Language of document : ECLI:EU:C:2014:2443

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 11ης Δεκεμβρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑352/13

Cartel Damage Claims (CDC) Hydrogen Peroxide SA

κατά

Evonik Degussa GmbH,

Akzo Nobel NV,

Solvay SA,

Kemira Oyj,

Arkema France SA,

FMC Foret SA,

Chemoxal SA,

Edison SpA

[αίτηση του Landgericht Dortmund (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις –Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Ειδικές δωσιδικίες – Αγωγή με αίτημα την παροχή πληροφοριών και την καταβολή αποζημιώσεως κατά εταιριών εγκατεστημένων σε διάφορα κράτη μέλη, οι οποίες συμμετείχαν σε διάφορα γεωγραφικά και χρονικά σημεία σε σύμπραξη που κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 81 ΕΚ (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Άρθρο 6, σημείο 1 – Δικαιοδοσία σε περίπτωση περισσότερων εναγομένων – Κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων – Ανάκληση της αγωγής σε σχέση με τον μόνο εναγόμενο που ήταν εγκατεστημένος στο κράτος μέλος της έδρας του επιληφθέντος δικαστηρίου – Διατήρηση της δικαιοδοσίας – Κατάχρηση δικαιώματος – Άρθρο 5, σημείο 3 – Δικαιοδοσία σε ενοχές εξ αδικοπραξίας – Έννοια του “τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονόςˮ – Ενδεχόμενη αναγνώριση δικαιοδοσίας έναντι όλων των ομοδίκων και για το σύνολο των προβαλλόμενων ζημιών σε δικαστήρια κάθε σημείου του εδάφους των κρατών μελών όπου συνήφθη και εφαρμόστηκε η παράνομη σύμπραξη – Άρθρο 23 – Ρήτρες δικαιοδοσίας – Ρήτρες διαιτησίας – Συνέπειες της αρχής της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης»





I –    Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Landgericht Dortmund (περιφερειακό δικαστήριο του Dortmund, Γερμανία) αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5, σημείο 3, και 6, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες I), καθώς και, εμμέσως, τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις κατευθυντήριες αρχές του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, οι οποίες σχετίζονται με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

2.        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο αγωγής με αίτημα την παροχή πληροφοριών και την καταβολή αποζημιώσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του εν λόγω γερμανικού δικαστηρίου από ενάγουσα εγκατεστημένη στο Βέλγιο κατά σειράς εταιριών εγκατεστημένων σε διάφορα κράτη μέλη –από τις οποίες μία μόνον είναι εγκατεστημένη στη Γερμανία–, οι οποίες είχαν συμμετάσχει σε παράβαση που κρίθηκε, με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αντίθετη προς την απαγόρευση των συμπράξεων, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ), καθώς και στο άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (3).

3.        Επειδή οι διάδικοι διαφώνησαν ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου, το τελευταίο ζητεί την ερμηνεία του Δικαστηρίου επί τριών βασικών ζητημάτων.

4.        Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί της δυνατότητας εφαρμογής σε μια διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το οποίο επιτρέπει παρέκταση της δωσιδικίας του δικαστηρίου, έτσι ώστε να μπορεί αυτό να κρίνει και επί των αιτημάτων που αφορούν και εναγομένους πέραν εκείνου που είναι εγκατεστημένος στην έδρα του, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων αποφάσεων. Επιπλέον, το ζήτημα αυτό τίθεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες, όπως εν προκειμένω, ο ενάγων έχει ανακαλέσει την αγωγή του έναντι του μοναδικού εναγομένου που είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος της έδρας του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της διαφοράς, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εναγόμενος‑σύνδεσμος», καθώς μόνο στη δική του περίπτωση θεμελιώνεται δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου.

5.        Δεύτερον, όσον αφορά τη δικαιοδοσία σε ενοχές εξ αδικοπραξίας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το Δικαστήριο ερωτάται αν η έννοια «του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιτρέπει τη σύνδεση της εν λόγω δικαιοδοσίας, ως προς όλους τους εναγομένους και για όλες τις προβαλλόμενες ζημίες, με καθέναν από τους τόπους των κρατών μελών στους οποίους συμφωνήθηκε ή εφαρμόστηκε η παράνομη σύμπραξη και στους οποίους περιορίστηκε, κατά την ενάγουσα, η ελευθερία επιλογής των αγοραστών.

6.        Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται, κατά τα φαινόμενα, στην παραδοχή ότι ορισμένες από τις ρήτρες δικαιοδοσίας, οι οποίες μπορεί να εμπίπτουν στο άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, ή/και από τις ρήτρες διαιτησίας τις οποίες επικαλούνται οι εναγόμενες στην κύρια δίκη καλύπτουν τις αξιώσεις αποζημιώσεως τις οποίες αφορά η διαφορά. Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν, στην περίπτωση αυτή, η κατ’ άρθρο 101 ΣΛΕΕ αρχή της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων μπορεί να εμποδίσει την προβολή των ρητρών αυτών έναντι του ενάγοντος ο οποίος ζητεί αποζημίωση, όταν η αγωγή έχει ασκηθεί ενώπιον ενός από τα δικαστήρια που θα είχαν δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 5, σημείο 3, ή/και 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

7.        Επισημαίνω ότι η κρινόμενη υπόθεση είναι η πρώτη στην οποία το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί ευθέως επί της σχέσεως μεταξύ, αφενός, των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου που διασφαλίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, των διατάξεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ένωσης για τη δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και μάλιστα επ’ ευκαιρία μιας διαφοράς που παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι αφορά σύμπραξη μεγάλης εκτάσεως, στην οποίαν εμπλέκεται πλήθος συμμετεχόντων και ζημιωθέντων και η οποία έχει νοθεύσει τον ανταγωνισμό στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς.

8.        Διευκρινίζω εκ προοιμίου ότι, κατά την άποψή μου, ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι, σκοπός του οποίου είναι η δημιουργία ενός συστήματος κανόνων δικαιοδοσίας για την Ένωση όσον αφορά τις διασυνοριακές αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν είναι απολύτως προσαρμοσμένος ώστε να εξασφαλίζει την εφαρμογή από ιδιώτες των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης (ή «private enforcement», όπως ονομάζεται συνήθως στον τομέα αυτόν) (4), η οποία να είναι αποτελεσματική σε περιπτώσεις όπως η επίδικη.

9.        Πράγματι, η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του κανονισμού αυτού μπορεί να οδηγήσει σε γεωγραφική κατανομή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών, η οποία θα ενείχε τον κίνδυνο, αφενός, να μην ενδείκνυται από την άποψη του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης και, αφετέρου, να καθιστά δυσκολότερη για τους ζημιωθέντες από τους παράνομους περιορισμούς του ανταγωνισμού την διεκδίκηση και τη λήψη πλήρους αποζημιώσεως για τις ζημίες που υπέστησαν. Θεωρώ, επομένως, πιθανό το ενδεχόμενο όσοι προβαίνουν σε τέτοιους περιορισμούς να χρησιμοποιούν τις διατάξεις αυτές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για να δημιουργούν μια κατάσταση στην οποίαν οι αστικού δικαίου συνέπειες μιας ενιαίας και σοβαρής παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης να πρέπει να προσδιορίζονται στο πλαίσιο περισσότερων ένδικων διαδικασιών διεξαγόμενων στα διάφορα κράτη μέλη.

10.      Το γενικό συμπέρασμα από την κρινόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο οποίο θα καταλήξω είναι ότι, de lege ferenda, λόγω της ιδιαιτερότητας των συνεπειών που μπορεί να έχουν διάφορες διασυνοριακές πρακτικές στρεβλώσεως του ανταγωνισμού επί της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις –ιδίως όταν είναι περίπλοκες, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης–, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, συνετό να δρομολογήσει ο νομοθέτης της Ένωσης την ένταξη στον κανονισμό Βρυξέλλες Ι ενός κανόνα δικαιοδοσίας ειδικά για τις πρακτικές αυτές (5), κατά το παράδειγμα του κανόνα για τη σύγκρουση νόμων που καθιερώθηκε ειδικά για τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τις περιοριστικές του ανταγωνισμού πράξεις με τον γνωστό ως «Ρώμη II» κανονισμό (6).

II – Το νομικό πλαίσιο

11.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 11, 12, 14 και 15 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι έχουν ως εξής:

«(11)      Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(12)      Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης.

[…]

(14)      Η αυτονομία των μερών μιας σύμβασης όσον αφορά τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου πρέπει να τηρείται με την επιφύλαξη των αποκλειστικών βάσεων δικαιοδοσίας που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό, εκτός εάν πρόκειται για συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας, όπου επιτρέπεται μόνον περιορισμένη αυτονομία.

(15)      Για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. […]»

12.      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι αποκλείει τη διαιτησία από το πεδίο εφαρμογής του.

13.      Το κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού εισάγει μια σειρά από κανόνες δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το άρθρο του 2, παράγραφος 1, διατυπώνει την αρχή κατά την οποία, «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».

14.      Το άρθρο 5, σημείο 3, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του ίδιου κεφαλαίου για τις «Ειδικές δικαιοδοσίες», ορίζει ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, «ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».

15.      Στο ίδιο τμήμα, το άρθρο 6, σημείο 1, προσθέτει ότι «[τ]ο ίδιο […] πρόσωπο μπορεί επίσης να εναχθεί […] αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκασή τους».

16.      Το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 5, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 7 του εν λόγω κεφαλαίου που φέρει τον τίτλο «Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας», έχει ως εξής:

«1.      Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. […]

[…]

5.      Οι συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας [...] δεν παράγουν αποτελέσματα αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 13, 17 και 21 ή εάν τα δικαστήρια, τη διεθνή δικαιοδοσία των οποίων αποκλείουν, έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.      Η κρινόμενη στην κύρια δίκη αγωγή στηρίζεται σε απόφαση της 3ης Μαΐου 2006 (7), με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι διάφορες εταιρίες οι οποίες προμήθευαν υπεροξείδιο του υδρογόνου ή/και υπερβορικό άλας (8) είχαν συμμετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση της απαγορεύσεως των συμπράξεων, όπως αυτή επιβάλλεται από το άρθρο 81 ΕΚ (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, βάσει δε της αποφάσεως αυτής ορισμένες από τις εν λόγω εταιρίες καταδικάστηκαν στην καταβολή προστίμων (9).

18.      Η εν λόγω απόφαση ανέφερε ότι η παράβαση διήρκεσε από τις 31 Ιανουαρίου 1994 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 και ότι αφορούσε το σύνολο του εδάφους του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου (ΕΟΧ). Η εν λόγω σύμπραξη συνίστατο κυρίως σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών σχετικά με τις τιμές και τον όγκο των πωλήσεων, σε συμφωνίες σχετικά με τις τιμές και με τον περιορισμό των δυνατοτήτων παραγωγής, καθώς και με την επίβλεψη της εφαρμογής των συμφωνιών που νόθευαν τον ανταγωνισμό. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι εν λόγω εναρμονισμένες πρακτικές εντάσσονταν στο πλαίσιο συναντήσεων και τηλεφωνικών συνδιαλέξεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν ιδίως στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στη Γερμανία και ότι οι παραβάτες είχαν λάβει μέρος σε αυτές με διάφορους τρόπους, έχοντας, όμως, επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των μυστικών τους πράξεων, οι οποίες είχαν ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

19.      Η Cartel Damage Claims (CDC) Hydrogen Peroxide SA (στο εξής: CDC) είναι εταιρία με έδρα στο Βέλγιο και με αντικείμενο την άσκηση των αξιώσεων αποζημιώσεως οι οποίες της εκχωρήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από ορισμένες από τις επιχειρήσεις που ισχυρίζονται ότι ζημιώθηκαν από την ως άνω παράβαση (10).

20.      Η CDC άσκησε στις 16 Μαρτίου 2009 αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Landgericht Dortmund, ενάγοντας από κοινού έξι από τις εταιρίες στις οποίες επέβαλε κυρώσεις η Επιτροπή και οι οποίες είχαν την έδρα τους σε διάφορα κράτη μέλη, διευκρινίζεται δε ότι μία από αυτές, η Evonik Degussa GmbH (στο εξής: Evonik Degussa), είχε την έδρα της στη Γερμανία, κράτος της έδρας του επιληφθέντος δικαστηρίου, και, συγκεκριμένα, στο Essen (11).

21.      Τον Σεπτέμβριο του 2009, και αφού η αγωγή είχε επιδοθεί σε όλες τις εναγόμενες στην κύρια δίκη, αλλά προτού λήξει η προθεσμία για την υποβολή υπομνημάτων απαντήσεως και αρχίσει η επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η CDC παραιτήθηκε από την αγωγή της έναντι της ως άνω γερμανικής εταιρίας, λόγω συμβιβασμού. Στο τέλος του 2009, οι εταιρίες που παρέμειναν εναγόμενες προσεπικάλεσαν την Evonik Degussa και άλλες δύο εταιρίες τις οποίες αφορούσε η απόφαση της Επιτροπής (12).

22.      Η CDC υποστήριξε ότι, μεταξύ 1994 και 2006, οι εταιρίες που της εκχώρησαν τις αξιώσεις τους είχαν αγοράσει από προμηθευτές που είχαν συμμετάσχει στην παράνομη σύμπραξη σημαντικές ποσότητες υπεροξειδίου του υδρογόνου, οι οποίες τους είχαν παραδοθεί βάσει συμβάσεως σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης ή του ΕΟΧ.

23.      Όλες οι εναγόμενες στην κύρια δίκη υπέβαλαν ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, ισχυριζόμενες ότι ορισμένες από τις εν λόγω συμβάσεις προμήθειας περιείχαν ρήτρες διαιτησίας και ρήτρες δικαιοδοσίας.

24.      Το Landgericht Dortmund έκρινε ότι η δικαιοδοσία του θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στις διατάξεις των άρθρων 6, σημείο 1, και 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, εκτός εάν γίνει δεκτό ότι η δικαιοδοσία αυτή αποκλείεται δυνάμει ρήτρας δικαιοδοσίας, βάσει του άρθρου 23 του ίδιου κανονισμού, ή ρήτρας διαιτησίας. Στο πλαίσιο αυτό, με απόφαση που κατατέθηκε στο πρωτόκολλο στις 26 Ιουνίου 2013, ανέστειλε την εκδίκαση της υποθέσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Έχει το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού [Βρυξέλλες Ι] την έννοια ότι, σε περίπτωση αγωγής με την οποία ζητείται από εναγομένη εγκατεστημένη στο κράτος της έδρας του επιληφθέντος δικαστηρίου και από λοιπές εναγόμενες εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παράσχουν από κοινού πληροφορίες και να καταβάλουν αποζημίωση λόγω ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ, και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η οποία, όπως διαπιστώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαπράχθηκε σε πολλά κράτη μέλη με τη, διαφορετική από τοπικής και χρονικής απόψεως, συμμετοχή των εναγομένων, επιβάλλεται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως οι σχετικές αγωγές, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκασή τους;

β)      Πρέπει να ληφθεί υπόψη, συναφώς, το ότι η αγωγή κατά της εναγομένης που είναι εγκατεστημένη στο κράτος της έδρας του επιληφθέντος δικαστηρίου ανακλήθηκε μετά την επίδοσή της σε όλες τις εναγόμενες και πριν από την παρέλευση των προθεσμιών που είχε ορίσει το δικαστήριο για την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή, καθώς και πριν από την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση;

2)      Έχει το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού [Βρυξέλλες Ι] την έννοια ότι, σε περίπτωση αγωγής με την οποία ζητείται από εναγόμενες εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παράσχουν πληροφορίες και να καταβάλουν αποζημίωση λόγω ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ, και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η οποία, όπως διαπιστώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαπράχθηκε σε πολλά κράτη μέλη με τη, διαφορετική από τοπικής και χρονικής απόψεως, συμμετοχή των εναγομένων, το ζημιογόνο γεγονός που συνέβη αφορά κάθε εναγομένη και κάθε προβαλλόμενη ζημία ή τη συνολική ζημία σε όλα τα κράτη μέλη όπου συνάφθηκαν και εφαρμόσθηκαν συμφωνίες περί συμπράξεων;

3)      Επιτρέπεται, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως της απαγορεύσεως των συμπράξεων που προβλέπει το άρθρο 81 ΕΚ, νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 53 της Συνθήκης ΕΟΧ, δεδομένης της επιταγής του δικαίου της Ένωσης περί αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων, να λαμβάνονται υπόψη ρήτρες διαιτησίας και δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις προμήθειας, όταν τούτο έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας που απονέμει σε συγκεκριμένο δικαστήριο το άρθρο 5, σημείο 3, και/ή το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού [Βρυξέλλες Ι] ως προς όλες τις εναγόμενες και/ή για το σύνολο ή για ορισμένες από τις προβαλλόμενες αξιώσεις;»

25.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η CDC, η Evonik Degussa, μόνο σε σχέση με το σημείο β) του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, οι Akzo Nobel, Solvay, Kemira, FMC Foret και Edison, η Γαλλική Κυβέρνηση, μόνο σε σχέση με το τρίτο ερώτημα, και η Επιτροπή. Με έγγραφο της 26ης Αυγούστου 2013, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι η CDC είχε ανακαλέσει την αγωγή της όσον αφορά την Arkema France. Δεν πραγματοποιήθηκαν αγορεύσεις των διαδίκων.

IV – Ανάλυση

 Α −      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

26.      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το γενικό διακύβευμα της κρινομένης υποθέσεως, θα ήθελα να επισημάνω ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι καθεαυτόν ουδόλως σκοπεί στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Όπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 1, 2 και 6 του, ο εν λόγω κανονισμός έχει ως σκοπό να ενισχύσει την «καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» και να εξασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία «των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δημιουργώντας ένα ενοποιημένο πλαίσιο για τις διαφορές τέτοιας φύσεως όσον αφορά τόσο την κατανομή της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών όσο και την αναγνώριση και εκτέλεση των εκδιδόμενων από αυτά αποφάσεων.

27.      Εντούτοις, θεωρώ ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες Ι επιβάλλεται να διαφυλάσσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, οι οποίες είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας για την εσωτερική αγορά και αποτελούν πρωταρχικό στοιχείο του οικονομικού συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (13), καθόσον, όπως έχει ήδη επισημάνει το Δικαστήριο, το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ, νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ, συνιστά «θεμελιώδη διάταξη απαραίτητη για την εκπλήρωση των αποστολών που ανατέθηκαν στην Κοινότητα και, ειδικότερα, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (14). Επιπλέον, οι δικονομικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να τίθενται στην υπηρεσία των ουσιαστικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια ότι οι πρώτοι συνιστούν εργαλείο που καθιστά δυνατή την υλοποίηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ιδιωτικών και δημοσίων προσώπων, ιδίως από την άποψη του δικαιώματος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία και σε δίκαιη δίκη, το οποίο καθιερώθηκε με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (15).

28.      Από την άποψη αυτή, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τις αστικής φύσεως συνέπειες που ενδέχεται να προκύψουν από αδικοπραξία συνιστάμενη σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η οποία διαπράχθηκε από διάφορες εταιρίες εγκατεστημένες στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών και οι ζημιωθέντες από την οποία είναι επίσης εγκατεστημένοι σε διάφορα κράτη μέλη.

29.      Μάλιστα, η εμφάνιση διαδίκων όπως η ενάγουσα στην κύρια δίκη, οι οποίοι έχουν ως σκοπό τη συγκέντρωση του ενεργητικού που στηρίζεται σε αξιώσεις αποζημιώσεως λόγω παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης (16), καταδεικνύει, κατά την άποψή μου, ότι, στην περίπτωση πιο πολύπλοκων περιορισμών του ανταγωνισμού, δεν ενδείκνυται η δικαστική δίωξη όσων ευθύνονται για τους περιορισμούς αυτούς από τους ίδιους τους ζημιωθέντες ατομικώς (17).

30.      Στη συνέχεια, υπενθυμίζω ότι η αποζημίωση των ζημιωθέντων από σύμπραξη αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης συνιστά δικαίωμα το οποίο διέπεται κατ’ ουσίαν από το δίκαιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία που διαμορφώθηκε από τις αποφάσεις Courage και Crehan (18) και Manfredi κ.λπ. (19), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 81 ΕΚ (άρθρου 101 ΣΛΕΕ). Αυτό ισχύει τόσο για την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος όσο και για το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα των ζημιωθέντων να λάβουν αποζημίωση η οποία να καλύπτει όχι μόνον τις απώλειες που υπέστησαν (damnum emergens), αλλά και τα διαφυγόντα κέρδη (lucrum cessans) εξαιτίας μιας τέτοιας συμπράξεως, καθώς και τους τόκους (20).

31.      Ωστόσο, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του σταδίου εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, ο τρόπος ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος σε πλήρη αποζημίωση εξακολουθεί να προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι γίνονται σεβαστές οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω νομολογία (21). Η διατήρηση αυτή της συναφούς κανονιστικής αρμοδιότητας των εθνικών νομοθετών ισχύει ιδίως για τους δικονομικούς κανόνες, αλλά όχι πλέον για τους κανόνες συγκρούσεως νόμων, δεδομένου ότι «το εφαρμοστέο δίκαιο σε εξωσυμβατική ενοχή η οποία απορρέει από περιορισμό του ανταγωνισμού» προσδιορίζεται πλέον δεσμευτικώς από τον κανονισμό Ρώμη ΙΙ (22).

32.      Κατ’ αναλογίαν, η αρχή της αποτελεσματικότητας των αγωγών αποζημιώσεως, η οποία ισχύει όσον αφορά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να διαπνέει a fortiori την ερμηνεία και την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, υπό την έννοια ότι, ως πράξη παράγωγου δικαίου η οποία έχει θεσπιστεί από την ίδια την Ένωση, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να καθιστά αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την υλοποίηση αυτού του παρεχόμενου από το πρωτογενές δίκαιο δικαιώματος, στην περίπτωση μιας διασυνοριακής παράνομης συμπράξεως (23).

33.      Δεύτερον, επισημαίνω ότι έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι μια αγωγή όπως η επίδικη, η οποία έχει ως σκοπό την καταβολή αποζημιώσεως εκ μέρους των επιχειρήσεων που παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (24).

34.      Τρίτον, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι αντικατέστησε, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών) (25), η ερμηνεία των διατάξεων της τελευταίας από το Δικαστήριο ισχύει και για τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, καθόσον οι διατάξεις των δύο αυτών κειμένων μπορούν να χαρακτηριστούν ισοδύναμες (26).

35.      Υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, θεωρώ την ισοδυναμία αυτή δεδομένη για καθεμιά από τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ι τις οποίες αφορά η κρινόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως –δηλαδή τα άρθρα του 5, σημείο 3, 6, σημείο 1, και 23, παράγραφος 1–, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών –δηλαδή τα άρθρα της 5, σημείο 3, 6, σημείο 1, και 17, πρώτο εδάφιο–, είναι πανομοιότυπες ή τουλάχιστον παρόμοιες κατ’ ουσίαν (27).

36.      Τέταρτον, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, οι οποίοι ταυτίζονται με εκείνους του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, πρέπει, αφενός, να αποφεύγεται κατά το μέτρο του δυνατού η ταυτόχρονη δικαιοδοσία περισσότερων δικαστηρίων όσον αφορά την ίδια έννομη σχέση και, αφετέρου, να κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου τόσο για τους ενάγοντες όσο και για τους εναγομένους με τη δυνατότητα ασφαλούς προβλέψεως του αρμόδιου δικαστηρίου, ιδίως με το να παρέχεται στον δικαστή που έχει επιληφθεί της υποθέσεως η δυνατότητα να αποφαίνεται επί της δικαιοδοσίας του χωρίς να χρειάζεται να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως (28).

37.      Τέλος, κατά την άποψή μου, οι αγωγές αστικής αποζημιώσεως που στηρίζονται σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού θεωρούνται ως επί το πλείστον αγωγές λόγω αδικοπραξίας (29), παρόλο που δεν αποκλείεται a priori ο χαρακτηρισμός της βάσεως τέτοιων αγωγών ως συμβατικής, τουλάχιστον σε ορισμένα εθνικά νομικά συστήματα (30).

38.      Ως εκ τούτου, θα αρχίσω την εξέταση των ζητημάτων που τέθηκαν στο Δικαστήριο από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, σύμφωνα με το οποίο υφίσταται ειδική δωσιδικία για τις αγωγές αποζημιώσεως που στηρίζονται στην ευθύνη εξ αδικοπραξίας (Β). Στη συνέχεια θα εξετάσω το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το σχετικό με το άρθρο 6, σημείο 1, του ίδιου κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται παρέκταση δικαιοδοσίας στην περίπτωση συναφών αγωγών κατά περισσότερων εναγομένων (Γ). Θα ολοκληρώσω την ανάλυσή μου με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά τις δύο αυτές διατάξεις, καθώς και συγκεκριμένες πτυχές της επιλογής του αρμόδιου δικαστηρίου, σε σχέση με την αρχή της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης (Δ).

 Β −      Επί της ερμηνείας του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

39.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο καλείται κατ’ ουσίαν να αποφανθεί επί του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, καθώς και επί της εκτάσεως της δικαιοδοσίας που θα μπορούσε να προκύψει από τον ειδικό κανόνα της διατάξεως αυτής (1). Θεωρώ, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους επιδιωκόμενους από την εν λόγω διάταξη αυτή σκοπούς, ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής είναι προβληματική και ότι θα έπρεπε να αποκλείεται σε περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, οι οποίες παρουσιάζουν αδιαμφισβήτητες ιδιαιτερότητες (2).

1.      Επί του ζητήματος που τίθεται στο Δικαστήριο

40.      Στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι η εκκρεμής ενώπιόν του αγωγή με αιτήματα αποζημιώσεως και παροχής πληροφοριών αφορά ενοχή από «ευθύνη εξ αδικοπραξίας», η οποία διέπεται από το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και ότι, συνεπώς, η δικαιοδοσία του μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη αυτή. Το Δικαστήριο δέχθηκε πρόσφατα τον χαρακτηρισμό αυτόν για αγωγές τέτοιας φύσεως (31).

41.      Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ορθώς ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, στην περίπτωση των σύνθετων αδικοπραξιών (32), η φράση «τόπο[ς] όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» (33), η οποία περιέχεται στο ως άνω άρθρο 5, σημείο 3, αφορά τόσο τον τόπο στον οποίον επήλθε το γενεσιουργό της προβαλλόμενης ζημίας γεγονός όσο και τον τόπο επελεύσεως της ζημίας αυτής, ούτως ώστε να παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να επιλέξει να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον οποιουδήποτε από τα δικαστήρια των δύο αυτών τόπων (34). Υπενθυμίζει επίσης ότι, σε περίπτωση περισσότερων προβαλλόμενων ζημιών, ένα δικαστήριο που είναι αρμόδιο βάσει του τελευταίου αυτού στοιχείου συνδέσεως μπορεί, πάντως, να αποφανθεί μόνον επί των αγωγών των σχετικών με τη ζημία που υπέστησαν οι ζημιωθέντες στο έδαφος του κράτους μέλους της έδρας του εν λόγω δικαστηρίου (35).

42.      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να εφαρμοστούν, στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, τα εν λόγω εναλλακτικώς τιθέμενα από το Δικαστήριο κριτήρια, δεδομένου ότι η συμμετοχή των μελών στη σύμπραξη που οδήγησε σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και στις προβαλλόμενες ζημίες παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι ποικίλλει τόσο από γεωγραφικής όσο και από χρονικής απόψεως. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κυρίως επί του αν το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι επιτρέπει την άσκηση σε κάθε «τόπο όπου συνέβη […] το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αγωγής αποζημιώσεως κατά κάθε μέλους της παράνομης συμπράξεως και για το σύνολο των ζημιών που αυτή προκάλεσε, έστω και αν ορισμένοι από τους εναγομένους δεν ενήργησαν άμεσα στο έδαφος του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου.

43.      Η CDC προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, θα έπρεπε να μπορούν όλες οι ζημίες που προκλήθηκαν από τη σύμπραξη, στην οποία οδήγησε στην εν λόγω παράβαση, να προβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων είτε όλων των κρατών μελών στο έδαφος των οποίων συμφωνήθηκε ή εφαρμόστηκε ένα μέρος τουλάχιστον της συμπράξεως αυτής, είτε όλων εκείνων στων οποίων τη σχετική αγορά δημιουργήθηκαν τουλάχιστον εν μέρει άμεσοι και ουσιώδεις περιορισμοί από τη σύμπραξη αυτήν. Η Επιτροπή υιοθετεί παρόμοια, αλλά μετριοπαθέστερη, προσέγγιση όσον αφορά την έκταση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που μπορούν νομίμως να επιληφθούν μιας τέτοιας υποθέσεως υπό ανάλογες συνθήκες (36). Οι εναγόμενες στην κύρια δίκη που έλαβαν θέση επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος ζητούν είτε την απόρριψή του ως απαράδεκτου (37), είτε, επί της ουσίας, την άρνηση γενικής δωσιδικίας του επιληφθέντος δικαστηρίου όσον αφορά το σύνολο των συμμετεχόντων στην παράνομη σύμπραξη, καθώς και το σύνολο των προβαλλόμενων ζημιών (38).

44.      Υπενθυμίζω ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, η ερμηνεία της διατάξεως αυτής διέπεται από διάφορες κατευθυντήριες αρχές. Κατ’ αρχάς, δεν αμφισβητείται ότι οι έννοιες που περιέχει πρέπει να ορίζονται αυτοτελώς –χωρίς, επομένως, να γίνεται χρήση των εθνικών νομικών εννοιών–, με αναφορά κυρίως στο σύστημα και στους σκοπούς του κανονισμού αυτού, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του σε όλα τα κράτη μέλη (39). Στη συνέχεια, δεδομένου ότι πρόκειται για ειδικό κανόνα, καθόσον αποκλίνει από την αρχή της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, η οποία εισάγεται με το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο όχι διασταλτικής, αλλά συσταλτικής ερμηνείας (40), ιδίως για να αποφευχθεί η γενίκευση του forum actoris (41) και ο πολλαπλασιασμός των αρμόδιων δικαστηρίων, ο οποίος θα ευνοούσε το forum shopping.

45.      Επιπλέον, είναι ουσιώδους σημασίας να υπενθυμιστεί η διευκρίνιση του Δικαστηρίου, η οποία είναι σύμφωνη με τον σκοπό του συνδέσμου μεταξύ δικαστηρίου και διαφοράς που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού Βρυξέλλες I, ότι ο κανόνας δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 5, σημείο 3, στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Ο σύνδεσμος αυτός δικαιολογεί την κατά παρέκκλιση αναγνώριση δικαιοδοσίας στα δικαστήρια αυτά για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και χρήσιμης οργανώσεως της διαδικασίας (42). Εφόσον η διαπίστωση ενός από τα αναγνωρισμένα από την προπαρατεθείσα νομολογία σημεία συνδέσεως (43) πρέπει να επιτρέπει τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που είναι αντικειμενικά το καταλληλότερο να εκτιμήσει αν συντρέχουν τα στοιχεία που συνθέτουν την ευθύνη του εναγομένου, μπορεί να επιληφθεί μόνον ένα δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατάλληλο συναφώς σημείο συνδέσεως (44).

46.      Αυτή ακριβώς η ύπαρξη τέτοιας συνάφειας, η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, θα μπορούσε να συντρέχει αν γινόταν δεκτό στην κρινόμενη υπόθεση ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I, έχει δικαιοδοσία ως προς όλους τους εναγομένους και για όλες τις προβαλλόμενες ζημίες (45) οποιοδήποτε δικαστήριο έχει την έδρα του σε έναν από τους πολλούς τόπους στους οποίους σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και ελέγχθηκε η παράνομη σύμπραξη και όπου περιορίστηκε η δυνατότητα επιλογής των αγοραστών στη σχετική αγορά. Συμμερίζομαι την άποψή του για τους ακόλουθους λόγους.

2.      Επί της υιοθετήσεως των κριτηρίων εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης

47.      Μολονότι η εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως στηριζόμενης σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποκλειστεί κατ’ αρχήν (46), ωστόσο κλίνω προς την άποψη ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να έχει χρήσιμη εφαρμογή στην ιδιαίτερη περίπτωση μιας παράνομης συμπράξεως οριζόντιου χαρακτήρα και σημαντικής διάρκειας, η οποία περιορίζει τον ανταγωνισμό στο σύνολο της Ένωσης και της οποίας η δομή είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκη, καθόσον οδήγησε σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, με αποτέλεσμα τόσο οι συμμετέχοντες όσο και όσοι υπέστησαν τις προβαλλόμενες ζημίες να βρίσκονται διάσπαρτοι σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών (47).

48.      Σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, τα νομολογιακά κριτήρια ορισμού του «τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι, κατά τη γνώμη μου, αλυσιτελή, λόγω της ευρείας γεωγραφικής διασποράς που παρουσιάζουν οι αιτίες και οι συνέπειες των προβαλλόμενων ζημιών. Πράγματι, οι δύο εναλλακτικές επιλογές που εισάγει το Δικαστήριο οδηγούν, στην περίπτωση αυτή, στην εν δυνάμει αναγνώριση της δικαιοδοσίας σε περισσότερα δικαστήρια των κρατών μελών, ενώ ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί στον περιορισμό του αριθμού των παράλληλων ένδικων διαδικασιών (48), και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό ενός δικαστηρίου το οποίο να παρουσιάζει «ιδιαιτέρως στενό σύνδεσμο» με τη διαφορά και να καθίσταται, ως εκ τούτου, «το καταλληλότερο» ratione loci για την επίλυση της διαφοράς, ενώ επ’ αυτής ακριβώς της βάσεως στηρίζεται το εν λόγω άρθρο 5, σημείο 3.

49.      Όσον αφορά το κριτήριο που αφορά τον τόπο όπου συνέβη το γεγονός που προκάλεσε τις προβαλλόμενες ζημίες, θα μπορούσε θεωρητικά να παραπέμπει σε οποιονδήποτε τόπο στον οποίον συμφωνήθηκε από τα μέλη της η παράνομη σύμπραξη, ο οποίος, ωστόσο, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να προσδιοριστεί, λαμβανομένου υπόψη του μυστικού χαρακτήρα της συμπράξεως, εκτός αν θεωρηθούν ως τέτοιοι οι διάφοροι τόποι στους οποίους εδρεύουν οι εμπλεκόμενες εταιρίες. Το κριτήριο αυτό θα μπορούσε επίσης να αντιστοιχεί σε όλους τους τόπους πραγματικής εφαρμογής της συμπράξεως, δηλαδή σε καθέναν από τους τόπους στους οποίους οι συμμετέχοντες οργάνωσαν και εφάρμοσαν συγκεκριμένα τις λεπτομέρειες των συμφωνιών τους εναρμονίσεως με σκοπό να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, μέσω ενεργητικών πρακτικών ή παραλείψεων που νοθεύουν τον ανταγωνισμό (49). Διευκρινίζω, συναφώς, ότι, σε αντίθεση με την Επιτροπή, θεωρώ ότι η απόφαση Melzer (50), η οποία απέκλεισε το ενδεχόμενο να στηριχθεί η δικαιοδοσία στον τόπο επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος που προκλήθηκε από συνυπεύθυνο για το γεγονός αυτό, ο οποίος, όμως, δεν ενήχθη, θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες ενός συμμετέχοντος στη σύμπραξη στο έδαφος ενός κράτους μέλους δεν μπορούν να αποδοθούν στους λοιπούς υπευθύνους για την παράβαση, οι οποίοι απείχαν από την άσκηση του ελεύθερου ανταγωνισμού στην αντίστοιχη αγορά του κράτους μέλους αυτού (51). Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο μιας συμπράξεως πανευρωπαϊκής εμβέλειας και μεγάλης διάρκειας, όπως είναι η επίδικη στην κύρια δίκη, θεωρώ ότι τέτοιοι παράγοντες προσδιορισμού του τόπου είναι αλυσιτελείς, καθόσον οδηγούν σε αναγνώριση δικαιοδοσίας κατά τρόπο υπερβολικά γενικό, διάχυτο και τυχαίο (52), λόγω του μεγάλου αριθμού τόσο των εμπλεκομένων όσο και των σχετικών πράξεων ή παραλείψεων και, ως εκ τούτου, λόγω του πλήθους των τόπων στους οποίους επήλθαν τα αντίστοιχα ζημιογόνα γεγονότα (53).

50.      Όσον αφορά το κριτήριο του τόπου επελεύσεως των προβαλλόμενων ζημιών, μπορεί, από οικονομικής απόψεως, να θεωρηθεί ότι οι ζημίες αυτές επήλθαν είτε σε καθέναν από τους τόπους στους οποίους οι φερόμενοι ως ζημιωθέντες αγόρασαν τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η παράνομη σύμπραξη, εκεί δηλαδή όπου υπεγράφησαν ή/και εκτελέστηκαν οι συμβάσεις των οποίων το περιεχόμενο νοθεύθηκε από τη σύμπραξη –εν προκειμένω οι συμβάσεις προμήθειας που συνήψαν οι εναγόμενες με τις επιχειρήσεις που εκχώρησαν τις αξιώσεις τους στην ενάγουσα– είτε σε καθέναν από τους τόπους στους οποίους οι εν λόγω ζημιωθέντες ή τα υποκαταστήματά τους έχουν την εταιρική τους έδρα. Οι εμμέσως ζημιωθέντες, οι οποίοι δεν συνδέονται με σύμβαση με κάποιο μέλος της συμπράξεως, αλλά πάντως ζημιώθηκαν από την ύπαρξή της (54), θα έπρεπε επίσης να μπορούν να προβάλουν τις ζημίες τους εντός των ορίων που τάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου (55). Επιβάλλεται, εντούτοις, η υπενθύμιση ότι η επιλογή της ανοικτής δικαιοδοσίας σε περιπτώσεις ενοχών εξ αδικοπραξίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει το forum actoris, καθόσον ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι αποσκοπεί στον περιορισμό της τελευταίας αυτής δωσιδικίας προκειμένου να διαφυλάξει το χρήσιμο αποτέλεσμα του γενικού κανόνα του άρθρου του 2 (56). Εξάλλου, θα μπορούσαν θεμιτώς να ληφθούν υπόψη όλοι οι τόποι στους οποίους η αγορά εθίγη από την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού έχουν ως σκοπό τη διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομικής δραστηριότητας και όχι την προστασία των μεμονωμένων συμφερόντων συγκεκριμένης εταιρίας (57). Στην προκειμένη περίπτωση, η παράβαση επί της οποίας στηρίχθηκε η αγωγή αποζημιώσεως καλύπτει το έδαφος όλων των κρατών μελών της Ένωσης, γεγονός που συνεπάγεται μεγάλο αριθμό εν δυνάμει αρμόδιων δικαστηρίων (58). Μια τέτοια διασταλτική προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση προς τους προαναφερθέντες σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες I και, ειδικότερα, προς τους σκοπούς του άρθρου του 5, σημείο 3. Ας προστεθεί ότι η νομολογία που προέκυψε από την απόφαση Shevill κ.λπ. (59) προβλέπει −και δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή η τροποποίηση του σημείου αυτού− ότι η δικαιοδοσία που στηρίζεται στον τόπο επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος διαιρείται εδαφικά σύμφωνα με τα σύνορα των κρατών μελών (60), με συνακόλουθο κίνδυνο τον κατακερματισμό της διαφοράς, καθόσον το αρμόδιο κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαστήριο δεν θα μπορεί να επιληφθεί του συνόλου των διαφόρων προβαλλόμενων ζημιών.

51.      Τέλος, επισημαίνω ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί εν προκειμένω τη δικαιοδοσία πολλών δικαστηρίων δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, οι δυνατότητες που παρέχονται στους διαδίκους επ’ αυτής της βάσεως θα ήταν ευρύτατες, καίτοι πρόκειται για περίπτωση ειδικής δωσιδικίας, η οποία, επομένως, έχει κατ’ αρχήν περιορισμένη εφαρμογή. Επιπλέον, θα συνέτρεχε ο κάθε άλλο παρά υποθετικός κίνδυνος (61) να επιτραπεί στους υπευθύνους μιας παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης να τορπιλίσουν τη διαδικασία ασκώντας αρνητικές αναγνωριστικές αγωγές, όπως στην περίπτωση της αποφάσεως Folien Fischer και Fofitec (62), σε κράτος μέλος στο οποίο είναι γνωστό ότι η διάρκεια των ένδικων διαδικασιών είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, κατά προσώπων τα οποία έχουν προσδιοριστεί ως ζημιωθέντες κατά τη διοικητική διαδικασία που έχει κινήσει η Επιτροπή. Αντιθέτως, μετά την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως, δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να είναι δυνατή περαιτέρω αμφισβήτηση, λόγω του δεσμευτικού αποτελέσματος της αποφάσεως της Επιτροπής ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό τους χαρακτηρισμό (63).

52.      Συνεπώς, κατ’ αναλογίαν με όσα δέχθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση Besix (64), θεωρώ ότι ο κανόνας της ειδικής δωσιδικίας σε ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ο οποίος εισάγεται με το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, εφαρμόζεται αλυσιτελώς σε περιπτώσεις στις οποίες, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, ο τόπος στον οποίο φέρεται να επήλθε το ζημιογόνο γεγονός δεν μπορεί να προσδιοριστεί λόγω του ότι η παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ επί της οποίας στηρίχθηκε η αγωγή συνίσταται σε ενέργειες που έχουν το χαρακτηριστικό ότι συμφωνήθηκαν ή/και εκτελέστηκαν σε περισσότερους τόπους, γεγονός το οποίο δεν επιτρέπει, ως εκ τούτου, να προσδιοριστεί κατά τρόπο σαφή και χρήσιμο το δικαστήριο το οποίο θα παρουσίαζε ιδιαιτέρως στενό σύνδεσμο με το σύνολο της διαφοράς.

53.      Κατά την άποψή μου, σε μια τέτοια περίπτωση, η δικαιοδοσία πρέπει να προσδιορίζεται είτε με εφαρμογή του γενικού κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, είτε με εφαρμογή άλλων ειδικών κανόνων δικαιοδοσίας που εισάγει ο κανονισμός αυτός, όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο του 6, παράγραφος 1, ο οποίος επιτρέπει τη συνεκδίκαση των αγωγών που έχουν ασκηθεί κατά περισσότερων εναγομένων ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, εφόσον όντως συντρέχουν στην υπόθεση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ενός ή του άλλου κανόνα. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η συνεκτίμηση, για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας, της συνάφειας μεταξύ των αγωγών που ασκήθηκαν κατά περισσότερων εναγομένων επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου 6, σημείο 1 (65), το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα αυτή αποκλειστικά για τον ισχυρό σύνδεσμο που αποτελεί η κατοικία ενός από τους εναγομένους, και όχι στο πλαίσιο διατάξεως της οποίας η εφαρμογή εξαρτάται από τον τόπο επελεύσεως ενός γεγονότος, όπως στην περίπτωση του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

 Γ −      Επί της ερμηνείας του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

54.      Με το πρώτο του προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει αν ο κανόνας της συγκεντρώσεως της δικαιοδοσίας σε περίπτωση περισσότερων εναγομένων, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο αγωγής στρεφόμενης κατά επιχειρήσεων οι οποίες συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους, από γεωγραφικής και χρονικής απόψεως, σε ενιαία και διαρκή παράβαση της απαγορεύσεως των συμπράξεων η οποία επιβάλλεται από το δίκαιο της Ένωσης (1). Στη συνέχεια, καλεί το Δικαστήριο να αποφανθεί αν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η ανάκληση μιας τέτοιας αγωγής έναντι του «εναγομένου-συνδέσμου», του μοναδικού δηλαδή από τους εναγομένους που κατοικεί στο κράτος μέλος της έδρας του επιληφθέντος δικαστηρίου, έχει συνέπειες στη δικαιοδοσία του τελευταίου, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως (2).

1.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι σε διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης (πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό α)

 α)     Επί του ζητήματος που τίθεται στο Δικαστήριο

55.      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, όπως ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (66), το περιεχόμενο του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού αυτού πρέπει να οριστεί κατά τρόπο αυτοτελή, ούτως ώστε οι έννοιες που περιέχονται σε αυτό να μην ερμηνεύονται κατά τρόπο που να παραπέμπει στον χαρακτηρισμό που δίδεται από τον εφαρμοστέο εθνικό νόμο στην επίδικη ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου έννομη σχέση (67).

56.      Κατά το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, όλες οι αγωγές που στρέφονται από τον ίδιο ενάγοντα κατά περισσότερων εναγομένων μπορούν να ασκηθούν ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η κατοικία (68) τουλάχιστον ενός από αυτούς, ο οποίος χαρακτηρίζεται συναφώς ως «εναγόμενος‑σύνδεσμος», υπό την προϋπόθεση, όμως, της υπάρξεως συνάφειας μεταξύ των αγωγών αυτών (69). Υπ’ αυτή την έννοια, απαιτείται ρητώς οι αγωγές να «συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά» (70).

57.      Επιτρέποντας τη συνεκδίκαση των αγωγών ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου και την παρέκταση της δικαιοδοσίας του, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να εναχθούν ενώπιόν του κάποιοι από τους εναγομένους, το εν λόγω άρθρο 6, σημείο 1, ανταποκρίνεται στους σκοπούς της αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης, ιδίως διά της οικονομίας των ένδικων διαδικασιών, καθώς και της προλήψεως του κινδύνου παράλληλων αγωγών που θα οδηγούσαν ενδεχομένως και σε αντιφατικές αποφάσεις, όπως οι σκοποί αυτοί επιδιώκονται από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι (71).

58.      Εντούτοις, δεδομένου ότι ο κανόνας αυτός δικαιοδοσίας έχει ειδικό χαρακτήρα, καθόσον αποκλίνει από τη δωσιδικία της κατοικίας κάθε εναγομένου, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και καθιερώνεται στο άρθρο του 2, δεν αμφισβητείται ότι πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας (72).

59.      Στο μέτρο, επομένως, που το ως άνω άρθρο 6, σημείο 1, πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση, η συνεκδίκαση των αγωγών την οποία προβλέπει επιτρέπεται μόνον όταν αυτές δεν αφορούν ασφαλισμένο, καταναλωτή ή εργαζόμενο (73) και μόνον εάν αφορούν διακριτές, αλλά πάντως στενά συνδεόμενες μεταξύ τους αγωγές.

60.      Αυτή την τελευταία προϋπόθεση αφορά κατ’ ουσίαν το πρώτο μέρος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του αν ένας τέτοιος σύνδεσμος συνάφειας είναι πρόδηλος στο πλαίσιο αγωγής όπως αυτής που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγής δηλαδή με αιτήματα την παροχή πληροφοριών και την καταβολή αποζημιώσεως η οποία ασκείται από κοινού κατά των συμμετεχόντων σε σύμπραξη κριθείσα αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, οι οποίοι συνέβαλαν στην παράβαση αυτή σε διάφορα, από γεωγραφικής και χρονικής απόψεως, σημεία.

61.      Οι ενδιαφερόμενοι διάδικοι που κατέθεσαν συναφώς γραπτές παρατηρήσεις εκφράζουν διαφορετικές απόψεις: η CDC και η Επιτροπή θεωρούν ότι το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι έχει εφαρμογή στο πλαίσιο αυτό, ενώ οι εναγόμενες στην κύρια δίκη υποστηρίζουν το αντίθετο (74).

62.      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη συνάφεια που απαιτεί η εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι, για τον χαρακτηρισμό αποφάσεων ως «ασυμβίβαστων», δεν αρκεί να υφίσταται απόκλιση ως προς τη επίλυση της διαφοράς, αλλά πρέπει η απόκλιση αυτή να εντάσσεται στο πλαίσιο της ίδιας καταστάσεως, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως (75). Ως προς τη διαπίστωση της συνδρομής των δύο αυτών κριτηρίων σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο παρατηρήσεις με αντιφατικές εκτιμήσεις.

 β)     Επί της ταυτότητας των πραγματικών καταστάσεων

63.      Κατά τις εναγόμενες στην κύρια δίκη, τα αιτήματα που διατυπώνονται με την αγωγή της κύριας δίκης δεν πληρούν την προϋπόθεση της ταυτότητας των καταστάσεων από πραγματικής απόψεως, διότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι τα μέλη της παράνομης συμπράξεως είχαν συμμετάσχει στο σύνολό τους σε συμφωνίες που τη δημιούργησαν, δεδομένου ότι μόνον η εφαρμογή των συμφωνιών αυτών θα μπορούσε να έχει προκαλέσει συγκεκριμένη ζημία στους αγοραστές που εκχώρησαν τις αξιώσεις του στη CDC, και θα έπρεπε να εξεταστεί χωριστά καθένα από τα αιτήματα που διατυπώνει επ’ αυτής της βάσεως η ενάγουσα.

64.      Συμμερίζομαι συναφώς την αντίθετη άποψη, την οποίαν εκφράζουν το αιτούν δικαστήριο, η CDC και η Επιτροπή και κατά την οποίαν αγωγές όπως οι ασκηθείσες κατά των διαφόρων εναγομένων στηρίζονται σε μία και μόνη πραγματική κατάσταση, έστω και αν, κατά το ως άνω δικαστήριο, οι εναγόμενες αυτές συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους, τόσο από γεωγραφικής όσο και από χρονικής απόψεως στην εφαρμογή της επίδικης συμπράξεως, καθώς και στη σύναψη και την εκτέλεση των διαφόρων συμβάσεων που νοθεύτηκαν από τη σύμπραξη αυτή και που φέρονται να έχουν προκαλέσει ζημία στις επιχειρήσεις οι οποίες εκχώρησαν τις αξιώσεις τους στην ενάγουσα στην κύρια δίκη.

65.      Πράγματι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η απόφαση της Επιτροπής επί της οποίας στηρίζονται οι αγωγές αυτές διαπίστωσε, και μάλιστα κατά τρόπο δεσμευτικό για τα δικαστήρια των κρατών μελών (76), ότι οι εναγόμενες από τη CDC εταιρίες διέπραξαν ενιαία και διαρκή παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ (101 ΣΛΕΕ) και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και ότι μπορεί να αποδοθεί σε κάθε συμμετέχουσα, ως συνυπεύθυνη, η πραγματική συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης δικής του συμβολής (77). Η απόφαση προσθέτει, ορθώς, κατά την άποψή μου, ότι λόγω της συμπεριφοράς που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων, κάθε υπεύθυνος για την παράβαση μπορεί να εναχθεί σε αστική δίκη για τις αδικοπραξίες των λοιπών υπευθύνων και, ως εκ τούτου, και για τις ζημίες που αυτές προκάλεσαν.

 γ)     Επί της ταυτότητας της νομικής καταστάσεως

66.      Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, δεδομένης της διατυπώσεως του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, ενδεχόμενη διαφορά των νομικών βάσεων των αγωγών που ασκούνται κατά των διαφορετικών εναγομένων δεν εμποδίζει, καθεαυτήν, την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι εναγόμενοι ήταν σε θέση να προβλέψουν το ενδεχόμενο να εναχθούν στο κράτος μέλος στο οποίο ένας τουλάχιστον από αυτούς είχε την κατοικία του (78).

67.      Στην προκειμένη περίπτωση, οι συμμετέχουσες σε σύμπραξη για την οποία η Επιτροπή έκρινε, με μία και μόνη απόφαση, ότι αποτελεί ενιαία παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης και όχι ότι διαπράχθηκε στο επίπεδο των διαφόρων εθνικών έννομων τάξεων, αντιμετωπίζουν την ίδια νομική κατάσταση και ειδικότερα την ίδια υποχρέωση αποζημιώσεως βάσει του δικαίου της Ένωσης, η οποία στηρίζεται σε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι θα ενάγονταν στη συνέχεια από κοινού με αίτημα την καταβολή αστικής αποζημιώσεως ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου είχε την έδρα της μία από αυτές. Επομένως, συντρέχει υπό τις περιστάσεις αυτές το προβλέψιμο της δικαιοδοσίας που απαιτεί το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον σκοπό που εξαγγέλλεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

68.      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, με την απόφαση Καλφέλης, η οποία εισήγαγε την απαίτηση της συνάφειας μεταξύ των αγωγών που μπορούν να συνεκδικασθούν βάσει της εν λόγω διατάξεως, το Δικαστήριο παρέπεμψε την έκθεση Jenard, κατά την οποία «[η] εφαρμογή του κανόνα [που προβλέπεται από το άρθρο 6, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών] προϋποθέτει την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά καθενός των εναγομένων, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση οφειλετών ευθυνόμενων εις ολόκληρον» (79). Αυτή ακριβώς, όμως, είναι η περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, κατά το αιτούν δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός αυτός των αγωγών με αίτημα την αναγνώριση ευθύνης εις ολόκληρον αμφισβητείται από ορισμένες εκ των εναγομένων.

69.      Φρονώ ότι το απλό ενδεχόμενο να εφαρμοστεί η εις ολόκληρον ευθύνη σε περίπτωση περισσότερων παραβατών σε ένα μόνον από τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη και όχι στα λοιπά αρκεί για να δημιουργηθεί κίνδυνος διαφορετικών και ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Πράγματι, στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους, η ευθύνη καθενός από τους εναγομένους θα εκτεινόταν εξ ορισμού στο σύνολο των ζημιών, ενώ στα νομικά συστήματα των κρατών μελών στα οποία δεν γίνεται δεκτή η εις ολόκληρον ευθύνη, η έκταση της χορηγούμενης αποζημιώσεως θα παρουσίαζε σημαντικές αποκλίσεις, αναλόγως των επιληφθέντων δικαστηρίων. Ακόμη και στην αντίθετη περίπτωση, στην οποία θα γινόταν δεκτή η εις ολόκληρον ευθύνη σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, ο κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων υποθέσεων, αν οι αγωγές κρίνονταν χωριστά, θα εξακολουθούσε να υφίσταται όσον αφορά την κατανομή της ευθύνης μεταξύ των μελών της συμπράξεως, αναλόγως του αν συμμετείχαν καθ’ όλη την επίμαχη χρονική περίοδο ή σε τμήμα αυτής.

70.      Μπορεί να παρατηρηθεί συναφώς ότι, υπό το πρίσμα των στοιχείων που παρέχει με τις παρατηρήσεις της η Επιτροπή, η εις ολόκληρον ευθύνη των συμμετεχόντων σε κοινή παράβαση της απαγορεύσεως των συμπράξεων, όπως αυτή επιβάλλεται από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, φαίνεται να αποτελεί κοινώς αποδεκτή αρχή στα νομικά συστήματα των κρατών μελών (80) και ότι υιοθετήθηκε, μεταξύ άλλων, και στην προσφάτως εκδοθείσα σχετικά οδηγία (81).

71.      Επισημαίνω ότι, αν το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι δεν είχε εφαρμογή σε διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης, αυτό θα σήμαινε ότι τα διάφορα δικαστήρια θα έπρεπε να εξετάσουν, χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθούν μεταξύ τους, τις προβαλλόμενες ζημίες υπό το πρίσμα των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών (82), με κίνδυνο καθένας από τους συμμετέχοντες στην ίδια παράνομη σύμπραξη να καταδικαστεί σε διαφορετική αποζημίωση, ενώ θα ήταν σκόπιμο, ή μάλλον απαραίτητο, να εκδοθεί ενιαία απόφαση επί των αξιώσεων αποζημιώσεως που προβάλλονται από τον ίδιο ενάγοντα (83).

72.      Η Επιτροπή επισημαίνει, ορθώς κατά την άποψή μου, ότι «το χρήσιμο αποτέλεσμα της εν λόγω διατάξεως θα διακυβευόταν εάν αυτή ερμηνευόταν κατά τρόπο τόσο αυστηρό ώστε να καθίσταται αδύνατη, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η άσκηση συλλογικών αγωγών κατά όλων των εναγομένων μελών της συμπράξεως ενώπιον δικαστηρίου με έδρα στον τόπο κατοικίας ενός από τους εναγομένους μέλη της συμπράξεως, με μόνη αιτιολογία την απουσία γενικής διεθνούς δικαιοδοσίας».

73.      Δεδομένων των ως άνω στοιχείων, θεωρώ ότι μια κατάσταση στην οποία περισσότερες εταιρίες εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη ενάγονται χωριστά ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων και όχι ενός μόνον δικαστηρίου με σκοπό την καταβολή αποζημιώσεως λόγω συμμετοχής τους στην ίδια αντίθετη προς το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης σύμπραξη, για πράξεις οι οποίες διαπράχθηκαν, βεβαίως, σε διαφορετικά χρονικά και γεωγραφικά σημεία, αλλά εντάσσονται σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση, μπορεί, αν οι αγωγές κριθούν χωριστά, να οδηγήσει σε ασυμβίβαστες μεταξύ τους αποφάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

74.      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου στη διαφορά της κύριας δίκης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της δικογραφίας που ασκούν συναφώς επιρροή (84).

75.      Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι μια τέτοια ερμηνεία παρουσιάζει το καθόλου αμελητέο πλεονέκτημα ότι είναι σύμφωνη με τη βούληση την οποίαν εξέφρασε ο νομοθέτης στον κανονισμό Ρώμη ΙΙ και ιδίως στο άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αθέμιτος ανταγωνισμός και πράξεις που περιορίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό», του οποίου η παράγραφος 3 παρέχει τη δυνατότητα στον ενάγοντα που στρέφεται κατά περισσότερων εναγομένων στο πλαίσιο σχετικής διαφοράς να συγκεντρώνει τις αγωγές του ενώπιον ενός μόνο δικαστηρίου, «σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί δικαιοδοσίας», καθώς και να τις στηρίζει στο δίκαιο του επιληφθέντος δικαστηρίου (85). Κατά την άποψή μου, αυτή η νομοθετική κατεύθυνση πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη, προκειμένου να υπάρχει συνοχή μεταξύ των νομοθετικών κειμένων της Ένωσης που έχουν εφαρμογή στις διασυνοριακές διαφορές (86), παρά το γεγονός ότι, όπως αντιτάσσουν οι εναγόμενες στην κύρια δίκη, ο κανονισμός Ρώμη ΙΙ δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην επίδικη υπόθεση (87).

2.      Επί των συνεπειών, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, της ανακλήσεως της ασκηθείσας αγωγής σε σχέση με τον μόνο εναγόμενο που είναι εγκατεστημένος στο κράτος του επιληφθέντος δικαστηρίου (πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό β)

76.      Το αιτούν δικαστήριο αιτιολογεί το ερώτημα που υποβάλλει στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού του ερωτήματος, διακρίνοντας δύο προβλήματα ερμηνείας του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι στην περίπτωση ανακλήσεως της αγωγής κατά εκείνου από τους εναγομένους χάρις στον οποίον συνδέθηκε με το επιληφθέν δικαστήριο το σύνολο της διαφοράς: αφενός, την ενδεχόμενη εφαρμογή της αρχής διατηρήσεως της δικαιοδοσίας (88), η οποία, σε μια τέτοια περίπτωση, θα στηριζόταν στη διάταξη αυτή (α), και, αφετέρου, τις συνέπειες που θα είχε ενδεχόμενη κατάχρηση του δικαιώματος επικλήσεως αυτής της συνάφειας (β).

77.      Οι απαντήσεις που προτείνονται από τους ενδιαφερομένους που κατέθεσαν παρατηρήσεις επί των δύο αυτών ζητημάτων εμφανίζουν σημαντικές αντιθέσεις, αλλά μπορεί να σημειωθεί περιληπτικά ότι οι εναγόμενες στην κύρια δίκη υποστηρίζουν ότι η παρέκταση της δικαιοδοσίας κατά το ως άνω άρθρο 6, σημείο 1, δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει υπ’ αυτές τις συνθήκες (89), αντιθέτως προς τη CDC και την Επιτροπή, η οποία, πάντως, προβαίνει σε ακόμη λεπτότερες διακρίσεις.

 α)     Επί της διατηρήσεως της δικαιοδοσίας η οποία στηρίζεται στο άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι σε περίπτωση ανακλήσεως της αγωγής κατά του «εναγομένου‑συνδέσμου»

78.      Συμμερίζομαι την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, της CDC και της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία, αν θεωρηθεί ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής δημιουργείται σύνδεσμος συνάφειας μεταξύ των αγωγών που ασκούνται κατά περισσοτέρων εναγομένων, η μεταγενέστερη ανάκληση της αγωγής σε σχέση με τον εναγόμενο ο οποίος δικαιολογεί την παρέκταση της δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παύση της δικαιοδοσίας αυτής.

79.      Βεβαίως, το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί ευθέως επί του ζητήματος αυτού. Επιβάλλεται, ωστόσο, η επισήμανση ότι, στην απόφαση Reisch Montage, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εν λόγω διάταξη δεν παραπέμπει σε εθνικούς κανόνες, οι οποίοι, επομένως, δεν μπορούν να εμποδίσουν την εφαρμογή της, και διευκρίνισε ότι η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται «ακόμη και όταν η αγωγή αυτή έχει κηρυχθεί, από της ασκήσεώς της, απαράδεκτη ως προς τον πρώτο εναγόμενο [ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου] βάσει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως» (90). Επιπλέον, με την απόφαση Freeport, το Δικαστήριο προσδιόρισε ρητώς τον χρόνο της αγωγής ως σημείο αναφοράς για την εκτίμηση του ζητήματος αν υφίσταται συνάφεια μεταξύ των αγωγών (91).

80.      Το κριτήριο που θεωρώ καθοριστικό προκειμένου να εξακολουθήσει να ισχύει η παράγωγη δικαιοδοσία του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι είναι η αγωγή έναντι του «εναγομένου‑συνδέσμου» να έχει ανακληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου κατά τον οποίον επελήφθη το επίμαχο δικαστήριο σύμφωνα με τις απαιτούμενες δικονομικές προϋποθέσεις (92). Εφόσον το δικαστήριο είχε επιληφθεί νομίμως κατά την ημερομηνία αυτήν, είναι αδιάφορο, κατά την άποψή μου, το αν η ανάκληση επήλθε, όπως στην κρινόμενη υπόθεση, πριν την παρέλευση της προθεσμίας που έταξε το δικαστήριο για την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως και την έναρξη της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

81.      Επιβάλλεται συναφώς η υπενθύμιση ότι το άρθρο 30 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι ορίζει την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται επιληφθέν το δικαστήριο ενός κράτους μέλους, για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων του τμήματος 9 σχετικά με την εκκρεμοδικία και τη συνάφεια (93). Κατά την άποψή μου, δεν είναι μόνο δυνατόν, αλλά και αναγκαίο, να ληφθεί υπόψη ο ορισμός αυτός και για τα λοιπά τμήματα του κεφαλαίου ΙΙ σχετικά με τους κανόνες δικαιοδοσίας, ιδίως όσον αφορά το αντικείμενο του ως άνω άρθρου 6, σημείο 1, δεδομένου ότι το τελευταίο εισάγει έναν κανόνα ο οποίος στηρίζεται επίσης στην ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των αγωγών (94).

82.      Επιπλέον, η διατήρηση της συνενώσεως των αγωγών ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου, η οποία καθίσταται δυνατή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, είναι σύμφωνη με τους σκοπούς της ορθής απονομής δικαιοσύνης, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, οι οποίοι εξυπηρετούνται με τους κανόνες δικαιοδοσίας του εν λόγω κανονισμού (95), καθόσον η διατήρηση αυτή επιτρέπει να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, τουλάχιστον όσον αφορά τις εναπομείνασες εναγόμενες, οι οποίες, επιπλέον, είχαν ήδη ενημερωθεί ότι είχαν εναχθεί όλες ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου κατά τον χρόνο της εν λόγω ανακλήσεως.

83.      Εκτιμώ, επομένως, ότι το γεγονός ότι η ενάγουσα ανακάλεσε την αγωγή της σε σχέση με τη μόνη από τις από κοινού εναγόμενες που ήταν εγκατεστημένη στην περιφέρεια του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν επηρεάζει καθεαυτό τη στηριζόμενη στο εν λόγω άρθρο 6, σημείο 1, δικαιοδοσία, εφόσον η ανάκληση αυτή επήλθε σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου κατά τον οποίον το εν λόγω δικαστήριο επελήφθη νομίμως της υποθέσεως, με την επιφύλαξη της πληρώσεως μιας επιπλέον προϋποθέσεως, η οποία εκτίθεται κατωτέρω.

 β)     Επί του περιορισμού που προκύπτει από κατάχρηση του δικαιώματος επιλογής του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι ως νομικής βάσεως της δικαιοδοσίας

84.      Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού [Βρυξέλλες Ι] πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην παρέχει σε ενάγοντα τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή κατά πλειόνων εναγομένων με μοναδικό σκοπό να αποκλείσει για έναν από τους εναγομένους αυτούς τη δωσιδικία του κράτους όπου αυτός κατοικεί» (96). Ο περιορισμός αυτός, ο οποίος αφορά ενδεχόμενη κατάχρηση της ειδικής δωσιδικίας και στηρίχθηκε στην έκθεση Jenard (97), είναι απολύτως συνεπής προς την απαίτηση να ερμηνεύονται περιοριστικά οι αποκλίσεις από την αρχή της δωσιδικίας της κατοικίας ενός από τους εναγομένους, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 2 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

85.      Το Δικαστήριο διευκρίνισε με την απόφαση Freeport ότι «όταν οι αγωγές που ασκήθηκαν κατά των διαφόρων εναγομένων είναι συναφείς κατά την άσκησή τους», εφαρμόζεται ο κανόνας δικαιοδοσίας του άρθρου 6, σημείο 1, «χωρίς να είναι επιπλέον αναγκαίο να αποδειχθεί αυτοτελώς ότι οι αγωγές δεν ασκήθηκαν με μοναδικό σκοπό να αποκλεισθεί ένας από τους εναγόμενους από τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας του» (98). Το ζήτημα των συνεπειών αυτής της σχετικώς ασαφούς μεθόδου προβληματίζει το αιτούν δικαστήριο και διχάζει τόσο τους διαδίκους στην κρινόμενη υπόθεση όσο και τους θεωρητικούς σχολιαστές της ως άνω αποφάσεως (99).

86.      Ως προς το σημείο αυτό, θεωρώ ορθή την ανάλυση του αιτούντος δικαστηρίου, καθόσον κρίνει ότι, όταν πληρούται η προϋπόθεση της υπάρξεως συνάφειας μεταξύ των αγωγών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το επιληφθέν δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει συστηματικά αν η παρέκταση της δικαιοδοσίας που απορρέει από αυτήν ήταν συνέπεια καταχρήσεως δικαιώματος, αλλά έχει, πάντως τη δυνατότητα να προβεί σε τέτοια εξέταση σε περίπτωση που υφίστανται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο ενάγων που την επικαλείται ενήργησε δολίως με σκοπό την καταστρατήγηση του εν λόγω κανόνα ειδικής δωσιδικίας.

87.      Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο προβάλλει το ενδεχόμενο εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ της ενάγουσας στην κύρια δίκη και της Evonik Degussa, εναγομένης στην κύρια δίκη με έδρα στη Γερμανία, οι οποίες φέρονται να μετέθεσαν μετά την άσκηση της αγωγής την ολοκλήρωση του μεταξύ τους συμβιβασμού, τον οποίον είχαν ήδη οριστικοποιήσει ή τουλάχιστον δρομολογήσει, με μόνο σκοπό να θεμελιωθεί παρέκταση δικαιοδοσίας στο εν λόγω κράτος μέλος (100).

88.      Εφόσον ο προβαλλόμενος καταδολιευτικός χειρισμός, ο οποίος αμφισβητείται εν προκειμένω από τις ενδιαφερόμενες, δεν πιθανολογείται μόνον, αλλά και αποδεικνύεται, μια τέτοια κατάχρηση δικαιώματος –την οποίαν απόκειται στον εθνικό δικαστή να διαπιστώσει−, με σκοπό να εξαιρεθεί ένας ή περισσότεροι εναγόμενοι από τη γενική δωσιδικία των δικαστηρίων του κράτους μέλους κατοικίας τους (101) θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να έχει ως κύρωση τη μη εφαρμογή του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι υπ’ αυτές τις συνθήκες, καθόσον δεν πληρούνταν πράγματι οι κανόνες συνδέσεως κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής (102). Πράγματι, το συμφέρον από το να επιληφθεί το δικαστήριο της έδρας της «εναγομένης‑συνδέσμου» των αγωγών που ασκήθηκαν κατά περισσότερων εναγομένων και να τις συνεκδικάσει, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εξέλιπε από τη στιγμή που μια δεσμευτική συμφωνία έθεσε τέλος, ως προς μια συγκεκριμένη εναγομένη, στη νομική υποχρέωση την οποία θα μπορούσε να προβάλει η ενάγουσα εναντίον της ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου. Πέραν αυτών των συγκεκριμένων περιπτώσεων, δεν συντρέχει, κατά τη γνώμη μου, λόγος να ελεγχθεί και να τιμωρηθεί μια κατάχρηση δικαιώματος σε αυτό το νομικό πλαίσιο.

89.      Διευκρινίζω ότι η ύπαρξη συνάφειας που απαιτείται από το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι παρέχει μια επιλογή προς όφελος του ενάγοντος, ο οποίος αποκτά τη δυνατότητα, κατά τη γνώμη μου και σύμφωνα με την άποψη που εξέφρασαν οι γενικοί εισαγγελείς D. Ruiz‑Jarabo Colomer και P. Mengozzi όσον αφορά το forum shopping, να κάνει χρήση της επιλογής αυτής κατά τον τρόπο που θεωρεί πλέον κατάλληλο και επωφελή, χωρίς αυτό να συνιστά καθεαυτό κατάχρηση δωσιδικίας (103). Επιπλέον, στην περίπτωση των παράνομων συμπράξεων όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η εφαρμογή αυτής της διατάξεως μπορεί εξ ορισμού, δεδομένου του αντικειμένου της, να οδηγήσει έναν ή περισσότερους εναγομένους υπόλογους για τη συμπεριφορά τους ενώπιον δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο της κατοικίας τους, ως εκ τούτου δε οποιαδήποτε ένσταση σχετική με το συγκεκριμένο αυτό αποτέλεσμα προβάλλεται αλυσιτελώς.

90.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εκτιμώ ότι ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας που προβλέπεται από το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση που αποδεικνύεται δεόντως, κατά το επιληφθέν δικαστήριο, ότι ο ενάγων είχε καταλήξει σε δεσμευτικό συμβιβασμό με τον εγκατεστημένο στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου εναγόμενο πριν ασκήσει την αγωγή του και ότι είχε εσκεμμένως αποκρύψει την ύπαρξη αυτής της προγενέστερης συμφωνίας με μόνο σκοπό να εξαιρέσει τον έναν από τους λοιπούς εναγομένους από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του.

 Δ  − Επί της ενδεχόμενης εφαρμογής των ρητρών δικαιοδοσίας και των ρητρών διαιτησίας σε διαφορές όπως αυτή της κύριας δίκης (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

91.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, του οποίου η αιτιολόγηση είναι, δυστυχώς, αρκετά συνοπτική, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του αν, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και διασφαλίζεται από το δικαίωμα των ζημιωθέντων σε αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν για τον λόγο αυτόν (104), θα γινόταν, εν προκειμένω, δεκτή η απόκλιση από τους κανόνες δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα άρθρα 5, σημείο 3, ή/και 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι με την εφαρμογή ρητρών διαιτησίας ή/και ρητρών δικαιοδοσίας (1).

92.      Δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό είδος ρητρών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23 του εν λόγω κανονισμού, αντιθέτως προς τις ρήτρες διαιτησίας, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες της διατάξεως αυτής στο συγκεκριμένο πλαίσιο (2). Επιπλέον, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δέχεται a priori ότι οι δύο κατηγορίες ρητρών τις οποίες επικαλούνται οι εναγόμενες στην κύρια δίκη μπορούν να εφαρμοστούν στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως όπως η κρινόμενη στην κύρια δίκη (105), −θέμα συζητήσιμο, κατά την άποψή μου (4)−, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τεθεί το ερώτημα αν και κατά πόσον τέτοιες ρήτρες μπορούν να παράγουν τα αποτελέσματά τους παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο των συμβάσεων στις οποίες περιέχονται έχει νοθευθεί από την επίδικη παράνομη σύμπραξη (3).

1.      Επί του ζητήματος που υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου

93.      Προκειμένου να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του Landgericht Dortmund, οι εναγόμενες στην κύρια δίκη αντέταξαν ότι ορισμένες από τις συμβάσεις προμήθειας μεταξύ των αγοραστών υπεροξειδίου του υδρογόνου που εκχώρησαν τις αξιώσεις τους στη CDC και των προμηθευτών που έλαβαν μέρος στην παράνομη σύμπραξη επί της οποίας στηρίζονται οι ασκηθείσες αγωγές αποζημιώσεως περιείχαν ρήτρες διαιτησίας και ρήτρες δικαιοδοσίας.

94.      Η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει λεπτομερή περιγραφή των εν λόγω ρητρών. Ωστόσο, από τις παρατηρήσεις της CDC προκύπτει ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγομένων στην κύρια δίκη, κάποιες από τις εν λόγω συμβάσεις προμήθειας περιείχαν τέτοιες ρήτρες, είτε με τη μορφή γενικών όρων που αφορούσαν συγκεκριμένη σύμβαση (106), είτε ως συμβάσεις‑πλαίσια που κάλυπταν περισσότερες συμφωνίες προμήθειας προς έναν πελάτη κατά τη διάρκεια περιόδου ανεξάρτητης από εκείνη της συμπράξεως (107), ενώ ορισμένοι πελάτες είχαν συμφωνήσει περισσότερες ρήτρες με διάφορους προμηθευτές (108) ή διαφορετικές ρήτρες στις διάφορες συμβάσεις που συνήψαν με τους ίδιους προμηθευτές (109). Δεν προκύπτει σαφώς αν οι ρήτρες δικαιοδοσίας προσδιόριζαν μόνο δικαστήρια που είχαν την έδρα τους σε κράτη μέλη ή και δικαστήρια που είχαν την έδρα τους σε τρίτες χώρες.

95.      Σύμφωνα με την αιτιολογία του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, σε περίπτωση που οι εν λόγω ρήτρες καλύπτουν και τις προβαλλόμενες αξιώσεις αποζημιώσεως, κάτι το οποίο απόκειται αποκλειστικά στο ίδιο να διαπιστώσει (110), τίθεται το ζήτημα αν η αρχή της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει την εφαρμογή αυτών των ρητρών, όταν το επιληφθέν μιας τέτοιας αγωγής δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 6, σημείο 1, ή/και του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

96.      Μεταξύ των ενδιαφερομένων διαδίκων που υπέβαλαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, μόνον η CDC ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω ρήτρες δεν θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι, για την επίλυση του προηγούμενου ζητήματος αν μια ρήτρα διαιτησίας ή δικαιοδοσίας καλύπτει πράγματι αξιώσεις αποζημιώσεως όπως οι επίδικες, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω αξιώσεις δεν απορρέουν από τις επίδικες συμβάσεις προμήθειας, αλλά από την αδικοπραξία την οποία συνιστά μια συμφωνία συμπράξεως και η οποία είναι εξωτερικός παράγοντας σε σχέση με τις συμβάσεις αυτές.

97.      Προτού τοποθετηθώ συναφώς, θα ήθελα να προβώ σε ορισμένες σημαντικές, κατά τη γνώμη μου, διευκρινίσεις. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζω ότι οι ρήτρες δικαιοδοσίας με τις οποίες τα μέρη εκ των οποίων το ένα τουλάχιστον έχει την έδρα του στο έδαφος του κράτους μέλους έχουν προσδιορίσει δικαστήριο κράτους μέλους ως αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν ή πρόκειται να προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

98.      Αντιθέτως, οι ρήτρες διαιτησίας αποκλείονται κατ’ αρχήν από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού (111). Επομένως, τα ζητήματα που αφορούν το κύρος και τη δυνατότητα προβολής των τελευταίων αυτών ρητρών θα έπρεπε να διέπονται από το εθνικό δίκαιο καθενός από τα κράτη μέλη, καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις που τα δεσμεύουν (112). Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αν, λόγω του κύριου αντικειμένου της διαφοράς, λόγω δηλαδή της φύσεως των δικαιωμάτων των οποίων επιδιώκεται η προστασία σε μια ένδικη διαδικασία –όπως αυτή της αγωγής αποζημιώσεως–, η κινηθείσα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου διαδικασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, ενδεχόμενο παρεμπίπτον ζήτημα που αφορά εκ προοιμίου τη δυνατότητα εφαρμογής ή ακόμη και το κύρος μιας συμφωνίας περί διαιτησίας εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και, ως εκ τούτου, απόκειται αποκλειστικώς στο εν λόγω δικαστήριο να αποφανθεί σε σχέση με την ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας λόγω της υπάρξεως συμφωνίας περί διαιτησίας, καθώς και σε σχέση με τη δική του δικαιοδοσία δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού αυτού (113).

99.      Παρά τη διαφορά αυτή όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, επιβάλλεται η επισήμανση ότι οι δύο αυτές κατηγορίες ρητρών έχουν ως κοινό αποτέλεσμα τη δυνατότητα αποκλίσεως από τους κανόνες δικαιοδοσίας που εισάγει ο εν λόγω κανονισμός, και τούτο λόγω σεβασμού προς την αυτονομία των μερών κατά τον προσδιορισμό του εθνικού ή διαιτητικού, ανάλογα με την περίπτωση, δικαστηρίου στο οποίο επιθυμούν να εμπιστευθούν την επίλυση των διαφορών τους (114).

100. Εντούτοις, μια ρήτρα δικαιοδοσίας σύμφωνη με το άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι μπορεί να αναγνωρίζει δικαιοδοσία μόνο στα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης και, κατ’ επέκταση, δυνάμει της Συμβάσεως του Λουγκάνο (115), στα δικαστήρια των συμβαλλομένων στη Σύμβαση αυτή κρατών, ενώ μια ρήτρα διαιτησίας μπορεί να ορίζει ως τόπο διεξαγωγής της διαδικασίας διαιτησίας οποιαδήποτε τρίτη χώρα. Ωστόσο, το ενδεχόμενο να μην εφαρμόζονται οι διατάξεις του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, ακόμη και ως κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι πιθανότερο στην περίπτωση κατά την οποίαν αναγνωρίζεται δικαιοδοσία σε διαιτητές ή σε δικαστήρια κρατών μη δεσμευόμενων από την εν λόγω Σύμβαση του Λουγκάνο (116).

101. Δεύτερον, επισημαίνω ότι η σύνδεση μεταξύ των ρητρών δικαιοδοσίας ή των ρητρών διαιτησίας, αφενός, και των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, αφετέρου, είναι περίπλοκη, καθόσον το νομικό πλαίσιο των περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως αυτός προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, παρέχει μεγάλη ποικιλία πιθανών συνδυασμών. Όσον αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα σε πλήρη αποζημίωση βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζω ότι ο χαρακτηρισμός της ευθύνης του παραβάτη της διατάξεως αυτής ως συμβατικής ή εξωσυμβατικής δεν είναι πάντοτε ευχερής και ότι οι έννομες τάξεις των κρατών μελών παρουσιάζουν διαφορές ως προς το σημείο αυτό (117).

102. Η ύπαρξη διάφορων συμβατικών δεσμών μεταξύ των συμμετεχόντων σε σύμπραξη και των ζημιωθέντων από μια τέτοια παράβαση θέτει το ζήτημα αν οι εν λόγω ρήτρες επιτρέπουν την απόκλιση, εν προκειμένω, από τη δικαιοδοσία δικαστηρίου κράτους μέλους βάσει των άρθρων 5 ή 6 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, παρά το γεγονός ότι το κύρος των συμβάσεων στις οποίες εντάσσονται οι ρήτρες αυτές εθίγη από την εν λόγω παράβαση.

103. Επομένως, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής απόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή (118), με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα καλείται κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο να προσδιορίσει αν και με ποιον τρόπο οι αρχές που διέπουν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ μπορούν να επηρεάσουν, κατ’ αρχάς, την εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι στην περίπτωση των ρητρών δικαιοδοσίας που διέπονται από αυτό και, στη συνέχεια, την εφαρμογή άλλων ειδών ρητρών δικαιοδοσίας και ρητρών διαιτησίας, οι οποίες, όμως, διέπονται από εθνικές διατάξεις των κρατών μελών.

2.      Επί του παραμερισμού των κανόνων δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι από ρήτρες δικαιοδοσίας σύμφωνες προς το άρθρο 23 του κανονισμού αυτού

104. Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι η αποκατάσταση ζημιών από παράνομη σύμπραξη, όπως αυτή που ζητείται από την ενάγουσα στην κύρια δίκη, υπόκειται κατά κανόνα στην αυτονομία της βουλήσεως των μερών, καθόσον συνιστά υποχρέωση του αστικού δικαίου, την οποίαν υπέχει οποιοσδήποτε έχει προβεί σε παράνομη πράξη, προς οικονομική αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη άλλος, τομέας στον οποίον τα ουσιαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων είναι διαθέσιμα (119). Ομοίως, ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι δεν αποκλείει τη δυνατότητα των συμβαλλομένων να αναγνωρίζουν δικαιοδοσία ratione loci (120) σε δικαστήριο κράτους μέλους στο πλαίσιο διαφοράς που αφορά τέτοιο ζήτημα, σύμφωνα με το άρθρο του 23.

105. Όσον αφορά τον συνδυασμό μεταξύ των διατάξεων του τελευταίου αυτού άρθρου και εκείνων των άρθρων 5, σημείο 3, ή/και 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, η Kemira υποστηρίζει ορθώς ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, συνάπτοντας συμφωνία για την επιλογή αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, οι συμβαλλόμενοι είχαν τη δυνατότητα να αποκλίνουν όχι μόνον από τη γενική δωσιδικία του άρθρου 2, αλλά και από τις ειδικές δωσιδικίες των άρθρων της 5 και 6 (121). Η Kemira διευκρίνισε, αφενός, ότι «η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται από τη θεώρηση ότι [το εν λόγω] άρθρο 17 στηρίζεται στην αναγνώριση της αυτονομίας της βουλήσεως των μερών όσον αφορά την αναγνώριση δικαιοδοσίας στα δικαστήρια που θα επιληφθούν διαφορών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, πέραν εκείνων που εξαιρούνται ρητώς δυνάμει του άρθρου 17, εδάφιο 2» και, αφετέρου, ότι «μια τέτοια ρήτρα διατηρεί πάντοτε ένα χρήσιμο αποτέλεσμα υπό την έννοια ότι συνεπάγεται τον αποκλεισμό, στις σχέσεις μεταξύ των μερών, άλλων προαιρετικών δωσιδικιών, όπως εκείνων των άρθρων 5 και 6 της Συμβάσεως [των Βρυξελλών]» (122).

106. Το ίδιο ισχύει για τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές του σκέψεις 11 και 14 και με το άρθρο του 23, παράγραφος 5, «[η] αυτονομία των μερών μιας σύμβασης όσον αφορά τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου πρέπει να τηρείται», εκτός εάν πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες έχουν εφαρμογή είτε ειδικοί κανόνες δικαιοδοσίας για την προστασία του ασθενέστερου μέρους (123), είτε οι αποκλειστικοί κανόνες δικαιοδοσίας του άρθρου 22 του κανονισμού αυτού. Πλην των διατάξεων των οποίων η εφαρμογή επιβάλλεται, ως εκ τούτου, ρητώς, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού αυτού, μια ρήτρα δικαιοδοσίας σύμφωνη προς το άρθρο του 23 πρέπει να παράγει πλήρη αποτελέσματα και, ιδίως, να παρέχει αποκλειστική δικαιοδοσία στο επιλεγέν δικαστήριο.

107. Αυτή η υπεροχή της βουλήσεως των μερών ισχύει, ιδίως, σε σχέση με τους σκοπούς του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι που αφορούν τη συγκέντρωση της δικαιοδοσίας και την οικονομία της δίκης και μάλιστα, κατά την άποψή μου, ακόμη και αν η εν λόγω ρήτρα δεν αναφέρει ρητώς ότι τα μέρη επιθυμούν την παρέκκλιση από αυτή τη συγκεκριμένη διάταξη.

108. Όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού, είναι σκόπιμο να εξακριβωθεί εκ των προτέρων εάν μια ρήτρα δικαιοδοσίας προορίζεται πράγματι να εφαρμοστεί σε μια διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία θεωρώ ότι εμπίπτει στις ενοχές εξ αδικοπραξίας και όχι στις εκ συμβάσεως (124), και αν μπορεί να αντιταχθεί σε έναν ενάγοντα όπως η CDC, η οποία υποκαταστάθηκε στις δεσμεύσεις των επιχειρήσεων που της εκχώρησαν τις αξιώσεις τους (125), πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που έχει δώσει σχετικώς το Δικαστήριο.

109. Ειδικότερα, υπενθυμίζω ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι προκύπτει, αφενός, ότι το κύρος μιας ρήτρας δικαιοδοσίας στο πλαίσιο συμβάσεως εξαρτάται από το αν τα συμβαλλόμενα μέρη που τη συνήψαν συνήνεσαν σαφώς στη ρήτρα αυτή και, αφετέρου, ότι το επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει αν υπήρξε όντως σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (126).

110. Επιπλέον, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, μια συμφωνία επιλογής αρμόδιου δικαστηρίου μπορεί να αφορά μόνον τις διαφορές που προέκυψαν ή πρόκειται να προκύψουν «από συγκεκριμένη έννομη σχέση». Ερμηνεύοντας αυτό το τελευταίο κριτήριο υπό το πρίσμα του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «[η] προϋπόθεση αυτή αποβλέπει στο να περιορίζεται το περιεχόμενο της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας μόνο στις διαφορές που ανάγονται στην έννομη σχέση επ’ ευκαιρία της οποίας η εν λόγω συμφωνία συνήφθη. Έχει ως σκοπό να μην καταλαμβάνεται εξαπίνης ένας διάδικος λόγω της υπαγωγής, σε ορισμένη δωσιδικία, όλων των διαφορών που τυχόν θα ανακύψουν στο πλαίσιο των σχέσεων που διατηρεί με τον αντισυμβαλλόμενό του και που θα ανάγονται σε άλλες σχέσεις πλην αυτής επ’ ευκαιρία της οποίας συμφωνήθηκε ο καθορισμός διεθνούς δικαιοδοσίας» (127).

111. Ωστόσο, όπως και η CDC, διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μια ρήτρα δικαιοδοσίας περιεχόμενη σε σύμβαση όπως η επίδικη θα μπορούσε να πληροί την προϋπόθεση μιας σαφούς και χωρίς ελαττώματα συναινέσεως, δεδομένου ότι πρόκειται εδώ για την αναγνώριση δικαιοδοσίας στο δικαστήριο που επελέγη για να επιλύσει διαφορά αφορώσα την ευθύνη από αδικοπραξία ενός από τους συμβαλλομένους λόγω παράνομης συμπράξεως, της οποίας, ωστόσο, η ύπαρξη ήταν άγνωστη στον φερόμενο ως ζημιωθέντα κατά τον χρόνο συνάψεως της σχετικής συμφωνίας.

112. Αντιθέτως, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, καθ’ όλα δυνατόν να αναγνωριστεί η συναίνεση του ζημιωθέντος σε ρήτρα δικαιοδοσίας αν αυτός γνώριζε ήδη την ύπαρξη της απαγορευόμενης από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ συμπράξεως, οπότε και θα παρείχε με πλήρη επίγνωση τη συναίνεσή του σε αυτή τη συμφωνία, η οποία επήλθε μετά τη γένεση της διαφοράς.

113. Επισημαίνω συναφώς ότι η προαναφερθείσα οδηγία 2014/104, η οποία αφορά τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο αγωγές αποζημιώσεως για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, τείνει, μεταξύ άλλων, να ευνοήσει την προσφυγή σε συναινετικούς μηχανισμούς επιλύσεως των διαφορών, όπως ο συμβιβασμός ή η διαιτησία, και να αυξήσει την αποτελεσματικότητά τους (128). Θεωρώ την προσέγγιση αυτή απολύτως βάσιμη, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν δώσει την πλήρη και ελεύθερη συναίνεσή τους προκειμένου να αναγνωριστεί σε συγκεκριμένο δικαστήριο δικαιοδοσία επί των αγωγών αποζημιώσεως από παράνομη σύμπραξη, έστω και αν πρόκειται για διαφορετικό δικαστήριο από εκείνο που θα είχε δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 5, σημείο 3, ή 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

114. Όποια και αν είναι η ανάλυση που θα υιοθετήσει το αιτούν δικαστήριο σε σχέση με τα τελευταία αυτά σημεία, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται επίκληση της αρχής της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και μνημονεύεται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, όταν πρόκειται για την ειδική περίπτωση ρητρών δικαιοδοσίας που εμπίπτουν στο άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.

115. Πράγματι, όταν υφίσταται τέτοια ρήτρα, τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις δεν την προσδιορίζουν, κατά το δίκαιο της Ένωσης, οι εθνικοί κανόνες, αλλά οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου, οι οποίες προβλέπουν τόσο τις προϋποθέσεις του κύρους όσο και τα έννομα αποτελέσματα της ρήτρας αυτής (129). Οι ως άνω σκέψεις σχετικά με τη νομολογιακή ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 23 (130) οδηγούν σαφώς στην υπερίσχυση των ρητρών που είναι σύμφωνες με τις επιταγές του άρθρου αυτού, ειδικά όσον αφορά τη συναίνεση του φερομένου ως ζημιωθέντος από την παράνομη σύμπραξη, έναντι της δικαιοδοσίας που απορρέει από τα άρθρα 5 ή/και 6 του κανονισμού αυτού.

116. Προσθέτω ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών, η οποία αποτελεί έναν από τους πυλώνες του συστήματος δικαστικής συνεργασίας που τέθηκε σε εφαρμογή με τη Σύμβαση των Βρυξελλών και διατηρήθηκε από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι (131), συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, ότι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελέγη από τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού αυτού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν επιτρέπεται η επίκληση της δημοσίας τάξεως προκειμένου να αποτραπεί η εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος με την αιτιολογία ότι το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης έτυχε κακής εφαρμογής επί της ουσίας στο κράτος εκείνο (132).

117. Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι, όταν υφίσταται ρήτρα η οποία αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και έχει νομίμως εφαρμογή στη διαφορά της οποίας αυτό επιλαμβάνεται, το δικαστήριο ενός κράτους μέλους θα πρέπει να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, ακόμη και αν η ρήτρα αυτή οδηγεί στον παραμερισμό των ειδικών κανόνων δικαιοδοσίας που προβλέπονται από τα άρθρα 5 ή/και 6 του κανονισμού αυτού, παρά την αρχή της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων που απορρέει από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

3.      Επί των συνεπειών, σε σχέση με άλλα είδη προβαλλόμενων ρητρών, της αρχής της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων, όπως προκύπτει από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ

118. Όσον αφορά τις ρήτρες δικαιοδοσίας στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, καθώς και τις ρήτρες διαιτησίας, το ζήτημα που τίθεται από το αιτούν δικαστήριο είναι πιο περίπλοκο, καθώς δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, αλλά των κανόνων του εθνικού δικαίου, των οποίων η εφαρμογή πρέπει να είναι σύμφωνη με τις δεσμευτικές διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

119. Υπενθυμίζω συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, όπως αυτή προέκυψε από τις ήδη μνημονευθείσες αποφάσεις Courage και Crehan και Manfredi κ.λπ. (133), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ελλείψει σχετικής κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ρυθμίζει τις λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίον ασκείται το δικαίωμα στην αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από σύμπραξη απαγορευόμενη από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ (134), εφόσον τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, οι οποίες απαιτούν, ιδίως, να μη θίγεται από τους εν λόγω εθνικούς κανόνες η αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης και να λαμβάνεται ειδικότερα υπόψη ο σκοπός του εν λόγω άρθρου (135). Συνεπώς, κατά την άποψή μου, η εφαρμογή εθνικών κανόνων εν προκειμένω δεν μπορεί να επιτρέπει τη χρησιμοποίηση των ρητρών δικαιοδοσίας ή διαιτησίας κατά τρόπον που να θίγει αυτή την αποτελεσματική εφαρμογή.

120. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, το χρήσιμο αποτέλεσμα της απαγορεύσεως που εισάγεται με την παράγραφο του 1 (136) θα διακυβεύονταν εάν δεν επιτρεπόταν σε κάθε πρόσωπο να ζητεί αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε μια σύμβαση ή μια συμπεριφορά που περιορίζει ή νοθεύει τον ανταγωνισμό, όπως η παράνομη σύμπραξη, στην οποία στηρίζονται, εν προκειμένω, οι αξιώσεις της CDC. Πράγματι, η εγγύηση του δικαιώματος διεκδικήσεως μιας τέτοιας αποζημιώσεως μπορεί, μεταξύ άλλων, να αποθαρρύνει συμφωνίες και πρακτικές τέτοιου είδους, οι οποίες, συχνά, είναι κρυφές, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά στη διατήρηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης (137).

121. Σε γενικές γραμμές, όταν υπάρχει ρήτρα διαιτησίας, το δικαστήριο κράτους μέλους υποχρεούται να κρίνει εαυτό αναρμόδιο και να παραπέμπει τα μέρη στη διαιτησία, κατόπιν αιτήματος ενός από αυτά, εκτός εάν διαπιστώσει ότι η προβαλλόμενη σύμβαση διαιτησίας δεν ισχύει πλέον, δεν παράγει αποτελέσματα ή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη διαφορά που φέρεται ενώπιόν του, αφού εξετάσει τη ρήτρα αυτή στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του και υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του εθνικού του δικαίου (138), καθόσον ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι δεν προσδιορίζει τις προϋποθέσεις του κύρους μιας τέτοιας ρήτρας (139). Το ίδιο ισχύει για τις ρήτρες που αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία εθνικού δικαστηρίου χωρίς να εμπίπτουν στο άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού.

122. Ωστόσο, η αρχή του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλει την αποτελεσματική επιβολή της απαγορεύσεως των συμπράξεων στην οποίαν αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αποκλείσει την εφαρμογή των ρητρών δικαιοδοσίας ή διαιτησίας, ιδίως προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα κάθε προσώπου στην πλήρη αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από απαγορευμένη σύμπραξη, όπως οι προβαλλόμενες στην κύρια δίκη.

123. Επιβάλλεται, υπ’ αυτή την έννοια, η επισήμανση ότι, στην απόφαση Eco Swiss, η οποία αφορά τη σχέση μεταξύ της διαιτησίας και των κανόνων ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης, νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ, «μπορεί να θεωρηθεί διάταξη δημοσίας τάξεως» (140). Έκρινε δε ότι «στο μέτρο που ένα εθνικό δικαστήριο οφείλει, σύμφωνα με τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες του, να δεχθεί αίτηση ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως στηριζομένη στη μη λήψη υπόψη των εθνικών κανόνων δημοσίας τάξεως, οφείλει επίσης να δεχθεί μια τέτοια αίτηση που στηρίζεται στη μη λήψη υπόψη της απαγορεύσεως του άρθρου [αυτού]. [Πράγματι,] το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί τα ερωτήματα που αποσκοπούν στην ερμηνεία της απαγορεύσεως του [εν λόγω άρθρου] να μπορούν να εξετάζονται από τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να αποφανθούν επί του κύρους διαιτητικής αποφάσεως και να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, ενδεχομένως, προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου» (141).

124. Κατ’ αναλογίαν, θεωρώ ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να μείνουν ανεφάρμοστες οι ρήτρες διαιτησίας, καθώς και οι ρήτρες δικαιοδοσίας που δεν διέπονται από το άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, σε περίπτωση που η εφαρμογή τους θα έθιγε το χρήσιμο αποτέλεσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Είναι σκόπιμο να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η εν λόγω απόφαση Eco Swiss είναι προγενέστερη των αποφάσεων Courage και Crehan και Manfredi κ.λπ. που αναφέρθηκαν ανωτέρω και που καθιέρωσαν την αναγνώριση, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, δικαιώματος αποκαταστάσεως όλων των ζημιών που υφίστανται οι θιγόμενοι από τους παράνομους περιορισμούς του ελεύθερου ανταγωνισμού, όχι μόνον προς το συμφέρον των εν λόγω θιγομένων, αλλά κυρίως προκειμένου να διαφυλαχθούν τα γενικά συμφέροντα που συνδέονται με την ελευθερία αυτή. Η νομολογία που διαμορφώθηκε μετά τις δύο αυτές αποφάσεις ενίσχυσε περαιτέρω την προσέγγιση αυτή, ενθαρρύνοντας την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων ανταγωνισμού από ιδιώτες (γνωστή ως «private enforcement»), ιδίως χάρη στην άρση των εμποδίων που ενδέχεται να απορρέουν από εθνικές διατάξεις (142).

125. Είναι αληθές ότι η εφαρμογή ρητρών δικαιοδοσίας ή ρητρών διαιτησίας δεν συνιστά καθεαυτήν εμπόδιο για το χρήσιμο αποτέλεσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ρήτρες τέτοιου είδους μπορούν, αν είναι έγκυρες και εφαρμόσιμες στη συγκεκριμένη διαφορά, να παραμερίσουν τις ειδικές δωσιδικίες των άρθρων 5 ή/και 6 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι δεν στερεί κατ’ ανάγκην από τους φερομένους ως ζημιωθέντες λόγω παράνομης συμπράξεως τη δυνατότητα να λάβουν πλήρη αποζημίωση για τον λόγο αυτόν, καθόσον μπορούν πάντοτε να προσφύγουν σε καθένα από τα προβλεπόμενα από τη ρήτρα εθνικά ή διαιτητικά δικαστήρια, έστω και αν, δεδομένης της μεγάλης ποικιλίας των ρητρών που προβάλλονται εν προκειμένω, η εφαρμογή τους θα καθιστούσε αναμφίβολα δυσχερέστερο ένα τέτοιο εγχείρημα.

126. Εντούτοις, είναι, κατά τη γνώμη μου, λεπτό το ζήτημα της πρακτικής εφαρμογής αυτής της θεωρητικής θέσεως στο ειδικό πλαίσιο μιας παράνομης συμπράξεως στην οποίαν εμπλέκονται πολλοί συμμετέχοντες και φερόμενοι ως ζημιωθέντες και της οποίας η εκτέλεση δημιούργησε πλήθος ατομικών συμβάσεων προμήθειας, πιθανώς μεταξύ διαφόρων εταιριών του ομίλου ενός πωλητή ή ενός αγοραστή (143). Πράγματι, στην περίπτωση οριζόντιου περιορισμού του ανταγωνισμού, όπως αυτός στον οποίον στηρίζεται η αγωγή της κύριας δίκης, θεωρώ ότι δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτός ο αποκλεισμός των συνήθων οδών ένδικης προστασίας, εκτός εάν οι φερόμενοι ως ζημιωθέντες έχουν εκφράσει ρητώς τη συναίνεσή τους επ’ αυτού και εφόσον τα εθνικά ή διαιτητικά δικαστήρια στα οποία αναγνωρίστηκε με τη σχετική ρήτρα δικαιοδοσίας υποχρεούνται να εφαρμόσουν τις διατάξεις του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης ως κανόνες δημοσίας τάξεως.

4.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής των ρητρών δικαιοδοσίας και διαιτησίας στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης

127. Το βασικό πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα θα τεθεί εκ προοιμίου για τον εθνικό δικαστή, είναι το αν οι ρήτρες διαιτησίας και οι ρήτρες δικαιοδοσίας τις οποίες επικαλούνται οι εναγόμενες στην κύρια δίκη μπορούν πράγματι να εφαρμοστούν στην επίδικη υπόθεση. Βεβαίως, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (144), μόνον το δικαστήριο που επελήφθη της διαφοράς της κύριας δίκης μπορεί, και μάλιστα οφείλει, να προβεί στην εκτίμηση του κύρους και του πεδίου εφαρμογής μιας ρήτρας δικαιοδοσίας που προβάλλεται ενώπιόν του. Το Landgericht Dortmund, ωστόσο, φαίνεται να θεωρεί, αν και η απόφασή του περί παραπομπής δεν είναι σαφής στο σημείο αυτό, ότι το αντικείμενο της διαφοράς θα μπορούσε να καλύπτεται από τα δύο είδη ρητρών που περιέχονται στις συμβάσεις προμήθειας των οποίων την εφαρμογή ζητούν οι εναγόμενες στην κύρια δίκη.

128. Εντούτοις, όπως επισημαίνουν τόσο η CDC όσο και η Επιτροπή, υπάρχει σοβαρό περιθώριο αμφιβολίας ως προς το αν οι αξιώσεις αποζημιώσεως τις οποίες προβάλλει η ενάγουσα στην κύρια δίκη στηρίζονται στις συμβάσεις στις οποίες περιέχονταν οι ρήτρες αυτές.

129. Κατ’ αναλογίαν με όσα έκρινε το Δικαστήριο σε σχέση με τις ρήτρες δικαιοδοσίας που διέπονται από το άρθρο 23 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι (145), δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι οι δωσιδικίες που στηρίζονται στις διατάξεις του κανονισμού αυτού μπορούν να αποκλειστούν στην περίπτωση που η εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους μέλους επιτρέπει, βάσει άλλου είδους ρητρών δικαιοδοσίας ή διαιτησίας, να υπαχθεί το σύνολο των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ ενός συμβαλλομένου με τον αντισυμβαλλόμενό του και που οφείλονται σε άλλες σχέσεις, πέραν εκείνης επ’ ευκαιρία της οποίας έγινε δεκτή η εν λόγω ρήτρα. Θεωρώ επίσης απαραίτητη εν προκειμένω την ύπαρξη πρόδηλου συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης ρήτρας και μιας συγκεκριμένης έννομης σχέσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί το προβλέψιμο της δικαιοδοσίας.

130. Κατά την άποψή μου, οι αξιώσεις που προβάλλονται εν προκειμένω απορρέουν μάλλον από αδικοπραξία, η οποία έχει τη μορφή συμπράξεως που οργανώθηκε και εφαρμόστηκε μυστικά από τις εναγόμενες στην κύρια δίκη. Πράγματι, η διαφορά της κύριας δίκης έχει ως αντικείμενο τις χρηματικές συνέπειες που προκάλεσε αυτή η δόλια συμπεριφορά, η οποία διακρίνεται ως εκ της φύσεώς της από τις προβαλλόμενες συμβάσεις προμήθειας (146). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δηλαδή προτού ακόμη οι ζημιωθέντες πληροφορηθούν την ίδια την ύπαρξη του ζημιογόνου γεγονότος και των ζημιών που αυτή προκάλεσε, δεν μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ρήτρα δικαιοδοσίας ή ρήτρα διαιτησίας.

131. Κατά τα λοιπά, το αιτούν δικαστήριο προσανατολίζεται επίσης προς αυτόν τον ίδιο χαρακτηρισμό της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον φαίνεται να εκτιμά, όπως προκύπτει ιδίως από τη διατύπωση του δεύτερου προδικαστικού του ερωτήματος, ότι η αγωγή αποζημιώσεως λόγω αστικής ευθύνης που εκκρεμεί ενώπιόν του αφορά ενοχή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, και όχι ενοχή εκ συμβάσεως, κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού (147). Εντούτοις, σε ορισμένα εθνικά νομικά συστήματα, ο χαρακτηρισμός του αντικειμένου της διαφοράς ως αδικοπραξίας δεν αποκλείει καθεαυτόν τη δυνατότητα εφαρμογής των ρητρών δικαιοδοσίας ή των ρητρών διαιτησίας, η οποία εξαρτάται προδήλως από την εκάστοτε συγκεκριμένη διατύπωση της επίμαχης ρήτρας (148).

132. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εφαρμογή ρητρών δικαιοδοσίας ή/και ρητρών διαιτησίας στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω συμπράξεως η οποία έχει κριθεί αντίθετη προς το άρθρο αυτό δεν θίγει καθεαυτήν την αρχή της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων. Εντούτοις, εφόσον κριθεί ότι μια ρήτρα που ανήκει σε κάποια από τις δύο αυτές κατηγορίες μπορεί, δυνάμει του δικαίου ενός κράτους μέλους, να έχει εφαρμογή σε διαφορά σχετική με την ευθύνη εξ αδικοπραξίας που ενδέχεται να προκύπτει από μια τέτοια σύμπραξη, η εν λόγω αρχή δεν επιτρέπει, κατά την άποψή μου, να αναγνωριστεί η σχετική με τη διαφορά αυτή δικαιοδοσία δυνάμει ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση, της οποίας το περιεχόμενο συμφωνήθηκε όταν ο συμβαλλόμενος έναντι του οποίου προβάλλεται η ρήτρα αυτή δεν είχε γνώση της εν λόγω συμπράξεως και του παράνομου χαρακτήρα της και, επομένως, ούτε τη δυνατότητα να προβλέψει το ενδεχόμενο εφαρμογής της ρήτρας στις διεκδικούμενες επ’ αυτής της βάσεως αποζημιώσεις.

V –    Πρόταση

133. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα δύο προδικαστικά ερωτήματα του Landgericht Dortmund (Γερμανία) ως εξής:

1)      α)      Το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι, όταν ένας εναγόμενος εγκατεστημένος στην περιφέρεια της έδρας του δικαστηρίου ενός κράτους μέλους και εναγόμενοι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη ενάγονται από κοινού ενώπιον του δικαστηρίου αυτού με αίτημα την παροχή πληροφοριών και την καταβολή αποζημιώσεως, λόγω ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ (άρθρου 101 ΣΛΕΕ) η οποία έχει διαπιστωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην οποίαν αυτοί συμμετείχαν σε διαφορετικά κράτη μέλη και χρονικά σημεία, είναι σκόπιμη η συνένωση και συνεκδίκαση των αγωγών αυτών, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων, σε περίπτωση που οι αγωγές εκδικαστούν χωριστά.

β)      Το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι η ανάκληση της αγωγής που ασκήθηκε κατά του μόνου από τους από κοινού εναγομένους που είναι εγκατεστημένος στην περιφέρεια της έδρας του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν επηρεάζει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, με την επιφύλαξη, αφενός, ότι η ανάκληση αυτή επήλθε σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας κατά την οποίαν επελήφθη νομίμως το δικαστήριο και, αφετέρου, ότι δεν συνδέεται με δεσμευτικό συμβιβασμό ο οποίος συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και του εν λόγω εναγομένου πριν την ημερομηνία αυτή, αλλά αποσιωπήθηκε, με μόνο σκοπό να αποκλειστεί ο ένας εκ των λοιπών εναγομένων από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

2)      Το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι, όταν εναγόμενοι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη ενάγονται με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως λόγω συμπράξεως η οποία, με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κρίθηκε ενιαία και διαρκής παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (άρθρου 101 ΣΛΕΕ) και στην οποίαν οι εν λόγω εναγόμενοι συμμετείχαν σε διάφορα κράτη μέλη και σε διαφορετικά, από γεωγραφικής και χρονικής απόψεως, σημεία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το ζημιογόνο γεγονός επήλθε, σε σχέση με κάθε εναγόμενο και για το σύνολο των προβαλλόμενων ζημιών ή της συνολικής ζημίας, σε καθένα από τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων συνήφθη ή εφαρμόστηκε η παράνομη σύμπραξη.

3)      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου αυτού, η αρχή της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει την εφαρμογή ρητρών δικαιοδοσίας ή/και ρητρών διαιτησίας σύμφωνων προς το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001, απαγορεύει, όμως, την εφαρμογή ρητρών διαιτησίας ή/και ρητρών δικαιοδοσίας οι οποίες δεν εμπίπτουν στο εν λόγω άρθρο 23, όταν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο επιτρέπει την αναγνώριση της σχετικής με τη διαφορά αυτή δικαιοδοσίας δυνάμει ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση, της οποίας το περιεχόμενο συμφωνήθηκε όταν ο συμβαλλόμενος έναντι του οποίου προβάλλεται η ρήτρα αυτή δεν είχε γνώση της εν λόγω συμπράξεως και του παράνομου χαρακτήρα της.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      ΕΕ L 12, σ. 1. Ο κανονισμός αυτός πρόκειται να αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351, σ. 1), οι περισσότερες διατάξεις του οποίου θα τεθούν σε ισχύ στις 10 Ιανουαρίου 2015.


3 –      ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ. Δεδομένου ότι η διατύπωση του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ είναι, κατ’ ουσίαν, ανάλογη εκείνης των άρθρων 81 ΕΚ και 101 ΣΛΕΕ, όσα θα αναφερθούν στις παρούσες προτάσεις σε σχέση με τις τελευταίες αυτές διατάξεις ισχύουν mutatis mutandis και για την πρώτη.


4 – Σε αντίθεση με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών στη δημόσια σφαίρα («public enforcement»), η οποία εξασφαλίζεται από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού.


5 – Η προβληματική για τη θέσπιση ειδικών κανόνων δικαιοδοσίας για τις συλλογικές προσφυγές σε περίπτωση παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού είχε τεθεί στην πράσινη βίβλο για την αναθεώρηση του κανονισμού Βρυξέλλες Ι [COM(2009) 175 τελικό, σημείο 8.2 στο τέλος], αλλά χωρίς η σχετική διαπίστωση να έχει επιφέρει αλλαγές στον κανονισμό 1215/2012, με τον οποίον ολοκληρώθηκε η αναθεώρηση αυτή.


6 –      Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II») (ΕΕ L 199, σ. 40), το οποίο διέπει αποκλειστικά τα ζημιογόνα γεγονότα που επήλθαν μετά τις 11 Ιανουαρίου 2009 (απόφαση Homawoo, C‑412/10, EU:C:2011:747). Κατά την αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού αυτού, «[ο] ειδικός κανόνας του άρθρου 6 δεν αποτελεί εξαίρεση του γενικού κανόνα του άρθρου 4[, παράγραφος 1], [δηλαδή “το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία”], αλλά μάλλον διευκρίνισή του».


7 –      Απόφαση C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, σχετικάμεδιαδικασίαδυνάμειτουάρθρου 81 τηςΣυνθήκηςγιατηνίδρυσητηςΕυρωπαϊκήςΚοινότηταςκαιτουάρθρου 53 τηςΣυμφωνίαςγιατονΕΟΧκατάτωνAkzoNobelNV, AkzoNobelChemicalsHoldingAB, EKAChemicalsAB, DegussaAG, EdisonSpA, FMCCorporation, FMCForetSA, KemiraOYJ, L’AirLiquideSA, ChemoxalSA, SniaSpA, CaffaroSrl, SolvaySA/NV, SolvaySolexisSpA, TotalSA, ElfAquitaineSAκαιArkemaSA (ΥπόθεσηCOMP/F/C.38.620 – Υπεροξείδιοτουυδρογόνουκαιυπερβορικόάλας) (ΕΕ L 353, σ. 54).


8 – Το υπεροξείδιο του υδρογόνου χρησιμεύει, μεταξύ άλλων, ως λευκαντικό στις βιομηχανίες χάρτου και υφασμάτων, καθώς και για την απολύμανση και τη επεξεργασία λυμάτων. Το υπερβορικό άλας χρησιμοποιείται κυρίως ως δραστική ουσία στα συνθετικά απορρυπαντικά και τις σκόνες πλυσίματος (βλ. όπ.π., σημεία 2, 3 και 4).


9 –      Μια περίληψη των επιβληθέντων προστίμων και των προσφυγών που ασκήθηκαν κατά των σχετικών αποφάσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δικαστηρίου περιέχεται στο δελτίο Τύπου αριθ. 154/13, της 5ης Δεκεμβρίου 2013, προσβάσιμο στην διαδικτυακή διεύθυνση: http://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2013‑12/cp130154fr.pdf


10 –      Στην απόφαση περί παραπομπής αναφέρεται ότι η CDC συνήψε συμφωνίες εκχωρήσεως αξιώσεων αποζημιώσεως με 32 επιχειρήσεις με έδρες σε δεκατρείς διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ διευκρινίζεται ότι ορισμένες από αυτές είχαν προηγουμένως συνάψει τέτοιες συμφωνίες με 39 άλλες επιχειρήσεις.


11 – Οι εναγόμενες ήταν η Akzo Nobel NV (στο εξής: Akzo Nobel), με έδρα στις Κάτω Χώρες, η Solvay SA (στο εξής: Solvay), με έδρα στο Βέλγιο, η Kemira Oyj (στο εξής: Kemira), με έδρα στη Φινλανδία, η Arkema France SA (στο εξής: Arkema France), με έδρα στη Γαλλία (σε σχέση με την οποία η CDC ανακάλεσε, στη συνέχεια, την αγωγή), η FMC Foret SA (στο εξής: FMC Foret), με έδρα στην Ισπανία, καθώς και η Evonik Degussa, η μόνη με έδρα στη Γερμανία (αρχικώς εναγομένη και νυν παρεμβαίνουσα υπέρ των Akzo Nobel, Solvay, Kemira και Arkema France).


12 – Η Chemoxal SA, παρεμβαίνουσα υπέρ των Solvay και FMC Foret, έχει την έδρα της στη Γαλλία, ενώ η Edison SpA (στο εξής: Edison), παρεμβαίνουσα υπέρ των Akzo Nobel, Kemira, Arkema France και FMC Foret, έχει την έδρα της στην Ιταλία.


13 – Επί της έννοιας αυτής, βλ., μεταξύ άλλων, Mestmäcker, E.‑J., Wirtschaft und Verfassung in der Europäischen Union: Beiträge zu Recht, Theorie und Politik der europäischen Integration, Nomos, Baden‑Baden, 2η έκδοση, 2006, ιδίως σ. 30 έως 39 και σ. 116 έως 132, Christodoulidis, E., «A Default Constitutionalism? A Disquieting Note on Europe’s Many Constitutions», στο The many constitutions of Europe, Tuori, K., υπό τη διεύθυνση του Sankari, S., Ashgate, Edinburgh Centre for Law and Society series, 2010, σ. 31 επ., ιδίως σ. 34 έως 38.


14 – Απόφαση Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 36).


15 – Η απόφαση Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 46), η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω ζημίας που προκλήθηκε στην Ένωση από σύμπραξη, υπενθυμίζει ότι «η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται σήμερα με το άρθρο 47 του Χάρτη».


16 – Σχετικά με το γεγονός ότι στη Γερμανία, σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν γίνονται δεκτές οι συλλογικές αγωγές, αλλά ασκούνται παραδεκτώς οι αγωγές εταιριών, όπως η CDC, οι οποίες δημιουργούνται με μόνο σκοπό την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως για λογαριασμό των εταίρων τους, βλ. Derenne, J., «Réparation du dommage concurrentiel dans le droit de l’Union européenne et des États membres», Concurrences, 2014, τεύχος 3, Colloque, σ. 76 έως 78, σημεία 120 και 122.


17 –      Στον τομέα αυτόν, «η δικαστική επιδίωξη αποζημιώσεως δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί ικανοποιητικά» και «οι πιθανότητες του ζημιωθέντος να αποζημιωθεί για τις ζημίες που προκάλεσε μια πρακτική νοθεύσεως του ανταγωνισμού ποικίλλουν σημαντικά αναλόγως του κράτους μέλους» λόγω «της μεγάλης αποκλίσεως μεταξύ των εθνικών διατάξεων που διέπουν τις αγωγές αυτές», σύμφωνα με τον Calisti, D., στο «Quelles propositions de l’Union européenne pour une meilleure réparation des dommages concurrentiels?», Concurrences, 2014, τεύχος 3, σ. 27 έως 31, σημεία 6 και 7. Επί της δυνατότητας συνεκδικάσεως των αγωγών περισσότερων εναγόντων κατά του ίδιου εναγομένου, ιδίως σε υποθέσεις συμπράξεων, βλ. επίσης την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες Ι [COM(2009) 174 τελικό], σημείο 3.5).


18 –      C‑453/99, EU:C:2001:465.


19 –      C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461.


20 –      Όπ.π., σκέψη 95.


21 –      «[Ε]λλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους απόκειται να ορίσει τα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως στηριζόμενων σε παράβαση κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των εν λόγω αγωγών, εφόσον οι οικείες διατάξεις δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αγωγές αποζημιώσεως στηριζόμενες σε παράβαση κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού [αρχή της ισοδυναμίας] και εφόσον οι εν λόγω εθνικές διατάξεις δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την προβολή της αξιώσεως αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από απαγορευόμενη από το άρθρο 81 ΕΚ σύμπραξη ή πρακτική [αρχή της αποτελεσματικότητας]» (όπ.π., σκέψη 72).


22 –      Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και σημείο 75 των παρουσών προτάσεων.


23 – Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι το παράγωγο δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρωτογενές δίκαιο. Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑135/93, EU:C:1995:201, σκέψη 37), με την οποία υπενθυμίζεται ότι, «όταν ένα κείμενο επιδέχεται περισσότερες της μίας ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται εκείνη που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με τη Συνθήκη και όχι εκείνη που συνεπάγεται το ασυμβίβαστό της προς αυτή». Βλ. επίσης απόφαση Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX‑II, EU:C:2013:570, σκέψη 40).


24 –      Βλ. απόφαση flyLAL‑Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 29), και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην ίδια υπόθεση flyLAL‑Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2046, σημείο 48).


25 –      ΕΕ 1982, L 388, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε από τις διαδοχικές συμβάσεις σχετικά με την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη σύμβαση αυτή. Βλ. επίσης την έκθεση του P. Jenard για τη σύμβαση των Βρυξελλών (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, στο εξής: έκθεση Jenard), καθώς και την έκθεση του καθηγητή δρ. P. Schlosser σχετικά με τη Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 9 Οκτωβρίου 1978, καθώς και με το Πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο (ΕΕ 1982 C 388, σ. 20, στο εξής: έκθεση Schlosser).


26 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις OTP Bank (C‑519/12, EU:C:2013:674, σκέψη 21), και Brogsitter (C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψη 19).


27 –      Βλ. ιδίως, όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες I, αποφάσεις Folien Fischer και Fofitec (C‑133/11, EU:C:2012:664, σκέψεις 31 και 32), καθώς και ÖFAB (C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψεις 28 και 29), όσον αφορά το άρθρο του 6, σημείο 1, αποφάσεις Freeport (C‑98/06, EU:C:2007:595, σκέψη 39) και Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψεις 31 και 42), και, όσον αφορά το άρθρο 23 του ίδιου κανονισμού, απόφαση Refcomp (C‑543/10, EU:C:2013:62, σκέψεις 18 και 19).


28 – Βλ. ιδίως, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, απόφαση Benincasa (C‑269/95, EU:C:1997:337, σκέψεις 26 και 27) και, όσον αφορά τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι, απόφαση Melzer (C‑228/11, EU:C:2013:305, σκέψη 35).


29 –      Επί της θέσεως που έλαβε προς την κατεύθυνση αυτή το Δικαστήριο, βλ. υποσημείωση 31 των παρουσών προτάσεων.


30 – Βλ. συναφώς Idot, L., «La dimension internationale des actions en réparation. Choisir sa loi et son juge: Quelles possibilités?», Concurrences, 2014, τεύχος 3, σ. 43 έως 53, ιδίως σημείο 5.


31 –      Κατά την προπαρατεθείσα απόφαση flyLAL‑Lithuanian Airlines (EU:C:2014:2319, σκέψη 28), «[η] αγωγή της [κύριας δίκης] έχει ως αίτημα την αποκατάσταση ζημίας που οφείλεται σε προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Άπτεται, επομένως, των διατάξεων που αφορούν την αστική ευθύνη από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία».


32 –      Δηλαδή των αδικοπραξιών εκείνων των οποίων τα συστατικά στοιχεία, το ζημιογόνο γεγονός και οι επιζήμιες συνέπειες που αυτό προκάλεσε, δεν συνδέονται μεταξύ τους και απαντούν διάσπαρτα στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών.


33 – Διευκρινίζω ότι, στην κρινόμενη υπόθεση, δεν έχει εφαρμογή η δεύτερη περίπτωση που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, σχετικά με τον τόπο «όπου […] ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός», καθόσον η ενάγουσα προβάλλει τις συνέπειες των ζημιογόνων γεγονότων που έχουν ήδη επέλθει.


34 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Hi Hotel HCF (C‑387/12, EU:C:2014:215, σκέψη 27) και Coty Germany (C‑360/12, EU:C:2014:1318, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


35 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Shevill κ.λπ. (C‑68/93, EU:C:1995:61, σκέψεις 27 επ.) και eDate Advertising κ.λπ. (C‑509/09 και C‑161/10, EU:C:2011:685, σκέψη 51).


36 –      Η Επιτροπή προτείνει την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι υπό την έννοια ότι, σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της κύριας δίκης, «ο ενάγων μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως κατά καθενός από τα μέλη της συμπράξεως είτε ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους στο οποίο συνήφθησανκαιεφαρμόστηκαν συμφωνίες εναρμονισμένης πρακτικής (τόποςτουζημιογόνουγεγονότος), είτε ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου η αγορά εθίγη από την περιοριστική του ανταγωνισμού συμπεριφορά (τόπος του αποτελέσματος)∙ τα πρώτα είναι αρμόδια να αποφανθούν επί της αποκαταστάσεως του συνόλου των ζημιών που προκλήθηκαν από την παράβαση των διατάξεων περί συμπράξεων, ενώ τα δεύτερα είναι αρμόδια να αποφανθούν αποκλειστικά επί των ζημιών που προκλήθηκαν εντός του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου» (η υπογράμμιση δική μου).


37 –      Η Kemira υποστηρίζει ότι η κρινόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, ιδίως διότι δεν πρόκειται να συνεισφέρει τίποτε στην εξακρίβωση του ζητήματος αν συνήφθησαν ή εφαρμόστηκαν παράνομες συμφωνίες στην περιφέρεια του αιτούντος δικαστηρίου. Αρκεί, συναφώς, η υπενθύμιση ότι για τα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο στο πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή και ότι το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί σε περιορισμένες μόνον περιπτώσεις (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Pohotovosť, C‑470/12, EU:C:2014:101, σκέψεις 27 επ.), οι οποίες, κατά την άποψή μου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω.


38 – Ειδικότερα, κατά την FMC Foret, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους θα έπρεπε να είναι αρμόδια να κρίνουν μόνον τα αιτήματα που στηρίζονται στο τμήμα εκείνο της παράνομης συμπράξεως που πραγματοποιήθηκε ή/και που παρήγαγε τα αποτελέσματά του στο κράτος μέλος αυτό, ενώ, κατά τη Solvay, θα έπρεπε να διαπιστώνεται, ως κριτήριο συνδέσεως, στενός σύνδεσμος μεταξύ του επιληφθέντος δικαστηρίου και της διαφοράς όσον αφορά κάθε εναγόμενο χωριστά και για το σύνολο των προβαλλόμενων ζημιών.


39 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 15), Melzer (EU:C:2013:305, σκέψεις 22, 34 επ.), Weber (C‑438/12, EU:C:2014:212, σκέψη 40), καθώς και Coty Germany (EU:C:2014:1318, σκέψη 43).


40 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Coty Germany (EU:C:2014:1318, σκέψεις 44 και 45).


41 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kronhofer (C‑168/02, EU:C:2004:364, σκέψεις 14 και 20).


42 – Πράγματι, στις ενοχές εξ αδικοπραξίας, το δικαστήριο του τόπου όπου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός είναι συνήθως καταλληλότερο να αποφανθεί, ιδίως για λόγους εγγύτητας της διαφοράς και ευχέρειας κατά την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Melzer, EU:C:2013:305, σκέψη 27).


43 –      Στην υποσημείωση 34 των παρουσών προτάσεων.


44 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Coty Germany (EU:C:2014:1318, σκέψεις 47 και 48).


45 – Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το πρόβλημα αυτό τίθεται «[α]κόμη και αν γίνει δεκτός ο εκτεταμένος καταλογισμός ευθύνης λόγω ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, νυν 101 ΣΛΕΕ, κατά συναυτουργία».


46 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση flyLAL‑Lithuanian Airlines (EU:C:2014:2319, σκέψη 28).


47 – Αντιθέτως, το εν λόγω άρθρο 5, σημείο 3, θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να εφαρμοστεί στους κάθετους περιορισμούς του ανταγωνισμού –εφόσον η προβαλλόμενη ευθύνη δεν είναι συμβατικής φύσεως–, καθώς και στις συμπράξεις των οποίων η έκταση είναι γεωγραφικώς περιορισμένη, υπό την προϋπόθεση ότι ο τόπος είτε της πράξεως που νοθεύει τον ανταγωνισμό είτε του αποτελέσματός της μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια.


48 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.


49 –      Επί των διαφόρων στοιχείων εξειδικεύσεως της συμπράξεως στην κρινόμενη υπόθεση, βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


50 – EU:C:2013:305, σκέψη 40.


51 –      Πράγματι, η παράλειψη στο πλαίσιο συμπράξεως δεν ισοδυναμεί με πράξη, καθόσον, ως τέτοια, δεν μπορεί να προσδιοριστεί γεωγραφικώς (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση Besix, C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψη 49, όπου η επίδικη συμβατική υποχρέωση συνίστατο σε δέσμευση προς παράλειψη χωρίς κανέναν γεωγραφικό προσδιορισμό).


52 –      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Ρ. Cruz Villalón στις προτάσεις του στην υπόθεση Hejduk (EU:C:2014:2212, σημείο 42) «[έ]να κριτήριο που υποχρεώνει τον ενάγοντα να περιορίσει το εύρος της αγωγής του βάσει εδαφικών κριτηρίων τα οποία είναι δύσκολο ή και αδύνατο να καθοριστούν δεν συνάδει με το πνεύμα του κανονισμού [Βρυξέλλες Ι]».


53 – Κατά την άποψή μου, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως αυτής και εκείνης, επί παραδείγματι, ενός κλασικού καρτέλ το οποίο διαχειρίζεται μια επαγγελματική ένωση ή μιας συμπράξεως της οποίας η δραστηριότητα είναι συγκεντρωμένη σε συγκεκριμένο τόπο λόγω ενός αποκλειστικού τόπου συναντήσεων, δεδομένου ότι στις υποθετικές αυτές περιπτώσεις δεν απαντά αντίστοιχη διασπορά των ζημιογόνων γεγονότων.


54 –      Συγκεκριμένα, με την απόφαση Kone κ.λπ. (C‑557/12, EU:C:2014:1317, σκέψεις 30 επ.), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι «το ενδεχόμενο να υφίσταται ζημία ο πελάτης μιας επιχειρήσεως η οποία δεν μετέχει μεν στη σύμπραξη, επωφελείται όμως των οικονομικών συνθηκών που δημιουργεί η διαμόρφωση των τιμών στην αγορά υπό την επιρροή της τελευταίας, καθόσον αυτός καλείται να καταβάλλει υψηλότερες τιμές από εκείνες που θα ίσχυαν αν η σύμπραξη δεν υπήρχε, συνιστά μία εκ των πιθανών συνεπειών της συμπράξεως, την οποία τα μέλη της δεν μπορούν να αγνοήσουν».


55 –      Με την απόφαση Dumez France και Tracoba (C‑220/88, EU:C:1990:8, σκέψη 20), το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών υπό την έννοια ότι ο εμμέσως ζημιωθείς μπορεί, επί της βάσεως αυτής, να προσφύγει μόνο στο δικαστήριο του τόπου στον οποίον το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε αμέσως τα επιζήμια αποτελέσματά του σε βάρος του αμέσως ζημιωθέντος.


56 – Πράγματι, από τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ι προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός περιορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες κάποιος μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του ενάγοντος (βλ., όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, αποφάσεις Six Constructions, 32/88, EU:C:1989:68, σκέψεις 13 και 14, καθώς και Dumez France και Tracoba, EU:C:1990:8, σκέψη 19).


57 –      Η αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού Ρώμη ΙΙ αναφέρει συναφώς ότι «[η] καθιέρωση ως εφαρμοστέου δικαίου του δικαίου της χώρας στην οποία θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν σχέσεις ανταγωνισμού ή τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών [το οποίο προβλέπεται, σε σχέση με πράξεις περιοριστικές του ελεύθερου ανταγωνισμού, από το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού]» «προστατεύει τους ανταγωνιστές, τους καταναλωτές και το ευρύ κοινό και να εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της οικονομίας αγοράς».


58 – Οι Ashton, D., και Henry, D., στο Competition Damages Actions in the EU, Law and Practice, Elgar Competition Law and Practice Series, Cheltenham, 2013, σ. 179, σημείο 7.030, επισημαίνουν: «[i]n the case of a pan‑European cartel, [the place where the claimant suffered loss] could conceivably be in any Member State, which leads to relatively unrestrained freedom to forum shop in proceedings relating to […] abuses with effects felt throughout Europe».


59 – EU:C:1995:61, σκέψη 33, όπου διευκρινίζεται ότι τα δικαστήρια «[κάθε συμβαλλομένου [στη Σύμβαση των Βρυξελλών] κράτους εντός του οποίου κυκλοφόρησε το δημοσίευμα και, κατά τους ισχυρισμούς του παθόντος, προσβλήθηκε η υπόληψή του [έχουν] διεθνή δικαιοδοσία προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως μόνον για την ηθική βλάβη που υπέστη ο παθών λόγω της κυκλοφορίας του δυσφημιστικού δημοσιεύματος εντός του κράτους του δικάζοντος δικαστηρίου» (η υπογράμμιση δική μου).


60 –      Πράγματι, τα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους είναι τα καταλληλότερα να εκτιμήσουν τη φύση και την έκταση των ζημιών που προκαλούνται επί του εδάφους του αντίστοιχου κράτους.


61 – Βλ. το συγκεκριμένο παράδειγμα που αναφέρει ο Idot, L., στο «La dimension internationale des actions en réparation. Choisir sa loi et son juge: Quelles possibilités?», όπ.π., σημείο 34.


62 – EU:C:2012:664.


63 –      Σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 1, σ. 1), προκειμένου να διασφαλιστεί η «[ο]μοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού», «[ό]ταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 81 της συνθήκης [νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή». Η απόφαση Otis κ.λπ. (EU:C:2012:684, σκέψη 51) διευκρινίζει ότι «[η] αρχή αυτή ισχύει και όταν τα εθνικά δικαστήρια επιλαμβάνονται αγωγής αποζημιώσεως για ζημία προκληθείσα από σύμπραξη ή πρακτική η οποία κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ με απόφαση του οργάνου αυτού».


64 – EU:C:2002:99, σκέψη 55. Σύμφωνα με τη διατύπωση της αποφάσεως αυτής, «ο ειδικός, ως προς ζητήματα εκ συμβάσεων, κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση που […] ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής που αποτελεί τη νομική βάση της αγωγής δεν μπορεί να καθοριστεί, λόγω του ότι η επίδικη συμβατική παροχή συνίσταται σε δέσμευση περί παραλείψεως χωρίς κανένα γεωγραφικό περιορισμό και, επομένως, χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα τόπων όπου εκπληρώθηκε ή έπρεπε να εκπληρωθεί» (η υπογράμμιση δική μου).


65 –      Η διαπίστωση συνάφειας απαντά, βεβαίως, και στο πλαίσιο του άρθρου 28 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, αλλά με διαφορετικό τρόπο (βλ. υποσημείωση 70 των παρουσών προτάσεων).


66 –      Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


67 – Βλ., μετά την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου για την ερμηνεία του άρθρου 6, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, απόφαση Καλφέλης (189/87, EU:C:1988:459, σκέψη 10) και στη συνέχεια, όσον αφορά το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, μεταξύ άλλων, απόφαση Reisch Montage (C‑103/05, EU:C:2006:471, σκέψεις 27 έως 30).


68 –      Η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι διευκρινίζει ότι «[η] κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας» και το άρθρο του 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι, για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει την καταστατική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της.


69 – Όπως υπενθυμίζεται στην απόφαση Freeport (EU:C:2007:595, σκέψη 53), η προϋπόθεση αυτή δεν υπήρχε στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αλλά μνημονεύθηκε στην απόφαση Καλφέλης (EU:C:1988:459, σκέψη 12) σχετικά με την ερμηνεία της διατάξεως αυτής και στη συνέχεια καθιερώθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος την περιέλαβε στη διατύπωση του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.


70 –      Η προϋπόθεση αυτή που εισάγεται με το άρθρο 6, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού διατυπώνεται με τον ίδιο τρόπο στο άρθρο του 28, το οποίο ορίζει την έννοια της συνάφειας στις περιπτώσεις συγκρούσεως μεταξύ δικαστηρίων που και τα δύο έχουν εν δυνάμει δικαιοδοσία, ενώ, αντιθέτως, το άρθρο 6, σημείο 1, προβλέπει παρέκταση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου έναντι των εναγομένων που δεν θα καλύπτονταν από αυτήν κατ’ αρχήν. Στην απόφαση Tatry (C‑406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 53), σχετικά με το άρθρο 22 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αντίστοιχο του άρθρου 28 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι αρκεί να «υπάρχει κίνδυνος αλληλοσυγκρουόμενων λύσεων, ακόμη και αν είναι δυνατή η αυτοτελής εκτέλεση καθεμιάς αποφάσεως και οι έννομες συνέπειές τους δεν αλληλοαναιρούνται».


71 –      Βλ. απόφαση Painer (C‑145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 77), η οποία αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 15 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.


72 –      Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις Glaxosmithkline και Laboratoires Glaxosmithkline (C‑462/06, EU:C:2008:299, σκέψη 28), καθώς και Painer (EU:C:2011:798, σκέψη 74).


73 –      Πράγματι, η απόφαση Glaxosmithkline και Laboratoires Glaxosmithkline (EU:C:2008:299, σκέψεις 20 επ.) αποκλείει την προσφυγή στη διάταξη αυτή όταν έχουν εφαρμογή οι κανόνες δικαιοδοσίας για την προστασία του ασθενέστερου διαδίκου, όπως προβλέπονται από το τμήμα 5 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.


74 –      Η Kemira ισχυρίζεται ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι το αιτούν δικαστήριο δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να στηρίξει τη δικαιοδοσία του στο άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, καθόσον αρμόδιο ratione loci είναι μόνον το Landgericht Essen (περιφερειακό δικαστήριο του Essen, Γερμανία) και όχι το Landgericht Dortmund, δεδομένου ότι η έδρα του «εναγομένου‑συνδέσμου» βρίσκεται στο Essen. Είναι αληθές ότι η διάταξη αυτή αφορά το δικαστήριο του τόπου τηςκατοικίας ενός των εναγομένων και όχι όλα τα δικαστήρια του κράτους μέλους, όπως το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού. Εντούτοις, ένας εθνικός κανόνας μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να συγκεντρώνει τη δικαιοδοσία ratione materiae, ιδίως σε υποθέσεις ανταγωνισμού, όπως το άρθρο 89 του νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen, GWB) στη Γερμανία, υπό την προϋπόθεση ότι ο κανόνας αυτός δεν εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος των διασυνοριακών διαφορών σε σχέση με τις εσωτερικές, κατά τρόπον ώστε οι πρώτες να αποκλείονται από τη δικαιοδοσία δικαστηρίου που θα ήταν κανονικά αρμόδιο τόσο ratione loci όσο και ratione materiae (βλ. κατ’ αναλογίαν τις προτάσεις μου στην υπόθεση Sanders και Huber, C‑400/13 και C‑408/13, EU:C:2014:2171, σημεία 58 επ., υποσημείωση 72).


75 – Απόφαση Sapir κ.λπ. (EU:C:2013:228, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


76 –      Βλ. συναφώς υποσημείωση 63 των παρουσών προτάσεων.


77 –      Το εν λόγω δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στα σημεία 31 και 324 έως 327 της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής.


78 – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις Sapir κ.λπ. (EU:C:2013:228, σκέψη 44) και Painer (EU:C:2011:798, σκέψη 84).


79 – Βλ. απόφαση Καλφέλης (EU:C:1988:459, σκέψη 9), καθώς και προπαρατεθείσα έκθεση Jenard, ιδίως σ. 26 (η υπογράμμιση δική μου).


80 – Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι αυτό ισχύει στην περίπτωση «της Γερμανίας, της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών, του Βελγίου, της Φινλανδίας και της Σουηδίας» και ότι «το ίδιο εφαρμοστέο καθεστώς για την ευθύνη εξ αδικοπραξίας ισχύει στην Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία, την Αυστρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, την Τσεχία, τη Δανία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Πολωνία και την Πορτογαλία».


81 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 37 και άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβιάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 349, σ. 1).


82 –      Βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση Solvay (C‑616/10, EU:C:2012:445, σκέψη 28).


83 – Στην απόφαση Sapir κ.λπ. (EU:C:2013:228, σκέψεις 47 και 48), το Δικαστήριο τόνισε ότι, έστω και αν η νομική βάση που προβάλλεται προς στήριξη της αγωγής κατά του ενδεκάτου εναγομένου της κύριας δίκης είναι διαφορετική από αυτή στην οποία στηρίζεται η αγωγή που ασκήθηκε κατά των λοιπών εναγομένων, η ανάγκη εκδόσεως ενιαίας αποφάσεως υφίσταται, εφόσον οι αξιώσεις που προβάλλονται με τις διάφορες αγωγές υπηρετούν όλες το ίδιο συμφέρον.


84 – Βλ. αποφάσεις Painer (EU:C:2011:798, σκέψη 83) και Solvay (EU:C:2012:445, σκέψη 29).


85 – Βλ. παράγραφο 3, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου 6, καθώς και, σχετικά με τους όρους εφαρμογής της διατάξεως αυτής, Fitchen, J., «The Applicable Law in Cross-Border Competition Law Actions and Article 6(3) of Regulation 864/2007», σε Cross-Border EU Competition Law Actions, Mihail, D., Becker, F., και Beaumont, P. (υπό τη διεύθυνση του τελευταίου), Hart Publishing, Oxford, 2013, σ. 297 επ., ιδίως σ. 323 επ.


86 –      Η αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Ρώμη II αναφέρει ρητώς ότι «[τ]ο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις [του] θα πρέπει να συνάδουν προς τον κανονισμό [Βρυξέλλες Ι]». Στο πλαίσιο της ερμηνευτικής αποστολής του, το Δικαστήριο προέβη ήδη σε προσέγγιση των κανόνων δικαιοδοσίας του κανονισμού Βρυξέλλες Ι με τους κανόνες συγκρούσεως πιο πρόσφατων νόμων που προέκυψαν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Pammer και Hotel Alpenhof, C‑585/08 και C‑144/09, EU:C:2010:740, σκέψεις 43, 74 και 84, καθώς και Football Dataco κ.λπ., EU:C:2012:642, σκέψεις 29 και 31).


87 –      Βλ. υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.


88 – Γνωστής και ως αρχής του forum perpetuum ή της perpetuatio fori, σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιείται στην απόφαση περί παραπομπής.


89 – Η Evonik Degussa περιόρισε τις παρατηρήσεις της σε μια ένσταση απαραδέκτου του σκέλους αυτού του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος λόγω υποθετικού χαρακτήρα και αλυσιτελούς υποβολής του. Κατά την άποψή μου, αυτή η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί βάσει της νομολογίας που παρατέθηκε ανωτέρω, στην υποσημείωση 37.


90 – EU:C:2006:471, σκέψεις 27 έως 31 (η υπογράμμιση δική μου). Στην περίπτωση εκείνη, ο εθνικός κανόνας που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής λόγω απαραδέκτου σε σχέση με τον «εναγόμενο‑σύνδεσμο» συνίστατο στην απαγόρευση ασκήσεως ατομικών αγωγών των πιστωτών κατά πτωχεύσαντος δανειστή.


91 – EU:C:2007:595, σκέψη 54.


92 –      Εν προκειμένω, με την απόφαση περί παραπομπής διευκρινίζεται ότι η αγωγή επιδόθηκε στη γερμανική εταιρία Evonik Degussa στις 7 Απριλίου 2009 και ότι οι λοιπές εναγόμενες στην κύρια δίκη έλαβαν μεταφρασμένο το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής τον Αύγουστο του 2009, ενώ η αγωγή έναντι της Evonik Degussa ανακλήθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2009.


93 –      Το εν λόγω άρθρο 30 προβλέπει ότι, «[γ]ια τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν: 1. από την κατάθεση στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο ή 2. εάν το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, μόλις παραληφθεί από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο».


94 – Εξάλλου, με την απόφαση Καλφέλης (EU:C:1988:459, σκέψη 11), το Δικαστήριο εισήγαγε επισήμως σύνδεσμο μεταξύ του κανόνα δικαιοδοσίας που προβλέπεται από το άρθρο 6, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (αντίστοιχο του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I) και των σχετικών με τη συνάφεια διατάξεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο της 22 (αντίστοιχο του άρθρου 28 του εν λόγω κανονισμού).


95 –      Βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και τις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού 1215/2012, ο οποίος, ως λεπτομερέστερος στο σημείο αυτό, επιφέρει περαιτέρω βελτιώσεις.


96 –      Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις Reisch Montage (EU:C:2006:471, σκέψη 32) και Painer (EU:C:2011:798, σκέψη 78, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


97 – Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση (βλ. σ. 27), στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση Καλφέλης (EU:C:1988:459, σκέψη 9), από την απαίτηση να υφίσταται «συνάφεια μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά καθενός των εναγομένων» προκύπτει ότι μια αγωγή δεν μπορεί να ασκηθεί «με μοναδικό σκοπό να αποσπάσει έναν από τους εναγομένους αυτούς από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του».


98 – EU:C:2007:595, σκέψη 54 (η υπογράμμιση δική μου).


99 – Βλ. μεταξύ άλλων Michinel Álvarez, M. A., «Jurisprudencia española y comunitaria de Derecho internacional privado», Revista Española de Derecho Internacional, 2007, τεύχος 2, σ. 754 έως 757, Idot, L., «Pluralité de défendeurs et fraude à la compétence juridictionnelle», Europe, 2007, Δεκέμβριος, σχολιο τεύχος 364, σ. 35 έως 36, Würdinger, M., «RIW‑Kommentar», Recht der Internationalen Wirtschaft, 2008, τεύχος 1‑2, σ. 71 έως 72, Scott, A., «‘Réunion’ Revised? Freeport v. Arnoldsson», Lloyd’s Maritime and Commercial Law Quarterly, 2008, τεύχος 2, σ. 113 έως 118.


100 –      Στην απόφαση περί παραπομπής αναφέρεται ότι «[μ]ε βάση τη χρονική εξέλιξη της διαδικασίας για τη μερική ανάκληση της αγωγής και λαμβανομένης υπόψη της δικονομικής συμπεριφοράς της ενάγουσας και της πρώην κύριας εναγομένης και νυν παρεμβαίνουσας Evonik Degussa GmbH δεν είναι απλώς δυνατόν, αλλά μάλλον πιθανό να είχε επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία, τουλάχιστον επί της ουσίας και όσον αφορά τα κυριότερα σημεία, πριν από την κατάθεση της αγωγής».


101 –      Σχετικά με την κατάχρηση δικαιώματος, και ειδικότερα με τη διαφορά στις συνέπειες που μπορεί να έχει, αφενός, σε υποθέσεις ανταγωνισμού και, αφετέρου, ως ελάττωμα του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, βλ. Usunier, L., «Le règlement Bruxelles I bis et la théorie de l’abus de droit», στο Le nouveau règlement Bruxelles I bis, Règlement n° 1215/2012 du 12 décembre 2012 concernant la compétence judiciaire, la reconnaissance et l’exécution des décisions en matière civile et commerciale, υπό τη διεύθυνση του Guinchard, E., Bruylant, Βρυξέλλες, 2014, σ. 449 επ., ιδίως σ. 473.


102 –      Η Επιτροπή ορθώς εκτιμά συναφώς ότι η προϋπόθεση της συνάφειας που απαιτεί το ως άνω άρθρο 6, σημείο 1, δεν θα πληρούνταν εάν η ενάγουσα και η «εναγομένη‑σύνδεσμος» είχαν πράγματι καταλήξει σε συμβιβασμό σχετικά με την επίδικη νομική κατάσταση πριν την άσκηση της αγωγής, αλλά ότι η ενάγουσα άσκησε παρόλα αυτά την αγωγή κατά της εν λόγω εναγομένης, αποσιωπώντας την ύπαρξη συμβιβασμού, με αποκλειστικό σκοπό να εξαιρέσει μία από τις λοιπές εναγόμενες από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου αυτή είχε την έδρα του.


103 –      Στην υποσημείωση 27 των προτάσεών του στην υπόθεση Freeport (C‑98/06, EU:C:2007:302), ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi ανέφερε ότι «[ε]ντός ορισμένων ορίων, το forumshopping, που νοείται –σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer– ως “επιλογή δικαστηρίου με βάση τα πλεονεκτήματα που μπορεί να συνεπάγεται το ουσιαστικό δίκαιο (ακόμη και το δικονομικό) που εφαρμόζει το δικαστήριο αυτό” (βλ. προτάσεις […] στην υπόθεση C-440/97, Groupe Concord, [EU:C:1999:146], υποσημείωση 10), είναι αναμφίβολα νόμιμο» (η υπογράμμιση δική μου).


104 – Η απόφαση Manfredi κ.λπ. (EU:C:2006:461, σκέψη 60) επισημαίνει ότι «[η] πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 ΕΚ [άρθρο 101 ΣΛΕΕ] και, ειδικότερα, η πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού θα διακυβεύονταν αν δεν παρεχόταν σε κάθε υποκείμενο δικαίου η δυνατότητα να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από σύμβαση ή συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. […] απόφαση Courage και Crehan, [EU:C:2001:465], σκέψη 26)».


105 –      Το Landgericht Dortmund αναφέρει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ρήτρες δικαιοδοσίας μπορούν εγκύρως να αντιταχθούν στις νομοθετικές διατάξεις περί δικαιοδοσίας, πρέπει, διά της ερμηνείας τους, να προσδιοριστεί ποιες διαφορές καλύπτουν οι ρήτρες αυτές, διευκρινίζοντας ότι ο εθνικός δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος προς τούτο, καθώς και ότι το ίδιο ισχύει για τις ρήτρες διαιτησίας.


106 – Η CDC αναφέρει ως παράδειγμα «τη σύμβαση προμήθειας της 20ής Ιουνίου 1996, η οποία αφορούσε συγκεκριμένη προμήθεια υπεροξειδίου του υδρογόνου του ομίλου FMC προς το γερμανικό εργοστάσιο της υποκατασταθείσας στη δίκη Stora Enso Oyj και περιείχε την εξής ρήτρα: “Τα μέρη συμφωνούν ότι το δικαστήριο του Düsseldorf [Γερμανία] είναι αρμόδιο για την επίλυση κάθε διαφοράς από την παρούσα σύμβαση”».


107 –      Η CDC παραθέτει ως παράδειγμα «τη σύμβαση-πλαίσιο που συνήφθη μεταξύ της Oy Finnish Peroxides AB και της υποκατασταθείσας στη δίκη Stora Enso Oyj στις αρχές Μαρτίου 2011, η οποία αφορούσε τις προμήθειες της περιόδου από 1ης Φεβρουαρίου 2001 έως 31 Ιανουαρίου 2002 και περιείχε την ακόλουθη ρήτρα: “Όλες οι διαφορές, αμφισβητήσεις ή ισχυρισμοί που προκύπτουν ή συνδέονται με την παρούσα σύμβαση, η καταγγελία ή η ακύρωση της συμβάσεως υποβάλλονται στην κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου σύμφωνα με τους κανόνες του εμπορικού επιμελητηρίου του Ελσίνκι. Η διαδικασία διαιτησίας λαμβάνει χώρα στο Ελσίνκι της Φινλανδίας”».


108 – Όπως στην περίπτωση της Stora Enso Oyj στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στις δύο προηγούμενες υποσημειώσεις.


109 –      Η CDC αναφέρει ότι «η Kernira Kemi AB και η υποκατασταθείσα Södra Cell AB [συμφώνησαν] στις 27 Ιουνίου 1996, για την περίοδο των προμηθειών μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1996 έως 31 Δεκεμβρίου 1998, ότι η διαδικασία διαιτησίας θα λάμβανε χώρα στη Στοκχόλμη [Σουηδία], και στις 2 και στις 30 Απριλίου 1999, για περίοδο παραδόσεων που δεν αναφέρεται, ότι η διαδικασία διαιτησίας θα ελάμβανε χώρα στο Malmö [Σουηδία]».


110 –      Βλ. συναφώς υποσημείωση 127 των παρουσών προτάσεων.


111 – Πράγματι, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τη διαιτησία. Ανάλογη διάταξη περιεχόταν στη Σύμβαση των Βρυξελλών, σχετικά με την οποία το σημείο 63 της προαναφερθείσας εκθέσεως Schlosser ανέφερε ότι «η εν λόγω σύμβαση δεν περιορίζει την ελευθερία των μερών να υποβάλουν τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση των διαδικασιών για τις οποίες η Σύμβαση προβλέπει αποκλειστική δικαιοδοσία. Βεβαίως, η Σύμβαση δεν απαγορεύει στους εθνικούς νομοθέτες να κηρύσσουν άκυρες τις συμφωνίες περί διαιτησίας οι οποίες αφορούν διαφορές για τις οποίες υφίστανται αποκλειστικές δικαιοδοσίες είτε δυνάμει του εθνικού δικαίου είτε δυνάμει της Συμβάσεως».


112 –      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών τη διαιτησία, με την αιτιολογία ότι αυτή αποτελούσε ήδη το αντικείμενο διεθνών συμβάσεων, τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν να αποκλείσουν τη διαιτησία καθ’ όλες τις πλευρές της, περιλαμβανομένων και των διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και ότι ο αποκλεισμός αυτός εκτείνεται σε μια τέτοια διαδικασία που έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση της δικαιοδοσίας διαιτητικού δικαστηρίου, ακόμη και αν η σχετική διαφορά θέτει εκ προοιμίου το ζήτημα της υπάρξεως ή της ισχύος συμφωνίας περί διαιτησίας (βλ. απόφαση Rich, C‑190/89, EU:C:1991:319, σκέψη 18, καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon στην υπόθεση εκείνη, C‑190/89, EU:C:1991:58, και απόφαση Van Uden, C‑391/95, EU:C:1998:543, σκέψεις 31 και 32).


113 – Απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (C‑185/07, EU:C:2009:69, σκέψεις 26 και 27).


114 –      Ο σεβασμός προς την αυτονομία της βουλήσεως των μερών μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.


115 –      Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 (ΕΕ L 319, σ. 9), μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ορισμένων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), παράλληλη προς τη Σύμβαση των Βρυξελλών και αναθεωρημένη με σύμβαση που υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Βασιλείου της Δανίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, του Βασιλείου της Νορβηγίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας [βλ. επεξηγηματική έκθεση του F. Pocar επί της τελευταίας αυτής Συμβάσεως, (ΕΕ 2009, C 319, σ. 1)].


116 –      Η Επιτροπή παρατηρεί συναφώς ότι τα εθνικά δικαστήρια, τουλάχιστον όλα εκείνα που εδρεύουν στο έδαφος της Ένωσης, υποχρεούνται, βάσει του πρωτογενούς δικαίου, να μεριμνούν για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, μόνον οι ρήτρες που αναγνωρίζουν δικαιοδοσία σε δικαστήριο εκτός του εδάφους αυτού θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόβλημα από την άποψη της αρχής της αποτελεσματικής επιβολής της απαγορεύσεως των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης.


117 –      Βλ. σημείο 37 των παρουσών προτάσεων.


118 –      Βλ. σημείο 127 των παρουσών προτάσεων.


119 –      Αντιθέτως, το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού Ρώμη ΙΙ προβλέπει ότι «[δ]εν χωρεί παρέκκλιση από το εφαρμοστέο [στις μη συμβατικές ενοχές] σύμφωνα με το παρόν άρθρο [με τίτλο “Αθέμιτος ανταγωνισμός και πράξεις που περιορίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό”] δίκαιο δυνάμει συμφωνίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14», δηλαδή «[συμφωνίας μεταγενέστερης] της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος» ή «εφόσον […] τα μέρη ασκούν εμπορική δραστηριότητα, επίσης με συμφωνία η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης πριν από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος», η οποία να πληροί επιπλέον τις λοιπές προϋποθέσεις που θέτει το τελευταίο αυτό άρθρο.


120 – Επισημαίνω ότι, αντιθέτως, η έκφραση της βουλήσεως των μερών με ρήτρα δικαιοδοσίας δεν μπορεί να μεταβάλει τη δικαιοδοσία ratione materiae του δικαστηρίου ενός κράτους μέλους, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον νόμο του κράτους αυτού.


121 – Βλ. απόφαση Estasis Saloti di Colzani (24/76, EU:C:1976:177, σκέψη 7).


122 – Βλ. απόφαση Meeth (23/78, EU:C:1978:198, σκέψη 5).


123 –      Πράγματι, όσον αφορά τις ασφαλιστικές, καταναλωτικές και εργασιακές συμβάσεις, η αυτονομία αυτή είναι περιορισμένη (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 11, 13 και 14, καθώς και άρθρα 13, 17 και 21 του κανονισμού αυτού).


124 –      Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτό σε σχέση με το διακύβευμα των ρητρών συμβιβασμού και των ρητρών δικαιοδοσίας, βλ. τις σκέψεις κατωτέρω, στα σημεία 127 επ.


125 –      Σύμφωνα με την απόφαση Coreck (C‑387/98, EU:C:2000:606, σκέψεις 19 επ.), το εθνικό δίκαιο που έχει εφαρμογή στην ουσία της υποθέσεως είναι εκείνο που καθορίζει αν ένας τρίτος στην αρχική σύμβαση έχει υποκατασταθεί στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός από τα αρχικά μέρη, ούτως ώστε να μπορεί να αντιταχθεί προς αυτόν ρήτρα δικαιοδοσίας, έστω και αν, εξ ορισμού, δεν συνήνεσε σε αυτήν κατά τη σύναψη της συμβάσεως.


126 –      Απόφαση Refcomp (EU:C:2013:62, σκέψεις 27 επ.).


127 – Βλ. απόφαση Powell Duffryn (C‑214/89, EU:C:1992:115, σκέψη 31, η υπογράμμιση δική μου).


128 –      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 48 επ. της εν λόγω οδηγίας, καθώς και την πρόταση της Επιτροπής που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω πράξεως COM(2013) 404 τελικό, ιδίως σ. 22 επ., σημείο 4.6]. Τόσο η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (βλ. ΕΕ 2014, C 67, σ. 83, σημείο 4.7) όσο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. το σημείωμα με τίτλο «Analysis of the final compromise text with a view to agreement», της 24ης Μαρτίου 2014, 8088/14 RC 6 JUSTCIV 76 CODEC 885, ιδίως σ. 4, 12 και 37 επ.) και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [βλ. νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και θέση που καθορίστηκε σε πρώτη ανάγνωση της 17ης Απριλίου 2014, P7_TA(2014)0451, αιτιολογική σκέψη 43 και άρθρα 18 και 19] αποφάνθηκαν επί της εν λόγω προτάσεως και συμφώνησαν υπέρ των εν λόγω μηχανισμών.


129 –      Συναφώς, το άρθρο 25, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1215/2012 διευκρινίζει ότι «[η] εγκυρότητα μιας συμφωνίας καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν επιδέχεται προσβολής εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβαση δεν είναι έγκυρη», σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας μιας τέτοιας ρήτρας σε σχέση με τις ουσιαστικές διατάξεις της συμβάσεως στην οποίαν εντάσσεται, η οποία καθιερώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Benincasa (EU:C:1997:337, σκέψεις 24 επ.). Επιπλέον, από την απόφαση Effer (38/81, EU:C:1982:79, σκέψεις 7 επ.) απορρέει ότι μια τέτοια ρήτρα πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη και αν η διαφορά αφορά την κατάρτιση της συμβάσεως.


130 –      Βλ. σημεία 105 επ. των παρουσών προτάσεων.


131 –      Βλ. ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.


132 –      Στην απόφαση Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψεις 29 επ.), το Δικαστήριο έκρινε ότι «η πλάνη στην οποία ενδεχομένως υπέπεσε το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως κατά την εφαρμογή ορισμένων κανόνων κοινοτικού δικαίου», όπως «οι αρχές […] του ελεύθερου ανταγωνισμού», «δεν συνιστά κατάφωρη παράβαση ουσιώδους κανόνα δικαίου στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως», καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, «θα διακυβεύονταν ο σκοπός της Συμβάσεως», ενώ υπενθύμισε ότι τα άρθρα 29 και 34, τρίτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (στα οποία αντιστοιχούν τα άρθρα 36 και 45, παράγραφος 2, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι) ορίζουν ότι «[α]ποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως». Επί του ελέγχου, για λόγους δημοσίας τάξεως, του αν τηρήθηκαν οι βασικές αρχές της δίκαιης δίκης, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση flyLAL‑Lithuanian Airlines (EU:C:2014:2319, σκέψεις 46 έως 54).


133 –      Σημείο 30 των παρουσών προτάσεων. Βλ. επίσης απόφαση Kone κ.λπ. (EU:C:2014:1317, σκέψεις 21 επ. καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


134 –      Βλ. ιδίως, απόφαση Kone κ.λπ. (EU:C:2014:1317, σκέψεις 24 επ., καθώς και σκέψη 32). Η δυνατότητα αυτή συνδέεται με αυτό που συνήθως αποκαλείται δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών.


135 – Σκοπός ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της διατηρήσεως του αποτελεσματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, με αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών σύμφωνα με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού.


136 – Υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου παράγουν άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών και γεννούν για τους διαδίκους δικαιώματα και υποχρεώσεις, των οποίων τα δικαστήρια των κρατών μελών υποχρεούνται να επιβάλλουν τον σεβασμό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kone κ.λπ., EU:C:2014:1317, σκέψη 20).


137 –      Όπ.π. (σημεία 21 επ.). Η αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας, COM(2013) 404 τελικό (σ. 2 και 4), επισημαίνει ότι «[η] αξίωση αποζημιώσεων για παραβιάσεις των άρθρων 101 ή 102 [ΣΛΕΕ] αποτελεί ένα σημαντικό τομέα της επιβολής της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού της ΕΕ από ιδιωτικούς φορείς» και ότι, ως εκ τούτου, «[ο] δεύτερος κύριος στόχος [της προτάσεως αυτής] είναι η διασφάλιση ότι τα θύματα των παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ θα μπορούν να λαμβάνουν αποζημίωση για τη ζημία που έχουν υποστεί».


138 –      Οι εφαρμοστέες διατάξεις μπορούν να προκύπτουν είτε από τους κανόνες που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος για τη διαιτησία είτε από διεθνείς συμβάσεις στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος.


139 – Βλ. απόφαση Allianz και Generali Assicurazioni Generali (EU:C:2009:69, σκέψεις 31 έως 33), καθώς και, για τις διευκρινίσεις σχετικά με τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1215/2012, ιδίως, Nielsen, P. A., «The New Brussels I Regulation», Common Market Law Review, 2013, τόμος 50, σ. 505 επ., καθώς και Menétrey, S., και Racine, J.-B., «L’arbitrage et le règlement Bruxelles I bis», στο Le nouveau règlement Bruxelles I bis, Règlement n° 1215/2012 du 12 décembre 2012 concernant la compétence judiciaire, la reconnaissance et l’exécution des décisions en matière civile et commerciale, υπό τη διεύθυνση του Guinchard, E., Bruylant, Βρυξέλλες, 2014, σ. 13 επ., ιδίως σημείο 37.


140 –      EU:C:1999:269 (σκέψεις 31 επ., ιδίως σκέψεις 36 και 39).


141 –      Όπ.π. (σκέψεις 37 και 40).


142 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Pfleiderer (C‑360/09, EU:C:2011:389, σκέψεις 28 επ.), και Donau Chemie κ.λπ. (C‑536/11, EU:C:2013:366, σκέψεις 29 επ.), σχετικά με το δικαίωμα του ζημιωθέντος από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ο οποίος διεκδικεί αποζημίωση για τον λόγο αυτόν, να έχει ενδεχομένως πρόσβαση στα έγγραφα διαδικασίας που αφορά τους υπεύθυνους της παραβάσεως αυτής, ακόμη και αν πρόκειται για πρόγραμμα επιείκειας, κατόπιν σταθμίσεως, από τα δικαστήρια των κρατών μελών, των επίμαχων συμφερόντων που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης.


143 –      Σχετικά με τις διάφορες μορφές που έχουν λάβει οι ρήτρες αυτές, βλ. σημείο 94 των παρουσών προτάσεων.


144 –      Πράγματι, σύμφωνα με την απόφαση Powell Duffryn (EU:C:1992:115, σκέψεις 33 και 36), «στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ερμηνεύσει τη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας της οποίας έγινε επίκληση ενώπιόν του, προκειμένου να καθοριστούν οι διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της».


145 –      Όπ.π. (σημείο 31) και σημείο 110 των παρουσών προτάσεων.


146 –      Υπ’ αυτή την έννοια, η Επιτροπή αναφέρει ότι, αφενός, το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division, έχει κρίνει ότι ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφερόταν στην «έννομη σχέση» μεταξύ των διαδίκων δεν κάλυπτε τις αξιώσεις που απορρέουν από την ευθύνη εξ αδικοπραξίας λόγω συμπράξεως (απόφαση Provimi Ltd v. Roche Products Ltd [2003] EWHC 961), και, αφετέρου, το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι, Φινλανδία) έχει κρίνει ομοίως ότι μια ρήτρα διαιτησίας η οποία αφορούσε «όλες τις αξιώσεις» που απορρέουν από σύμβαση προμήθειας δεν κάλυπτε την αξίωση αποζημιώσεως λόγω συμπράξεως, καθόσον το δικαίωμα αυτό δεν στηριζόταν άμεσα στην εν λόγω σύμβαση, αλλά σε εξωτερική περίσταση, δηλαδή στη συμμετοχή της εναγομένης στη συμφωνία εναρμονισμένης πρακτικής (απόφαση επί προδικαστικού ζητήματος της 4ης Ιουλίου 2013, CDC Hydrogen Peroxide Cartel Damage Claims SA κατά Kemira Oyj, Välituomio 36492, τεύχος 11/16750).


147 – «[Α]πό πάγια νομολογία προκύπτει ότι η ενοχή “εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας”, όπως την εννοεί το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού [Βρυξέλλες Ι], περιλαμβάνει κάθε αξίωση η οποία στηρίζεται σε αναγνώριση της ευθύνης του εναγομένου, χωρίς να απορρέει «εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού. Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστωθεί τι είδους αξιώσεις προβλήθηκαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να εξεταστεί, σε μια πρώτη φάση, αν οι οικείες ενοχές είναι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους κατά το εθνικό δίκαιο, συμβατικής φύσεως» (βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις Engler, C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψεις 29 επ., και Brogsitter, EU:C:2014:148, σκέψεις 20 επ.).


148 – Παραδείγματος χάριν, κατά τη νομολογία του ανώτατου δικαστηρίου της Φινλανδίας, μια περιεχόμενη σε σύμβαση ρήτρα διαιτησίας έχει εφαρμογή σε διαφορά που αφορά, μεταξύ άλλων, την εξωσυμβατική ευθύνη, στην περίπτωση που η προβαλλόμενη μη εκπλήρωση της εν λόγω συμβάσεως πληροί τις προϋποθέσεις της απάτης κατά την έννοια του ποινικού δικαίου (βλ. απόφαση Korkein oikeus της 27ης Νοεμβρίου 2008, KKO, 2008:102, διαθέσιμη στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.finlex.fi/fi/oikeus/kko/kko/2008/20080102).