω διπλώματος δεν υπόκειται σε κανενός είδους δικαστικό έλεγχο ο οποίος θα επέτρεπε να διασφαλισθεί η ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, καθώς και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

22.      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά την έλλειψη νομικής βάσεως. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 118 ΣΛΕΕ δεν αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεδομένου ότι δεν θεσπίζει μέτρα που διασφαλίζοντα την ενιαία προστασία την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

23.      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από κατάχρηση εξουσίας. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπέπεσαν σε κατάχρηση εξουσίας, κατά το μέτρο που ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντιβαίνει προς τον σκοπό της ενισχυμένης συνεργασίας που θεσπίζεται με το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

24.      Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά την παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί κυρίως την αρμοδιότητα που έχει απονεμηθεί στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, τα οποία ενεργούν στο πλαίσιο της ειδικής επιτροπής, να καθορίζουν τέλη ανανεώσεως και το σύστημα κατανομής τους. Ισχυρίζεται ότι το άρθρο 291 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει στον νομοθέτη της Ένωσης να αναθέσει στα συμμετέχοντα κράτη μέλη μια τέτοια αρμοδιότητα. Επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλείται την παραβίαση των αρχών που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (11) κατά το μέτρο που η μεταβίβαση εξουσιών δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθεσε η εν λόγω απόφαση. Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την παραβίαση των ίδιων αρχών που διατυπώνει η προμνησθείσα απόφαση, αυτός βασίζεται στο γεγονός ότι, βάσει του άρθρου του 9, παράγραφος 1, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αναθέτει στο ΕΓΔΕ ορισμένα διοικητικά καθήκοντα που συνδέονται με το ΕΔΕΕΙ. Το Βασίλειο της Ισπανίας διατείνεται ότι οι μεταβιβασθείσες εξουσίες συνεπάγονται ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ενώ οι πράξεις του ΕΓΔΕ δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

25.      Ο έκτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αντλούνται από την παραβίαση των αρχών της αυτοτέλειας και της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης. Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι εθίγησαν οι αρμοδιότητες της Ένωσης και των θεσμικών της οργάνων, δεδομένου ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού εξαρτά την εφαρμογή του από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, κατά το μέτρο που η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2014, τονίζοντας ότι το ειδικό δικαιοδοτικό καθεστώς για το ΕΔΕΕΙ προβλέπεται στην ανωτέρω Συμφωνία και όχι στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

26.      Επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί τη μερική ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, όπως αναφέρεται στο σημείο 18 των προτάσεών μου.

 Α       Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από την προσβολή των αξιών του κράτους δικαίου

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

27.      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί, επειδή αντιβαίνει προς τις αξίες του κράτους δικαίου, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 ΣΕΕ, δεδομένου ότι θεσπίζει ρύθμιση η οποία βασίζεται σε τίτλο εκδοθέντα από το ΕΓΔΕ, οι πράξεις του οποίου δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

28.      Κατά το προσφεύγον κράτος μέλος, όλη η διοικητική διαδικασία χορηγήσεως του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν υπόκειται σε κανένα δικαστικό έλεγχο, ο οποίος θα διασφάλιζε την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, καθώς και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

29.      Υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν ο προσβαλλόμενος κανονισμός να ενσωματώνει στην έννομη τάξη της Ένωσης πράξεις προερχόμενες από ένα διεθνές όργανο το οποίο δεν διέπεται από τις προαναφερθείσες αρχές. Αφενός, τα συμβούλια προσφυγών και το Ανώτατο Συμβούλιο Προσφυγών είναι όργανα τα οποία δημιουργήθηκαν εντός του ΕΓΔΕ και τα οποία δεν είναι ανεξάρτητα έναντι αυτού και, αφετέρου, οι αποφάσεις τους δεν υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου.

30.      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο διατείνονται ότι το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών, το οποίο παρέχει το σύστημα που έχει θεσπισθεί, είναι συμβατό προς τις αρχές του κράτους δικαίου.

31.      Το Κοινοβούλιο τονίζει ότι το κύρος, η ακυρότητα ή η προσβολή του ενιαίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας υπόκεινται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, στον δικαστικό έλεγχο του ΕΔΔΕ, ότι οι διοικητικές αποφάσεις του ΕΓΔΕ σχετικά με τη χορήγηση ενός ΕΔΕΕΙ μπορεί να αμφισβητηθούν ενώπιον διαφόρων οργάνων του ΕΓΔΕ∙ ότι το επίπεδο προστασίας των ιδιωτών στο πλαίσιο της ΣΕΔΕ κρίθηκε αποδεκτό από όλα τα κράτη μέλη τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω Συμβάσεως και ότι ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων του ΕΓΔΕ στο πλαίσιο των διοικητικών του καθηκόντων, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού, προβλέπεται στην παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής.

32.       Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το σύστημα που θέσπισε η ΣΕΔΕ είναι συμβατό προς το θεμελιώδες δικαίωμα ένδικης προστασίας. Μολονότι, βεβαίως, o Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (12) απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας, συμπεριλαμβανομένης και της ετεροδικίας ως προς την εκτέλεση αποφάσεων, εντούτοις η ετεροδικία αυτή μπορεί να αρθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ο οργανισμός αυτός μπορεί να συνάψει με ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη συμπληρωματικές διεθνείς συμφωνίες με σκοπό την εφαρμογή των διατάξεων περί ετεροδικίας. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένας λόγος ο οποίος να εμποδίζει τον εν λόγω οργανισμό να διευκρινίσει, με διεθνή συμφωνία, ότι οι αποφάσεις του υπόκεινται στον έλεγχο ενός δικαιοδοτικού οργάνου.

33.      Στη συνέχεια, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι το ζήτημα του συμβατού της ετεροδικίας των διεθνών οργανισμών προς το δικαίωμα ένδικης προστασίας έχει εξετασθεί σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναγνωρίσει το συμβατό της ετεροδικίας των διεθνών οργανισμών προς το θεμελιώδες δικαίωμα ένδικης προστασίας, εφόσον οι πολίτες διαθέτουν άλλες, εύλογες δυνατότητες αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων τους, τα οποία εγγυάται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (13). Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Η ανεξαρτησία και ο δικαιοδοτικός χαρακτήρας των συμβουλίων προσφυγών και του Ανωτάτου Συμβουλίου Προσφυγών επιβεβαιώθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (14), ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του ΕΓΔΕ στο σύνολό της είναι ισάξια με τους κανόνες προστασίας τους οποίους εγγυάται το Γερμανικό Σύνταγμα.

34.      Οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν με τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ωστόσο, και πρωτίστως, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής, κατά το μέτρο που σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν είναι να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως ή εγκυρότητας ενός ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ούτε έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να ενσωματώσει τις πράξεις του ΕΓΔΕ ή το σύστημα της ΣΕΔΕ στην έννομη τάξη της Ένωσης. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κύρους του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι μόνες πράξεις του ΕΓΔΕ που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι οι πράξεις που συνδέονται με την αναγνώριση της ενιαίας ισχύος του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, οι οποίες είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης ενόψει του δικαστικού ελέγχου από το ΕΔΔΕ. Εν πάση περιπτώσει, τα προαναφερθέντα κράτη μέλη συμφωνούν με τους λόγους τους οποίους επικαλείται το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για να αποδείξει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα διασφαλίζονται με ικανοποιητικό τρόπο στο πλαίσιο της ΣΕΔΕ.

2.      Η εκτίμησή μου

35.      Καταρχάς, επισημαίνω ότι το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή τόνισαν την αοριστία του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος δεν βασίζεται σε προσβολή συγκεκριμένου θεμελιώδους δικαιώματος αλλά σε υποτιθέμενη παραβίαση των αξιών της Ένωσης.

36.      Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου των νομοθετικών πράξεων, είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεύτερο εδάφιο, να αποφαίνεται, μεταξύ άλλων, επί προσφυγών που ασκούνται λόγω παραβάσεως οποιουδήποτε κανόνα δικαίου, σχετικού με την εφαρμογή των Συνθηκών.

37.      Μολονότι οι διάδικοι δεν δύνανται να επικαλεσθούν ευθέως την έννοια του κράτους δικαίου, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, με σκοπό την ακύρωση πράξεως της Ένωσης, εντούτοις, θα ήταν δύσκολο να μην αναγνωρισθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να θεωρήσει την αρχή του κράτους δικαίου, ως δικαιικό κανόνα, την εφαρμογή του οποίου μπορεί να ελέγξει (15), κατά μείζονα λόγο όταν το Βασίλειο της Ισπανίας αναφέρεται, στο δικόγραφο της προσφυγής του, στην αρχή της απαγορεύσεως της αυθαιρεσίας, στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, καθώς και στη τήρηση και την ομοιομορφία της εφαρμογής των ρυθμίσεων της Ένωσης (16).

38.      Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει έναν τέτοιο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται υπό το πρίσμα της προσβολής των αξιών του κράτους δικαίου.

39.      Εντούτοις, όπως και το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας, φρονώ ότι αυτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος βασίζεται στον ισχυρισμό ότι το καθεστώς χορηγήσεως των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αντιβαίνει προς το άρθρο 2 ΣΕΕ, είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι δεν θίγει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού.

40.      Αφενός, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη στην επιλογή να αποδεχθεί τους κανόνες χορηγήσεως του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο και, αφετέρου, το αντικείμενο του εν λόγω κανονισμού είναι πολύ συγκεκριμένο.

 α)     Η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης

41.      Η αποδοχή των κανόνων της ΣΕΔΕ που αφορούν τη χορήγηση του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας εντάσσεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας και αποτελεί ορθολογική επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης.

42.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, έχει αναγνωρισθεί στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του και εντός των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις (17).

43.      Τα θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας, και ιδίως τα θέματα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, συμπεριλαμβάνονται στους προμνησθέντες τομείς.

44.      Υπενθυμίζω ότι, ήδη από την αρχή της διαδικασίας εναρμονίσεως της νομοθεσίας για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε πάντα την πρόθεση να θεσπίσει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της Ένωσης βάσει του συστήματος της ΣΕΔΕ και του υπάρχοντος διπλώματος ευρεσιτεχνίας (18).

45.      Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να αποκλείσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ως βάση το σύστημα της ΣΕΔΕ στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας. Ειδικότερα, ένα τέτοιο σύστημα έχει το πλεονέκτημα ότι ήδη λειτουργεί και έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του, η οποία χαρακτηρίζεται από ποιότητα και υψηλό βαθμό ειδικών τεχνικών γνώσεων και εμπειρίας στον συγκεκριμένο τομέα. Επιπλέον, οι κανόνες του συστήματος αυτού είναι δεσμευτικοί για όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της ΣΕΔΕ και, όπως τονίζει το Συμβούλιο, τα κράτη μέλη δεν θεώρησαν ποτέ ότι οι συνέπειες που παρήγαγαν οι αποφάσεις του ΕΓΔΕ σχετικά με τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συνιστούσαν προσβολή των συνταγματικών τους αρχών.

46.      Εξάλλου, σκοπός της αποφάσεως για ενισχυμένη συνεργασία, κατά της οποίας, υπενθυμίζω, ότι ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν δύο προσφυγές ακυρώσεως εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας, είναι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική της σκέψη 7, η δημιουργία ενιαίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το οποίο θα παρέχει ομοιόμορφη προστασία στο σύνολο των επικρατειών των συμμετεχόντων κρατών μελών και «θα χορηγείται για όλα αυτά τα κράτη μέλη από το [ΕΓΔΕ]».

47.      Το Βασίλειο της Ισπανίας αναγνωρίζει τις διάφορες επιλογές τις οποίες είχε στη διάθεσή του ο νομοθέτης της Ένωσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του (19) και δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την επιλογή του αυτή καθ’ εαυτήν. Εντούτοις φρονεί ότι «ενσωματώνοντας» στο δίκαιο της Ένωσης ένα διεθνές σύστημα στο πλαίσιο του οποίου δεν επιβάλλονται οι συνταγματικές αρχές των Συνθηκών, ο προσβαλλόμενος κανονισμός προσβάλλει τις αρχές του κράτους δικαίου.

48.      Φρονώ ότι η ανάλυση αυτή είναι εσφαλμένη, ενόψει του ίδιου του αντικειμένου του προσβαλλόμενου κανονισμού.

 β)     Το αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού

49.      Υπενθυμίζω ότι, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο εν λόγω κανονισμός αποτελεί ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 142 της ΣΕΔΕ (20), βάσει του οποίου «ομάδα συμβαλλομένων κρατών που αποφάσισε, με ειδική συμφωνία, ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας που θα χορηγούνται για τα κράτη αυτά θα έχουν ενιαίο χαρακτήρα στο σύνολο του εδάφους τους, μπορεί να προβλέψει ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας μπορεί να χορηγούνται μόνο από κοινού για όλα τα κράτη».

50.      Ο νομοθέτης της Ένωσης είχε όντως την πρόθεση να βασισθεί, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο σύστημα χορηγήσεως του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας του ΕΓΔΕ, χωρίς όμως να το ενσωματώσει στον εν λόγω κανονισμό. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο σκοπός του κανονισμού αυτού επιτρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν τίθεται θέμα θεσπίσεως των προϋποθέσεων χορηγήσεως και εγκυρότητας του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ούτε να προβλέψει, προς τον σκοπό αυτόν, ένα σύστημα παρόμοιο με το σύστημα που έχει θεσπισθεί για τον έλεγχο των αποφάσεων του ΕΓΔΕ ως προς τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού.

51.      Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός ακυρωθεί, οι όροι χορηγήσεως ή εγκυρότητας του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν θα εθίγοντο από αυτήν την ενδεχόμενη ακύρωση.

52.      Θεωρώ ότι μοναδικός σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι να καθορίσει το πλαίσιο αναγνωρίσεως της ενιαίας ισχύος των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που έχουν ήδη χορηγηθεί σύμφωνα με τους κανόνες του ΕΓΔΕ.

53.      Όπως παρατηρούν το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας, ο νομοθέτης της Ένωσης περιορίστηκε μόνο να αναφέρει τα χαρακτηριστικά, τις προϋποθέσεις υλοποιήσεως και τα αποτελέσματα της ενιαίας προστασίας. Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας εξέφρασε την ίδια άποψη στο σημείο 20 του δικογράφου της προσφυγής του.

54.      Συναφώς, παραπέμπω στο κείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο δεν δημιουργεί καμία αμφιβολία ως προς το θέμα αυτό.

55.      Συγκεκριμένα, η διατύπωση του τίτλου του εν λόγω κανονισμού δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, εφόσον αναφέρει ότι πρόκειται «για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών» (21).

56.      Επιπλέον, το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», διευκρινίζει, στην παράγραφό του 1, ότι ο κανονισμός αυτός «θεσπίζει την ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση [ενισχυμένης συνεργασίας]» (22).

57.      Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού αυτού υποδεικνύει το χρονικό σημείο μετά το οποίο θα αρχίσει η ενιαία ισχύς, διευκρινίζοντας ότι «το καθεστώς ενιαίας προστασίας των ευρεσιτεχνιών θα πρέπει να επιτευχθεί παρέχοντας ενιαία ισχύ στα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας στο στάδιο μετά τη χορήγησή τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού» (23). Η διατύπωση δε αυτή σημαίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, να καλύψει μόνο τη φάση μετά τη χορήγηση του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Η παρέμβασή του στην εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας αρχίζει κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο της επιτεύξεως του ενιαίου καθεστώτος προστασίας.

58.      Το ενιαίο καθεστώς προστασίας το οποίο οργανώνει ο προσβαλλόμενος κανονισμός αρχίζει να ισχύει μόνο μετά τη χορήγηση του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και για τη χρονική διάρκεια κατά την οποία το εν λόγω δίπλωμα είναι σε ισχύ. Επομένως, ο κανονισμός περιορίζεται να αποδώσει στα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας μια επιπλέον ιδιότητα, ήτοι το ενιαίο καθεστώς προστασίας, χωρίς να επηρεάσει τη διαδικασία που διέπεται από τη ΣΕΔΕ (24), την οποία τα κράτη μέλη της Ένωσης οφείλουν να τηρούν, ως συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω Συμβάσεως.

59.      Η παρεχόμενη προστασία δεν διέπεται πλέον από το εθνικό δίκαιο των διαφόρων κρατών μελών, όπως ορίζει το άρθρο 64 της ΣΕΔΕ, αλλά από τις διατάξεις περί ενιαίας εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού.

60.      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός παρέχει τον ορισμό του ΕΔΕΕΙ, καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του, τα δικαιώματα τα οποία παρέχει και το πεδίο εφαρμογής τους. Περιλαμβάνει επίσης οικονομικής φύσεως διατάξεις σχετικά με τα τέλη που πρέπει να καταβληθούν για το ΕΔEΕΙ, καθώς και θεσμικής φύσεως διατάξεις, όσον αφορά τη διαχείρισή του, οι οποίες καθορίζουν τα διοικητικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο ΕΓΔΕ, οι αποφάσεις του οποίου είναι, εν προκειμένω, οι μόνες πράξεις οι οποίες δύνανται να αμφισβητηθούν στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της νομιμότητας του προσβαλλόμενου κανονισμού.

61.      Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει, ως αλυσιτελή, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, εφόσον η νομιμότητα αυτή δεν εξαρτάται από το συμβατό, προς το δίκαιο της Ένωσης, των αποφάσεων του ΕΓΔΕ σχετικά με τη χορήγηση των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

 Β —      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από τo ανυπόστατο του προσβαλλόμενου κανονισμού λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

62.      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι το άρθρο 118 ΣΛΕΕ δεν συνιστά την προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και ότι ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να θεωρηθεί ως ανυπόστατος.

63.      Υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός στερείται οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι δεν καθορίζει έναντι ποίων πράξεων παρέχει προστασία το ΕΔΕΕΙ. Συνεπώς, το αντικείμενο και ο σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν αντιστοιχεί στη νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται.

64.      Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η αναφορά στην εθνική νομοθεσία των συμμετεχόντων κρατών μελών βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν παρέχει ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας της Ένωσης και δεν προβλέπει την προς τον σκοπό αυτόν προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών.

65.      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι το άρθρο 118 ΣΛΕΕ συνιστά την προσήκουσα νομική βάση. Η διάταξη αυτή, η οποία επιτρέπει τη θέσπιση μέτρων για τη δημιουργία ευρωπαϊκών τίτλων, ώστε να εξασφαλισθεί ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Ένωσης, και για τη δημιουργία κεντρικών καθεστώτων έγκρισης, συντονισμού και ελέγχου στο επίπεδο της Ένωσης, δεν απαιτεί πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών, εφόσον δημιουργείται ένας τίτλος διανοητικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας ο οποίος παρέχει ενιαία προστασία εντός των συμμετεχόντων κρατών μελών.

66.      Ενόψει του αντικείμενου και του περιεχομένου του, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πληροί την προαναφερθείσα προϋπόθεση, εφόσον δημιουργεί το ΕΔEΕΙ, το οποίο παρέχει ενιαία προστασία στις επικράτειες των συμμετεχόντων κρατών μελών και καθορίζει τα χαρακτηριστικά του, καθώς και το περιεχόμενο και τα αποτελέσματά του.

67.      Όλοι οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν με τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ενώ το Βασίλειο των Κάτω Χωρών τονίζει, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο ήδη έκρινε, με την απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (25), ότι το άρθρο 118 ΣΛΕΕ συνιστά την προσήκουσα νομική βάση για την υλοποίηση της ενιαίας ισχύος του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

2.      Η εκτίμησή μου

68.      Το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί ότι το άρθρο 118 ΣΛΕΕ δεν αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση για τη θέσπιση του προσβαλλόμενου κανονισμού, επειδή θεωρεί ότι ο κανονισμός αυτός συνιστά νομοθέτημα χωρίς περιεχόμενο, του οποίου ο τελικός σκοπός είναι να ασκούνται από έναν διεθνή οργανισμό οι αρμοδιότητες που έχουν απονεμηθεί στην Ένωση, ενώ η αναφορά στις εθνικές νομοθεσίες δεν εγγυάται ενιαία προστασία εντός της Ένωσης.

69.      Δεν συμμερίζομαι την ανάλυση αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

70.      Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, «η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως» (26).

71.      Όσον αφορά το αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, υπενθυμίζω ότι είναι η παροχή ενιαίας προστασίας στις επικράτειες όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών (27).

72.      Τούτο προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι «[ένα] [ΕΔΕΕΙ] έχει ενιαίο χαρακτήρα και [ότι] παρέχει ενιαία προστασία και παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη».

73.      Η προστασία αυτή συνιστά πραγματική προσφορά στην επίτευξη ομοιομορφίας, και, συνεπώς, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, σε σύγκριση με την κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων της ΣΕΔΕ, οι οποίοι εξασφαλίζουν, εντός ενός εκάστου των συμβαλλόμενων στη ΣΕΔΕ κρατών, προστασία της οποίας το περιεχόμενο ορίζεται από το εθνικό δίκαιο (28).

74.      Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 1, της ΣΕΔΕ, τα αποτελέσματα του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία «καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη για τα οποία χορηγήθηκε». Συνεπώς, ο δικαιούχος ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει την καταχώριση του διπλώματος του σε καθένα από τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της ΣΕΔΕ, εντός των οποίων ζητεί να απολαύει προστασίας.

75.      Αυτό σήμαινε ότι, για την ίδια παραβίαση η οποία διεπράχθη σε πολλά κράτη μέλη, υπήρχαν αντίστοιχες διαδικασίες και διαφορετικά δίκαια που εφαρμόζονταν για την επίλυση της διαφοράς, αυτή δε η κατάσταση συνεπαγόταν σημαντική έλλειψη ασφάλειας δικαίου.

76.      Όσον αφορά το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν συμμερίζομαι την ανάλυση του Βασιλείου της Ισπανίας, το οποίο υποστηρίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός παραμένει κενό γράμμα, εφόσον οι διατάξεις τις οποίες προβλέπει είναι ανεπαρκείς και ο νομοθέτης της Ένωσης ασκεί συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη.

77.      Αφενός, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει του όρους αναγνωρίσεως της ενιαίας ισχύος, διευκρινίζοντας ότι το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας διαθέτει την ενιαία αυτήν ισχύ, εάν χορηγείται με το ίδιο σύνολο αξιώσεων για όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και εάν έχει καταχωρισθεί στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών.

78.      Το άρθρο 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού αφορά την ημερομηνία παραγωγής αποτελεσμάτων του ΕΔΕΕΙ, ήτοι την ημερομηνία δημοσιεύσεως από το ΕΓΔΕ της ανακοινώσεως της χορηγήσεως του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο Δελτίο Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, ώστε το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας θεωρείται ότι δεν παράγει πλέον αποτελέσματα ως εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην επικράτειά τους από την προμνησθείσα ημερομηνία.

79.      Όσον αφορά το άρθρο 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο αφορά την ενιαία προστασία, καθορίζει τα αποτελέσματα του ενιαίου χαρακτήρα και τον τρόπο διασφαλίσεως της ενιαίας προστασίας σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

80.      Στην παράγραφό του 1, το άρθρο αυτό ορίζει ότι το ΕΔΕΕΙ παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να εμποδίζει οποιονδήποτε τρίτο από την τέλεση πράξεων έναντι των οποίων το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία στις επικράτειες των συμμετεχόντων κρατών μελών στα οποία έχει ενιαία ισχύ, υπό την αίρεση ισχυόντων περιορισμών.

81.      Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αυτού και οι περιορισμοί του ισχύουν ενιαία σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στα οποία το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει ενιαία ισχύ.

82.      Εξάλλου, υπενθυμίζω ότι, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το άρθρο 118 ΣΛΕΕ παρέχει την προσήκουσα νομική βάση για τη δημιουργία τίτλων διανοητικής ιδιοκτησίας και αποβλέπει ρητά στην εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τομέας ο οποίος εμπίπτει στις συντρέχουσες αρμοδιότητες μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (29).

83.      Όταν οι Συνθήκες απονέμουν στην Ένωση συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένο τομέα, η Ένωση και τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτό. Αυτό προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει επίσης ότι «τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της».

84.      Εξάλλου, το άρθρο 118 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης «[θεσπίζει] μέτρα για τη δημιουργία ευρωπαϊκών τίτλων, ώστε να εξασφαλισθεί ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Ένωσης και για τη δημιουργία κεντρικών καθεστώτων έγκρισης, συντονισμού και ελέγχου στο επίπεδο της Ένωσης» (30).

85.      Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι αρμοδιότητες που απονέμει το άρθρο 118 ΣΛΕΕ ασκούνται στο πλαίσιο της εφαρμογής της ενισχυμένης συνεργασίας και ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, δυνάμει των ευρέων περιθωρίων εκτιμήσεως που διαθέτει, επέλεξε, για τους σκοπούς της εφαρμογής της εν λόγω συνεργασίας, να κάνει χρήση πλειόνων νομικών πράξεων εκδιδόμενων τόσο βάσει του διεθνούς δικαίου όσο και του δικαίου της Ένωσης και των εθνικών δικαίων, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί το Βασίλειο της Ισπανίας.

86.      Φρονώ ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης παρέπεμψε στο εθνικό δίκαιο προβλέποντας στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του προσβαλλόμενου κανονισμού σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού ότι οι πράξεις έναντι των οποίων το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία και οι ισχύοντες περιορισμοί είναι οι καθοριζόμενοι από τη νομοθεσία που ισχύει για τα ΕΔΕΕΙ στο συμμετέχον κράτος μέλος του οποίου η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται στο ΕΔΕΕΙ ως αντικείμενο ιδιοκτησίας.

87.      Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού συμβάλλει στην ερμηνεία της προμνησθείσας διατάξεως ορίζοντας ότι «για τα θέματα που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να ισχύουν οι διατάξεις της ΣΕΔΕ, η Συμφωνία [για το ΕΔΔΕ], συμπεριλαμβανομένων των διατάξεών της περί πεδίου εφαρμογής του εν λόγω δικαιώματος [και των περιορισμών του δικαιώματος να εμποδιστεί οποιοσδήποτε τρίτος να προβεί σε πράξεις κατά των οποίων το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία], και το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου».

88.      Η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ καθορίζει, στα άρθρα της 25 έως 27, τις πράξεις κατά των οποίων το ΕΔΕΕΙ παρέχει προστασία και τους περιορισμούς των αποτελεσμάτων της προστασίας του διπλώματος αυτού. Τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη οφείλουν να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων.

89.      Επιπλέον, το άρθρο 118 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου VII της Συνθήκης ΛΕΕ, το οποίο αφορά την «προσέγγιση των νομοθεσιών», δεν επιβάλλει στον νομοθέτη της Ένωσης να εναρμονίσει πλήρως όλες τις πτυχές του δικαίου περί διανοητικής ιδιοκτησίας, θεσπίζοντας ένα πλήρες σύνολο (εξαντλητικό κατάλογο) των κανόνων της λειτουργίας της ή του περιεχομένου της. Το Βασίλειο της Ισπανίας αναγνώρισε την άποψη αυτή στο υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσε (31).

90.      Επομένως, θεωρώ ότι το γράμμα του άρθρου 118 ΣΛΕΕ δεν αποκλείει ότι η πράξη της Ένωσης με την οποία δημιουργείται ένας τίτλος θα αναφέρεται στο εθνικό δίκαιο, εφόσον η πράξη αυτή προβλέπει ότι ο τίτλος εξασφαλίζει ενιαία προστασία στις επικράτειες των συμμετεχόντων κρατών μελών.

91.      Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί επίσης ότι διασφαλίζεται η παροχή μιας τέτοιας προστασίας.

92.      Ωστόσο, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται στο εθνικό δίκαιο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διασφαλίζεται η ενιαία προστασία που αναφέρεται στο άρθρο 118 ΣΛΕΕ.

93.      Από το άρθρο 5, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθώς και με την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι οι πράξεις κατά των οποίων παρέχει προστασία το ΕΔΕΕΙ θα καθορίζονται από μία και μόνη εθνική νομοθεσία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ΕΔΕΕΙ θα διέπεται από την εθνική νομοθεσία ενός μόνο κράτους μέλους και η νομοθεσία αυτή θα εφαρμόζεται στις επικράτειες των συμμετεχόντων κρατών μελών.

94.      Παραπέμποντας στην εθνική νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα στην κάθε περίπτωση, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εξασφαλίζει ενιαία προστασία, κατά το μέτρο που η παραπομπή αυτή θα καλύπτει επίσης οποιαδήποτε διεθνή συμφωνία στην οποία τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, της οποίας η κύρωση εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει της ειλικρινούς συνεργασίας η οποία εξαγγέλλεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (32).

95.      Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει, ως αβάσιμο, τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας.

 Γ —      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την κατάχρηση εξουσίας

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

96.      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενήργησαν κατά κατάχρηση εξουσίας, δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό της ενισχυμένης συνεργασίας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εφόσον τα αποτελέσματα του ΕΔΕΕΙ καθορίζονται στη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, ο μόνος σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού συνίσταται στη φαινομενική δημιουργία μιας έννοιας και μιας ρυθμίσεως της Ένωσης, ενώ, στην πραγματικότητα, δημιουργείται ένα σχήμα το οποίο θα λειτουργεί εκτός του δικαίου της Ένωσης και των ελέγχων της. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού στην απόφασή του Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (33).

97.      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζητούν την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

98.      Το Κοινοβούλιο τονίζει ότι, στην απόφασή του, το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα περί καταχρήσεως εξουσίας κατά τη θέσπιση της ενιαίας προστασίας η οποία παρέχεται με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός και η δημιουργία του ΕΔΕΕΙ συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών της Ένωσης, εφόσον ο δικαιούχος του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο οποίος επιθυμεί να το προστατεύσει εντός των 25 συμμετεχόντων κρατών μελών, θα υποχρεωνόταν, αν δεν είχε θεσπισθεί η ενιαία προστασία του διπλώματος, να επικυρώσει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε καθένα από τα 25 κράτη μέλη, ενώ το εν λόγω δίπλωμα έπρεπε να το αναγνωρίσει, και σε περίπτωση που ανέκυπτε διαφορά, να το υπερασπίσει, χωριστά σε καθένα από τα 25 κράτη μέλη.

99.      Οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν με τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.      Η εκτίμησή μου

100. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εξεδόθη κατά κατάχρηση εξουσίας, κατά το μέτρο που χρησιμοποιεί την ενισχυμένη συνεργασία για σκοπούς άλλους απ’ αυτούς για τους οποίους θεσπίσθηκε από τις Συνθήκες.

101. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι κενό γράμμα και, συνεπώς, δεν εγγυάται την ενιαία προστασία η οποία αποτελεί τον σκοπό της αποφάσεως για ενισχυμένη συνεργασία.

102. Κατά πάγια νομολογία, μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνο όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την παράκαμψη μιας διαδικασίας που προβλέπουν ειδικά οι Συνθήκες για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (34).

103. Μολονότι το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως αφορά το πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας και όχι τον κανονισμό αυτόν καθ’ εαυτόν, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, εντούτοις, προβάλλει το ίδιο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι κενό γράμμα, υπό την έννοια ότι δεν προβλέπει νομικό καθεστώς το οποίο διασφαλίζει ενιαία προστασία.

104. Δεδομένου όμως ότι το επιχείρημα αυτό θεωρήθηκε απορριπτέο στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι ενδείξεις επί των οποίων βασίζεται το Βασίλειο της Ισπανίας είναι, επομένως, αλυσιτελείς. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Δ —      Επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενων από την παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και την παραβίαση των αρχών που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

105. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την ανάθεση, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, στα συμμετέχοντα κράτη μέλη τα οποία ενεργούν στο πλαίσιο της ειδικής επιτροπής, της αρμοδιότητας να καθορίζουν τα τέλη ανανεώσεως και την κατανομή τους. Η ανάθεση τέτοιας φύσεως εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, συνιστά, κυρίως, παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, επικουρικώς, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει παράβαση της εν λόγω διατάξεως, παραβίαση των αρχών που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (35), σχετικά με τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων.

106. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων σε εξειδικευμένους οργανισμούς αποτελούσε πάντοτε εξαίρεση από τους κανόνες της Συνθήκης σε θέματα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η εξαίρεση δε αυτή είναι νομικά αποδεκτή υπό ορισμένες συνθήκες. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο διερωτάται κατά πόσον η προμνησθείσα απόφαση αφορά περίπτωση αναθέσεως αρμοδιοτήτων σε διεθνές όργανο, όπως η ειδική επιτροπή.

107. Το Συμβούλιο φρονεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 291, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις, η ευθύνη για τη θέσπιση των κατάλληλων εκτελεστικών μέτρων βαρύνει τα κράτη μέλη. Μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση των εν λόγω πράξεων απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις, τα εκτελεστικά μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή ή, ενδεχομένως, από το Συμβούλιο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου. Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αποδεικνύει για ποιο λόγο o καθορισμός των τελών ανανεώσεως και η κατανομή τους έπρεπε να έχουν ενιαία εφαρμογή στο επίπεδο της Ένωσης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (36) είναι αλυσιτελής ως προς τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

108. Εν πάση περιπτώσει, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες επιβάλλει η προμνησθείσα απόφαση, ενώ το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι η σχετική νομολογία πρέπει να ληφθεί υπόψη υπό το πρίσμα του άρθρου 118 ΣΛΕΕ, το οποίο απαιτεί τη δημιουργία «κεντρικών» καθεστώτων για το ΕΔΕΕΙ.

109. Οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν με τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Για πολλούς από αυτούς, οι αρχές που διατυπώνονται στη προμνησθείσα απόφαση δεν απαιτείται να εφαρμοσθούν στην υπό κρίση υπόθεση. Ωστόσο, οι αρχές αυτές έχουν τηρηθεί.

110. Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει, το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία αναθέτει ορισμένα διοικητικά καθήκοντα στο ΕΓΔΕ, παραβιάζει τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (37). Η ανάθεση αυτή δεν αφορά αποκλειστικές αρμοδιότητες των κρατών μελών, αλλά αρμοδιότητες της Ένωσης.

111. Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ισχυρίζονται ότι η προμνησθείσα νομολογία δεν απαιτείται να εφαρμοσθεί.

112. Οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν με τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.      Η εκτίμησή μου

113. Ορισμένοι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, εναπόκειται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της ειδικής επιτροπής την οποία έχουν συστήσει, να διασφαλίζουν τον καθορισμό του ύψους των τελών ανανεώσεως, καθώς και την κατανομή τους.

114. Ωστόσο, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι στην προκειμένη περίπτωση απαιτούντο ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των σχετικών πράξεων και ότι, συνεπώς, οι εκτελεστικές αρμοδιότητες έπρεπε να ανατεθούν, σύμφωνα με το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις, στο Συμβούλιο και ότι, επομένως, υπάρχει παράβαση της εν λόγω διατάξεως.

115. Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα αυτό.

116. Συγκεκριμένα, το Βασίλειο της Ισπανίας βασίζεται σε μια διάταξη η οποία φρονώ ότι δεν είναι εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση.

117. Δυνάμει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, «όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 [ΣΕΕ] και 26 [ΣΕΕ], στο Συμβούλιο».

118. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 291 ΣΛΕΕ δεν παρέχει κανέναν ορισμό της έννοιας της εκτελεστικής πράξεως, αλλά περιορίζεται στο να αναφερθεί, στην παράγραφό του 2, στην ανάγκη εκδόσεως μιας τέτοιας πράξεως από την Επιτροπή ή, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, από το Συμβούλιο, για να διασφαλισθεί ότι μια νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης θα εκτελείται υπό ενιαίες προϋποθέσεις (38).

119. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι από το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι μόνο «[ό]ταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 [ΣΕΕ] και 26 [ΣΕΕ], στο Συμβούλιο» (39).

120. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η εκτελεστική πράξη πρέπει να διευκρινίσει το περιεχόμενο νομοθετικής πράξεως, προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή της υπό ενιαίες προϋποθέσεις σε όλα τα κράτη μέλη (40).

121. Στην υπό κρίση υπόθεση όμως, φρονώ ότι η άσκηση, εκ μέρους των συμμετεχόντων κρατών μελών, της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί με το άρθρο 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, εντάσσεται στο κανονιστικό πλαίσιο που έχει θεσπισθεί και οριοθετηθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης, το οποίο ουδόλως χρειάζεται να εφαρμόζεται υπό ενιαίες προϋποθέσεις σε όλα τα κράτη μέλη.

122. Καταρχάς, ο νομοθέτης της Ένωσης όντως καθορίζει, στο άρθρο 11 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα τέλη ανανεώσεως για τα ΕΔΕΕΙ, τα οποία οφείλονται σε σχέση με τα έτη που έπονται του έτους κατά το οποίο δημοσιεύεται στο Δελτίο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας μνεία της χορήγησης του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας που διαθέτει ενιαία ισχύ, εξαρτά δε την ύπαρξη του ΕΔΕΕΙ από την πληρωμή των εν λόγω τελών.

123. Εν συνεχεία, στο άρθρο 12 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται στο ύψος των τελών αυτών τα οποία πρέπει να είναι προοδευτικά καθ’ όλη τη διάρκεια του ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών, επαρκή για την κάλυψη όλων των δαπανών που συνδέονται με τη χορήγηση του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και τη διαχείριση του ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών και επαρκή ώστε να διασφαλίζεται ισοσκελισμένος προϋπολογισμός του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας. Επιπλέον, για το ύψος των τελών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, διάφορες παράμετροι που αφορούν τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Ο νομοθέτης της Ένωσης απαριθμεί τους σκοπούς που επιδιώκονται μέσω αυτού του τρόπου υπολογισμού του ύψους των τελών, ήτοι να διευκολύνεται η καινοτομία και να προωθείται η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, το εν λόγω ύψος των τελών να αντικατοπτρίζει το μέγεθος της αγοράς που καλύπτεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, και να είναι παρεμφερές με το ύψος των εθνικών τελών ανανέωσης για ένα μέσο ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που παράγει αποτελέσματα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη κατά τον αρχικό καθορισμό του ύψους των τελών ανανέωσης.

124. Τέλος, το άρθρο 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού απαριθμεί τα δίκαια, αντικειμενικά, και συναφή κριτήρια επί των οποίων βασίζεται το μερίδιο κατανομής των τελών ανανέωσης μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών.

125. Εξάλλου, η διατύπωση του άρθρου 9, παράγραφος 2, είναι σαφής όσον αφορά την ανάθεση, στα κράτη μέλη, της εξουσίας να διασφαλίζουν τον καθορισμό των τελών ανανεώσεως «σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού» (41) και την κατανομή των τελών ανανεώσεως «σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού» (42).

126. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στα συμμετέχοντα κράτη μέλη ως προς τα θέματα αυτά.

127.  Επιπλέον, ο κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η διάταξη αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρατίθεται στο τέλος του κειμένου του προσβαλλόμενου κανονισμού και απευθύνεται ρητά στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

128. Σε αντίθεση προς το Βασίλειο της Ισπανίας, φρονώ ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 291, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλα τα μέτρα εσωτερικού δικαίου που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης.

129. Θεωρώ ότι η ανωτέρω άποψη δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διασφαλίζουν, υπό την ιδιότητά τους ως συμβαλλόμενων κρατών της ΣΕΔΕ, τον καθορισμό του ύψους των τελών ανανεώσεως σύμφωνα με το άρθρο 12 του προσβαλλόμενου κανονισμού και το μερίδιο κατανομής τους σύμφωνα με το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού.

130. Ωστόσο, η ιδιότητά τους αυτή δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από το καθήκον τους να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (43).

131. Όπως αναφέρει το άρθρο 9, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του προσβαλλόμενου κανονισμού, «[τ]α συμμετέχοντα κράτη μέλη, κατά την εκπλήρωση των διεθνών τους υποχρεώσεων που ανέλαβαν στο πλαίσιο της ΣΕΔΕ, διασφαλίζουν την τήρηση [του παρόντος κανονισμού] και συνεργάζονται για την επίτευξη του σκοπού αυτού» (44).

132. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν είναι αναγκαία η εξέταση των επιχειρημάτων που αφορούν τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (45), η οποία δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση, ούτε και η νομολογία που απορρέει από την απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (46), η οποία διευκρινίζει τις αρχές που διατυπώνονται στην πρώτη αναφερθείσα απόφαση.

133. Η νομολογία αυτή αφορά μόνο τη δυνατότητα για ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης να μεταβιβάσει μέρος των αρμοδιοτήτων της σε ένα όργανο ή έναν οργανισμό της Ένωσης ή σε ένα όργανο εκτός της Ένωσης, καθώς και τη δυνατότητα του νομοθέτη της Ένωσης να αναθέσει τη διεκπεραίωση εκτελεστικών μέτρων σε ένα όργανο ή έναν οργανισμό της Ένωσης, αντί να αναθέσει την εξουσία αυτήν στην Επιτροπή ή στο Συμβούλιο.

134. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (47), η Ανωτάτη Αρχή είχε μεταβιβάσει σε οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου εξουσίες που της είχε απονείμει η Συνθήκη, και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (48), ο νομοθέτης της Ένωσης όριζε ότι ο δημιουργηθείς οργανισμός της Ένωσης θα ενεργούσε βάσει των εξουσιών τις οποίες του απένειμε ο επίμαχος κανονισμός και εντός του πεδίου εφαρμογής οποιασδήποτε νομικά δεσμευτικής πράξεως της Ένωσης με την οποία ανατέθηκαν καθήκοντα στον οργανισμό αυτόν.

135. Βάσει των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, στο μέτρο που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

136. Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο τίθεται το ερώτημα αν, κατά την ανάθεση ορισμένων διοικητικών καθηκόντων στο ΕΓΔΕ, επληρούντο οι προϋποθέσεις που τίθενται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (49) όσον αφορά θέματα μεταβιβάσεως εξουσιών σε όργανα εκτός Ένωσης, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι ο νομοθέτης της Ένωσης αλλά τα ίδια τα συμμετέχοντα κράτη μέλη τα οποία αναθέτουν καθήκοντα σε ένα υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, όπως είναι το ΕΓΔΕ.

137. Υπενθυμίζω ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί μια ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 142 της ΣΕΔΕ, ενώ τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ανέθεσαν στο ΕΓΔΕ τα διοικητικά καθήκοντα τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, βάσει του άρθρου 143, παράγραφος 1, της ΣΕΔΕ, το οποίο ορίζει ότι ομάδα συμβαλλόμενων κρατών μπορεί να αναθέσει στο ΕΓΔΕ συμπληρωματικά καθήκοντα.

138. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της νομολογιακής κατευθύνσεως η οποία απορρέει από την απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (50).

139. Όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες σκέψεις, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Ε —      Επί του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από την παραβίαση των αρχών της αυτοτέλειας και της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

140. Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η διατήρηση της αυτοτέλειας της έννομης τάξεως της Ένωσης προϋποθέτει ότι οι αρμοδιότητες της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της δεν θα θιγούν από καμία διεθνή συμφωνία. Ωστόσο, αυτό συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβλέπει, στο άρθρο του 18, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ότι εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014 ή την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, αναλόγως του ποια από τις ημερομηνίες αυτές είναι η τελευταία. Επιπλέον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθορίζει ένα ειδικό δικαιοδοτικό καθεστώς για το ΕΔΕΕΙ, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον εν λόγω κανονισμό, αλλά στη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο της Συμφωνίας αυτής θίγει τις αρμοδιότητες της Ένωσης και ότι η εν λόγω Συμφωνία απονέμει σε έναν τρίτο την εξουσία να καθορίζει μονομερώς την εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού.

141. Το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι η σχέση μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ αποτελεί την ουσιαστική προϋπόθεση της λειτουργίας του συστήματος ενιαίας προστασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας μέσω του ενιαίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και δεν θίγει το δίκαιο της Ένωσης. Η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται ως προς τη διασφάλιση της αυτοτέλεια της έννομης τάξεως της Ένωσης, δεδομένου ότι, αφενός δεν αλλοιώνεται η φύση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της και, αφετέρου, η Συμφωνία αυτή δεν επιβάλλει στην Ένωση και στα θεσμικά της όργανα να προβούν, κατά την εκτέλεση των εσωτερικών αρμοδιοτήτων τους, σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη ερμηνεία των νομικών διατάξεων της Ένωσης οι οποίες περιλαμβάνονται στην εν λόγω Συμφωνία.

142. Εξάλλου, η ίδρυση του ΕΔΔΕ δεν θίγει καμία από τις αρμοδιότητες της Ένωσης. Πρώτον διότι η αρμοδιότητα για την ίδρυση κοινού δικαιοδοτικού οργάνου σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων του είχε πάντοτε απονεμηθεί στα κράτη μέλη και όχι αποκλειστικά στην Ένωση. Δεύτερον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός απαιτεί ρητά από τα κράτη μέλη να απονείμουν στο ΕΔΔΕ αποκλειστική αρμοδιότητα. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ο οποίος βασίζεται στο άρθρο 118 ΣΛΕΕ, επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να θεσπίσουν, σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, διατάξεις οι οποίες προβλέπουν παρεκκλίσεις από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι. Ο νομοθέτης της Ένωσης εξαρτά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ από τις αναγκαίες τροποποιήσεις του κανονισμού Βρυξέλλες I σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την εν λόγω Συμφωνία. Τέλος, πολλές διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ εξαρτούν την έναρξη ισχύος μιας νομικής πράξεως του παράγωγου δικαίου της Ένωσης από την έγκριση των κρατών μελών.

143. Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν είναι αποδεκτά, κατά το μέτρο που στρέφονται κατά της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνει ότι η πολιτική επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης είναι να συνδέσει το ΕΔΕΕΙ με τη λειτουργία ενός χωριστού δικαιοδοτικού οργάνου, του ΕΔΔΕ, το οποίο θα εγγυάται τη συνέπεια της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου. Δεν υπάρχει κανένα νομικό κώλυμα για τη δημιουργία συνδέσμου μεταξύ του ΕΔΕΕΙ και του ΕΔΔΕ, επί του συνδέσμου αυτού δε αναφέρονται οι αιτιολογικές σκέψεις 24 και 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Εξάλλου, στη νομοθετική πρακτική υπάρχουν πολλά παραδείγματα περιπτώσεων όπου η εφαρμογή μιας πράξεως της Ένωσης εξαρτάται από ένα στοιχείο το οποίο δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω πράξεως.

144. Οι παρεμβαίνοντες συμμερίζονται την άποψη του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

145. Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν μονομερώς, αν θα εφαρμόσουν τον εν λόγω κανονισμό. Επομένως, αν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μην κυρώσει τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε αυτό το κράτος μέλος και το ΕΔΔΕ δεν θα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στην επικράτειά του να επιληφθεί θεμάτων σχετικών με το ΕΔΕΕΙ, συνεπώς το ΕΔΕΕΙ δεν θα έχει ενιαία ισχύ όσον αφορά το εν λόγω κράτος μέλος. Αυτό θα συνεπαγόταν παραβίαση των αρχών της αυτοτέλειας και της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης.

146. Το Κοινοβούλιο φρονεί ότι η άρνηση ενός κράτους μέλους να κυρώσει τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, η οποία άρνηση όντως συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού στην επικράτειά του, θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, απειλείται η ομοιόμορφη εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού, ένας τέτοιος κίνδυνος δικαιολογείται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί αποτελεσματική δικαστική προστασία και να τηρηθεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

147. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει μόνο παρέκκλιση από τα άρθρα 3, παράγραφοι 1 και 2, και 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κατά τρόπο ώστε η ενιαία ισχύς ενός ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας να περιορίζεται στα κράτη μέλη τα οποία έχουν κυρώσει τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, ενώ οι λοιπές διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού εφαρμόζονται σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του συνδέσμου μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, θεωρήθηκε ότι η παρέκκλιση αυτή αποτελεί περαιτέρω εγγύηση για τη λειτουργία του συνδέσμου αυτού κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η παρέκκλιση από την εφαρμογή μιας πράξεως της Ένωσης είναι δυνατή από νομικής απόψεως, μόνο αν το μέτρο που εισάγει την παρέκκλιση είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο και χρονικά περιορισμένο. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

148. Οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν με την άποψη του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.      Η εκτίμησή μου

149. Θα αναλύσω από κοινού τον έκτο και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως τους οποίους προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας, κατά το μέτρο που αφορούν τον σύνδεσμο μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ.

150. Καταρχάς, θα εξετάσω το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, στη συνέχεια, θα αναλύσω το τελευταίο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως.

151. Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι είναι δυνατόν να υπάρχει ένα χωριστό δικαιοδοτικό σύστημα. Συναφώς, με τη γνωμοδότηση 1/09 (51), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 262 ΣΛΕΕ προβλέπει τη «δυνατότητα» διευρύνσεως των αρμοδιοτήτων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στις ένδικες διαφορές που αφορούν την εφαρμογή πράξεων της Ένωσης περί θεσπίσεως ευρωπαϊκών τίτλων διανοητικής ιδιοκτησίας και ότι, κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό δεν εγκαθιδρύει μονοπώλιο του Δικαστηρίου στον οικείο τομέα και δεν προδικάζει την επιλογή του δικαιοδοτικού πλαισίου που ενδέχεται να θεσπισθεί για τις ένδικες διαφορές μεταξύ ιδιωτών όσον αφορά τους τίτλους διανοητικής ιδιοκτησίας (52).

 α)     Το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως

152. Με το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ και του σχεδίου Συμφωνίας περί συστάσεως δικαστηρίου αρμόδιου για την εκδίκαση διαφορών σχετικών με τα ευρωπαϊκά και κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι συμβατό προς τις διατάξεις της Συνθήκης (53).

153. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, αφενός, το ΕΔΔΕ δεν αποτελεί μέρος του θεσμικού και δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης και, αφετέρου, η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ δεν προβλέπει εγγυήσεις για την τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι συμβατό προς τις Συνθήκες να αποδίδονται, βάσει του άρθρου 23 της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, οι πράξεις του δικαστηρίου αυτού απευθείας σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος μέλος χωριστά, αλλά και σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη συλλογικά, μεταξύ άλλων για τους σκοπούς των άρθρων 258 ΣΛΕΕ έως 260 ΣΛΕΕ, ωστόσο, το μέτρο αυτό είναι ανεπαρκές ως προς τις προμνησθείσες εγγυήσεις τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης.

154. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας επιχειρεί να καταδείξει ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να κυρώσουν τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, χωρίς να παραβούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

155. Ισχυρίζεται ότι η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ έπρεπε να συναφθεί από την Ένωση δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κατά το μέτρο που θίγει κοινούς κανόνες, ήτοι τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες I. Με την έκδοση του κανονισμού Βρυξέλλες I, η Ένωση είχε πλέον αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα που καλύπτει ο εν λόγω κανονισμός (54).

156. Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας ανέλυσε το περιεχόμενο της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, και ιδίως τους κανόνες της Συμφωνίας που του απονέμουν δικαιοδοτική αρμοδιότητα για διαφορές που εισάγονται ενώπιόν του με διάφορα ένδικα βοηθήματα, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, άσκησαν αρμοδιότητα την οποία δεν διέθεταν πλέον και, συνεπώς, ενήργησαν κατά παραβίαση της αρχής της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης.

157. Τα δύο αυτά σκέλη του έκτου λόγου ακυρώσεως είναι γριφώδη και καθιστούν δυσχερή τον καθορισμό του κειμένου το οποίο τελικά αμφισβητεί το Βασίλειο της Ισπανίας, όταν υποβάλλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν το άρθρο 18, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο εξαρτά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, θίγει τις αρμοδιότητες της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της.

158. Όπως επισημαίνεται και από ορισμένους από τους διαδίκους φρονώ ότι συνάγεται σαφώς ότι το Βασίλειο της Ισπανίας στην πραγματικότητα επιδιώκει, μέσω των δύο αυτών σκελών του έκτου λόγου ακυρώσεως, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ σε σχέση με το δίκαιο της Ένωσης και να καταδείξει ότι η Συμφωνία αυτή αντιβαίνει προς τη γνωμοδότηση 1/09 (55).

159. Συναφώς, το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει το περιεχόμενο της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, την οποία επικαλείται το Βασίλειο της Ισπανίας στο πλαίσιο της προσφυγής του περί ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, λόγω του συνδέσμου που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών νομικών πράξεων στο πλαίσιο της εφαρμογής μιας ενισχυμένης συνεργασίας.

160. Φρονώ ότι προσήκει αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

161. Δεν ήταν βέβαια δυνατό για το Βασίλειο της Ισπανίας να κινήσει τη διαδικασία γνωμοδοτήσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ. Όντως, η διαδικασία αυτή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί στην περίπτωση μιας τέτοιας συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών, εφόσον η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου μπορεί να ζητηθεί μόνο όταν πρόκειται για το συμβατό προς τις Συνθήκες μιας σχεδιαζόμενης συμφωνίας στην οποία συμβαλλόμενο μέρος θα είναι η Ένωση.

162. Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να προσφύγει απευθείας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ζητώντας την ακύρωση της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ δυνάμει του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου το Δικαστήριο «ελέγχει τη νομιμότητα των νομοθετικών πράξεων, πράξεων του Συμβουλίου, της Επιτροπής, και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εκτός των συστάσεων και γνωμών, και των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων. Ελέγχει επίσης τη νομιμότητα των πράξεων των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων».

163. Πράγματι, η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ δεν εντάσσεται σε καμία κατηγορία των πράξεων στις οποίες αναφέρεται η Συνθήκη ΛΕΕ. Πρόκειται περί μιας διακυβερνητικής συμφωνίας την οποία διαπραγματεύθηκαν και υπέγραψαν ορισμένα κράτη μέλη βάσει του διεθνούς δικαίου.

164. Εξάλλου, θεωρώ ότι ο σύνδεσμος μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση του επιχειρήματος του Βασιλείου της Ισπανίας, σύμφωνα με το οποίο η ανάλυση του προσβαλλόμενου κανονισμού απαιτεί την εξέταση του περιεχομένου της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ.

165. Τα επιχειρήματα τα οποία επικαλέστηκε το Βασίλειο της Ισπανίας με το υπόμνημα απαντήσεώς του, με σκοπό να καταδείξει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει το περιεχόμενο της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, δεν δύνανται να θέσουν υπό αμφισβήτηση την απάντησή μου επί του θέματος αυτού.

166. Συγκεκριμένα, το Βασίλειο της Ισπανίας αναφέρεται σε νομολογία του Δικαστηρίου η οποία, κατά την άποψή μου, δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

167. Ειδικότερα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (56), ο έλεγχος της νομιμότητας από τον δικαστή της Ένωσης αφορούσε πράξη της Ένωσης με την οποία ετίθετο σε εφαρμογή η επίμαχη διεθνής συμφωνία, ήτοι ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και όχι το ψήφισμα αυτό καθ’ εαυτό.

168. Στην υπόθεση αυτήν, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη νομολογία του, βάσει της οποίας είχε ήδη ακυρώσει απόφαση του Συμβουλίου εγκρίνουσα διεθνή συμφωνία, αφού προηγουμένως εξέτασε την εσωτερική νομιμότητα της αποφάσεως αυτής σε σχέση με την οικεία συμφωνία (57).

169. Ωστόσο, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως είναι τελείως διαφορετικές, δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εγκρίνει μία διεθνή συμφωνία ούτε την εφαρμόζει, αλλά αποσκοπεί να εφαρμόσει την ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών.

170. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός ακυρωνόταν, η ακύρωσή του ουδόλως θα έθιγε την εγκυρότητα της Συμφωνίας για το EΔΔΕ.

171. Ενόψει των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να κριθούν ως απαράδεκτα.

 β)     Το τελευταίο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως

172. Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι, από το άρθρο 18, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού, συνάγεται ότι η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού εξαρτάται απολύτως από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ. Αυτό σημαίνει ότι η αποτελεσματική άσκηση της αρμοδιότητας της Ένωσης στο πλαίσιο του κανονισμού αυτού εξαρτάται από τη βούληση των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας για τo EΔΔΕ.

173. Προκειμένου περί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στο άρθρο 18, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν μονομερώς, αν θα τον εφαρμόσουν.

174. Δεν συμμερίζομαι την ανάλυση του Βασιλείου της Ισπανίας.

175. Ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε ότι το δικαιοδοτικό όργανο για τα ΕΔΕΕΙ θα πρέπει να συσταθεί και να διέπεται από πράξη σχετική με τη σύσταση ενιαίου συστήματος επίλυσης των διαφορών για τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα ΕΔΕΕΙ (58).

176. Ο εν λόγω νομοθέτης όρισε επίσης ότι η σύσταση ενός τέτοιου δικαιοδοτικού οργάνου έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του ΕΔΕΕΙ, η συνοχή της νομολογίας και, ως εκ τούτου, η ασφάλεια δικαίου (59).

177. Σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι να διασφαλίσει αυτήν την ομαλή λειτουργία. Επομένως, θα ήταν αντίθετο προς τις προμνησθείσες αρχές να τεθεί σε εφαρμογή ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ενώ δεν έχει ακόμη ιδρυθεί το ΕΔΔΕ.

178. Δεν συμφωνώ με το Βασίλειο της Ισπανίας το οποίο υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη αποφασίζουν για την έναρξη ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού.

179. Φρονώ ότι, κατ’ εφαρμογή της καλόπιστης συνεργασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν όλα τα μέτρα τα οποία θα επιτρέψουν την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της κυρώσεως της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, δεδομένου ότι η εν λόγω κύρωση συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση της προμνησθείσας εφαρμογής. Κατά την ίδια διάταξη, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

180. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, μη κυρώνοντας τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, παραβιάζουν την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, κατά το μέτρο που θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της εναρμονίσεως και της ομοιομορφίας στο επίπεδο της Ένωσης (60).

181. Για τον λόγο αυτό, στην αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού ο νομοθέτης της Ένωσης τονίζει ότι είναι «συνεπώς ύψιστης σημασίας να επικυρώσουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη τη [Σ]ύμβαση [για το ΕΔΕΕΙ] σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες τους και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου το δικαστήριο αυτό να ξεκινήσει τις εργασίες του το ταχύτερο δυνατόν» (61).

182. Η προμνησθείσα αιτιολογική σκέψη 25 εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης εξήρτησε, με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, την εφαρμογή του κανονισμού αυτού από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, αν η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2014.

183. Αν γινόταν δεκτό ότι ορισμένα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα δύνανται, σε ορισμένα συμμετέχοντα κράτη μέλη, εντός των οποίων έχει αναγνωρισθεί η ενιαία ισχύς του ΕΔΕΕΙ, να παραμείνουν αρμόδια ως προς το θέμα αυτό, τίθενται υπό αμφισβήτηση αυτές ακριβώς οι αρχές της εναρμονίσεως και της ομοιομορφίας, των οποίων η εφαρμογή επιδιώκεται με την ενιαία ισχύ των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

184. Ο σύνδεσμος μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ είναι τέτοιος ώστε, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, δεν θα υπήρχε λογική συνέπεια εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης, αν δεν εξαρτούσε την εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού από τη θέση σε ισχύ της προμνησθείσας Συμφωνίας.

185. Ενόψει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το τελευταίο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμους.

 ΣΤ —      Επί του επικουρικού αιτήματος μερικής ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

186. Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Ουγγαρίας θεωρούν ότι το αίτημα μερικής ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο διατυπώθηκε επικουρικά, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι οι διατάξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση συνιστούν ουσιώδες μέρος του κανονιστικού πλαισίου το οποίο θεσπίστηκε με τον εν λόγω κανονισμό και, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να αποσπασθούν από τον κανονισμό, χωρίς να τον μεταβάλουν κατ’ ουσίαν.

187. Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι το άρθρο 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού μπορεί ευχερώς να αποσπασθεί από τις λοιπές διατάξεις του κανονισμού αυτού (62). Όσον αφορά το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού θεωρεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 297, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, ΣΛΕΕ (63), δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνει ο προσβαλλόμενος κανονισμός διάταξη περί της εφαρμογής του.

2.      Η εκτίμησή μου

188. Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η μερική ακύρωση πράξεως της Ένωσης είναι δυνατή, μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη. Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η ανωτέρω επιταγή περί δυνατότητας διαχωρισμού δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση μιας πράξεως θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της πράξεως αυτής (64).

189. Εν προκειμένω, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι η δημιουργία ενιαίας προστασίας των ευρεσιτεχνιών. Για να επιτύχει τον σκοπό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε ένα κανονιστικό πλαίσιο.

190. Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει ότι «[ένα] ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγείται με το ίδιο σύνολο αξιώσεων σε σχέση με όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διαθέτει ενιαία ισχύ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι η ενιαία ισχύς του καταχωρίζεται στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών» (65).

191. Ο όρος αυτός απαιτεί να ληφθούν υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης ορισμένα διοικητικής φύσεως μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν τόσο στην πρότερη όσο και στην ύστερη φάση της προμνησθείσας καταχωρίσεως και αποσκοπούν να την καταστήσουν αποτελεσματική.

192. Τέτοιου είδους μέτρα έχουν προβλεφθεί από τον νομοθέτη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Διοικητικά καθήκοντα που ανατίθενται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας».

193. Η διάταξη αυτή περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των καθηκόντων των οποίων η εκτέλεση ανατίθεται στο ΕΓΔΕ.

194. Αν δεν εκτελούνται τα καθήκοντα αυτά, τα οποία προφανώς αποτελούν την προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας του συστήματος το οποίο θέσπισε το ΕΔΕΕΙ, είναι αδιανόητο να αναμένεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θα επιτύχει τον σκοπό ο οποίος επιδιώκεται με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

195. Συνεπώς, δεν αντιλαμβάνομαι με ποιο τρόπο δεν θα μεταβληθεί η ουσία του προσβαλλόμενου κανονισμού, αν απαλειφθεί το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

196. Όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, εφόσον η διάταξη αυτή αφορά τον καθορισμό των τελών ανανεώσεως και την κατανομή τους, θέματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως του Βασιλείου της Ισπανίας, θεωρώ ότι είναι αδιανόητο να προβλεφθεί σύνολο οικονομικών διατάξεων, όπως διευκρινίζεται στο κεφάλαιο V του προσβαλλόμενου κανονισμού, χωρίς να γίνει πρόβλεψη για τα πρόσωπα ή τις οντότητες που θα πλαισιώσουν τις αναφερθείσες δραστηριότητες.

197. Θεωρώ, επομένως, ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στο σύνολό της, και παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά το γράμμα του πέμπτου λόγου ακυρώσεως της υπό κρίση προσφυγής, δεν είναι δυνατόν να αποσπασθούν από το κανονιστικό πλαίσιο το οποίο θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός και ότι, συνεπώς, η ακύρωσή τους θα μετέβαλε την ουσία του κανονισμού αυτού.

198. Ως προς το άρθρο 18, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, που διέπει την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, την οποία εξαρτά από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, φρονώ ότι, για τους λόγους που εξέθεσα στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που αφορά το τελευταίο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποσπασθεί από το υπόλοιπο κείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού.

199. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το επικουρικό αίτημα μερικής ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο διατύπωσε το Βασίλειο της Ισπανίας, είναι απαράδεκτο.

200. Ενόψει των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας προς στήριξη της προσφυγής του δεν μπορεί να γίνει δεκτός, οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν.

IV – Πρόταση

201. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά του έξοδα και να αποφασίσει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      ΕΕ L 361, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός.


3 —      ΕΕ L 76, σ. 53, στο εξής: απόφαση για ενισχυμένη συνεργασία. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν δύο προσφυγές ακυρώσεως εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας, οι οποίες απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240).


4 —      ΕΕ L 361, σ. 89.


5 —      ΕΕ C 175, σ. 1, στο εξής: Συμφωνία για το ΕΔΔΕ.


6 —      Στο εξής: ΣΕΔΕ.


7 —      Στο εξής: ΕΔΔΕ.


8 —      ΕΕ L 351, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες I.


9 —      Στο εξής: ΕΔΕΕΙ.


10 —      Στο εξής: ΕΓΔΕ.


11 —      9/56, EU:C:1958:7.


12 —      Στο υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε, το Συμβούλιο χρησιμοποιεί το ίδιο ακρωνύμιο, ήτοι «OEB», για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, αλλά και για το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.


13 —      Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Waite και Kennedy κατά Γερμανίας [GC], αριθ. 26083/94, ΕΣΔΑ 1999‑I, καθώς και ΕΔΔΑ, απόφαση Beer και Regan κατά Γερμανίας [GC], αριθ. 28934/95, 18 Φεβρουαρίου 1999.


14 —      ΕΔΔΑ, απόφαση Lenzing AG κατά Γερμανίας, αριθ. 39025/97.


15 —      Βλ. Pech, L., «The Rule of Law as a Constitutional Principle of the European Union», Jean Monnet Working Paper 04/09, NYU School of Law, New York, 2012, σ. 58 έως 60.


16 —      Βλ. σημείο 36 του δικογράφου της προσφυγής του Βασιλείου της Ισπανίας.


17 —      Βλ., συναφώς, απόφαση Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft (C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 120).


18 —      Βλ. σ. 3 της προτάσεως για απόφαση του Συμβουλίου για εξουσιοδότηση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών [COM(2010) 790 τελικό].


19 —      Bλ. σημείο 17 του δικογράφου της προσφυγής του Βασιλείου της Ισπανίας.


20 —      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού.


21 —      Η υπογράμμιση δική μου.


22 —      Όπ.π.


23 —      Όπ.π.


24 —      Βλ. σημείο 9 των παρατηρήσεων του Βασιλείου του Βελγίου.


25 —      EU:C:2013:240.


26 —      Βλ. απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑431/11, EU:C:2013:589, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27 —      Αυτή η παροχή ενιαίας προστασίας αποκλειστικά στις επικράτειες των συμμετεχόντων κρατών μελών είναι συνέπεια που αναγκαία απορρέει από το άρθρο 20 ΣΕΕ, το οποίο στην παράγραφό του 4 ορίζει ότι «οι πράξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας δεσμεύουν μόνο τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε αυτήν» [(βλ. απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (EU:C:2013:240, σκέψη 68)].


28 —      Βλ. απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (EU:C:2013:240, σκέψη 62).


29 —      Όπ.π. (σκέψη 25).


30 —      Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., για τον όρο «στο επίπεδο της Ένωσης», απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (EU:C:2013:240, σκέψη 68).


31 —      Βλ. σημείο 21 του υπομνήματος απαντήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας.


32 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού.


33 —      EU:C:2013:240.


34 —      Όπ.π. (σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


35 —      EU:C:1958:7.


36 —      Όπ.π.


37 —      Όπ.π.


38 —      Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑427/12, EU:C:2014:170, σκέψη 33).


39 —      Όπ.π. (σκέψη 34).


40 —      Όπ.π. (σκέψη 39).


41 —      Η υπογράμμιση δική μου.


42 —      Όπ.π.


43 —      Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.


44 —      Η υπογράμμιση δική μου.


45 —      EU:C:1958:7.


46 —      C‑270/12, EU:C:2014:18.


47 —      EU:C:1958:7.


48 —      EU:C:2014:18.


49 —      EU:C:1958:7.


50 —      Όπ.π.


51 —      EU:C:2011:123.


52 —      Σκέψη 62. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη, με προσφυγή στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ, να θεσπίσουν το ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να καθορίσουν τους κανόνες λειτουργίας του, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των ειδικών κανόνων στον δικαιοδοτικό τομέα [βλ. απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (EU:C:2013:240, σκέψη 92)].


53 —      Γνωμοδότηση 1/09 (EU:C:2011:123).


54 —      Βλ. απόφαση TNT Express Nederland (C‑533/08, EU:C:2010:243, σκέψη 38).


55 —      EU:C:2011:123.


56 —      C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461.


57 —      Βλ. απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (EU:C:2008:461, σκέψη 289). Βλ., επίσης, γνωμοδότηση 3/94 (EU:C:1995:436, σκέψη 22) και απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου (C‑122/95, EU:C:1998:94, σκέψη 42).


58 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 24 του προσβαλλόμενου κανονισμού.


59 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού.


60 —      Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, ΣΕΕ.


61 —      Η υπογράμμιση δική μου.


62 —      Στο σημείο 17 του υπομνήματος αντικρούσεώς του στα υπομνήματα παρεμβάσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζει του ισχυρισμούς του στο σημείο 19 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑427/12, EU:C:2013:871).


63 —      Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι νομοθετικές πράξεις αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που ορίζουν ή, άλλως, την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


64 —      Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑427/12, EU:C:2014:170, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


65 —      Η υπογράμμιση δική μου.