Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 15 Νοεμβρίου 2013 οι Deutsche Bahn AG κ.λπ. κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2013 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-289/11, T-290/11 και T-521/11, Deutsche Bahn AG κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-583/13 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Deutsche Bahn AG, DB Mobility Logistics AG, DB Energie GmbH, DB Netz AG, DB Schenker Rail GmbH, DB Schenker Rail Deutschland AG, Deutsche Umschlaggesellschaft Schiene-Straße mbH (DUSS) (εκπρόσωποι: W. Deselaers, E. Venot, J. Brückner, δικηγόροι)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βασίλειο της Ισπανίας, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Αιτήματα των αναιρεσειουσών

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–    να εξαφανίσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2013 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-289/11, T-290/11 και T-521/11,

–    να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής C(2011) 1774, της 14ης Μαρτίου 2011, C(2011) 2365, της 30ής Μαρτίου 2011, και C(2011) 5230, της 14ης Ιουλίου 2011, με τις οποίες διατάχθηκε η διενέργεια ελέγχων σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, στην Deutsche Bahn AG και σε όλες τις θυγατρικές της (υποθέσεις COMP/39.678 και COMP/39.731),

–    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναίρεσης:

Πρώτος λόγος: Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το θεμελιώδες δικαίωμα για το απαραβίαστο της κατοικίας, καθώς και τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Λόγω ακριβώς της ιδιαίτερα σοβαρής επέμβασης στο θεμελιώδες αυτό δικαίωμα και του κινδύνου ανεπανόρθωτης ζημίας, η διενέργεια, χωρίς προηγούμενη δικαστική άδεια, εκ των υστέρων ελέγχων από την Επιτροπή, η οποία λειτουργεί επίσης ως εξεταστική αρχή και έχει συναφώς ευρείες αρμοδιότητες, αποτελεί δυσανάλογο μέτρο.

Δεύτερος λόγος: Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το θεμελιώδες δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ο εκ των υστέρων και μόνο διενεργούμενος δικαστικός έλεγχος δεν παρέχει, στην περίπτωση των εξακριβωτικών ελέγχων της Επιτροπής, αποτελεσματική δικαστική προστασία. Τρίτος λόγος: Κακώς το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ως τυχαία ευρήματα τα έγγραφα σχετικά με τις υποτιθέμενες παραβάσεις, τα οποία συνελέγησαν κατά τη διενέργεια του ελέγχου πέραν του αντικειμένου της έρευνας, μολονότι απαγορευόταν η αξιολόγηση των εγγράφων αυτών. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής είχαν ενημερωθεί ήδη πριν από την έναρξη του ελέγχου αυτού για την ύπαρξη υποψιών σχετικά με ένα ζήτημα που δεν περιλαμβανόταν στο αντικείμενο της έρευνας. Με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή προκάλεσε τεχνητά την «τύχη» και διεύρυνε ανεπίτρεπτα την εξαίρεση την οποία διατύπωσε το Δικαστήριο  σχετικά με τις τυχαίες ή παρεμπίπτουσες διαπιστώσεις και η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, κατά τις αναιρεσείουσες πάντα, τους κανόνες για το βάρος απόδειξης. Είναι προφανές ή τουλάχιστον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι ορισμένα έγγραφα «ανευρέθηκαν τυχαία» αποκλειστικά και μόνο λόγω της προηγούμενης παράνομης ενημέρωσης των υπαλλήλων της Επιτροπής, δηλαδή σχετικά με ένα ζήτημα που δεν περιλαμβανόταν στο αντικείμενο της έρευνας. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δεν έχουν καμία δυνατότητα να αποδείξουν την αιτιώδη αυτή συνάφεια και δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για το γεγονός αυτό, ήταν επιβεβλημένη η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, οπότε η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν πράγματι τυχαία ευρήματα.