Language of document : ECLI:EU:C:2013:116

Υπόθεση C‑556/10

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Μεταφορές — Ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων — Οδηγία 91/440/ΕΟΚ — Άρθρο 6, παράγραφος 3, και παράρτημα II — Οδηγία 2001/14/ΕΚ — Άρθρα 4, παράγραφος 2, και 14, παράγραφος 2 — Διαχειριστής της υποδομής — Ανεξαρτησία ως προς την οργάνωση και τη λήψη των αποφάσεων — Νομική μορφή εταιρίας χαρτοφυλακίου — Οδηγία 2001/14 — Άρθρα 7, παράγραφος 3, και 8, παράγραφος 1 — Καθορισμός των τελών βάσει του άμεσου κόστους — Χρέωση — Άμεσο κόστος — Συνολικό κόστος — Οδηγία 2001/14 — Άρθρο 6, παράγραφος 2 — Μη ύπαρξη κινήτρων για τη μείωση του κόστους — Οδηγία 91/440 — Άρθρο 10, παράγραφος 7 — Οδηγία 2001/14 — Άρθρο 30, παράγραφος 4 — Ρυθμιστικός φορέας — Αρμοδιότητες»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 28ης Φεβρουαρίου 2013

1.        Μεταφορές — Κοινή πολιτική — Ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων — Εγχώριος διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής — Ανεξαρτησία — Κριτήρια εκτίμησης που απαριθμούνται σε έγγραφο εργασίας της Επιτροπής — Δεσμευτική νομική ισχύς — Δεν υφίσταται — Υποχρέωση μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη — — Δεν υφίσταται

(Οδηγία 2001/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 91/440 του Συμβουλίου)

2.        Προσφυγή λόγω παράβασης κράτους μέλους — Απόδειξη της παράβασης — Η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης — Προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η παράβαση — Τεκμήρια — Δεν επιτρέπονται

(Άρθρο 258 ΣΛΕΕ)

3.        Μεταφορές — Σιδηροδρομικές μεταφορές — Οδηγία 2001/14 — Κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και χρεώσεις — Χρέωση για τη χρήση της υποδομής — Υποχρεώσεις των κρατών μελών — Περιεχόμενο — Καθορισμός του ύψους του τέλους χρήσης της υποδομής — Δεν εμπίπτει — Αρμοδιότητα του διαχειριστή της υποδομής

(Οδηγία 2001/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1, 7 § 3 και 8 § 1)

4.        Μεταφορές — Σιδηροδρομικές μεταφορές — Οδηγία 2001/14 — Κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και χρεώσεις — Χρέωση για τη χρήση της υποδομής — Υποχρεώσεις των κρατών μελών — Καθιέρωση μηχανισμών για την παροχή κινήτρων στον διαχειριστή της υποδομής για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του επιπέδου των τελών πρόσβασης — Υποχρέωση θέσπισης χωριστών μέτρων — Δεν υφίσταται

(Οδηγία 2001/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 6 §§ 2 και 3, 7 § 3 και 8 § 1)

5.        Μεταφορές — Κοινή πολιτική — Ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων — Υποχρεώσεις των κρατών μελών — Σύσταση ενός ρυθμιστικού φορέα για την αγορά σιδηροδρομικών υπηρεσιών — Αρμοδιότητες — Υποχρέωση πρόβλεψης ενός δικαιώματος λήψης μέτρων παρά τη μη ύπαρξη συγκεκριμένης καταγγελίας ή υποψίας για παράβαση — Δεν υφίσταται

(Οδηγία 2001/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 30 § 4· οδηγία 91/440 του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 7)

1.        Δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής στο οποίο απαριθμούνται τα κριτήρια με βάση τα οποία η Επιτροπή εξετάζει την ανεξαρτησία που απαιτείται να έχει ο εγχώριος διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής κατά την οδηγία 2001/14, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και τα μέτρα που έχουν προβλεφθεί για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής, εφόσον το έγγραφο εργασίας αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιοποιήθηκε τρία έτη μετά από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο και το περιεχόμενό του δεν έχει περιληφθεί σε κανένα νομοθετικό κείμενο.

Επομένως, δεν επιτρέπεται να προσάπτεται σε ένα κράτος μέλος το γεγονός ότι δεν έχει ενσωματώσει τα κριτήρια αυτά σε νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις για τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη των οδηγιών 91/440, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, και 2001/14. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη των εν λόγω κριτηρίων δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο εγχώριος διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής δεν είναι ανεξάρτητος, όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεών του, από την επιχείρηση στην οποία είναι ενταγμένος και η οποία, ως εταιρία χαρτοφυλακίου, επιβλέπει επίσης σιδηροδρομικές επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψεις 35, 58, 62, 65)

2.        Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 66)

3.        Όσον φορά τα συστήματα χρέωσης για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, προβαίνει σε κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και του διαχειριστή της υποδομής. Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος είναι αρμόδιο να θέτει το πλαίσιο της χρέωσης, ενώ για τον προσδιορισμό του ύψους του τέλους και για την είσπραξή του αρμόδιος είναι ο διαχειριστής της υποδομής. Το κράτος πάντως μπορεί να προβαίνει στην είσπραξη ολόκληρου του κόστους της υποδομής, επιβάλλοντας προσαυξήσεις, αν το επιτρέπει η αγορά και αν αυτό δεν αποκλείει τη χρήση της υποδομής από τα επιμέρους τμήματα της αγοράς τα οποία μπορούν να καταβάλλουν τουλάχιστον τη δαπάνη που προκύπτει άμεσα λόγω της εκμετάλλευσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών, συν ένα ποσοστό απόδοσης. Συναφώς, προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της οδηγίας 2001/14, το τέλος για τη χρήση της υποδομής αποτελεί ένα κατώτατο ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της υποδομής κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, και ένα ανώτατο ποσό, το οποίο ισούται με το συνολικό κόστος που βαρύνει τον διαχειριστή της υποδομής, όπως προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Η αρχή του άμεσου κόστους και η αρχή του συνολικού κόστους δεν είναι αμοιβαία αντικαταστατές. Το προβλεπόμενο στο εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 1, σύστημα δεν μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιείται παρά μόνο αν το επιτρέπει η αγορά και, για να εξακριβωθεί αν αυτό συμβαίνει πράγματι, είναι αναγκαία η διεξαγωγή μελέτης της αγοράς.

Κατά συνέπεια, δεν συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα κράτη μέλη η οδηγία 2001/14 το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία δεν προσδιορίζει σαφώς αν πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή του άμεσου κόστους ή η αρχή του συνολικού κόστους, αλλά επιτρέπει την πλήρη κάλυψη του κόστους και παρέχει στον διαχειριστή της υποδομής τη δυνατότητα διαφοροποιήσεων, ανάλογα με το αν πρόκειται για υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς επιβατών για μεγάλες αποστάσεις, για υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς επιβατών για μικρές αποστάσεις ή για υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων, καθώς και ανάλογα με τις επιμέρους αγορές που υπάρχουν εντός αυτών των υπηρεσιών μεταφοράς. Η οδηγία 2001/14 δεν επιβάλλει πάντως στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέψουν λεπτομερέστερους κανόνες χρέωσης.

(βλ. σκέψεις 84, 85, 87, 88)

4.        Από το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/14, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, συνάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τα μέτρα για την παροχή κινήτρων για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του επιπέδου τελών πρόσβασης είτε στο πλαίσιο πολυετούς σύμβασης είτε με κανονιστικές διατάξεις. Αντίθετα, δεν προβλέπεται ότι τα μέτρα για την παροχή κινήτρων για τη μείωση του κόστους πρέπει να θεσπίζονται ανεξάρτητα από τα μέτρα για την παροχή κινήτρων για τη μείωση των τελών πρόσβασης.

Εξάλλου, τα μέτρα για την παροχή κινήτρων για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής συνεπάγονται κατ’ ανάγκη τη μείωση του επιπέδου των τελών πρόσβασης, ανεξάρτητα από το αν τα τέλη αυτά καθορίζονται με βάση το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14 ή το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής οδηγίας.

(βλ. σκέψεις 101, 107, 110)

5.        Ο ρυθμιστικός φορέας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/14, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, έχει ως αποστολή να επιβλέπει και να εγγυάται τη χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή στο πλαίσιο της κατανομής της χωρητικότητας και της χρέωσης. Επομένως, η δυνατότητα του φορέα αυτού να ζητεί πληροφορίες συνάγεται από το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14, που προβλέπει ότι ένας αιτών έχει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής στον ρυθμιστικό φορέα, αν πιστεύει ότι δεν έχει υποστεί δίκαιη μεταχείριση, ότι έχει υποστεί διακρίσεις ή ότι έχει αδικηθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αντίθετα, ούτε το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 4, ούτε το άρθρο 10, παράγραφος 7, της οδηγίας 91/440, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, απαιτούν να έχει ο ρυθμιστικός φορέας αρμοδιότητες ως προς τη συλλογή πληροφοριών, αν δεν υπάρχει καταγγελία ή υποψία για παράβαση των εν λόγω οδηγιών, και να προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις αυτές. Επομένως, δεν επιτρέπεται να προσάπτεται σε ένα κράτος μέλος το γεγονός ότι δεν έχει προβλέψει τέτοια μέτρα με τη νομοθεσία του.

(βλ. σκέψεις 120, 124, 126, 128)