Language of document : ECLI:EU:C:2010:395

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2010 (*)

«Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες – Οδηγία 2002/22/ΕΚ – Άρθρο 30, παράγραφος 2 – Φορητότητα των τηλεφωνικών αριθμών – Εξουσία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών – Άμεσες επιβαρύνσεις των συνδρομητών – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Συνεκτίμηση του κόστους»

Στην υπόθεση C‑99/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαρτίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Polska Telefonia Cyfrowa sp. z o.o.

κατά

Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader, K. Schiemann, P. Kūris (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Μαρτίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η Polska Telefonia Cyfrowa sp. z o.o., εκπροσωπούμενη από τους S. Dudzik και M. Korcz, radcy prawni,

–        ο Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej, εκπροσωπούμενος από τους M. Kołtoński και M. Chmielewska, radcy prawni,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, αρχικά εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz, στη συνέχεια, από την K. Zawisza και τον S. Sala,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Mojzesowicz και C. Vrignon,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Απριλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την «καθολική υπηρεσία») (ΕΕ L 108, σ. 51).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Polska Telefonia Cyfrowa sp. z o.o. (στο εξής: PTC) και του Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej (προέδρου της αρχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο εξής: προέδρου της UKE), με αντικείμενο την απόφαση της 1ης Αυγούστου 2006 με την οποία ο δεύτερος επέβαλε στην PTC πρόστιμο 100 000 πολωνικών ζλότυ (PLN) (περίπου 24 350 ευρώ).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κανονιστική ρύθμιση της Ενώσεως

3        Η τεσσαρακοστή και η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» ορίζουν τα εξής:

«(40)Ο φορητός αριθμός αποτελεί βασικό μέσο διευκόλυνσης των επιλογών του καταναλωτή και του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε ανταγωνιστικό τηλεπικοινωνιακό περιβάλλον, ώστε οι τελικοί χρήστες που υποβάλλουν σχετικό αίτημα να έχουν τη δυνατότητα διατήρησης του ίδιου αριθμού (-ών) στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο, ανεξαρτήτως του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Η παροχή της ευκολίας αυτής μεταξύ συνδέσεων με το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερές και σε μη σταθερές θέσεις δεν καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν διατάξεις για τη μεταφορά αριθμών μεταξύ δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις και κινητών δικτύων.

(41) Οι επιπτώσεις της φορητότητας των αριθμών ενισχύονται σημαντικά όταν υπάρχει διαφανής πληροφόρηση για τις τιμές, τόσο για τους τελικούς χρήστες που μεταφέρουν τους αριθμούς τους όσο και για τους τελικούς χρήστες που καλούν όσους έχουν μεταφέρει τους αριθμούς τους. Στο μέτρο του εφικτού, οι εθνικές [ρυθμιστικές] αρχές [στο εξής: ΕΡΑ] θα πρέπει να διευκολύνουν την κατάλληλη διαφάνεια τιμών στο πλαίσιο της εφαρμογής της φορητότητας αριθμού.»

4        Το άρθρο 30 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» προβλέπει:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όλοι οι συνδρομητές των διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των κινητών υπηρεσιών, μπορούν να διατηρούν, μετά την υποβολή αίτησης, τον αριθμό ή τους αριθμούς τους, ανεξαρτήτως της επιχείρησης που παρέχει την υπηρεσία:

α)      εφόσον πρόκειται για γεωγραφικούς αριθμούς, σε συγκεκριμένο τόπο και

β)      εφόσον πρόκειται για μη γεωγραφικούς αριθμούς, σε οποιονδήποτε τόπο.

Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει για τη μεταφορά αριθμών μεταξύ δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις και δικτύων κινητής τηλεφωνίας.

2.      Οι [ΕΡΑ] εξασφαλίζουν ότι, η τιμολόγηση της διασύνδεσης για την παροχή φορητού αριθμού είναι κοστοστρεφής και ότι οι τυχόν άμεσες επιβαρύνσεις των συνδρομητών, δεν δρουν αποτρεπτικά για τη χρήση των ευκολιών αυτών.

3.      Οι [ΕΡΑ] δεν επιβάλλουν τιμολόγια λιανικής για τη μεταφορά αριθμού κατά τρόπο που να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, όπως θεσπίζοντας ειδικά ή κοινά τιμολόγια λιανικής.»

 Η εθνική νομοθεσία

5        Το άρθρο 41 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών (ustawa-Prawo telekomunikacyjne), της 16ης Ιουλίου 2004 (Dz.U. αριθ. 171, θέση 1800), ως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί τηλεπικοινωνιών), έχει ως εξής:

«1.      Οι τιμές διασυνδέσεως που σχετίζονται με την παροχή της υπηρεσίας φορητότητας των αριθμών μεταξύ δικτύων ορίζονται σε συνάρτηση με το κόστος.

2.      Οι τιμές διασυνδέσεως και προσβάσεως στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που σχετίζονται με την ελεύθερη επιλογή του παρόχου υπηρεσιών ορίζονται σε συνάρτηση με το κόστος.»

6        Το άρθρο 71 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών ορίζει:

«1.      Ο συνδρομητής που συνήψε με πάροχο υπηρεσιών σύμβαση, η οποία του εξασφαλίζει σύνδεση με το δημόσιο δίκτυο τηλεφωνίας ενός φορέα, δύναται, σε περίπτωση αλλαγής φορέα, να απαιτήσει τη μεταφορά του αριθμού που του αποδόθηκε στο δίκτυο του άλλου φορέα: 1) στην ίδια περιοχή αριθμών, σε περίπτωση γεωγραφικών αριθμών, 2) σε ολόκληρη τη χώρα, εάν οι αριθμοί δεν είναι γεωγραφικοί.

2.      Η παράγραφος 1 δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση μεταφοράς αριθμών μεταξύ δημοσίων τηλεφωνικών δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις και δημοσίων δικτύων κινητής τηλεφωνίας.

3.      Σε περίπτωση αλλαγής φορέα, ο πάροχος υπηρεσιών δύναται να χρεώσει στον συνδρομητή, για τη μεταφορά του αριθμού του, ενιαία επιβάρυνση, η οποία ορίζεται στον τιμοκατάλογό του και η οποία δεν αποτρέπει το συνδρομητή να χρησιμοποιήσει την εν λόγω δυνατότητα.»

7        Το άρθρο 74 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών έχει ως εξής:

«1.      Ο πάροχος υπηρεσιών, που εξασφαλίζει τη σύνδεση με το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο, και ο φορέας, με το δίκτυο του οποίου είναι συνδεδεμένος ο συνδρομητής που έχει συμβληθεί με τον πάροχο υπηρεσιών που εξασφαλίζει τη σύνδεση με το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο, υποχρεούνται να διασφαλίζουν την άσκηση των κατά τα άρθρα 69 έως 72 δικαιωμάτων του συνδρομητή, ήτοι τη δημιουργία των κατάλληλων τεχνικών προϋποθέσεων ή τη σύναψη συμβάσεως κατά το άρθρο 31 ή το άρθρο 128 και, εφόσον υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες, να εξασφαλίζουν την υλοποίησή τους.

[…]

3.      Ο πρόεδρος της UKE δύναται να επιβάλλει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 209, παράγραφος 1, σημεία 15 έως 17, σε βάρος του παρόχου υπηρεσιών και του φορέα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, εάν:

1)      δεν εξασφάλισαν τις δυνατότητες ασκήσεως των κατά την παράγραφο 1 δικαιωμάτων του συνδρομητή,

2)      δεν ενεργοποίησαν τα δικαιώματα του συνδρομητή, καίτοι υφίστατο η σχετική δυνατότητα,

3)      προέβησαν στην ενεργοποίηση των δικαιωμάτων του συνδρομητή κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις διατάξεις του νόμου ή της κανονιστικής αποφάσεως του άρθρου 73.»

8        Κατά το άρθρο 209, παράγραφος 1, σημείο 16, του εν λόγω νόμου:

«Επιβάλλεται πρόστιμο σε οποιονδήποτε παρεμποδίζει τους συνδρομητές να ασκήσουν το δικαίωμά τους στη φορητότητα του αριθμού […].»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9        Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι ο πρόεδρος της UKE επέβαλε πρόστιμο 100 000 PLN (περίπου 24 350 ευρώ) στην PTC, με την αιτιολογία ότι η ενιαία επιβάρυνση ύψους 122 PLN (περίπου 29,70 ευρώ) που η PTC χρέωνε σε περίπτωση αλλαγής φορέα, κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Μαρτίου και 31ης Μαΐου 2006, συνιστούσε παράβαση του άρθρου 71, παράγραφος 3, του νόμου περί τηλεπικοινωνιών, στο μέτρο που το ποσό αυτό ήταν ικανό να αποθαρρύνει τους συνδρομητές της PTC από την άσκηση του δικαιώματός τους στη φορητότητα του αριθμού.

10      Η PTC άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του προέδρου της UKE ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο της Βαρσοβίας). Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή.

11      Η PTC άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του ως άνω δικαστηρίου ενώπιον του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου της Βαρσοβίας), το οποίο, με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2008, μεταρρύθμισε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ποσό της ενιαίας επιβαρύνσεως για τη φορητότητα αριθμού δεν μπορεί να υπολογίζεται ανεξάρτητα από το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο οικείος φορέας για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Ο πρόεδρος της UKE άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του εφετείου.

12      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας [για την “καθολική υπηρεσία”] την έννοια ότι η αρμόδια [Εθνική Ρυθμιστική Αρχή], η οποία εξασφαλίζει ότι οι τυχόν άμεσες επιβαρύνσεις των συνδρομητών δεν δρουν αποτρεπτικά για τη χρήση της συνιστάμενης στη φορητότητα του αριθμού συμπληρωματικής υπηρεσίας, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο φορέας εκμεταλλεύσεως ενός δικτύου κινητής τηλεφωνίας σε συνάρτηση με την παροχή αυτής της υπηρεσίας;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

13      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» έχει την έννοια ότι οι ΕΡΑ οφείλουν, κατά την εκτίμηση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της επιβαρύνσεως που επιβάλλεται στους συνδρομητές, προκειμένου αυτοί να κάνουν χρήση της υπηρεσίας φορητότητας αριθμού, να λαμβάνουν υπόψη το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο φορέας εκμεταλλεύσεως δικτύου κινητής τηλεφωνίας για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

14      Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης ανάγεται στους ισχυρισμούς της PTC ότι το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» επιβάλλει στις ΕΡΑ να λαμβάνουν υπόψη, στο πλαίσιο της σχετικής εκτιμήσεως, το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο φορέας για την παροχή της υπηρεσίας φορητότητας αριθμού.

15      Κατ’ αρχάς, διευκρινίζεται ότι η έννοια της φορητότητας των αριθμών καλύπτει την ευχέρεια που παρέχεται σε συνδρομητή της κινητής τηλεφωνίας να διατηρεί τον ίδιο αριθμό κλήσεως σε περίπτωση αλλαγής φορέα (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, C‑438/04, Mobistar, Συλλογή 2006, σ. I‑6675, σκέψη 23).

16      Η υλοποίηση της ευχέρειας αυτής επιβάλλει όπως οι πλατφόρμες μεταξύ φορέων είναι συμβατές, ο αριθμός του συνδρομητή μεταφέρεται από τον ένα φορέα στον άλλο και οι τεχνικής φύσεως ενέργειες επιτρέπουν την προώθηση των τηλεφωνικών κλήσεων προς τον μεταφερόμενο αριθμό (βλ. απόφαση Mobistar, προπαρατεθείσα, σκέψη 24).

17      Σύμφωνα με την τεσσαρακοστή σκέψη της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία», η φορητότητα των αριθμών σκοπεί στην κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη επιλογή εκ μέρους των καταναλωτών, ιδίως μεταξύ φορέων κινητής τηλεφωνίας, και στη διασφάλιση, έτσι, της αναπτύξεως πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά των τηλεφωνικών υπηρεσιών (βλ. απόφαση Mobistar, προπαρατεθείσα, σκέψη 25).

18      Προς επίτευξη των σκοπών αυτών, ο νομοθέτης της Ενώσεως προέβλεψε στο άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» ότι οι ΕΡΑ μεριμνούν ώστε η τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού να είναι κοστοστρεφής και οι τυχόν άμεσες επιβαρύνσεις των καταναλωτών να μη δρουν αποτρεπτικά για τη χρήση των προσθέτων αυτών υπηρεσιών (βλ. απόφαση Mobistar, προπαρατεθείσα, σκέψη 26).

19      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» επιβάλλει στις εθνικές κανονιστικές αρχές να μεριμνούν όπως οι φορείς καθορίζουν τις τιμές τους με κοστοστρέφεια ως προς το δικό τους κόστος και, επιπλέον, όπως οι τιμές δεν είναι αποτρεπτικές για τον καταναλωτή (βλ. απόφαση Mobistar, προπαρατεθείσα, σκέψη 33).

20      Εφόσον εξακριβωθεί ότι οι τιμές καθορίζονται με κοστοστρέφεια, η εν λόγω διάταξη παρέχει κάποια διακριτική ευχέρεια στις εθνικές αρχές για την εκτίμηση της καταστάσεως και τον προσδιορισμό της μεθόδου που κρίνουν καταλληλότερη για την επίτευξη της πλήρους αποτελεσματικότητας της φορητότητας, κατά τρόπον ώστε οι καταναλωτές να μην αποτρέπονται από τη χρήση της ευχέρειας αυτής (βλ. απόφαση Mobistar, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

21      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» δεν απαγορεύει στις ΕΡΑ να προκαθορίζουν με τη βοήθεια ενός θεωρητικού υποδείγματος κόστους τις ανώτατες τιμές που μπορεί να απαιτεί ο φορέας παροχής από τον λήπτη φορέα για το κόστος εγκαταστάσεως, εφόσον οι τιμές καθορίζονται με κοστοστρέφεια έτσι ώστε οι καταναλωτές να μην αποτρέπονται από τη χρήση της ευχέρειας της φορητότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Mobistar, προπαρατεθείσα, σκέψη 37).

22      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το κόστος διασυνδέσεως με το οποίο βαρύνεται ο φορέας και το ποσό της άμεσης επιβαρύνσεως που καταβάλει ο συνδρομητής καταρχήν συνδέονται. Αυτή η αλληλεξάρτηση επιτρέπει την εξισορρόπηση μεταξύ των συμφερόντων των καταναλωτών και των συμφερόντων των φορέων.

23      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία», οι ΕΡΑ οφείλουν να διευκολύνουν την κατάλληλη διαφάνεια τιμών στο πλαίσιο της εφαρμογής της φορητότητας αριθμού.

24      Υπογραμμίζεται επίσης ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 52, 53 και 55 των προτάσεών του, η μέθοδος την οποία επιλέγουν οι ΕΡΑ όσον αφορά την εκτίμηση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της επιβαρύνσεως πρέπει να συνάδει με τις αρχές της τιμολογήσεως της διασυνδέσεως, ώστε να διασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την πλήρη αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της οικείας τιμολογήσεως.

25      Επομένως, από την οικονομία της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» προκύπτει ότι στις ΕΡΑ απόκειται να καθορίζουν, με τη βοήθεια αντικειμενικής και αξιόπιστης μεθόδου, τόσο το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο φορέας για την παροχή της υπηρεσίας φορητότητας αριθμού όσο και το ανώτατο όριο της επιβαρύνσεως του συνδρομητή, η υπέρβαση του οποίου ενδέχεται να αποτρέψει τους καταναλωτές από τη χρήση της εν λόγω υπηρεσίας.

26      Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, οι ΕΡΑ οφείλουν, ενδεχομένως, να απαγορεύσουν την επιβολή άμεσης επιβαρύνσεως η οποία, καίτοι συναρτάται με το εν λόγω κόστος, εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη όλων των δεδομένων που οι ΕΡΑ έχουν στη διάθεσή τους, θα είχε αποτρεπτικό για τους καταναλωτές χαρακτήρα.

27      Επομένως, στην περίπτωση αυτή, οι ΕΡΑ ενδέχεται να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η δυνάμενη να επιβληθεί στον καταναλωτή άμεση επιβάρυνση πρέπει να καθορίζεται σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό που θα προέκυπτε αν λαμβανόταν υπόψη αποκλειστικώς το κόστος με το οποίο βαρύνονται οι φορείς για τη διασφάλιση της φορητότητας των αριθμών, υπολογιζόμενο με τη βοήθεια αντικειμενικής και αξιόπιστης μεθόδου.

28      Κατόπιν όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» έχει την έννοια ότι οι ΕΡΑ οφείλουν, κατά την εκτίμηση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της επιβαρύνσεως που επιβάλλεται στους συνδρομητές, προκειμένου αυτοί να κάνουν χρήση της υπηρεσίας φορητότητας αριθμού, να λαμβάνουν υπόψη το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο φορέας εκμεταλλεύσεως δικτύου κινητής τηλεφωνίας για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Πάντως, οι ΕΡΑ διατηρούν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν το ανώτατο ύψος της οικείας επιβαρύνσεως, την οποία μπορούν να χρεώνουν οι φορείς, σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό του κόστους με το οποίο οι ίδιοι βαρύνονται, οσάκις η υπολογιζόμενη με βάση αποκλειστικώς το εν λόγω κόστος επιβάρυνση είναι ικανή να αποτρέψει τους χρήστες από τη χρήση της ευχέρειας της φορητότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

29      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την «καθολική υπηρεσία»), έχει την έννοια ότι οι ΕΡΑ οφείλουν, κατά την εκτίμηση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της επιβαρύνσεως που επιβάλλεται στους συνδρομητές, προκειμένου αυτοί να κάνουν χρήση της υπηρεσίας φορητότητας αριθμού, να λαμβάνουν υπόψη το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο φορέας εκμεταλλεύσεως δικτύου κινητής τηλεφωνίας για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Πάντως, οι ΕΡΑ διατηρούν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν το ανώτατο ύψος της οικείας επιβαρύνσεως, την οποία μπορούν να χρεώνουν οι φορείς, σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό του κόστους με το οποίο οι ίδιοι βαρύνονται, οσάκις η υπολογιζόμενη με βάση αποκλειστικώς το εν λόγω κόστος επιβάρυνση είναι ικανή να αποτρέψει τους χρήστες από τη χρήση της ευχέρειας της φορητότητας.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.