Language of document : ECLI:EU:C:2018:176

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 13ης Μαρτίου 2018 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/408 – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και κατάρτιση καταλόγου ουσιών υποψηφίων προς υποκατάσταση – Καταχώριση στον κατάλογο αυτό της δραστικής ουσίας “ενώσεις χαλκού” – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Κανονιστική πράξη η οποία δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα – Πρόσωπο το οποίο η πράξη αφορά ατομικά»

Στην υπόθεση C‑384/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 11 Ιουλίου 2016,

European Union Copper Task Force, με έδρα το Essex (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τις C. Fernández Vicién, C. Vila Gisbert, I. Moreno‑Tapia Rivas, abogadas, και από τον M. Miserendino, abogado,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Lewis και P. Ondrůšek, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, T. von Danwitz, J. L. da Cruz Vilaça, A. Rosas, C. G. Fernlund και C. Vajda, προέδρους τμήματος, C. Toader, M. Safjan, D. Šváby, M. Berger, A. Prechal, E. Jarašiūnas και E. Regan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουνίου 2017,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα, European Union Copper Task Force, ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Απριλίου 2016, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής (T‑310/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2016:265), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα τη μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/408 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2015, για την εφαρμογή του άρθρου 80, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και τον καθορισμό καταλόγου υποψηφίων προς υποκατάσταση [ουσιών] (ΕΕ 2015, L 67, σ. 18, στο εξής: επίμαχος κανονισμός).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 91/414

2        Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, τελευταία, με την οδηγία 2011/34/ΕΕ της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2011 (ΕΕ 2011, L 62, σ. 27) (στο εξής: οδηγία 91/414), περιελάμβανε, στο παράρτημά της I, κατάλογο εγκεκριμένων δραστικών ουσιών για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

3        Με το άρθρο 1 και το παράρτημα της οδηγίας 2009/37/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου με σκοπό να συμπεριληφθούν οι ουσίες chlormequat, propaquizafop, quizalofop-P, teflubenzuron, zeta-cypermethrin και οι ενώσεις χαλκού στις δραστικές ουσίες (ΕΕ 2009, L 104, σ. 23), ο κατάλογος του παραρτήματος Ι της οδηγίας 91/414 τροποποιήθηκε προκειμένου να προστεθούν σε αυτόν, μεταξύ άλλων, οι ενώσεις χαλκού.

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009

4        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1), ορίζει, στο άρθρο 14, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανανέωση της έγκρισης» και το οποίο περιλαμβάνεται στην τιτλοφορούμενη «Ανανέωση και επανεξέταση» ενότητα 3 του τμήματος 1, με τίτλο «Δραστικές ουσίες», του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού, που φέρει τον τίτλο «Δραστικές ουσίες, αντιφυτοξικά, συνεργιστικά και βοηθητικά», τα εξής:

«1.      Κατόπιν αίτησης, η έγκριση μιας δραστικής ουσίας ανανεώνεται εφόσον αποδεικνύεται ότι πληρούνται τα κριτήρια έγκρισης που αναφέρονται στο άρθρο 4.

[…]

2.      Η ανανέωση της έγκρισης ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη. […]»

5        Το άρθρο 20, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κανονισμός ανανέωσης» και το οποίο περιλαμβάνεται στην εν λόγω ενότητα 3 του κανονισμού 1107/2009, έχει ως εξής:

«1.      Σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79, παράγραφος 3, εκδίδεται κανονισμός ο οποίος ορίζει ότι:

α)      ανανεώνεται η έγκριση μιας δραστικής ουσίας, όπου ενδείκνυται, με όρους και περιορισμούς· ή

β)      η έγκριση μιας δραστικής ουσίας δεν ανανεώνεται.

[…]»

6        Το άρθρο 24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ουσίες υποψήφιες για υποκατάσταση» και το οποίο περιλαμβάνεται στην τιτλοφορούμενη «Παρεκκλίσεις» ενότητα 4 του τμήματος 1 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1107/2009, ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      […] Κατά παρέκκλιση του άρθρου 14, παράγραφος 2, η έγκριση μπορεί να ανανεώνεται μία ή περισσότερες φορές για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη.

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 έως 21. Οι υποψήφιες για υποκατάσταση ουσίες παρατίθενται χωριστά στον κανονισμό που αναφέρεται στο άρθρο 13, παράγραφος 4.»

7        Το άρθρο 41, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άδεια» και το οποίο περιλαμβάνεται στην τιτλοφορούμενη «Αμοιβαία αναγνώριση αδειών» ενότητα 3 του τμήματος 1, με τίτλο «Άδεια», του κεφαλαίου III του κανονισμού αυτού, που φέρει τον τίτλο «Φυτοπροστατευτικά προϊόντα», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση δυνάμει του άρθρου 40, αφού εξετάσει την αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 42, παράγραφος 1, όπως αρμόζει σε σχέση με τις συνθήκες στην επικράτειά του, αδειοδοτεί το σχετικό φυτοπροστατευτικό προϊόν με τους ίδιους όρους με το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση εκτός όταν ισχύει το άρθρο 36, παράγραφος 3.

2.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος μπορεί να χορηγεί άδεια στο φυτοπροστατευτικό προϊόν εφόσον:

[…]

β)      περιέχει υποψήφια προς υποκατάσταση ουσία·

[…]».

8        Το άρθρο 50, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συγκριτική αξιολόγηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν ουσίες υποψήφιες για υποκατάσταση» και το οποίο περιλαμβάνεται στην τιτλοφορούμενη «Ειδικές περιπτώσεις» ενότητα 5 του τμήματος 1 του κεφαλαίου III του εν λόγω κανονισμού, ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διενεργούν συγκριτική αξιολόγηση όταν αξιολογούν αίτηση αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει δραστική ουσία η οποία έχει εγκριθεί ως ουσία υποψήφια για υποκατάσταση. Τα κράτη μέλη δεν αδειοδοτούν ή περιορίζουν τη χρήση φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει ουσία υποψήφια για υποκατάσταση προς χρήση σε συγκεκριμένη καλλιέργεια, εφόσον η συγκριτική αξιολόγηση, η οποία σταθμίζει τους κινδύνους και τα οφέλη, όπως ορίζεται στο παράρτημα IV, αποδεικνύει ότι:

[…]

4.      Όσον αφορά τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν ουσία υποψήφια για υποκατάσταση, τα κράτη μέλη διενεργούν την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 συγκριτική αξιολόγηση τακτικά και το αργότερο κατά την ανανέωση ή την τροποποίηση της άδειας.

Βάσει των αποτελεσμάτων της εν λόγω συγκριτικής αξιολόγησης, τα κράτη μέλη διατηρούν, ανακαλούν ή τροποποιούν την άδεια.

[…]»

9        Το άρθρο 80, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβατικά μέτρα» και το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο XI του ιδίου κανονισμού, που τιτλοφορείται «Μεταβατικές και τελικές διατάξεις», ορίζει, στην παράγραφό του 7, τα ακόλουθα:

«Μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο ουσιών που περιέχονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας [91/414], οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 4 του παραρτήματος ΙΙ του παρόντος κανονισμού και στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 50 του παρόντος κανονισμού.»

 Οι εκτελεστικοί κανονισμοί

 Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 540/2011

10      Κατά την αιτιολογική σκέψη 1 και το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 540/2011 της Επιτροπής, της 25ης Μαΐου 2011, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον κατάλογο των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών (ΕΕ 2011, L 153, σ. 1), οι δραστικές ουσίες που καταχωρίσθηκαν στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 θεωρούνται εγκεκριμένες δυνάμει του κανονισμού 1107/2009.

 Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/232

11      Η αιτιολογική σκέψη 8 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/232 της Επιτροπής, της 13ης Φεβρουαρίου 2015, για την τροποποίηση και τη διόρθωση του εκτελεστικού κανονισμού 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας «ενώσεις του χαλκού» (ΕΕ 2015, L 39, σ. 7), έχει ως εξής:

«Επιβεβαιώνεται ότι η δραστική ουσία “ενώσεις χαλκού” θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον [κανονισμό 1107/2009]. […]»

 Ο επίμαχοςκανονισμός

12      Το άρθρο 1 του επίμαχου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποψήφιοι προς υποκατάσταση», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι δραστικές ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας [91/414], οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 4 του παραρτήματος II του κανονισμού [1107/2009], είναι αυτές που περιέχονται στον κατάλογο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

[…]»

13      Ο κατάλογος του παραρτήματος του κανονισμού αυτού περιλαμβάνει τις «ενώσεις χαλκού (παραλλαγές υδροξείδιο του χαλκού, οξυχλωριούχος χαλκός, οξείδιο του χαλκού, βορδιγάλειος πολτός και βασικός θειικός χαλκός)».

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιουνίου 2015, η νυν αναιρεσείουσα, η οποία αποτελεί ένωση παραγωγών ενώσεων χαλκού, ορισμένοι εκ των οποίων είναι κάτοχοι αδειών διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία αυτή, άσκησε προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση του επίμαχου κανονισμού.

15      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, για τον λόγο ότι, αφενός, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεσθεί ίδιο έννομο συμφέρον και, αφετέρου, τα μέλη της στερούνται ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν αφορούσε ατομικά τα μέλη της αναιρεσείουσας και, δεύτερον, ότι ο κανονισμός αυτός αποτελεί κανονιστική πράξη που συνεπάγεται, έναντι των μελών αυτών, εκτελεστικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης τα επιχειρήματα της νυν αναιρεσείουσας περί του ότι, σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής της ως απαράδεκτης, αυτή θα στερούνταν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

–        να κρίνει παραδεκτή την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά των σκέψεων 42 έως 44, 46 έως 48, 50 έως 52, 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αποφάνθηκε ότι ο επίμαχος κανονισμός συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ.

19      Κατά την αναιρεσείουσα, για να καθορισθεί αν κανονιστική πράξη συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα, πρέπει να ληφθούν υπόψη ως κρίσιμα στοιχεία, αφενός, η θέση του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα προσφυγής βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, το αντικείμενο της προσφυγής. Ως προς το τελευταίο αυτό στοιχείο, σε περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων ζητεί τη μερική μόνον ακύρωση πράξεως, πρέπει, κατά την αναιρεσείουσα, να ληφθούν υπόψη μόνον τα ενδεχόμενα εκτελεστικά μέτρα του μέρους της πράξεως του οποίου ζητείται η ακύρωση.

20      Όσον αφορά, αφενός, τη θέση της, η νυν αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ήταν, ενώπιον της Επιτροπής, κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως των ενώσεων χαλκού στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η μόνη εκπρόσωπος του συνόλου των δραστηριοποιούμενων στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραγωγών ενώσεων χαλκού οι οποίες χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

21      Όσον αφορά, αφετέρου, το αντικείμενο της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι ζήτησε τη μερική ακύρωση του επίμαχου κανονισμού, καθόσον αυτός περιέλαβε τις ενώσεις χαλκού στον κατάλογο των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών, υπάγοντάς τες, επομένως, στο ισχύον για τις ουσίες αυτές καθεστώς που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό 1107/2009. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας όσον αφορά ορισμένες διατάξεις του τελευταίου αυτού κανονισμού.

22      Κατά την αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ιδίως στις σκέψεις της 26, 38 και 39, περιέχει υπερβολικά συνοπτική περιγραφή του αντικειμένου της εν λόγω προσφυγής βασιζόμενη σε εξίσου περιορισμένη περιγραφή του επίμαχου κανονισμού. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού δεν είναι μόνον η κατάρτιση καταλόγου των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών, αλλά και η υπαγωγή των ουσιών αυτών στις ουσιαστικές διατάξεις που περιέχονται στον κανονισμό 1107/2009, στοιχείο που συνιστά άμεσο και απευθείας αποτέλεσμα της εφαρμογής του επίμαχου κανονισμού, το οποίο δεν απαιτεί τη λήψη κανενός εκτελεστικού μέτρου. Δηλαδή, ο κανονισμός αυτός παράγει αφ’ εαυτού, κατά τρόπο βέβαιο και πραγματικό, συγκεκριμένα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση της αναιρεσείουσας και των μελών της.

23      Συναφώς, η αναιρεσείουσα επισημαίνει, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, πράγματι η ανανέωση της εγκρίσεως των ενώσεων του χαλκού, βάσει του κανονισμού 1107/2009, προϋποθέτει την εκ μέρους της υποβολή σχετικής αιτήσεως και συνεπάγεται την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση πράξεως επί της αιτήσεως αυτής. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, όμως, ότι η πράξη αυτή δεν θα συνιστά εκτελεστικό μέτρο του επίμαχου κανονισμού, αλλά των άρθρων 14 επ. του κανονισμού 1107/2009, τα οποία διέπουν τη διαδικασία ανανεώσεως της εγκρίσεως δραστικής ουσίας.

24      Η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει ότι η εν λόγω πράξη δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα δυνάμενο να συμπληρώσει ή να μεταβάλει το νομικό καθεστώς των υποψήφιων προς υποκατάσταση ουσιών και δεν θα συμβάλει στον να καθορισθούν ή να διευκρινισθούν οι εφαρμοστέοι στις ουσίες αυτές ουσιαστικοί κανόνες.

25      Η αναιρεσείουσα προβάλλει επίσης το στοιχείο ότι ο επίμαχος κανονισμός έχει ως αποτέλεσμα να υπαγάγει τις ενώσεις χαλκού σε καθεστώς εγκρίσεως χορηγουμένης ανά επταετία τουλάχιστον και όχι κάθε δεκαπέντε έτη όπως ισχύει για τις υποψήφιες προς υποκατάσταση δραστικές ουσίες. Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσείουσα, για τις ενώσεις χαλκού θα υποβάλλονται, καταρχήν, διπλάσιες αιτήσεις ανανεώσεως της εγκρίσεως, στοιχείο το οποίο θα αυξήσει τις δαπάνες για τη διατήρηση σε ισχύ της εγκρίσεως των ενώσεων χαλκού. Κατά την αναιρεσείουσα, το αποτέλεσμα αυτό είναι άμεσο και δεν απαιτεί την εκ μέρους της Επιτροπής ή των κρατών μελών λήψη κανενός εκτελεστικού μέτρου.

26      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, όσον αφορά την εθνική άδεια των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν ενώσεις χαλκού, ο επίμαχος κανονισμός έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την υπαγωγή των προϊόντων αυτών και της χρήσεώς τους στη συγκριτική αξιολόγηση η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του κανονισμού 1107/2009. Συναφώς, αντιθέτως προς ό,τι διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τα κράτη μέλη επιβαρύνουν τις οικείες επιχειρήσεις όχι μόνον με τις σχετικές με τη διενέργεια της συγκριτικής αξιολογήσεως δαπάνες, αλλά και με την ίδια τη διενέργεια της αξιολογήσεως αυτής, δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές απλώς εκδίδουν απόφαση επί της αιτήσεως ανανεώσεως της αδείας του οικείου φυτοπροστατευτικού προϊόντος. Επομένως, κατά την αναιρεσείουσα, αυτή και τα μέλη της υποχρεούνται να εκπληρώσουν τις εκ της συγκριτικής αξιολογήσεως υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος της αξιολογήσεως αυτής.

27      Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η διενέργεια της συγκριτικής αξιολογήσεως δεν επηρεάζει την εκ μέρους των κρατών μελών χορήγηση ή άρνηση χορηγήσεως, ανανέωση, ανάκληση ή τροποποίηση των αδειών διαθέσεως, παρέβλεψε ότι το αποτέλεσμα του επίμαχου κανονισμού δεν εξαρτάται από καμία απόφαση που λαμβάνει εθνική αρχή. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 4, του κανονισμού 1107/2009, τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να προβαίνουν στη συγκριτική αξιολόγηση ανά τακτά διαστήματα, το αργότερο δε κατά την ανανέωση ή την τροποποίηση της αδείας. Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσείουσα, δεν απαιτείται καμία αίτηση αδείας ή ανανεώσεως προκειμένου το οικείο κράτος μέλος να προβεί σε συγκριτική αξιολόγηση των ενώσεων χαλκού, η οποία αποτελεί ευθεία συνέπεια του χαρακτηρισμού των ενώσεων αυτών ως υποψήφιας προς υποκατάσταση ουσίας.

28      Τρίτον, κατά την αναιρεσείουσα, παρόμοιο συμπέρασμα πρέπει να συναχθεί και όσον αφορά την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, μεταξύ των κρατών μελών, των φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, λόγω της εκδόσεως του επίμαχου κανονισμού, η αμοιβαία αναγνώριση προϊόντος περιέχοντος ουσία υποψήφια προς υποκατάσταση δεν είναι αυτόματη, όπως συμβαίνει, αντιθέτως, στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης δραστικής ουσίας.

29      Τέταρτον, ακριβώς όπως και η πράξη της Επιτροπής σχετικά με την ανανέωση της εγκρίσεως των ενώσεων του χαλκού, τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σχετικά με αίτηση αμοιβαίας αναγνωρίσεως ή χορηγήσεως εθνικής αδείας ουδόλως επηρεάζουν τον χαρακτηρισμό των ενώσεων χαλκού ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση ή το ισχύον για αυτές καθεστώς δυνάμει του κανονισμού 1107/2009.

30      Η αναιρεσείουσα επισημαίνει επίσης ότι, όπως και οι πράξεις τις οποίες θα εκδώσει η Επιτροπή, οι πράξεις τις οποίες θα εκδώσουν τα κράτη μέλη για να θέσουν σε εφαρμογή τους ειδικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των ενώσεων χαλκού δεν θα συνιστούν εκτελεστικά μέτρα του επίμαχου κανονισμού, αλλά του κανονισμού 1107/2009.

31      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32      Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αυτό νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα, κάτι το οποίο ισχύει σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η προσφυγή αυτή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως μη συνεπαγομένης εκτελεστικά μέτρα εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 59 και 91).

33      Κατά την εξέταση της δεύτερης περιπτώσεως, στις σκέψεις 33 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 34 έως 36 της εν λόγω διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός έχει χαρακτήρα κανονιστικής πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

34      Ως εκ τούτου, το ζήτημα που πρέπει να εξετασθεί είναι αν, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 37 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων έναντι των μελών της αναιρεσείουσας.

35      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η φράση «χωρίς να [συνεπάγονται] εκτελεστικά μέτρα», κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεώς της, στην αποτροπή του ενδεχομένου να υποχρεούται ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο προκειμένου να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία, κανονιστική πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, το πρόσωπο αυτό θα διέτρεχε τον κίνδυνο να στερηθεί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εάν δεν διέθετε ένδικο βοήθημα δυνάμενο να ασκηθεί ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της κανονιστικής πράξεως αυτής. Πράγματι, ελλείψει εκτελεστικών μέτρων, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μολονότι η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα, θα μπορούσε να επιτύχει τον δικαστικό έλεγχο της πράξεως αυτής μόνον αφότου θα παρέβαινε τις διατάξεις της, επικαλούμενο την έλλειψη νομιμότητάς τους στο πλαίσιο των διαδικασιών που θα κινούνταν εναντίον του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία κανονιστική πράξη συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της εννόμου τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται ανεξαρτήτως αν τα μέτρα αυτά ελήφθησαν από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν δύνανται, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού που καθορίζει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης μια κανονιστική πράξη της Ένωσης, προστατεύονται από την έναντι αυτών εφαρμογή τέτοιας πράξεως με τη δυνατότητα να προσβάλουν τα εκτελεστικά μέτρα των οποίων τη λήψη συνεπάγεται η πράξη αυτή (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Οσάκις η θέση σε εφαρμογή τέτοιας πράξεως απόκειται στα θεσμικά όργανα ή στους οργανισμούς της Ένωσης, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δύνανται να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης κατά των πράξεων εφαρμογής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και να προβάλουν, προς στήριξη της προσφυγής τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, την έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης βασικής πράξεως. Οσάκις η θέση αυτή σε εφαρμογή απόκειται στα κράτη μέλη, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να επικαλεσθούν την έλλειψη κύρους της επίμαχης βασικής πράξεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υποχρεώνοντάς τα να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμηθεί αν κανονιστική πράξη συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα, πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψη η θέση του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ. Στερείται, επομένως, σημασίας το ζήτημα αν η επίμαχη πράξη συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα έναντι άλλων ιδιωτών (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Επιπλέον, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η εξέταση πρέπει να διενεργείται με γνώμονα αποκλειστικώς το αντικείμενο της προσφυγής, σε περίπτωση δε κατά την οποία προσφεύγων ζητεί τη μερική μόνον ακύρωση πράξεως πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα εκτελεστικά μέτρα τα οποία συνεπάγεται ενδεχομένως το μέρος αυτό της πράξεως (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Kyocera Mita Europe κατά Επιτροπής, C‑553/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:805, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Στερείται, εξάλλου, σημασίας συναφώς το ζήτημα αν τα μέτρα αυτά έχουν ή όχι απλώς διεκπεραιωτικό χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψεις 41 και 42, και της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Kyocera Mita Europe κατά Επιτροπής, C‑553/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:805, σκέψη 46).

41      Εν προκειμένω, πρέπει, πρώτον, να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη το αντικείμενο της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής, ειδικότερα δε το ότι αίτημα της προσφυγής αυτής ήταν η ακύρωση του επίμαχου κανονισμού καθόσον υπάγει τις ενώσεις χαλκού σε ορισμένους ουσιαστικούς κανόνες που προβλέπει ο κανονισμός 1107/2009.

42      Πράγματι, από τις σκέψεις 38 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι ο επίμαχος κανονισμός έχει ως αντικείμενο την κατάρτιση καταλόγου υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών, επισήμανε ότι ο κανονισμός 1107/2009 προβλέπει την εφαρμογή, στην περίπτωση των ουσιών αυτών, ειδικών κανόνων οι οποίοι συνιστούν παρέκκλιση από εκείνους που ισχύουν για άλλες δραστικές ουσίες. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι ειδικοί αυτοί κανόνες αφορούν, πρώτον, την έγκριση των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών και την ανανέωση της εγκρίσεως αυτής, δεύτερον, τις άδειες διαθέσεως των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τέτοιες ουσίες στην αγορά και την ανανέωση και τροποποίηση των αδειών αυτών και, τρίτον, την αμοιβαία μεταξύ των κρατών μελών αναγνώριση των αδειών αυτών.

43      Από τις σκέψεις 42 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως προκύπτει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή εξέταση των ειδικών αυτών κανόνων και αποφάνθηκε ότι μπορούσαν να παράγουν αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των μελών της νυν αναιρεσείουσας μόνο μέσω πράξεων της Επιτροπής ή των κρατών μελών.

44      Πρέπει, δεύτερον, να εξετασθούν τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας με τα οποία αμφισβητείται το βάσιμο της κρίσεως αυτής.

45      Επισημαίνεται συναφώς ότι το γεγονός ότι κανονιστική πράξη της Ένωσης συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ, οπότε ορισμένα έννομα αποτελέσματα του εν λόγω κανονισμού επέρχονται μόνον μέσω των μέτρων αυτών, δεν αποκλείει, πάντως, το ενδεχόμενο ο κανονισμός αυτός να παράγει, επί της νομικής καταστάσεως φυσικού ή νομικού προσώπου, άλλα έννομα αποτελέσματα, τα οποία δεν εξαρτώνται από τη λήψη εκτελεστικών μέτρων.

46      Εν προκειμένω, πρέπει, επομένως, να ληφθούν υπόψη οι μνημονευθείσες στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως τρεις κατηγορίες ειδικών κανόνων οι οποίες ισχύουν για τις ενώσεις χαλκού και στις οποίες στηρίζεται η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο επίμαχος κανονισμός, λόγω του ότι υπήγαγε τις ενώσεις χαλκού στους κανόνες αυτούς, παράγει επί της νομικής καταστάσεως των μελών της αναιρεσείουσας αποτελέσματα μη εξαρτώμενα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο.

47      Όσον αφορά, πρώτον, τους κανόνες περί εγκρίσεως των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών και περί της ανανεώσεως της εγκρίσεως αυτής, πρέπει, αφενός, να υπομνησθεί, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι ενώσεις χαλκού είχαν τύχει εγκρίσεως προγενέστερης της εκδόσεως του επίμαχου κανονισμού. Αφετέρου, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ημερομηνία λήξεως της εγκρίσεως αυτής δεν εθίγη από τον επίμαχο κανονισμό.

48      Ως εκ τούτου, όπως διαπίστωσε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κρίσιμη έναντι των μελών της αναιρεσείουσας είναι μόνον η διαδικασία ανανεώσεως της εγκρίσεως ουσιών υποψηφίων προς υποκατάσταση, όπως αυτή προβλέπεται στον κανονισμό 1107/2009.

49      Συναφώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 ορίζει ότι η έγκριση ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση μπορεί να ανανεώνεται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη, αντιθέτως προς την έγκριση άλλων δραστικών ουσιών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Επομένως, η καταχώριση των ενώσεων χαλκού στον κατάλογο του παραρτήματος του επίμαχου κανονισμού, ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση, έχει ως αποτέλεσμα η ανανέωση της εγκρίσεώς τους να είναι δυνατή μόνο για μέγιστο χρονικό διάστημα επτά ετών και όχι για μεγαλύτερο μέγιστο χρονικό διάστημα, όπως θα συνέβαινε αν η ουσία αυτή δεν είχε καταχωρισθεί στον εν λόγω κατάλογο.

50      Ωστόσο, τα έννομα αποτελέσματα του επίμαχου κανονισμού σχετικά με τη διάρκεια ισχύος της ανανεώσεως της εγκρίσεως των ενώσεων χαλκού θα επέλθουν, έναντι των μελών της αναιρεσείουσας, μόνο μέσω εκτελεστικών μέτρων.

51      Πράγματι, από τις διατάξεις του κανονισμού 1107/2009 και, ιδίως, από το άρθρο του 24, παράγραφος 2, προκύπτει ότι, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 42 και 43 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, χωρίς τούτο να αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο χαρακτηρισμός των ενώσεων του χαλκού ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση, βάσει του επίμαχου κανονισμού, δεν θίγει την εφαρμογή της διαδικασίας ανανεώσεως της εγκρίσεως της ουσίας αυτής. Η διαδικασία αυτή, όμως, όπως ακριβώς και η διαδικασία ανανεώσεως της εγκρίσεως δραστικής ουσίας που δεν έχει καταχωρισθεί στον κατάλογο του παραρτήματος του επίμαχου κανονισμού, προϋποθέτει την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009.

52      Ως εκ τούτου, όπως ορθώς κατά νόμον διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τα αποτελέσματα του επίμαχου κανονισμού σχετικά με τη διάρκεια ισχύος της ανανεώσεως της εγκρίσεως των ενώσεων του χαλκού θα παραχθούν ως προς τα μέλη της αναιρεσείουσας μόνο διά της ενδεχόμενης εκδόσεως, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ενός κανονισμού περί ανανεώσεως, για μέγιστη χρονική διάρκεια επτά ετών, της εγκρίσεως της ουσίας αυτής.

53      Επομένως, μολονότι το πρόσθετο βάρος που φέρει η αναιρεσείουσα και τα μέλη της και το οποίο συνδέεται με την ανάγκη συχνότερης ανανεώσεως της εγκρίσεως των ενώσεων του χαλκού μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της εκδόσεως του επίμαχου κανονισμού, το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επέλθει με την έκδοση του κανονισμού αυτού, αλλά με την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση, ενδεχομένως, κανονισμού περί ανανεώσεως της εγκρίσεως της εν λόγω ουσίας.

54      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι κανονισμός της Επιτροπής περί ανανεώσεως της εγκρίσεως ουσιών υποψηφίων προς υποκατάσταση, όπως είναι οι ενώσεις χαλκού, αποτελεί εκτελεστικό μέτρο του επίμαχου κανονισμού, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ.

55      Όσον αφορά, δεύτερον, τους κανόνες περί αδειών διαθέσεως στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν ουσίες υποψήφιες προς υποκατάσταση, καθώς και τους κανόνες περί ανανεώσεως ή τροποποιήσεως των αδειών αυτών, πράγματι, όπως επισημαίνει η αναιρεσείουσα, ο επίμαχος κανονισμός έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν ενώσεις χαλκού στη διαδικασία συγκριτικής αξιολογήσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 50 του κανονισμού 1107/2009 και στο πλαίσιο της οποίας συγκρίνονται οι κίνδυνοι για την υγεία ή το περιβάλλον τους οποίους ενέχει το οικείο φυτοπροστατευτικό προϊόν με τους κινδύνους ιδίας φύσεως τους οποίους ενέχει εναλλακτικό προϊόν ή μη χημική μέθοδος προλήψεως ή καταπολεμήσεως των επιβλαβών για τις καλλιέργειες οργανισμών.

56      Εντούτοις, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι απόκειται σε εκείνη και στα μέλη της η διενέργεια της συγκριτικής αξιολογήσεως αυτής και ότι εκείνη και τα μέλη της φέρουν το βάρος των δαπανών για τη διενέργεια της εν λόγω αξιολογήσεως, προς απόδειξη του ότι η έκδοση του επίμαχου κανονισμού είχε αποτελέσματα έναντι αυτών, ανεξαρτήτως της λήψεως εκτελεστικών μέτρων. Πράγματι, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, από το άρθρο 50, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1107/2009 προκύπτει ότι η διενέργεια της συγκριτικής αξιολογήσεως απόκειται στα κράτη μέλη.

57      Όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι οι εθνικές αρχές ορισμένων κρατών μελών απαιτούν από τους δικαιούχους εθνικών αδειών εκμεταλλεύσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων περιεχόντων ενώσεις χαλκού την προσκόμιση συγκριτικής αξιολογήσεως, τούτο ουδόλως δύναται να στηρίξει την άποψη ότι ο επίμαχος κανονισμός παράγει αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των μελών της ανεξαρτήτως της λήψεως εκτελεστικών μέτρων. Πράγματι, οι υποχρεώσεις που υποστηρίζεται ότι υπέχουν οι εν λόγω δικαιούχοι δεν οφείλονται στον επίμαχο κανονισμό, αλλά σε απόφαση των αρμοδίων εθνικών αρχών.

58      Επιπροσθέτως, όπως ορθώς κατά νόμον διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, χωρίς τούτο να αμφισβητείται από την αναιρεσείουσα, η διενέργεια της συγκριτικής αξιολογήσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του κανονισμού 1107/2009 «δεν επηρεάζει το ότι, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του άρθρου 43, παράγραφος 1, του άρθρου 44, παράγραφος 3, και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, οι άδειες διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων περιεχόντων δραστικές ουσίες χορηγούνται ή μη, ανανεώνονται, ανακαλούνται ή τροποποιούνται από τα κράτη μέλη».

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε αποφαινόμενο, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα αποτελέσματα του επίμαχου κανονισμού ως προς τη διενέργεια, από τα κράτη μέλη, συγκριτικής αξιολογήσεως των κινδύνων για την υγεία ή το περιβάλλον τους οποίους ενέχουν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν ενώσεις χαλκού σε σχέση με κάποιο εναλλακτικό προϊόν ή με μη χημική μέθοδο προλήψεως ή καταπολεμήσεως των επιβλαβών για τις καλλιέργειες οργανισμών «πρόκειται να παραχθούν έναντι των μελών της [νυν αναιρεσείουσας] μόνο μέσω πράξεων που θα εκδώσουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών» και ότι «οι πράξεις αυτές αποτελούν, επομένως, εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ».

60      Τρίτον, ως προς τους κανόνες περί της μεταξύ των κρατών μελών αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων περιεχόντων ουσίες υποψήφιες προς υποκατάσταση, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει, βεβαίως, ότι κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται, βάσει της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως, αίτηση για τη χορήγηση αδείας διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων περιεχόντων ουσία υποψήφια προς υποκατάσταση δύναται να χορηγήσει άδεια στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αυτά, ενώ, εκτός των λοιπών περιπτώσεων οι οποίες διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 41, παράγραφος 2, και με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, το κράτος μέλος υποχρεούται, βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να χορηγεί τέτοια άδεια υπό τις προβλεπόμενες στην τελευταία αυτή διάταξη προϋποθέσεις.

61      Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η έκδοση του επίμαχου κανονισμού έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά λιγότερο πιθανό το ενδεχόμενο κράτος μέλος να δεχθεί αίτηση για τη χορήγηση αδείας διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει ενώσεις χαλκού βάσει της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως, το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί τέτοια αίτηση δεν παύει, εντούτοις, να υποχρεούται να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως αυτής. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως συνάγεται από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ότι στερείται σημασίας το ζήτημα αν μια τέτοια απόφαση έχει χαρακτήρα απλώς διεκπεραιωτικό.

62      Συνεπώς, ορθώς κατά νόμον έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα αποτελέσματα του επίμαχου κανονισμού ως προς τη διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν ουσία υποψήφια προς υποκατάσταση «αφορούν αποκλειστικά το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη προκειμένου να αποφανθούν επί των σχετικών αιτήσεων» και ότι «τα αποτελέσματα αυτά θα παραχθούν, κατά περίπτωση, έναντι των μελών της [νυν αναιρεσείουσας] μόνο μέσω πράξεων με τις οποίες οι εθνικές αρχές αποφαίνονται επί αιτήσεων αμοιβαίας αναγνωρίσεως που υποβάλλονται από τα εν λόγω μέλη».

63      Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 45 έως 62 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι, βεβαίως, ο επίμαχος κανονισμός, περιλαμβάνοντας τις ενώσεις χαλκού στον κατάλογο των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών, υπήγαγε την ουσία αυτή στους ειδικούς κανόνες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως και, ως εκ τούτου, παρήγαγε έννομα αποτελέσματα καθόσον τροποποιεί το νομικό καθεστώς της Ένωσης το οποίο ισχύει για τις ενώσεις χαλκού, εντούτοις η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι η τροποποίηση αυτή είχε, έναντι της νομικής καταστάσεως των μελών της, αποτελέσματα ανεξάρτητα της λήψεως εκτελεστικών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ. Ορθώς, επομένως, κατά νόμον έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η αναιρεσείουσα στερούνταν ενεργητικής νομιμοποιήσεως επί της νομικής βάσεως αυτής.

64      Η κρίση αυτή δεν κλονίζεται από το εκτεθέν στις σκέψεις 23 και 30 της παρούσας αποφάσεως επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι οι πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή ή εκδίδουν τα κράτη μέλη προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή τους ειδικούς κανόνες που ισχύουν για τις ενώσεις χαλκού, ιδίως δε η πράξη με την οποία η Επιτροπή θα προβεί στην ανανέωση της εγκρίσεως της ουσίας αυτής, δεν συνιστούν μέτρα εκτελεστικά του επίμαχου κανονισμού, αλλά του κανονισμού 1107/2009.

65      Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί κατά τα φαινόμενα η αναιρεσείουσα με την επιχειρηματολογία της, το γράμμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ δεν απαιτεί, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως εκτελεστικό μέτρο κανονιστικής πράξεως, η συγκεκριμένη πράξη να αποτελεί τη νομική βάση του μέτρου αυτού. Το ίδιο μέτρο μπορεί να είναι εκτελεστικό τόσο της πράξεως της οποίας οι διατάξεις αποτελούν τη νομική βάση του όσο και μιας διακριτής πράξεως, όπως εν προκειμένω ο επίμαχος κανονισμός, εφόσον το σύνολο ή μέρος των εννόμων αποτελεσμάτων της τελευταίας αυτής πράξεως θα επέλθουν, έναντι της αναιρεσείουσας, μόνο μέσω του μέτρου αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 40).

66      Στην υπό κρίση υπόθεση, από τις σκέψεις 47 έως 63 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι με τις πράξεις που θα εκδοθούν από την Επιτροπή ή από τα κράτη μέλη προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή οι προβλεπόμενοι από τον κανονισμό 1107/2009 ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τις ενώσεις χαλκού θα επέλθουν τα έννομα αποτελέσματα του επίμαχου κανονισμού έναντι των μελών της αναιρεσείουσας και οι πράξεις αυτές θα αποτελέσουν επομένως τα εκτελεστικά μέτρα του τελευταίου αυτού κανονισμού.

67      Η εκτεθείσα στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως κρίση δεν κλονίζεται ούτε από το υπομνησθέν στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως επιχείρημα ότι η αναιρεσείουσα ήταν, ενώπιον της Επιτροπής, κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως των ενώσεων χαλκού στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η μόνη εκπρόσωπος του συνόλου των δραστηριοποιούμενων στην Ένωση παραγωγών ενώσεων χαλκού οι οποίες χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Πράγματι, μολονότι, βεβαίως, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να εκτιμάται αν η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα, η ως άνω προβληθείσα από την αναιρεσείουσα περίσταση δεν δύναται, πάντως, να καταδείξει ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν συνεπαγόταν τη λήψη τέτοιων μέτρων.

68      Η κρίση που διατυπώνεται στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως δεν αναιρείται ούτε από την εκτιθέμενη στις σκέψεις 24 και 29 της παρούσας αποφάσεως επιχειρηματολογία ότι τα μέτρα που θα ληφθούν ενδεχομένως από την Επιτροπή ή από τα κράτη μέλη για να καταστεί δυνατή η ουσιαστική εφαρμογή, στις ενώσεις χαλκού, των ειδικών κανόνων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως δεν θα έχουν καμία συνέπεια ως προς τον χαρακτηρισμό των ενώσεων χαλκού ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση ή ως προς το ισχύον για την ουσία αυτή νομικό καθεστώς που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό 1107/2009.

69      Πράγματι, η επιχειρηματολογία αυτή δεν δύναται να κλονίσει τη διαπίστωση ότι τα αποτελέσματα της εφαρμογής επί των ενώσεων χαλκού των ειδικών κανόνων που προβλέπει ο κανονισμός 1107/2009 θα επέλθουν, έναντι της νομικής καταστάσεως των μελών της αναιρεσείουσας, μόνο διά των εκτελεστικών μέτρων του επίμαχου κανονισμού.

70      Λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, ορθώς κατά νόμον αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός συνεπάγεται, έναντι των μελών της αναιρεσείουσας, τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ.

71      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

72      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξετασθεί δεύτερος κατά σειρά, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 22, 31 και 32 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν αφορούσε ατομικά την αναιρεσείουσα και τα μέλη της.

73      Πρώτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ο επίμαχος κανονισμός την αφορά ατομικά και διατείνεται ότι πλείονες παράγοντες την εξατομικεύουν έναντι παντός άλλου προσώπου, κατά την έννοια της νομολογίας που διατυπώθηκε κατά πρώτον με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17).

74      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ήταν η μόνη που προέβη σε κοινοποίηση προς την Επιτροπή, προκειμένου να περιληφθούν οι ενώσεις χαλκού στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Υπενθυμίζει επίσης ότι, κατά το άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009, οι δραστικές ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό θεωρούνται εγκεκριμένες βάσει του κανονισμού αυτού. Η αναιρεσείουσα συνάγει εξ αυτού ότι σε εκείνην αποκλειστικώς οφείλεται η καταχώριση των ενώσεων χαλκού στον κατάλογο δραστικών ουσιών του εν λόγω παραρτήματος, για την εφαρμογή του κανονισμού 1107/2009. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι ήταν η μόνη που επιδίωξε την ανανέωση της εγκρίσεως των ενώσεων χαλκού ως δραστικής ουσίας και η μόνη που υπέβαλε φάκελο για λογαριασμό όλων των παραγωγών.

75      Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι μετείχε στη διαδικασία η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε για τις ενώσεις χαλκού μέχρι την έκδοση του επίμαχου κανονισμού. Ειδικότερα, κατά την αναιρεσείουσα, ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/232 εκδόθηκε βάσει μελετών και εγγράφων που εκείνη είχε διαβιβάσει και, όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού, αφού η Επιτροπή την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της εκθέσεως ανασκοπήσεως για τις ενώσεις χαλκού.

76      Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ο εγκριθείς με τον επίμαχο κανονισμό κατάλογος των υποψήφιων προς υποκατάσταση ουσιών καταρτίσθηκε αποκλειστικώς βάσει των πορισμάτων εγγράφου το οποίο στηριζόταν στην τελική έκθεση ανασκοπήσεως για τις ενώσεις χαλκού που ενέκρινε η Επιτροπή κατόπιν παρεμβάσεως της αναιρεσείουσας και μόνον, ως αιτούσας.

77      Τέταρτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ήταν συνομιλήτρια της Επιτροπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκπονήσεως του επίμαχου κανονισμού, αλληλογράφησε με την Επιτροπή και έλαβε μέρος σε συνάντηση με εκπροσώπους του θεσμικού οργάνου αυτού με θέμα, μεταξύ άλλων, τον χαρακτηρισμό των ενώσεων του χαλκού ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση.

78      Με βάση τα ανωτέρω, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 1985, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής (11/82, EU:C:1985:18, σκέψεις 17 έως 32), θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς, καθόσον, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή γνώριζε ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορούσε την αναιρεσείουσα άμεσα και ατομικά.

79      Εν συνεχεία, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορά ατομικά τα μέλη της.

80      Αφενός, η αναιρεσείουσα, όπως υποστηρίζει, εκπροσωπεί όλους τους δραστηριοποιούμενους στην Ένωση παραγωγούς ενώσεων χαλκού οι οποίες χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Ως εκ τούτου, κακώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορούσε την αναιρεσείουσα και τα μέλη της ακριβώς όπως και κάθε άλλο οικονομικό φορέα.

81      Η αναιρεσείουσα επισημαίνει επίσης ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 ορίζει ότι η αίτηση ανανεώσεως της εγκρίσεως δραστικής ουσίας υποβάλλεται από παραγωγό της οικείας δραστικής ουσίας. Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσείουσα, μόνον εκείνη και τα μέλη της, ως μοναδικοί παραγωγοί ενώσεων χαλκού χρησιμοποιούμενων σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα εντός της Ένωσης, μπορούν να ζητήσουν την ανανέωση της εγκρίσεώς τους. Η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει συναφώς ότι ήταν η μόνη που ζήτησε την ανανέωση της εγκρίσεως των ενώσεων χαλκού ως δραστικής ουσίας και υπέβαλε φάκελο για λογαριασμό όλων των παραγωγών.

82      Αφετέρου, κατά την αναιρεσείουσα, το γεγονός ότι οι ενώσεις χαλκού είναι η μοναδική ανόργανη ουσία που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών εξατομικεύει περαιτέρω την αναιρεσείουσα και τα μέλη της.

83      Η αναιρεσείουσα φρονεί, επομένως, ότι ο επίμαχος κανονισμός, μολονότι από τυπικής απόψεως αποτελεί εκτελεστικό κανονισμό, συνιστά στην πράξη απόφαση της Επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων που παράγει ως προς τις ενώσεις χαλκού και, κατ’ επέκταση, ως προς την αναιρεσείουσα και τα μέλη της ως μοναδικούς παραγωγούς της δραστικής ουσίας αυτής. Συνεπώς, ο κανονισμός την αφορά ατομικά.

84      Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πρέπει να αναιρεθεί και ότι το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εξετάσει αν ο επίμαχος κανονισμός την αφορά, επίσης, άμεσα.

85      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει συναφώς ότι, αφενός, η υπαγωγή των ενώσεων χαλκού στις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 1107/2009 συνεπάγεται την εφαρμογή, στην περίπτωση της ουσίας αυτής, προϋποθέσεων πιο περιοριστικών από εκείνες που έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των δραστικών ουσιών που δεν είναι υποψήφιες προς υποκατάσταση. Επισημαίνει, αφετέρου, ότι τούτο συνιστά άμεση συνέπεια του επίμαχου κανονισμού και ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι εθνικές αρχές διαθέτουν, κατά τη λήψη μέτρων για την εφαρμογή των ειδικών κανόνων που ισχύουν για τις ενώσεις χαλκού, εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον χαρακτηρισμό των ενώσεων χαλκού ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση.

86      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

87      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ένωση, όπως είναι η αναιρεσείουσα, επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των παραγωγών ενώσεων χαλκού, δύναται καταρχήν να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μόνον εφόσον δύναται να προβάλει ίδιο συμφέρον ή εφόσον οι επιχειρήσεις τις οποίες εκπροσωπεί ή ορισμένες εξ αυτών νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή (βλ., σχετικώς, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88      Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν η αναιρεσείουσα μπορεί να προβάλει ίδιο συμφέρον, πρέπει, αφενός, να επισημανθεί ότι κατά πάγια νομολογία, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε μια ένωση στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δύναται να δικαιολογήσει το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από την ένωση αυτή, μολονότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά άμεσα και ατομικά τα μέλη της ένωσης, ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη επηρέασε τη θέση της ενώσεως ως διαπραγματεύτριας (διάταξη της 8ης Δεκεμβρίου 2006, Polyelectrolyte Producers Group κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑368/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:771, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ωστόσο ότι, με τα επιχειρήματα που προβάλλει στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι διαδραμάτισε τέτοιο ρόλο κατά την εκπόνηση του επίμαχου κανονισμού ώστε να δύναται να επικαλεσθεί ίδιο συμφέρον κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Επίσης, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη ειδικών δικαιωμάτων τα οποία της παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκπονήσεως του κανονισμού αυτού.

90      Αφετέρου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που διατυπώθηκε με την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1985, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής (11/82, EU:C:1985:18, σκέψεις 17 έως 32), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας ότι, βάσει ορισμένων ιδιαίτερων στην περίπτωσή της πραγματικών περιστάσεων, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο επίμαχος κανονισμός την αφορά ατομικά.

91      Βεβαίως, κατά τη νομολογία αυτή, το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή υποχρεούνται, βάσει ειδικών διατάξεων, να λάβουν υπόψη τις συνέπειες που θα έχει πράξη της οποίας εξετάζουν την έκδοση ως προς την κατάσταση ορισμένων ιδιωτών ενδέχεται να εξατομικεύει τους εν λόγω ιδιώτες, εφόσον αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή τους θίγει λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τους διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου (βλ., σχετικώς, απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen, C‑142/00 P, EU:C:2003:217, σκέψεις 71 έως 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν προσδιόρισε την ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως δυνάμενης να την εξατομικεύσει, κατά την έννοια της νομολογίας αυτής, όσον αφορά τον επίμαχο κανονισμό.

93      Εν συνεχεία, όσον αφορά το ζήτημα αν ο επίμαχος κανονισμός αφορά ατομικά τα μέλη της αναιρεσείουσας ή ορισμένα εξ αυτών, πρέπει να υπομνησθεί, όπως προκύπτει από τη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη τέτοιας αποφάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 942, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 93).

94      Συναφώς, κατά πάγια επίσης νομολογία, την οποία υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στην περίπτωση των οποίων έχει εφαρμογή ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω μέτρο αφορά ατομικά τα εν λόγω υποκείμενα δικαίου, εφόσον η εφαρμογή αυτή στηρίζεται σε αντικειμενική νομική ή πραγματική κατάσταση που ορίζεται από την οικεία πράξη (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί ειδικώς τη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο επίμαχος κανονισμός είναι πράξη γενικής ισχύος, δεδομένου ότι, αφενός, έχει εφαρμογή επί αντικειμενικώς καθοριζομένων καταστάσεων, δηλαδή, εν προκειμένω, λόγω των χαρακτηριστικών μιας δραστικής ουσίας, και, αφετέρου, παράγει έννομες συνέπειες έναντι κατηγοριών προσώπων θεωρούμενων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, δηλαδή έναντι κάθε φορέα η δραστηριότητα του οποίου συνδέεται με κάποια από τις ουσίες που έχουν καταχωρισθεί στον κατάλογο του παραρτήματος του κανονισμού αυτού.

96      Η αναιρεσείουσα δεν διατείνεται ούτε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, διαπιστώνοντας τα ακόλουθα:

«[…] από την αιτιολογική σκέψη 4 του [επίμαχου] κανονισμού προκύπτει ότι ο κατάλογος που προσαρτάται στον κανονισμό αυτό καταρτίσθηκε με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση ανασκόπησης, τα πορίσματα της [Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA)], το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως και τις σχετικές προσθήκες, τις εκθέσεις αξιολογήσεως από ομοτίμους ή ακόμη και την ταξινόμηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 (ΕΕ 2008, L 353, σ. 1). Επιπλέον, η έκδοση του [επίμαχου] κανονισμού προβλεπόταν από το άρθρο 80, παράγραφος 7, του κανονισμού 1107/2009, κατά το οποίο η Επιτροπή όφειλε να καταρτίσει, το αργότερο έως τις 14 Δεκεμβρίου 2013, τον κατάλογο των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών. Συναφώς, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του, ο [επίμαχος] κανονισμός αφορά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.»

97      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στις σκέψεις 31 και 32 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορά τα μέλη της αναιρεσείουσας μόνο λόγω της αντικειμενικής ιδιότητας των παραγωγών ενώσεων χαλκού, ακριβώς όπως και κάθε άλλο οικονομικό φορέα ευρισκόμενο, πραγματικά ή δυνητικά, σε όμοια κατάσταση, και ότι, επομένως, ο επίμαχος κανονισμός δεν τα αφορά ατομικά.

98      Καμία από τις ιδιαίτερες περιστάσεις στις οποίες στηρίζεται η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως προκειμένου να αποδείξει ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορά ατομικά τα μέλη της δεν δύναται να κλονίσει την κρίση αυτή.

99      Πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, το ότι η αναιρεσείουσα, όπως εκείνη υποστηρίζει, εκπροσωπεί όλους τους δραστηριοποιούμενους εντός της Ένωσης παραγωγούς ενώσεων χαλκού που χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα και το ότι, κατά την αναιρεσείουσα, είναι δυνατό να υπολογισθούν ως προς τον αριθμό τους ή να προσδιορισθούν οι παραγωγοί αυτοί είναι στοιχεία που δεν ασκούν επιρροή ως προς το ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορά τα μέλη της αναιρεσείουσας μόνο λόγω της ιδιότητάς τους ως παραγωγών ενώσεων χαλκού. Εξάλλου, εάν γινόταν δεκτή η άποψη που προβάλλει συναφώς η αναιρεσείουσα, τότε θα καθίστατο, σε μεγάλο βαθμό, άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η προϋπόθεση περί του ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα, καθόσον θα αρκούσε για τους οικονομικούς φορείς, τους οποίους πράξη της Ένωσης αφορά μόνον επειδή εμπίπτουν σε περίπτωση αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που ορίζεται από την πράξη αυτή, να συγκροτήσουν αντιπροσωπευτική ένωση, όπως η οικεία εν προκειμένω, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι νομιμοποιούνται ενεργητικώς για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

100    Δεύτερον, λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, ουδόλως αποδεικνύει η αναιρεσείουσα, με τα στοιχεία που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, ότι τα μέλη της ή ορισμένα εξ αυτών θίγονται από τον επίμαχο κανονισμό κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη του εν λόγω κανονισμού. Ειδικότερα, τέτοια στοιχεία, θεωρούμενα ατομικώς ή συνολικώς, δεν δύνανται να κλονίσουν το βάσιμο της κρίσεως που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα έννομα αποτελέσματα του επίμαχου κανονισμού έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των μελών της αναιρεσείουσας μόνο λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως παραγωγών ενώσεων χαλκού.

101    Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι, κατά την έκδοση του επίμαχου κανονισμού, η καταχώριση των ενώσεων του χαλκού στον κατάλογο των υποψηφίων προς υποκατάσταση ουσιών δεν αποφασίσθηκε λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μελών της αναιρεσείουσας, αλλά, όπως προκύπτει από τη σκέψη 6 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, για τον λόγο ότι η ουσία αυτή πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως ανθεκτική και τοξική ουσία, κατά την έννοια του σημείου 4 του παραρτήματος II του κανονισμού 1107/2009 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 66).

102    Τρίτον, το στοιχείο, αν γίνει δεκτό ότι έχει αποδειχθεί, ότι οι ενώσεις χαλκού είναι η μόνη ανόργανη ουσία που περιλαμβάνεται στον επίμαχο κατάλογο στερείται σημασίας, δεδομένου ότι ούτε και αυτό κλονίζει το βάσιμο της κρίσεως που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

103    Τέλος, δεδομένου ότι, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τα μέλη της αναιρεσείουσας και, αφετέρου, ότι οι προϋποθέσεις περί του ότι η κανονιστική πράξη της Ένωσης πρέπει να αφορά τον προσφεύγοντα τόσο άμεσα όσο και ατομικά πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς (βλ., σχετικώς, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 76), τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στις σκέψεις 84 και 85 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με το ζήτημα αν ο επίμαχος κανονισμός αφορά άμεσα την αναιρεσείουσα και τα μέλη της, είναι αλυσιτελή και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν.

104    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει αλυσιτελής.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

105    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 52 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, έκρινε ότι η απόρριψη της προσφυγής της ως απαράδεκτης δεν στερούσε την ίδια και τα μέλη της από το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

106    Από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη προκύπτει ότι τα μέλη της αναιρεσείουσας δεν δύνανται να προσβάλουν εθνικό εκτελεστικό μέτρο του επίμαχου κανονισμού ή να αμφισβητήσουν τα αποτελέσματα του κανονισμού αυτού. Ειδικότερα, καθόσον χρόνο δεν έχει ληφθεί από εθνική αρχή απόφαση περί υποκαταστάσεως των ενώσεων χαλκού, η ουσία αυτή πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο περιοδικών συγκριτικών αξιολογήσεων μη επιδεχόμενων αμφισβήτηση από τα μέλη της αναιρεσείουσας. Η αναιρεσείουσα επισημαίνει συναφώς ότι εθνική απόφαση περί ανανεώσεως της εγκρίσεως φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει ενώσεις χαλκού δεν θα μετέβαλε τη νομική κατάσταση των μελών της και ότι, επομένως, δεν θα ήταν δεκτική προσφυγής. Υποστηρίζεται ότι το Tribunal Supremo (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ισπανία) και το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ισπανία) έχουν κρίνει ότι ο προσφεύγων στερείται εννόμου συμφέροντος και ενεργητικής νομιμοποιήσεως σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση που προσβάλλει δεν είναι βλαπτική των συμφερόντων του.

107    Επομένως, τα μέλη της αναιρεσείουσας είναι, κατ’ αυτήν, υποχρεωμένα να προκαλέσουν την εκ μέρους των εθνικών αρχών έκδοση αρνητικής αποφάσεως, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής και να αμφισβητήσουν, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσφυγής, τον χαρακτηρισμό των ενώσεων χαλκού ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση. Κατά την αναιρεσείουσα, η μνημονευθείσα από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη προσφυγή στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής θα απαιτούσε και την προηγούμενη έκδοση αρνητικής αποφάσεως από τις αρχές αυτές.

108    Κατόπιν υπομνήσεως του περιεχομένου των σκέψεων 54 και 55 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια και η δυνατότητα υποβολής στο Δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος σχετικού με το κύρος του επίμαχου κανονισμού δεν διασφαλίζουν το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ή το αντίστοιχο δικαίωμα των μελών της. Αφενός, η έκδοση αρνητικής αποφάσεως όσον αφορά την ανανέωση της εγκρίσεως των ενώσεων χαλκού δεν είναι βέβαιη. Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα και τα μέλη της μπορεί να μην έχουν ποτέ τη δυνατότητα αμφισβητήσεως του επίμαχου κανονισμού, ο οποίος, επομένως, θα εξακολουθήσει να παράγει έννομα αποτελέσματα επ’ αόριστον. Αφετέρου, ακόμη και αν εκδοθεί αρνητική απόφαση και ανεξαρτήτως της δυνατότητας προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα και τα μέλη της θα φέρουν, κατ’ αυτήν, το βάρος της διοικητικής διαδικασίας και το οικονομικό βάρος των δαπανών λόγω του χαρακτηρισμού των ενώσεων χαλκού ως ουσίας υποψήφιας προς υποκατάσταση.

109    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα απλώς επαναλαμβάνει τον πρωτοδίκως προβληθέντα λόγο που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, χωρίς να επισημαίνει την ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

110    Καταρχάς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά του δευτέρου λόγου αναιρέσεως. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, με τον λόγο αυτό αναιρέσεως η αναιρεσείουσα δεν επαναλαμβάνει απλώς τον πρωτοδίκως προβληθέντα λόγο που αντλείται από προσβολή του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αλλά αμφισβητεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση επί του ζητήματος αυτού, επισημαίνοντας επακριβώς τα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως τα οποία επικρίνει.

111    Όσον αφορά το βάσιμο του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει μεν να ερμηνεύονται με γνώμονα το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, χωρίς όμως τούτο να καταλήγει σε κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

112    Ωστόσο, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όχι μόνον από το Δικαστήριο, αλλά και από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών. Πράγματι, η Συνθήκη ΛΕΕ, με τα άρθρα της 263 και 277, αφενός, και με το άρθρο της 267, αφετέρου, καθιέρωσε ολοκληρωμένο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για τη διασφάλιση του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτό στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113    Ως προς τούτο, πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι πολίτες έχουν, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, το δικαίωμα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων τη νομιμότητα οποιασδήποτε αποφάσεως ή εθνικού μέτρου σχετικά με την εφαρμογή έναντι αυτών πράξεως γενικής ισχύος της Ένωσης, προβάλλοντας την ακυρότητά της (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

114    Ως εκ τούτου, η προδικαστική παραπομπή με αντικείμενο την εκτίμηση περί του κύρους αποτελεί, όπως ακριβώς και η προσφυγή ακυρώσεως, τρόπο ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο εκτιμά ότι ένας ή περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως πράξεως της Ένωσης, οι οποίοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή, ενδεχομένως, εξετάσθηκαν αυτεπαγγέλτως από το ίδιο, είναι βάσιμοι, πρέπει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους, καθόσον το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει την έλλειψη κύρους πράξεως της Ένωσης (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Όσον αφορά τα πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ώστε να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να προβλέψουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών το οποίο να διασφαλίζει τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Η υποχρέωση αυτή των κρατών μελών επιβεβαιώνεται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη «προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». Η υποχρέωση αυτή απορρέει και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 70 της παρούσας αποφάσεως, ορθώς κατά νόμον διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι ο επίμαχος κανονισμός συνεπάγεται έναντι των μελών της αναιρεσείουσας τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ.

119    Κατά συνέπεια και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 111 έως 117 της παρούσας αποφάσεως και εκτέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 53 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε κρίνοντας, στη σκέψη 60 της διατάξεως αυτής, ότι έπρεπε να απορριφθεί το επιχείρημα της νυν αναιρεσείουσας ότι η απόρριψη ως απαράδεκτης της προσφυγής της με αίτημα την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού συνιστούσε προσβολή του δικαιώματός της και του αντίστοιχου δικαιώματος των μελών της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Πράγματι, μολονότι, λόγω των προϋποθέσεων περί παραδεκτού που διαλαμβάνονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να προσβάλει ευθέως τον επίμαχο κανονισμό ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, δύναται, αντιθέτως, να προβάλει, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κατά πράξεως κράτους μέλους η οποία συνιστά εκτελεστικό μέτρο του εν λόγω κανονισμού, την έλλειψη κύρους του τελευταίου, άγοντας το δικαστήριο αυτό να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 59).

120    Επιπροσθέτως, η αναιρεσείουσα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να προσβάλει κανονισμό της Επιτροπής περί ανανεώσεως της εγκρίσεως των ενώσεων χαλκού ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και υπό τις προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και, στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, να αμφισβητήσει το κύρος του επίμαχου κανονισμού προβάλλοντας ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αμφισβητήσει τη χρονική διάρκεια ισχύος της ανανεώσεως της εγκρίσεως των ενώσεων χαλκού.

121    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

122    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

123    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

124    Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη EuropeanUnionCopperTaskForce στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.