Language of document : ECLI:EU:C:2013:647

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 10ης Οκτωβρίου 2013 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Κλειστή διαδικασία – Προκήρυξη διαγωνισμού – Αίτηση να περιληφθεί στον φάκελο υποψηφιότητας ο τελευταίος δημοσιευμένος ισολογισμός – Έλλειψη του ισολογισμού αυτού στον φάκελο ορισμένων υποψηφίων – Δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να ζητήσει από τους υποψηφίους αυτούς να της κοινοποιήσουν τον εν λόγω ισολογισμό μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την κατάθεση των φακέλων υποψηφιότητας»

Στην υπόθεση C‑336/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Østre Landsret (Δανία) με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουλίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Ministeriet for Forskning, Innovation og Videregående Uddannelser

κατά

Manova A/S,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász, πρόεδρο του δεκάτου τμήματος, προεδρεύοντα, A. Rosas και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουνίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Manova A/S, εκπροσωπούμενη από τον J. Munk Plum, advokat,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη V. Pasternak Jørgensen, επικουρούμενη από τον R. Holdgaard, advokat,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις B. Koopman και C. Wissels,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους U. Nielsen και A. Tokár,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ministeriet for Forskning, Innovation og Videregående Uddannelser (Υπουργείου Έρευνας, Καινοτομίας και Ανωτέρας και Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως) και της Manova A/S (στο εξής: Manova) σχετικά με τη νομιμότητα διαδικασίας αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως η οποία οργανώθηκε από το Undervisningsministeriet (Υπουργείο Παιδείας, στο εξής: Υπουργείο).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114):

«Η ανάθεση των συμβάσεων που συνάπτονται στα κράτη μέλη για λογαριασμό του κράτους, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή περιφερειακής διοίκησης και άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου, υπόκειται στην τήρηση των αρχών της Συνθήκης [ΕΕ], ιδίως στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, στην αρχή της ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και στις αρχές που απορρέουν από αυτές, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας. […]»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο αφορά τις αρχές για τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων, ορίζει:

«Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια.»

5        Κατά το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, η σύναψη των συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II B της οδηγίας αυτής υπόκειται μόνο στα άρθρα της 23, το οποίο αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές, και 35, παράγραφος 4, το οποίο αφορά την ανακοίνωση σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας συνάψεως. Η κατηγορία 24 του παραρτήματος αυτού αφορά τις υπηρεσίες εκπαιδεύσεως και επαγγελματικής καταρτίσεως.

6        Κατά το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18, «[η] αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογή των άρθρων 45 έως 50».

 Το δανικό δίκαιο

7        Η οδηγία 2004/18 μεταφέρθηκε στο δανικό δίκαιο με το διάταγμα 937 της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 (στο εξής: διάταγμα 937/2004), το οποίο ήταν σε ισχύ την ημερομηνία κατά την οποία διοργανώθηκε η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία διαγωνισμού. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του διατάγματος 937/2004, η αναθέτουσα αρχή όφειλε να τηρήσει τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, της οποίας το κείμενο παρετίθετο σε παράρτημα του διατάγματος.

8        Ο τίτλος II του νόμου περί των διαγωνισμών για ορισμένες δημόσιες συμβάσεις ή συμβάσεις που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους (lov om indhentning af tilbud på visse offentlige og offentlig støttede kontrakter), ο οποίος δημοσιεύθηκε με το διάταγμα 1410 της 7ης Δεκεμβρίου 2007, αφορά τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών. Κατά το άρθρο 15a, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, ο τίτλος αυτός έχει εφαρμογή επί των δημοσίων συμβάσεων που αφορούν υπηρεσίες του παραρτήματος II B της οδηγίας 2004/18 και των οποίων η αξία υπερβαίνει τις 500 000 δανικές κορώνες (DKK), όπως η δημόσια σύμβαση που είναι επίμαχη στην κύρια δίκη.

9        Κατά το άρθρο 15d, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να μεριμνά ώστε, κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού και την ανάθεση της συμβάσεως, «[…] η επιλογή του επιτυχόντος υποψηφίου να γίνει επί αντικειμενικής βάσεως, εύλογης και μη εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις, και να μην υπάρξει διαφορετική μεταχείριση των υποψηφίων».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2008, το Υπουργείο προκήρυξε διαγωνισμό σχετικά με τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την εκμετάλλευση επτά κέντρων επαγγελματικού προσανατολισμού και παροχής επαγγελματικών συμβουλών (στο εξής: κέντρα προσανατολισμού) από 1ης Αυγούστου 2009. Η αξία της συμβάσεως αυτής υπερέβαινε το κατώτατο όριο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18 το οποίο καθορίζεται στο άρθρο της 7.

11      Οι σχετικές υπηρεσίες, οι οποίες στην ουσία συνίστανται στον προσανατολισμό προσώπων που επιθυμούν να παρακολουθήσουν μαθήματα καταρτίσεως για την επιλογή σπουδών ανωτέρας/ανωτάτης εκπαιδεύσεως και επαγγέλματος, εμπίπτουν στην κατηγορία 24 του παραρτήματος II B της οδηγίας 2004/18.

12      Δεδομένου ότι το Υπουργείο εκτίμησε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση αφορά περίπλοκες παροχές οι οποίες απαιτούν διαπραγματεύσεις, η διαδικασία είχε ένα πρώτο στάδιο προεπιλογής.

13      Η ενότητα «Ποιοτικά κριτήρια επιλογής» της προκηρύξεως του διαγωνισμού περιείχε την ακόλουθη διάταξη:

«Για να μπορέσει να αξιολογηθεί μια προσφορά, ο υποψήφιος θα πρέπει να δικαιολογήσει την τεχνική και χρηματοοικονομική του ικανότητα ανακοινώνοντας τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία και θα πρέπει να πληροί τις κατωτέρω βασικές προϋποθέσεις:

[…]

2)      Κοινοποίηση του τελευταίου ισολογισμού αν ο υποψήφιος υπόκειται στην υποχρέωση προσκομίσεως τέτοιου ισολογισμού.

3)      Κατάλογος παραπομπών. […]

4)      Πληροφορίες σχετικά με τα επαγγελματικά και τεχνικά προσόντα του υποψηφίου. […]

Αν το [Υπουργείο] λάβει για κάθε ένα από τα επτά τμήματα της συμβάσεως πλέον των τριών προσφορών που πληρούν το σύνολο των ανωτέρω προϋποθέσεων, η επιλογή των υποψηφίων που θα κληθούν να υποβάλουν προσφορά και να μετάσχουν στη διαδικασία διαπραγματεύσεως θα γίνει μεταξύ εκείνων που απέδειξαν τη βέλτιστη πείρα σχετικά με τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Κατά συνέπεια, οι παραπομπές (3) είναι πιο σημαντικές από τις πληροφορίες σχετικά με τα επαγγελματικά και τεχνικά προσόντα (4)».

14      Κατά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιότητας, δηλαδή στις 14 Οκτωβρίου 2008, δέκα επιχειρήσεις ή φορείς είχαν καταθέσει φάκελο προεπιλογής, και μεταξύ αυτών το Syddansk Universitet (Πανεπιστήμιο Νότιας Δανίας, στο εξής: UDS), το Københavns Universitet (Πανεπιστήμιο Κοπεγχάγης, στο εξής: UC) και η Manova.

15      Οι φάκελοι υποψηφιότητας του UDS και του UC δεν περιείχαν τους ισολογισμούς τους. Το UC παρέπεμπε συναφώς στον ιστότοπό του.

16      Στις 29 Οκτωβρίου 2008 το Υπουργείο απηύθυνε ηλεκτρονική επιστολή σε κάθε ένα από τα δύο αυτά πανεπιστήμια ζητώντας τους να του κοινοποιήσουν τους ισολογισμούς τους, πράγμα που το UC έπραξε αυθημερόν και το UDS την επομένη.

17      Στις 4 Νοεμβρίου 2008 εννέα υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων η Manova, το UDS και το UC, προεπελέγησαν, τρεις δε υποψήφιοι κλήθηκαν να υποβάλουν προσφορά για κάθε κέντρο προσανατολισμού. Έτσι, για δύο από τα κέντρα αυτά, η Manova βρέθηκε να ανταγωνίζεται είτε το UDS είτε το UC.

18      Την 1η Μαΐου 2009, κατά το πέρας της διαδικασίας αξιολογήσεως των προσφορών σχετικά με τα δύο αυτά κέντρα προσανατολισμού, το Υπουργείο εκτίμησε ότι οι αντίστοιχες προσφορές του UDS και του UC είναι από οικονομικής απόψεως περισσότερο συμφέρουσες από εκείνες της Manova, του μοναδικού άλλου υποψηφίου που τελικά είχε υποβάλει ανταγωνιστική προσφορά για τα εν λόγω κέντρα, και συνήψε με τα δύο αυτά πανεπιστήμια τις συμβάσεις σχετικά με τα κέντρα αυτά, οι οποίες παραμένουν σε ισχύ.

19      Η Manova άσκησε ενώπιον της Klagenævnet for Udbud (επιτροπής προσφυγών στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων) προσφυγή κατά της αποφάσεως να ανατεθούν στα εν λόγω πανεπιστήμια τα ανωτέρω τμήματα της συμβάσεως, η δε επιτροπή αυτή, με απόφαση της 10ης Μαρτίου 2010, διαπίστωσε ότι το Υπουργείο, μην απορρίπτοντας τις υποψηφιότητες του UDS και του UC λόγω του ότι οι τελευταίοι ισολογισμοί τους δεν είχαν προσκομιστεί συγχρόνως με την αίτησή τους προεπιλογής, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, επομένως, ακύρωσε τις εν λόγω συμβάσεις.

20      Στις 29 Απριλίου 2010 το Υπουργείο άσκησε ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως αυτής. Η υπόθεση έφθασε ενώπιον του Østre Landsret (Περιφερειακού Δικαστηρίου Ανατολικής Δανίας).

21      Το δικαστήριο αυτό εκθέτει ότι, κατά τη νομολογία της Klagenævnet for Udbud, το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18 και, γενικότερα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αντιτίθενται στο να ζητήσει η αναθέτουσα αρχή από υποψήφιο ή υποβαλόντα προσφορά να ανακοινώσει πληροφοριακά στοιχεία που επί ποινή απορρίψεως απαιτούνταν ως προϋπόθεση για την υποβολή υποψηφιότητας ή προσφοράς και που ο τελευταίος παρέλειψε να παράσχει.

22      Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι το διάταγμα 712 της 15ης Ιουνίου 2011, το οποίο αντικατέστησε το διάταγμα 937/2004 από 1ης Ιουλίου 2011, περιέχει το άρθρο 12 το οποίο, κατ’ αρχήν, επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή στην οποία υποβλήθηκαν προσφορές ή υποψηφιότητες μη σύμφωνες με τις τυπικές απαιτήσεις που παρατίθενται στα σχετικά με τη δημόσια σύμβαση έγγραφα, π.χ. στην περίπτωση που λείπουν έγγραφα ή πληροφοριακά στοιχεία, να μην τις απορρίψει, αρκεί να σεβαστεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

23      Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι χωρούν αμφιβολίες ως προς τη συμπεριφορά που δύναται να επιδείξει μια αναθέτουσα αρχή όταν έγγραφα που χαρακτηρίζει ως «αφορώντα το παρελθόν» δεν επισυνάφθηκαν στον φάκελο που υποβλήθηκε από υποψήφιο και ως προς τις συνέπειες που η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει σε μια τέτοια κατάσταση.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Østre Landsret αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Σημαίνει η αναγνωριζόμενη από το δίκαιο της Ένωσης αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ότι, μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιότητας σε δημόσιο διαγωνισμό, η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να ζητήσει την κοινοποίηση του τελευταίου ισολογισμού ενός υποψηφίου, του οποίου την κοινοποίηση απαιτούσε η προκήρυξη διαγωνισμού με προεπιλογή, όταν ο εν λόγω υποψήφιος παρέλειψε να επισυνάψει το έγγραφο αυτό στον φάκελό του;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

25      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αντιτίθεται στο να ζητήσει η αναθέτουσα αρχή από υποψήφιο, μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιότητας σε δημόσιο διαγωνισμό, να κοινοποιήσει έγγραφα που περιγράφουν την κατάσταση του υποψηφίου αυτού, όπως ο δημοσιευμένος ισολογισμός, των οποίων την κοινοποίηση απαιτούσε η προκήρυξη διαγωνισμού, αλλά τα οποία δεν είχαν επισυναφθεί στον φάκελο υποψηφιότητας που είχε καταθέσει ο υποψήφιος αυτός.

26      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι κατά το άρθρο 21 της οδηγίας 2004/18 η σύναψη των δημόσιων συμβάσεων που αφορούν υπηρεσίες του παραρτήματος II B της οδηγίας αυτής υπόκειται μόνο στα άρθρα 23 και 35, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, παρά ταύτα οι θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης και οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης έχουν εφαρμογή επί τέτοιων συμβάσεων όταν αυτές έχουν βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι το καθεστώς που ο νομοθέτης της Ένωσης έχει θεσπίσει για τις συμβάσεις σχετικά με τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο παράρτημα αυτό δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει την εφαρμογή των αρχών που απορρέουν από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, νυν αντιστοίχως άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ (βλ. στο ίδιο πνεύμα, μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, C‑226/09, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2010, σ. I‑11807, σκέψεις 29 και 31).

27      Από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο φαίνεται να προκύπτει ότι, κατά την άποψη της ίδιας της αναθέτουσας αρχής, περί αυτού πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης, επειδή με την προκήρυξη του διαγωνισμού ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, οι υποψήφιοι να δηλώσουν υπεύθυνα ότι έχουν ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα όχι μόνο στη Δανία, αλλά, αναλόγως της περιπτώσεως, επίσης στο κράτος μέλος της εγκαταστάσεώς τους. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στις εκτιμήσεις που απαιτούνται εν προκειμένω.

28      Στους κύριους σκοπούς των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις περιλαμβάνεται ο σκοπός διασφαλίσεως τόσο της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών όσο και του ανόθευτου ανταγωνισμού εντός όλων των κρατών μελών. Για την επίτευξη του διττού αυτού σκοπού, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζει μεταξύ άλλων την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποβαλόντων προσφορά ή των υποψηφίων και την εντεύθεν υποχρέωση διαφάνειας.

29      Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στις διαδικασίες δημόσιου διαγωνισμού δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει.

30      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε με ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C‑21/03 και C‑34/03, Fabricom, Συλλογή 2005, σ. I‑1559, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η υποχρέωση διαφάνειας αντιτίθενται σε κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και υποβαλόντος προσφορά στο πλαίσιο διαδικασίας δημόσιου διαγωνισμού, πράγμα που συνεπάγεται ότι, κατ’ αρχήν, μια προσφορά δεν δύναται να τροποποιηθεί μετά την κατάθεσή της, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας της αναθέτουσας αρχής είτε του υποβαλόντος την προσφορά αυτή. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να ζητήσει διευκρινίσεις από υποβαλόντα προσφορά του οποίου την προσφορά θεωρεί αόριστη ή μη σύμφωνη με τις τεχνικές προδιαγραφές της συγγραφής υποχρεώσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, C‑599/10, SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκέψεις 36 και 37).

32      Παρά ταύτα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 δεν αντιτίθεται στη διόρθωση ή τη συμπλήρωση, σε επιμέρους σημεία, των δεδομένων που αφορούν την προσφορά, ιδίως όταν χρήζουν προφανώς μιας απλής διευκρινίσεως, ή για να απαλειφθούν πρόδηλα εκ παραδρομής σφάλματα (προαναφερθείσα απόφαση SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκέψη 40).

33      Το Δικαστήριο διατύπωσε στην απόφαση εκείνη ορισμένες επιταγές που οριοθετούν αυτή την ευχέρεια να ζητηθεί εγγράφως από τους διαγωνιζόμενους να διευκρινίσουν την προσφορά τους.

34      Κατ’ αρχάς, αίτηση διευκρινίσεως προσφοράς, η οποία χωρεί μόνον αφότου η αναθέτουσα αρχή έλαβε γνώση του συνόλου των προσφορών, πρέπει, κατ’ αρχήν, να απευθυνθεί επί ίσοις όροις σε όλους τους διαγωνιζόμενους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκέψεις 42 και 43).

35      Στη συνέχεια, η αίτηση πρέπει να αφορά όλα τα σημεία της προσφοράς που χρήζουν διευκρινίσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκέψη 44).

36      Επιπλέον, η αίτηση αυτή δεν δύναται να καταλήξει στο να υποβάλει, στην πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος υποψήφιος νέα προσφορά (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκέψη 40).

37      Τέλος, και γενικά, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει όσον αφορά τη δυνατότητα να ζητήσει από τους υποψήφιους να διευκρινίσουν την προσφορά τους, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μεταχειριστεί τους υποψήφιους με ισότιμο και ειλικρινή τρόπο, έτσι ώστε μια αίτηση διευκρινίσεως να μη δύναται, κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής των προσφορών και λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματός της, να έχει αδικαιολόγητα περιαγάγει σε ευμενή ή δυσμενή θέση τον υποψήφιο ή τους υποψήφιους που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής (προαναφερθείσα απόφαση SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκέψη 41).

38      Η επιταγή αυτή, η οποία αφορά τις προσφορές σε μια διαδικασία αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως, ισχύει κατ’ αναλογία για τους φακέλους υποψηφιότητας που κατατίθενται στο πλαίσιο του σταδίου προεπιλογής των υποψηφίων κλειστής διαδικασίας.

39      Έτσι, η αναθέτουσα αρχή δύναται να ζητήσει να διορθωθούν ή συμπληρωθούν σε επιμέρους σημεία τα δεδομένα που περιλαμβάνονται σε έναν τέτοιο φάκελο, αρκεί η αίτηση αυτή να αφορά στοιχεία ή δεδομένα, όπως ο δημοσιευμένος ισολογισμός, των οποίων είναι αντικειμενικά εξακριβώσιμος ο προγενέστερος χαρακτήρας σε σχέση με το πέρας της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την υποβολή υποψηφιότητας.

40      Παρά ταύτα, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα πράγματα θα ήσαν διαφορετικά αν τα έγγραφα της δημόσιας συμβάσεως επέβαλλαν επί ποινή αποκλεισμού από τη διαδικασία την κοινοποίηση του εγγράφου ή της πληροφορίας που λείπει. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να ελέγχει αυστηρώς αν τηρήθηκαν τα κριτήρια που η ίδια έχει καθορίσει (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I‑3801, σκέψη 115).

41      Εν προκειμένω, φαίνεται να τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας αποφάσεως. Παρά ταύτα, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να προβεί στις εκτιμήσεις που απαιτούνται εν προκειμένω.

42      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω κρίσεων, στο ερώτημα που τέθηκε πρέπει να δοθεί απάντηση ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν αντιτίθεται στο να ζητήσει η αναθέτουσα αρχή από υποψήφιο, μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιότητας σε διαγωνισμό για δημόσια σύμβαση, να κοινοποιήσει έγγραφα που περιγράφουν την κατάσταση του υποψηφίου αυτού, όπως ο δημοσιευμένος ισολογισμός, των οποίων η ύπαρξη πριν από τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την υποβολή υποψηφιότητας είναι αντικειμενικά εξακριβώσιμη, αρκεί τα σχετικά με την εν λόγω δημόσια σύμβαση έγγραφα να μην επέβαλλαν ρητώς την κοινοποίησή τους επί ποινή αποκλεισμού της υποψηφιότητας. Μια τέτοια αίτηση δεν πρέπει να περιάγει αδικαιολόγητα σε ευμενή ή δυσμενή θέση τον υποψήφιο ή τους υποψήφιους στους οποίους απευθύνθηκε η αίτηση αυτή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν αντιτίθεται στο να ζητήσει η αναθέτουσα αρχή από υποψήφιο, μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιότητας σε διαγωνισμό για δημόσια σύμβαση, να κοινοποιήσει έγγραφα που περιγράφουν την κατάσταση του υποψηφίου αυτού, όπως ο δημοσιευμένος ισολογισμός, των οποίων η ύπαρξη πριν από τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την υποβολή υποψηφιότητας είναι αντικειμενικά εξακριβώσιμη, αρκεί τα σχετικά με την εν λόγω δημόσια σύμβαση έγγραφα να μην επέβαλλαν ρητώς την κοινοποίησή τους επί ποινή αποκλεισμού της υποψηφιότητας. Μια τέτοια αίτηση δεν πρέπει να περιάγει αδικαιολόγητα σε ευμενή ή δυσμενή θέση τον υποψήφιο ή τους υποψήφιους στους οποίους απευθύνθηκε η αίτηση αυτή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.