Language of document : ECLI:EU:C:2012:451

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 12ης Ιουλίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑152/11

Johann Odar

κατά

Baxter Deutschland GmbH

[αίτηση του Arbeitsgericht München (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας και αναπηρίας – Συμβατότητα εθνικών μέτρων που καθιστούν δυνατό τον αποκλεισμό των εργαζομένων που πλησιάζουν το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση από παροχές προβλεπόμενες σε πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων του συμβουλίου εργαζομένων ή τη χορήγηση σε αυτούς μειωμένων των εν λόγω παροχών»





1.        Με την αίτηση αυτή προδικαστικής αποφάσεως του Arbeitsgericht München (Εργατοδικείο του Μονάχου), τίθεται στο Δικαστήριο το ερώτημα αν ορισμένα εθνικά μέτρα (2) σχετικά με την καταβαλλόμενη αποζημίωση σε εργαζομένους κατά την απόλυσή τους αποκλείονται από την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου (3). Κατά τα μέτρα αυτά είναι δυνατό να εξαιρεθούν (ή να λάβουν μειωμένη αποζημίωση) από πρόγραμμα παροχών το οποίο σκοπό έχει να απαλύνει τις επιπτώσεις των απολύσεων οι εργαζόμενοι οι οποίοι πλησιάζουν το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση (το οποίο είναι χαμηλότερο για τα άτομα με αναπηρία).

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2.        Το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4) απαγορεύει τις διακρίσεις, μεταξύ άλλων, λόγω ηλικίας και αναπηρίας.

 Οδηγία 2000/78/ΕΚ

3.        Σχετικές είναι οι εξής αιτιολογικές σκέψεις:

«(8)      Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2000 για την απασχόληση, οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999, τονίζουν ότι πρέπει να προωθηθεί η δημιουργία προϋποθέσεων για μια αγορά εργασίας που θα ευνοεί την κοινωνική ένταξη, με τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού συνόλου πολιτικών που θα στοχεύουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων εις βάρος ομάδων, όπως είναι τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Επίσης, υπογραμμίζουν την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην υποστήριξη των ηλικιωμένων εργαζομένων, ούτως ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή τους στην επαγγελματική ζωή.

[…]

(11)      Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη [και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων].

(12)      Προς τούτο, πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την Κοινότητα κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

[…]

(14)      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης.

[…]

(25)      Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση. Εντούτοις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, συνεπώς, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης, αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας.»

4.        Το άρθρο 1 ορίζει ότι σκοπός της οδηγίας είναι «η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

5.        Το άρθρο 2 προβλέπει:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία […]» (5).

6.        Το άρθρο 3 τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής». Ορίζει ότι:

«1.      Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]».

7.        Διαφορετική μεταχείριση οφειλόμενη σε απαγορευόμενο από την οδηγία λόγο μπορεί να είναι δικαιολογημένη αν εμπίπτει σε μία από τις ειδικές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6, παράγραφος 1 (6).

8.        Το άρθρο 6 τιτλοφορείται «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας». Η παράγραφός του 1 ορίζει:

«1.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση […] συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους […]».

9.        Το άρθρο 16 προβλέπει: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να:

α)      καταργηθεί κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη αντιβαίνουσα στην αρχή της ίσης μεταχείρισης,

β)      κηρύσσονται ή μπορούν να κηρυχθούν άκυρες ή να τροποποιούνται οποιεσδήποτε διατάξεις αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης οι οποίες περιέχονται στις ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες, τους εσωτερικούς κανονισμούς των επιχειρήσεων […]».

10.      Το άρθρο 18 ρυθμίζει τα σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας: «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 ή μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, εφόσον αυτοί το ζητήσουν από κοινού, την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τις διατάξεις περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι, το αργότερο κατά την 2α Δεκεμβρίου 2003 οι κοινωνικοί εταίροι θα έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα μέσω συμφωνιών, ενώ παράλληλα τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εγγυώνται τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την εν λόγω οδηγία [...]».

 Εθνική νομοθεσία

 Ο Betriebsverfassungsgesetz

11.      Τα άρθρα 111 έως 113 του Betriebsverfassungsgesetz (νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων) (στο εξής: BetrVG) επιβάλλουν την εφαρμογή μέτρων ώστε να απαλύνονται οι επιπτώσεις που έχουν επί των εργαζομένων οι αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων (7). Προς τούτο, οι εργοδότες και τα συμβούλια εργαζομένων έχουν υποχρέωση να καταρτίζουν από κοινού πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων (8).

 Ο Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz

12.      Ο Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz (γενικός νόμος για την ίση μεταχείριση) της 14ης Αυγούστου 2006 (στο εξής: AGG ή επίμαχη εθνική νομοθεσία) μετέφερε την οδηγία στο εθνικό δίκαιο.

13.      Το άρθρο 10 τιτλοφορείται: «Θεμιτή διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας». Ορίζει ότι:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 (9), επιτρέπεται επίσης διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, όταν δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό. Τα μέσα με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός πρέπει να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

[…]

(6)      Διαφοροποιήσεις παροχών σε “προγράμματα κοινωνικών μέτρων” κατά την έννοια του [BetrVG], όταν τα μέρη έχουν προβλέψει αποζημίωση κλιμακούμενη ανάλογα με την ηλικία ή την προϋπηρεσία ως προς την οποία προδήλως έχουν ληφθεί υπόψη οι εξαρτώμενες κυρίως από την ηλικία ευκαιρίες στην αγορά εργασίας με σχετικώς ιδιαίτερη έμφαση στην ηλικία ή όταν τα μέρη αποκλείουν από τις παροχές του προγράμματος κοινωνικών μέτρων εργαζομένους, οι οποίοι είναι οικονομικώς εξασφαλισμένοι, διότι, δικαιούνται συντάξεως, ενδεχομένως μετά τη λήψη επιδόματος ανεργίας.»

 Κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία

14.      Όσον αφορά την κρατική σύνταξη, το άρθρο 235 του βιβλίου VI του Sozialgesetzbuch (γερμανικός κώδικας κοινωνικών ασφαλίσεων· στο εξής: βιβλίο VI του SGB) ορίζει ότι (υπό την προϋπόθεση εκπληρώσεως της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών) οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε πλήρη κρατική σύνταξη στα 65 (κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως (10)). Κατά το άρθρο 236a του βιβλίου VI του SGB (όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών), εργαζόμενοι με σοβαρή αναπηρία είχαν δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως από τα 60 (11). Υπό ορισμένες άλλες προϋποθέσεις οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα μειωμένης συντάξεως πριν τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους. Έτσι, είναι δυνατή η πρόωρη συνταξιοδότηση στα 63 υπό την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί επαρκείς εισφορές.

15.      Προκειμένου να λάβουν επίδομα ανεργίας, οι άνεργοι πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις (συμπεριλαμβανομένης της προϋποθέσεως σχετικά με την καταβολή εισφορών) και πρέπει να έχουν εγγραφεί σε μητρώο ατόμων που αναζητούν ενεργά εργασία. Το κράτος καταβάλλει κανονικό επίδομα ανεργίας (Arbeitslosengeld I) (12) ως το 60 % του προηγούμενου καθαρού μισθού του ανέργου (το ποσοστό αυξάνεται στο 67 % εάν έχει την επιμέλεια παιδιών κάτω από 18 ετών). Η καταβολή γίνεται για ορισμένη χρονική περίοδο η οποία καθορίζεται από την ηλικία του ανέργου και τον χρόνο κατά τον οποίο αυτός έχει καταβάλει εισφορές (13).

 Ο Kündigungsschutzgesetz

16.      Ο Kündigungsschutzgesetz (νόμος για την προστασία από τις απολύσεις) (στο εξής: KSchG) θέτει τους κανόνες που διέπουν την επιλογή των προς απόλυση εργαζομένων. Για να είναι νόμιμη η απόλυση πρέπει να είναι «κοινωνικά δικαιολογημένη» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του KSchG. Το άρθρο 1, παράγραφος 3, ορίζει ότι η απόλυση δεν είναι κοινωνικά δικαιολογημένη στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν λαμβάνει υπόψη την προϋπηρεσία, την ηλικία, τις υποχρεώσεις διατροφής και/ή την τυχόν σοβαρή αναπηρία κατά την επιλογή των προς απόλυση εργαζομένων.

 Το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων

17.      Στις 30 Απριλίου 2004 η Baxter Deutschland GmbH (στο εξής: Baxter) και το οικείο συμβούλιο εργαζομένων (14) συμφώνησαν ένα Vorsorglichen Sozialplan (πρόγραμμα προληπτικών κοινωνικών μέτρων –κατ’ ουσίαν, πρόγραμμα απολύσεων), το άρθρο 6, παράγραφος 1, του οποίου τιτλοφορείται «Αποζημίωση καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως (εκτός από τις περιπτώσεις “πρόωρης συνταξιοδοτήσεως”)». Προβλέπει τα εξής:

«1.1      Εργαζόμενοι […] οι οποίοι αποχωρούν από την [Baxter] (λόγω απολύσεως για οικονομοτεχνικούς λόγους ή βάσει κοινής συμφωνίας), λαμβάνουν φορολογητέα μικτή αποζημίωση σε ευρώ η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Αποζημίωση = (παράγων ηλικία x προϋπηρεσία (15) x μικτές μηνιαίες αποδοχές).»

Θα αναφέρω το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό ως «η αποζημίωση βάσει του γενικού τύπου».

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1.2, ο παράγων ηλικία κλιμακώνεται σταδιακά από το 0,35 για τα 18 έτη ως το 1,75 για τα 57 έτη, κατόπιν μειώνεται στο 1,70 για τα 58 έτη ενώ η μείωση είναι πιο απότομη από το 58ο έτος και μετά καταλήγοντας στο 0,30 για το 64ο έτος.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1.5, προβλέπει: «Στην περίπτωση εργαζομένων ηλικίας 54 ετών και άνω οι οποίοι απολύονται για οικονομοτεχνικούς λόγους ή αποχωρούν βάσει κοινής συμφωνίας, η [αποζημίωση βάσει του γενικού τύπου] θα συγκρίνεται με εκείνη που προκύπτει από τον εξής τύπο:

(Μήνες μέχρι την κατά το νωρίτερο χρονικό σημείο δυνατότητα ενάρξεως της συνταξιοδοτήσεως x 0,85 x μικτές μηνιαίες αποδοχές).»

Θα αναφέρω το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό ως «η αποζημίωση βάσει του ειδικού τύπου» και το αποτέλεσμά του ως «το όριο».

Στη συνέχεια το άρθρο 6, παράγραφος 1.5, προβλέπει:

«Σε περίπτωση που [η αποζημίωση βάσει του γενικού τύπου] είναι ανώτερη από [την αποζημίωση βάσει του ειδικού τύπου] θα καταβάλλεται το μικρότερο ποσό. Εντούτοις, το μικρότερο αυτό ποσό δεν μπορεί να είναι λιγότερο από το μισό [της αποζημιώσεως βάσει του γενικού τύπου].

Αν το ποσό της [αποζημιώσεως βάσει του ειδικού τύπου] είναι μηδενικό, καταβάλλεται το μισό [της αποζημιώσεως βάσει του γενικού τύπου].»

Θα αναφέρω τη ρύθμιση αυτή ως «διορθωτικό συντελεστή».

18.      Στις 13 Μαρτίου 2008 συμφωνήθηκε συμπληρωματικό πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων (16). Το άρθρο 7 του προγράμματος αυτού τιτλοφορείται «Αποζημίωση» και ορίζει ότι «οι εργαζόμενοι που υπάγονται στο πρόγραμμα αυτό κοινωνικών μέτρων και των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται λόγω των λειτουργικών αλλαγών λαμβάνουν τις εξής παροχές:

7.1      Αποζημίωση: Οι εργαζόμενοι θα λάβουν [αποζημίωση βάσει του γενικού τύπου]

7.2      Διευκρίνιση: Σε σχέση με το άρθρο 6, παράγραφος 1.5, του προγράμματος προληπτικών κοινωνικών μέτρων τα μέρη συμφωνούν την ακόλουθη διευκρίνιση: Ως «κατά το νωρίτερο χρονικό σημείο δυνατότητα συνταξιοδοτήσεως» νοείται το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει για πρώτη φορά προβλεπόμενη από το νόμο σύνταξη γήρατος, περιλαμβανομένης μειωμένης συντάξεως λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως.»

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

19.      Ο J. Odar γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1950. Είναι έγγαμος και έχει δύο προστατευόμενα τέκνα. Έχει διαπιστωθεί ότι πάσχει από βαριά αναπηρία (17). Εργαζόταν στην Baxter (και/ή για τις εταιρίες τις οποίες αυτή διαδέχθηκε) από τις 17 Απριλίου 1979. Πριν από την καταγγελία της εργασιακής του σχέσεως ο J. Odar ήταν διευθυντής εμπορικής προωθήσεως της Baxter.

20.      Κατόπιν αποφάσεως για τη μεταφορά των δραστηριοτήτων της από τη Χαϊδελβέργη στο München-Unterschleissheim, η Baxter πληροφόρησε τον J. Odar με έγγραφο της 25ης Απριλίου 2008 ότι επρόκειτο να απολυθεί, ενώ παράλληλα του πρότεινε συνέχιση της απασχολήσεώς του στα νέα γραφεία. Στους σχετικούς όρους περιλαμβανόταν εκτεταμένη χρονικά δοκιμαστική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε τη δυνατότητα να αποφασίσει αν θα αποδεχόταν τους νέους όρους. Ο J. Odar αρχικά αποδέχθηκε τη θέση αυτή, αλλά στη συνέχεια κατήγγειλε την εργασιακή του σχέση τηρώντας προειδοποίηση που έληγε την 31η Δεκεμβρίου 2009.

21.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι κατά το άρθρο 236a του βιβλίου VI του SGB ο J. Odar είχε δικαίωμα στη (μειωμένη) σύνταξη γήρατος για άτομα με βαριά αναπηρία από τη συμπλήρωση του ελάχιστου ορίου ηλικίας των 60 ετών (στην περίπτωσή του, από την 1η Αυγούστου 2010) (18).

22.      Κατόπιν της λύσεως της εργασιακής σχέσεως του J. Odar (19) η Baxter του κατέβαλε αποζημίωση 308 253,31 ευρώ (μικτά). Κατά το αιτούν δικαστήριο η αποζημίωση υπολογίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 1.1 έως 1.5, του προγράμματος κοινωνικών μέτρων κατά τον ακόλουθο τρόπο (20). Πρώτον, ο υπολογισμός της αποζημιώσεως βάσει του γενικού τύπου έγινε ως εξής: (αποζημίωση = 1,7 (παράγων ηλικία) x 29,71 έτη (προϋπηρεσία) x 12 210,47 (μικτός μηνιαίος μισθός). Προέκυψε έτσι ποσό περίπου 616 506,63 ευρώ. Εντούτοις, δεδομένου ότι ο J. Odar ήταν 58 ετών κατά τον κρίσιμο χρόνο ενέπιπτε στο άρθρο 6, παράγραφος 1.5, του προγράμματος κοινωνικών μέτρων. Η αποζημίωση βάσει του ειδικού τύπου υπολογίστηκε συνεπώς ως εξής: 19 (μήνες έως την κατά το νωρίτερο έναρξη της συνταξιοδοτήσεως) x 0,85 x 12 210,47 (μικτός μηνιαίος μισθός). Βάσει του τύπου αυτού προέκυψε ποσό 197 199,09 ευρώ. Η Baxter εφάρμοσε τότε τους υπόλοιπους όρους του άρθρου 6, παράγραφος 1.5, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο J. Odar θα ελάμβανε τουλάχιστον 50 % της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημιώσεως βάσει του γενικού τύπου και, κατά συνέπεια, του κατέβαλε 308 253,31 ευρώ μικτά.

23.      Ο J. Odar άσκησε αγωγή κατά της Baxter στις 30 Ιουνίου 2010. Ισχυρίζεται ότι ο υπολογισμός της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημιώσεως βάσει του προγράμματος κοινωνικών μέτρων αποτελεί δυσμενή διάκριση εις βάρος του λόγω της ηλικίας και της αναπηρίας του. Συνεπώς, ο J. Odar υποστηρίζει ότι δικαιούται επιπλέον αποζημίωση 271 988,88 ευρώ (μικτά), η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της αποζημιώσεως που του καταβλήθηκε και του ποσού που θα είχε λάβει αν ήταν 54 ετών (με ίδιο χρόνο προϋπηρεσίας) κατά την ημερομηνία λύσεως της εργασιακής του σχέσεως.

24.      Το Arbeitsgericht München κρίνει ότι το αίτημα αυτό θέτει ζητήματα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης και, κατά συνέπεια, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Συνιστά ρύθμιση εθνικού δικαίου, η οποία προβλέπει ότι μπορεί να επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω της ηλικίας, όταν στο πλαίσιο ενός επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως οι κοινωνικοί εταίροι στην επιχείρηση αποκλείουν από τις παροχές ενός προγράμματος κοινωνικών μέτρων εργαζομένους που είναι οικονομικώς εξασφαλισμένοι, διότι αυτοί, ενδεχομένως μετά τη λήψη επιδόματος ανεργίας, δικαιούνται συντάξεως, παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά το άρθρο 1 και το άρθρο 16 της [οδηγίας] ή δικαιολογείται μια τέτοια άνιση μεταχείριση κατά το άρθρο 6, [παράγραφος 1, στοιχείο α΄,] της [οδηγίας];

2.      Συνιστά ρύθμιση εθνικού δικαίου, η οποία προβλέπει ότι μπορεί να επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, όταν στο πλαίσιο ενός επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως οι κοινωνικοί εταίροι στην επιχείρηση αποκλείουν από τις παροχές προγράμματος κοινωνικών μέτρων εργαζομένους που είναι οικονομικώς εξασφαλισμένοι, διότι αυτοί, ενδεχομένως μετά τη λήψη επιδόματος ανεργίας, δικαιούνται συντάξεως, παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω αναπηρίας κατά το άρθρο 1 και το άρθρο 16 της [οδηγίας];

3.      Συνιστά ρύθμιση επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (21), η οποία προβλέπει ότι στην περίπτωση εργαζομένων στην επιχείρηση, οι οποίοι είναι άνω των 54 ετών και απολύονται για λόγους λειτουργίας της επιχειρήσεως, πραγματοποιείται εναλλακτικός υπολογισμός της αποζημιώσεως βάσει της κατά το νωρίτερο χρονικό σημείο δυνατότητας ενάρξεως της συνταξιοδοτήσεως και σε σύγκριση με την κανονική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνδέεται ιδίως με τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας στην επιχείρηση, πρέπει να καταβάλλεται το ελάχιστο ποσό αποζημιώσεως, τουλάχιστον όμως το ήμισυ του κανονικού ποσού αποζημιώσεως, παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά το άρθρο 1 και το άρθρο 16 της [οδηγίας] ή δικαιολογείται μια τέτοια άνιση μεταχείριση κατά το άρθρο 6, [παράγραφος 1, στοιχείο α΄,] της [οδηγίας];

4.      Συνιστά ρύθμιση επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία προβλέπει ότι στην περίπτωση εργαζομένων στην επιχείρηση, οι οποίοι είναι άνω των 54 ετών και απολύονται για λόγους λειτουργίας της επιχειρήσεως, πραγματοποιείται εναλλακτικός υπολογισμός της αποζημιώσεως βάσει της κατά το νωρίτερο χρονικό σημείο δυνατότητας ενάρξεως της συνταξιοδοτήσεως και σε σύγκριση με την κανονική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνδέεται ιδίως με τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας στην επιχείρηση, πρέπει να καταβάλλεται το ελάχιστο ποσό αποζημιώσεως, τουλάχιστον όμως το ήμισυ του κανονικού ποσού αποζημιώσεως, και κατά την εναλλακτική μέθοδο υπολογισμού λαμβάνεται υπόψη σύνταξη γήρατος λόγω αναπηρίας, παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ειδικών αναγκών κατά το άρθρο 1 και το άρθρο 16 της [οδηγίας];»

25.      Ο J. Odar, η Baxter, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Όλοι οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Απριλίου 2012.

 Εκτίμηση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

26.      Αμφότερα τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν διάταξη του εθνικού δικαίου (άρθρο 10, παράγραφος 6, του AGG), η οποία ενδέχεται να καλύπτεται ή να μην καλύπτεται από τα άρθρα 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, και το συγκεκριμένο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων που ισχύει στην Baxter. Είναι ενδεχομένως χρήσιμο, εκ προοιμίου, να διευκρινισθεί επακριβώς τι θα πρέπει να αποτελέσει τμήμα της απαντήσεως του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα και τι όχι.

27.      Ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται, βεβαίως, στο να αποφαίνεται, κατά κυριαρχική κρίση, επί της ερμηνείας της επίμαχης νομοθεσίας της Ένωσης. Εντούτοις, η εθνική νομοθεσία που προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αναγνωρίζει ένα βαθμό ευχέρειας στους κοινωνικούς εταίρους. Στο ερώτημα αν η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης αποκλείει τέτοια εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να δοθεί γενική απάντηση. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τι συμβαίνει όταν οι κοινωνικοί εταίροι συμφωνούν συγκεκριμένο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων το οποίο έχει αποτελέσματα ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο (εδώ, ως προς τον J. Odar). Φρονώ, επομένως, ότι η ανάλυση πρέπει να καλύψει τα ακόλουθα ζητήματα (τα οποία δεν ανήκουν όλα στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου).

28.      Πρώτον, παράγει το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων αποτελέσματα τα οποία αποκλείουν τα άρθρα 1 και 2, παράγραφος 1, της οδηγίας και τα οποία δεν καλύπτουν οι εξαιρέσεις των άρθρων 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, και 6, παράγραφος 1; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, είναι αναγκαίο να εξεταστούν συγκεκριμένα οι λεπτομέρειες του προγράμματος αυτού και τα αποτελέσματα που παράγει. Στη συνέχεια, θα εξετάσω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πρόγραμμα αυτό καθώς και τα αποτελέσματα που έχει η εφαρμογή του προγράμματος αυτού ως προς τον J. Odar και θα ασχοληθώ με το ερώτημα αν τα αποτελέσματα αυτά αποκλείονται από την οδηγία. Το Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να αποφανθεί και να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό, μολονότι ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένα ζητήματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα πρέπει να ερευνήσει ή να επιβεβαιώσει το αιτούν δικαστήριο.

29.      Δεύτερον, το άρθρο 10, παράγραφος 6, του AGG επιτρέπει το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων της Baxter; Αυτό είναι, κατ’ εξοχήν, ζήτημα εθνικού δικαίου το οποίο θα πρέπει να κριθεί από το αιτούν δικαστήριο (22).

30.      Τρίτον, εάν πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων όπως αυτό που ισχύει στην Baxter επιτρέπεται κατά το εθνικό δίκαιο, αποκλείουν οι σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τέτοια εθνική νομοθεσία; Εδώ, η τελική απάντηση συνδυάζει κατ’ ανάγκην στοιχεία των απαντήσεων στα δύο προηγούμενα στάδια της αναλύσεως. Εάν το δίκαιο της Ένωσης, ορθώς ερμηνευόμενο, αποκλείει πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων το οποίο έχει ορισμένα συγκεκριμένα αποτελέσματα και εάν κατά το εθνικό δίκαιο τέτοιο πρόγραμμα είναι νόμιμο, συμπεραίνεται ότι η ορθή ερμηνεία της οδηγίας αποκλείει εθνική νομοθεσία προσαρμογής τέτοιου τύπου, επειδή αναγνωρίζει μη αποδεκτό βαθμό ευελιξίας στους κοινωνικούς εταίρους κατά τη διατύπωση συγκεκριμένων προγραμμάτων κοινωνικών μέτρων και προβλέπει τη δυνατότητα να συμφωνηθούν προγράμματα κοινωνικών μέτρων τα οποία, μολονότι επιτρέπονται κατά την εθνική νομοθεσία, εντούτοις έχουν αποτελέσματα τα οποία αποκλείει η οδηγία.

 Ερωτήματα 3 και 4

31.      Με τα ερωτήματα 3 και 4 ζητείται να διευκρινισθεί αν η απαγόρευση στην οδηγία των διακρίσεων λόγω ηλικίας και/ή αναπηρίας καταλαμβάνει όρο προγράμματος κοινωνικών μέτρων ο οποίος προβλέπει ότι οι παροχές που καταβάλλονται σε εργαζομένους ηλικίας 54 ετών και άνω καθορίζονται βάσει της εγγύτερης ημερομηνίας από της οποίας δύνανται να λάβουν σύνταξη (υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου).

32.      Η οδηγία σκοπό έχει τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην «απασχόληση και την εργασία» για λόγους μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η ηλικία και η αναπηρία. Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, προκύπτει ότι εφαρμόζεται «σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα […] όσον αφορά […] τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών». Συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο ως προς το ότι το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εφόσον αφορά τους όρους απασχολήσεως των εργαζομένων, ιδίως όσον αφορά τις απολύσεις και την αμοιβή.

33.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, η «αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ορίζει ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συντρέχει άμεση διάκριση όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, υπέστη ή πρόκειται να υποστεί μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση. Ως έμμεση διάκριση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, θεωρούνται καταστάσεις όπου «[…] μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου […], με μια ορισμένη [αναπηρία] (23), μιας ορισμένης ηλικίας, […] σε σχέση με άλλα άτομα […]».

34.      Η οδηγία διακρίνει μεταξύ άμεσων και έμμεσων διακρίσεων. Δεν θεωρείται ότι υφίσταται έμμεση διάκριση αν η επίμαχη μεταχείριση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i. Η άμεση διάκριση λόγω ηλικίας είναι θεμιτή εάν εμπίπτει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας. Δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη η οποία να δικαιολογεί άμεση διάκριση λόγω αναπηρίας (24).

35.      Ο J. Odar υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων εισάγει άμεση διάκριση λόγω ηλικίας και έμμεση διάκριση λόγω αναπηρίας.

36.      Όπως το αντιλαμβάνομαι, το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων εφαρμόζεται ως προς τον J. Odar κατά τον εξής τρόπο.

37.      Η αποζημίωση την οποία έλαβε ο J. Odar καθορίστηκε σύμφωνα με το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων από τρεις παράγοντες: τον υπολογισμό βάσει του γενικού τύπου, τον υπολογισμό βάσει του ειδικού τύπου και τον διορθωτικό συντελεστή (25).

 Διάκριση λόγω ηλικίας

38.      Ο υπολογισμός βάσει του γενικού τύπου οδηγεί σε άμεση διάκριση λόγω ηλικίας. Ένας κλιμακούμενος, αλλά ανομοιόμορφα αυξανόμενος παράγοντας ηλικία αναγνωρίζεται σε μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους ως (και) το 57ο έτος, οι οποίοι ως προς το σημείο αυτό τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους νεότερους εργαζομένους. Όμως, το σημείο αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης. Αντικείμενό της είναι η στη συνέχεια μείωση του παράγοντα ηλικία από την οποία προκύπτει η διαφορετική μεταχείριση κατά το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων όπως εφαρμόζεται ως προς τον J. Odar (26). Εφόσον η αρχαιότητα και οι αποδοχές είναι ίσες, η καταβλητέα αποζημίωση διαφοροποιείται άμεσα και μόνο ανάλογα με την ηλικία του εργαζομένου, επειδή τα δύο αυτά στοιχεία πολλαπλασιάζονται με τον παράγοντα ηλικία (27).

39.      Στην περίπτωση του J. Odar, η αποζημίωση απολύσεως υπολογίστηκε όταν ήταν 58 ετών για τα οποία ο παράγων ηλικία είναι 1,7. Καθόσον για αυτόν εφαρμόστηκε μικρότερος παράγων ηλικία από εκείνον που θα εφαρμοζόταν αν ήταν 57 ετών, ο J. Odar είχε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση που θα είχε άλλος εργαζόμενος (με την ίδια προϋπηρεσία και μισθό) κατά ένα έτος νεότερός του (υπό κατά τα λοιπά όμοιες περιστάσεις).

40.      Η διαφορά μεταξύ των παραγόντων ηλικίας 1,75 και 1,7 είναι μικρή. Το οικονομικό μειονέκτημα που προκύπτει από τέτοια διαφορά είναι μικρότερο από εκείνο που θα προέκυπτε εάν (για παράδειγμα) ο J. Odar ήταν 59 ετών κατά τον χρόνο της απολύσεως. Εντούτοις, υπάρχει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας στα άρθρα 6, παράγραφοι 1.1 και 1.2, του προγράμματος κοινωνικών μέτρων.

41.      Στη συνέχεια εφαρμόστηκε για την αποζημίωση του J. Odar ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου (ο οποίος είναι αντικείμενο των ερωτημάτων 3 και 4). Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστεί η αποζημίωσή του στο 85 % του μικτού μισθού ο οποίος θα του καταβαλλόταν μεταξύ της ημερομηνίας της απολύσεως και της εγγύτερης ημερομηνίας συνταξιοδοτήσεως (με την παραδοχή ότι ο μηνιαίος μισθός δεν θα μεταβαλλόταν κατά τη χρονική αυτή περίοδο).

42.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το όριο αυτό εφαρμόζεται μόνο από την ηλικία των 54 ετών και ερωτά εάν αυτό μπορεί να αποτελεί διάκριση λόγω ηλικίας. Η Baxter προέβαλε δύο εξηγήσεις. Στις γραπτές της παρατηρήσεις, η Baxter υποστηρίζει ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ο υπολογισμός αυτός γίνεται από την ηλικία των 54 είναι ότι είναι μαθηματικά αδύνατο να επηρεαστεί το ποσό της αποζημιώσεως που προκύπτει με τον υπολογισμό βάσει του γενικού τύπου για οποιαδήποτε μικρότερη ηλικία. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Baxter υποστήριξε ότι η εγγύτερη ηλικία συνταξιοδοτήσεως ήταν μικρότερη κατά τον χρόνο που συμφωνήθηκε το πρόγραμμα προληπτικών κοινωνικών μέτρων (σε σχέση με εκείνη κατά τον χρόνο της απολύσεως του J. Odar). Οποιαδήποτε από τις δύο εξηγήσεις μπορεί να είναι ορθή. Αυτό όμως είναι ζήτημα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει. Από την πλευρά των μαθηματικών, εκτός εάν είναι δυνατόν να αρχίσει κανείς να εργάζεται στην Baxter πριν τα 18 ή να λάβει σύνταξη γήρατος πριν τα 60, η πρώτη εξήγηση της Baxter φαίνεται ορθή. Εάν οποιαδήποτε από τις παραμέτρους αυτές δεν ισχύει (ζήτημα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει), ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου μπορεί να επηρεάσει το ποσό που προκύπτει βάσει του γενικού τύπου σε προγενέστερο σημείο. Εάν αυτό συμβαίνει, θα υπάρχει και πάλι άμεση διάκριση λόγω ηλικίας.

43.      Με την (πλέον εύλογη) παραδοχή ότι η εξήγηση της Baxter είναι ορθή, η ειδική αναφορά της ηλικίας των 54 ετών στο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων στερείται σημασίας. Ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε κάθε ηλικία αλλά θα έχει αποτελέσματα μόνο από την ηλικία των 54 ετών. Στην περίπτωση αυτή, η αναφορά της «ηλικίας των 54 ετών» στο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων δεν εισάγει διαφοροποίηση λόγω ηλικίας –πρόκειται απλώς, ως έχει, για κακή διατύπωση η οποία δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει διαφοροποίηση. Συνεπώς, ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου, αυτός καθ’ εαυτόν, δεν οδηγεί σε άμεση διάκριση λόγω ηλικίας.

 Διάκριση λόγω αναπηρίας

44.      Ας στραφούμε τώρα στο αποτέλεσμα που έχει ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου στην αποζημίωση απολύσεως του J. Odar (i) βάσει της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των 65 ετών και (ii) βάσει της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των 60 ετών. Ως προς την πρώτη, ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου δεν επηρεάζει το ποσό της αποζημιώσεως απολύσεως. Για τη δεύτερη, το αποτέλεσμα του υπολογισμού βάσει του ειδικού τύπου είναι δραστικό, καταλήγοντας αρχικά σε μείωση της καταβλητέας αποζημιώσεως κατά περισσότερο από τα δύο τρίτα, μολονότι τελικά η αποζημίωση μειώνεται κατά το ήμισυ με την εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της συνεκτιμήσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των 60 ετών, αντί για εκείνη των 65 ετών. Το γεγονός ότι ο υπολογισμός που έγινε εν προκειμένω βασίστηκε σε μικρότερη ηλικία συνταξιοδοτήσεως (60 έτη) είναι άμεσο αποτέλεσμα της αναπηρίας του J. Odar.

45.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει διάκριση στο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων όσον αφορά τους εργαζομένους με αναπηρία, εφόσον αυτοί έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν στην ηλικία των 60 ετών και, συνεπώς, δεν είναι συγκρίσιμοι με τους μη ανάπηρους εργαζομένους οι οποίοι έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν στα 65 έτη. Η διαφορά στο κατώτατο όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση για τις δύο αυτές ομάδες συνιστά αντικειμενική διάκριση. Στη συνέχεια η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλείται τις αποφάσεις στις υποθέσεις Roberts (28) και Hlozek (29) για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αντικειμενικώς διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση.

46.      Διαφωνώ με τη συλλογιστική της Γερμανικής Κυβερνήσεως.

47.      Φρονώ ότι και στις δύο ομάδες υπάρχουν εργαζόμενοι οι οποίοι ενδεχομένως επιθυμούν να συνεχίσουν να εργάζονται ως την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως (65 έτη), αλλά έρχονται αντιμέτωποι με την απόλυση. Κατά τη γνώμη μου, οι δύο κατηγορίες είναι συγκρίσιμες.

48.      Επιπλέον, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Roberts και Hlozek, καθόσον το επίμαχο «επίδομα αναμονής» στις δύο αυτές υποθέσεις καταβαλλόταν μόνο σε εργαζομένους οι οποίοι πλησίαζαν το προβλεπόμενο από τον νόμο όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση. Το επίδομα αναμονής στην υπόθεση Hlozek καταβαλλόταν σε εργαζομένους οι οποίοι απολύονταν μετά από αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως που τους απασχολούσε. Το επίδομα καταβαλλόταν σε γυναίκες από την ηλικία των 50 ετών και σε άνδρες από την ηλικία των 55 ετών. Η καταβολή του επιδόματος αναμονής συνδεόταν με το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση, καθόσον οι γυναίκες είχαν δικαίωμα συντάξεως γήρατος στα 55 έτη ενώ οι άνδρες έπρεπε να περιμένουν μέχρι τα 60. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καθορισμός διαφορετικών ηλικιών για χορήγηση του επιδόματος αναμονής αποτελούσε ουδέτερο μηχανισμό που επιβεβαίωνε την απουσία διακρίσεως. Συνεπώς, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν βρίσκονταν σε όμοιες καταστάσεις και οι αντίστοιχες θέσεις τους δεν κρίθηκαν συγκρίσιμες (30).

49.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η αποζημίωση καταβάλλεται κατ’ αρχήν σε όλους τους εργαζομένους. Το ότι πλησιάζει η συνταξιοδότηση είναι κρίσιμο μόνο για την εφαρμογή του υπολογισμού βάσει του ειδικού τύπου. Κατά συνέπεια, ορθό εν προκειμένω είναι να συγκριθούν δύο εργαζόμενοι οι οποίοι απολύονται. Σε αντίθεση προς την κατάσταση στις υποθέσεις Roberts και Hlozek (31), δεν είναι η σύγκριση βάσει της ηλικίας η οποία αποτελεί κριτήριο επιλογής για τη χορήγηση παροχής κατά την απόλυση.

50.      Εν προκειμένω, οι εργαζόμενοι με αναπηρία υφίστανται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία επειδή έχουν δικαίωμα να λάβουν σύνταξη από τα 60 αντί για τα 65. Για κάθε ηλικία, το πρώτο στοιχείο στον υπολογισμό βάσει του ειδικού τύπου (μήνες ως την κατά το νωρίτερο ηλικία συνταξιοδοτήσεως) θα είναι πάντοτε μικρότερο για έναν εργαζόμενο με αναπηρία σε σχέση με τον συνομήλικό του εργαζόμενο χωρίς αναπηρία.

51.      Συνεπώς, ο κατά τα φαινόμενα ουδέτερος υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου οδηγεί σε έμμεση διάκριση όσον αφορά τους εργαζομένους με αναπηρία. Το αποτέλεσμα της έμμεσης διακρίσεως λόγω αναπηρίας είναι ότι (i) ο απολυόμενος στην ηλικία των 58 ετών εργαζόμενος με αναπηρία λαμβάνει σημαντικά λιγότερα σε σχέση με συνομήλικό του εργαζόμενο, με τον ίδιο μισθό και την ίδια προϋπηρεσία, ο οποίος δεν είναι ανάπηρος· (ii) ο εργαζόμενος με αναπηρία ενδέχεται να έχει μικρότερη πιθανότητα ευρέσεως νέας εργασίας σε σχέση με τους υγιείς ομολόγους του και να έχει μεγαλύτερη οικονομική ανάγκη για το υπόλοιπο της ζωής του αν υποχρεωθεί να αποδεχθεί μειωμένη σύνταξη (32) και (iii) θα έχει σημαντικά μικρότερο κόστος η απόλυση εργαζομένων με αναπηρία σε σχέση με εκείνους που δεν είναι ανάπηροι, συνεπώς οι εργαζόμενοι με αναπηρία έχουν δυνητικά περισσότερες πιθανότητες να απολυθούν (33).

52.      Θεωρώ επομένως ότι το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων εισάγει έμμεση διάκριση λόγω αναπηρίας καθόσον μια κατά τα φαινόμενα ουδέτερη ρύθμιση (μήνες ως την κατά το νωρίτερο έναρξη συνταξιοδοτήσεως) στο άρθρο 6, παράγραφος 1.5, του προγράμματος κοινωνικών μέτρων θέτει σε μειονεκτική θέση (καταβολή μικρότερης αποζημιώσεως) τους εργαζομένους με αναπηρία οι οποίοι έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως στα 60 έτη σε σύγκριση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία οι οποίοι δικαιούνται συνταξιοδοτήσεως μόνο με τη συμπλήρωση του κανονικού ορίου ηλικίας (65 έτη).

53.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν είναι δυνατή η πρόωρη συνταξιοδότηση για άλλους λόγους, για παράδειγμα στα 63 (34). Αυτό είναι ζήτημα το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης και για το οποίο απαιτείται εξέταση θεμάτων του εθνικού δικαίου. Δεν είναι, επομένως, αναγκαίο να το λάβει υπόψη του το Δικαστήριο.

 Δικαιολόγηση για τους σκοπούς της οδηγίας

54.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, της οδηγίας, δεν συντρέχει έμμεση διάκριση αν η επίμαχη μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

55.      Επιπλέον, η άμεση διάκριση λόγω ηλικίας (αλλά όχι για άλλους λόγους, όπως η αναπηρία) είναι θεμιτή αν καλύπτεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας. Η διάταξη αυτή αναγνωρίζει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό της πολιτικής τους σχετικά με την απασχόληση και τους επιτρέπει να θεσπίζουν ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά την απόλυση εφόσον με αυτές επιδιώκονται θεμιτοί σκοποί οι οποίοι δικαιολογούν την άλλως δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας (35). Η αιτιολογική σκέψη 25 του προοιμίου της οδηγίας καθιστά όμως σαφές ότι «ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας».

56.      Τα πεδία εφαρμογής των άρθρων 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, και 6, παράγραφος 1, δεν είναι ίδια (36). Το Δικαστήριο έχει όμως κρίνει ότι, μολονότι υπάρχει διαφορά στη διατύπωση των δύο διατάξεων (το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, ορίζει ότι «[…] διάταξη […] δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό […]», ενώ το άρθρο 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν αποτελεί διάκριση όταν «[…] δικαιολογείται […] αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό σκοπό […]»), δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διαφορετική μεταχείριση είναι δυνατό να δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό που επιτυγχάνεται με πρόσφορα και αναγκαία μέσα, αλλά η δικαιολόγηση αυτή δεν είναι λογική (37).

–       Θεμιτός σκοπός

57.      Το δικαίωμα στην εργασία και η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας και/ή αναπηρίας κατοχυρώνονται ως θεμελιώδη δικαιώματα στον Χάρτη (38). Εφόσον η δικαιολόγηση βάσει των άρθρων 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αποτελεί παρέκκλιση από τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αμφότερες οι διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (39). Επιπλέον, παρά την ευρεία τους διακριτική ευχέρεια στα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, τα κράτη μέλη φέρουν το βάρος αποδείξεως με ισχυρά πειστήρια ως προς το ότι ο σκοπός (ή σκοποί) που επιδιώκουν είναι θεμιτός (40).

58.      Στην περίπτωση που στο επίμαχο εθνικό μέτρο δεν διευκρινίζεται ο επιδιωκόμενος σκοπός, μπορεί να γίνει χρήση άλλων στοιχείων αντλούμενων από το γενικό του πλαίσιο προκειμένου να προσδιοριστεί η ratio του για τους σκοπούς της δικαστικής εκτιμήσεως του αν ο συγκεκριμένος εθνικός κανόνας είναι θεμιτός και τηρεί την αναλογικότητα (41).

59.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι σκοπός του προγράμματος κοινωνικών μέτρων είναι να καταστήσει δυνατή για τους κοινωνικούς εταίρους την κατανομή περιορισμένων χρηματικών πόρων μεταξύ των απολυόμενων εργαζομένων. Σκοπό έχει να εξασφαλίσει ότι η αποζημίωση απαλύνει τις άμεσες επιπτώσεις της απολύσεως με την καταβολή οικονομικής ενισχύσεως για τον χρόνο ως την επομένη ασφαλή πηγή εισοδήματος και να προβλέψει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους νεότερους εργαζομένους. Αυτοί θεωρούνται ότι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη επειδή, σε αντίθεση προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους των οποίων η συνταξιοδότηση πλησιάζει, δεν έχουν ευχερώς προβλέψιμη μελλοντική πηγή εισοδήματος.

60.      Δεδομένου ότι τα διαθέσιμα χρηματικά ποσά που κατανέμονται μεταξύ των απολυόμενων εργαζομένων είναι περιορισμένα, ο σκοπός να προβλεφθούν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για εκείνους που θεωρούνται ότι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τείνει σαφώς προς το γενικό συμφέρον αντί να είναι μέτρο που οφείλεται σε «αμιγώς ατομικούς λόγους οι οποίοι χαρακτηρίζουν την κατάσταση του εργοδότη, όπως η μείωση του κόστους ή η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» (42). Συνεπώς, αποδέχομαι ότι αυτός είναι ένας θεμιτός σκοπός.

61.      Δεδομένου ότι ο σκοπός είναι θεμιτός, είναι το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων πρόσφορο και αναγκαίο; Με άλλη διατύπωση, είναι το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων κατάλληλο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών (κάλυψη της μεταβατικής περιόδου μεταξύ της απολύσεως και της επόμενης πηγής εισοδήματος του εργαζομένου, προβλέποντας ευνοϊκότερη ρύθμιση για τους νεότερους εργαζομένους οι οποίοι, σε αντίθεση προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους των οποίων η συνταξιοδότηση πλησιάζει, δεν έχουν ευχερώς προβλέψιμη μελλοντική πηγή εισοδήματος); Και θα ήταν δυνατή η επίτευξη αυτών των σκοπών με μέσα που εισάγουν λιγότερες διακρίσεις;

–       Είναι το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων κατάλληλο μέσο για την επίτευξη αυτών των σκοπών;

62.      Οι τρεις παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της αποζημιώσεως κατά τον υπολογισμό βάσει του γενικού τύπου στο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων (παράγων ηλικία, προϋπηρεσία, μικτές μηνιαίες αποδοχές) ευνοούν τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους που είναι έως 57 ετών (43). Μεταξύ της ηλικίας των 36 ετών (παράγων ηλικία = 1,00) και της ηλικίας των 57 ετών (παράγων ηλικία = 1,75) (44), ο παράγων ηλικία έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσού της λαμβανομένης αποζημιώσεως. Γενικότερα, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι τόσο η προϋπηρεσία όσο και οι αποδοχές θα αυξάνονται παράλληλα με την ηλικία του εργαζομένου (45), αυξάνοντας αντίστοιχα την καταβλητέα αποζημίωση.

63.      Οι κοινωνικοί εταίροι έλαβαν, όμως, τότε υπόψη τους το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι των οποίων η συνταξιοδότηση πλησιάζει έχουν δικαίωμα να λάβουν σύνταξη. Συνεπώς, στον υπολογισμό βάσει του ειδικού τύπου εισήχθη όριο ίσο με το 85 % αυτού που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος μεταξύ της απολύσεως και του χρονικού σημείου κατά το οποίο για πρώτη φορά θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως. Αν τέτοιο όριο δεν υπήρχε, όντως φαίνεται πιθανό ότι μεγαλύτερη αναλογία των περιορισμένων διαθέσιμων χρηματικών πόρων θα κατανεμόταν σε μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους οι οποίοι θα είχαν σύντομα πρόσβαση σε ασφαλή πηγή εισοδήματος (δηλαδή σε σύνταξη), εις βάρος πιθανώς των νεώτερων εργαζομένων (46).

64.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αποδέχομαι ότι οι κοινωνικοί εταίροι έχουν τη δυνατότητα να θέσουν όριο στις παροχές που καταβάλλονται σε μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους των οποίων η συνταξιοδότηση πλησιάζει όταν κατανέμουν με το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων τους περιορισμένους διαθέσιμους χρηματικούς πόρους. Ως εκ τούτου, το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων φαίνεται να είναι πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των θεμιτών του σκοπών.

65.      Επειδή, όμως, οι εργαζόμενοι με αναπηρία μπορούν να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα (αν και με μειωμένη σύνταξη) σε σχέση με υγιή εργαζόμενο, ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου θέτει τους εργαζομένους με αναπηρία σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση. Κατά την εκτίμηση του προγράμματος κοινωνικών μέτρων, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν η θέσπιση ορίου των παροχών που καταβάλλονται σε εργαζομένους με αναπηρία με αυτόν τον τρόπο είναι πιθανό να έχει επαρκώς ευνοϊκό αποτέλεσμα ως προς το συνολικό διαθέσιμο ποσό για αποζημιώσεις απολύσεως ώστε να καθιστά σκόπιμη τη μείωση του ποσού που αυτοί δικαιούνται. Δεδομένου ότι γενικώς ο αριθμός των εργαζομένων με αναπηρία σε μια επιχείρηση είναι σχετικά μικρός (47), φαίνεται απίθανο ένα μέτρο το οποίο (εκουσίως ή ακουσίως) υποβάλλει τους εργαζομένους με αναπηρία σε τέτοια μεταχείριση να είναι κατάλληλο.

–       Είναι δυνατόν οι σκοποί του προγράμματος κοινωνικών μέτρων να επιτευχθούν με τρόπους που εισάγουν λιγότερες διακρίσεις;

66.      Είναι απαραίτητο να υποβληθούν οι εργαζόμενοι με αναπηρία σε τέτοια μεταχείριση προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα οι κοινωνικοί εταίροι να συμφωνήσουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για άλλους εργαζομένους;

67.      Κατά την άποψή μου, η απάντηση είναι αρνητική (48).

68.      Για τον υπολογισμό των παροχών που καταβάλλονται σε υπό απόλυση εργαζομένους, ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου λαμβάνει υπόψη ένα μόνο –καίριο– στοιχείο: την εγγύτητα στο όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση. Όπως εξέθεσα, εκτιμώ ότι αυτό είναι κατ’ αρχήν θεμιτό. Αν όμως εξεταστεί προσεκτικότερα, ο κατά τα φαινόμενα δίκαιος χαρακτήρας του ορίου (δηλαδή, ο ρητός σύνδεσμος με τον χρόνο κατά τον οποίο αποκτάται πρόσβαση σε εναλλακτική πηγή εισοδήματος) είναι παραπλανητικός. Επικεντρωνόμενο σε ένα και μόνο καίριο στοιχείο, το όριο δεν λαμβάνει υπόψη άλλα στοιχεία τα οποία αφορούν τους εργαζομένους με αναπηρία. Ειδικότερα, μολονότι κάθε εργαζόμενος που τυγχάνει πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λαμβάνει μειωμένη σύνταξη και οφείλει να προσαρμόσει τις πάγιες δαπάνες του αναλόγως, ο υπολογισμός βάσει του ειδικού τύπου ουδόλως συνεκτιμά το ενδεχόμενο οι εργαζόμενοι με αναπηρία να έχουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις λόγω της αναπηρίας τους και/ή ότι, με την πάροδο των ετών, αυτές οι οικονομικές υποχρεώσεις μπορεί να αυξάνονται. Μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόσουν τις πάγιες δαπάνες τους χωρίς να υποβληθούν σε σημαντικές θυσίες πράγμα που δεν θα συνέβαινε στην περίπτωση ενός μη ανάπηρου συναδέλφου.

69.      Φρονώ επομένως ότι οι θεμιτοί σκοποί του προγράμματος κοινωνικών μέτρων θα μπορούσαν να επιτευχθούν με μέσα που να εισάγουν λιγότερες διακρίσεις και τα οποία να συνεκτιμούν δεόντως τις ιδιαίτερες περιστάσεις των εργαζομένων με αναπηρία κατά την κατανομή των περιορισμένων διαθέσιμων πόρων οι οποίοι θα καταβληθούν ως αποζημιώσεις κατά την απόλυση. Για τον λόγο αυτό, εκτιμώ ότι οι όροι που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων της Baxter δεν πληρούν το κριτήριο της αναλογικότητας.

 Τα κριτήρια επιλογής των απολυτέων

70.      Υπάρχει ένα περαιτέρω ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με τα κριτήρια επιλογής των προς απόλυση εργαζομένων και το κόστος που έχει η απόλυση ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων, το οποίο θα εξετάσω εν συντομία.

71.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η Baxter όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση τόνισαν ότι οι εργοδότες μπορούν να λάβουν υπόψη τους μόνο τα τέσσερα κριτήρια επιλογής των απολυτέων τα οποία περιλαμβάνονται στα άρθρα 1, παράγραφοι 1 και 3, του KSchG κατά τον καθορισμό των προς απόλυση εργαζομένων (49).

72.      Ακόμα και στην περίπτωση που τα κριτήρια αυτά εφαρμόζονται με δίκαιο και αντικειμενικό τρόπο, το γεγονός ότι η απόλυση ενός μεγαλύτερου σε ηλικία ή ανάπηρου εργαζομένου έχει μικρότερο κόστος μπορεί εντούτοις να έχει, κατά τη γνώμη μου, ορισμένη επίδραση στο αποτέλεσμα της επιλογής των απολυτέων.

73.      Για να δούμε γιατί αυτό συμβαίνει, ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα.

74.      Μια επιχείρηση η οποία εφαρμόζει πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων όπως αυτό της Baxter χρειάζεται να απολύσει 30 εργαζομένους. Εφαρμόζοντας τα άρθρα 1, παράγραφοι 2 και 3, του KSchG «μοριοδοτεί» μέλη του προσωπικού της με βάση κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές (50). Οι εργαζόμενοι που συγκεντρώνουν πάνω από 80 μόρια δεν κινδυνεύουν με απόλυση. Με βάση τη μοριοδότηση, η επιχείρηση επιλέγει 29 εργαζομένους για απόλυση χωρίς μεγάλη δυσκολία –όλοι έχουν πολύ λιγότερα μόρια από το όριο. Πρέπει να επιλεγεί ο 30ός εργαζόμενος μεταξύ τριών εργαζομένων (Α, Β και Γ). Τόσο ο Α όσο και ο Β είναι έγγαμοι, με 2 προστατευόμενα μέλη. Ο Γ είναι άγαμος και ο βαθμός αναπηρίας του είναι τέτοιος που έχει δικαίωμα σε πρόωρη συνταξιοδότηση ως εργαζόμενος με αναπηρία. Και οι τρεις έχουν από 79 μόρια:

 

Α

Β

Γ

Ηλικία

57

54

57

Προϋπηρεσία

10

14

12

Υποχρεώσεις διατροφής

12

12

0

Αναπηρία

0

0

10

Σύνολο

79

79

79

75.      Αν έλειπε ο Γ, ο εργοδότης θα επέλεγε μεταξύ του Α και του Β. Η επιλογή του A θα είχε μικρότερο κόστος. Όταν όμως εισέρχεται στην εξίσωση ο Γ, η επιλογή του εργοδότη λογικά αλλάζει και επιλέγεται ο Γ προς απόλυση. Όπως το αντιλαμβάνομαι, δεν υπάρχει παράβαση των απαιτήσεων του KSchG. Μόνο που όταν πρέπει να βρεθεί ένα κριτήριο επιλογής μεταξύ υποψηφίων προς απόλυση με ίδιο αριθμό μορίων, η επιλογή γίνεται λογικά εις βάρος του μεγαλύτερου σε ηλικία και/ή ανάπηρου εργαζομένου.

76.      Εκτιμώ συνεπώς ότι η οδηγία αποκλείει εθνικά μέτρα (51), όπως αυτά που περιλαμβάνονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1.1 έως 1.5, του προγράμματος κοινωνικών μέτρων. Τέτοιες ρυθμίσεις εισάγουν έμμεσες διακρίσεις λόγω αναπηρίας, εφόσον μια κατά τα φαινόμενα ουδέτερη ρύθμιση του προγράμματος κοινωνικών μέτρων έχει ως αποτέλεσμα μειονεκτική μεταχείριση. Οι εργαζόμενοι με αναπηρία, λόγω του ότι έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως στα 60, λαμβάνουν μικρότερη αποζημίωση σε σχέση με τους μη αναπήρους εργαζομένους οι οποίοι έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως των 65 ετών.

 Ερωτήματα 1 και 2

77.      Με τα ερωτήματα 1 και 2 το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 10, παράγραφος 6, του AGG συμβιβάζεται με την οδηγία καθόσον επιτρέπει στους κοινωνικούς εταίρους να συμφωνούν προγράμματα κοινωνικών μέτρων (σαν αυτό της υπό κρίση υποθέσεως) τα οποία προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας και/ή αναπηρίας.

78.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το άρθρο 10, παράγραφος 6, του AGG επιτρέπει άμεσες διακρίσεις λόγω ηλικίας. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν αποφαίνεται ρητώς ως προς το (i) αν το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων της Baxter εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 6, του AGG ή (ii) αν (από την άποψη του εθνικού δικαίου) πληροί τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις.

79.      Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου και η εκτίμηση της συμβατότητάς τους προς το δίκαιο της Ένωσης εναπόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο. Το Δικαστήριο είναι, όμως, αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τις αναγκαίες κατευθυντήριες γραμμές ως προς την ερμηνεία της οδηγίας προκειμένου αυτό να μπορέσει να εκτιμήσει αν οι κανόνες του εθνικού δικαίου συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης.

80.      Συναφώς, πρότεινα στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία κατά τρόπο ώστε να μην επιτρέπει το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων της Baxter καθόσον το πρόγραμμα αυτό περιέχει δυσμενή διάκριση εις βάρος εργαζομένου με αναπηρία όπως ο J. Odar (52). Στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων επιτρέπεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 6, του AGG, σε αυτό εναπόκειται τότε να εκτιμήσει αν αυτό μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία ώστε να απαγορεύει τέτοια προγράμματα κοινωνικών μέτρων. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε πρέπει να μην εφαρμοστεί (53).

81.      Κατά συνέπεια, η απάντηση που δίνω στα ερωτήματα 1 και 2 είναι ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, ασκώντας πλήρως τις εξουσίες που του αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει κάθε σχετική εθνική εξουσιοδοτική διάταξη (εδώ, το άρθρο 10, παράγραφος 6, του AGG) κατά σύμφωνο τρόπο προς την οδηγία 2000/78. Εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τούτο είναι αδύνατο, πρέπει να μην εφαρμόσει τη διάταξη αυτή.

 Πρόταση

82.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Arbeitsgericht München ως εξής:

1.      Τα άρθρα 1, 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για την διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνικά μέτρα, όπως αυτά που περιλαμβάνονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1.1 έως 1.5, του προγράμματος κοινωνικών μέτρων που συμφώνησαν η Baxter και το συμβούλιο εργαζομένων, τα οποία εισάγουν έμμεσες διακρίσεις λόγω αναπηρίας, εφόσον μια κατά τα φαινόμενα ουδέτερη ρύθμιση του προγράμματος κοινωνικών μέτρων έχει ως αποτέλεσμα μειονεκτική μεταχείριση (μικρότερη αποζημίωση) των εργαζομένων με αναπηρία, που έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως στα 60 έτη, σε σχέση με τους μη ανάπηρους εργαζομένους, οι οποίοι έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως των 65 ετών.

2.      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, ασκώντας πλήρως τις εξουσίες που του αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει κάθε σχετική εθνική εξουσιοδοτική διάταξη κατά σύμφωνο τρόπο προς την οδηγία 2000/78. Εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τούτο είναι αδύνατο, πρέπει να μην εφαρμόσει τη διάταξη αυτή.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Τα επίμαχα εθνικά μέτρα είναι το άρθρο 10, παράγραφος 6, του Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz (γενικός νόμος για την ίση μεταχείριση: βλ. σημεία 12 και 13 κατωτέρω) και το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων το οποίο έχει συμφωνηθεί μεταξύ της εναγομένης της κύριας δίκης και του οικείου συμβουλίου εργαζομένων: βλ. σημεία 17 και 18 κατωτέρω. Το συγκεκριμένο αυτό πρόγραμμα είναι διατυπωμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνει τις παροχές οι οποίες θα έπρεπε άλλως να καταβληθούν σε ορισμένους εργαζομένους, αλλά δεν τους αποκλείει εντελώς από τη λήψη αποζημιώσεως.


3 –      Οδηγία της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16) (στο εξής: οδηγία).


4 –      ΕΕ 2010, C 83, σ. 389 (στο εξής: Χάρτης).


5 –      Το άρθρο 5 επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι εργοδότες λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα προκειμένου να τηρείται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους εργαζομένους με αναπηρία. Έτσι, οι εργοδότες υποχρεούνται να καθιστούν δυνατή για τους εργαζομένους με αναπηρία την πρόσβαση σε θέση εργασίας ή την εξέλιξή της σταδιοδρομίας τους ή τη συμμετοχή τους σε κατάρτιση. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο β΄, περίπτωση ii, ορίζει ότι δεν υφίσταται έμμεση διάκριση στην περίπτωση που οι εργοδότες συμμορφώνονται με υποχρεώσεις του εθνικού δικαίου οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 5.


6 – Είναι δυνατή η εξαίρεση από τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας, όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα αναγκαία, μεταξύ άλλων, για τη δημόσια ασφάλεια, την τήρηση της δημόσιας τάξης ή την προστασία της υγείας. Ειδική εξαίρεση από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας και αναπηρίας προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, όσον αφορά την απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην ηλικία ή στην αναπηρία δεν αποτελεί διάκριση στην περίπτωση που, λόγω της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, C‑229/08, Wolf (Συλλογή 2010, σ. I‑1).


7 – Η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το συμβούλιο εργαζομένων τίθεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται προϋποθέσεις σχετικά με τον αριθμό των εργαζομένων στην επιχείρηση. Ο όρος «αναδιάρθρωση» περιλαμβάνει (ιδίως) ολική διακοπή των δραστηριοτήτων, συγχώνευση ή διάσπαση ή ουσιώδη οργανωτική αλλαγή, όπως η αλλαγή τόπου λειτουργίας της συγκεκριμένης επιχειρήσεως.


8 – Όταν λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων, πρέπει να συνεκτιμώνται τόσο τα συμφέροντα των εργαζομένων που πρόκειται να απολυθούν καθώς και η προοπτική ευρέσεως νέας εργασίας όσο και εκείνων που παραμένουν στην αναδιαρθρωμένη επιχείρηση, καθώς και η συνέχιση της οικονομικής βιωσιμότητας της επιχειρήσεως.


9 –      Το άρθρο 8 προβλέπει εξαίρεση από την απαγόρευση των διακρίσεων για λόγους επαγγελματικών απαιτήσεων της συγκεκριμένης θέσεως εργασίας. Βλ., σχετικά, άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, του οποίου έγινε μνεία στο σημείο 7 και στην υποσημείωση 6 ανωτέρω.


10 – Από το 2012 η προβλεπόμενη στον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως αυξάνεται σταδιακά από τα 65 στα 67 για όσους έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 1946.


11 – Από το 2012 το όριο ηλικίας για πρόωρη σύνταξη λόγω αναπηρίας αυξάνεται σταδιακά από τα 60 στα 62 για όσους έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 1951.


12 – Προβλέπεται η καταβολή χαμηλότερου επιδόματος (Arbeitslosengeld II) στην περίπτωση (μεταξύ άλλων) που έχει λήξει ο χρόνος της καταβολής πλήρους επιδόματος.


13 – Έτσι, εργαζόμενος 50 ετών ο οποίος έχει καταβάλει εισφορές για τουλάχιστον 30 μήνες λαμβάνει παροχές κατ’ ανώτατο χρονικό όριο για 15 μήνες. Εάν είναι 55 ετών και έχει καταβάλει εισφορές για τουλάχιστον 36 μήνες μπορεί να λάβει παροχές κατ’ ανώτατο χρονικό όριο για 18 μήνες, ενώ εργαζόμενος 58 ετών που έχει καταβάλει εισφορές για 48 μήνες λαμβάνει παροχές για 24 μήνες.


14 – Στις παρούσες προτάσεις θα αναφέρω την Baxter και το συμβούλιο εργαζομένων ως «κοινωνικούς εταίρους».


15 –      Η προϋπηρεσία αφορά τα έτη απασχολήσεως στην Baxter.


16 – Στις παρούσες προτάσεις θα αναφέρω το πρόγραμμα προληπτικών κοινωνικών μέτρων και το συμπληρωματικό πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων από κοινού ως «πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων».


17 – Κατά την εθνική νομοθεσία απαιτείται βαθμός αναπηρίας 50 % για να κριθεί ορισμένο πρόσωπο βαριά ανάπηρο και αν δικαιούται, κατά συνέπεια, πρόωρη συνταξιοδότηση στην ηλικία των 60 ετών· βλ. σημείο 14 ανωτέρω.


18 – Ο J. Odar είχε δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως από τη συμπλήρωση του ελάχιστου ορίου ηλικίας των 60 ετών λόγω αναπηρίας, με σύνταξη μειωμένη κατά 10,8 %. Έχει δικαίωμα σε πλήρη σύνταξη από την ηλικία των 63 ετών.


19 – Η αποζημίωση υπολογίστηκε λαμβάνοντας ως ημερομηνία την 31η Δεκεμβρίου 2008, χρονικό σημείο της λύσεως της εργασιακής σχέσεως του J. Odar κατόπιν της απολύσεώς του από την Baxter (στο εξής: κρίσιμος χρόνος) σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο έγγραφο της 25ης Απριλίου 2008· βλ. σημείο 20 ανωτέρω.


20 – Τα ποσά έχουν ληφθεί από τη διάταξη περί παραπομπής του αιτούντος δικαστηρίου. Υπάρχουν μικροδιαφορές μεταξύ των ποσών που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο και εκείνων που αναφέρονται στις παρατηρήσεις των διαδίκων. Από τους υπολογισμούς μου προκύπτουν ελαφρώς διαφορετικά αποτελέσματα: για παράδειγμα συνολικό ποσό 616 714, 20 ευρώ με την εφαρμογή του γενικού τύπου. Επομένως, τα ποσά πρέπει να θεωρείται ότι είναι κατά προσέγγιση.


21 –      Αντιλαμβάνομαι το επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως για το οποίο γίνεται λόγος στα ερωτήματα 3 και 4 ως αναφορά στο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων του οποίου έγινε μνεία στο σημείο 17 ανωτέρω.


22 –      Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, C‑321/07, Schwarz (Συλλογή 2009, σ. I‑1113, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23 – Στην υπό κρίση υπόθεση ερμηνεύω τη φράση αυτή ως «έχει αναπηρία», δεδομένου ότι σε άλλη περίπτωση δεν θα είχε νόημα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η συγκεκριμένη αναπηρία από την οποία πάσχει ο J. Odar, αλλά το γεγονός ότι έχει κριθεί ανάπηρος.


24 – Ορισμένες μορφές θετικής δράσεως σχετικά με τα άτομα με αναπηρία, μολονότι συνιστούν άμεση διαφοροποίηση για αυτόν τον λόγο, καλύπτονται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας.


25 –      Βλ. σημείο 22 ανωτέρω.


26 – Ο παράγων ηλικία αυξάνεται ανομοιόμορφα από το 0,35 για την ηλικία των 18 ως τον μεγαλύτερο δυνατό παράγοντα (1,75) για την ηλικία των 57. Από το σημείο αυτό μειώνεται απότομα ως τον μικρότερο (0,3) για την ηλικία των 64 ετών.


27 – Τα σχετικά ποσά και ο τρόπος με τον οποίο εισάγονται τα διάφορα δεδομένα στις εξισώσεις καθορίζουν το αποτέλεσμα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στον υπολογισμό βάσει του γενικού τύπου σύμφωνα με το πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων (αποζημίωση = παράγων ηλικία x προϋπηρεσία x μικτός μηνιαίος μισθός), ο παράγων ηλικία καθορίζει τον αριθμό των μηνιαίων μισθών (ή το κλάσμα μηνιαίου μισθού) που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως. Συνεπώς, για εργαζόμενο ηλικίας 36 ετών, ο μηνιαίος του μισθός λαμβάνεται υπόψη ως έχει (παράγων ηλικία 1). Στα 57 έτη πολλαπλασιάζεται με το 1,75 και στα 64 με το 0,3. Κατά συνέπεια, στα 36 η προϋπηρεσία του εργαζομένου πολλαπλασιάζεται με το 0,75 (ή ¾) ενός μηνιαίου μισθού λιγότερα από ό,τι για έναν εργαζόμενο ηλικίας 57 ετών. Στα 64 πολλαπλασιάζεται με 1,45 (σχεδόν 1½) μηνιαίους μισθούς λιγότερα από ό,τι για έναν εργαζόμενο ηλικίας 57 ετών. Ο παράγων ηλικίας εφαρμόζεται για κάθε έτος προϋπηρεσίας. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι που έχουν μεγαλύτερο παράγοντα ηλικίας και περισσότερα έτη προϋπηρεσίας λαμβάνουν υψηλότερες παροχές βάσει του προγράμματος κοινωνικών μέτρων.


28 –      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1993, C‑132/92 (Συλλογή 1993, σ. I‑5579).


29 –      Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2004, C‑19/02 (Συλλογή 2004, σ. I‑11491).


30 – Η απόφαση Roberts, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, αφορούσε παρόμοια κατάσταση. Η «μεταβατική σύνταξη» στην υπόθεση αυτή είχε καταβληθεί σε εργαζόμενο ο οποίος υποχρεώθηκε να συνταξιοδοτηθεί λόγω της κακής καταστάσεως της υγείας του προτού συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, η οποία ήταν 60 έτη για τις γυναίκες και 65 έτη για τους άνδρες. Βλ., επίσης, απόφαση Hlozek (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 49).


31 – Προπαρατεθείσες στις υποσημειώσεις 28 και 29 ανωτέρω.


32 – Υπό την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων σχετικά με συντάξεις για άτομα με αναπηρία τα οποία αρχικώς λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη η οποία μπορεί στη συνέχεια να μετατραπεί σε πλήρη σύνταξη μετά από τρία έτη εφόσον πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις κατά το εθνικό δίκαιο.


33 – Βλ. σημεία 70 έως 75 κατωτέρω.


34 –      Βλ. σημείο 14 ανωτέρω.


35 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 25 (προπαρατεθείσα στο σημείο 3). Βλ., επίσης, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, C‑388/07, Age Concern England (Συλλογή 2009, σ. I‑1569, σκέψη 51).


36 –      Απόφαση Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 58).


37 – Απόφαση Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 65).


38–      Βλ. άρθρο 21.


39 – Όσον αφορά την ερμηνεία των εξαιρέσεων, γενικότερα, βλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑227/09, Accardo (Συλλογή 2010, σ. Ι‑10273, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όσον αφορά την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας, βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, C‑341/08, Petersen (Συλλογή 2010, σ. I‑47, σκέψη 60), και πιο πρόσφατα, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑447/09, Prigge (Συλλογή 2011, σ. Ι‑8003, σκέψη 56).


40 –      Απόφαση Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 65).


41 –      Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, C‑250/09 και C‑268/09, Georgiev (Συλλογή 2010, σ. Ι‑11869, σκέψη 40).


42 – Απόφαση Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 46).


43 –      Βλ. σημείο 17 ανωτέρω.


44 –      Βλ. Υποσημειώσεις 26 και 27 ανωτέρω.


45 –      Βλ. σημείο 38 ανωτέρω.


46 –      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση τόνισε ότι οι εργαζόμενοι που τυγχάνουν πρόωρης συνταξιοδοτήσεως διατηρούν το δικαίωμα να αναζητήσουν άλλη απασχόληση. Αν βρουν νέα απασχόληση, διακόπτεται η σύνταξη. Μπορούν τότε να συνεχίσουν να εργάζονται ως την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Στο σημείο εκείνο επαναλαμβάνεται η καταβολή της συντάξεως η οποία αναπροσαρμόζεται στις ιδιαίτερες περιστάσεις τους. Κατά το μέτρο που το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι θα βρουν άλλη απασχόληση, δεν ερείδεται επί αποδεικτικών στοιχείων υποβληθέντων ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και προσκρούει στις γνωστές δυσκολίες που έχουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι για να ξαναβρούν απασχόληση. Μολονότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να επαληθεύσει την κατάσταση αυτή, κλίνω προς την άποψη ότι το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο. Είναι όμως πασίδηλο ότι η λήψη συντάξεως (ακόμα και μειωμένης) παρέχει ασφάλεια ως προς το εισόδημα την οποία δεν μπορεί να έχει νεότερος εργαζόμενος που απολύεται.


47 – Βλ. «Facts on disability in the world of work» που έχει εκδώσει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, διαθέσιμο στο http:www.ilo.org/employment/disability.


48 –      Βλ. σημεία 44 έως 52 ανωτέρω.


49–      Βλ. σημείο 16 ανωτέρω.


50 – Στην υπόθεση C‑86/10, Balaban, στο Δικαστήριο τέθηκε το ερώτημα αν εθνική νομοθεσία η οποία επέτρεπε την επιλογή των εργαζομένων σε ομαδικές απολύσεις με κριτήριο την ηλικία δικαιολογούνταν κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας. Στο Δικαστήριο δόθηκε η πληροφορία ότι σύστημα μοριοδοτήσεως σαν αυτό που χρησιμοποίησα στο παράδειγμα αυτό ήταν κοινή μέθοδος εφαρμογής των τεσσάρων κριτηρίων. Η υπόθεση αυτή διεγράφη κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου (το Arbeitsgericht Siegburg, Γερμανία) μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αλλά πριν από την έκδοση αποφάσεως (ΕΕ 2011, C 252, σ. 27).


51 – Βλ. υποσημείωση 2 και σημεία 26 έως 30 ανωτέρω όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της οδηγίας, του AGG και του προγράμματος κοινωνικών μέτρων της Baxter.


52 –      Βλ. σημείο 76 ανωτέρω.


53 – Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. I‑4135, σκέψη 8), και, πιο πρόσφατα, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, C‑109/09, Deutsche Lufthansa (Συλλογή 2011, σ. Ι‑1309, σκέψη 51). Βλ., επίσης, άρθρο 16 της οδηγίας, προπαρατεθέν στο σημείο 9 ανωτέρω.