Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 27 Μαρτίου 2018 η Électricité de France (EDF) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 16 Ιανουαρίου 2018 στην υπόθεση T-747/15, EDF κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-221/18 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Électricité de France (EDF) (εκπρόσωπος: M. Debroux, avocat)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γαλλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί κυρίως από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να δεχθεί την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή και να ακυρώσει κατά συνέπεια τα άρθρα 1 έως 5 της αποφάσεως (ΕΕ) 2016/154 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.13869 (C 68/2002) (πρώην NN 80/2002)1 ·

Επικουρικώς:

να αποφανθεί αμετακλήτως επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, να κάνει δεκτό το πρώτο αυτό σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να κρίνει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς έχει εφαρμογή στο επίμαχο μέτρο·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση, προκειμένου να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της 22ας Δεκεμβρίου 2015, και να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης·

Όλως επικουρικώς:

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση, προκειμένου να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της 22ας Δεκεμβρίου 2015 (συμπεριλαμβανομένων των επικουρικώς προβληθέντων λόγων ακυρώσεως), και να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης·

Και εν πάση περιπτώσει:

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις κύριους λόγους αναιρέσεως και έναν επικουρικό λόγο.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραβίαση του δεδικασμένου της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009, EDF κατά Επιτροπής (T-156/04). Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίζει το επίμαχο μέτρο ως φορολογική απαλλαγή, σε αντίθεση με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009 επί της ίδιας υποθέσεως η οποία είχε ρητώς απορρίψει την προσέγγιση αυτή. Προς δικαιολόγηση της αποκλίσεως αυτής ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση φαίνεται εμμέσως να δέχεται, εσφαλμένως, την ανάγκη ερμηνείας της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2009 «υπό το πρίσμα» της επικυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2012 (C-124/10 P). Ωστόσο, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου, ο οποίος ανάγεται σε πραγματική διαπίστωση.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραμόρφωση των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων. Τα στοιχεία αυτά περιγράφουν το μέτρο αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου της EDF που πράγματι εφαρμόστηκε και εξ αυτών δεν προκύπτει η φορολογική απαλλαγή την οποία διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της φύσεως και του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως οι οποίες επιβάλλονται από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα από την απόφαση Frucona Košice της 20ής Σεπτεμβρίου 2007 (C-300/16 P), επί της οποίας ωστόσο υποβλήθηκαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τόσο ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου, όσο και ως προς την παράλειψη συζητήσεως των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που στηρίζονται στην απόφαση Frucona Košice.

Τέλος, με τον επικουρικώς προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον χαρακτηρισμό της προσαπτόμενης ενισχύσεως ως νέα ενίσχυση, ενώ έπρεπε να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση.

____________

1 ΕΕ L 34, σ. 152.