Language of document : ECLI:EU:T:2012:323

Υπόθεση T‑167/08

Microsoft Corp.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Λειτουργικά συστήματα για προσωπικούς υπολογιστές πελάτη — Λειτουργικά συστήματα για διακομιστές ομάδας εργασίας — Άρνηση της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεωςνα παράσχει τις σχετικές με τη διαλειτουργικότητα πληροφορίες και να επιτρέψειτη χρήση τους — Εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από απόφασημε την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλονται μέτρα συμπεριφοράς — Χρηματική ποινή»

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 27ης Ιουνίου 2012?II ‑ 0000

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Γενικές αρχές του δικαίου — Ασφάλεια δικαίου — Νομιμότητα των ποινών — Περιεχόμενο

2.      Ανταγωνισμός — Παράβαση κανόνων της Συνθήκης — Πρόστιμο — Χρηματική ποινή — Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου και της χρηματικής ποινής, προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη ή η συνέχιση της παραβάσεως — Κοινά χαρακτηριστικά και σκοποί — Διαφοροποίηση ως προς την ακρίβεια των στοιχείων που δίδονται στις επιχειρήσεις προκειμένου να συμμορφωθούν με τους κανόνες του ανταγωνισμού — Δεν χωρεί

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 και 24 § 2)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Παύση των παραβάσεων — Εξουσία της Επιτροπής — Διατασσόμενα έναντι των επιχειρήσεων μέτρα — Όρια

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

4.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής σε επιχείρηση

(Άρθρο 253 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Άρνηση χορηγήσεως αδείας για τη χρήση προϊόντος που καλύπτεται από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας — Εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλονται μέτρα συμπεριφοράς — Υποχρέωση εγκρίσεως της εν λόγω χρήσεως υπό εύλογες και μη εισάγουσες διακρίσεις προϋποθέσεις — Εύλογος χαρακτήρας της αξιούμενης αμοιβής — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Υποχρεωτικό περιεχόμενο — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Περιεχόμενο

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Προσωρινός χαρακτήρας — Απόσυρση αιτιάσεων που αποδεικνύονται αβάσιμες — Υποχρέωση της Επιτροπής να ενημερώνει τους ενδιαφερόμενους με ανακοίνωση συμπληρωματικών αιτιάσεων — Αποκλείεται

8.      Ανταγωνισμός — Χρηματική ποινή — Ύψος — Δικαστικός έλεγχος — Στοιχεία τα οποία δύναται να λάβει υπόψη ο δικαστής της Ένωσης — Πληροφοριακά στοιχεία μη περιλαμβανόμενα στην απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής και μη αναγκαία για την αιτιολόγησή της — Περιλαμβάνονται

(Άρθρα 229 EΚ και 253 EΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

9.      Ανταγωνισμός — Χρηματική ποινή — Ύψος — Δικαστικός έλεγχος — Στοιχεία τα οποία δύναται να λάβει υπόψη ο δικαστής της Ένωσης — Επιτρέπεται η Επιτροπή να εφαρμόσει, για ορισμένο διάστημα, μια πρακτική δυνάμενη να έχει αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες — Περιλαμβάνεται

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Η προσφυγή σε αόριστες νομικές έννοιες για τη διατύπωση κανόνων των οποίων η παράβαση συνεπάγεται την αστική, διοικητική, ακόμη και ποινική ευθύνη του παραβάτη δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται δυνατότητα επιβολής των προβλεπόμενων από τον νόμο διορθωτικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι ο πολίτης μπορεί να γνωρίζει, με βάση το κείμενο της σχετικής διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στην εν λόγω διάταξη από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις στοιχειοθετούν την ευθύνη του.

(βλ. σκέψη 84)

2.      Αφενός, ένα πρόστιμο επιβαλλόμενο δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 και μια οριστική χρηματική ποινή, επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού αποτελούν, αντιστοίχως, τις συνέπειες της παραβάσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ και της αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η παύση της επίμαχης παραβάσεως και, ενδεχομένως, επιβάλλονται μέτρα συμπεριφοράς. Αφετέρου, τόσο το πρόστιμο όσο και η χρηματική ποινή αφορούν τη συμπεριφορά της επιχειρήσεως όπως αυτή εκδηλώθηκε στο παρελθόν και πρέπει αμφότερα να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα, προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη ή η συνέχιση της παραβάσεως. Ενόψει των κοινών αυτών χαρακτηριστικών και σκοπών, δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση ως προς την ακρίβεια που απαιτείται κατά τον προσδιορισμό των ενεργειών στις οποίες μια επιχείρηση οφείλει ή όχι να προβεί, προκειμένου να συμμορφωθεί με τους κανόνες του ανταγωνισμού, πριν εκδοθεί ως προς αυτή απόφαση περί επιβολής προστίμου ή απόφαση περί επιβολής οριστικής χρηματικής ποινής.

(βλ. σκέψη 94)

3.      Μολονότι η Επιτροπή έχει, ασφαλώς, την εξουσία να διαπιστώνει παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ και να υποχρεώνει τα ενδιαφερόμενα μέρη να παύουν την παράβαση, εντούτοις, δεν είναι αρμόδια να επιβάλλει στα μέρη τη δική της επιλογή μεταξύ των διαφόρων δυνατοτήτων συμπεριφοράς που όλες είναι σύμφωνες προς τη Συνθήκη ή προς απόφαση με την οποία επιβάλλονται μέτρα συμπεριφοράς. Επομένως, αν η επιχείρηση επέλεξε μία από τις εν λόγω δυνατότητες, η Επιτροπή δεν δύναται να διαπιστώσει παράβαση ή να επιβάλει χρηματική ποινή με την αιτιολογία ότι προτιμά την άλλη δυνατότητα.

(βλ. σκέψη 95)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 99-100)

5.      Η διάκριση μεταξύ της στρατηγικής αξίας και της εγγενούς αξίας των τεχνολογιών που αποτελούν το αντικείμενο αποφάσεως που διαπιστώνει παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού και επιβάλλει μέτρα συμπεριφοράς συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα κάθε αξιούμενης αμοιβής από κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στον τομέα των λειτουργικών συστημάτων για προσωπικούς υπολογιστές πελάτη και για διακομιστές ομάδας εργασίας προκειμένου να παράσχει πρόσβαση στις εν λόγω σχετικές με τη διαλειτουργικότητα πληροφορίες και να επιτρέψει τη χρήση τους. Η εγγενής αξία προϊόντων των εν λόγω πληροφοριών έγκειται στον καινοτόμο χαρακτήρα τους Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι τεχνολογίες αυτές αποτέλεσαν επιχειρηματικά απόρρητα βάσει της πολιτικής που εφάρμοσε η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν αποτελεί ένδειξη περί της υπάρξεως άλλης αξίας πέραν της στρατηγικής, δηλαδή, της αξίας που απορρέει από την απλή δυνατότητα διαλειτουργίας με τα λειτουργικά συστήματα που παράγει η επιχείρηση αυτή. Ελλείψει καινοτομίας, ο απόρρητος χαρακτήρας αυτός καθαυτόν δεν αντιπροσωπεύει, για αυτόν προς τον οποίο παραχωρείται άδεια, άλλη αξία εκτός από τη στρατηγική.

Στο πλαίσιο υποχρεώσεως εφοδιασμού υπό προϋποθέσεις εύλογες και μη εισάγουσες διακρίσεις αποκλείοντας κάθε αμοιβή λόγω της στρατηγικής αξίας, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε εκτίμηση του καινοτόμου χαρακτήρα των οικείων τεχνολογιών αναφερόμενη στα συστατικά του στοιχεία, ήτοι στον νέο και μη προφανή χαρακτήρα των τεχνολογιών, του δεύτερου αυτού στοιχείου εμπίπτοντος στην έννοια της εφευρετικής δραστηριότητας. Η εκτίμηση του καινοτόμου χαρακτήρα των τεχνολογιών με αναφορά στο στοιχείο του νέου και της εφευρετικής δραστηριότητας δεν έχει ως αποτέλεσμα να αίρεται γενικώς η αξία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, των επιχειρηματικών απορρήτων ή άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών ούτε, κατά μείζονα λόγο, να επιβάλλει τον χαρακτήρα αυτό ως προϋπόθεση προκειμένου ένα προϊόν ή μια πληροφορία να καλύπτεται από ένα τέτοιο δικαίωμα ή να συνιστά επιχειρηματικό απόρρητο.

(βλ. σκέψεις 138, 142-144, 149-150)

6.      Κατά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπο αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επέκρινε η Επιτροπή. Υπ’ αυτήν και μόνον την προϋπόθεση μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία την οποία της αναθέτουν οι κοινοτικοί κανονισμοί και η οποία συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν προσηκόντως πριν η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση. Η ως άνω απαίτηση ικανοποιείται οσάκις η απόφαση δεν περιέχει κατηγορίες κατά των ενδιαφερομένων για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που περιέχονται στην έκθεση των αιτιάσεων και λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις. Επιπλέον, η ανακοίνωση των αιτιάσεων συνιστά διαδικαστικά πράξη προπαρασκευαστική σε σχέση με την απόφαση που συνιστά την κατάληξη της διοικητικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, μέχρι την έκδοση τελικής αποφάσεως, η Επιτροπή μπορεί, ενόψει ιδίως των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεων των μερών, είτε να εγκαταλείψει ορισμένες ή ακόμη και όλες τις αιτιάσεις που αρχικά διατύπωσε κατ’ αυτών και να μεταβάλει έτσι τη θέση της υπέρ των ως άνω μερών είτε, αντιθέτως, να αποφασίσει να προσθέσει νέες αιτιάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα παράσχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν συναφώς την άποψή τους.

Όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας ως προς την επιβολή προστίμων, αν η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και αν αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της υποτιθεμένης παραβάσεως και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου.

Τέλος, όταν η Επιτροπή εκθέτει, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων ή με οποιοδήποτε μεταγενέστερο έγγραφο το οποίο σκοπεί να παράσχει στις κατηγορούμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λάβουν πράγματι γνώση των συμπεριφορών που τους προσάπτονται, ότι η παράβαση δεν έχει παύσει ακόμη, μπορεί να λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της εκδόσεως της αποφάσεως που περατώνει τη διαδικασία υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις.

Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των κοινών χαρακτηριστικών και σκοπών των προστίμων και των χρηματικών ποινών, οι ανωτέρω εκτιμήσεις εφαρμόζονται πλήρως και στο πλαίσιο των χρηματικών ποινών που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 182-187)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 184, 191)

8.      Όσον αφορά, τη μέθοδο υπολογισμού της χρηματικής ποινής, η εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας, που του αναγνωρίζει το άρθρο 229 ΕΚ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, ενδέχεται να δικαιολογεί την προσκόμιση και συνεκτίμηση προσθέτων πληροφοριακών στοιχείων, των οποίων η αυτούσια μνεία στην απόφαση δεν απαιτείται δυνάμει της επιβαλλομένης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 217, 222)

9.      Αν η Επιτροπή, υπό το πρίσμα κάποιας εκκρεμούς υποθέσεως και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των υποχρεώσεων των επιβαλλόμενων από απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού και επιβάλλει μέτρα συμπεριφοράς, καθώς και τις συνέπειες που είναι δυνατό να προκύψουν από ενδεχόμενη ακύρωση, επέτρεψε στην οικεία επιχείρηση να εφαρμόσει, για ορισμένο διάστημα, μια πρακτική δυνάμενη να έχει αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες τις οποίες η εν λόγω απόφαση σκοπεί να εξαλείψει, η περίσταση αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή της Ένωσης κατά τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ποινής στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας που του αναγνωρίζει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψη 226)