Language of document : ECLI:EU:C:2017:760

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 12ης Οκτωβρίου 2017(1)

Υπόθεση C‑664/15

Protect Natur-, Arten- und Landschaftschutz Umweltorganisation

κατά

BezirkshauptmannschaftGmünd

[αίτηση του Verwaltungsgerichthof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Περιβάλλον – Σύμβαση του Aarhus – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη – Ενεργητική νομιμοποίηση των μη κυβερνητικών οργανώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος – Δικαίωμα των εν λόγω οργανώσεων να προσβάλλουν τις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών ενώπιον δικαστηρίου – Αναγνώριση στις οργανώσεις αυτές της ιδιότητας του μέρους στη διοικητική διαδικασία – Απώλεια της ιδιότητας του μέρους στη διοικητική διαδικασία εάν η οργάνωση δεν υποβάλει εμπροθέσμως τις αντιρρήσεις της στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής»






1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί ερμηνευτικές διευκρινίσεις σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση περιβαλλοντικής οργανώσεως βάσει της συμβάσεως του Aarhus (στο εξής: σύμβαση του Aarhus) (2). Τα ζητήματα που εγείρονται αφορούν την αίτηση για χορήγηση άδειας αντλήσεως υδάτων από ποταμό με σκοπό την παραγωγή τεχνητού χιονιού σε ένα χιονοδρομικό κέντρο (στο εξής: διαδικασία αδειοδοτήσεως) (3). Τα περιβαλλοντικά ζητήματα που συνδέονται με τη συγκεκριμένη διαδικασία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (4) (στο εξής: οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα).

2.        Το ευαίσθητο ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των περιβαλλοντικών οργανώσεων σε διαδικασίες σχετικές με περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις έχει αποτελέσει αντικείμενο πλούσιας νομολογίας, η οποία κορυφώθηκε με την απόφαση C‑243/15, Lesoochranárske zoskupenie VLK (5).

3.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τα ακόλουθα ζητήματα. Δύναται να θεμελιωθεί στην οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη Σύμβαση του Aarhus, δικαίωμα περιβαλλοντικής οργανώσεως να προσβάλλει διοικητικές αποφάσεις ενώπιον διοικητικών ή δικαστικών αρχών, ιδίως στις περιπτώσεις που απαιτείται η χορήγηση άδειας για την άντληση υδάτων με σκοπό την παραγωγή χιονιού; Πρέπει να αναγνωριστεί στην περιβαλλοντική οργάνωση η ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία κατά το διοικητικό στάδιο ή αρκεί η οργάνωση να έχει ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά της άδειας που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές; Μπορούν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες να απαγορεύουν την άσκηση προσφυγής από περιβαλλοντική οργάνωση κατά τέτοιας διοικητικής αποφάσεως αν η οργάνωση δεν έχει προβάλει «εμπροθέσμως» τις αντιρρήσεις της κατά της άδειας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, όπως επιβάλλει η εθνική νομοθεσία;

 Η Σύμβαση του Aarhus

4.        Η Σύμβαση του Aarhus επιδιώκει διάφορους σκοπούς, όπως να εμπεδωθεί η ανάγκη προστασίας, διατήρησης και βελτίωσης της καταστάσεως του περιβάλλοντος (6)· να αναγνωριστεί ότι κάθε άτομο έχει το καθήκον, τόσο μεμονωμένα όσο και σε συνεργασία με άλλους, να προστατεύει και να βελτιώνει το περιβάλλον για να ωφελούνται οι παρούσες και μέλλουσες γενεές (7)· να συνυπολογιστεί η σημασία, μεταξύ άλλων, του ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί στην προστασία του περιβάλλοντος (8)· καθώς και να διασφαλιστεί ότι θα είναι προσιτοί στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των ως άνω οργανισμών, αποτελεσματικοί δικαστικοί μηχανισμοί, ούτως ώστε να προστατεύονται τα νόμιμα συμφέροντά τους και να εφαρμόζεται ο νόμος (9).

5.        Το άρθρο 1 ορίζει ότι, «[π]ροκειμένου να συμβάλ[ει] στην προστασία του δικαιώματος κάθε ατόμου από τις παρούσες και μελλοντικές γενεές να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του, κάθε μέρος εξασφαλίζει τα δικαιώματα της πρόσβασης σε πληροφορίες, της συμμετοχής του κοινού στη λήψη αποφάσεων και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης». Εξ αυτού συνάγεται ότι η Σύμβαση του Aarhus είναι δυνητικώς εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που τίθεται ζήτημα σχετικό με την περιβαλλοντική νομοθεσία.

6.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Aarhus, ως «κοινό» νοείται «[…] ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οργανισμοί ή ομάδες τους». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, «[…] οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί που προωθούν την περιβαλλοντική προστασία και πληρούν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις κατά το εθνικό δίκαιο θεωρείται ότι έχουν συμφέρον» στη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον και, ως εκ τούτου, καλύπτονται από την έννοια «ενδιαφερόμενο κοινό», όπως χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή.

7.        Το άρθρο 6 επιγράφεται «Συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις για ειδικές δραστηριότητες». Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ορίζει ότι οι διατάξεις που διέπουν τη συμμετοχή του κοινού έχουν εφαρμογή όσον αφορά αποφάσεις για το κατά πόσον θα επιτρέπονται προτεινόμενες δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I (10). Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ορίζει ότι οι ίδιες διατάξεις έχουν επίσης εφαρμογή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο στις αποφάσεις σχετικά με δραστηριότητες οι οποίες δεν απαριθμούνται στο παράρτημα I, ενδέχεται όμως να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος να καθορίσει κατά πόσον η προτεινόμενη δραστηριότητα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6. Οι παράγραφοι 2 έως 10 του άρθρου 6, προβλέπουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα πρώιμης συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία λήψεως περιβαλλοντικών αποφάσεων και το δικαίωμα υποβολής τυχόν σχολίων, πληροφοριών, αναλύσεων ή γνωμών τις οποίες θεωρεί συναφείς με την προτεινόμενη δραστηριότητα.

8.        Το άρθρο 9, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:

«Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό:

α)      το οποίο έχει επαρκές συμφέρον ή, εναλλακτικά·

β)      το οποίο ισχυρίζεται προσβολή δικαιώματος, σε περίπτωση που η διοικητική δικονομία ενός μέρους το απαιτεί ως προϋπόθεση, διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή/και άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται δια νόμου, προκειμένου να προσβάλει την ουσιαστική και τυπική νομιμότητα οποιασδήποτε απόφασης, πράξης ή παράλειψης που υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 και, σε περίπτωση που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, άλλων σχετικών διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

Τι είναι αυτό που συνιστά επαρκές συμφέρον και προσβολή δικαιώματος προσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου και σύμφωνα με τον στόχο να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας σύμβασης. Για τον σκοπό αυτόν, κρίνεται επαρκές για τον σκοπό του στοιχείου αʹ, το συμφέρον οποιουδήποτε μη κυβερνητικού οργανισμού ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5. Οι εν λόγω οργανισμοί θεωρείται επίσης ότι έχουν δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν για τον σκοπό του στοιχείου βʹ.

[…]»

9.        Το άρθρο 9, παράγραφος 3, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον».

10.      Το άρθρο 9, παράγραφος 4, προσθέτει τα εξής:

«[…] υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων, όπως ενδείκνυται, και είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. Οι αποφάσεις κατά το παρόν άρθρο δίδονται εγγράφως ή καταγράφονται. Στις αποφάσεις των δικαστηρίων, και όποτε είναι δυνατόν των άλλων φορέων, έχει πρόσβαση το κοινό».

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία για τους οικοτόπους

11.      Στόχος της οδηγίας για τους οικοτόπους (11) είναι να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών (12). Δυνάμει της οδηγίας, συνίσταται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών (στο εξής: ΔΕΖ) προκειμένου να καταστεί δυνατή η διατήρηση ή, ενδεχομένως, η αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών (13). Εντός των ΔΕΖ, τα κράτη μέλη πρέπει να αποφεύγουν την υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και τις ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί. Κάθε σχέδιο, το οποίο χωρίς μεν να συνδέεται άμεσα ή να είναι αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, είναι όμως δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη (14).

 Η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα

12.      Στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα εκτίθενται οι ακόλουθες παρατηρήσεις. Το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα υπόλοιπα, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχειρίσεως (15). Όπως ορίζεται από τις Συνθήκες, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων διατήρησης, προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος με βάση τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης (16). Η επιτυχία της οδηγίας εξαρτάται από τη στενή συνεργασία και τη συνεπή δράση σε επίπεδο Ένωσης, κρατών μελών και σε τοπικό επίπεδο, καθώς και από την πληροφόρηση, τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων και τη συμμετοχή του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών (17). Η οδηγία αποσκοπεί στη διατήρηση και τη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (18). Για να εξασφαλισθεί η συμμετοχή του κοινού εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών ύδατος στη θέσπιση και ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, είναι αναγκαίο να παρέχονται οι κατάλληλες πληροφορίες για τα προγραμματιζόμενα μέτρα και να υποβάλλονται εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής τους, ώστε να συμμετέχει το κοινό εν γένει πριν ληφθούν τελικές αποφάσεις για τα αναγκαία μέτρα (19).

13.      Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, σκοπός της είναι η θέσπιση πλαισίου για την προστασία, μεταξύ άλλων, των εσωτερικών επιφανειακών υδάτων, το οποίο α) αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, προστατεύει και βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες τους σε νερό· β) προωθεί τη βιώσιμη χρήση του νερού βάσει μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων· και γ) αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας και τη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος.

14.      Βάσει των ορισμών που παρατίθενται στο άρθρο 2, ως «επιφανειακά ύδατα» νοούνται τα εσωτερικά ύδατα, εκτός των υπογείων υδάτων· τα μεταβατικά και τα παράκτια ύδατα, εκτός εάν πρόκειται για τη χημική τους κατάσταση, οπότε περιλαμβάνουν και τα χωρικά ύδατα· εξάλλου, ως «εσωτερικά ύδατα» ορίζεται το σύνολο των στάσιμων ή των ρεόντων επιφανειακών υδάτων και όλα τα υπόγεια ύδατα που βρίσκονται προς την πλευρά της ξηράς σε σχέση με τη γραμμή βάσης από την οποία μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων (20). Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τις επιμέρους λεκάνες απορροής ποταμού στο εθνικό τους έδαφος και τις υπάγουν σε επιμέρους περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού.

15.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, (το οποίο επιγράφεται «Περιβαλλοντικοί στόχοι») καθορίζει ορισμένους περιβαλλοντικούς στόχους προκειμένου να «[…] καταστούν λειτουργικά τα προγράμματα για τη λήψη μέτρων που καθορίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού». Συγκεκριμένα, «[τ]α κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων» των επιφανειακών υδάτων. Οφείλουν δε να «[…] προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν» όλα τα συστήματα των επιφανειακών υδάτων.

16.      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι θεσπίζεται, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (ή για το τμήμα διεθνούς περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκεται εντός της επικράτειάς του), πρόγραμμα μέτρων, όπως αυτό ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του ίδιου άρθρου. Ειδικότερα, τα μέτρα αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν «ελέγχους που διέπουν την άντληση γλυκών επιφανειακών […] υδάτων […], συμπεριλαμβανομέν[ης] απαίτησης προηγούμενης άδειας για την άντληση […]» (21). Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι καταρτίζεται ένα σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκεται εξ ολοκλήρου στο έδαφός τους. Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην υλοποίηση της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, ιδίως δε στην εκπόνηση, την αναθεώρηση και την ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού. Τα κράτη μέλη, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, δημοσιεύουν και θέτουν τα σχετικά έγγραφα στη διάθεση του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, για τη διατύπωση παρατηρήσεων.

17.      Στο σημείο 1.1 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας απαριθμούνται διάφορα ποιοτικά στοιχεία τα οποία καθορίζουν την ταξινόμηση της οικολογικής καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων. Το σημείο 1.2 περιλαμβάνει λεπτομερείς κανονιστικούς ορισμούς για την ταξινόμηση της οικολογικής καταστάσεως: η κατάσταση αυτή διακρίνεται σε «υψηλή», «καλή» και «μέτρια».

 ΗοδηγίαΕΠΕ

18.      Η οδηγία ΕΠΕ (22) απαιτεί να εκπονείται, πριν από τη χορήγηση άδειας, εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (στο εξής: εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων) για έργα τα οποία ενδέχεται λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους να έχουν σημαντικές άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις (23) στο περιβάλλον –ήτοι, μεταξύ άλλων, στην πανίδα, στη χλωρίδα και στα ύδατα (24). Το κοινό έχει το δικαίωμα να μετέχει στις διαδικασίες που συνδέονται με την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δύναται να αμφισβητεί τη νομιμότητά τους, ανεξαρτήτως του αν η εκτίμηση γίνεται χωριστά ή ενσωματώνεται στη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας για το επίμαχο έργο (25). Έργα τα οποία θεωρείται, εκ προοιμίου, ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας ΕΠΕ. Για τα έργα αυτά είναι υποχρεωτική η εκπόνηση εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Στο παράρτημα II απαριθμούνται έργα για τα οποία τα κράτη μέλη «καθορίζουν» εάν πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στηριζόμενα είτε σε κατά περίπτωση εξέταση είτε σε κατώτατα όρια και κριτήρια που θέτει το ίδιο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (26). Η οδηγία ΕΠΕ δεν απαιτεί την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για έργα τα οποία δεν περιλαμβάνονται σε κανένα από τα ανωτέρω παραρτήματα.

 Το αυστριακό δίκαιο

 Allgemeines Verwaltungsverfahrensgesetz (γενικός νόμος περί διοικητικής διαδικασίας)

19.      Τα άρθρα 41 και 42 του Allgemeines Verwaltungsverfahrensgesetz (γενικού νόμου περί διοικητικής διαδικασίας, στο εξής: AVG) ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 41: (1) Η διεξαγωγή προφορικής συζητήσεως γίνεται κατόπιν ατομικής ειδοποιήσεως των γνωστών μερών στη διαδικασία. Εάν και άλλα πρόσωπα λογίζονται ως μέρη στη διαδικασία, η διεξαγωγή της συζητήσεως αναρτάται επιπλέον στον πίνακα ανακοινώσεων της κοινότητας, με δημοσίευση στην προβλεπόμενη για δημόσιες ανακοινώσεις εφημερίδα ή στην επίσημη ηλεκτρονική εφημερίδα της διοικητικής αρχής.

(2)      […] Η ειδοποίηση (δημοσίευση) για τη διεξαγωγή της προφορικής συζητήσεως πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται για την κλήτευση, συμπεριλαμβανομένης της γνωστοποιήσεως των συνεπειών του άρθρου 42. […].

Άρθρο 42: (1) Η διεξαγωγή προφορικής συζητήσεως, όταν δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και τηρουμένου, όπου αυτό προβλέπεται, του απαιτούμενου από τις διοικητικές διατάξεις τύπου δημοσιότητας, έχει ως αποτέλεσμα ότι ένα πρόσωπο χάνει την ιδιότητα του μέρους στη διοικητική διαδικασία στην περίπτωση που δεν υποβάλει το αργότερο την προηγούμενη της ενάρξεως της συζητήσεως, αντιρρήσεις ενώπιον της διοικητικής αρχής κατά τις ώρες λειτουργίας αυτής ή κατά τη διάρκεια της συζητήσεως. Εάν στις διοικητικές διατάξεις δεν ορίζεται τύπος δημοσιότητας, επέρχεται η διαλαμβανόμενη στο πρώτο εδάφιο έννομη συνέπεια, εφόσον η δημοσίευση της διεξαγωγής προφορικής συζητήσεως έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και έχει τηρηθεί ο ενδεδειγμένος τύπος.

[…]»

 Wasserrechtsgesetz (νόμος περί υδάτων)

20.      Προκειμένου να μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα και η κατοχυρούμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής απαγόρευση υποβαθμίσεως, ο Wasserrechtsgesetz-Novelle 2003 [νόμος του 2003 που τροποποίησε τον Wasserrechtsgesetz (νόμο περί υδάτων του 1959, στο εξής: WRG του 1959)] αναθεώρησε πληθώρα διατάξεων του WRG του 1959 και θέσπισε ορισμένες νέες διατάξεις. Οι ουσιαστικές διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία χορηγήσεως άδειας δυνάμει της νομοθεσίας περί υδάτων περιλαμβάνονται, ιδίως, στα άρθρα 12, παράγραφος 2, 15, παράγραφος 1, 21, παράγραφος 3, 32 και 38 του WRG του 1959. Όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία χορηγήσεως άδειας αντλήσεως υδάτων βάσει της εθνικής νομοθεσίας περί υδάτων, τα πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του μέρους στην εν λόγω διαδικασία καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 1, στοιχεία a και b, του WRG του 1959 (27). Σε περιβαλλοντικές οργανώσεις που δεν απολαύουν δικαιωμάτων δημοσίου δικαίου δεν αναγνωρίζεται η ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 102, παράγραφος 3, του WRG του 1959, δικαίωμα υποβολής αντιρρήσεων στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας αναγνωρίζεται μόνο στα πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία. Στο άρθρο 145b, παράγραφος 3, σημειώνεται ότι σκοπός του WRG του 1959 είναι η μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα στην εθνική έννομη τάξη.

 Bundes-Verfassungsgesetz (Ομοσπονδιακός Συνταγματικός Νόμος)

21.      Το άρθρο 132, παράγραφος 1, του Bundes-Verfassungsgesetz (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Νόμου) ορίζει ότι προσφυγή κατά των αποφάσεων των διοικητικών αρχών χωρεί μόνον από πρόσωπα τα οποία επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων τους από την εκάστοτε απόφαση. Συνεπώς, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, προσβολή των δικαιωμάτων τους μπορούν να προβάλουν δικαστικώς μόνον εκείνα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία είχαν ή απέκτησαν την ιδιότητα του μέρους σε προηγηθείσα διοικητική διαδικασία.

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

22.      Η εταιρία Aichelberglift Karlstein GmbH (στο εξής: Aichelberglift) είχε λάβει άδεια αντλήσεως υδάτων από παρακείμενο ποταμό (τον ποταμό Einsiedelbach) για μια εγκατάσταση παραγωγής χιονιού σε χιονοδρομικό κέντρο στην Αυστρία. Η αίτηση της Aichelberglift εξετάστηκε αρχικώς σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Η αρμόδια εθνική αρχή έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον ήταν ήσσονος σημασίας, δεν συνέτρεχε λόγος απορρίψεως της σχετικής αιτήσεως (αρχή nihil obstat) (28).

23.      Ακολούθως, η αίτηση της Aichelberglift για τη χορήγηση άδειας εξετάστηκε στο πλαίσιο χωριστής διοικητικής διαδικασίας δυνάμει του WRG του 1959 (29). Η Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (στο εξής: Protect), μια περιβαλλοντική οργάνωση, υπέβαλε αίτημα προκειμένου να μετάσχει υπό την ιδιότητα του μέρους στη συγκεκριμένη διαδικασία δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus.

24.      Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, η Bezirkshauptmannschaft Gmünd (ήτοι, η περιφερειακή αρχή του Gmünd) διενήργησε προφορική συζήτηση σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42 του AVG. Η Protect κατέθεσε τις αντιρρήσεις της αναφορικά με το έργο, οι οποίες απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι η οργάνωση δεν είχε επικαλεστεί προσβολή δικαιωμάτων δυνάμει του WRG του 1959 και, ως εκ τούτου, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος στην οικεία διαδικασία. Στις 4 Νοεμβρίου 2013, η Bezirkshauptmannschaft Gmünd ενέκρινε την αίτηση της Aichelberglift για τη χορήγηση της άδειας.

25.      Η Protect άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Landesverwaltungsgericht Niederösterreich (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο της Κάτω Αυστρίας), η οποία απορρίφθηκε καθόσον το δικαστήριο έκρινε ότι η περιβαλλοντική οργάνωση δεν είχε την ιδιότητα του μέρους στη διοικητική διαδικασία διότι δεν υπέβαλε εμπροθέσμως τις αντιρρήσεις της, δηλαδή είτε, το αργότερο μία ημέρα προ της ενάρξεως της προφορικής συζητήσεως, είτε κατά τη διάρκεια της προφορικής συζητήσεως (30). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 42 του AVG, η Protect είχε απολέσει την ιδιότητα του μέρους.

26.      Η Protect άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά αυτής της αποφάσεως. Ουσιαστικά υποστήριξε ότι, δυνάμει των άρθρων 2, παράγραφοι 4 και 5, και 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, η ίδια, αφενός, είχε την ιδιότητα του μέρους στη διοικητική διαδικασία που αφορά τον WRG του 1959 και, αφετέρου, διατηρούσε έννομο συμφέρον όσον αφορά τη διασφάλιση τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το περιβάλλον.

27.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά:

«1)      Έχει το άρθρο 4 της [οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα] ή καθαυτή η οδηγία την έννοια ότι απονέμει σε περιβαλλοντική οργάνωση δικαιώματα, στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία δεν υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της [οδηγίας ΕΠΕ], για τη διασφάλιση των οποίων η εν λόγω περιβαλλοντική οργάνωση διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της [Συμβάσεως του Aarhus];

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος:

2)      Επιβάλλεται, βάσει των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus, τα εν λόγω δικαιώματα να μπορούν να ασκούνται ήδη στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής αρχής ή επαρκεί η δυνατότητα παροχής δικαστικής προστασίας κατά της αποφάσεως της διοικητικής αρχής;

3)      Είναι επιτρεπτό να υποχρεώνει το εθνικό δίκαιο περί διοικητικής διαδικασίας (άρθρο 42 του αυστριακού γενικού νόμου περί διοικητικής διαδικασίας) την περιβαλλοντική οργάνωση –όπως και τα λοιπά μέρη στη διαδικασία– να υποβάλει εμπροθέσμως τις αντιρρήσεις της ήδη κατά το στάδιο της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών αρχών, και όχι το πρώτον υπό μορφή προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο, διότι ειδάλλως χάνει την ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία και τη δυνατότητα προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο;».

28.      Τα ίδια ζητήματα ανέκυψαν και στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑663/15, Umweltverband WWF Österreich, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προς το Δικαστήριο από το ίδιο αιτούν δικαστήριο. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Ιανουαρίου 2016, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση εκείνης της υποθέσεως και της υπό κρίση υποθέσεως προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Η Umweltverband WWF Österreich, η Protect, η Ötztaler Wasserkraft GmbH (η άλλη διάδικος στην υπόθεση C‑663/15), η Δημοκρατία της Αυστρίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις για αμφότερες τις υποθέσεις. Κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 15 Μαρτίου 2017, άπαντες οι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

29.      Με απόφαση που εξέδωσε στις 27 Απριλίου 2017, το αιτούν δικαστήριο εξαφάνισε την απόφαση του Landesverwaltungsgericht Tirol (τοπικού διοικητικού δικαστηρίου του Τιρόλου) της 8ης Ιανουαρίου 2015 στην υπόθεση C‑663/15, Umweltverband WWF Österreich. Με διάταξη της 30ής Μαΐου 2017, το αιτούν δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προσφυγή της WWF στην υπόθεση εκείνη είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και διέταξε την κατάργηση της δίκης. Με διάταξη της 28ης Ιουνίου 2017, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αποσύρει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑663/15. Η διάταξη αυτή κοινοποιήθηκε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουλίου 2017. Με την από 11 Ιουλίου 2017 διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος διαχωρίστηκαν οι υποθέσεις C‑663/15 και C‑664/15 και με διάταξη της 14ης Ιουλίου 2017, η υπόθεση C‑663/15 διαγράφηκε.

30.      Είναι, ειλικρινά, λυπηρό το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν ενημερώθηκε νωρίτερα σχετικά με την επικείμενη διαγραφή της υποθέσεως C‑663/15. Μεταξύ της 27ης Απριλίου 2017 και της 10ης Ιουλίου 2017 δαπανήθηκαν, για τη λεπτομερή εξέταση της υποθέσεως εκείνης, πολύτιμος χρόνος και προσπάθεια, που θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο να αφιερωθούν σε άλλες, «ζωντανές» υποθέσεις. Όπως ακριβώς το πνεύμα συνεργασίας που διαπνέει τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ απαιτεί από το παρόν Δικαστήριο να εξετάζει με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα τις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση του, το ίδιο πνεύμα συνεργασίας επιβάλλει στο εκάστοτε αιτούν δικαστήριο την υποχρέωση να ενημερώνει το Δικαστήριο σχετικά με οποιαδήποτε ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών η οποία ενδέχεται να επηρεάσει την τύχη μιας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

31.      Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη έργο αφορά την άντληση υδάτων από έναν τοπικό ποταμό. Συνεπώς, κατά τα φαινόμενα, το έργο αφορά την άντληση γλυκών επιφανειακών υδάτων κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα. Επομένως, το εν λόγω έργο, αφενός, υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση άδειας σύμφωνα με τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της προαναφερθείσας διατάξεως και, αφετέρου, καλύπτεται από την απαγόρευση υποβαθμίσεως της καταστάσεως των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της ίδιας οδηγίας.

32.      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Protect πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να λογίζεται ως «ενδιαφερόμενο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της Συμβάσεως του Aarhus ούτε ότι εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια του «κοινού» για τους σκοπούς του άρθρου 6 της ίδιας Συμβάσεως.

 Έχει το Δικαστήριο την αρμοδιότητα να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα;

33.      Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα. Συντάσσομαι με την άποψη αυτή και θα εξετάσω το συγκεκριμένο ζήτημα μόνο συνοπτικά.

34.      Η Σύμβαση του Aarhus αποτελεί μια μικτή συμφωνία, η οποία συνήφθη από την Ένωση βάσει συντρέχουσας αρμοδιότητάς της με τα κράτη μέλη. Οι διατάξεις της Συμβάσεως συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης (31). Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ήταν αρμόδιο για την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus (32) και, συναφώς, έχει εκδώσει σημαντικό αριθμό αποφάσεων στο πλαίσιο αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων και διαδικασιών επί παραβάσει (33).

35.      Ειδικότερα, με την απόφαση Brown Bears I, το Δικαστήριο έκρινε, σε σχέση με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, ότι ο σχετικός τομέας του δικαίου «[…] καλύπτε[ται] ευρέως από το δίκαιο της Ένωσης» και ότι, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus (34).

36.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Protect υποστηρίζει ότι από το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της Συμβάσεως του Aarhus, αντλεί, αφενός, δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία που αφορά την αίτηση χορηγήσεως άδειας αντλήσεως υδάτων και, αφετέρου, δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής. Στα κράτη μέλη, η άντληση επιφανειακών και υπογείων υδάτων υπόκειται σε διαδικασία αδειοδοτήσεως (άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας)· η χορήγηση της σχετικής άδειας δεν θα πρέπει να θίγει, μεταξύ άλλων, με την απαγόρευση υποβαθμίσεως της καταστάσεως των συστημάτων επιφανειακών υδάτων (άρθρο 4, παράγραφος 1)· παρέκκλιση από την ανωτέρω απαγόρευση χωρεί μόνον υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 7, της οδηγίας.

37.      Εφαρμόζοντας απλώς κατ’ αναλογία τις αρχές που τέθηκαν με την απόφαση Brown Bears I, καθίσταται σαφές ότι το Δικαστήριο είναι όντως αρμόδιο να προβεί σε ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας‑πλαισίου για τα ύδατα.

 Ποιες είναι οι κρίσιμες διατάξεις της Συμβάσεως του Aarhus;

38.      Η λογική που διαπνέει το σύστημα της Συμβάσεως του Aarhus συνίσταται στο ότι η ένταση της συμμετοχής του κοινού και το εύρος των δικαιωμάτων του κοινού στις διοικητικές διαδικασίες τελούν σε συνάρτηση με τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των επίμαχων δραστηριοτήτων.

39.      Έτσι, έργα τα οποία πιθανολογείται ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1 (35) και, συνακόλουθα, του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus. Δυνάμει των δύο αυτών διατάξεων, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις θεμελιώνουν, αφενός, δικαίωμα συμμετοχής στις διοικητικές διαδικασίες που αφορούν τα οικεία έργα και, αφετέρου, το συνακόλουθο δικαίωμα ένδικης προσφυγής κατά των σχετικών αποφάσεων.

40.      Στις περιπτώσεις που θεωρείται ότι το σχεδιαζόμενο έργο δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, το άρθρο 6, και συνακόλουθα, το άρθρο 9, παράγραφος 2, δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Οι διαδικασίες αυτές υπόκεινται μόνο στο άρθρο 9, παράγραφος 3, το οποίο εφαρμόζεται «[ε]πιπλέον, και υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, [του άρθρου 9]». Συνεπώς, το άρθρο 9, παράγραφος 3, αποτελεί για το κοινό μια «εφεδρικού χαρακτήρα» διάταξη στην οποία αυτό μπορεί να στηριχθεί προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβασή του στη δικαιοσύνη, εφόσον είναι ανέφικτη η επίκληση του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2 (36).

41.      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, ορίζει ότι το κοινό πρέπει να «[…] διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον». Ως εκ τούτου, στην πρόσβαση αυτή συμπεριλαμβάνεται η πρόσβαση στη διαδικασία μέσω της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα αποφάσεως (ήτοι, πράξεως της δημόσιας αρχής) που εκδόθηκε κατόπιν διοικητικής διαδικασίας, η οποία, κατά την άποψη του προσώπου που την προσβάλει, αντιβαίνει στο άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα. Το κατά πόσον η ίδια η διαδικασία με την οποία προσβάλλεται η πράξη της δημόσιας αρχής έχει διοικητικό ή δικαστικό χαρακτήρα, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από το εθνικό δίκαιο –όπως προκύπτει εν προκειμένω στην Αυστρία ισχύει το δεύτερο, όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του WRG του 1959.

42.      Σε αντίθεση με το άρθρο 6, το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεν προβλέπει δικαίωμα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της αποφάσεως. Κατ’ αντιδιαστολή προς το άρθρο 9, παράγραφος 2, η ως άνω διάταξη δεν αναφέρεται ρητώς στο locus standiτων περιβαλλοντικών οργανώσεων. Εκτιμώ ότι τούτο συμβαίνει, κατά πάσα πιθανότητα, διότι οι συντάκτες της Συμβάσεως του Aarhus έχοντας ήδη εξηγήσει λεπτομερώς (στο άρθρο 9, παράγραφος 2) ότι, για τους σκοπούς του δικαστικού ελέγχου, περιβαλλοντικές οργανώσεις οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 5, γίνεται εκ των πραγμάτων δεκτό ότι πληρούν τη δικονομική απαίτηση περί «επαρκούς συμφέροντος» ή του «ισχυρισμού προσβολής δικαιώματος» (ανάλογα με το ποιο από τα δύο συνιστά το κριτήριο για την εκτίμηση του locus standiτου ενδιαφερομένου συμβαλλόμενου μέρους), θεώρησαν ότι είχαν ήδη παράσχει επαρκείς ερμηνευτικές διευκρινίσεις επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

43.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η κρίσιμη διάταξη της Συμβάσεως του Aarhus για την υπό κρίση υπόθεση είναι το άρθρο 9, παράγραφος 3. Συναφώς, επισημαίνει ότι η οδηγία ΕΠΕ δεν απαιτεί την εκπόνηση εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων για έργα με αντικείμενο την άντληση υδάτων για την παραγωγή χιονιού και ότι, ως εκ τούτου, η αίτηση της Aichelberglift για τη χορήγηση άδειας έπρεπε να εξεταστεί αποκλειστικά και μόνον υπό το πρίσμα των εθνικών διατάξεων σχετικά με τα ύδατα (ήτοι, τον WRG του 1959). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η Ολλανδική Κυβέρνηση όσο και η Protect υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να έχει γίνει δεκτό ότι, μέχρι ενός τουλάχιστον βαθμού, το άρθρο 9, παράγραφος 2, τυγχάνει εφαρμογής στην κύρια δίκη.

44.      Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι το σχέδιο Aichelberglift δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος I της Συμβάσεως του Aarhus (37) ούτε σε αυτό του παραρτήματος I της οδηγίας ΕΠΕ (38) και, συνεπώς, δεν υπόκειται σε υποχρεωτική εκτίμηση επιπτώσεων βάσει της τελευταίας αυτής οδηγίας. Την ανάλυση αυτή επιβεβαιώνει και το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής. Ως εκ τούτου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως του Aarhus δεν έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή.

45.      Όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να καθορίζουν κατά πόσον οι εκάστοτε δραστηριότητες «[…] δύνανται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον» (η υπογράμμιση δική μου) (39). Συναφώς, ακόμη και «η απλή πιθανότητα σημαντικών επιπτώσεων θέτει σε εφαρμογή [τη συγκεκριμένη] υποχρέωση» (40). Κρίσιμοι παράγοντες οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι το μέγεθος, η τοποθεσία και τα χαρακτηριστικά των δυνητικών επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον (41).

46.      Το υλικό που τέθηκε στη διάθεση του Δικαστηρίου δεν είναι αρκετό προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το σχέδιο Aichelberglift εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως του Aarhus. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη περί παραπομπής δεν καθίσταται σαφές εάν το επίμαχο στην κύρια δίκη έργο εξετάστηκε, ή θα έπρεπε να εξεταστεί, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον –βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ΕΠΕ ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως του Aarhus– ήταν απαραίτητη η εκπόνηση εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων (42) και κατά πόσον η Protect είχε, ή όχι, τη δυνατότητα να προσβάλει το πόρισμα αυτής της εκτιμήσεως (43). Είναι επίσης ασαφές εάν, και σε ποιον βαθμό, το συγκεκριμένο έργο ευρίσκεται εντός ΔΕΖ κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους και εάν η σημασία των επιπτώσεων του έργου επί των υδάτων εξετάστηκε (ή όχι) στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Τέλος, δεν αποσαφηνίστηκε ακριβώς η σχέση που συνδέει την ως άνω εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία αδειοδοτήσεως, καίτοι το γεγονός ότι οι δύο αυτές διαδικασίες (ενδεχομένως) επηρεάζουν η μία την άλλη μπορεί να είναι κρίσιμο όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus (44).

47.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στην απαραίτητη έρευνα των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να διαπιστώσει εάν το σχέδιο Aichelberglift εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως του Aarhus. Εφόσον τούτο ισχύει, τότε το άρθρο 9, παράγραφος 2, έχει όντως εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο μπορούν να ανευρεθούν στην ήδη πλούσια νομολογία σχετικά με το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus (45), όπως αυτή εξελίχθηκε ιδίως στο πλαίσιο του άρθρου 11 της οδηγίας ΕΠΕ, το οποίο αποτυπώνει, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, τη διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 2.

48.      Στα επόμενα σημεία των παρουσών προτάσεών μου, προχωρώ στην ανάλυσή μου εκκινώντας από την παραδοχή ότι το άρθρο 6 και, κατά συνέπεια, το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω και ότι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ανέκυψε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, επειδή η Protect υποστήριξε ότι η χορήγηση άδειας στην Aichelberglift για την άντληση υδάτων με σκοπό την παραγωγή χιονιού αντιβαίνει στο άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικά και μόνον από τη σκοπιά του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

49.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ουσιαστικά, να διευκρινιστεί εάν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις δύνανται να επικαλούνται το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα ή την οδηγία αυτή συνολικά, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, προκειμένου να προσβάλουν, ενώπιον διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου, τη νομιμότητα πράξεων ή παραλείψεων των αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας η οποία δεν υπόκειται στην οδηγία ΕΠΕ, όπως συμβαίνει με την επίμαχη στην κύρια δίκη.

50.      Το ερώτημα αυτό είναι διατυπωμένο με γενικό τρόπο. Στην υπό κρίση υπόθεση, η διοικητική διαδικασία διενεργήθηκε από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον WRG του 1959, στόχος του οποίου ήταν η μεταφορά της οδηγίας‑πλαισίου για τα ύδατα στην εσωτερική έννομη τάξη. Η πράξη που προσεβλήθη στο πλαίσιο της κύριας δίκης είναι μια άδεια που χορηγήθηκε δυνάμει του WRG του 1959. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η απόφαση για τη χορήγηση τέτοιας άδειας υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Landesverwaltungsgericht (τοπικού διοικητικού δικαστηρίου).

51.      Συνεπώς, το βασικό ζήτημα στο πλαίσιο του ερωτήματος αυτού είναι η ενεργητική νομιμοποίηση των περιβαλλοντικών οργανώσεων ως προς την προσβολή τέτοιου είδους αδειών ενώπιον δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων, σε σχέση με το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα. Αρχικώς, θα εξετάσω το νόημα του άρθρου 4 της οδηγίας και, στη συνέχεια, θα αναλύσω κατά πόσον οι περιβαλλοντικές οργανώσεις διαθέτουν την ενεργητική νομιμοποίηση να αμφισβητούν τη νομιμότητα των αδειών αυτών.

 Το νόημα του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα

52.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα καθόσον δεν προσδιορίζει τους αποδέκτες του, ενώ η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Protect αντιτείνουν ότι θα πρέπει να επιτρέπεται σε αναγνωρισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις να επικαλούνται τη συγκεκριμένη διάταξη.

53.      Η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα αναφέρεται στο νερό ως μια κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει προασπίσεως και κατάλληλης μεταχειρίσεως (αιτιολογική σκέψη 1). Η οδηγία θεσπίζει ένα πλαίσιο για την αποτροπή της υποβαθμίσεως, την ενίσχυση της προστασίας και τη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (αιτιολογική σκέψη 19 και άρθρο 1). Συμβάλλει δε στην προώθηση των περιβαλλοντικών στόχων των Συνθηκών (αιτιολογική σκέψη 11).

54.      Το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, όπου ορίζεται ο γενικός περιβαλλοντικός σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία, κατέχει κεντρική θέση στο συνολικό σύστημα προστασίας των υδάτων που θεσπίζεται με την οδηγία.

55.      Παρά το γεγονός ότι η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα είναι, ακριβώς, μια οδηγία–πλαίσιο, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση ορόσημο στην υπόθεση Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, ότι «[…] το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/60 δεν περιορίζεται στον καθορισμό, υπό μορφή προγραμματικής εξαγγελίας, απλών στόχων διαχειριστικού σχεδιασμού, αλλά παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα […]» (46). Το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, το οποίο ορίζει ότι «τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων επιφανειακών υδάτων» συνεπάγεται την υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν τα ανάλογα μέτρα (47). Η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να τηρείται ιδίως κατά την έγκριση μεμονωμένων έργων υπό το νομικό καθεστώς που διέπει την προστασία των υδάτων, μεταξύ άλλων με την άρνηση αδειοδοτήσεως έργων τα οποία ενδέχεται να επιφέρουν υποβάθμιση της καταστάσεως των οικείων συστημάτων υδάτων, εκτός και αν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα συγκεκριμένο έργο εμπίπτει σε μία από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 4, παράγραφος 7 (48).

56.      Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει υπό ευρεία έννοια τη φράση «υποβάθμιση της καταστάσεως» των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα. Έτσι, τέτοια υποβάθμιση υφίσταται όταν η κατάσταση τουλάχιστον ενός από τα ποιοτικά στοιχεία κατά την έννοια του παραρτήματος V της οδηγίας υποβαθμίζεται κατά μία κλάση, ακόμη και αν η υποβάθμιση αυτή δεν συνεπάγεται την επί τα χείρω τροποποίηση της ταξινομήσεως του συστήματος επιφανειακών υδάτων στο σύνολό του (49).

57.      Κατά πάγια νομολογία, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει ότι, από απόψεως περιεχομένου, οι διατάξεις μιας οδηγίας δεν τελούν υπό αίρεση και είναι επαρκώς ακριβείς, είναι δυνατή, εφόσον δεν έχουν ληφθεί εμπροθέσμως εκτελεστικά μέτρα, η επίκληση των διατάξεων αυτών είτε στο πλαίσιο της προσβολής του κύρους κάθε εθνικής διατάξεως που δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία είτε στο μέτρο που απονέμουν δικαιώματα τα οποία οι ιδιώτες είναι σε θέση να προβάλουν έναντι του κράτους (50).

58.      Η απαγόρευση υποβαθμίσεως είναι, κατά την άποψή μου, απαρέγκλιτη, ανεπιφύλακτη και αρκούντως ακριβής ώστε να θεωρηθεί ότι παράγει άμεσο αποτέλεσμα (51).

59.      Στο πλαίσιο των οδηγιών που αφορούν το περιβάλλον, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι οι αρκούντως ακριβείς διατάξεις σχετικά με την προστασία της κοινής φυσικής κληρονομιάς έχουν άμεσο αποτέλεσμα παρά το γεγονός ότι δεν παρέχουν ρητώς δικαιώματα σε ιδιώτες (52). Πλέον προσφάτως, το Δικαστήριο αναγνώρισε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους (53), το οποίο επιβάλλει την υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από τη χορήγηση άδειας για έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε προστατευόμενες περιοχές. Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι, οσάκις η μη τήρηση των μέτρων που επιβάλλονται από οδηγία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία των ανθρώπων, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δύνανται να επικαλούνται ουσιαστικού δικαίου κανόνες για να επιτύχουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους (54).

60.      Στις υποθέσεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η υπόθεση Brown Bears II, το Δικαστήριο έκρινε ότι θα ήταν ασυμβίβαστος προς το δεσμευτικό αποτέλεσμα που προσδίδει το άρθρο 288 ΣΛΕΕ στις οδηγίες, ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως από αναγνωρισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις των υποχρεώσεων τις οποίες η οδηγία αυτή επιβάλλει. Στις περιπτώσεις στις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης επιβάλλει, μέσω οδηγίας, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επιδείξουν συγκεκριμένη συμπεριφορά, η αποτελεσματικότητα της υποχρεώσεως αυτής θα εξασθενούσε εάν οι δεν επιτρεπόταν στους ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων. Ομοίως, η αποτελεσματικότητα αυτή θα θιγόταν και αν τα εθνικά δικαστήρια στερούνταν τη δυνατότητα να την λάβουν υπόψη τους ως στοιχείο του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να κρίνουν κατά πόσον ο εθνικός νομοθέτης παρέμεινε, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας του όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους εφαρμογής, εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που του παρέχει η οδηγία (55).

61.      Η δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα απορρέει από την (αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης) επέμβαση που πρέπει να αποτραπεί. Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 4, στο μέτρο που το εθνικό τους δίκαιο τους παρέχει τις ανάλογες δυνατότητες έννομης προστασίας (56).

 Διαθέτει μια περιβαλλοντική οργάνωση την ενεργητική νομιμοποίηση να επικαλεστεί το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα;

62.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, πέραν της μεμονωμένης διατάξεως του άρθρου 14, η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα δεν προβλέπει ούτε δικαίωμα συμμετοχής ούτε δικαίωμα δικαστικού ελέγχου. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με άλλες περιβαλλοντικές οδηγίες (57), ορισμένες εκ των οποίων τροποποιήθηκαν επί τούτου προκειμένου να υλοποιήσουν τα δικαιώματα που προβλέπονται από το άρθρο 9 της Συμβάσεως του Aarhus (58). Προσθέτει δε, ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο είναι η διάταξη στην οποία στηρίζεται η Protect προκειμένου να δικαιολογήσει την ενεργητική της νομιμοποίηση, δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα.

 Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus

63.      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, ορίζει ότι κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι το κοινό (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι περιβαλλοντικές οργανώσεις δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4), εφόσον πληροί τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, έχει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις ιδιωτών και δημοσίων αρχών, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον. Επομένως, η προαναφερθείσα διάταξη θεσπίζει, μεταξύ άλλων, δικαίωμα προσβολής πράξεων των διοικητικών αρχών οι οποίες έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών.

64.      Δεν αμφισβητείται ότι στο πλαίσιο αυτό δεν έχει εφαρμογή καμία άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία να έχει θεσπιστεί ειδικώς προκειμένου να υλοποιήσει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus. Συγκεκριμένα, η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα θεσπίζει ένα νομοθετικό πλαίσιο χωρίς να εξειδικεύει τους λεπτομερείς δικονομικούς κανόνες που απαιτούνται για την εφαρμογή του. Αυτό καθαυτό το άρθρο 4 δεν παρέχει στις περιβαλλοντικές οργανώσεις το δικαίωμα να θέσουν σε κίνηση τη διαδικασία διοικητικού ή δικαστικού ελέγχου. Μοναδική σχετική διάταξη φαίνεται να είναι το άρθρο 14, παράγραφος 1 («Πληροφόρηση του κοινού και διαβουλεύσεις»), το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη «ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην υλοποίηση της [παρούσας] οδηγίας […]» (59). Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη διάταξη είναι πολύ αόριστη για να θεωρηθεί ότι απορρέουν ευθέως από αυτήν δικονομικά δικαιώματα.

65.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα (60). Συνεπώς, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις δεν μπορούν να επικαλεστούν απευθείας τη διάταξη αυτή προκειμένου να προβάλουν ενεργητική νομιμοποίηση για την αμφισβήτηση πράξεων των εθνικών αρχών, όπως η άδεια που χορηγήθηκε στην Aichelberglift.

66.      Ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους η ρύθμιση των δικονομικών λεπτομερειών των προσφυγών που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης, στην προκειμένη περίπτωση η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα και η Σύμβαση του Aarhus, ενώ τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη της διασφαλίσεως της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων αυτών σε κάθε επιμέρους περίπτωση (61).

67.      Η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών δεν είναι απόλυτη. Πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους σκοπούς και τους στόχους της Συμβάσεως του Aarhus και της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα.

68.      Στο σημείο αυτό, επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, η αρχή της «υψηλού επιπέδου προστασίας και βελτίωσης της ποιότητος του περιβάλλοντος» που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ κατέστη κατευθυντήριος στόχος του δικαίου της Ένωσης. Η ίδια αρχή αποτυπώνεται επίσης στο άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (62), ο οποίος –και πάλι, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας– αποτελεί τμήμα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και πρέπει να λογίζεται ως ερμηνευτικό εργαλείο του παραγώγου δικαίου (63).

69.      Από την οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα συνάγεται ότι τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη για την υλοποίηση των περιβαλλοντικών της στόχων, όπως αυτοί καθορίζονται ιδίως στα άρθρα της 1 και 4, καθώς και ότι η επιτυχία της οδηγίας εξαρτάται ιδίως από την πληροφόρηση, τη διαβούλευση και τη συμμετοχή του κοινού (αιτιολογική σκέψη 14) (64). Εξάλλου, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών στην υλοποίηση της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα.

70.      Οι διατάξεις αυτές υποδηλώνουν με ποιον τρόπο θα πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus. Η συμμετοχή του κοινού στα πρώιμα στάδια μιας διοικητικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα θα καθίστατο, σε μεγάλο βαθμό, άνευ αντικειμένου εάν, ορισμένα έστω μέλη του κοινού, δεν διαθέτουν, σε μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας αυτής, ενεργητική νομιμοποίηση, ιδίως προκειμένου να αμφισβητήσουν τη συμβατότητα των αποφάσεων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας με την οδηγία.

 Κριτήρια τα οποία μπορούν να θέσουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus

71.      Ομολογουμένως, στο πλαίσιο της Συμβάσεως του Aarhus τα κράτη μέλη διαθέτουν μεγάλο περιθώριο ευελιξίας. Ειδικότερα, το δικαίωμα ασκήσεως διοικητικών ή ενδίκων μέσων έννομης προστασίας, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 9, παράγραφος 3, αναγνωρίζεται μόνο όποιο μέλος του κοινού «[…] πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο».

72.      Όμως, παράλληλα με τη θέσπιση διαδικαστικών κανόνων προς υλοποίηση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, τα κράτη μέλη οφείλουν να έχουν υπόψη τους ότι η Σύμβαση έχει ως στόχο να διασφαλίσει «[…] στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών, αποτελεσματικ[ούς] δικαστικ[ούς] μηχανισμ[ούς], ούτως ώστε να προστατεύονται τα νόμιμα συμφέροντά του και να εφαρμόζεται ο νόμος» (δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη).

73.      Η φράση «[…] πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο» δεν μπορεί να λειτουργήσει «[…] ως δικαιολογία για την καθιέρωση ή την εισαγωγή κριτηρίων τόσο αυστηρών ώστε, ουσιαστικά, να απαγορεύεται σε όλες ή σχεδόν όλες τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να προσβάλουν πράξεις ή παραλείψεις οι οποίες αντιβαίνουν στην εθνική περιβαλλοντική νομοθεσία»· η φράση αυτή «[…] υποδηλώνει την αυτοσυγκράτηση που πρέπει να επιδεικνύουν τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς τη θέσπιση πολύ αυστηρών κριτηρίων. Η πρόσβαση στις σχετικές διαδικασίες θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση ενώ επίσης, «[…] οποιαδήποτε κριτήρια αυτού του είδους θα πρέπει να είναι σύμφωνα προς τους σκοπούς της Συμβάσεως όσον αφορά τη διασφάλιση της προσβάσεως στη δικαιοσύνη» (65). Θεωρώ ότι η πλέον λογική ερμηνεία αυτής της φράσεως είναι ότι πρόκειται περί μιας παραπομπής στις διαζευκτικές δικονομικές απαιτήσεις περί «επαρκούς εννόμου συμφέροντος» και του «ισχυρισμού προσβολής δικαιώματος», στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 9, παράγραφος 2.

74.      Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Djurgården-Lilla Värtans Miljöskyddsförening (66) ανέλυσα ποιες προϋποθέσεις μπορούν να θέτουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337 (η οποία έχει πλέον αντικατασταθεί από την οδηγία ΕΠΕ), η οποία αναφέρεται σε «[…] απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται από την οικεία εθνική νομοθεσία» (67). Όλα όσα ανέφερα εκεί ισχύουν και στην υπό κρίση υπόθεση. Περιβαλλοντικές οργανώσεις οι οποίες προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος και πληρούν αντικειμενικές, διαφανείς και μη εισάγουσες διακρίσεις απαιτήσεις που διευκολύνουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη μπορούν, κατ’ εμέ, να επικαλούνται το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus.

75.      Κατά συνέπεια, η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να αποκλείει κατά τρόπο γενικό τα δικαιώματα όλων των περιβαλλοντικών οργανώσεων από το άρθρο 9, παράγραφος 3, με πρόσχημα την εισαγωγή «κριτηρίων» στην εθνική τους νομοθεσία για την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων (68). Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Trianel (69) υποστήριξα ότι, όπως μια Ferrari με κλειδωμένες τις πόρτες είναι μάλλον άχρηστη, έτσι και ένα σύστημα προστασίας έχει ελάχιστο πρακτικό αντίκρισμα εάν απουσιάζει η δυνατότητα προσβάσεως στο σύστημα αυτό όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες ενδίκων βοηθημάτων.

76.      Αυτή η ερμηνεία της έννοιας «τυχόν κριτήρια» θα είχε όντως παράλογες συνέπειες. Ένα δικονομικό σύστημα το οποίο επί της ουσίας στερεί από κάθε περιβαλλοντική οργάνωση το δικαίωμα προσβολής διοικητικών πράξεων οι οποίες εκδόθηκαν βάσει των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς της οδηγίας‑πλαισίου για τα ύδατα στην εσωτερική έννομη τάξη, θα υπονόμευε σοβαρά την πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως του άρθρου 4 (70) και, γενικότερα, θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού της υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας, ο οποίος αποτυπώνεται στο άρθρο 37 του Χάρτη.

 Ο ρόλος των περιβαλλοντικών οργανώσεων

77.      Το φυσικό περιβάλλον ανήκει σε όλους μας και η προστασία του αποτελεί συλλογική μας ευθύνη. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης για το περιβάλλον αφορούν, κατά βάση, το δημόσιο συμφέρον και όχι απλώς την προστασία των συμφερόντων των ιδιωτών (71). Ούτε το νερό ούτε τα ψάρια που διαβιούν εντός του μπορούν να προσφύγουν στα δικαστήρια. Ούτε ασφαλώς τα δέντρα μπορούν να παραστούν ως διάδικοι, παρά το παράστημά τους (72).

78.      Τόσο το αιτούν δικαστήριο, με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, όσο και η Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση εξήγησαν ότι, κατά το αυστριακό δίκαιο, ο προσφεύγων αποκτά ενεργητική νομιμοποίηση σε μια διοικητική ή ένδικη διαδικασία μόνον εάν έχει ουσιαστικά ατομικά δικαιώματα τα οποία ισχυρίζεται ότι έχουν θιγεί. Εκ φύσεως, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις δεν μπορούν να πληρούν αυτή την προϋπόθεση περί ουσιαστικών ατομικών δικαιωμάτων. Τούτο καθιστά πρακτικώς αδύνατη την εκ μέρους τους προσβολή διοικητικών αποφάσεων ενώπιον διοικητικών αρχών ή δικαστηρίων, ανεξάρτητα από την επιμέλεια που επιδεικνύουν ή την κρισιμότητα των παρατηρήσεων που επιθυμούν να υποβάλουν.

79.      Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, ούτε καν ιδιώτες κάτοχοι δικαιωμάτων δεν μπορούν να προσφύγουν δικαστικώς επικαλούμενοι παράβαση διατάξεως που αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος ή διατάξεως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, όπως η απαγόρευση υποβαθμίσεως που προβλέπεται από το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα. Κατά συνέπεια, ουδείς μπορεί να δράσει προκειμένου να προστατεύσει το περιβάλλον, παρά μόνον εάν τα ατομικά δικαιώματα ιδιωτών ταυτίζονται με το δημόσιο συμφέρον και τα πρόσωπα αυτά αποφασίσουν να προσφύγουν ενώπιον διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου προκειμένου να ασκήσουν αυτά τους τα δικαιώματα (73).

80.      Όπως εξήγησα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Djurgården-Lilla Värtans Miljöskyddsförening (74), οι περιβαλλοντικές οργανώσεις αποτελούν την έκφραση του συλλογικού δημοσίου συμφέροντος, το οποίο, σε διαφορετική περίπτωση, ουδείς άλλος θα μπορούσε να υπερασπιστεί. Δύνανται να συγκεντρώσουν σε μία μόνον ένδικη προσφυγή τις αιτήσεις μεγάλου αριθμού ιδιωτών, λειτουργούν ως φίλτρο και συνεισφέρουν τις εξειδικευμένες γνώσεις τους, διευκολύνοντας, με τον τρόπο αυτό, τα δικαστήρια να αποφανθούν επί των σχετικών υποθέσεων. Έτσι, μακροπρόθεσμα, συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία των περιβαλλοντικών διαδικασιών. Με τον τρόπο αυτό, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της κοινής μας περιβαλλοντικής κληρονομίας.

81.      Οι συντάκτες της Συμβάσεως του Aarhus επέλεξαν να μην καθιερώσουν μια actio popularisγια τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Αντιθέτως, επέλεξαν να ενισχύσουν τον ρόλο των περιβαλλοντικών οργανώσεων. Έτσι, κατέφυγαν σε μια μέση λύση μεταξύ, αφενός, της μαξιμαλιστικής (actio popularis) και, αφετέρου, της μινιμαλιστικής προσεγγίσεως (δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής αποκλειστικά και μόνον από τα πρόσωπα εκείνα των οποίων διακυβεύονται τα άμεσα συμφέροντα) (75). Αυτή, κατά την άποψή μου, ήταν η πλέον λογική και ρεαλιστική στάθμιση.

82.      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι οι ιδιώτες και οι ενώσεις καλούνται να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος (76). Η έβδομη, η δέκατη τρίτη και η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως του Aarhus υπογραμμίζουν τη σημασία των περιβαλλοντικών οργανώσεων. Όπως ορθώς επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott στις προτάσεις της επί της υποθέσεως Brown Bears II (77), το άρθρο 2, παράγραφος 5, της Συμβάσεως του Aarhus προβλέπει την αναγνώριση των συμφερόντων οργανώσεων οι οποίες προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος και πληρούν τα τυχόν κριτήρια που τίθενται από το εθνικό τους δίκαιο. Ομοίως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) έχει υπογραμμίσει τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, κρίνοντας ότι, όσον αφορά τα ζητήματα δημοσίου συμφέροντος, αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «άγρυπνοι φρουροί» του κοινωνικού συμφέροντος (78).

83.      Γενικότερα, φρονώ ότι οι αρχές που καλούνται να λάβουν μια απόφαση διοικητικού ή δικαστικού χαρακτήρα είναι προτιμότερο να έχουν περισσότερες, και όχι λιγότερες, πληροφορίες στη διάθεσή τους σχετικά με τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του προτεινόμενου έργου. Τούτο συνηγορεί υπέρ της αναγνωρίσεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως στις περιβαλλοντικές οργανώσεις που πληρούν τα οριζόμενα από την εθνική νομοθεσία κριτήρια σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία τους (79). Δεδομένου του ρόλου που διαδραματίζουν στα περιβαλλοντικά ζητήματα, οι οργανώσεις αυτές είναι οι πλέον κατάλληλες να παράσχουν σημαντικά πληροφοριακά στοιχεία.

84.      Κατά την άποψή μου, τα άρθρα 2, παράγραφος 5 και 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus παρέχουν ένα γενικό πλαίσιο κατανόησης της προσεγγίσεως του ρόλου των περιβαλλοντικών οργανώσεων ως παραγόντων προστασίας του περιβάλλοντος. Στις περιπτώσεις που οι σχετικές με το περιβάλλον οδηγίες της Ένωσης επιβάλλουν δεσμευτικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη, περιβαλλοντικές οργανώσεις οι οποίες πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της Συμβάσεως του Aarhus θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχουν τη δυνατότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων προκειμένου να προβάλουν παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, δυνάμει του άρθρου της 9, παράγραφος 3.

85.      Ασφαλώς, όσοι ιδιώτες θίγονται από μια δραστηριότητα η οποία έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις νομιμοποιούνται ενεργητικώς να υπεραμυνθούν της περιουσίας τους ή άλλων συμφερόντων τους έναντι των πιθανών ζημιών που το έργο ενδέχεται να τους προξενήσει. Εάν γίνει δεκτό ότι στις περιβαλλοντικές οργανώσεις δεν επιτρέπεται να ζητούν από τα δικαστήρια να ελέγχουν κατά πόσον μια διοικητική απόφαση συνάδει με δεσμευτικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη, όπως οι απορρέουσες από το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, το περιβάλλον –ήτοι, το δημόσιο συμφέρον– θα έχει ανεπαρκή εκπροσώπηση και υπεράσπιση. Τούτο θα κατέληγε στο παράλογο αποτέλεσμα να τυγχάνουν η ατομική ιδιοκτησία και τα συμφέροντα των ιδιωτών πιο ενισχυμένης προστασίας έναντι των πιθανών σφαλμάτων της διοικήσεως, απ’ ό,τι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Αποκλείεται να ήταν σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης να δημιουργηθεί τέτοια ασυμμετρία.

Η σημασία του άρθρου 47 του Χάρτη

86.      Επιπλέον, το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη (80).

87.      Αυτή η διάταξη του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης επιβεβαιώνει εκ νέου την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου προσβλήθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από την Ένωση έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου τηρουμένων των προϋποθέσεων του ίδιου αυτού άρθρου (81).

88.      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει ότι επίκληση των διατάξεων του Χάρτη έναντι των κρατών μελών χωρεί μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (82). Όταν ένα κράτος μέλος θεσπίζει δικονομικούς κανόνες με τους οποίους περιορίζεται η δυνατότητα των περιβαλλοντικών οργανώσεων να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, επικαλούμενες παράβαση του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, τότε αυτό το κράτος μέλος εφαρμόζει υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (83). Εξάλλου, η σημασία του άρθρου 47 του Χάρτη δεν περιορίζεται μόνον σε υποθέσεις στις οποίες μια ουσιαστική διάταξη του δικαίου της Ένωσης εφαρμόζεται συνδυαστικά με μια διάταξη δικονομικού χαρακτήρα που απονέμει δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (84).

89.      Δικονομικοί κανόνες οι οποίοι, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, δυσχεραίνουν υπέρμετρα τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να διαδραματίσουν τον ρόλο που τους έχει ανατεθεί από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus και να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα διοικητικών αποφάσεων που, κατά την άποψή τους, ελήφθησαν κατά παράβαση του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, είναι εκ των πραγμάτων αντίθετοι στο θεμελιώδες, κατά το δίκαιο της Ένωσης, δικαίωμα της παροχής αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (85).

90.      Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος έχει επιλέξει σε επίπεδο εθνικής εννόμου τάξεως να εξαρτά την αναγνώριση ενεργητικής νομιμοποιήσεως με βάση τα θιγόμενα δικαιώματα και όχι τα θιγόμενα συμφέροντα, δεν είναι αρκετό ώστε να καταστήσει νόμιμη αυτή τη γενική απαγόρευση. Το γράμμα του άρθρου 9 της Συμβάσεως του Aarhus, ιδωμένο στο σύνολό του, καταδεικνύει ότι οι συντάκτες της Συμβάσεως είχαν πλήρη επίγνωση των διαφοροποιήσεων που ισχύουν στους κανόνες περί ενεργητικής νομιμοποιήσεως μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Συνέταξαν προσεκτικά τη διάταξη του άρθρου 9 που διέπει την ενεργητική νομιμοποίηση των περιβαλλοντικών οργανώσεων, ακριβώς προκειμένου η πρόσβαση στη δικαιοσύνη να μην εξαρτάται από τις επιλογές εκάστου συμβαλλόμενου μέρους.

Τελικές παρατηρήσεις

91.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των περιβαλλοντικών οργανώσεων σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, ουδόλως σημαίνει ότι στην εν λόγω διάταξη προσδίδεται άμεσο αποτέλεσμα με πλάγιο τρόπο. Αντιθέτως, αποτελεί τη λογική συνέπεια της ανάγκης να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, από τη σκοπιά του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

92.      Το Δικαστήριο έχει εμφανιστεί σε πολλές περιπτώσεις δεκτικό σε μια ευρεία, τελεολογική ερμηνεία της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης (86). Η προσέγγιση του προτείνω δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να επικυρώσει την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Brown Bears II.

93.      Τέλος, από τις πληροφορίες που ετέθησαν στη διάθεση του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η ερμηνεία που προτείνω και το άρθρο 132, παράγραφος 1, του Bundes-Verfassungsgesetz (το οποίο αποτελεί τμήμα του κεφαλαίου VII που φέρει τον τίτλο «Συνταγματικές και Διοικητικές Εγγυήσεις») ουδόλως συγκρούονται. Όπως διευκρίνισε το αιτούν δικαστήριο, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, μόνον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο επικαλείται προσβολή των δικαιωμάτων του/της από την απόφαση της διοικητικής αρχής και είχε την ιδιότητα του μέρους στην προηγηθείσα διοικητική διαδικασία μπορεί να επικαλεστεί προσβολή των δικαιωμάτων αυτών ασκώντας προσφυγή ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου κατ’ αυτής της διοικητικής αποφάσεως. Κατ’ εμέ, οι απαιτήσεις αυτές δεν παρεμποδίζουν την αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των περιβαλλοντικών οργανώσεων για την αμφισβήτηση της νομιμότητας διοικητικών αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus.

94.      Συνεπώς, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus και το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνικούς δικονομικούς κανόνες οι οποίοι δεν επιτρέπουν σε περιβαλλοντική οργάνωση που έχει συσταθεί νομίμως και λειτουργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας την πρόσβαση σε διοικητικές ή ένδικες διαδικασίες κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus προκειμένου να μπορεί να προσβάλει πράξεις των αρμοδίων αρχών οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας που διεξήχθη βάσει των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας.

95.      Δεδομένου ότι η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι καταφατική, επιβάλλεται επίσης να εξεταστούν τόσο το δεύτερο όσο και το τρίτο ερώτημα.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

96.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ουσιαστικά, να διευκρινιστεί εάν η Σύμβαση του Aarhus απαιτεί οι περιβαλλοντικές οργανώσεις να έχουν τη δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον των διοικητικών αρχών ή εάν αρκεί να έχουν, μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, τη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων των διοικητικών αρχών ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου δικαιοδοτικού οργάνου.

97.      Από την απάντηση που έδωσα στο πρώτο ερώτημα συνάγεται ότι πρέπει να επιτρέπεται στις περιβαλλοντικές οργανώσεις να επικαλούνται το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, προκειμένου αυτές να μπορούν, μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας που διεξάγεται βάσει των διατάξεων του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, να προσβάλλουν τις αντίστοιχες αποφάσεις των διοικητικών αρχών.

98.      Παραμένει ωστόσο το ζήτημα εάν η Σύμβαση του Aarhus απαιτεί οι περιβαλλοντικές οργανώσεις να έχουν επίσης τη δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα κατά τη διάρκεια αυτών των διοικητικών διαδικασιών. Με άλλα λόγια, πρέπει να παρέχεται στις περιβαλλοντικές οργανώσεις δικαίωμα συμμετοχής στις σχετικές διαδικασίες; Θα απαντήσω στο ερώτημα αυτό σε δύο στάδια: πρώτον, βάσει του τι πρέπει να ισχύει γενικώς και, δεύτερον, σε σχέση με το συγκεκριμένο πλαίσιο του αυστριακού δικαίου.

 Δικαίωμα συμμετοχής: γενικές παρατηρήσεις

99.      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus ορίζει ότι το δικαίωμα διοικητικού ή δικαστικού ελέγχου αφορά «[…] πράξεις […] από […] δημόσιες αρχές». Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται διοικητικές αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται με το πέρας της διοικητικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με το άρθρο 6 της Συμβάσεως, το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεν προβλέπει δικαίωμα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα το άρθρο 6 της Συμβάσεως. Πάντως, για τους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω (87), θα προχωρήσω στην ανάλυσή μου με δεδομένο ότι τα άρθρα 6 και 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση.

100. Το γεγονός ότι μια περιβαλλοντική οργάνωση έχει το δικαίωμα να προσβάλει μια διοικητική απόφαση δεν συνεπάγεται, από μόνο του, ότι η οργάνωση αυτή δικαιούται επίσης να μετέχει στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αντίστοιχης αποφάσεως. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η συμμετοχή σε μια διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον είναι χωριστή και έχει διαφορετικό σκοπό από τη διαδικασία του ελέγχου νομιμότητας (88).

101. Σε αντίθεση με ορισμένες άλλες περιβαλλοντικές οδηγίες (89), η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα δεν προβλέπει ρητώς τη συμμετοχή του κοινού. Ούτε απαιτεί, όπως η οδηγία για τους οικοτόπους, το έργο να εγκρίνεται μόνον «[…] ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη».

102. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, το οποίο επιγράφεται «Πληροφόρηση του κοινού και διαβουλεύσεις», ορίζει ότι τα κράτη μέλη «[…] ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην υλοποίηση της [παρούσας] οδηγίας» (90), ενώ η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας αναφέρει ότι η επιτυχία της οδηγίας εξαρτάται από την πληροφόρηση, τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων και τη συμμετοχή του κοινού. Η διαδικασία χορηγήσεως της άδειας βάσει του WRG του 1959 θα πρέπει να ερμηνευθεί ως υλοποίηση της οικείας οδηγίας (91).

103. Θεωρώ ότι εάν η «συμμετοχή» που ρυθμίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα δεν συνοδεύεται από δικονομικά δικαιώματα τα οποία να παρέχουν στα μέλη του κοινού τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους και επιβάλλουν στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να λάβουν υπόψη τους τις απόψεις αυτές, τούτο ουδόλως διευκολύνει την εκπλήρωση του σκοπού της εν λόγω διατάξεως. Τέτοιου είδους «συμμετοχή» του κοινού δεν θα άξιζε καν να χαρακτηρίζεται ως «διαβούλευση». Θα ομοίαζε περισσότερο με «δήλωση προθέσεων» των αρμοδίων αρχών προς το κοινό.

104. Το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι η ιδιότητα του μέρους στη διοικητική διαδικασία επιτρέπει στις περιβαλλοντικές οργανώσεις να συμμετέχουν πιο ενεργά στη διαδικασία λήψεως της αποφάσεως, αναπτύσσοντας σε μεγαλύτερη έκταση και αποτελεσματικότερα τα επιχειρήματά τους σχετικά με τους κινδύνους που ενδέχεται να ενέχει το σχεδιαζόμενο έργο όσον αφορά τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον. Οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τη σχετική επιχειρηματολογία πριν αποφασίσουν να εγκρίνουν το έργο. Χωρίς αυτή τη συμμετοχή, τα επιχειρήματα που τάσσονται υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος ουδέποτε θα μπορούσαν να προβληθούν ή να ληφθούν υπόψη, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή η επίτευξη του θεμελιώδους στόχου της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, ήτοι του στόχου της διασφαλίσεως υψηλότερου επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας (92).

105. Εξάλλου, σκοπός των διοικητικών διαδικασιών επί περιβαλλοντικών ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν τα ύδατα, είναι η έκδοση μιας αποφάσεως στο πλαίσιο της οποίας θα εξισορροπούνται, αφενός, το συμφέρον του αιτούντος προς έκδοση της άδειας και, αφετέρου, οι περιορισμοί που αφορούν το εγγύς περιβάλλον. Αποτελεσματική διαδικασία είναι εκείνη στην οποία η περιβαλλοντική οργάνωση έχει τη δυνατότητα να μετάσχει σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας προβάλλοντας τις σημαντικές, από περιβαλλοντικής απόψεως, ανησυχίες της. Τότε μπορεί πραγματικά να γίνει λόγος για δίκαιη διαδικασία, όπερ σημαίνει ότι περιορίζεται το ενδεχόμενο μετέπειτα δικαστικών διαφορών. Το Δικαστήριο λαμβάνει πάντοτε υπόψη του την ανάγκη υπάρξεως διαδικαστικής οικονομίας στα διάφορα είδη των διαδικασιών (93).

106. Συνεπώς, η αναγνώριση της ιδιότητας του μέρους σε περιβαλλοντικές οργανώσεις στις διοικητικές διαδικασίες έτσι ώστε αυτές να έχουν τη δυνατότητα επικλήσεως άμεσα εφαρμοστέων διατάξεων του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης, όπως το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα (94), συμβάλλει στη διατήρηση και τη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος στην Ένωση και στην επίτευξη των σκοπών του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης εν γένει (95).

107. Ελλείψει ενωσιακών κανόνων που να διέπουν το ζήτημα, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει, βάσει της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας, το εθνικό δικονομικό του δίκαιο κατά τρόπο που να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, με τους εν λόγω σκοπούς ώστε να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή τους (96).

 Δικαίωμα συμμετοχής κατά το αυστριακό δίκαιο

108. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 132, παράγραφος 1, του Bundes-Verfassungsgesetz, μόνο φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία είχαν την ιδιότητα του μέρους στην προηγηθείσα διοικητική διαδικασία επιτρέπεται να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου διοικητικού δικαιοδοτικού οργάνου (εν προκειμένω, ενώπιον του Verwaltungsgericht ενός συγκεκριμένου κρατιδίου) κατά της αποφάσεως που ελήφθη με το πέρας της διοικητικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η ιδιότητα του μέρους στη διοικητική διαδικασία και το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής είναι ευθέως συνδεδεμένα μεταξύ τους. Επομένως, η μη συνδρομή ή η απώλεια της ιδιότητας του μέρους στη διαδικασία ενώπιον της διοικητικής αρχής έχει ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος προσβολής της αποφάσεως αυτής της διοικητικής αρχής μέσω της ασκήσεως προσφυγής.

109. Κατ’ αρχήν, η απαίτηση περί συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε δεν φαίνεται να υπονομεύει τα δικαιώματα τα οποία εγγυώνται η Σύμβαση του Aarhus και η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα. Το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας κατ’ άρθρον 47 του Χάρτη και η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αντιτίθενται στη θέσπιση υποχρεώσεως εξαντλήσεως των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, εφόσον οι διαδικαστικές προϋποθέσεις ασκήσεως της προσφυγής αυτής δεν θίγουν δυσανάλογα την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας (97).

110. Όμως, με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι ότι έχει διαμορφωθεί η κατάσταση βάσει του αυστριακού δικαίου, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι πρακτικώς αδύνατον να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέρους σε αυτές τις διοικητικές διαδικασίες προκειμένου να προωθήσουν τους υποχρεωτικούς στόχους της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης, οι οποίοι αποτυπώνονται στο άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα (98).

111. Εάν η κατάσταση που ισχύει σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο είναι όντως αυτή που περιγράφεται ανωτέρω –ζήτημα το οποίο μπορεί να κριθεί αποκλειστικά και μόνον από το αιτούν δικαστήριο– η μη αναγνώριση της ιδιότητας του μέρους στη διοικητική διαδικασία σε περιβαλλοντικές οργανώσεις ισοδυναμεί με κατάργηση του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, του οποίου απολαύουν οι οργανώσεις αυτές δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα. Από την απάντηση που πρότεινα να δοθεί στο πρώτο ερώτημα συνάγεται ότι, οσάκις το δικαίωμα συμμετοχής είναι αναγκαίο για την προώθηση των υποχρεωτικών στόχων του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις δεν επιτρέπεται να στερούνται του συγκεκριμένου δικαιώματος.

112. Ως εκ τούτου, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα είναι η εξής:

–      Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να ερμηνεύουν το εθνικό δικονομικό τους δίκαιο σε σχέση με την αναγνώριση της ιδιότητας του μέρους σε διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας οι οποίες διεξάγονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας για την εφαρμογή της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά τρόπον που να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, με τους σκοπούς της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα (ιδίως με τα άρθρα 4 και 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής) ώστε να παρέχεται στις περιβαλλοντικές οργανώσεις η δυνατότητα επικλήσεως των ως άνω διατάξεων στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον των εθνικών αρχών.

–      Εφόσον το δικαίωμα μιας περιβαλλοντικής οργανώσεως που έχει συσταθεί νομίμως και λειτουργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας, να προσβάλλει πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας που διεξήχθη από τις εθνικές αρχές βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα ενώπιον διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου, εξαρτάται από την προηγούμενη συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία, το άρθρο αυτό, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus και του άρθρου 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αντίκειται σε εθνικούς δικονομικούς κανόνες οι οποίοι καθιστούν αδύνατη, για την περιβαλλοντική οργάνωση, την απόκτηση της ιδιότητας του μέρους στη σχετική διαδικασία.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

113. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ουσιαστικά, να διευκρινιστεί εάν επιτρέπεται εθνικοί δικονομικοί κανόνες, όπως το άρθρο 42 του AVG, να απαιτούν από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να υποβάλουν εμπροθέσμως τις αντιρρήσεις τους κατά το στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, να προβλέπουν ότι χάνουν την ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία, χάνοντας και το δικαίωμα να προσβάλουν ενώπιον δικαστηρίου τις πράξεις των αρμοδίων αρχών που ελήφθησαν μεταγενέστερα δυνάμει της ίδιας διαδικασίας (99).

114. Οφείλω να ομολογήσω ότι, με τον τρόπο που έχει διατυπωθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, το βρίσκω περίεργο. Λογικά, θα υπέθετε κανείς ότι το άρθρο 42 του AVG μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο σε πρόσωπα τα οποία μετέχουν ήδη ως μέρη στη διαδικασία. Όμως, το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, κατά το αυστριακό δικονομικό δίκαιο (άρθρο 102, παράγραφος 1, του WRG του 1959), περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως η Protect δεν δύνανται να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέρους σε αυτές τις διαδικασίες (100). Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 42 του AVG είτε δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην Protect είτε, εάν εφαρμοζόταν, ουδόλως θα επηρέαζε την έκβαση της κύριας δίκης. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το τρίτο ερώτημα φαίνεται να έχει υποθετικό χαρακτήρα (101).

115. Πάντως, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου θα μπορούσε επίσης να συναχθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 42 του AVG, το αίτημα της Protect περί συμμετοχής της στη διαδικασία απορρίφθηκε ταυτόχρονα με τις αντιρρήσεις που υπέβαλε σχετικά με το έργο, για τον λόγο ότι αυτή δεν είχε υποβάλει εμπροθέσμως τις αντιρρήσεις της περί των υδάτων (βάσει του WRG του 1959) κατά τη διοικητική διαδικασία (102). Τούτο σημαίνει ότι η Protect θα μπορούσε να έχει αποκτήσει την ιδιότητα του μέρους εάν είχε υποβάλει εμπροθέσμως τις αντιρρήσεις της.

116. Ο γρίφος αυτός δεν επιλύθηκε ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

117. Στα σημεία που ακολουθούν, θα προχωρήσω στην ανάλυσή μου θεωρώντας ως δεδομένο ότι εάν η Protect είχε υποβάλει τις απαιτούμενες αντιρρήσεις της εμπροθέσμως θα είχε αποκτήσει την ιδιότητα του μέρους στη διοικητική διαδικασία.

118. Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει (πιθανότατα λόγω του τρόπου με τον οποίο ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία) ότι η Protect όφειλε να καταθέσει τις αντιρρήσεις της χωρίς να περιμένει να της αναγνωριστεί η ιδιότητα του μέρους.

119. Από το υλικό που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο, μου φαίνεται κάθε άλλο παρά προφανές ότι, κατά την αυστριακή νομοθεσία, θα πρέπει να αναμένεται από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να γνωρίζουν ότι μπορούν να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέρους σε διοικητικές διαδικασίες που αφορούν την αίτηση για χορήγηση άδειας αντλήσεως υδάτων για την παραγωγή χιονιού απλώς και μόνον με την υποβολή αντιρρήσεων δυνάμει του άρθρου 42 του AVG. Αντίθετα, το άρθρο 102, παράγραφος 3, του WRG του 1959 επιφυλάσσει τη δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων αυτού του είδους μόνο στα μέρη της διαδικασίας ενώ το άρθρο 102, παράγραφος 1, του WRG του 1959 δεν επιτρέπει σε περιβαλλοντικές οργανώσεις που δεν θεμελιώνουν ουσιαστικά δικαιώματα να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέρους.

120. Θεωρώ ότι, σε κάθε περίπτωση, το να απαιτείται από μια περιβαλλοντική οργάνωση να προβάλλει αντιρρήσεις υπ’ αυτές τις συνθήκες (ήτοι, σχεδόν σε θεωρητική βάση) είναι άδικο και παραπλανητικό. Η εφαρμογή του άρθρου 42 του AVG με συνέπεια την απώλεια της ιδιότητας του μέρους από την Protect στη συγκεκριμένη κατάσταση σημαίνει ότι στην εν λόγω περιβαλλοντική οργάνωση επιβάλλονται κυρώσεις διότι δεν έπραξε αυτό που το εθνικό δίκαιο της απαγορεύει να πράξει. Ένας τέτοιος δικονομικός κανόνας, κατά την άποψή μου, δεν πληροί τα κριτήρια ούτε της αμεροληψίας ούτε της ισονομίας που προβλέπονται από το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Aarhus. Κατά περίεργο τρόπο, ομοιάζει με την κατάσταση του ετοιμοθάνατου άνδρα στο αφήγημα του Κάφκα «Μπροστά στο νόμο», ο οποίος –έχοντας περάσει ολόκληρη τη ζωή του προσπαθώντας να διασχίσει την πύλη που πλέον έκλεισε– μαθαίνει ότι αυτή ήταν ορθάνοιχτη για τον ίδιο ευθύς εξαρχής.

121. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν οι εθνικές ρυθμίσεις λειτουργούν πράγματι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εάν αυτό ισχύει, τότε η άρνηση της ιδιότητας του μέρους σε διοικητική διαδικασία στην Protect και, κατά συνέπεια, η επιβαλλόμενη σε αυτήν απαγόρευση προσβάσεως σε δικαστήριο ισοδυναμεί με ακύρωση του δικαιώματός της για αποτελεσματική ένδικη προστασία, το οποίο, ως περιβαλλοντική οργάνωση, απολαύει βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus (103). Επομένως, από την απάντηση που έχω δώσει στο πρώτο ερώτημα συνάγεται ότι οσάκις η συνδρομή του εν λόγω δικαιώματος συνιστά στοιχείο αναγκαίο για την προώθηση των υποχρεωτικών στόχων του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης που καθορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, είναι ανεπίτρεπτη η στέρησή του από μια περιβαλλοντική οργάνωση.

122. Εάν, από την άλλη, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι από μια περιβαλλοντική οργάνωση, όπως η Protect, θα μπορούσε να αναμένεται ευλόγως, βάσει δίκαιων και νομίμων δικονομικών κανόνων, η εμπρόθεσμη υποβολή των αντιρρήσεών της στη διοικητική διαδικασία, η δικονομική προθεσμία που τάσσει το άρθρο 42 του AVG δεν φαίνεται να υπονομεύει κανένα από τα δικαιώματα που εγγυώνται η Σύμβαση του Aarhus ή η οδηγία–πλαίσιο για τα ύδατα. Κατ’ αρχήν, η προθεσμία που τάσσει η εθνική νομοθεσία στα μέρη για την υποβολή των αντιρρήσεών τους σέβεται την ουσία του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και δεν φαίνεται να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών της ασφάλειας δικαίου, της ταχύτητας και της οικονομίας της διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, που προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη όσο και την οικεία διοικητική αρχή, είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προθεσμίες αυτές δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ούτε υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (104). Πράγματι, το ίδιο το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Aarhus επιτάσσει οι σχετικές διαδικασίες να είναι «[…] αμερόληπτες, δίκαιες [και] έγκαιρες». Στον βαθμό που το άρθρο 42 του AVG στερεί από τα μέρη μιας διαδικασίας τη δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων επί του έργου, μετά την παρέλευση καθορισμένης προθεσμίας, φαίνεται να πληροί τα προεκτεθέντα κριτήρια (105).

123. Συνεπώς, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 4 της οδηγίας–πλαισίου για τα ύδατα, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus και το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνικούς δικονομικούς κανόνες οι οποίοι έχουν ως συνέπεια, για τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, την απώλεια της ιδιότητας του μέρους στη διοικητική διαδικασία λόγω μη εμπρόθεσμης υποβολής αντιρρήσεων κατά τη διοικητική διαδικασία, στον βαθμό που οι τέτοιες διατάξεις δεν πληρούν τα κριτήρια της αμεροληψίας και της νομιμότητας, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Aarhus.

 Πρόταση

124. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε το Verwaltungsgerichthof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

–      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος που υπογράφηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνικούς δικονομικούς κανόνες οι οποίοι στερούν από περιβαλλοντική οργάνωση που έχει συσταθεί νομίμως και λειτουργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνική νομοθεσίας την πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως προκειμένου να προσβάλει πράξεις των αρμοδίων αρχών οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας που διενεργήθηκε βάσει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οικείας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

–      Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό δικονομικό τους δίκαιο που ρυθμίζει την ιδιότητα του μέρους σε διοικητική διαδικασία για την έγκριση αδειοδοτήσεως, η οποία διεξάγεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς της οδηγίας 2000/60 στην εσωτερική έννομη τάξη, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, κατά τρόπον που να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, με τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ιδίως, τα άρθρα 4 και 14, παράγραφος 1, αυτής) ώστε να επιτρέπεται στις περιβαλλοντικές οργανώσεις να επικαλούνται τις ως άνω διατάξεις στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών ενώπιον των εθνικών αρχών.

–      Εάν το δικαίωμα περιβαλλοντικής οργανώσεως που έχει συσταθεί νομίμως και λειτουργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας να προσβάλει πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν από τις αρμόδιες εθνικές αρχές στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, ενώπιον διοικητικών αρχών ή δικαστηρίου εξαρτάται από την προηγούμενη συμμετοχή της εν λόγω οργανώσεως στην οικεία διαδικασία, το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος και το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνικούς δικονομικούς κανόνες βάσει των οποίων οι εν λόγω οργανώσεις δεν δύνανται να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέρους στις σχετικές διαδικασίες.

–      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι είναι αντίθετα προς εθνικούς δικονομικούς κανόνες οι οποίοι έχουν ως συνέπεια την απώλεια της ιδιότητας του μέρους στη διοικητική διαδικασία από περιβαλλοντική οργάνωση για τον λόγο ότι αυτή δεν υπέβαλε εμπροθέσμως τις αντιρρήσεις της στην οικεία διαδικασία, στον βαθμό που τέτοιες διατάξεις δεν πληρούν τα κριτήρια της αμεροληψίας και της νομιμότητας, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, η οποία υπογράφηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998 και τέθηκε σε ισχύ στις 30 Οκτωβρίου 2001. Στη σύμβαση αυτή είναι συμβαλλόμενα μέρη όλα τα κράτη μέλη. Εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, για σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1). Έκτοτε, και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος.


3      Το επίδικο στην κύρια δίκη έργο είναι γνωστό ως «σχέδιο Aichelberglift».


4      Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ 2000, L 327, σ. 1).


5      Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK (στο εξής: απόφαση Brown Bears II) (C-243/15, EU:C:2016:838, ιδίως σκέψη 59).


6      Πέμπτη αιτιολογική σκέψη.


7      Έβδομη αιτιολογική σκέψη.


8      Δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη.


9      Δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη.


10      Στις απαριθμούμενες δραστηριότητες περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, δραστηριότητες σχετικές με τον ενεργειακό τομέα, την παραγωγή και τη μεταποίηση μετάλλων και τη βιομηχανία ορυκτών προϊόντων. Σε κάθε περίπτωση, περιλαμβάνονται δραστηριότητες οι οποίες δύνανται να έχουν «σημαντικές» επιπτώσεις στο περιβάλλον. Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το σχέδιο Aichelberglift μάλλον δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος.


11      Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων).


12      Άρθρο 2, παράγραφος 1.


13      Άρθρο 3, παράγραφος 1.


14      Άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, αντιστοίχως.


15      Αιτιολογική σκέψη 1.


16      Αιτιολογική σκέψη 11.


17      Αιτιολογική σκέψη 14.


18      Αιτιολογική σκέψη 19.


19      Αιτιολογική σκέψη 46.


20      Άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, αντιστοίχως.


21      Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ.


22      Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1) (στο εξής: οδηγία ΕΠΕ).


23      Άρθρο 2, παράγραφος 1.


24      Άρθρο 3.


25      Άρθρα 6, 9 και 11, αντιστοίχως.


26      Άρθρο 4. Εξ όσων συνάγονται από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, το σχέδιο Aichelberglift δεν εμπίπτει στο παράρτημα I της οδηγίας ΕΠΕ.


27      Για περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τους κανόνες αυτούς, όπως αυτές προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, βλ. σημεία 78, 110 και 119 των παρουσών προτάσεων.


28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν προσεβλήθη και, ως εκ τούτου, κατέστη αμετάκλητη.


29      Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν από την Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κάθε έργο πρέπει να εξετάζεται υπό διάφορες διοικητικές διαδικασίες, εκάστη των οποίων περατώνεται με την έκδοση της αντίστοιχης διοικητικής αποφάσεως. Οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται, ειδικότερα, βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος και του WRG του 1959.


30      Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 1, του AVG, τα μέρη της διαδικασίας έχουν στη διάθεσή τους δύο διαφορετικές προθεσμίες για την υποβολή αντιρρήσεων.


31      Βλ. απόφαση Brown Bears II, σκέψη 45.


32      Βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie (C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 30) (στο εξής: απόφαση Brown Bears I), στην οποία το Δικαστήριο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις αρχές που διαμορφώθηκαν με τις αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1974, Haegeman (181/73, EU:C:1974:41, σκέψεις 4 έως 6), και της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel (12/86, EU:C:1987:400, σκέψη 7).


33      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2011, Boxus κ.λπ. (C‑128/09 έως C‑131/09, C‑134/09 και C‑135/09, EU:C:2011:667), της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8), της 11ης Απριλίου 2013, Edwards και Pallikaropoulos (C‑260/11, EU:C:2013:221), της 12ης Μαΐου 2011, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, Landesverband Nordrhein-Westfalen, (C‑115/09, EU:C:2011:289) (στο εξής: Trianel), και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑530/11, EU:C:2014:67).


34      Βλ. σκέψεις 34 έως 43 της εν λόγω αποφάσεως. Επιπροσθέτως, βλ., επίσης, ανάλυση της τότε υφιστάμενης νομολογίας που εκτίθεται στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως εκείνης (EU:C:2010:436, σημεία 43 έως 57).


35      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, αναφέρεται στα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα I (έργα τα οποία θεωρείται εκ προοιμίου ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον), ενώ το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, κάνει λόγο για δραστηριότητες οι οποίες «[…] δύνανται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον».


36      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Aarhus αφορά τις διαδικασίες σχετικά με την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Στο πλαίσιο της προκειμένης αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν ασκεί καμία απολύτως επιρροή.


37      Στις σχετικές με ύδατα δραστηριότητες οι οποίες θεωρείται εκ προοιμίου ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και απαριθμούνται συνεπώς στο παράρτημα, περιλαμβάνονται: θερμοηλεκτρικοί σταθμοί και σταθμοί πυρηνικής ενέργειας, εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, εσωτερικές πλωτές οδοί και λιμένες για την κυκλοφορία στις εσωτερικές πλωτές οδούς, έργα αντλήσεως υπογείων υδάτων ή έργα τεχνητής αναπληρώσεως υπογείων υδάτων εφόσον ο ετήσιος όγκος αντλούμενου ή αναπληρούμενου ύδατος ισούται ή υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, έργα για την εκτροπή υδάτινων πόρων από μια υδρολογική λεκάνη σε άλλη και σε φράγματα και σε άλλες εγκαταστάσεις προοριζόμενες για τη συγκράτηση ή τη μόνιμη αποθήκευση υδάτων όγκου τουλάχιστον 10 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων ύδατος.


38      Το παράρτημα I της οδηγίας ΕΠΕ περιλαμβάνει δραστηριότητες σχετικές με τα ύδατα παρόμοιες με αυτές που καλύπτει το παράρτημα I της Συμβάσεως του Aarhus.


39      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ΕΠΕ επιβάλλει παρεμφερή υποχρέωση σε σχέση με δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος II της ίδιας οδηγίας.


40      Βλ. οδηγό για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Aarhus, δεύτερη έκδοση, 2014, σ. 132 (μόνο στην κινεζική, την αγγλική, τη γαλλική και τη ρωσική γλώσσα). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο οδηγός για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Aarhus μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επεξηγηματικό έγγραφο, ικανό να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, εφόσον παρίσταται ανάγκη, μαζί με άλλα κρίσιμα στοιχεία κατά την ερμηνεία της Συμβάσεως (απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Gruber, C‑570/13, EU:C:2015:231, σκέψη 35).


41      Βλ. οδηγό για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Aarhus, σ. 133. Βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, παράρτημα III της οδηγίας ΕΠΕ, όπου απαριθμούνται τα κριτήρια βάσει των οποίων εξετάζεται το ζήτημα αυτό.


42      Η εκτίμηση ενεργοποιεί την εφαρμογή των άρθρων 6 και 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus: βλ. απόφαση Brown Bears II, σκέψεις 56 και 57. Στη διάταξη περί παραπομπής αναφέρεται απλώς ότι το αίτημα της Aichelberglift για τη χορήγηση άδειας εξετάστηκε αρχικώς βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων: βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


43      Εάν απαγορευτεί σε μια περιβαλλοντική οργάνωση να προσβάλει αυτή την εκτίμηση, η εκτίμηση δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι της οργανώσεως και αυτή δύναται να αμφισβητήσει τα αποτελέσματά της προσβάλλοντας είτε αυτή καθαυτή την εκτίμηση είτε οποιαδήποτε επόμενη απόφαση αδειοδοτήσεως του σχεδιαζόμενου έργου. Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Gruber (C‑570/13, EU:C:2015:231, σκέψεις 44 και 51). Κατά συνέπεια, σε αυτή την περίπτωση, τα αποτελέσματα του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus ενδέχεται να εκτείνονται πέραν της διαδικασίας από την οποία ενεργοποιήθηκε, αρχικώς, η εφαρμογή του, ακόμη και αν η εκτίμηση που διενεργήθηκε στην πορεία της ως άνω διαδικασίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ.


44      Και τούτο διότι τα άρθρα 6 και 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Aarhus είχαν όντως εφαρμογή επί αυτής της προηγηθείσας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Βλ. απόφαση Brown Bears II, σκέψεις 56 και 57.


45      Με πλέον πρόσφατη την απόφαση Brown Bears II.


46      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 43).


47      Βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 31) (Η υπογράμμιση δική μου).


48      Βλ., απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 50).


49      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 70).


50      Βλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, (Becker, 8/81, EU:C:1982:7, σκέψη 25).


51      Στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΕΠΕ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ένα περιθώριο εκτιμήσεως δεν αποκλείει την ύπαρξη αμέσου αποτελέσματος. Βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Kraaijeveld κ.λπ. (C‑72/95, EU:C:1996:404, σκέψη 59).


52      Βλ., στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 1985, L 175, σ. 40), σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells (C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψεις 64 έως 66). Βλ., στο πλαίσιο του άρθρου 9 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202), απόφαση της 7ης Μαρτίου 1996, Associazione Italiana per il WWF κ.λπ. (C‑118/94, EU:C:1996:86, σκέψη 19).


53      Βλ. απόφαση Brown Bears II, σκέψη 44.


54      Βλ. απόφαση 17ης Οκτωβρίου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑58/89, EU:C:1991:391, σκέψη 14). Βλ., επίσης, στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑59/89, EU:C:1991:225, σκέψη 19), της 30ής Μαΐου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑361/88, EU:C:1991:224, σκέψη 16), της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑298/95, EU:C:1996:501, σκέψη 16), της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (C‑127/02, EU:C:2004:482, σκέψη 66), της 25ης Ιουλίου 2008, Janecek (C‑237/07, EU:C:2008:447, σκέψη 37), και της 19ης Νοεμβρίου 2014, ClientEarth (C‑404/13, EU:C:2014:2382, σκέψεις 55 και 56).


55      Βλ. απόφαση Brown Bears II, σκέψη 44.


56      Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε η γενική εισαγγελέας J. Kokott στις προτάσεις της επί της υποθέσεως Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (C‑127/02, EU:C:2004:60, σημείο 141).


57      Βλ. άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ 2010, L 334, σ. 17) και άρθρο 11 της οδηγίας EΠΕ.


58      Βλ. οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον] και 96/61/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης] (ΕΕ 2003, L 156, σ. 17).


59      Η υπογράμμιση δική μου. Βάσει των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου, αντιλαμβάνομαι ότι το υπόλοιπο κείμενο του άρθρου 14, το οποίο προβλέπει το δικαίωμα ενημερώσεως και υποβολής σχολίων, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.


60      Βλ. απόφαση Brown Bears I, σκέψη 45 καθώς και απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 59).


61      Βλ., συναφώς, απόφαση Brown Bears I, σκέψη 47· σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Star Storage κ.λπ. (C‑439/14 και C‑488/14, EU:C:2016:688, σκέψη 46).


62      ΕΕ 2010, C 83, σ. 389 (στο εξής: Χάρτης). Η συγκεκριμένη διάταξη επιβάλλει την υποχρέωση να διασφαλιστεί ότι «[τ]ο υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του» θα ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης.


63      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2014:2324, σημείο 6). Όπως έχω ήδη αναφέρει στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Μάλτας (C‑557/15, EU:C:2017:613, εκκρεμεί η έκδοση αποφάσεως), συντάσσομαι πλήρως με τον γενικό εισαγγελέα N. Jääskinen όσον αφορά την έμφαση που πρέπει να δοθεί στη σημαντική αυτή εξέλιξη.


64      Οι λοιποί στόχοι της οδηγίας εξετάστηκαν στα σημεία 53 και 54 των παρουσών προτάσεων.


65      Βλ. οδηγό για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Aarhus, σ. 198.


66      Προτάσεις μου επί της υποθέσεως Djurgården-Lilla Värtans Miljöskyddsförening (C‑263/08, EU:C:2009:421, ιδίως σημεία 73 και 74).


67      Στις προτάσεις εκείνες υποστήριξα, ουσιαστικά, ότι υπάρχουν δύο είδη προϋποθέσεων. Πρώτον, οι σχετικές με την τήρηση των εθνικών κανόνων περί καταχωρίσεως, συστάσεως ή αναγνωρίσεως ενώσεων, οι οποίοι έχουν ως σκοπό τη νομική διαπίστωση του υποστατού των οργανώσεων αυτών στο εσωτερικό δίκαιο. Δεύτερον, οι σχετικές με τις δραστηριότητες των οργανώσεων και τον τρόπο με τον οποίο αυτές συνδέονται με τη θεμιτή υπεράσπιση συμφερόντων σε θέματα περιβάλλοντος. Προϋποθέσεις οι οποίες είναι τόσο ασαφείς ή ελλιπείς, ώστε καταλήγουν να προκαλούν αβεβαιότητα ή συνεπάγονται αποτελέσματα ενέχοντα δυσμενή διάκριση δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Κατά μείζονα λόγο, πρέπει να αποκλείεται κάθε περιορισμός που έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει, αντί να διευκολύνει, την πρόσβαση των οργανώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος στις διοικητικές και ένδικες διαδικασίες.


68      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, BECTU (C‑173/99, EU:C:2001:356, σκέψη 53). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η φράση «[…] σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες […]», η οποία περιλαμβάνεται σε οδηγία που ρυθμίζει το δικαίωμα των εργαζομένων σε άδεια μετ’ αποδοχών, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι «[τα κράτη μέλη] μπορούν επομένως να ορίσουν, στο εθνικό τους δίκαιο, τους όρους ασκήσεως και εφαρμογής του δικαιώματος για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, διευκρινίζοντας τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν χρήση του εν λόγω δικαιώματος που απολαύουν βάσει του συνόλου του χρόνου εργασίας που έχουν συμπληρώσει, χωρίς ωστόσο να μπορούν να εξαρτούν από οποιονδήποτε όρο την ίδια τη γένεση αυτού του δικαιώματος […]».


69      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Trianel (C‑115/09, EU:C:2010:773, σημείο 77).


70      Βλ., κατ’ αναλογία, το σκεπτικό του Δικαστηρίου σε υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο εξέτασε την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως προσώπων που κατοικούσαν κοντά στο εργοτάξιο [απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, (Gruber, C‑570/13, EU:C:2015:231)], και αναγνωρισμένων περιβαλλοντικών οργανώσεων οι οποίες αριθμούν λιγότερα από 2 000 μέλη [απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Djurgården-Lilla Värtans Miljöskyddsförening (C‑263/08, EU:C:2009:631)]. Σημειωτέον δε ότι, στην τελευταία αυτή υπόθεση, κατά τον κρίσιμο για την κύρια δίκη χρόνο, μόνο δύο περιβαλλοντικές οργανώσεις στη Σουηδία είχαν τόσα πολλά μέλη, με συνέπεια το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου κανόνα να είναι, πρακτικώς, η απαγόρευση προσβάσεως στη δικαιοσύνη για όλες αυτές τις οργανώσεις.


71      Βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Trianel (C‑115/09, EU:C:2011:289, σκέψη 46).


72      Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, βλ. Stone, D., «Should trees have standing?», Oxford University Press, Οξφόρδη, 2010.


73      Εξ όσων αντιλαμβάνομαι από τις γραπτές παρατηρήσεις της Αυστριακής Κυβερνήσεως, ακόμη και αν μια περιβαλλοντική οργάνωση αποκτούσε την κυριότητα οικοπέδου δίπλα στο εργοτάξιο, θα μπορούσε απλώς να επικαλεστεί παράβαση των σχετικών διατάξεων μόνο στο πλαίσιο της προστασίας των ουσιαστικών της δικαιωμάτων ως ιδιοκτήτριας του οικοπέδου.


74      Προτάσεις μου επί της υποθέσεως Djurgården-Lilla Värtans Miljöskyddsförening (C‑263/08, EU:C:2009:421, σημεία 59 έως 65).


75      Ο οδηγός για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Aarhus ορίζει ότι «[…] σκοπός της Συμβάσεως είναι να επιτρέψει, σε μεγάλο βαθμό, την ευελιξία όσον αφορά τον καθορισμό των περιβαλλοντικών οργανώσεων που θα έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη […]. Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν τη δυνατότητα ασκήσεως λαϊκής αγωγής (actio popularis) στις εθνικές τους έννομες τάξεις, έτσι ώστε οποιοσδήποτε να έχει τη δυνατότητα προσβολής των πράξεων ή των παραλείψεων που αφορούν το περιβάλλον» (βλ. σ. 198).


76      Βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Edwards και Pallikaropoulos (C‑260/11, EU:C:2013:221, σκέψη 40).


77      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Brown Bears II (EU:C:2016:491, σημείο 48).


78      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Νοεμβρίου 2013, Österreichische Vereinigung zur Erhaltung, Stärkung und Schaffung κατά Αυστρίας (CE:ECHR:2013:1128JUD003953407, σκέψη 34).


79      Βλ. σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.


80      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψεις 30 έως 37), καθώς και προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση (EU:C:2013:747, σημεία 44 έως 46).


81      Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 45), της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 95), και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 73).


82      Βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 17). Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 49).


83      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Brown Bears II (σκέψη 52), και απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Delvigne (C‑650/13, EU:C:2015:648, σκέψη 33).


84      Βλ., κατ’ αντιδιαστολή, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Agrokonsulting-04 (C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψεις 59 έως 60)· βλ., επίσης, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2014, Olainfarm (C‑104/13, EU:C:2014:2316, σκέψεις 34 έως 40), και της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψεις 34 έως 41).


85      Βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár (C‑73/16, EU:C:2017:725, σκέψεις 72 και 73).


86      Βλ. νομολογία στην οποία παραπέμπω με τις παρούσες προτάσεις. Βλ., επίσης, μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Land de Sarre κ.λπ. (187/87, EU:C:1988:439, σκέψεις 14 έως 20). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 37 της συνθήκης Ευρατόμ, στην οποία εξετάστηκε το κατά πόσον εργοστάσιο απορρίψεως οποιουδήποτε είδους ραδιενεργών καταλοίπων «[…] θα ηδύνατο να προκαλέσει ραδιενεργό μόλυνση των υδάτων, του εδάφους ή του εναερίου χώρου άλλου κράτους μέλους». Ενόψει της επιλογής ανάμεσα σε μια στενή, γραμματική ερμηνεία και σε μια πιο διασταλτική, τελολογική ερμηνεία της ως άνω διατάξεως, τόσο το Δικαστήριο όσο και ο γενικός εισαγγελέας (βλ. προτάσεις του Sir Gordon Slynn στην ίδια υπόθεση, EU:C:1988:291) επέλεξαν τη δεύτερη.


87      Βλ. σημείο 48 των παρουσών προτάσεων.


88      Βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Djurgården-Lilla Värtans Miljöskyddsförening (C‑263/08, EU:C:2009:631, σκέψη 38).


89      Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 41, σ. 26)· άρθρο 13 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (ΕΕ 2004, L 143, σ. 56)· άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ 2010, L 334, σ. 17)· άρθρο 11 της οδηγίας ΕΠΕ· και άρθρο 23 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 197, σ. 1).


90      Η υπογράμμιση δική μου.


91      Βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 32), και της 4ης Μαΐου 2016, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑346/14, EU:C:2016:322, σκέψη 53).


92      Βλ. απόφαση Brown Bears II, σκέψεις 69 και 70.


93      Βλ. για παράδειγμα, στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 51)· στο πλαίσιο των κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων για τα συστήματα εμπορίας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Εσθονίας (C‑505/09 P, EU:C:2012:179, σκέψη 86)· στο πλαίσιο της διαδικασίας αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Interedil (C‑396/09, EU:C:2011:671, σκέψη 20), και στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με τον ανταγωνισμό, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 35).


94      Βλ. σημεία 55 έως 58 των παρουσών προτάσεων.


95      Βλ., κατ’ αναλογία, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokkot στην υπόθεση Brown Bears II (EU:C:2016:491, σημείο 51).


96      Βλ. απόφαση Brown Bears I, σκέψη 50.


97      Βλ., κατ’ αναλογία, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokkot στην υπόθεση Puškár (C‑73/16, EU:C:2017:253, σημείο 70).


98      Βλ. σημείο 78 των παρουσών προτάσεων.


99      Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 42 του AVG ορίζει ότι «εμπρόθεσμη» θεωρείται η υποβολή των αντιρρήσεων είτε όταν γίνεται το αργότερο την προηγούμενη ημέρα από την προφορική συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε κατά τη διάρκεια της προφορικής συζητήσεως. Βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.


100      Βλ. σημείο 78 των παρουσών προτάσεων.


101      Στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματος τίθεται ήδη το ζήτημα να μην μπορούν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις να αποκτήσουν την ιδιότητα του μέρους σε διοικητική διαδικασία.


102      Από τις επεξηγήσεις του αιτούντος δικαστηρίου συνάγεται ότι το Bezirkshauptmannschaft Gmünd είχε την άποψη ότι η Protect ουδέποτε είχε την ιδιότητα του μέρους ενώ το Landesverwaltungsgericht Niederösterreich θεώρησε ότι η Protect είχε απολέσει την ιδιότητα του μέρους δυνάμει του άρθρου 42 του AVG. Βλ. σημεία 24 και 25 των παρουσών προτάσεων.


103      Βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár (C‑73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 74), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας δεν θίγεται από προϋποθέσεις οι οποίες σχετίζονται με την κατάσταση πριν από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου.


104      Βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Stadt Wiener Neustadt (C‑348/15, EU:C:2016:882, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


105      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από τον οδηγό για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Aarhus: βλ. σ. 202.