Language of document : ECLI:EU:T:2011:355

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του καουτσούκ από βουταδιένιο και του καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβάσεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑38/07,

Shell Petroleum NV, με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες),

Shell Nederland BV, με έδρα τη Χάγη,

Shell Nederland Chemie BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους T. Snoep και J. Brockhoff, στη συνέχεια, από τους Snoep και S. Chamalaun, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους M. Kellerbauer, V. Bottka και J. Samnadda, στη συνέχεια, από τους M. Kellerbauer και V. Bottka,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως, ως προς τις Shell Petroleum NV και Shell Nederland BV, της αποφάσεως C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος), ή, επικουρικώς, περί ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στις Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie BV,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Dehousse (εισηγητή), προεδρεύοντα, I. Wiszniewska-Białecka και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση C(2006) 5700 τελικό, της 29ης Νοεμβρίου 2006 (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), διά της συμμετοχής τους σε σύμπραξη στην αγορά των προαναφερθέντων προϊόντων.

2        Αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι οι εξής επιχειρήσεις:

–        Bayer AG, με έδρα το Leverkusen (Γερμανία),

–        The Dow Chemical Company, με έδρα το Midland, Michigan (Ηνωμένες Πολιτείες) (στο εξής: Dow Chemical),

–        Dow Deutschland Inc., με έδρα το Schwalbach (Γερμανία),

–        Dow Deutschland Anlagengesellschaft mbH (πρώην Dow Deutschland GmbH & Co. OHG), με έδρα το Schwalbach,

–        Dow Europe, με έδρα το Horgen (Ελβετία),

–        Eni SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

–        Polimeri Europa SpA, με έδρα το Brindisi (Ιταλία) (στο εξής: Polimeri),

–        Shell Petroleum NV, με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες),

–        Shell Nederland BV, με έδρα τη Χάγη,

–        Shell Nederland Chemie BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

–        Unipetrol a.s., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Kaučuk a.s., με έδρα το Kralupy nad Vltavou (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Trade-Stomil sp. z o.o., με έδρα το Łódź (Πολωνία) (στο εξής: Stomil).

3        Οι Dow Deutschland, Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe ελέγχονται εξ ολοκλήρου, ευθέως ή εμμέσως, από την Dow Chemical (στο εξής, από κοινού: Dow) (αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Τις σχετικές με τα επίμαχα προϊόντα δραστηριότητες της Eni ασκούσε αρχικώς η EniChem Elastomeri Srl, την οποία είχε εμμέσως υπό τον έλεγχό της η Eni, διά της θυγατρικής EniChem SpA (στο εξής: EniChem SpA). Την 1η Νοεμβρίου 1997, η EniChem Elastomeri απορροφήθηκε από την EniChem SpA. Η EniChem SpA ανήκε κατά 99,97 % στην Eni. Την 1η Ιανουαρίου 2002, η EniChem SpA μεταβίβασε τη στρατηγικής σημασίας δραστηριότητά της στον τομέα των χημικών προϊόντων (περιλαμβανομένης της δραστηριότητας με αντικείμενο το καουτσούκ από βουταδιένιο και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος) στη θυγατρική της Polimeri, η οποία της ανήκε εξ ολοκλήρου. Η Polimeri ανήκει ευθέως και εξ ολοκλήρου στην Eni από τις 21 Οκτωβρίου 2002. Από 1ης Μαΐου 2003, η EniChem SpA μετονομάστηκε σε Syndial SpA (αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την ονομασία «EniChem» για όλες τις ανήκουσες στην Eni εταιρίες (στο εξής: EniChem) (αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Η Shell Nederland Chemie είναι θυγατρική της Shell Nederland, η οποία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τη Shell Petroleum (στο εξής, από κοινού: Shell) (αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Η Kaučuk συστάθηκε το 1997, κατόπιν συγχωνεύσεως των Kaučuk Group a.s. και Chemopetrol Group a.s. Στις 21 Ιουλίου 1997, η Unipetrol απέκτησε το σύνολο του ενεργητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν. Η Kaučuk ανήκει εξ ολοκλήρου στην Unipetrol (αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η εδρεύουσα στην Τσεχική Δημοκρατία Tavorex s.r.o. (στο εξής: Tavorex) ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Kaučuk (και της προκατόχου αυτής Kaučuk Group) για τις εξαγωγές από το 1991 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2003. Επίσης, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Tavorex εκπροσωπούσε από το 1996 την Kaučuk στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil αντιπροσώπευε, όσον αφορά τις εξαγωγές, την πολωνική εταιρία παραγωγής Chemical Company Dwory S.A. (στο εξής: Dwory) επί τριάντα περίπου έτη, έως το 2001 τουλάχιστον. Επίσης σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil εκπροσωπούσε από το 1997 έως το 2000 την Dwory στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Διαπιστώθηκε ότι η παράβαση διάρκεσε από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Bayer, Eni και Polimeri, από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999 όσον αφορά τις Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Chemical, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001 όσον αφορά την Dow Deutschland, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Unipetrol και Kaučuk, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000 όσον αφορά τη Stomil, από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002 όσον αφορά την Dow Deutschland Anlagengesellschaft και από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Europe (αιτιολογικές σκέψεις 476 έως 485 και άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Το καουτσούκ από βουταδιένιο (στο εξής: CB) και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος (στο εξής: CSB) είναι συνθετικά καουτσούκ που χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον για την κατασκευή ελαστικών. Τα δύο αυτά προϊόντα είναι δυνατόν να υποκατασταθούν είτε αμοιβαίως είτε με άλλα συνθετικά καουτσούκ και με το φυσικό καουτσούκ (αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Πέραν των παραγωγών στους οποίους απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, περιορισμένες ποσότητες CB και CSB πωλούσαν εντός του ΕΟΧ και ορισμένοι άλλοι παραγωγοί εγκατεστημένοι στην Ασία και στην Ευρώπη. Εξάλλου, η παραγωγή CB προέρχεται ως επί το πλείστον απευθείας από τους μεγάλους κατασκευαστές ελαστικών (αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Bayer γνωστοποίησε στις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι επιθυμεί να συνεργαστεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας), όσον αφορά το CB και το CSB. Ως προς το CSB, η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα (αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στις 14 Ιανουαρίου 2003, η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως όσον αφορά το CB. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα. Η Bayer προσκόμισε επίσης πρακτικά των συναντήσεων της επιτροπής CB της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Στις 5 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Bayer ότι αποφάσισε να την απαλλάξει, υπό όρους, από το πρόστιμο (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Στις 27 Μαρτίου 2003, η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις της Dow Deutschland & Co. (αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Από τον Σεπτέμβριο του 2003 έως τον Ιούλιο του 2006, η Επιτροπή απέστειλε στις επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση διάφορα αιτήματα παροχής πληροφοριακών στοιχείων βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Στις 16 Οκτωβρίου 2003, οι Dow Deutschland και Dow Deutschland & Co. μετέσχον σε συνάντηση με τις υπηρεσίες της Επιτροπής και εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεργαστούν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Κατά τη συνάντηση αυτή έγινε προφορική παρουσίαση των δραστηριοτήτων της συμπράξεως όσον αφορά το CB και το CSB. Η προφορική παρουσίαση καταγράφηκε. Υποβλήθηκε επίσης φάκελος με έγγραφα σχετικά με τη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Στις 4 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Dow Deutschland ότι σκοπεύει να μειώσει το πρόστιμο ως προς αυτήν κατά 30 έως 50 % (αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Στις 7 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και απέστειλε στις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση –εκτός της Unipetrol–, καθώς και στην Dwory την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων. Καταρτίστηκε επίσης η πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων κατά της Tavorex, χωρίς, όμως, να της κοινοποιηθεί, καθώς η Tavorex βρισκόταν υπό πτώχευση από τον Οκτώβριο του 2004. Κατά συνέπεια, η διαδικασία περατώθηκε ως προς αυτήν (αιτιολογικές σκέψεις 49 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της πρώτης ανακοινώσεως αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τους δόθηκε επίσης ο φάκελος της υποθέσεως, υπό μορφή CD-ROM, και έλαβαν γνώση των προφορικών δηλώσεων και των σχετικών εγγράφων εντός των εγκαταστάσεων της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Στις 3 Νοεμβρίου 2005, η Manufacture française des pneumatiques Michelin (στο εξής: Michelin) ζήτησε να παρέμβει. Κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις στις 13 Ιανουαρίου 2006 (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Στις 6 Απριλίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων προς τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της ανακοινώσεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Στις 12 Μαΐου 2006, η Michelin υπέβαλε καταγγελία βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18) (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Στις 22 Ιουνίου 2006, οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην της Stomil, καθώς και η Michelin μετείχαν σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για τη συμμετοχή της Dwory στη σύμπραξη, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία ως προς αυτήν (αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να περατώσει τη διαδικασία ως προς τη Syndial (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Εξάλλου, ενώ αρχικώς χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί αριθμοί υποθέσεων (COMP/E-1/38.637 και COMP/E-1/38.638 για το CB και για το CSB), η Επιτροπή, μετά την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, χρησιμοποιεί ένα μόνον αριθμό (COMP/F/38.638) (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Η διοικητική διαδικασία περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως από την Επιτροπή στις 29 Νοεμβρίου 2006.

27      Κατά το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι κατωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 ΕΟΧ, διά της συμμετοχής τους, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, σε ενιαία και διαρκή συμφωνία με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή πελατών διά συμφωνιών περί αποφυγής του επιθετικού ανταγωνισμού και την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με τις τιμές, τους ανταγωνιστές και τους πελάτες στους κλάδους του CB και του CSB:

α)      η Bayer από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

β)       η Dow Chemical από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Dow Deutschland, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001· η Dow Deutschland Anlagengesellschaft από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002· η Dow Europe από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

γ)       η Eni από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Polimeri από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

δ)       η Shell Petroleum από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland Chemie από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999·

ε)       η Unipetrol από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Kaučuk από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

στ)       η Stomil από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000.

28      Βάσει των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα τα οποία υπολογίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθώς και στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

29      Με το άρθρο 2 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλονται τα εξής πρόστιμα:

α)       Bayer: 0 ευρώ,

β)       Dow Chemical: 64,575 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων:

i)       60,27 εκατομμύρια ευρώ, για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με την Dow Deutschland,

ii)      47,355 εκατομμύρια ευρώ για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με τις Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe,

γ)       Eni και Polimeri από κοινού: 272,25 εκατομμύρια ευρώ,

δ)       Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από κοινού: 160,875 εκατομμύρια ευρώ,

ε)       Unipetrol και Kaučuk, από κοινού: 17,55 εκατομμύρια ευρώ,

στ)       Stomil: 3,8 εκατομμύρια ευρώ.

30      Με το άρθρο 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εκεί απαριθμούμενες επιχειρήσεις διατάσσονται να παύσουν αμέσως, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει, τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο ίδιο άρθρο και να απόσχουν από κάθε περιγραφόμενη στο άρθρο 1 πράξη ή ενέργεια, καθώς και από κάθε ενέργεια με αντίστοιχο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 16 Φεβρουαρίου 2007, οι Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie (στο εξής, από κοινού: Shell) άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

32      Με απόφαση του προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2009, ο N. Wahl ορίστηκε μέλος του τμήματος, προς συμπλήρωση της συνθέσεώς του, κατόπιν κωλύματος ενός εκ των μελών του.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

34      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά τις αγορεύσεις τους και με τις απαντήσεις τους στα προφορικά ερωτήματα που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 12ης Οκτωβρίου 2009.

35      Η Shell Petroleum ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εξ ολοκλήρου την προσβαλλόμενη απόφαση, καθ’ όσον την αφορά,

–        επικουρικώς:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως,

–        ή να μειώσει το πρόστιμο ως υπερβολικό.

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36      Η Shell Nederland ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εξ ολοκλήρου την προσβαλλόμενη απόφαση, καθ’ όσον την αφορά ,

–        επικουρικώς:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως,

–        ή να μειώσει το πρόστιμο ως υπερβολικό.

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Shell Nederland Chemie ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως ή να μειώσει το πρόστιμο ως υπερβολικό,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

39      Η Shell προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της. Με τον πρώτο, η Shell αμφισβητεί τον εκ μέρους της Επιτροπής καταλογισμό παραβάσεως στις Shell Petroleum και Shell Nederland. Με τον δεύτερο, η Shell αμφισβητεί την κατά 50 % προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής. Με τον τρίτο, η Shell προσάπτει στην Επιτροπή εσφαλμένη εφαρμογή του συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου. Με τον τέταρτο, η Shell υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

40      Καταρχάς, η Shell επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναφέρει στα δικόγραφά της ότι η Shell δεν αμφισβητεί κανένα από τα παρατιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, ούτε, ειδικότερα, τον βαθμό συμμετοχής της στη σύμπραξη. Επίσης, η Επιτροπή, επικαλούμενη την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και τις δηλώσεις της Bayer, αναφέρει ότι η Shell πρωτοστατούσε στις συζητήσεις περί καθορισμού των τιμών τόσο για το CS όσο και για το CSB. Από τα προεκτεθέντα αφήνεται να εννοηθεί ότι η Shell παραδέχθηκε ότι πρωτοστατούσε στην παράβαση. Τούτο όμως δεν ισχύει, έστω και αν η Shell παραδέχεται ότι η Shell Nederland Chemie παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ. Η Shell αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η Bayer κατά τη διοικητική διαδικασία. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αντλεί κανένα νομικό συμπέρασμα από τις δηλώσεις της Bayer.

1.     Επί των αιτημάτων περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομο καταλογισμό της παραβάσεως στις Shell Petroleum και Shell Nederland

41      H Shell φρονεί ότι η Επιτροπή καταλόγισε στις Shell Petroleum και Shell Nederland κατά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

42      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Shell διαιρείται σε τρία σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου, η Shell υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένο κριτήριο κατά την εκτίμηση της ευθύνης της μητρικής εταιρίας. Στο πλαίσιο του δεύτερου, η Shell υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η Shell Petroleum και η Shell Nederland ανέτρεψαν το σε βάρος τους τεκμήριο. Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, η Shell παραθέτει τις συνέπειες του σφάλματος της Επιτροπής.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εφαρμογή των προϋποθέσεων καταλογισμού της παραβάσεως 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Η Shell υποστηρίζει ότι καταλογίστηκε στις Shell Nederland και Shell Petroleum ευθύνη για την παράβαση, χωρίς να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Shell Nederland Chemie (η οποία άμεση συμμετοχή στην παράβαση) διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα.

44      Όπως προκύπτει από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 60), η Επιτροπή έπρεπε να δώσει απάντηση σε δύο ερωτήματα. Καταρχάς, ποια επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διέπραξε την παράβαση· περαιτέρω, ποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι αποδέκτης της αποφάσεως και μπορεί να φέρει την ευθύνη για την παράβαση. Η έννοια της οικονομικής οντότητας έχει σημασία όσον αφορά το πρώτο ερώτημα και όχι όσον αφορά το δεύτερο. Αν γινόταν δεκτό ότι η έννοια της επιχειρήσεως έχει αποφασιστική σημασία για τον καταλογισμό ευθύνης, η παράβαση που διαπράττεται από εταιρία ανήκουσα σε όμιλο θα καταλογιζόταν πάντα και αυτοδικαίως στη μητρική εταιρία που είναι επικεφαλής του ομίλου.

45      Κατά τη Shell, οι ενέργειες των θυγατρικών εταιριών μπορούν να καταλογιστούν στη μητρική εταιρία, μόνον εφόσον συντρέχουν «ορισμένες περιστάσεις» (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψη 135). Συγκεκριμένα, η μητρική εταιρία πρέπει όντως να κάνει χρήση της αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής της (προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 137, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189 σκέψη 45, και της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 445, σκέψη 16). Από την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 50) δεν προκύπτει κάποια άλλη ερμηνεία. Επί της υποθέσεως αυτής, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συντρέχουν «ορισμένες περιστάσεις», που καθιστούν δυνατό τον καταλογισμό ευθύνης για την παράβαση στη μητρική εταιρία. Εξάλλου, με τη σκέψη 29 της αποφάσεως της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑9925, στο εξής: απόφαση Stora), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το Πρωτοδικείο μπορούσε ευλόγως να υποθέσει ότι η μητρική εταιρία όντως επηρέαζε αποφασιστικά τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, «εφόσον μάλιστα» είχε διαπιστώσει ότι η αναιρεσείουσα είχε εμφανιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία «ως η μοναδική συνομιλήτρια της Επιτροπής, από πλευράς των εταιριών του ομίλου Stora, όσον αφορά την επίδικη παράβαση». Η Shell συνάγει εξ αυτού ότι, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων, δεν υφίσταται τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής.

46      Κατά τη Shell, παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία μπορεί να καταλογιστεί στη δεύτερη μόνον εφόσον συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί επιρροή επί της θυγατρικής. Απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι τούτο συμβαίνει, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, η Shell προβάλλει ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑947), επιβεβαιώνει ότι, σε περίπτωση που η θυγατρική εταιρία ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική, δεν αντιστρέφεται αυτομάτως το βάρος αποδείξεως, αλλά ο καταλογισμός, στη μητρική εταιρία, πράξεως της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής δικαιολογείται μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες περιστάσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι η μητρική εταιρία όντως ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής.

47      Η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές που έχουν παγιωθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς καταλόγισε την παράβαση στη Shell Petroleum και στη Shell Nederland βάσει μόνον του τεκμηρίου ότι, λόγω της απευθείας ή της έμμεσης συμμετοχής τους κατά 100 % στη Shell Nederland Chemie, ασκούσαν αποφασιστική επιρροή επ’ αυτής, χωρίς να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία ικανά να αποδείξουν την άσκηση τέτοιας επιρροής.

48      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στην περίπτωση θυγατρικής εταιρίας ανήκουσας εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, τεκμαίρεται ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

49      Η Επιτροπή επισημαίνει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία ευθύνη για πράξεις θυγατρικής η οποία δεν καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική της στην αγορά. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην έννοια της επιχειρήσεως στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 333 και 334 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μπορεί να δεχθεί κατά τεκμήριο ότι η θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία εφαρμόζει ως επί το πλείστον τις εντολές της δεύτερης, χωρίς να υποχρεούται να διαπιστώσει αν η μητρική εταιρία όντως ασκεί τέτοια επιρροή. Απόκειται στη μητρική ή στη θυγατρική εταιρία να ανατρέψουν το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η θυγατρική ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά και δεν ακολουθεί τις εντολές της μητρικής εταιρίας, οπότε οι δύο εταιρίες δεν εμπίπτουν στην έννοια της επιχειρήσεως (αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

50      Περαιτέρω, η Επιτροπή καταλόγισε στη Shell Nederland Chemie ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην παράβαση. Διευκρινίζει ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Shell Nederland Chemie ανήκε εξ ολοκλήρου στη Shell Nederland, η οποία ανήκε εξ ολοκλήρου στη Shell Petroleum. Μπορούσε, συνεπώς, να δεχθεί, κατά τεκμήριο, ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής. Το τεκμήριο αυτό ενισχύεται, εν προκειμένω, λόγω των δεσμών που συνδέουν τις τρεις προαναφερθείσες εταιρίες. Η Επιτροπή συμπεριέλαβε εν τέλει τις Shell Nederland Chemie, Shell Nederland και Shell Petroleum στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αλληλεγγύως υπεύθυνες για την παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 402 έως 412 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

51      Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell στηρίζεται, κατ’ ουσία, στο νομικό αξίωμα ότι η μητρική εταιρία δεν τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής που της ανήκει εξ ολοκλήρου.

52      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, στο πλαίσιο αυτό, η επιχείρηση νοείται ως ενιαία οικονομική οντότητα, έστω και αν, από νομικής απόψεως, η οντότητα αυτή συνίσταται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Αν η οικονομική αυτή οντότητα παραβεί τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή. Η παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να καταλογίζεται, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε νομικό πρόσωπο στο οποίο είναι δυνατόν να επιβληθούν πρόστιμα, η δε ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να απευθύνεται στο πρόσωπο αυτό. Εξάλλου, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να αναφέρει την ιδιότητα υπό την οποία το πρόσωπο αυτό θεωρείται υπόλογο για τις επίμαχες πράξεις (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-8237, σκέψεις 54 έως 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Κατά πάγια, εξάλλου, νομολογία η συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική, ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν ενεργεί κατά τρόπο αυτοτελή στην αγορά, αλλ’ εφαρμόζει, ως επί το πλείστον, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων. Συγκεκριμένα, τούτο συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας. Συνεπώς, εφόσον η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν ενιαία επιχείρηση, η Επιτροπή δύναται να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψεις 58 και 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η θυγατρική που διέπραξε παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, η μεν μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής, υφίσταται δε μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η Επιτροπή αποδείξει ότι η θυγατρική ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, συνάγεται ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Βεβαίως, με τις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως Stora, σκέψη 42 ανωτέρω, το Δικαστήριο, εκτός της περιπτώσεως να ανήκει η θυγατρική εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, έχει επισημάνει και άλλες περιστάσεις, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διοικητική διαδικασία, πλην όμως το Δικαστήριο παρέθεσε τις περιστάσεις αυτές αποκλειστικά και μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Πρωτοδικείο στήριξε τη συλλογιστική του και δεν εννοεί ότι, για την εφαρμογή του προαναφερθέντος τεκμηρίου, απαιτούνται πρόσθετες ενδείξεις της ασκήσεως πραγματικής επιρροής εκ μέρους της μητρικής εταιρίας (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Shell, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής εταιρίας. Επομένως, το νομικό αξίωμα στο οποίο στηρίζεται η Shell είναι εσφαλμένο.

56      Βάσει των στοιχείων αυτών, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι Shell Petroleum και Shell Nederland προς ανατροπή του τεκμηρίου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί ότι η Επιτροπή δικαίως καταλόγισε την παράβαση στις Shell Nederland και Shell Petroleum βάσει του τεκμηρίου που αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, η Shell φρονεί ότι το τεκμήριο αυτό έχει ανατραπεί. Με την απόφαση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, επιβεβαιώθηκε ότι αποφασιστικής σημασίας κριτήρια, προκειμένου να καταλογιστεί σε μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση της θυγατρικής, είναι η συμμετοχή στο κεφάλαιο, οι εντολές και η γνώση της παραβάσεως.

58      Παραπέμποντας στις απαντήσεις της στην πρώτη και στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων, τις οποίες παραθέτει συνημμένες στο δικόγραφο της προσφυγής, η Shell υποστηρίζει ότι, κατά το διάστημα της παραβάσεως, ούτε η Shell Nederland ούτε η Shell Petroleum ασκούσαν εν τοις πράγμασι αποφασιστική επιρροή επί της Shell Nederland Chemie.

59      Η μεν Shell Nederland ανήκει σε εταιρία συμμετοχών και, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, κατείχε μετοχές σε περισσότερες από 20 θυγατρικές. Δεν ήταν στην πράξη δυνατόν να ασκεί αποφασιστική επιρροή εφ’ όλων αυτών των θυγατρικών.

60      Η δε Shell Petroleum ήταν, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, μία από τις δύο κύριες εταιρίες συμμετοχών του ομίλου και συμμετείχε, ευθέως ή εμμέσως, με ποσοστό άνω του 96 %, σε περισσότερες από 500 εταιρίες. Η Shell παραθέτει συναφώς κατάλογο 283 εταιριών στις οποίες συμμετείχε ευθέως η Shell Petroleum στις 31 Δεκεμβρίου 1996. Ο ρόλος της Shell Petroleum, ως προς τις θυγατρικές, συνίστατο μόνο στον καθορισμό των χρηματοοικονομικών στόχων, στην ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των διαφόρων κλάδων προς μείωση του κόστους και στη χάραξη μιας συνολικής και γενικής στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό, η Shell έχει καταρτίσει οδηγό σχετικά με την οργανωτική δομή του ομίλου, όπου διευκρινίζεται ότι «οι εταιρίες συμμετοχών του ομίλου επικεντρώνονται σε γενικά ζητήματα χρηματοδοτήσεως και στην άσκηση των δικαιωμάτων των μετόχων» και «στην είσπραξη μερισμάτων […], χωρίς να εμπλέκονται στην επιχειρηματική δραστηριότητα». Συνεπώς, δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στη μητρική εταιρία, η οποία απλώς καθόριζε τη βασική στρατηγική του ομίλου, χωρίς να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των δραστηριοτήτων της θυγατρικής στην αγορά όπου διαπράχθηκε η παράβαση.

61      Η Shell υποστηρίζει ότι, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, οι εταιρίες που ασκούσαν την παραγωγική δραστηριότητα στον κλάδο των χημικών προϊόντων, περιλαμβανομένης της Shell Nederland Chemie, λειτουργούσαν με ουσιαστική αυτοτέλεια, υποστηριζόμενες ταυτόχρονα από τις εταιρίες παροχής υπηρεσιών του ίδιου κλάδου (εν προκειμένω από τις Shell Chemicals Europe Ltd και Shell Chemicals Ltd). Στο πλαίσιο αυτό, η Shell Nederland και η Shell Petroleum είχαν πολύ περιορισμένο ρόλο.

62      Ο περιορισμένος ρόλος της Shell Nederland και της Shell Petroleum, σε σχέση με τη Shell Nederland Chemie, επιβεβαιώνεται και από τα πρακτικά των συνεδριάσεων των διοικητικών συμβουλίων των δύο αυτών εταιριών κατά τον χρόνο της παραβάσεως. Η Shell προσκόμισε τα πρακτικά αυτά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Οι αναφορές στις σχετικές με το CS και το CSB δραστηριότητες είναι όλως συνοπτικές. Η Shell προβάλλει επιπλέον ότι παραδεκτώς προσκομίζονται τα εν λόγω πρακτικά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στον βαθμό που απλώς τεκμηριώνουν επιχειρήματα προβληθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία. Εξάλλου, το γεγονός ότι το ζήτημα της μεταβιβάσεως των σχετικών με το CS και το CSB δραστηριοτήτων συζητήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της Shell Nederland δεν αποδεικνύει σε καμία περίπτωση ότι η εταιρία αυτή –ούτε κατά μείζονα λόγο η Shell Petroleum– εμπλέκονταν στην άσκηση των δραστηριοτήτων των συγκεκριμένων εταιριών, συμπεριλαμβανομένης της Shell Nederland Chemie.

63      Η Shell υποστηρίζει ακόμη ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑11/89, Shell κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II‑757, σκέψη 312), στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, αφορούσε τη Shell International Chemical Company Ltd, δηλαδή μια από τις εταιρίες παροχής υπηρεσιών που επικουρούσε τις ασκούσες παραγωγική δραστηριότητα εταιρίες του ομίλου, και όχι, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, μια απλή εταιρία συμμετοχών, η οποία δεν ασκούσε καμία επιρροή επί της ασκούσας παραγωγική δραστηριότητα εταιρίας που εμπλέκεται στην παράβαση.

64      Τέλος, ο φάκελος της υποθέσεως που τηρεί η Επιτροπή δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, πέραν των δύο στελεχών της Shell Nederland Chemie, ουδέν άλλο στέλεχος του ομίλου Shell ή, κατά μείζονα λόγο, των εταιριών Shell Nederland και Shell Petroleum εμπλέκεται στην παράβαση ή γνώριζε γι’ αυτήν. Αν κάποιο στέλεχος της Shell Nederland ή της Shell Petroleum είχε ενημερωθεί για την παράβαση, θα ενεργούσε αμέσως αναλόγως. Η Shell προβάλλει, ακόμη, ότι η Shell Petroleum και η Shell Nederland, αν γνώριζαν για την παράβαση, μπορούσαν να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή επί της Shell Nederland Chemie, προκειμένου αυτή να παύσει την παράβαση. Τούτο, πάντως, δεν σημαίνει ότι όντως επηρέαζαν την πολιτική της Shell Nederland Chemie στην επίμαχη αγορά κατά τον χρόνο της παραβάσεως.

65      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Shell δεν αρκούν για την ανατροπή του τεκμηρίου.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

66      Για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δικαίως δέχθηκε ότι, κατά τεκμήριο, η Shell Petroleum ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών που ευθέως ή εμμέσως της ανήκουν εξ ολοκλήρου.

67      Απόκειται, συνεπώς, στη Shell να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, αποδεικνύοντας ότι οι θυγατρικές αυτές καθόριζαν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική τους, οπότε δεν συναποτελούν, με τη Shell, ενιαία οικονομική οντότητα και, ως εκ τούτου, ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

68      Ειδικότερα, απόκειται στη Shell να θέσει υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου κάθε στοιχείο σχετικό με τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ αυτής και των θυγατρικών της, το οποίο αποδεικνύει, κατά την κρίση της, ότι οι εταιρίες αυτές δεν αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει όντως να λαμβάνει υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους στοιχεία, των οποίων ο χαρακτήρας και η σημασία ενδέχεται να ποικίλλουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε υποθέσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 65).

69      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι η Shell, με τα στοιχεία που προσκόμισε, επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, να αποδείξει ότι οι εταιρίες Shell Nederland και Shell Petroleum, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου που τους είχε ανατεθεί, δεν μπορούσαν να ασκούν αποφασιστική επιρροή επί των εμπορικών δραστηριοτήτων της Shell Nederland Chemie, όσον αφορά ειδικά την αγορά όπου εντοπίστηκε η παράβαση. Πιο συγκεκριμένα, δεν υπάρχει στέλεχος των Shell Nederland και Shell Petroleum που να μετείχε στη σύμπραξη ή να γνώριζε γι’ αυτήν.

70      Πλην όμως, η Επιτροπή νομιμοποιείται να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία ομίλου εταιριών όχι επειδή η εν λόγω εταιρία υποκίνησε τη θυγατρική να διαπράξει την παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, επειδή μετείχε σε αυτή, αλλ’ επειδή αμφότερες οι εταιρίες αυτές αποτελούν ενιαία επιχείρηση κατά την προαναφερθείσα έννοια. Συγκεκριμένα, για να καταλογιστεί ευθύνη στη μητρική εταιρία, για παραβάσεις της θυγατρικής, δεν απαιτείται να αποδειχτεί ότι η μητρική εταιρία επηρεάζει την πολιτική της θυγατρικής της στον κλάδο στον οποίο σημειώνεται η παράβαση (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 58 και 83). Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Shell Petroleum είναι απλώς εταιρία συμμετοχών που δεν ασκεί παραγωγική δραστηριότητα και παρεμβαίνει ελάχιστα στη διαχείριση των θυγατρικών δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς των εν λόγω θυγατρικών, ιδίως διά του συντονισμού των επενδύσεων εντός του ομίλου. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο ομίλου εταιριών, σκοπός της εταιρίας συμμετοχών που συντονίζει κυρίως τις οικονομικές επενδύσεις εντός του ομίλου είναι να συγκεντρώσει τις συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση, ιδίως μέσω αυτού του ελέγχου του προϋπολογισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑168/05, Arkema κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 76).

71      Σημειωτέον, ως εκ περισσού, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε ότι το τεκμήριο σε βάρος των μητρικών εταιριών ενισχύεται, εν προκειμένω, λόγω των δεσμών που συνδέουν τη Shell Nederland Chemie με τις Shell Nederland και Shell Petroleum. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ορισμένα στελέχη της Shell Nederland Chemie ήταν υπόλογα έναντι στελεχών της Shell Nederland και της Shell Petroleum. Η Shell δεν αμφισβήτησε τα στοιχεία αυτά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

72      Τέλος, η θέση της Shell ότι, αν οιοσδήποτε εντός της Shell Petroleum ή της Shell Nederland γνώριζε για την παράβαση, θα ενεργούσε αμέσως αναλόγως, δεν αποδεικνύει την αυτοτέλεια της Shell Nederland Chemie. Αντιθέτως, η θέση αυτή επιβεβαιώνει το τεκμήριο ότι οι μητρικές εταιρίες ασκούσαν, εν προκειμένω, αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών τους.

73      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, βάσει των επιχειρημάτων της, Shell, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι η Shell Petroleum και οι θυγατρικές της συναποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με τις συνέπειες του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

74      Η Shell τονίζει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς τη Shell Nederland ή τη Shell Petroleum, θα είχε συνέπειες όσον αφορά το ύψος του προστίμου.

75      Αν το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη Shell Nederland και τη Shell Petroleum, ή μόνον ως προς τη Shell Petroleum, η ακύρωση θα έχει συνέπειες όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής επιβολής προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου (προσαυξήσεως η οποία υπολογίστηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει του κύκλου εργασιών της Shell Petroleum) και προσαυξήσεως λόγω υποτροπής. Συνεπώς, το πρόστιμο θα έπρεπε να μειωθεί ως προς τη Shell Nederland Chemie ή τις Shell Nederland Chemie και Shell Nederland κατά περίπτωση.

76      Εξάλλου, αν το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη Shell Nederland και τη Shell Petroleum, δεν μπορεί να επιβληθεί στη Shell Nederland Chemie πρόστιμο που να υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά τη χρήση προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

77      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Βάσει των επιχειρημάτων που ανέπτυξε στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου σκέλους, φρονεί ότι δεν ήταν εσφαλμένος ο καταλογισμός της παραβάσεως στις Shell Nederland και Shell Petroleum και ο καθορισμός του προστίμου βάσει του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως στην οποία καταλογίστηκε η παράβαση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

78      Το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell στηρίζεται στην υπόθεση ότι το Γενικό Δικαστήριο θα δεχθεί το πρώτο ή το δεύτερο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου.

79      Δεδομένου ότι το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell απορρίφθηκαν ως αβάσιμα, απορριπτέο ως αβάσιμο είναι και το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού.

80      Επομένως, είναι εξ ολοκλήρου απορριπτέος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Shell.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη δικαιολογημένη προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής

81      Η Shell υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσαύξησε κατά 50 %, λόγω υποτροπής, το βασικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003.

82      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Shell υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου, η Shell προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο του δεύτερου, η Shell προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

83      Η Shell παραδέχεται ότι ούτε το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές θέτουν κάποιο απώτατο χρονικό όριο όσον αφορά τη δυνατότητα της Επιτροπής να χαρακτηρίσει μια επιχείρηση ως υπότροπο. Ωστόσο, η Shell, επικαλούμενη την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑1331), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή (Συλλογή 2007, σ. I‑1337), υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα για την υπόθεση στοιχεία.

84      Συναφώς, η Shell τονίζει, πρώτον, ότι οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με την απόφαση 86/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.149 – Πολυπροπυλένιο) (ΕΕ L 230, σ. 1, στο εξής: απόφαση Πολυπροπυλένιο), και με την απόφαση 94/599/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.865 – PVC) (ΕΕ L 239, σ. 14, στο εξής: απόφαση PVC II), στις οποίες στήριξε η Επιτροπή τη σχετική με την υποτροπή ανάλυσή της, διαπράχθηκαν πριν 20 και πλέον έτη και έπαυσαν στο τέλος του 1983. Εξάλλου, οι δύο αρχικές αποφάσεις της Επιτροπής, στο πλαίσιο των δύο αυτών υποθέσεων, ανάγονται στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980.

85      Δεύτερον, η Shell υποστηρίζει ότι απέδειξε στην Επιτροπή ότι είχε μεταβάλλει τη συμπεριφορά της μετά τις παραβάσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Πολυπροπυλένιο και PVC II. Ειδικότερα, η Shell θέσπισε το 1992 πρόγραμμα με αντικείμενο την τήρηση των κανόνων περί απαγορεύσεως των συμπράξεων. Η Shell επικαλείται, συναφώς, πολλά έγγραφα που έθεσε υπόψη της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία, στα οποία περιγράφεται η δομή, η οργάνωση και το περιεχόμενο του προγράμματος. Η Shell δεν ανέχεται παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού από τα στελέχη της και λαμβάνει αυστηρά πειθαρχικά μέτρα σε περίπτωση διαπράξεως τέτοιων παραβάσεων. Η κατάρτιση και η αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος δεοντολογίας κατόπιν των ως άνω παραβάσεων εμφαίνουν προδήλως ότι η Shell δεν αγνόησε τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν στο παρελθόν, αλλ’ αντιθέτως, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια αποτροπής τέτοιων παραβάσεων στο μέλλον. Τονίζει ότι η κρινόμενη παράβαση είναι απόρροια κακόβουλων ενεργειών δύο υπαλλήλων οι οποίοι ενήργησαν αυτοβούλως και, επιπλέον, ήταν καταρτισμένοι όσον αφορά την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Η Shell επισημαίνει, συναφώς, ότι η ευθύνη επιχειρήσεως στο πλαίσιο παραβάσεως –την οποία η Shell ουδόλως αμφισβητεί όσον αφορά τη Shell Nederland Chemie– διαφέρει από την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής. Η θέσπιση, μεταξύ άλλων, προγραμμάτων με αντικείμενο την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, απαλλαγή των μητρικών εταιριών από την ευθύνη τους.

86      Τρίτον, η ειλικρινής δέσμευση της Shell να συμμορφωθεί με τους κανόνες του ανταγωνισμού αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι συνεργαζόταν διαρκώς με την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Η Shell ενήργησε καθ’ υπέρβαση του καθήκοντος συνεργασίας που απαιτείται σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι είχε μεταβιβάσει τις σχετικές με το CB και το CSB δραστηριότητες στην Dow Chemical το 1999, ένα εκ των εμπλεκομένων στελεχών της είχε συνταξιοδοτηθεί το 1997 και το έτερο είχε παύσει προσωρινώς να εργάζεται για την επιχείρηση, η Shell διεξήγαγε διεξοδικές έρευνες και προσκόμισε πολλά στοιχεία στην Επιτροπή. Η Επιτροπή, εξάλλου, στηρίχθηκε ευρέως στην απάντηση που έδωσε η Shell στην πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, ειδικότερα όσον αφορά την τεκμηρίωση της δεύτερης ανακοινώσεως. αιτιάσεων. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση εμπεριέχει μεγάλα αποσπάσματα των δηλώσεων της Shell ως στοιχεία αποδεικτικά της παραβάσεως. Η Shell συνεργάστηκε ως επί το πλείστον σε χρονικό σημείο κατά το οποίο «δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί, στο πλαίσιο αιτήματος περί επιείκειας, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τις συνέπειες της εκ μέρους της παραδοχής των πραγματικών περιστατικών» (αιτιολογική σκέψη 318 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Shell προβάλλει, ακόμη, με τα δικόγραφά της, ότι η Επιτροπή επιχειρεί να μειώσει τη σημασία της συνεργασίας της κατά τη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου της υποθέσεως, της μεταβιβάσεως των σχετικών με το CB και το CSB δραστηριότητων στην Dow Chemical το 1999 και της καθυστερήσεως με την οποία εντοπίστηκε η παράβαση στο εσωτερικό της εταιρίας, η Shell φρονεί ότι συνεργάστηκε πλήρως με την Επιτροπή. Ομοίως, η Shell, αφού περιήλθε σε αυτήν η πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, παραδέχθηκε ότι η Shell Nederland Chemie διέπραξε παράβαση. Εξάλλου, η Shell τονίζει ότι το ζήτημα της συνεκτιμήσεως της συνεργασίας της όσον αφορά την προσαύξηση λόγω υποτροπής διαφέρει από το ζήτημα της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

87      Λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση υπόθεση και τη διαφοροποιούν από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, η Επιτροπή έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την τάση της Shell να παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού.

88      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η Shell υποστηρίζει ότι η κατά 50 % προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω υποτροπής, πρέπει να κριθεί δυσανάλογη και αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ως προς το σημείο αυτό ή, επικουρικώς, να μειωθεί το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Shell.

89      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία της υπό κρίση υποθέσεως δικαιολογούν την κατά 50 % προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

90      Στο σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών αναφέρεται ως επιβαρυντική περίσταση το ότι «η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει/έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση».

91      Η έννοια της υποτροπής, όπως γίνεται δεκτή σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, έχει τη σημασία ότι ένα πρόσωπο διέπραξε εκ νέου παραβάσεις μετά την επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 617, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4071, σκέψη 284).

92      Τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 91, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 26).

93      Η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ενεργεί βάσει δεσμευτικού ή εξαντλητικού καταλόγου κριτηρίων που θα πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην εν λόγω εξουσία της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενες προθεσμίες παραγραφής προκειμένου να προβεί σε μια τέτοια διαπίστωση (απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψεις 37 και 38).

94      Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναφέρει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Shell υπήρξε αποδέκτης αποφάσεων της Επιτροπής σχετικών με συμπράξεις (βλ. αποφάσεις Πολυπροπυλένιο και PVC II). Τούτο αποδεικνύει, κατά την Επιτροπή, ότι τα τότε επιβληθέντα πρόστιμα δεν ήταν αρκετά ώστε η εν λόγω επιχείρηση να μεταβάλει την πολιτική της. Η Επιτροπή καταλήγει ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω υποτροπή συνιστά επιβαρυντική περίσταση που δικαιολογεί την κατά 50 % προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 487 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

95      Πρώτον, η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παράβαση άρχισε λίγο περισσότερο από έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως Πολυπροπυλένιο και λιγότερο από δύο έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως PVC II. Η εκ μέρους της Shell επανάληψη της παραβατικής συμπεριφοράς της μαρτυρεί την τάση της να μην αντλεί τις κατάλληλες συνέπειες από τη διαπίστωση της εκ μέρους της παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 355, και της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 464). Επομένως, η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε, βάσει των αποφάσεων Πολυπροπυλένιο και PVC II, τη Shell ως υπότροπη στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, την οποία επικαλείται η Shell.

96      Δεύτερον, τα μέτρα που έλαβε η Shell προς εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού δεν αναιρούν το υποστατό της παραβάσεως ούτε τη διαπίστωση περί υποτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 52). Συγκεκριμένα, η εκ μέρους της επιχειρήσεως θέσπιση προγράμματος με σκοπό τη συμμόρφωσή της προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να προβεί, εξ αυτού του λόγου, σε μείωση του προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψεις 266 και 267, και προπαρατεθείσα απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 52). Εξάλλου, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί ο βαθμός αποτελεσματικότητας των εσωτερικών μέτρων που έλαβε μια επιχείρηση για να προλάβει την επανάληψη των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8η Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 144). Σημειωτέον, εν προκειμένω, ότι η Shell, παρά τα μέτρα που έλαβε, δεν κατήγγειλε τη σύμπραξη, καθώς δέχθηκε να συνεργαστεί μόνον αφού ενημερώθηκε για τις σε βάρος της αιτιάσεις.

97      Τρίτον, υπό το ίδιο πρίσμα, η συνεργασία της Shell κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αρκεί για να μη χαρακτηριστεί η υποτροπή της ως επιβαρυντική περίσταση. Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς η Shell είναι αλυσιτελή.

98      Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της Shell ότι η επιβληθείσα προσαύξηση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δύναται να καθορίζει κατά διακριτική ευχέρεια το ύψος του προστίμου, χωρίς να υποχρεούται να εφαρμόζει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Επιπλέον, για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Η υποτροπή, πάντως, αποτελεί περίσταση που δικαιολογεί σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, η υποτροπή συνιστά απόδειξη ότι η προηγουμένως επιβληθείσα κύρωση δεν είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 293, της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 348, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 398). Περαιτέρω, η Επιτροπή μπορεί, κατά τον καθορισμό του συντελεστή προσαυξήσεως λόγω υποτροπής, να λαμβάνει υπόψη ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την τάση της οικείας επιχειρήσεως να παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που παρήλθε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 2009, T‑122/04, Outokumpu και Luvata κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1135, σκέψη 62). Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η επίμαχη παράβαση είναι η τρίτη παρόμοια για την οποία η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση όσον αφορά τη Shell. Ειδικότερα, οι παραβάσεις τις οποίες αφορούσαν οι αποφάσεις Πολυπροπυλένιο και PVC II, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση εν προκειμένω, συνίσταντο στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή των αγορών. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, άρχισε λιγότερο από δύο έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως PVC II. Πλην όμως, παρά την απόφαση αυτή, η Shell υπέπεσε, εντός σύντομου χρόνου, εκ νέου σε παράβαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, κανένα στοιχείο δεν οδηγεί στον συμπέρασμα ότι είναι δυσανάλογη η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 50 %, προκειμένου να εξαναγκαστεί η Shell να τηρεί τους κανόνες ανταγωνισμού.

99      Βάσει των στοιχείων αυτών, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ελλιπή αιτιολόγηση

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Αν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η κατά 50 % προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου δεν είναι αντίθετη προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, η Shell προβάλλει, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ.

101    Η Shell τονίζει, συναφώς, ότι, με την απάντησή της στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων, υποστήριξε ότι η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής είναι αλυσιτελής και παράλογη, δεδομένης της αυστηρής εφαρμογής προγράμματος προς εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

102    Η Επιτροπή, όμως, παρέλειψε να απαντήσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στα επιχειρήματα της Shell. Αντ’ αυτού, με τις αιτιολογικές σκέψεις 488 και 489 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε πολλά άλλα ζητήματα χωρίς να τα θίξει η Shell. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή κατ’ ουσίαν απάντησε σε επιχειρήματα προβληθέντα από άλλες εταιρίες του ομίλου της στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως. Η Shell παραπέμπει, συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 337 και 338 της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/F/38.456 – Άσφαλτος – Κάτω Χώρες, στο εξής: απόφαση Άσφαλτος), την οποία παραθέτει συνημμένη στο δικόγραφο της προσφυγής. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεούται να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα των διαδίκων δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό.

103    Το γεγονός ότι η Επιτροπή, αφενός, αγνόησε παντελώς τα επιχειρήματα που προέβαλε η Shell με τις απαντήσεις της στην πρώτη και στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων, καθώς και με τις παρατηρήσεις της ενόψει της ακροάσεως, και, αφετέρου, εξέτασε επιχειρήματα προβληθέντα στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Άσφαλτος ισοδυναμεί με ελλιπή αιτιολόγηση, αντίθετη προς το άρθρο 253 ΕΚ. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα από την άποψη αυτή.

104    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει καταρτιστεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ουσιώδους τύπου που συνίσταται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

105    Η αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να εμφαίνει, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ούτως ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν να τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της πράξεως, αλλά και του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s Γαλλία, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63).

106    Ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται όταν η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτίμησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9991, σκέψη 73, και της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 463).

107    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή προσδιόρισε με σαφήνεια, στην αιτιολογική σκέψη 487 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων δέχθηκε ότι συντρέχει, ως προς τη Shell, η επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής. Εξάλλου, τα μέτρα που έλαβε η Shell προς τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν έχουν σημασία όσον αφορά την εκτίμηση του αν υφίσταται παράβαση και υποτροπή (βλ. σκέψη 96 ανωτέρω). Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η Shell κατά τη διοικητική διαδικασία δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση ελαττωματική. Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλ’ αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση Arkema κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε σε λόγους άσχετους με τη σύμπραξη που έχει ως αντικείμενο το CB και το CSB, αρκεί η διαπίστωση ότι τούτο, ακόμη και αν αληθεύει, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι, όπως μόλις διαπιστώθηκε, αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

108    Βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένη εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

109    Η Shell υποστηρίζει ότι, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή προσαυξήσεως κατά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003.

110    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Shell υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλος, η Shell προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο του δεύτερου, η Shell προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

111    Η Shell υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε, ως προς αυτήν, συντελεστή προσαυξήσεως 3 προς καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προς τούτο, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον κύκλο εργασιών της Shell Petroleum για το 2005, ήτοι 246,549 δισεκατομμύρια ευρώ.

112    Πάντως, στην απόφαση Άσφαλτος η Επιτροπή στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν στον ίδιο κύκλο εργασιών, δηλαδή αυτόν που πραγματοποίησε η Shell Petroleum το 2005, εφαρμόζοντας, όμως, συντελεστή προσαυξήσεως 2.

113    Η διαφορά αυτή συνιστά προσβολή των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας. Η Shell προβάλλει, συναφώς, ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως είναι συγκρίσιμες προς τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Άσφαλτος, διότι αμφότερες οι αποφάσεις εκδόθηκαν το 2006, σε διάστημα δυόμισι μηνών, η παράβαση καταλογίστηκε στη Shell Petroleum και ο συντελεστής προσαυξήσεως καθορίστηκε βάσει του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της εταιρίας αυτής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι, δεδομένου του μεγέθους της, το πρόστιμο θα έχει αρκούντως αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Εφόσον, στις δύο αυτές περιπτώσεις, η επιλογή του συντελεστή προσαυξήσεως έγινε με βάση το μέγεθος της επιχειρήσεως και επιβλήθηκαν κυρώσεις στην ίδια επιχείρηση, η προαναφερθείσα διαφορετική μεταχείριση δεν είναι δικαιολογημένη. Επιπλέον, κατά τη Shell, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει εφαρμογή ακόμη και όταν η Επιτροπή έχει εφαρμόσει ορθώς τις κατευθυντήριες γραμμές. Εξάλλου, η κρινόμενη εν προκειμένω περίπτωση είναι εξαιρετική και, ως εκ τούτου, δεν έχει εξεταστεί από δικαστήριο της Ένωσης.

114    Η σύντομη αναφορά της Επιτροπής στις «περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως» δεν αρκεί προς δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως. Εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει να προβεί σε προσαύξηση του προστίμου, ως χωριστό στάδιο στο πλαίσιο του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου, η επιλογή του συντελεστή προσαυξήσεως πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με βάση το μέγεθος της επιχειρήσεως στην οποία σκοπεύει να επιβάλει κύρωση. Η συλλογιστική αυτή στηρίζεται στο ότι μια επιχείρηση με σημαντικούς οικονομικούς πόρους δύναται ευχερέστερα να καταβάλει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε. Συναφώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, η Shell είναι επίσης, όπως διαπιστώθηκε με την απόφαση Άσφαλτος, η σημαντικότερη από τις επιχειρήσεις που υπέπεσαν στην παράβαση. Επιπλέον, οι «σημαντικές διαφορές όσον αφορά το συνολικό μέγεθος» μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέσχον στην παράβαση στις δύο αυτές υποθέσεις δεν δικαιολογούν την εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών προσαυξήσεως ως προς τη Shell. Συγκεκριμένα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις ως προς τις οποίες εφαρμόστηκε συντελεστής προσαυξήσεως 1 είχαν κύκλο εργασιών χαμηλότερο από δέκα δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η μεγαλύτερη επιχείρηση που διαπιστώθηκε ότι μετέχει στην παράβαση θα ήταν η Shell, με κύκλο εργασιών 246,549 δισεκατομμύρια ευρώ.

115    Για τους λόγους αυτούς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ή, επικουρικώς, να μειωθεί το επιβληθέν στη Shell πρόστιμο, διά της εφαρμογής συντελεστή προσαυξήσεως 2 αντί 3.

116    Παραπέμποντας στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Shell προβάλλει, επιπλέον, ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως 3 επί του επιβληθέντος στη Shell Nederland Chemie προστίμου είναι δυσανάλογος και αντίθετος στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι η παράβαση δεν μπορεί να καταλογιστεί στη Shell Nederland ή στη Shell Petroleum. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επιλογή του συντελεστή προσαυξήσεως έπρεπε να στηριχθεί στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Shell Nederland κατά το 2005 (25,041 δισεκατομμύρια ευρώ) ή σε αυτόν που πραγματοποίησε η Shell Nederland Chemie κατά το ίδιο έτος (1,186 δισεκατομμύριο ευρώ). Τούτο συνεπάγεται ότι ο συντελεστής ως προς τη Shell Nederland Chemie ή ως προς τις Shell Nederland Chemie και Shell Nederland θα έπρεπε να είναι είτε μηδενικός είτε το πολύ 1,5.

117    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι συντελεστές προσαυξήσεως χρησιμοποιούνται προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ως προς το συνολικό μέγεθος και ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως που εφαρμόστηκε εν προκειμένω ως προς τη Shell δεν είναι δυσανάλογος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

118    Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, πέραν της φύσεως της παραβάσεως, των συγκεκριμένων επιπτώσεών της στην αγορά και της γεωγραφικής εκτάσεώς της, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, το δε ύψος του προστίμου πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να εξασφαλίζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του (σημείο 1 A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών).

119    Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που έχουν δοθεί στην Επιτροπή προς εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο, αποστολή που περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως γενικής πολιτικής με σκοπό την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ενόψει του καθορισμού του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, κυρίως για τις μορφές παραβάσεων που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψεις 105 και 106· αποφάσεις ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 166, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 169).

120    Γι’ αυτό, το ύψος του προστίμου πρέπει να προσαρμόζεται κατάλληλα, λαμβανομένης υπόψη της επιδιωκόμενης επιπτώσεως για την επιχείρηση στην οποία αυτό επιβάλλεται, ώστε το πρόστιμο να μην είναι αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, όπως επιτάσσει, αφενός, η ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, η αρχή της αναλογικότητας. Μια επιχείρηση μεγάλου μεγέθους, η οποία διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους σε σχέση με τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, δύναται ευχερέστερα να συγκεντρώσει τους αναγκαίους πόρους για την καταβολή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογεί, προς εξασφάλιση αρκούντως αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, την επιβολή, ιδίως διά της προσαυξήσεως, προστίμου αναλογικά πολύ υψηλότερου σε σχέση με αυτό που επιβάλλεται σε επιχείρηση που δεν διαθέτει τέτοιους πόρους για την ίδια παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψεις 241 και 243· βλ., επίσης, αποφάσεις ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 170, και BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 235).

121    Σημειωτέον, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει, ειδικότερα, ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών κάθε μετέχουσας στη σύμπραξη επιχειρήσεως αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για τον καθορισμό του προστίμου (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου Sarrió κατά Επιτροπής, σκέψη 106 ανωτέρω, σκέψεις 85 και 86, και της 14ης Ιουλίου 2005, C‑57/02 P, Acerinox κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑6689, σκέψεις 74 και 75· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψη 17).

122    Τέλος, ο σκοπός της αποτροπής, τον οποίο θεμιτώς επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του προστίμου, συνίσταται στην εκ μέρους των επιχειρήσεων τήρηση των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή του ΕΟΧ. Κατά συνέπεια το πρόστιμο που επιβάλλεται σε μια επιχείρηση μπορεί να προσαυξηθεί, ο δε συντελεστής προσαυξήσεως αξιολογείται βάσει πλειάδας στοιχείων και όχι με μόνο κριτήριο την ιδιαίτερη κατάσταση της επιχειρήσεως. Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, όταν η Επιτροπή προσαυξάνει το επιβληθέν σε επιχείρηση πρόστιμο με «συντελεστή αποτροπής» (βλ., συναφώς, απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 121 ανωτέρω, σκέψεις 23 και 24).

123    Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε, καταρχάς, ότι, στην κατηγορία των πολύ σοβαρών παραβάσεων, η κλίμακα των κυρώσεων καθιστά δυνατό τον καθορισμό προστίμων με αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους εκάστης επιχειρήσεως. Βάσει του παγκοσμίου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις το 2005, η Επιτροπή επισήμανε ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά ως προς το μέγεθος μεταξύ, αφενός, της Kaučuk (κύκλος εργασιών 2,718 δισεκατομμύρια ευρώ) και της Stomil (κύκλος εργασιών 38 εκατομμύρια ευρώ) και, αφετέρου, των λοιπών εμπλεκομένων επιχειρήσεων, και ειδικότερα της Bayer (κύκλος εργασιών 27,383 δισεκατομμύρια ευρώ) που είναι η πρώτη από τις μεγάλες επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Επ’ αυτής της βάσεως και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν πρέπει να επιβληθεί στις Kaučuk και Stomil προσαύξηση αποτρεπτικού χαρακτήρα και ότι, όσον αφορά την Bayer, ενδείκνυται προσαύξηση με συντελεστή 1,5. Τέλος, επί της ίδιας βάσεως και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή προσαύξησε το πρόστιμο της Dow με συντελεστή 1,75 (κύκλος εργασιών 37,221 δισεκατομμύρια ευρώ), της EniChem με συντελεστή 2 (κύκλος εργασιών 73,738 δισεκατομμύρια ευρώ) και της Shell με συντελεστή 3 (κύκλος εργασιών 246,549 δισεκατομμύρια ευρώ) (αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

124    Τα επιχειρήματα της Shell συνοψίζονται κατ’ ουσίαν στο ότι ο εφαρμοσθείς εν προκειμένω συντελεστή προσαυξήσεως δεν έπρεπε να υπερβαίνει τον συντελεστή που εφαρμόστηκε με την απόφαση Άσφαλτος, βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

125    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον καθορισμό των προστίμων, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν δεσμεύεται από προγενέστερες εκτιμήσεις της (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 82). Κατά συνέπεια, η Shell δεν μπορεί να επικαλεστεί, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την πολιτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Bank der österreichischen Sparkassen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 123).

126    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και της 28ης Ιουνίου 1990, C‑174/89, Hoche, Συλλογή 1990, σ. I‑2681, σκέψη 25· απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T‑303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4567, σκέψη 152).

127    Εν προκειμένω, πάντως, δεν ευσταθεί η άποψη της Shell ότι οι επίμαχες περιπτώσεις είναι πανομοιότυπες. Είναι, βεβαίως, αληθές ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών εκάστης επιχειρήσεως είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου και ότι, από την άποψη αυτή, ο κύκλος εργασιών της Shell σύμφωνα με την απόφαση Άσφαλτος συμπίπτει απολύτως με τον κύκλο εργασιών που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε πρώτα αν θα επιβάλει συντελεστές προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, στην Kaučuk και στη Stomil, εκτιμώντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, δεν πρέπει να τους επιβληθεί προσαύξηση. Επ’ αυτής της βάσεως και συγκρίνοντας τα μεγέθη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή καθόρισε τους συντελεστές προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, ως προς τις λοιπές επιχειρήσεις, της Shell περιλαμβανομένης. Επομένως, εν προκειμένω, ο καθορισμός των συντελεστών προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, στηρίχθηκε τόσο στον συνολικό κύκλο εργασιών όσο και σχετικό μέγεθος εκάστης επιχειρήσεως. Πλην όμως, τα μεγέθη των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι συγκρίσιμα προς αυτά των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται η απόφαση Άσφαλτος. Εξάλλου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι συντελεστές προσαυξήσεως καθορίστηκαν πρώτα για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Η Shell δεν προέβαλε συγκεκριμένα επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της μεθόδου που επέλεξε η Επιτροπή ή των συντελεστών που καθορίστηκαν με την εν λόγω μέθοδο. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Shell ότι, βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και της αποφάσεως Άσφαλτος, αυτή ήταν η σημαντικότερη επιχείρηση, τονίζεται, συναφώς, ότι η διαφορά μεταξύ της Shell και της προηγουμένης επιχειρήσεως ως προς τον κύκλο εργασιών ήταν εν προκειμένω πολύ μεγαλύτερη, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ότι, επιπλέον στις δύο αυτές αποφάσεις χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικοί συντελεστές προσαυξήσεως ως βάση για τη σύγκριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

128    Ως εκ περισσού, τονίζεται ότι, όσον αφορά την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Άσφαλτος, η Επιτροπή χαρακτήρισε την επίμαχη παράβαση, όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 316 της αποφάσεως Άσφαλτος). Ωστόσο, με την απόφαση Άσφαλτος, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η επίμαχη παράβαση αφορούσε ένα μόνον κράτος μέλος, ότι η αξία της αγοράς ήταν σχετικά περιορισμένη (62 εκατομμύρια ευρώ το 2001, που ήταν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως) και ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη ήταν πολλοί (δεκατέσσερις επιχειρήσεις) (αιτιολογική σκέψη 317 της αποφάσεως Άσφαλτος). Οι περιστάσεις αυτές δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

129    Επομένως, η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

130    Κατά το μέτρο που η αιτίαση που διατυπώνει η Shell προς αμφισβήτηση της αναλογικότητας του συντελεστή προσαυξήσεως στηρίζεται επίσης στη σύγκριση μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως Άσφαλτος και ελλείψει πιο εμπεριστατωμένων επιχειρημάτων, η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα για τους ίδιους λόγους.

131    Βάσει των στοιχείων αυτών, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ελλιπή αιτιολόγηση

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

132    Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί ότι η επιβολή συντελεστή προσαυξήσεως 3 δεν παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, η Shell προβάλλει, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δικαιολόγησε την εφαρμογή του εν λόγω συντελεστή προσαυξήσεως, επικαλούμενη τις «περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως», χωρίς να αναφέρει ποιες είναι οι περιστάσεις αυτές, κατά πόσο δικαιολογούν την εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως 3 και σε ποιο βαθμό διαφέρουν από τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Άσφαλτος, ούτως ώστε να δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείρισή των εν λόγω υποθέσεων από πλευράς εξασφαλίσεως του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου. Η Shell καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα.

133    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι υπάρχουν αντικειμενικές διαφορές μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Άσφαλτος. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, συνεπώς, να εξηγήσει γιατί δεν επέλεξε, εν προκειμένω, το ίδιο ποσό για τον υπολογισμό του προστίμου.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

134    Βάσει της νομολογίας του παρατίθεται στις σκέψεις 105 και 106 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή ανέφερε ότι, για να έχει το πρόστιμο αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα, έλαβε υπόψη της το μέγεθος εκάστης επιχειρήσεως. Επ’ αυτής της βάσεως, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε το 2005 εκάστη εμπλεκόμενη επιχείρηση. Εξάλλου, η Επιτροπή συνέκρινε τα μεγέθη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ενόψει του καθορισμού των συντελεστών προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου. Ειδικότερα, όσον αφορά τη Shell, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως αυτής ήταν πολλές φορές μεγαλύτερος από τον κύκλο εργασιών οποιασδήποτε από τις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Συνεπώς, τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή καθόρισε τον συντελεστή προσαυξήσεως του επιβληθέντος στη Shell προστίμου προκύπτουν με σαφήνεια από την προσβαλλόμενη απόφαση.

135    Εξάλλου, η αναφορά της Επιτροπής στις «περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως» δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε άλλα στοιχεία, πέραν του συνολικού κύκλου εργασιών και του σχετικού μεγέθους εκάστης επιχειρήσεως, προκειμένου να καθορίσει τους συντελεστές προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, όπως, άλλωστε, επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επιπλέον, η φράση «περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως» μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί ως αναφορά στον συνολικό κύκλο εργασιών και το μέγεθος εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως.

136    Τέλος, σχετικά με την αναφορά στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Άσφαλτος και δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως αυτής διαφέρουν από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως όσον αφορά το μέγεθος εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως (βλ. σκέψεις 127 και 128 ανωτέρω), πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν εφάρμοσε τον ίδιο συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου.

137    Βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell και, συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

138    Η Shell φρονεί ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, λόγω εσφαλμένου καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου ως προς αυτήν.

139    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Shell υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου, η Shell προσάπτει στην Επιτροπή ότι καθόρισε αδικαιολογήτως διαφορετικά ποσά προστίμων. Στο πλαίσιο του δεύτερου, η Shell χαρακτηρίζει ως ανακριβή τα καθορισθέντα από την Επιτροπή βασικά ποσά των προστίμων. Στο πλαίσιο του τρίτου, η Shell διατείνεται ότι το βασικό ποσό καθορίστηκε ως προς αυτήν κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως. Στο πλαίσιο του τέταρτου, η Shell υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με αδικαιολόγητες διαφορές στα βασικά ποσά των προστίμων 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

140    Η Shell υποστηρίζει ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 466 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε διαφορετικά βασικά ποσά προστίμων, προκειμένου «να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος εκάστης επιχειρήσεως και, συνεπώς, η πραγματική επίπτωση των ενεργειών της στον ανταγωνισμό». Πλην όμως, η Επιτροπή υπέπεσε σε αντίφαση, σε σχέση με τη θέση που διατυπώνει με την αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία «δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν με ακρίβεια οι πραγματικές επιπτώσεις, στην αγορά εντός του ΕΟΧ, του σύνθετου συνόλου συμφωνιών που συνιστά την παράβαση» και, ως εκ τούτου, «δεν θα λάβει εν προκειμένω υπόψη της, κατά τον καθορισμό των προστίμων, τις επιπτώσεις στην αγορά». Με τα δικόγραφά της, η Επιτροπή αιτιολογεί τον καθορισμός διαφορετικών βασικών ποσών των προστίμων με το επιχείρημα ότι μια επιχείρηση με μεγάλο όγκο πωλήσεων (και αντίστοιχο μερίδιο) σε συγκεκριμένη αγορά έχει μεγαλύτερη «πραγματική οικονομική δυνατότητα» να «πλήξει σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό».

141    Η Shell υπενθυμίζει, συναφώς, τα πληροφοριακά στοιχεία που έθεσε υπόψη της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία, από τα οποία αποδεικνύεται ότι δεν υπήρξαν επιπτώσεις στην αγορά. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο, ούτε με την πρώτη ούτε με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων, που να αποδεικνύει ότι οι επίμαχες συμφωνίες ή πρακτικές είχαν επιπτώσεις στην αγορά.

142    Εξάλλου, η θέση ότι «οι παραγωγοί έθεσαν σε εφαρμογή τις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες και τούτο όντως είχε επιπτώσεις στην αγορά» (αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως) είναι, κατ’ ουσίαν, αβάσιμη. Ειδικότερα, δεν υπάρχουν ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε στη δικογραφία συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν την εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών ή πρακτικών, ή τις επιπτώσεις τους στην αγορά.

143    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν έπρεπε να διαφοροποιήσει τα βασικά ποσά των προστίμων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές επιπτώσεις της παραβάσεως στον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, η Επιτροπή έπρεπε να επιλέξει το ίδιο βασικό ποσό προστίμου για όλους τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει της αντικειμενικής φύσεως της παραβάσεως. Εν προκειμένω, η Shell επισημαίνει ότι η Επιτροπή όρισε το βασικό ποσό του προστίμου, ως προς τη Stomil, σε 5,5 εκατομμύρια ευρώ. Δεν δικαιολογείται ο καθορισμός υψηλότερου βασικού ποσού ως προς τη Shell.

144    Εν πάση περιπτώσει, με τον καθορισμό των βασικών ποσών των προστίμων, η Επιτροπή προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις υποτιθέμενες, αλλά όχι αποδεδειγμένες επιπτώσεις της συμπεριφοράς εκάστης επιχειρήσεως στην αγορά. Όπως παραδέχεται η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αντικειμενική σοβαρότητα της παραβάσεως αποτελεί σημαντικό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Εν προκειμένω, πάντως, το βασικό ποσό του προστίμου που καθόρισε η Επιτροπή ως προς τη Shell ήταν πέντε φορές υψηλότερο από που καθόρισε ως προς τη Stomil. Βάσει των προεκτεθέντων, το επιβληθέν στη Shell πρόστιμο πρέπει να μειωθεί κατά πολύ.

145    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως. Προβάλλει, ειδικότερα, ότι η Shell συγχέει τη διαφορετική μεταχείριση με τη διαπίστωση των επιπτώσεων της παραβάσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

146    Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, οι παραβάσεις διακρίνονται σε ελαφρές, σοβαρές και πολύ σοβαρές (σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών). Εξάλλου, η διαφοροποίηση των επιχειρήσεων συνίσταται στον προσδιορισμό, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, της ατομικής συμβολής κάθε επιχειρήσεως στην επιτυχία της συμπράξεως, από πλευράς ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, προκειμένου αυτή να καταταγεί στην κατάλληλη κατηγορία (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 225· βλ., επίσης, απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 360).

147    Εν προκειμένω, αφού χαρακτήρισε την επίμαχη παράβαση ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή προέβη σε διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε εκάστη εξ αυτών από το CB και το CSB κατά το 2001, που ήταν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως, εξαιρουμένης της Shell (1998) και της Stomil (1999). Η Επιτροπή κατέταξε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε πέντε κατηγορίες, τοποθετώντας τη Shell στην τρίτη (για την οποία το βασικό ποσό του προστίμου ορίστηκε σε 55 εκατομμύρια ευρώ) (αιτιολογικές σκέψεις 465 έως 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

148    Η κύρια θέση της Shell είναι, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, διότι έλαβε υπόψη το ειδικό βάρος εκάστης επιχειρήσεως και, συνεπώς, την πραγματική επίπτωση της παράνομης συμπεριφοράς στον ανταγωνισμό, ενώ δεχόταν ότι δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθούν οι πραγματικές επιπτώσεις της παραβάσεως.

149    Πάντως, η ατομική συμβολή εκάστης επιχειρήσεως, βάσει της ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, στην επιτυχία της συμπράξεως πρέπει να διακρίνεται από την επίπτωση της παραβάσεως, για την οποία γίνεται λόγος στο σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών. Στη δεύτερη περίπτωση, η επίπτωση της παραβάσεως λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι δυνατόν να εκτιμηθεί, για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ελαφράς, σοβαρής ή πολύ σοβαρής. Αντιθέτως, η ατομική συμβολή εκάστης επιχειρήσεως λαμβάνεται υπόψη για τη στάθμιση των ποσών που καθορίζονται βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως.

150    Συνεπώς, ακόμη και αν η παράβαση δεν έχει επιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, αφού χαρακτηρίσει την παράβαση ως ελαφρά, σοβαρή ή πολύ σοβαρή, να προβεί σε διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

151    Συνεπώς, τα σχετικά επιχειρήματα της Shell είναι απορριπτέα.

152    Όσον αφορά τα επικουρικώς προβαλλόμενα επιχειρήματα, η Shell υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο «ειδικό βάρος» των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Επομένως, δεν είναι δικαιολογημένη η εκ μέρους της Επιτροπής διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, οι οποίες διέπραξαν όλες την ίδια παράβαση.

153    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα επιχειρήματά της, η Shell προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Η Shell, όμως, δεν αμφισβητεί την ύπαρξη διαφορών, ενίοτε πολύ σημαντικών, μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν από το CB και το CSB κατά τα έτη που προσδιόρισε η Επιτροπή. Εξάλλου, από το σημείο 1 A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή μπορεί να σταθμίσει το ποσό του προστίμου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος της παραβάσεως εκάστης επιχειρήσεως.

154    Επομένως, η Επιτροπή, καθορίζοντας υψηλό αρχικό ποσό για τις επιχειρήσεις με σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο εντός της οικείας αγοράς, έλαβε υπόψη την πραγματική επιρροή που ασκούσε η επιχείρηση στην εν λόγω αγορά και, επομένως, την ειδική ευθύνη της επιχειρήσεως για τη διατήρηση του ελεύθερου ανταγωνισμού ως υποκειμενικού στοιχείου της σοβαρότητας της συμπεριφοράς των οικείων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το στοιχείο αυτό αποτυπώνει την αυξημένη ευθύνη των επιχειρήσεων που κατέχουν σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο στην οικεία αγορά από τις άλλες για τις ζημίες που προξενούνται στον ανταγωνισμό και, εν τέλει, στους καταναλωτές λόγω της συνάψεως μυστικής συμπράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή , σ. II‑3435, σκέψη 230).

155    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που επικουρικώς προβάλλει η Shell είναι απορριπτέα.

156    Βάσει των στοιχείων αυτών, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ανακριβή καθορισμό των βασικών ποσών των προστίμων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

157    Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί ότι η Επιτροπή ορθώς καθόρισε διαφορετικά βασικά ποσά προστίμων, η Shell προβάλλει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα ποσά που όρισε η Επιτροπή και, ιδίως, το βασικό ποσό που όρισε για τη Shell, δεν είναι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές. Ειδικότερα, η Shell υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να χαρακτηρίσει την επίμαχη παράβαση ως σοβαρή, κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών, και όχι ως πολύ σοβαρή.

158    Η Shell προβάλλει ότι η επίμαχη παράβαση δεν αποτελεί, υπό στενή εννοία, οργανωμένη σύμπραξη στο πλαίσιο της οποίας οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις συνάπτουν συμφωνίες με αντικείμενο τις τιμές και τις πωλήσεις, και την κατανομή μεριδίων αγοράς, επιβλέπουν αμοιβαίως την πολιτική τους όσον αφορά τις τιμές και τις πωλήσεις, θέτουν σε εφαρμογή μηχανισμό αντισταθμίσεως, με σκοπό την εξασφάλιση της τηρήσεως των όρων της συμπράξεως και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς τις τιμές-στόχους. Αντιθέτως, η σύναψη των επίμαχων συμφωνιών γινόταν άτυπα, συνήθως στο περιθώριο διμερών ή τριμερών συναντήσεων, και όχι στο πλαίσιο επίσημων συναντήσεων με συμμετοχή όλων των μετεχόντων. Εξάλλου, η παράβαση δεν είχε επιπτώσεις στην αγορά. Συναφώς, η Shell επισημαίνει ότι ουδόλως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 134 έως 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ότι η συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή. Αντιθέτως, το γεγονός ότι δεν επιβάλλονταν κυρώσεις και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αλληλοκατηγορούνταν για μη τήρηση των επίμαχων συμφωνιών ενισχύει το συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες δεν τέθηκαν ουσιαστικά σε εφαρμογή.

159    Εξάλλου, η Shell επικαλείται τρεις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής επί άλλων υποθέσεων, υποστηρίζοντας ότι, με τις αποφάσεις αυτές, η Επιτροπή χαρακτήρισε ως σοβαρές παραβάσεις οι οποίες ήταν τουλάχιστον εξίσου πολύπλοκες με την επίμαχη.

160    Η Shell καταλήγει ότι, σε περίπτωση σοβαρής παραβάσεως, το βασικό ποσό του προστίμου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Συνεπώς, καθορίζοντας το βασικό ποσό του επιβληθέντος στη Shell προστίμου σε 27,5 εκατομμύρια ευρώ, η Επιτροπή παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές.

161    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως. Τονίζει, ειδικότερα, ότι οι μυστικές συμπράξεις, όπως η επίμαχη, συνιστούν τις πλέον σοβαρές παραβάσεις, οπότε ορθώς χαρακτηρίστηκε η επίμαχη παράβαση ως πολύ σοβαρή. Εξάλλου, για να χαρακτηριστεί η παράβαση ως πολύ σοβαρή, δεν απαιτείται εκτίμηση της εφαρμογής της ή των επιπτώσεών της.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

162    Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 465, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 241).

163    Στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων συγκαταλέγονται η συμπεριφορά εκάστης των επιχειρήσεων, ο ρόλος τους στη δημιουργία συμπράξεως, το κέρδος που αποκόμισαν από την πρακτική αυτή, το μέγεθός τους και η αξία των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Κοινότητας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

164    Εξάλλου, όπως αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές, κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, οι πραγματικές επιπτώσεις της στην αγορά, εφόσον είναι δυνατό να εκτιμηθούν, καθώς και η γεωγραφική έκταση της οικείας αγοράς. Οι παραβάσεις ταξινομούνται έτσι σε τρεις κατηγορίες, ώστε να γίνεται διάκριση μεταξύ ελαφρών, σοβαρών και πολύ σοβαρών παραβάσεων (σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών).

165    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σύναψαν συμφωνίες με αντικείμενο τιμές-στόχους και την κατανομή της αγοράς, και αντάλλασσαν απόρρητα εμπορικά στοιχεία. Κατά την Επιτροπή, οι πρακτικές αυτές συνιστούν, εκ φύσεως πολύ σοβαρές παραβάσεις (αιτιολογική σκέψη 461 και άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν συγκεκριμένα οι επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά του ΕΟΧ. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, μολονότι δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν συγκεκριμένα οι επιπτώσεις της συμπράξεως, οι επίμαχες συμφωνίες τέθηκαν σε εφαρμογή από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και, συνεπώς, είχαν επιπτώσεις την αγορά. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν λαμβάνει υπόψη της τις επιπτώσεις στην αγορά για τον καθορισμό των προστίμων (αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι η παράβαση καλύπτει το σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

166    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η Shell δεν αμφισβητεί, με την προσφυγή, ότι η σύμπραξη είχε ως αποτέλεσμα την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, κατά τα περιγραφόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, στο άρθρο 1 του διατακτικού. Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή μεριδίων αγοράς μπορούν να χαρακτηρίζονται, λόγω της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να αποδείξει η Επιτροπή την επέλευση συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 75· βλ., επίσης, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 178, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 345). Ομοίως, κατά πάγια νομολογία, οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών θεωρούνται πολύ σοβαρές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και τούτο αρκεί για να χαρακτηριστούν από μόνες τους ως πολύ σοβαρές (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 103, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 147).

167    Επομένως, δεν είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες πρακτικές συνιστούν εκ φύσεως πολύ σοβαρές παραβάσεις.

168    Δεύτερον, αντιθέτως προς ό,τι κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η Shell, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λόγω της πολλαπλότητας και της παράλληλης επιδιώξεως των στόχων της συμπράξεως, η σύμπραξη, μολονότι χαρακτηρίζεται από μικρό βαθμό επισημότητας, έχει ωστόσο υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 149).

169    Τρίτον, σχετικά με την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων, την οποία επικαλείται η Shell, αρκεί η επισήμανση ότι η Shell δεν απέδειξε ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι όμοια, από πραγματικής και νομικής απόψεως, με άλλες υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προγενέστερες αποφάσεις τις οποίες επικαλείται. Σημειωτέον, επιπλέον, ότι δεν ταυτίζονται τα συγκεκριμένα δεδομένα των υποθέσεων, ιδίως όσον αφορά τις επίμαχες πρακτικές που θίγουν τον ανταγωνισμό.

170    Βάσει των στοιχείων αυτών, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

171    Η Shell υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν η παράβαση χαρακτηριστεί ως πολύ σοβαρή, κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών, το βασικό ποσό του προστίμου, 27,5 εκατομμύρια ευρώ, είναι δυσανάλογο και μη σύμφωνο προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Δεδομένου ότι η σύμπραξη δεν ήταν οργανωμένη και δεν είχε επιπτώσεις στην αγορά, η Shell υποστηρίζει ότι τα βασικά ποσά προστίμων που καθορίστηκαν ως προς την EniChem (55 εκατομμύρια ευρώ), τη σημαντικότερη επιχείρηση στην αγορά, και ως προς αυτή (27,5 εκατομμύρια ευρώ) δεν δικαιολογούνται με μόνο κριτήριο τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής και τη γεωγραφική έκταση της οικείας αγοράς (η Shell παραπέμπει, συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 465 έως 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

172    Το ότι το βασικό ποσό του προστίμου, ύψους 55 εκατομμυρίων ευρώ, που επιβλήθηκε στην EniChem είναι δυσανάλογο καθίσταται έτι προφανέστερο αν το ποσό αυτό συγκριθεί με τα βασικά ποσά που έχει καθορίσει η Επιτροπή σε παρόμοιες υποθέσεις με αντικείμενο την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, οι οποίες αφορούσαν παραβάσεις πολύ πιο συστηματικές και οργανωμένες ή παραβάσεις με αποδεδειγμένες επιπτώσεις στην αγορά. Η Shell παραπέμπει, συναφώς, σε τρεις αποφάσεις της Επιτροπής.

173    Βάσει των στοιχείων αυτών, τα βασικά ποσά προστίμων που καθορίστηκαν για την EniChem, ήτοι 55 εκατομμύρια ευρώ, και για τη Shell, ήτοι 27,5 εκατομμύρια ευρώ, είναι δυσανάλογα και αντίθετα προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

174    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως. Επισημαίνει ότι τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στις υποθέσεις που επικαλείται η Shell καθορίστηκαν λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων εκάστης περιπτώσεως. Κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 1/2003 (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, και της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897). Εν προκειμένω, η Επιτροπή φρονεί ότι το βασικό ποσό του επιβληθέντος στη Shell προστίμου καθορίστηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

175    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μη βαίνουν πέραν του πρόσφορου και αναγκαίου μέτρου για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 1997, T‑260/94, Air Inter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑997, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 23ης Οκτωβρίου 2003, T‑65/98, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4653, σκέψη 201). Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων, η αρχή της αναλογικότητας υποχρεώνει την Επιτροπή να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα ληφθέντα υπόψη στοιχεία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και να εκτιμά τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 166 ανωτέρω, σκέψη 106, της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψεις 416 έως 418, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 1541).

176    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η επίμαχη παράβαση ορθώς χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή ως πολύ σοβαρή (βλ. σκέψεις 162 έως 170 ανωτέρω). Συναφώς, τονίζεται ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σύναψαν συμφωνίες με αντικείμενο καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή πελατών διά συμφωνιών μη επιθετικού ανταγωνισμού και την ανταλλαγή απόρρητων στοιχείων σχετικά με τις τιμές, τους ανταγωνιστές και τους πελάτες. Εξάλλου, η επίμαχη σύμπραξη κάλυπτε το σύνολο του ΕΟΧ.

177    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο 1 A των κατευθυντήριων γραμμών, το πρόστιμο που επιβάλλεται για πολύ σοβαρές παραβάσεις υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ και ότι το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε, ως προς τη Shell, βάσει ορισμένων στοιχείων και, ιδίως, βάσει του ύψους των πωλήσεων CB και CSB που πραγματοποίησε η επιχείρηση αυτή εντός του ΕΟΧ το 1998 (ήτοι 86,66 εκατομμύρια ευρώ) (αιτιολογική σκέψη 470 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

178    Τρίτον, τονίζεται ότι το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Shell δεν υπερβαίνει το όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά την προηγούμενη εταιρική χρήση, όπως επιτάσσει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όριο το οποίο έχει τεθεί προκειμένου η οικεία επιχείρηση να μην περιέλθει σε αδυναμία καταβολής του προστίμου (βλ., συναφώς, απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 119).

179    Τέταρτον, σχετικά με τη θέση ότι η σύμπραξη δεν ήταν οργανωμένη και δεν είχε επιπτώσεις στην αγορά, υπενθυμίζεται ότι τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι πρόκειται για πολύ σοβαρή παράβαση (βλ. σκέψεις 162 έως 170 ανωτέρω). Εξάλλου, η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως εξετάζεται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων για την υπόθεση στοιχείων. Στην υπό κρίση υπόθεση, βάσει των στοιχείων που παρέθεσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και των στοιχείων που παρατίθενται στις σκέψεις 176 έως 178 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι περιστάσεις που επικαλείται η Shell, ακόμη και αν αποδεικνύονταν, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το καθορισθέν από την Επιτροπή βασικό ποσό του προστίμου είναι δυσανάλογο.

180    Υπό τις συνθήκες αυτές και ελλείψει πιο εμπεριστατωμένων επιχειρημάτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το βασικό ποσό του προστίμου που καθορίστηκε ως προς τη Shell, 27,5 εκατομμύρια ευρώ, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

181    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα βασικά ποσά προστίμων που καθορίστηκαν εν προκειμένω είναι υψηλότερα από αυτά που καθορίστηκαν στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων με αντικείμενο την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ και ότι, ως εκ τούτου, παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον καθορισμό των προστίμων, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν δεσμεύεται από προγενέστερες εκτιμήσεις της. Κατά συνέπεια η Shell επικαλείται αλυσιτελώς, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την πολιτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων (βλ., συναφώς, τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 125 ανωτέρω). Επιπλέον και ως εκ περισσού, η Shell δεν απέδειξε ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι όμοια, από πραγματικής και νομικής απόψεως, με άλλες υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προγενέστερες αποφάσεις τις οποίες επικαλείται.

182    Βάσει των στοιχείων αυτών, το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τέταρτου σκέλους, σχετικά με ελλιπή αιτιολόγηση

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

183    Κατά τη Shell, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η σύντομη αναφορά της Επιτροπής στον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής και η γεωγραφική έκταση της οικείας αγοράς δεν αρκούν για τη δικαιολόγηση του καθορισμού πολύ υψηλότερου βασικού ποσό σε σχέση με άλλες παρόμοιες πρόσφατες υποθέσεις.

184    Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ή, επικουρικώς, να μειωθεί το επιβληθέν στη Shell πρόστιμο, ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη ότι η παράβαση δεν ήταν οργανωμένη και δεν είχε επιπτώσεις στην αγορά.

185    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως. Υπενθυμίζει ότι ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται όταν η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτίμησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση αυτή με τις αιτιολογικές σκέψεις 465 έως 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να δικαιολογεί την απόφασή της διά συγκρίσεως προς άλλες προγενέστερες αποφάσεις.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

186    Βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 105 και 106 ανωτέρω, αρκεί η διαπίστωση, εν προκειμένω, ότι η Επιτροπή παραθέτει στις αιτιολογικές σκέψεις 461 έως 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα στοιχεία βάσει των οποίων χαρακτήρισε την παράβαση ως πολύ σοβαρή. Εξάλλου, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν επί του τρίτου σκέλους του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, οι προγενέστερες αποφάσεις που επικαλείται η Shell, προς στήριξη των επιχειρημάτων της, δεν αναιρούν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει γιατί τα βασικά ποσά προστίμων που καθορίστηκαν εν προκειμένω ήταν υψηλότερα από αυτά που καθορίστηκαν με προγενέστερες αποφάσεις.

187    Βάσει των στοιχείων αυτών, το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Shell πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος στο σύνολό του.

188    Κατά συνέπεια, οι λόγοι που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέοι στο σύνολό τους.

2.     Επί του αιτήματος περί μεταρρυθμίσεως του προστίμου

189    Κατά το μέτρο που οι προβαλλόμενοι από τη Shell λόγοι ακυρώσεως αποσκοπούν στη στήριξη του αιτήματός της περί μεταρρυθμίσεως του προστίμου, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια τη μείωση του προστίμου. Συνεπώς, τα αιτήματα αυτά είναι απορριπτέα.

190    Επομένως, η προσφυγή είναι εξ ολοκλήρου απορριπτέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

191    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Shell Petroleum NV, Shell Nederland BV και Shell Nederland Chemie BV στα δικαστικά έξοδα

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί των αιτημάτων περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομο καταλογισμό της παραβάσεως στις Shell Petroleum και Shell Nederland

Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εφαρμογή των προϋποθέσεων καταλογισμού της παραβάσεως

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι Shell Petroleum και Shell Nederland προς ανατροπή του τεκμηρίου

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με τις συνέπειες του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη δικαιολογημένη προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής

Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ελλιπή αιτιολόγηση

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένη εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ελλιπή αιτιολόγηση

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με αδικαιολόγητες διαφορές στα βασικά ποσά των προστίμων

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με ανακριβή καθορισμό των βασικών ποσών των προστίμων

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου σκέλους, σχετικά με ελλιπή αιτιολόγηση

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του αιτήματος περί μεταρρυθμίσεως του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.