Language of document : ECLI:EU:C:2018:645

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 7ης Αυγούστου 2018 (1)

Υπόθεση C-310/18 (PPU)

Spetsializirana prokuratura

κατά

Emil Milev

[αίτηση του Spetsializiran nakazatelen sad
(ειδικευμένου ποινικού δικαστηρίου, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 – Άρθρα 3, 4 και 10 – Τεκμήριο αθωότητας – Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου – Άρθρα 6, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα στην ελευθερία – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου – Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπερασπίσεως – Διαδικασία ελέγχου της νομιμότητας της προσωρινής κρατήσεως»






I.      Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2018 από το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικευμένο ποινικό δικαστήριο, Βουλγαρία), αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (2), καθώς και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε από τον E. Milev, κατηγορούμενο για ένοπλη ληστεία σε κατάστημα, για την άρση του περιοριστικού μέτρου της προσωρινής κρατήσεως που έχει διαταχθεί εις βάρος του.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το διεθνές δίκαιο

1.      Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών

3.        Το τιτλοφορούμενο «Το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια» άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), ορίζει τα εξής:

«1.      Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν:

[…]

γ)      εάν συνελήφθη και κρατήται όπως οδηγηθεί ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την περίπτωσιν ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετά την διάπραξιν τούτου·

[…]

3.      Παν πρόσωπον συλληφθέν ή κρατηθέν υπό τας προβλεπομένας εν παραγράφω 1γ του παρόντος άρθρου συνθήκας οφείλει να παραπεμφθή συντόμως ενώπιον δικαστού ή ετέρου δικαστικού λειτουργού νομίμως εντεταλμένου όπως εκτελή δικαστικά καθήκοντα, έχει δε το δικαίωμα να δικασθή εντός λογικής προθεσμίας ή απολυθή κατά την διαδικασίαν. Η απόλυσις δύναται να εξαρτηθή από εγγύησιν εξασφαλίζουσα την παράστασιν του ενδιαφερομένου εις την δικάσιμον.

4.      Παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα τούτο αποφασίση εντός βραχείας προθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεώς του και διατάξη την απόλυσίν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως.

[…]»

4.        Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης», ορίζει τα εξής:

«1.      Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. […]

2.      Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.

[…]»

2.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5.        Το άρθρο 82, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Κατά τον βαθμό που είναι απαραίτητο για να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω οδηγιών, μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες. Στους ελάχιστους αυτούς κανόνες συνεκτιμώνται οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών.

Οι ελάχιστοι αυτοί κανόνες αφορούν:

[…]

β) τα δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία,

[…]».

2.      Ο Χάρτης

6.        Το άρθρο 6 του Χάρτη ορίζει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια».

7.        Κατά το άρθρο 47 του Χάρτη, με τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου»:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.

[…]»

8.        Το άρθρο 48 του Χάρτη, με τίτλο «Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο.

2.      Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.»

9.        Το άρθρο 51 του Χάρτη, με τίτλο «Πεδίο Εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων των Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες.»

10.      Το άρθρο 52 του Χάρτη, με τίτλο «Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Στο βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην [ΕΣΔΑ], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.»

3.      Η οδηγία 2016/343

11.      Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2016/343 έχει ως εξής:

«Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος κατά το χρονικό διάστημα που το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποδειχτεί ένοχο κατά τον νόμο. Οι εν λόγω δηλώσεις και δικαστικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να δημιουργούν την αίσθηση ότι το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο. Η διάταξη αυτή δεν θα πρέπει να θίγει τις πράξεις της εισαγγελικής αρχής που αποσκοπούν να αποδείξουν την ενοχή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, όπως η απαγγελία κατηγορίας, ούτε να θίγει τις δικαστικές αποφάσεις ως αποτέλεσμα των οποίων μια καταδικαστική απόφαση που είχε ανασταλεί τίθεται σε εφαρμογή, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης. Δεν θα πρέπει να θίγει επίσης τις προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσης, που λαμβάνονται από δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες ή ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως αποφάσεις προφυλάκισης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος. Προτού λάβει προκαταρκτική απόφαση, η αρμόδια αρχή ενδεχομένως να οφείλει να διαπιστώσει πρώτα ότι υφίστανται επαρκή ενοχοποιητικά στοιχεία σε σχέση με τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο τα οποία να δικαιολογούν τη σχετική απόφαση, η οποία μπορεί και να περιέχει αναφορά στα εν λόγω στοιχεία.»

12.      Η αιτιολογική σκέψη 48 της οδηγίας 2016/343 έχει ως εξής:

«Δεδομένου ότι η οδηγία ορίζει ελάχιστους κανόνες, τα κράτη μέλη μπορούν να διευρύνουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με σκοπό την παροχή μεγαλύτερης προστασίας. Το επίπεδο προστασίας που παρέχουν τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προτύπων του Χάρτη ή της ΕΣΔΑ, όπως αυτά έχουν ερμηνευτεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [στο εξής: ΕΔΔΑ].»

13.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2016/343, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινική διαδικασία. Εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που ένα πρόσωπο θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης μέχρι την απόφαση για την τελική εκτίμηση του κατά πόσον το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και μέχρι η εν λόγω απόφαση να καταστεί οριστική.»

14.      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2016/343, με τίτλο «Τεκμήριο αθωότητας», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρις ότου αποδειχτεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο.»

15.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/343, με τίτλο «Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με τον νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί της ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο. Η ανωτέρω διάταξη δεν θίγει τις πράξεις της εισαγγελικής αρχής που αποσκοπούν να αποδείξουν την ενοχή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και δεν θίγει επίσης τις προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσης που λαμβάνονται από δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες ή ενοχοποιητικά στοιχεία.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υπάρχουν διαθέσιμα κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, βάσει της οποίας δεν πρέπει να γίνεται αναφορά στον ύποπτο ή κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ειδικότερα με το άρθρο 10.

[…]»

16.      Το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/343, με τίτλο «Μέσα ένδικης προστασίας», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι διαθέτουν αποτελεσματικό ένδικο μέσο προστασίας εάν παραβιάζονται τα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.      Με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και συστημάτων για το παραδεκτό των αποδείξεων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά την εκτίμηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματος σιωπής ή του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και να διασφαλίζεται η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.»

3.      Το βουλγαρικό δίκαιο

17.      Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, του Nakasatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: NPK), «είναι δυνατόν να διαταχθεί περιοριστικό μέτρο κατά του κατηγορουμένου […] όταν προκύπτουν από τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου εύλογες υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα και συντρέχει ένας από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 57».

18.      Κατά το άρθρο 57 του NPK, «περιοριστικά μέτρα διατάσσονται προς αποφυγήν της φυγής του κατηγορουμένου, της τελέσεως αξιόποινης πράξεως ή της παρεμποδίσεως από αυτόν της εκτελέσεως της τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως».

19.      Το άρθρο 58 του NPK μνημονεύει, μεταξύ των περιοριστικών μέτρων, την προσωρινή κράτηση.

20.      Κατά το άρθρο 63 του NPK, «το μέτρο της προσωρινής κρατήσεως διατάσσεται όταν υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε αδίκημα που επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας ή άλλη αυστηρότερη ποινή και προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία της υποθέσεως ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος φυγής του κατηγορουμένου ή τελέσεως αξιόποινης πράξεως από τον κατηγορούμενο».

21.      Βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 4, του NPK, καθ’ όλη τη διάρκεια της προδικασίας, ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει την επανεξέταση του περιοριστικού μέτρου της προσωρινής κρατήσεως και «το δικαστήριο αξιολογεί τις περιστάσεις σχετικά με την νομιμότητα της κρατήσεως […]».

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22.      Ο E. Milev ήταν ύποπτος τελέσεως ένοπλης ληστείας σε κατάστημα, η οποία έλαβε χώρα στις 30 Δεκεμβρίου 2008 στη Σόφια (Βουλγαρία). Εντούτοις, καθόσον από την έρευνα δεν συγκεντρώθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του, δεν του απαγγέλθηκε κατηγορία. Στις 31 Ιουλίου 2009, η έρευνα αυτή ανεστάλη χωρίς να έχει ταυτοποιηθεί κάποιος ύποπτος και χωρίς να έχει απαγγελθεί κατηγορία κατά κάποιου προσώπου.

23.      Εν τω μεταξύ, κατά του E. Milev κινήθηκαν δύο άλλες ποινικές διαδικασίες (3). Στο πλαίσιο της πρώτης εκ των δύο αυτών διαδικασιών, ο E. Milev δεν τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση από βουλγαρικό δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι οι καταθέσεις του κύριου μάρτυρα BP δεν ήταν αξιόπιστες. Στην εν λόγω υπόθεση δεν έχει εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση επί της ουσίας.

24.      Στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας, ο E. Milev τέθηκε υπό κράτηση από τις 24 Νοεμβρίου 2013 έως τις 9 Ιανουαρίου 2018, ημερομηνία κατά την οποία απηλλάγη από όλες τις κατηγορίες εναντίον του. Το δικαστήριο θεμελίωσε την απαλλαγή αυτή, μεταξύ άλλων, στην κρίση ότι οι καταθέσεις του μάρτυρα BP δεν ήταν αξιόπιστες (4).

25.      Στις εν λόγω δύο υποθέσεις, ο μάρτυρας BP προέβη σε πολυάριθμες καταθέσεις σχετικά με διάφορες αξιόποινες πράξεις στις οποίες φέρεται ότι συμμετείχε ο E. Milev. Σε καμία από τις καταθέσεις αυτές δεν αναφέρθηκε στην ένοπλη ληστεία σε κατάστημα που έλαβε χώρα στις 30 Δεκεμβρίου 2008.

26.      Στις 11 Ιανουαρίου 2018, κινήθηκε εκ νέου η διαδικασία σχετικά με την ένοπλη ληστεία που έγινε το 2008.

27.      Την ίδια ημέρα, ανακρίθηκε ο μάρτυρας BP. Αυτός κατέθεσε ότι είχε σχεδιάσει τη ληστεία με τον E. Milev και τρίτους, ωστόσο ο E. Milev δεν προσήλθε την συμφωνηθείσα ημερομηνία. Ακολούθως, ο BP δήλωσε ότι πληροφορήθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης την τέλεση της ένοπλης ληστείας και ότι ο E. Milev του είπε ότι την τέλεσε μαζί με άλλα πρόσωπα. Ο BP ισχυρίστηκε ότι ο λόγος για τον οποίο κατέθεσε μετά από τόσο μεγάλο διάστημα ήταν επειδή φοβόταν τον E. Milev, αλλά, όταν πληροφορήθηκε ότι ο E. Milev επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος μετά την απαλλακτική απόφαση σε σχέση με προηγούμενη υπόθεση, ανησύχησε και, για τον λόγο αυτόν, αποφάσισε να προβεί στη σχετική κατάθεση. Βίντεο από την ένοπλη ληστεία προβλήθηκε στον μάρτυρα BP ο οποίος κατηγορηματικά διαβεβαίωσε ότι αναγνώρισε τον E. Milev μεταξύ των δραστών.

28.      Την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 11 Ιανουαρίου 2018, ασκήθηκε κατά του E. Milev ποινική δίωξη για την εν λόγω ένοπλη ληστεία (5) και συνελήφθη προκειμένου να προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου που κλήθηκε να αποφασίσει σχετικά με την προσωρινή κράτησή του.

29.      Στον πρώτο βαθμό, το αίτημα του εισαγγελέα σχετικά με τη θέση του E. Milev υπό προσωρινή κράτηση έγινε δεκτό, με την αιτιολογία ότι «εκ πρώτης όψεως» οι καταθέσεις του μάρτυρα BP ήταν αξιόπιστες. Στον δεύτερο βαθμό, η προσωρινή κράτηση επιβεβαιώθηκε βάσει λεπτομερών καταθέσεων του μάρτυρα BP και με την αιτιολογία ότι αυτός θα μπορούσε να διωχθεί για ψευδορκία.

30.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι οι δύο δικαστικές αρχές εξέτασαν τις καταθέσεις του μάρτυρα BP μεμονωμένα, χωρίς να τις συγκρίνουν με άλλα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία. Στα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς ο συνήγορος του E. Milev δεν δόθηκε απάντηση.

31.      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, στο πλαίσιο του μεταγενέστερου ελέγχου της κρατήσεως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η λεπτομερής εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και εξέτασε μόνο τις καταθέσεις του BP. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, για τη συνέχιση της κρατήσεως, αρκούσαν ενοχοποιητικά στοιχεία μικρότερης αποδεικτικής ισχύος.

32.      Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την κρίση αυτή, εκ νέου βάσει των καταθέσεων του μάρτυρα BP. Στην απόφασή του ανέφερε ότι «εξέτασε, κατά τρόπο γενικό, τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών» και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία «μολονότι είναι συνοπτικά, […] στηρίζουν την άποψη περί απαγγελίας κατηγορίας […]· δεδομένου ότι δεν έχουν διαψευσθεί από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να μην τα λάβει υπόψη».

33.      Η απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου ελέγχου της προσωρινής κρατήσεως διέπεται από το ίδιο πνεύμα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι «[…] μετά τις 5 Νοεμβρίου 2017, ημερομηνία τροποποιήσεως του NPK, υφίστανται οι εύλογες υπόνοιες που απαιτούνται για τη διαδικασία αυτή. Το δικαστήριο αποφαίνεται επί της υπάρξεως υπονοιών μετά τη γενική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας. Σε καμία περίπτωση, μετά την αναφερθείσα τροποποίηση του NPK, δεν απαιτείται να εξεταστούν τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας ενδελεχώς […]. Στο πλαίσιο του γενικού αυτού ελέγχου των καταθέσεων και των αποδεικτικών στοιχείων […], απαιτείται γενική πιθανολόγηση και η διαπίστωση υπονοιών ενδεχόμενης συμμετοχής […]».

34.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο συνήγορος του E. Milev σχετικά με τη μεροληψία και την έλλειψη αξιοπιστίας των καταθέσεων του BP δεν εξετάσθηκαν από το δικαστήριο και ότι δεν απαντήθηκαν τα επιχειρήματα που προέβαλε ρητώς.

35.      Ο E. Milev εκτιμά ότι το προβλεπόμενο στο βουλγαρικό δίκαιο κριτήριο των «εύλογων υπονοιών» ως αναγκαία προϋπόθεση της προσωρινής κρατήσεως πρέπει να ερμηνευτεί με τον τρόπο που προσδιορίστηκε στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 30ής Αυγούστου 1990, Fox, Campbell και Hartley κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1990:0830JUD001224486), δηλαδή υπό την έννοια ότι το κριτήριο αυτό απαιτεί την ύπαρξη αντικειμενικών δεδομένων ικανών να πείσουν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε κατά πάσα πιθανότητα το εν λόγω αδίκημα. Ο E. Milev προέβαλε επίσης συγκεκριμένα επιχειρήματα σχετικά με την έλλειψη αξιοπιστίας του μάρτυρα BP και ο συνήγορός του υπέβαλε πολυάριθμα αιτήματα για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να εξακριβωθεί η αξιοπιστία των καταθέσεων του μάρτυρα BP.

36.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, πριν από την τροποποίηση του NPK στις 5 Νοεμβρίου 2017, ο δικαστής επιβεβαίωνε την κράτηση του κατηγορουμένου μόνο εφόσον είχε σχηματίσει ισχυρή πεποίθηση ότι υπήρχαν «εύλογες υπόνοιες» ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε τελέσει το αδίκημα. Ο δικαστής αποφαινόταν επί της υπάρξεως εύλογων υπονοιών αφού λάμβανε «γνώση ενδελεχώς όλων των στοιχείων του φακέλου και εκτιμώντας ελεύθερα την αξιοπιστία των ενοχοποιητικών και απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων και απαντώντας συγκεκριμένα και με σαφήνεια στα επιχειρήματα που προέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου».

37.      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο d, του NPK (6) το δικαστήριο που είχε αποφανθεί επί της επιβολής ή της επιβεβαιώσεως του μέτρου της προσωρινής κρατήσεως απαγορευόταν ρητώς να αποφανθεί επί της ενοχής κατά το ένδικο στάδιο και να εκδώσει ποινική απόφαση επί της κατηγορίας. Η απαγόρευση αυτή στηριζόταν στο γεγονός ότι, διαπιστώνοντας την ύπαρξη ή την έλλειψη «εύλογων υπονοιών» και εξετάζοντας την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων, το δικαστήριο είχε ήδη διαμορφώσει άποψη επί της υποθέσεως.

38.      Μετά από σειρά καταδικαστικών αποφάσεων από το ΕΔΔΑ, ο NPK τροποποιήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2017. Με την τροποποίηση αυτή, καταργήθηκε η αυστηρή απαγόρευση που προβλεπόταν στο άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο d, του NPK. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, «επομένως, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει στο εξής να εξετάζουν τις εύλογες υπόνοιες, μεταξύ άλλων και κατά το στάδιο της προδικασίας, και συγχρόνως να διατηρούν την αμεροληψία τους».

39.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η κατάργηση του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο d, του NPK οδήγησε σε νέα νομολογιακή πρακτική επί του ζητήματος αν υφίστανται «εύλογες υπόνοιες βάσει των οποίων θα μπορούσε να υποτεθεί» ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα. Συναφώς, ένα δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων μόνο «εκ πρώτης όψεως» και όχι αναλυτικά. Επομένως, ένα δικαστήριο «μπορεί μόνον να απαριθμεί τα αποδεικτικά στοιχεία αλλά δεν οφείλει να τα αντιπαραβάλει ούτε να τα σχολιάσει αναφέροντας ποια εξ αυτών θεωρεί αξιόπιστα και για ποιο λόγο· μπορεί μόνον να αναφέρει, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ότι είναι πιθανό ο κατηγορούμενος να έχει διαπράξει το εν λόγω αδίκημα, περιγράφοντας μια “κατάσταση υποψίας”, αλλά δεν μπορεί να εκφράσει σαφή πεποίθηση ότι τα αποδεικτικά στοιχεία καθιστούν δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει επαρκώς πειστική πιθανότητα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα αυτό· τέλος, το δικαστήριο δεν οφείλει να απαντήσει με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο στα επιχειρήματα που συνηγόρου του κατηγορουμένου γεγονός που θα το υποχρέωνε να εκφράσει μια πιο κατηγορηματική άποψη όσον αφορά την τέλεση του εν λόγω αδικήματος και να εξετάσει την προβληθείσα αντίφαση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων ή την αξιοπιστία ή αναξιοπιστία τους».

40.      Με άλλα λόγια, υπάρχει διπλός περιορισμός, δηλαδή, από ουσιαστικής απόψεως, δεν επιτρέπεται ο δικαστής να αναφέρει στη δικαστική απόφαση ότι υπάρχει ισχυρή πεποίθηση περί του ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα, και, από δικονομικής απόψεως, απαγορεύεται ο σχολιασμός των αποδεικτικών στοιχείων και η αναφορά των αποδεικτικών στοιχείων που είναι αξιόπιστα και για ποιο λόγο αυτά είναι αξιόπιστα.

41.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι εάν ο σκοπός της νέας νομολογιακής πρακτικής είναι η προστασία της αμεροληψίας του δικαστή όταν αυτός αποφαίνεται επί της υπάρξεως εύλογων υπονοιών, στην πράξη, αυτό οδηγεί σε περιορισμό του επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου όσον αφορά την προσωρινή κράτηση.

42.      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι η νέα αυτή νομολογιακή πρακτική δεν γίνεται ομόφωνα δεκτή. Σημαντικός αριθμός εθνικών δικαστών φρονεί ότι για να διατηρηθεί σε ισχύ η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου απαιτείται, λόγω του τεκμηρίου αθωότητας, ισχυρότερη πιθανολόγηση της εκ μέρους του διαπράξεως του αδικήματος. Εθνικοί δικαστές εκτιμούν ότι τα δικαιώματα άμυνας επιβάλλουν λεπτομερέστερη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και συγκεκριμένη απάντηση στις αντιρρήσεις που προβάλλονται από τον συνήγορο του κατηγορουμένου.

43.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι συμβατή με την αιτιολογική σκέψη 16, τέταρτη και πέμπτη περίοδος, την αιτιολογική σκέψη 48, το άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/343, καθώς και με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη […], νομολογία των εθνικών δικαστηρίων κατά την οποία η διατήρηση περιοριστικού μέτρου “προσωρινής κρατήσεως” (τέσσερις μήνες μετά τη σύλληψη του κατηγορουμένου) προϋποθέτει ότι υφίστανται “εύλογες υπόνοιες” υπό την έννοια ότι “εκ πρώτης όψεως” και μόνον διαπιστώνεται ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να έχει διαπράξει το εν λόγω ποινικό αδίκημα;

Ή, αν αυτό δεν συμβαίνει, είναι συμβατή με τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις νομολογία των εθνικών δικαστηρίων κατά την οποία οι “εύλογες υπόνοιες” νοούνται ως μεγάλη πιθανότητα να έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος το εν λόγω ποινικό αδίκημα;

2)      Είναι συμβατή με την αιτιολογική σκέψη 16, τέταρτη και πέμπτη περίοδος, την αιτιολογική σκέψη 48, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/343, καθώς και με το άρθρο 47 του Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], νομολογία των εθνικών δικαστηρίων η οποία απαιτεί από το δικαστήριο που αποφαίνεται επί αιτήσεως αντικαταστάσεως επιβληθέντος περιοριστικού μέτρου “προσωρινής κρατήσεως” να αιτιολογήσει την απόφασή του χωρίς να προβεί σε αντιπαραβολή των ενοχοποιητικών και απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων ακόμη και όταν ο συνήγορος του κατηγορουμένου έχει εκθέσει σχετικά επιχειρήματα –με μόνο δικαιολογητικό λόγο του περιορισμού αυτού ότι ο δικαστής πρέπει να διατηρήσει την αμεροληψία του για την περίπτωση που η υπόθεση αυτή του ανατεθεί με σκοπό την εξέταση επί της ουσίας;

Ή, αν αυτό δεν συμβαίνει, είναι συμβατή με τις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις νομολογία των εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο προβαίνει σε λεπτομερέστερη και ακριβέστερη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και απαντά με σαφήνεια στα επιχειρήματα του συνηγόρου του κατηγορουμένου ακόμη και αν κατ’ αυτόν τον τρόπο διακινδυνεύει να μην είναι σε θέση ούτε να εξετάσει την υπόθεση ούτε να αποφανθεί οριστικώς επί της ενοχής του κατηγορουμένου σε περίπτωση που η εν λόγω υπόθεση του ανατεθεί με σκοπό την εξέταση επί της ουσίας –γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η εξέταση επί της ουσίας της υποθέσεως αυτής θα ανατεθεί σε άλλο δικαστή;»

IV.    Επί της επείγουσας διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου

44.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

45.      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο E. Milev τελεί υπό προσωρινή κράτηση. Εκτιμά ότι η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2016/343 είναι αναγκαία για να αποφανθεί επί της νομιμότητας της προσωρινής κρατήσεως του E. Milev. Το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο E. Milev θα παραμείνει υπό προσωρινή κράτηση μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

46.      Το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 5 Ιουνίου 2018, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τις παρατηρήσεις μου, να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

47.      Ο E. Milev και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις. Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή διατύπωσαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα στις 11 Ιουλίου 2018.

V.      Ανάλυση

48.      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/343, καθώς και τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι για τη συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου αρκεί μόνο η διαπίστωση του δικαστή που εξετάζει προσφυγή κατά της κρατήσεως αυτής ότι «εκ πρώτης όψεως» (7) μπορεί να έχει διαπράξει το αδίκημα ή αντιθέτως, είναι απαραίτητο να διαπιστώσει ότι υπάρχει «μεγάλη πιθανότητα» (8) να έχει διαπράξει το αδίκημα.

49.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης επί του ζητήματος της αιτιολογίας της αποφάσεως επί της προσωρινής κρατήσεως και των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να λάβει υπόψη ένα δικαστήριο προκειμένου να σεβαστεί το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και το τεκμήριο αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 του Χάρτη και στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343.

1.      Επί της εφαρμογής των άρθρων 6, 47 και 48 του Χάρτη, καθώς και της οδηγίας 2016/343, στις αποφάσεις προσωρινής κρατήσεως

50.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως καθώς και τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το τελευταίο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του τεκμηρίου αθωότητας (9), του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία (10) και του δικαιώματος αμερόληπτου δικαστηρίου (11).

51.      Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 2016/343, αντικείμενο της είναι, μεταξύ άλλων, η θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων σχετικά με ορισμένες πτυχές του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας κατά την ποινική διαδικασία, προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των κρατών μελών στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών και, κατά συνέπεια, να προαχθεί η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις (12).

52.      Η προσωρινή κράτηση του E. Milev, φυσικού προσώπου που κατηγορείται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που εκκρεμεί ακόμη, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής –όπως ορίζεται στο άρθρο της 2 (13)– της οδηγίας 2016/343, η οποία «εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, από τη στιγμή που ένα πρόσωπο θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης μέχρι την απόφαση για την τελική εκτίμηση του κατά πόσον το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και μέχρι η εν λόγω απόφαση να καταστεί οριστική» (14).

53.      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2016/343 προκύπτει ότι το τεκμήριο αθωότητας εφαρμόζεται στις αποφάσεις για την προσωρινή κράτηση και παραβιάζεται σε περίπτωση που οι αποφάσεις αυτές αναφέρονται στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο ως εάν να είναι ένοχος κατά το χρονικό διάστημα που το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποδειχθεί ένοχο κατά τον νόμο.

54.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι λόγω ελλείψεως μέτρων εναρμονίσεως στο δίκαιο της Ένωσης για την επίμαχη αξιόποινη πράξη, η εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Αυτό συνεπάγεται ότι ο Χάρτης καθαυτός δεν εφαρμόζεται στην εν λόγω διαδικασία.

55.      Η Επιτροπή στήριξε επίσης την άποψή της για τη μη εφαρμογή του Χάρτη στην απουσία θετικών κανόνων ουσιαστικού δικαίου σχετικά με την προσωρινή κράτηση στην οδηγία 2016/343.

56.      Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή.

57.      Φρονώ ότι η οδηγία 2016/343 δεν αφορά το επίμαχο αδίκημα αλλά γενικώς την ποινική διαδικασία και ότι οι κανόνες που θεσπίζει για το τεκμήριο αθωότητας είναι εξίσου δεσμευτικοί με τις θετικές προϋποθέσεις. Επιπλέον, λόγω του γεγονότος ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται στην επίμαχη ποινική διαδικασία, η εφαρμογή των κανόνων που περιέχει και ιδίως των άρθρων 3 και 4 αυτής συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει, ως εκ τούτου, να διασφαλίσει ότι γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης για τους κατηγορουμένους της κύριας δίκης. Πράγματι, η υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας συνεπάγεται υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών (15).

58.      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει ότι, στο μέτρο που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η Σύμβαση αυτή. Η διάταξη αυτή του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στον Χάρτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ, χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (16).

59.      Επισημαίνω ότι το «δικαίωμα στην ελευθερία» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχεί στην ίδια έννοια που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (17), ότι το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της ΕΣΔΑ (18). Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 48 της οδηγίας 2016/343 προκύπτει ότι «το επίπεδο προστασίας που παρέχουν τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προτύπων του Χάρτη ή της ΕΣΔΑ, όπως αυτά έχουν ερμηνευτεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του [ΕΔΔΑ]».

2.      Επί του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και της προσωρινής κρατήσεως

60.      Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προστατεύει τη σωματική ασφάλεια των προσώπων και, ως εκ τούτου, είναι υψίστης σημασίας (19). Περιλαμβάνει τον σκοπό της προστασίας του ατόμου εναντίον της αυθαίρετης και αδικαιολόγητης στερήσεως της ελευθερίας του (20).

61.      Κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, από το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ απορρέει το τεκμήριο υπέρ της απολύσεως του προσωρινώς κρατούμενου. Ο κατηγορούμενος πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρι να καταδικαστεί και οι παράγραφοι 3 και 4 του εν λόγω άρθρου της ΕΣΔΑ αποσκοπούν κυρίως στην επιβολή της άρσεως της κρατήσεως αν η κράτηση δεν είναι νόμιμη ή η απόφαση δεν εκδοθεί εντός εύλογου χρόνου (21). Στο σημείο 84 της αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 2001, Ilijkov κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2001:0726JUD003397796), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κράτηση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν υφίστανται σαφείς ενδείξεις πραγματικής απαιτήσεως δημοσίου συμφέροντος, η οποία παρά το τεκμήριο αθωότητας υπερισχύει του σεβασμού της προσωπικής ελευθερίας.

62.      Φρονώ ότι πρέπει να επισημανθεί ότι στη νομολογία του ΕΔΔΑ το δικαίωμα στην ελευθερία και το τεκμήριο αθωότητας συνδέονται στενά. Πράγματι, το ένα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο.

63.      Η απαρίθμηση των εξαιρέσεων από το δικαίωμα στην ελευθερία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ είναι εξαντλητική (22). Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ΕΣΔΑ, ένα πρόσωπο δύναται να κρατηθεί μόνο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής, ιδίως όταν είναι υφίστανται υπόνοιες ότι διέπραξε αδίκημα (23).

64.      Το ίδιο άρθρο απαιτεί ιδίως (24) να υπάρχουν «εύλογες» (25) υπόνοιες ότι το πρόσωπο που συνελήφθη και κρατείται διέπραξε αδίκημα. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικών γεγονότων ή πληροφοριών ικανών να πείσουν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να έχει τελέσει το αδίκημα. Ωστόσο, εξαρτάται από την εξέταση του συνόλου των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας τι μπορεί να θεωρηθεί «εύλογο» (26).

65.      Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι «τα πραγματικά περιστατικά που δημιουργούν εύλογες υπόνοιες δεν χρειάζεται να είναι του ίδιου μέτρου με εκείνα που απαιτούνται για την δικαιολόγηση της καταδίκης ή ακόμη για την απαγγελία κατηγορίας» (27).

66.      Στο σημείο 61 της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της 25ης Μαρτίου 1999, Nikolova κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:1999:0325JUD003119596), επισημαίνεται ότι, «μολονότι [το άρθρο 5, παράγραφος 4, της ΕΣΔΑ] δεν επιβάλλει στον δικαστή που κρίνει την προσφυγή κατά της κρατήσεως την υποχρέωση να εξετάσει κάθε επιχείρημα που προέβαλε ο προσφεύγων, οι εγγυήσεις που προβλέπει θα στερούνταν νοήματος, αν ο δικαστής μπορούσε, βάσει εσωτερικού δικαίου και πρακτικών, να θεωρήσει ως άνευ σημασίας ή να μην λάβει υπόψη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε ο κρατούμενος και τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες για τη συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων για το “νόμιμο”, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, της στερήσεως της ελευθερίας». Επομένως, όταν ο προσφεύγων προβάλλει τέτοιου είδους συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που δεν φαίνονται ελάχιστα αληθοφανή ή αλυσιτελή, ο δικαστικός έλεγχος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 4, της ΕΣΔΑ αν το δικαστήριο δεν λάβει υπόψη τα επιχειρήματα αυτά.

67.      Επιπλέον, όταν πρόκειται για τη συνέχιση της κρατήσεως ενός προσώπου (28), η εξακολούθηση της υπάρξεως εύλογων υπονοιών ότι διέπραξε αδίκημα αποτελεί conditio sine qua non για τη νομιμότητα της συνεχίσεως αυτής (29).

3.      Επί του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και του ζητήματος της αμεροληψίας του δικαστηρίου

68.      Για τους σκοπούς του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ η αμεροληψία του δικαστηρίου πρέπει να εκτιμηθεί τόσο βάσει μιας υποκειμενικής προσεγγίσεως, με σκοπό να διαπιστωθούν η προσωπική πεποίθηση και η συμπεριφορά ενός δικαστή σε συγκεκριμένη περίπτωση (30) όσο και βάσει μιας αντικειμενικής προσεγγίσεως από την οποία να προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο δικαστής παρέχει επαρκή εχέγγυα ώστε να αποκλείεται, συναφώς, κάθε εύλογη αμφιβολία (31).

69.      Κατά το ΕΔΔΑ, η αντικειμενική εκτίμηση συνίσταται στην εξέταση του αν, ανεξάρτητα από την προσωπική συμπεριφορά του δικαστή, ορισμένα δυνάμενα να ελεγχθούν πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν να υπάρξουν υποψίες ως προς την αμεροληψία του. Εν προκειμένω, ακόμη και οι εντυπώσεις μπορεί να έχουν σημασία. Αυτό επιβάλλει η εμπιστοσύνη που τα δικαστήρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας πρέπει να εμπνέουν στους πολίτες, με πρώτους, στις ποινικές υποθέσεις, τους κατηγορουμένους (32). Επομένως, κάθε δικαστής για τον οποίον υπάρχει εύλογη υπόνοια ελλείψεως αμεροληψίας πρέπει να εξαιρείται (33).

70.      Από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει το ζήτημα της αντικειμενικής αμεροληψίας των δικαστηρίων.

71.      Στην απόφαση της 24ης Μαΐου 1989, Hauschildt κατά Δανίας (CE:ECHR:1989:0524JUD001048683, § 49), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το γεγονός ότι οι δικαστές που συμμετείχαν στην τελική εξέταση της υποθέσεως στον δεύτερο βαθμό, είχαν ήδη αναμιχθεί σε προγενέστερο στάδιο και είχαν λάβει πριν τη δίκη διάφορες αποφάσεις για τον προσφεύγοντα, μεταξύ άλλων αποφάσεις για την προσωρινή του κράτηση, μπορεί να δημιουργήσει στον κατηγορούμενο αμφιβολίες για την αμεροληψία του δικαστή. Ωστόσο, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι αμφιβολίες του προσφεύγοντος σχετικά με την αμεροληψία του δικαστή δεν μπορεί να θεωρηθούν «αντικειμενικά δικαιολογημένες σε όλες τις περιπτώσεις: η απάντηση εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως».

72.      Κατά το ΕΔΔΑ, «δεν μπορεί οι υπόνοιες να εξομοιωθούν με επίσημη διαπίστωση ενοχής και [το γεγονός ότι] δικαστής πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου […] έλαβε ήδη αποφάσεις πριν τη δίκη, μεταξύ άλλων ως προς το ζήτημα της προσωρινής κρατήσεως, δεν μπορεί να δικαιολογήσει αφ’ εαυτού επιφυλάξεις για την αμεροληψία του. […] Ορισμένες περιστάσεις μπορούν, ωστόσο, να επιτρέψουν να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα σε συγκεκριμένη υπόθεση» (34).

73.      Συναφώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, στην περίπτωση που ο δικαστής που αποφαίνεται για τη θέση υπό προσωρινή κράτηση πρέπει να βεβαιώνεται για τη συνδρομή «ιδιαίτερα ενισχυμένων υπονοιών» ότι ο ύποπτος διέπραξε το αδίκημα, υφίσταται παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ αν πρέπει να αποφανθεί επί της ενοχής του υπόπτου. Πράγματι, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόσταση μεταξύ της συνδρομής «ιδιαίτερα ενισχυμένων υπονοιών» και του ζητήματος που έπρεπε να επιλυθεί κατά το πέρας της δίκης (35) ήταν ελάχιστη (36).

4.      Επί του άρθρου 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ και του τεκμηρίου αθωότητας

74.      Το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ απαιτεί, μεταξύ άλλων, τα μέλη του δικαστηρίου, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να μην είναι προκατειλημμένα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται· η εισαγγελική αρχή φέρει το βάρος της αποδείξεως και οι αμφιβολίες είναι υπέρ του κατηγορουμένου (37). Πράγματι, το τεκμήριο αθωότητας περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων της δίκαιης ποινικής δίκης που επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (38). Το τεκμήριο αυτό δεν τηρείται όταν μια δικαστική απόφαση που αφορά έναν κατηγορούμενο αποπνέει την αίσθηση ότι αυτός είναι ένοχος, ενώ η ενοχή του δεν έχει προηγουμένως αποδειχθεί κατά τον νόμο. Αρκεί, ακόμη και ελλείψει πανηγυρικής διαπιστώσεως, αιτιολογία η οποία υποδηλώνει ότι ο δικαστής θεωρεί το συγκεκριμένο πρόσωπο ένοχο (39). Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, «πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δηλώσεων στις οποίες αποτυπώνεται η γνώμη ότι το οικείο πρόσωπο είναι ένοχο και εκείνων που περιορίζονται στην περιγραφή μιας καταστάσεως υποψίας. Οι πρώτες παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας, ενώ οι δεύτερες θεωρείται ότι συνάδουν με το πνεύμα του άρθρου 6 της [ΕΣΔΑ] (40)».

5.      Η εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

75.      Υπενθυμίζω αρχικά ότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται από όλες τις διατάξεις του Χάρτη κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2016/343 και ότι πρέπει να συνδυάζουν μεταξύ τους τις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι διατάξεις αυτές, ακόμη και αν η υποχρέωση σεβασμού όλων των διατάξεων του Χάρτη μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, να επιβάλλει μια λεπτή στάθμιση προκειμένου να επιτευχθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των σχετικών δικαιωμάτων (41).

76.      Δεδομένου ότι η προσωρινή κράτηση (42) κατηγορουμένου στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, όπως ο E. Milev, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής (43), από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 16 αυτής, προκύπτει σαφώς ότι όταν εθνικό δικαστήριο λαμβάνει απόφαση για την προσωρινή κράτηση, το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να γίνεται σεβαστό. Επομένως, το δικαστήριο αυτό δεν πρέπει να παρουσιάζει τον κατηγορούμενο ως ένοχο, ενόσω η ενοχή του δεν έχει αποδειχθεί κατά τον νόμο (44).

77.      Αντιθέτως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/343 δεν αντιτίθεται σε προκαταρκτικές αποφάσεις διαδικαστικού χαρακτήρα, όπως οι αποφάσεις για την προσωρινή κράτηση (45), που λαμβάνονται από τις δικαστικές αρχές βάσει υπονοιών ή ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων. Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου (46).

78.      Εντούτοις, φρονώ ότι η διαπίστωση του δικαστή που εξετάζει την προσφυγή κατά προσωρινής κρατήσεως ότι υφίσταται «μεγάλη πιθανότητα»(47) ο κατηγορούμενος να έχει διαπράξει αδίκημα δημιουργεί σαφώς την εντύπωση ότι είναι ένοχος για το αδίκημα αυτό ενώ η ενοχή του δεν έχει αποδειχθεί κατά τον νόμο. Πράγματι, η διαπίστωση αυτή δεν περιορίζεται «στην περιγραφή μιας καταστάσεως υποψίας» (48).

79.      Μολονότι μια τέτοιου είδους προσέγγιση μπορεί να διασφαλίσει ενισχυμένη προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη (49), παραβιάζει εντούτοις το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 του Χάρτη καθώς και στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343.

80.      Ωστόσο, μολονότι μόνη η διαπίστωση του δικαστή που εξετάζει την προσφυγή κατά της προσωρινής κρατήσεως ότι ο κατηγορούμενος «εκ πρώτης όψεως» (50) μπορεί να έχει τελέσει το εν λόγω αδίκημα, δηλαδή χωρίς να αξιολογήσει τα ενοχοποιητικά και απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, δεν αντιβαίνει, άμεσα τουλάχιστον (51), στο τεκμήριο αθωότητας, προσβάλλει όμως το δικαίωμα στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, καθόσον ο δικαστής δεν εξακριβώνει την ύπαρξη εύλογων υπονοιών ότι το πρόσωπο αυτό διέπραξε αδίκημα (52).

81.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ΕΣΔΑ και η πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τη διάταξη αυτή επιβάλλουν πράγματι να μην τίθεται ορισμένο πρόσωπο υπό κράτηση χωρίς την ύπαρξη εύλογων υπονοιών ότι διέπραξε το αδίκημα (53).

82.      Από την απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Μαρτίου 1999, Nikolova κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:1999:0325JUD003119596, § 61), προκύπτει ότι ο δικαστής που εξετάζει προσφυγή κατά κρατήσεως πρέπει να λάβει υπόψη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προβάλλει ο κατηγορούμενος και που ενδεχομένως δημιουργούν αμφιβολίες για τη νομιμότητα της στερήσεως της ελευθερίας. Επομένως, όταν ο κατηγορούμενος προβάλλει τέτοιου είδους συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που δεν φαίνονται απίθανα ή αβάσιμα, ο δικαστής οφείλει να τα λάβει υπόψη κατά την εξέταση της προσφυγής κατά της κρατήσεως.

83.      Ειδικότερα, όταν ο κατηγορούμενος παρουσιάζει στην προσφυγή κατά της προσωρινής κρατήσεως απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία που δεν φαίνονται ελάχιστα αληθοφανή ή αλυσιτελή, ο δικαστής που επιλαμβάνεται της προσφυγής αυτής πρέπει να λάβει τα στοιχεία αυτά υπόψη μαζί με τα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε αδίκημα (54). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εν λόγω δικαστής δεν προσβάλλει το δικαίωμα στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη και δεν παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 του Χάρτη και στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343.

84.      Επιπλέον, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι το γεγονός και μόνο ότι ο δικαστής απεφάνθη επί της προσωρινής κρατήσεως κατηγορουμένου δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην αμφισβήτηση της αμεροληψίας του και ότι μπορεί σε ορισμένες πολύ ειδικές περιπτώσεις να αποφανθεί μεταγενέστερα επί της ενοχής του προσώπου αυτού. Πράγματι, το κρίσιμο είναι να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως για την προσωρινή κράτηση αν ο δικαστής είναι ή όχι προκατειλημμένος για την ενοχή του κατηγορουμένου (55).

85.      Αν από την αιτιολογία της αποφάσεως για την προσωρινή κράτηση κατηγορουμένου προκύπτει ότι ο δικαστής έχει διαμορφώσει άποψη για την ενοχή, ο εν λόγω δικαστής δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως, διότι άλλως θα συντρέχει παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη που κατοχυρώνει το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου.

86.      Επίσης, αιτιολογία η οποία παρουσιάζει τον κατηγορούμενο ως ένοχο, ενώ η ενοχή του δεν έχει αποδειχθεί κατά τον νόμο, παραβαίνει το άρθρο 48 του Χάρτη καθώς και τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343, ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω δικαστής αποφανθεί μεταγενέστερα επί της ενοχής του προσώπου αυτού.

87.      Ωστόσο, αν ο δικαστής που αποφαίνεται επί της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου περιορίζεται στο να διαπιστώσει αν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ο τελευταίος διέπραξε το εν λόγω αδίκημα, ο δικαστής αυτός μπορεί να συμμετέχει στην απόφαση επί της ουσίας και, κατά συνέπεια, στην απόφαση για την ενοχή του προσώπου αυτού. Όπως προκύπτει από το σημείο 83 των παρουσών προτάσεων, όταν ο κατηγορούμενος παρουσιάζει απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία που δεν φαίνονται ελάχιστα αληθοφανή ή αλυσιτελή, εναπόκειται στον δικαστή που εξετάζει την προσφυγή κατά της προσωρινής κρατήσεως να τα λάβει υπόψη μαζί με τα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε αδίκημα.

VI.    Πρόταση

88.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικευμένο ποινικό δικαστήριο, Βουλγαρία) ως εξής:

1)      Τα άρθρα 6 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, έχουν την έννοια ότι όταν ο κατηγορούμενος παρουσιάζει απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία που δεν φαίνονται ελάχιστα αληθοφανή ή αλυσιτελή, εναπόκειται στον δικαστή που εξετάζει την προσφυγή κατά της προσωρινής κρατήσεως να τα λάβει υπόψη μαζί με τα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το εν λόγω αδίκημα.

2)      Αν από την αιτιολογία της αποφάσεως για την προσωρινή κράτηση κατηγορουμένου προκύπτει ότι ο δικαστής έχει διαμορφώσει άποψη για την ενοχή, ο εν λόγω δικαστής δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως, διότι άλλως θα συντρέχει παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Αιτιολογία η οποία παρουσιάζει τον κατηγορούμενο ως ένοχο, ενώ η ενοχή του δεν έχει αποδειχθεί κατά τον νόμο, παραβαίνει το άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343, ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω δικαστής αποφανθεί μεταγενέστερα επί της ενοχής του κατηγορουμένου.

3)      Αν ο δικαστής που αποφαίνεται επί της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου περιορίζεται στο να διαπιστώσει αν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ο τελευταίος διέπραξε το εν λόγω αδίκημα, ο δικαστής αυτός μπορεί να συμμετέχει στην απόφαση επί της ουσίας και, κατά συνέπεια, στην απόφαση για την ενοχή του κατηγορουμένου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2016, L 65, σ. 1.


3      Μια διαδικασία «σχετικά με συμμετοχή σε ληστεία τράπεζας» και μια άλλη διαδικασία «σχετικά με τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, η οποία συστάθηκε με σκοπό τη διάπραξη ληστειών και αφορά πολλές ληστείες».


4      Στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας αυτής, το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικευμένο ποινικό δικαστήριο) με απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Αυγούστου 2016, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως καταχωρήθηκε ως υπόθεση C-439/16 PPU, Milev. Με το προδικαστικό του ερώτημα, το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικευμένο ποινικό δικαστήριο) ζήτησε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 3 και 6 της οδηγίας 2016/343 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 7 Απριλίου 2016 το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) στην αρχή της περιόδου μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας και η οποία παρέχει στα εθνικά δικαστήρια που είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί προσφυγής κατά αποφάσεως περί προσωρινής κρατήσεως τη δυνατότητα να αποφασίσουν, κατά το ένδικο στάδιο της ποινικής διαδικασίας, εάν η συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως κατηγορουμένου πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου ως προς, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα που του αποδίδεται (βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Milev, C-439/16 PPU, EU:C:2016:818, σκέψη 28). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 7 Απριλίου 2016 το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) δεν μπορεί να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2016/343, την υλοποίηση των επιδιωκόμενων από αυτή σκοπών (βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Milev, C-439/16 PPU, EU:C:2016:818, σκέψη 36).


5      Η ληστεία αυτή αποτελεί αξιόποινη πράξη δυνάμει του άρθρου 199, παράγραφος 2, σημείο 3, του Nakazatelen kodeks (ποινικός κώδικας, στο εξής: NK), η οποία επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας από δεκαπέντε έως είκοσι έτη, ποινή ισόβιας καθείρξεως και ποινή ισόβιας καθείρξεως χωρίς δυνατότητα μετατροπής.


6      Συγκεκριμένα, πριν από την τροποποίηση του 2017, το άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο d, του NPK όριζε τα εξής:


      «Δικαστής […] δεν μπορεί να συμμετέχει σε δικαστικό σχηματισμό […] αν συμμετείχε στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε […] διάταξη που επιβάλλει, επιβεβαιώνει, τροποποιεί ή ακυρώνει περιοριστικό μέτρο προσωρινής κρατήσεως κατά το στάδιο της προδικασίας.»


7      Βλ., ιδίως, σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


8      Βλ., ιδίως, σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


9      Βλ., ιδίως, άρθρο 48 του Χάρτη και οδηγία 2016/343.


10      Βλ. άρθρο 6 του Χάρτη.


11      Βλ., ιδίως, άρθρο 47 του Χάρτη.


12      Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2016/343. Κατά την Επιτροπή, «η οδηγία [2016/343] θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις για τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Αφορά ορισμένες πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας […]. Κατά συνέπεια, η οδηγία δεν αποτελεί πλήρες ή αναλυτικό σύνολο κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υπόπτου που τελεί υπό προσωρινή κράτηση» (σημείο 11 των παρατηρήσεων της Επιτροπής). Στο σημείο 26 των παρατηρήσεών της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/343 περιέχει μόνο μια αρνητική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της αποφάσεως της προσωρινής κρατήσεως, δηλαδή ότι, όταν αποφασίζεται η προσωρινή κράτηση, ο ύποπτος δεν πρέπει να προβάλλεται ως ένοχος.


13      Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Milev (C‑439/16 PPU, EU:C:2016:760, σημεία 59 έως 63).


14      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2016/343.


15      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ. (C-612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Milev (C-439/16 PPU, EU:C:2016:760, σημεία 69 έως 76) ο οποίος στηρίζει την ανάλυσή του στην ταυτόχρονη εφαρμογή περισσότερων διατάξεων της ΕΣΔΑ σε μια ποινική διαδικασία.


16      Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, JZ (C-294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψεις 48 έως 50).


17      Βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor (C-528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 37).


18      Βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Νικολάου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (C-220/13 P, EU:C:2014:2057, σκέψη 35). Κατά τη γνώμη μου, μόνο το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ αφορά συγκεκριμένα το τεκμήριο αθωότητας.


19      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Ιουλίου 2016, Buzadji κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας (CE:ECHR:2016:0705JUD002375507, § 84). Κατά το ΕΔΔΑ, «μαζί με τα άρθρα 2, 3 και 4, το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ εντάσσεται στις κύριες διατάξεις που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύουν τη σωματική ασφάλεια των προσώπων […] και, ως εκ τούτου, είναι υψίστης σημασίας».


20      Βλ., μεταξύ άλλων, τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, της ΕΣΔΑ.


21      Βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Μαρτίου 2009, Bykov κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2009:0310JUD000437802, § 61). Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της ΕΣΔΑ παρέχει στα πρόσωπα που συλλαμβάνονται ή κρατούνται με την αιτιολογία ότι είναι ύποπτοι τελέσεως αξιόποινης πράξεως, εγγυήσεις κατά της αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης στερήσεως της ελευθερίας τους (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Απριλίου 1999, Aquilina κατά Μάλτας, CE:ECHR:1999:0429JUD002564294, § 47). Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της ΕΣΔΑ παρέχει ένα ένδικο βοήθημα στα πρόσωπα που συλλαμβάνονται ή κρατούνται και κατοχυρώνει επίσης το δικαίωμα τους να εκδίδεται, εντός σύντομης προθεσμίας από την άσκηση του ένδικου βοηθήματος, δικαστική απόφαση σχετικά με την νομιμότητα της κρατήσεώς τους, η οποία τερματίζει τη στέρηση της ελευθερίας τους αν κριθεί παράνομη (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Ιουλίου 2009, Mooren κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2009:0719JUD00136403, § 106).


22      Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μόνο μια στενή ερμηνεία συνάδει με τον σκοπό της διατάξεως αυτής: να διασφαλιστεί ότι ουδείς θα στερηθεί αυθαίρετα την ελευθερία του (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Απριλίου 2000, Labita κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2000:0406JUD002677295, § 170). Επιπλέον, οι αρχές πρέπει να αποδείξουν ότι δικαιολογείται κάθε περίοδος κρατήσεως, ακόμη και αν αυτή είναι σύντομη (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Μαΐου 2012, Idalov κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2012:0522JUD000582603, § 140).


23      Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 1ης Ιουλίου 1961, Lawless κατά Ιρλανδίας (CE:ECHR:1961:0701JUD000033257, σ. 51 έως 53, § 14), και της 22ας Φεβρουαρίου 1989, Ciulla κατά Ιταλίας (CE:ECHR:1989:0222JUD001115284, σ. 16 έως 18, § 38 έως 41).


24      Μολονότι το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ΕΣΔΑ απαιτεί εύλογες υπόνοιες ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο «διέπραξε αδίκημα» ή (η υπογράμμιση δική μου) ότι «υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετά την διάπραξιν τούτου», φρονώ ότι η εναλλακτική αυτή διατύπωση έχει μετατραπεί σε σωρευτική προϋπόθεση στην πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, στην απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016, Buzadji κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας (CE:ECHR:2016:0705JUD002375507), το ΕΔΔΑ (τμήμα ευρείας συνθέσεως) έκρινε ότι ήταν απαραίτητο να αναπτύξει τη νομολογία του για το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Στα σημεία 92 έως 102 της αποφάσεως αυτής, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι το πρόσωπο που συνελήφθη διέπραξε αδίκημα δεν μπορεί καθεαυτή να καταστήσει νόμιμη την προσωρινή κράτηση η οποία πρέπει να δικαιολογείται από συμπληρωματικούς λόγους. Οι άλλοι λόγοι αυτοί περιλαμβάνουν τον κίνδυνο φυγής, τον κίνδυνο ασκήσεως πιέσεως στους μάρτυρες ή αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, τον κίνδυνο υποτροπής, τον κίνδυνο διαταράξεως της δημόσιας τάξεως ή ακόμη την ανάγκη που προκύπτει να προστατευτεί το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο του μέτρου στερήσεως της ελευθερίας. Πρέπει να τονιστεί ότι στο σημείο 102 της ίδιας αποφάσεως, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι «η υποχρέωση του δικαστή να επικαλεστεί σχετικούς και επαρκείς λόγους προς στήριξη της στερήσεως της ελευθερίας –εκτός της υπάρξεως εύλογων υπονοιών ότι το πρόσωπο που συνελήφθη διέπραξε αδίκημα– εφαρμόζεται από την πρώτη απόφαση που διατάσσει τη θέση υπό προσωρινή κράτηση, δηλαδή “συντόμως” μετά τη σύλληψη». Επιπλέον, η ύπαρξη των κινδύνων αυτών πρέπει να τεκμηριώνεται και η σχετική αιτιολογία των αρχών δεν πρέπει να είναι αφηρημένη, γενική ή στερεότυπη (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Νοεμβρίου 2017, Merabishvili κατά Γεωργίας, CE:ECHR:2017:1128JUD007250813, § 222). Επισημαίνω ότι ο κίνδυνος φυγής, ο κίνδυνος ασκήσεως πιέσεως στους μάρτυρες ή αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ο κίνδυνος συμπαιγνίας, ο κίνδυνος υποτροπής, ο κίνδυνος διαταράξεως της δημόσιας τάξεως ή ακόμη η ανάγκη που προκύπτει να προστατευτεί το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο του μέτρου στερήσεως της ελευθερίας δεν συντρέχουν στην υπόθεση της κύριας δίκης. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυτή η νομολογία του ΕΔΔΑ αποτελεί σημαντική ενίσχυση του δικαιώματος στην ελευθερία και, κατά συνέπεια, του τεκμηρίου αθωότητας.


25      Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «αν δεν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι το πρόσωπο που συνελήφθη διέπραξε αδίκημα, δηλαδή αν η κράτηση δεν εντάσσεται στις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ΕΣΔΑ, η κράτηση είναι παράνομη και ο δικαστής πρέπει να έχει την ευχέρεια να διατάξει την αποφυλάκιση» (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 3ης Οκτωβρίου 2006, McKay κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2006:1003JUD000054403, § 40).


26      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 30ής Αυγούστου 1990, Fox, Campbell και Hartley κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1990:0830JUD001224486, § 32).


27      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Νοεμβρίου 2017, Merabishvili κατά Γεωργίας (CE:ECHR:2017:1128JUD007250813, § 184).


28      Κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, στις 11 Ιουλίου 2018, η κράτηση του E Milev είχε ήδη διαρκέσει έξι μήνες.


29      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Νοεμβρίου 2017, Merabishvili κατά Γεωργίας (CE:ECHR:2017:1128JUD007250813, § 222).


30      Η προσωπική αμεροληψία του δικαστή τεκμαίρεται μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Κυπριανού κατά Κύπρου (CE:ECHR:2005:1215JUD0007379701, § 119), το ΕΔΔΑ αναγνώρισε τη δυσκολία διαπιστώσεως παραβιάσεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ λόγω υποκειμενικής μεροληψίας.


31      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ, της 24ης Μαΐου 1989, Hauschildt κατά Δανίας (CE:ECHR:1989:0524JUD001048683, § 46).


32      Το ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί τον όρο «prévenu» ο οποίος αντιστοιχεί στον όρο «κατηγορούμενος» στην οδηγία 2016/343.


33      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Μαΐου 1989, Hauschildt κατά Δανίας (CE:ECHR:1989:0524JUD001048683, § 48).


34      Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Μαΐου 1989, Hauschildt κατά Δανίας (CE:ECHR:1989:0524JUD001048683, § 50 και 51). Βλ., επίσης, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 27ης Φεβρουαρίου 2007, Nestak κατά Σλοβακίας (CE:ECHR:2007:0227JUD006555901, § 100), και της 22ας Απριλίου 2010, Chesne κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:0422JUD002980806, § 36 έως 39). Στην τελευταία αυτή απόφαση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αιτιολογία δικαστηρίου που επιβεβαίωνε την επιβολή και συνέχιση της κρατήσεως του προσφεύγοντος, μάλλον προκαταλάμβανε την ενοχή του και δεν αποτελούσε απλή περιγραφή μιας καταστάσεως υποψίας. Επομένως, το γεγονός ότι οι ίδιοι δικαστές έλαβαν μέρος στον σχηματισμό που επιλήφθηκε της ουσίας της υποθέσεως προκαλούσε ανησυχίες και αποτελούσε, κατά συνέπεια, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι δικαστές δεν περιορίστηκαν σε μια περιληπτική αξιολόγηση των προσαπτόμενων πραγματικών περιστατικών για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως αλλά, αντιθέτως, αποφάνθηκαν για την ύπαρξη ενοχοποιητικών στοιχείων εις βάρος του προσφεύγοντος.


35      Δηλαδή, η απόφαση για την ενοχή όταν πρόκειται να αποφανθεί επί της ουσίας μιας υποθέσεως.


36      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Μαΐου 1989, Hauschildt κατά Δανίας (CE:ECHR:1989:0524JUD001048683, § 52).


37      Βλ., επίσης, άρθρο 6 της οδηγίας 2016/343.


38      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Νοεμβρίου 2012, Lavents κατά Λετονίας (CE:ECHR:2012:112JUD005844200, § 125).


39      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Φεβρουαρίου 1995, Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1995:0210JUD00151789, § 35).


40      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 31ης Μαρτίου 2016, Petrov και Ivanova κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2016:0331JUD004577310, § 44).


41      Η υπόθεση της κύριας δίκης καταδεικνύει το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει «σύγκρουση» μεταξύ ορισμένων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, ακόμη και εντός του τεκμηρίου αθωότητας. Λόγω ελλείψεως ιεραρχήσεως μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια και στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να επιτύχουν την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συγκρουόμενων ενίοτε δικαιωμάτων.


42      Δεν υφίσταται αμφιβολία ότι η απόφαση για την προσωρινή κράτηση κατηγορουμένου δεν αποτελεί δικαστική απόφαση που αποφαίνεται επί της ενοχής.


43      Βλ. σημείο 52 των παρουσών προτάσεων.


44      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η ενοχή του E. Milev για ένοπλη ληστεία σε κατάστημα, στις 30 Δεκεμβρίου 2008, δεν έχει αποδειχθεί κατά τον νόμο και ότι η σχετική ποινική διαδικασία εναντίον του βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.


45      Βλ. αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2016/343.


46      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/343 ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι διαθέτουν αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας σε περίπτωση παραβιάσεως ιδίως του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται από την οδηγία αυτή.


47      Βλ., μεταξύ άλλων, σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


48      Βλ. σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.


49      Καθόσον η ύπαρξη «μεγάλης πιθανότητας» καθιστά δυσκολότερη τη δικαιολόγηση της προσωρινής κρατήσεως.


50      Βλ., σημεία 29 και 39 των παρουσών προτάσεων.


51      Βλ. σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.


52      Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων. Πράγματι, μια τέτοιου είδους προσέγγιση, μολονότι θα μπορούσε να διασφαλίσει την τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 του Χάρτη, καθώς και στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343, αντιβαίνει στο άρθρο 6 του Χάρτη.


53      Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.


54      Ωστόσο, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι μετά τις τροποποιήσεις του NPK, τμήμα της βουλγαρικής νομολογίας απαγορεύει στον δικαστή που εξετάζει τη νομιμότητα της προσωρινής κρατήσεως να συγκρίνει τα αποδεικτικά στοιχεία και να αναφέρει ποια εξ αυτών είναι αξιόπιστα και για ποιον λόγο είναι αξιόπιστα. Βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων. Εντούτοις, όπως επισήμανε η Επιτροπή, «υπάρχει διχογνωμία στη νομολογία ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα».


55      Βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Μαΐου 1989, Hauschildt κατά Δανίας (CE:ECHR:1989:0524JUD001048683, § 50 και 51).