Language of document : ECLI:EU:C:2013:691

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 24ης Οκτωβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑616/11

T-Mobile Austria GmbH

κατά

Verein für Konsumenteninformation

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προσέγγιση των νομοθεσιών – Υπηρεσίες πληρωμών – Γενική απαγόρευση χρέωσης εξόδων διεκπεραίωσης για τη χρησιμοποίηση μέσου πληρωμής – Σύμβαση μεταξύ παρόχου υπηρεσιών ψηφιακής τηλεφωνίας και ιδιωτών»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά τη δυνατότητα που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (2) (στο εξής: οδηγία), να απαγορεύουν ή να επιβάλλουν περιορισμούς στην πρακτική πρόσθετων χρεώσεων, που είναι κοινώς γνωστή με τον αγγλικό όρο «surcharging».

2.        Στο πλαίσιο της πρακτικής των πρόσθετων χρεώσεων, οι επιχειρήσεις που είναι δικαιούχοι πληρωμών επιβάλλουν επιβαρύνσεις στους πελάτες τους-πληρωτές για τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Η πρακτική αυτή έχει ως σκοπό να επιρρίπτει στον πελάτη-πληρωτή το κόστος της χρήσης, ιδίως, πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών.

3.        Τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν το αν το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας εφαρμόζεται στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, αν η μεταφορά από λογαριασμό χρηματικών ποσών συνιστά μέσο πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας και αν η γενική απαγόρευση πρόσθετων χρεώσεων που ισχύει στην Αυστρία είναι σύμφωνη με το άρθρο αυτό.

II – Το νομικό πλαίσιο

 A –      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη διακρίνουν τις ακόλουθες έξι κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών πληρωμών:

α)      πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

β)      ιδρύματα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/46/ΕΚ·

γ)      γραφεία ταχυδρομικών επιταγών τα οποία εξουσιοδοτούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών·

δ)      ιδρύματα πληρωμών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας·

ε)      η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [ΕΚΤ] και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικές ή άλλες δημόσιες αρχές·

στ)      τα κράτη μέλη ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιες αρχές.

2.      Η παρούσα οδηγία θεσπίζει επίσης κανόνες για τη διαφάνεια των όρων και τις απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών και καθορίζει τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα.»

5.        Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τον τίτλο «Ορισμοί»:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

3)      “υπηρεσίες πληρωμών”: οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα·

[…]

5)      “πράξη πληρωμής”: η ενέργεια, στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος, και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου·

[…]

7)      “πληρωτής”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής·

8)      “δικαιούχος”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών που αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής·

9)      “πάροχος υπηρεσιών πληρωμών”: οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1 και τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν εξαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 26·

10)      “χρήστης υπηρεσιών πληρωμών”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος, ή και με τις δύο ιδιότητες·

[…]

16)      “εντολή πληρωμής”: κάθε οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

[…]

19)      “εξακρίβωση γνησιότητας”: η διαδικασία που επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύει τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των εξατομικευμένων στοιχείων ασφάλειάς του·

[…]

23)      “μέσο πληρωμών”: κάθε εξατομικευμένος μηχανισμός ή/και σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τα οποία χρησιμοποιεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προκειμένου να κινήσει εντολή πληρωμής·

[…]».

6.        Στον τίτλο IV της οδηγίας, ο οποίος διέπει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σχετικά με την παροχή και τη χρήση υπηρεσιών πληρωμών, το άρθρο 52 αυτής, που τιτλοφορείται «Επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις», ορίζει στην παράγραφο 3 ότι:

«Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν εμποδίζει τον δικαιούχο να ζητεί από τον πληρωτή επιβάρυνση ή να του προσφέρει έκπτωση για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την απαίτηση επιβάρυνσης λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός και να προαχθεί η χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών.»

7.        Το περιεχόμενο του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας σχολιάζεται ως εξής στην τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη αυτής:

«Για να προαχθούν η διαφάνεια και ο ανταγωνισμός, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τον δικαιούχο να ζητεί τη χρέωση του πληρωτή για τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Ενώ ο δικαιούχος πρέπει να είναι ελεύθερος να επιβάλλει επιβαρύνσεις για τη χρήση ορισμένου μέσου πληρωμών, τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τέτοια πρακτική, αν το κρίνουν σκόπιμο, λόγω καταχρηστικής τιμολόγησης ή τιμολόγησης που μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στη χρήση ενός ορισμένου μέσου πληρωμών, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός και να προαχθεί η χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών.»

8.        Στον τίτλο VI «Τελικές Διατάξεις» της οδηγίας, το άρθρο 86 αυτής, που τιτλοφορείται «Πλήρης εναρμόνιση», προβλέπει ότι:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, παράγραφος 2, του άρθρου 33, του άρθρου 34, παράγραφος 2, του άρθρου 45, παράγραφος 6, του άρθρου 47, παράγραφος 3, του άρθρου 48, παράγραφος 3, του άρθρου 51, παράγραφος 2, του άρθρου 52, παράγραφος 3, του άρθρου 53, παράγραφος 2, του άρθρου 61, παράγραφος 3, και των άρθρων 72 και 88, εφόσον η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε θεσπίζουν διατάξεις διαφορετικές από αυτές που περιέχονται στην παρούσα οδηγία.

[…]»

 B –   Το αυστριακό δίκαιο

9.        Όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, η οδηγία μεταφέρθηκε στο αυστριακό δίκαιο με τον νόμο περί των υπηρεσιών πληρωμών (Zahlungsdienstegesetz, BGBl. I, 66/2009, στο εξής: ZaDiG), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2009.

10.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ZaDiG, με τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«Ο παρών ομοσπονδιακός νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται στα πρόσωπα να παρέχουν για εμπορικούς σκοπούς υπηρεσίες πληρωμών στην Αυστρία (πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών) και ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που είναι εγκατεστημένοι στην Αυστρία και των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που είναι εγκατεστημένοι στην Αυστρία καθώς και την πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών.»

11.      Το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG, με τον τίτλο «Εφαρμοζόμενες επιβαρύνσεις», είναι η διάταξη που μεταφέρει στην αυστριακή έννομη τάξη το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας και ορίζει ότι:

«Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν εμποδίζει τον δικαιούχο να προσφέρει έκπτωση στον πληρωτή για τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμής. Απαγορεύεται στον δικαιούχο να επιβάλλει επιβάρυνση σε περίπτωση χρησιμοποίησης συγκεκριμένου μέσου πληρωμής.»

III – Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.      Η T-Mobile Austria GmbH (στο εξής: T-Mobile Austria) είναι ένας από τους παρόχους υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην Αυστρία. Με την ιδιότητα αυτή, συνάπτει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών με καταναλωτές και χρησιμοποιεί προς τούτο γενικούς όρους επικαιροποιούμενους τακτικά από την ίδια, στους οποίους περιλαμβάνεται η ακόλουθη ρήτρα, που παρατίθεται εδώ στην εκδοχή που ίσχυε τον Νοέμβριο του 2009 (στο εξής: επίμαχη ρήτρα):

«Άρθρο 23

[…]

1.2      Όλες οι μέθοδοι πληρωμής έχουν εξοφλητικό αποτέλεσμα, αλλά σας χρεώνουμε με έξοδα επεξεργασίας στην περίπτωση πληρωμών με μεταφορά από λογαριασμό που πραγματοποιείται μέσω εντύπου πληρωμής ή ηλεκτρονικά (Telebanking), σύμφωνα με τους όρους χρέωσης που ισχύουν στην περίπτωσή σας.»

13.      Με βάση τη ρήτρα αυτή, όταν ένας πελάτης γίνεται συνδρομητής στην κατηγορία «Call Europe» και κάνει χρήση της αντίστοιχης υπηρεσίας, του επιβάλλεται επιβάρυνση 3 ευρώ εφόσον επιλέξει «πληρωμή χωρίς άδεια για μεταφορά με εντολή του δικαιούχου ή για χρέωση με κάρτα τραπέζης», όπου περιλαμβάνονται ιδίως οι πληρωμές με μεταφορά από λογαριασμό μέσω εντύπου πληρωμής ή ηλεκτρονικά («Telebanking»).

14.      Με την αγωγή της ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου, η ένωση καταναλωτών Verein für Konsumenteninformation ζήτησε να απαγορευθεί στην T‑Mobile Austria, αφενός, να περιλαμβάνει την επίμαχη ρήτρα στις νέες συμβάσεις που συνάπτει με τους πελάτες της και, αφετέρου, να την επικαλείται στο πλαίσιο των υφισταμένων συμβάσεων. Προς υποστήριξη της αγωγής της, η Verein für Konsumenteninformation ισχυρίστηκε ότι η επίμαχη ρήτρα αντέκειτο στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 27, παράγραφος 6, δεύτερη περίοδος, του ZaDiG.

15.      Η T-Mobile Austria ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή ισχυριζόμενη, πρωτίστως, ότι δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και του ZaDiG, δεδομένου ότι δεν είναι «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» αλλά πάροχος υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Δεύτερον, υποστήριξε ότι ένα έντυπο μεταφοράς από λογαριασμό δεν αποτελεί, ελλείψει εξατομικευμένων χαρακτηριστικών ασφαλείας, «μέσο πληρωμών» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, της οδηγίας. Τέλος, η μεταφορά του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο μέσω του άρθρου 27, παράγραφος 6, δεύτερη περίοδος, του ZaDiG, δεν ήταν, κατά την εναγομένη της κύριας δίκης, σύμφωνη με την οδηγία, καθότι ο Αυστριακός νομοθέτης παρέλειψε να αιτιολογήσει, με βάση τους λόγους που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο 52, παράγραφος 3, την απαγόρευση επιβολής επιβαρύνσεων για τη χρήση συγκεκριμένων μέσων πληρωμών.

16.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτά όλα τα αιτήματα της Verein für Konsumenteninformation και η απόφασή του επικυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θεώρησε ότι η μεταφορά από λογαριασμό με έντυπο πληρωμής δεν συνιστούσε μέσο πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, της οδηγίας αλλά διαπίστωσε ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας βρισκόταν εκτός του πεδίου της πλήρους εναρμόνισης, οπότε ο εθνικός νομοθέτης ήταν σε κάθε περίπτωση ελεύθερος να καθιερώσει γενική απαγόρευση επιβολής πρόσθετων χρεώσεων, σαν αυτήν που επιβάλλει το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG, η οποία αφορά τόσο τα μέσα πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας όσο και άλλες μεθόδους πληρωμών, όπως είναι οι μεταφορές με έντυπο πληρωμών. Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θεώρησε ότι η απαγόρευση αυτή ανταποκρινόταν στον επιδιωκόμενο από το άρθρο 52, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της οδηγίας σκοπό, που είναι να προαγάγει τον ανταγωνισμό και την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος τιμολόγησης.

17.      Η T-Mobile Austria άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Αυστρία). Το αιτούν δικαστήριο, οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο σε εθνικό επίπεδο, διαπίστωσε ότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ακόμη επί των ζητημάτων που ανέκυψαν στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/64/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή και επί της συμβατικής σχέσης μεταξύ ενός φορέα εκμετάλλευσης υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας ως δικαιούχου πληρωμής και των ιδιωτών πελατών του (καταναλωτών) ως πληρωτών;

2)      Πρέπει το υπογραφέν ιδιοχείρως από τον πληρωτή έντυπο πληρωμής και/ή η στηριζόμενη σε υπογεγραμμένο έντυπο πληρωμής διαδικασία, προκειμένου να χορηγηθούν εντολές εμβασμάτων, καθώς και η συμφωνηθείσα για τη χορήγηση εντολών εμβασμάτων μέσω διαδικτύου (Telebanking) διαδικασία να θεωρηθούν ως “μέσα πληρωμών” κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, και του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/64/EΚ;

3)      Πρέπει το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/64/EΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό η εφαρμογή εθνικών νομοθετικών διατάξεων οι οποίες απαγορεύουν εν γένει την επιβολή επιβαρύνσεων από τον δικαιούχο πληρωμών και, ιδίως, άνευ διαφοροποίησης μεταξύ των διαφόρων μέσων πληρωμών;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2011. Η T-Mobile Austria, η Verein für Konsumenteninformation, η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 11 Σεπτεμβρίου 2013, η Verein für Konsumenteninformation, η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους.

V –    Ανάλυση

 A –      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

19.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η δυνατότητα που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας να απαγορεύουν ή να επιβάλλουν περιορισμούς στη χρέωση εξόδων εφαρμόζεται στη συμβατική σχέση που συνάπτεται μεταξύ ενός παρόχου υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και του πελάτη του.

1.      Επί του παραδεκτού

20.      Η Verein für Konsumenteninformation θεωρεί ότι δεν πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, καθότι η απάντηση δεν είναι «αναγκαία» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να επιλύσει την ενώπιόν του διαφορά. Εκτιμά ότι η ενεργητική της νομιμοποίηση είναι ανεξάρτητη από το εφαρμοστέο ή μη του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας στη συμβατική σχέση μεταξύ της T-Mobile Austria και των πελατών της και θεμελιώνεται στο αυστριακό δημόσιο δίκαιο το οποίο της επιτρέπει να ασκεί αγωγές επί παραλείψει για την προστασία των καταναλωτών.

21.      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως προκύπτει σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου, «η εκτίμηση της λυσιτέλειας και της αναγκαιότητας του προδικαστικού ερωτήματος αποτελεί, κατ’ αρχήν, αποκλειστικώς και μόνον ευθύνη του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο διατάσσει την προδικαστική παραπομπή» (3), εκτός «όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου [της Ένωσης] που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν» (4).

22.      Ο ισχυρισμός της Verein für Konsumenteninformation δεν καλύπτεται από την εξαίρεση αυτή. Επιπλέον, οι παρατηρήσεις της όσον αφορά την ενεργητική της νομιμοποίηση ουδεμία επιρροή ασκούν επί της εκτίμησης του αναγκαίου χαρακτήρα του προδικαστικού ερωτήματος. Ακόμη και αν η εν λόγω νομιμοποίηση της παρέχεται από το αυστριακό δημόσιο δίκαιο, δεν παύει να είναι χρήσιμο για το εθνικό δικαστήριο να γνωρίζει αν το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος της πληρωμής, εν προκειμένω η T‑Mobile Austria, είναι πάροχος υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και ενδέχεται, ως εκ τούτου, να μην υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

23.      Κατά συνέπεια, το πρώτο ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτό.

2.      Επί της ουσίας

24.      Κατά την T-Mobile Austria, μια συμβατική σχέση δεν μπορεί να υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας παρά μόνον αν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Με βάση τον κανόνα αυτό, η T-Mobile Austria εκτιμά ότι οι συμβατικές σχέσεις που συνάπτονται από τους παρόχους υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας πρέπει να αποκλείονται του εν λόγω πεδίου εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας, αφού οι πάροχοι αυτοί δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, και, συνεπώς, δεν παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 3, αυτής.

25.      Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αφού οι συμβατικές σχέσεις της με τους πελάτες της δεν έχουν τον χαρακτήρα υπηρεσιών πληρωμών, η οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή της, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 2, παράγραφος 1, αυτής, κατά το οποίο η οδηγία «εφαρμόζεται στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται εντός της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]».

26.      Αντίθετα, η Verein für Konsumenteninformation, η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή συμφωνούν όλες ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας είναι εφαρμοστέο στις συμβατικές σχέσεις της T-Mobile Austria με τους πελάτες της.

27.      Θεωρούν ότι αυτό προκύπτει σαφώς από το κείμενο του εν λόγω άρθρου το οποίο, αφενός, απαγορεύει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να εμποδίζει τον δικαιούχο να ζητεί από τον πληρωτή επιβάρυνση ή να του προσφέρει έκπτωση για τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών και, αφετέρου, επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν ή να περιορίζουν το δικαίωμα του δικαιούχου της πληρωμής να επιβάλλει επιβάρυνση στον πληρωτή για τη χρησιμοποίηση ορισμένου μέσου πληρωμών, προκειμένου να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός και να προαχθεί η χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών.

28.      Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η T‑Mobile Austria συνιστά δικαιούχο κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, γεγονός που η ίδια δεν αμφισβητεί. Κατά το άρθρο 4, σημείο 8, της οδηγίας, με τον όρο «δικαιούχος» νοείται «το […] νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών που αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής». Επομένως, ως πιστώτρια των πληρωμών που πραγματοποιούν οι πελάτες της, η T‑Mobile Austria είναι η δικαιούχος των εν λόγω πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου αυτού καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

29.      Δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι οι πελάτες της T-Mobile Austria είναι πληρωτές κατά την έννοια της οδηγίας, κατά τον ορισμό της οποίας, στο άρθρο της 4, σημείο 7, ως πληρωτές νοούνται «τ[α] φυσικ[ά] ή νομικ[ά] πρόσωπ[α] τ[α] οποί[α] διατηρ[ούν] λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπ[ουν] εντολή πληρωμής από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, τ[α] φυσικ[ά] ή νομικ[ά] πρόσωπ[α] που δίν[ουν] εντολή πληρωμής». Κατά συνέπεια, καθόσον καταβάλλουν χρηματικά ποσά στην T-Mobile Austria εις εξόφληση των λογαριασμών τους κινητής τηλεφωνίας, οι πελάτες της είναι «πληρωτές» κατά την έννοια της οδηγίας.

30.      Όπως τονίζει η Επιτροπή, ενώ είναι αληθές ότι η πρώτη περίοδος του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας αφορά άμεσα μόνο τη σχέση μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του δικαιούχου, στο πλαίσιο της οποίας ο πρώτος δεν μπορεί να εμποδίζει τον δεύτερο να επιβάλλει επιβαρύνσεις ή να προσφέρει έκπτωση στον «πληρωτή για τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών», η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει εκ του γεγονότος αυτού, έστω και έμμεσα, και τη σχέση μεταξύ του δικαιούχου και του πληρωτή.

31.      Η δεύτερη δε περίοδος της εν λόγω διατάξεως παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαγορεύουν ή να περιορίζουν το δικαίωμα επιβολής πρόσθετων χρεώσεων και, συνεπώς, τους επιτρέπει να ρυθμίζουν άμεσα τη σχέση μεταξύ του δικαιούχου, που εν προκειμένω είναι η T-Mobile Austria, και του πληρωτή, που εν προκειμένω είναι ο πελάτης της, εφόσον, όπως αναφέρει η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, «το κρίνουν σκόπιμο, λόγω καταχρηστικής τιμολόγησης ή τιμολόγησης που μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στη χρήση ενός ορισμένου μέσου πληρωμών».

32.      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας, η πρακτική επιβολής επιβαρύνσεων για τη χρήση ορισμένου μέσου πληρωμών αφορά σε κάθε περίπτωση και κυρίως τη σχέση μεταξύ του δικαιούχου και του πληρωτή. Επιπλέον, όπως παρατηρεί και η Επιτροπή, δεν αντιλαμβάνομαι πώς τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να ασκήσουν πραγματικά τη δυνατότητα που τους παρέχει το άρθρο 52, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας αν η ρύθμιση αφορούσε μόνο τη σχέση μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου σε αυτόν υπηρεσιών πληρωμών.

33.      Επομένως, συντάσσομαι με την άποψη που υποστηρίζουν η Verein für Konsumenteninformation, η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

34.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας εφαρμόζεται στη συμβατική σχέση που συνδέει έναν πάροχο υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως δικαιούχο μιας πληρωμής, και τον πελάτη του (καταναλωτή), ως πληρωτή.

 B –      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

35.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν, αφενός, «το υπογραφέν ιδιοχείρως από τον πληρωτή έντυπο πληρωμής και/ή η στηριζόμενη σε υπογεγραμμένο έντυπο πληρωμής διαδικασία, προκειμένου να χορηγηθούν εντολές εμβασμάτων» και, αφετέρου, η διαδικασία για την έκδοση εντολών εμβασμάτων μέσω διαδικτύου («Telebanking») συνιστούν «μέσα πληρωμών» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, και του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας.

36.      Πρέπει να επισημάνω κατά πρώτον μια γλωσσολογική απόκλιση μεταξύ του γερμανικού και του γαλλικού κειμένου της οδηγίας. Ενώ στο γαλλικό κείμενο ορίζεται ως «instrument de paiement [μέσο πληρωμών]» «tout dispositif personnalisé et/ou ensemble de procédures [κάθε εξατομικευμένος μηχανισμός ή/και σειρά διαδικασιών]», στο γερμανικό κείμενο χρησιμοποιείται το επίθετο «εξατομικευμένος» σε σχέση τόσο με τον μηχανισμό όσο και με τη σειρά διαδικασιών («jedes personalisierte Instrument und/oder jeden personalisierten Verfahrensablauf» (5)). Σε άλλες γλωσσικές εκδοχές, όπως η αγγλική και η ελληνική, είναι δυνατές και οι δύο προσεγγίσεις (6).

37.      Ωστόσο, η γλωσσική αυτή διαφορά δεν έχει καμία επίπτωση στην ανάλυσή μου. Είτε αποτελούν «μηχανισμό» είτε «σειρά διαδικασιών», το έντυπο πληρωμής και η εντολή μεταφοράς μέσω διαδικτύου είναι δυνατό να εξατομικευθούν, το μεν πρώτο, με την ιδιόχειρη υπογραφή, η δε δεύτερη, με τη χρησιμοποίηση εξατομικευμένων μηχανισμών ασφάλειας [για παράδειγμα, κωδικού PIN (προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης)]. Έτσι, τόσο το πρώτο όσο και η δεύτερη ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τόσο της γερμανικής όσο και της γαλλικής εκδοχής του κειμένου της οδηγίας.

38.      Ως προς το ζήτημα αν το ενυπόγραφο έντυπο μεταφοράς και η έκδοση εντολών μεταφοράς μέσω διαδικτύου συνιστούν «μέσα πληρωμών» κατά την έννοια της οδηγίας, οι απόψεις των διαδίκων διίστανται.

39.      Όσον αφορά το δεόντως υπογεγραμμένο έντυπο μεταφοράς, η Verein für Konsumenteninformation, η Αυστριακή, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι συνιστά όντως «μέσο πληρωμών» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, της οδηγίας, που χρησιμοποιείται, επί τη βάσει συμφωνίας μεταξύ του παρόχου και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, για τη θέση σε κίνηση μιας πράξης πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 16, της εν λόγω οδηγίας, ήτοι για να πραγματοποιηθεί μια μεταφορά χρηματικού ποσού. Η απαίτηση εξατομίκευσης τηρείται όταν τίθεται στο έντυπο μεταφοράς η ιδιόχειρη υπογραφή του πληρωτή, γεγονός που επιτρέπει να αποδοθεί η αυθεντικότητα της προέλευσης της διαταγής για πληρωμή στον χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών.

40.      Σχετικά με την εξατομίκευση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η διατύπωση του άρθρου 4, σημείο 23, της οδηγίας δεν επιτρέπει να υποτεθεί ότι είναι υποχρεωτικό να υπάρχει εξατομικευμένος μηχανισμός ασφάλειας επιπλέον της ιδιόχειρης υπογραφής προκειμένου ένα δεόντως υπογεγραμμένο έντυπο εντολής πληρωμής να συνιστά μέσο πληρωμών κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

41.      Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας, που είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς των υπηρεσιών πληρωμών στο εσωτερικό της Ένωσης, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να αποκλείσει της εννοίας του «μέσου πληρωμών» τόσο συνήθη μέσα πληρωμής όπως η διαδικασία μεταφοράς από λογαριασμό.

42.      Αντίθετα, η T‑Mobile Austria και η Γερμανική Κυβέρνηση διαφωνούν με την ερμηνεία αυτή του άρθρου 4, σημείο 23, της οδηγίας. Η T‑Mobile Austria εκτιμά ότι η ύπαρξη ενός «μέσου πληρωμών» προϋποθέτει μηχανισμό ασφαλείας και ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται με μόνη την ιδιόχειρη υπογραφή επί του εντύπου μεταφοράς. Κατά την T‑Mobile Austria, η εξατομίκευση του μέσου πληρωμών πρέπει να έχει κατοχυρωθεί πριν από τη θέση της υπογραφής, πράγμα που σημαίνει ότι το μέσο πληρωμής πρέπει να είναι εξατομικευμένο ακόμη και χωρίς την υπογραφή.

43.      Η Γερμανική Κυβέρνηση, εξάλλου, θεωρεί ότι το έντυπο μεταφοράς δεν είναι ούτε μηχανισμός ούτε σειρά διαδικασιών κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, της εν λόγω οδηγίας. Επικαλείται συναφώς διάφορες διατάξεις της οδηγίας όπου ο όρος «μέσο πληρωμών» χρησιμοποιείται με τρόπο που καταδεικνύει ότι αυτός δεν καλύπτει τα έντυπα μεταφοράς από λογαριασμό.

44.      Συγκεκριμένα, η εν λόγω κυβέρνηση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη διάταξη του άρθρου 57 της οδηγίας, κατά την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών «εκδίδει» ένα μέσο πληρωμών στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και εξασφαλίζει ότι «τα εξατομικευμένα στοιχεία ασφαλείας οιουδήποτε μέσου πληρωμών δεν αποκαλύπτονται παρά μόνο στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών» (7), καθώς και στη διάταξη του άρθρου 55, παράγραφος 2, της ιδίας οδηγίας που αφορά την αναστολή του μέσου πληρωμών για αντικειμενικά βάσιμους λόγους που έχουν σχέση με την ασφάλεια του μέσου πληρωμών (για παράδειγμα, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης ή δόλιας χρήσης).

45.      Κατά συνέπεια, η Γερμανική Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι η χρήση των λέξεων «μέσο πληρωμών» αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας στα έντυπα μεταφοράς από λογαριασμό. Θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι ένα έντυπο εντολής μεταφοράς από λογαριασμό δεν συνεπάγεται, αυτομάτως, καμία έκδοση μέσου πληρωμών στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και δεν απαιτεί τη χρησιμοποίηση εξατομικευμένων μηχανισμών ασφαλείας, όπως στην περίπτωση πιστωτικής κάρτας. Άλλωστε, ούτε η αναστολή ισχύος του εντύπου μεταφοράς από λογαριασμό είναι καν νοητή.

46.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση –αφού η T‑Mobile Austria δεν συμμετέσχε σ’ αυτήν– ενέμεινε στην άποψή της και εξήγησε ότι, κατά τη γνώμη της, ένα έντυπο μεταφοράς από λογαριασμό συνιστά εντολή πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 16, της οδηγίας αλλά όχι μέσο πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, της οδηγίας.

47.      Όσον αφορά την έκδοση εντολών πληρωμής στο διαδίκτυο («Telebanking»), η Verein für Konsumenteninformation, η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι συγκεντρώνει τα συστατικά χαρακτηριστικά ενός μέσου πληρωμών τα οποία προβλέπει το άρθρο 4, σημείο 23, της οδηγίας. Ιδίως, ακολουθεί μια ειδική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών έχει πρόσβαση σε ηλεκτρονικό ταμείο. Η εξατομίκευση μιας τέτοιας διαδικασίας διασφαλίζεται, κατά κανόνα, με μηχανισμούς ασφαλείας και εξακρίβωσης γνησιότητας. Αυτό συμβαίνει και εν προκειμένω, αφού το αιτούν δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι ο πληρωτής υποχρεούται να εισαγάγει έναν κωδικό PIN για να έχει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό ταμείο καθώς και έναν κωδικό TAN (αριθμό συναλλαγής) που είναι αναγκαίος για την εξακρίβωση γνησιότητας της εντολής πληρωμής.

48.      Αντίθετα, η T‑Mobile Austria θεωρεί ότι ούτε η έκδοση ηλεκτρονικών εντολών πληρωμής συνιστά μέσο πληρωμών.

49.      Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι καταφατική. Πράγματι, η μεταφορά, είτε ενεργοποιείται με δεόντως υπογεγραμμένο έντυπο μεταφοράς είτε ηλεκτρονικά (με τη μέθοδο που το αιτούν δικαστήριο αποκαλεί «Telebanking»), εμπίπτει στο πεδίο τόσο του σημείου 3 όσο και του σημείου 23 του άρθρου 4 της οδηγίας.

50.      Είναι αλήθεια ότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά ρητά όχι την τεχνική της μεταφοράς από λογαριασμό εν γένει αλλά το υπογεγραμμένο έντυπο μεταφοράς και την έκδοση ηλεκτρονικών εντολών μεταφοράς. Όμως, ένα έντυπο μεταφοράς που υπογράφεται και παραδίδεται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή μια ηλεκτρονική εντολή πληρωμής αποτελεί «εξατομικευμένο μηχανισμό ή/και σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τα οποία χρησιμοποιεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προκειμένου να κινήσει εντολή πληρωμής» (8) λιγότερο απ’ ό,τι η ίδια η εντολή πληρωμής, ήτοι «οδηγία εκ μέρους του πληρωτή […] προς τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής» (9).

51.      Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι, πέρα από τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το αιτούν δικαστήριο, το ερώτημά του είναι αν το σύνολο των ενεργειών που επιτρέπουν την πραγματοποίηση μιας μεταφοράς χρημάτων, ήτοι η συμπλήρωση, με ιδιόχειρη υπογραφή, του εντύπου μεταφοράς από λογαριασμό και η παράδοση αυτού στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή η έκδοση εντολής πληρωμής ηλεκτρονικά συνιστά «μέσο πληρωμών» κατά την έννοια της οδηγίας.

52.      Μετά τη διευκρίνιση του σημείου αυτού, θεωρώ ότι η οδηγία εφαρμόζεται στις μεταφορές από λογαριασμό, είτε αυτές πραγματοποιούνται με τη χρήση εντύπου φέροντος την ιδιόχειρη υπογραφή του πληρωτή είτε ηλεκτρονικά. Πράγματι, στο άρθρο της 4, σημείο 3, η οδηγία ορίζει ως «υπηρεσίες πληρωμών» «[τις] επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα», το οποίο στο σημείο 3 κάνει λόγο για «[ε]κτέλεση πράξεων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών που έχει ανοίξει ο χρήστης στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών: […] εκτέλεση μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών».

53.      Περαιτέρω, η μεταφορά ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 4, σημείο 23, της οδηγίας, αφού συνιστά σύνολο διαδικασιών, στο πλαίσιο των οποίων χρησιμοποιείται είτε το διαδίκτυο είτε έντυπο, οι οποίες επιτρέπουν στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και πληρωτή να δίδει εντολή στον πάροχό του υπηρεσιών πληρωμών, συνήθως μια τράπεζα, να μεταφέρει χρηματικά ποσά από τον λογαριασμό του στον λογαριασμό που έχει ανοίξει ο δικαιούχος της πληρωμής στον δικό του πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

54.      Το γεγονός ότι η μεταφορά από λογαριασμό αναγνωρίζεται ως μέσο πληρωμών επιβεβαιώνεται από την πρακτική της ΕΚΤ να περιλαμβάνει τις μεταφορές («credit transfers») στην απαρίθμηση των μέσων πληρωμών του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ [Single European Payments Area (SEPA)] (10).

55.      Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται επίσης από την πρόσφατη μελέτη «επιπτώσεων», όπως λέγεται, της 24ης Ιουλίου 2013 (στο εξής: μελέτη επιπτώσεων), που συνοδεύει την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και 2009/110/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ [COM(2013) 547 τελικό, στο εξής: πρόταση οδηγίας] (11).

56.      Η μελέτη επιπτώσεων, που είναι σήμερα διαθέσιμη μόνο στην αγγλική γλώσσα, χαρακτηρίζει σε πολλά σημεία τις μεταφορές από λογαριασμό («credit transfers») ως μέσα πληρωμών, διαπιστώνοντας, παραδείγματος χάριν, ότι «[ο]ι κάρτες πληρωμών, και μετά απ’ αυτές, οι μεταφορές και οι άμεσες χρεώσεις, είναι τα πλέον δημοφιλή μέσα πληρωμών χωρίς μετρητά στο εσωτερικό της Ένωσης» (12).

57.      Θα υπενθυμίσω στο σημείο αυτό ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας αφορά το δικαίωμα του δικαιούχου να επιβάλλει πρόσθετες χρεώσεις («surcharging»), ήτοι το δικαίωμα του δικαιούχου να επιβαρύνει τον πελάτη-πληρωτή με το κόστος που συνεπάγεται γι’ αυτόν η επιλογή από τον πελάτη συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.

58.      Όπως προέκυψε από τη μελέτη επιπτώσεων, η επιβολή πρόσθετων χρεώσεων είναι πολύ συνηθισμένη πρακτική στο πλαίσιο της χρησιμοποίησης καρτών πληρωμών (13). Η διαπίστωση αυτή ανευρίσκεται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 63 της προτάσεως οδηγίας (14), αλλά το γεγονός ότι το φαινόμενο της επιβολής πρόσθετων χρεώσεων απαντά κυρίως στο πλαίσιο της χρήσης των καρτών πληρωμής, ακόμη δε και το ενδεχόμενο να θεσπίστηκε το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας με βάση τη διαπίστωση αυτή, δεν αρκούν για να αποκλειστούν τα άλλα μέσα πληρωμών, όπως οι μεταφορές από λογαριασμό, του πεδίου εφαρμογής του.

59.      Σε κάθε περίπτωση, η θέση της Γερμανικής Κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία το υπογεγραμμένο έντυπο μεταφοράς από λογαριασμό δεν συνιστά μέσο πληρωμών σε αντίθεση με τη μεταφορά που πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου δεν είναι πειστική. Πράγματι, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν έχει καμία λογική το να αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι δύο αυτές μέθοδοι χρησιμοποίησης του αυτού μέσου πληρωμών, που είναι η μεταφορά από λογαριασμό.

60.      Επομένως, στο δεύτερο αυτό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια μεταφορά χρηματικού ποσού εις πίστωση λογαριασμού («credit transfer») που τίθεται σε κίνηση είτε με έντυπο εντολής φέρον την ιδιόχειρη υπογραφή του πληρωτή είτε ηλεκτρονικά («Telebanking») πρέπει να θεωρείται ως «μέσο πληρωμών» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, και του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας.

 Γ –      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

61.      Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας επιτρέπει στη Δημοκρατία της Αυστρίας να επιβάλλει, με το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG, γενική απαγόρευση των πρόσθετων χρεώσεων και, ιδίως, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων μέσων πληρωμών.

62.      Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, η Verein für Konsumenteninformation, υποστηριζόμενη στην περίπτωση αυτή από την Αυστριακή, τη Γερμανική, τη Γαλλική, την Ιταλική και την Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και από την Επιτροπή, είναι της γνώμης ότι η γενική απαγόρευση επιβολής πρόσθετων χρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG μεταφέρει ορθώς στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 52, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

63.      Συγκεκριμένα, αφενός, η εν λόγω διάταξη προάγει τη χρησιμοποίηση μέσων πληρωμών που είναι αποτελεσματικά από την άποψη του πληρωτή απαγορεύοντας στον δικαιούχο να επιβάλλει πρόσθετες επιβαρύνσεις, επιτρέποντάς του συγχρόνως να προσφέρει εκπτώσεις, προκειμένου να ενθαρρύνει τη χρήση μέσων πληρωμών τα οποία θεωρεί από την πλευρά του πλέον αποτελεσματικά.

64.      Αφετέρου, η διάταξη αυτή προάγει τον ανταγωνισμό αυξάνοντας τη διαφάνεια των τιμολογήσεων, δεδομένου ότι η επιβολή πρόσθετων επιβαρύνσεων σχετιζομένων με τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών καθιστά δυσκολότερη για τους καταναλωτές τη σύγκριση των τιμολογιακών προσφορών που υπάρχουν στην αγορά.

65.      Εξάλλου, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή γενικής απαγόρευσης ή περιορισμού της επιβολής επιβαρύνσεων προκειμένου να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός, να ευνοηθεί η χρησιμοποίηση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών ή να αποτραπεί οιαδήποτε καταχρηστική τιμολόγηση εκ μέρους του δικαιούχου της πληρωμής.

66.      Η T-Mobile Austria υποστηρίζει, πρώτον, ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν γενική απαγόρευση αλλά τους επιτρέπει μόνο να απαγορεύουν την επιβολή επιβάρυνσης για τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.

67.      Δεύτερον, τονίζει ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας, μια τέτοια απαγόρευση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προαγωγής του ανταγωνισμού και ενθάρρυνσης της χρήσης αποτελεσματικών μέσων πληρωμών. Όμως, μια γενική απαγόρευση πλήττει αδιακρίτως τα αποτελεσματικά και τα αναποτελεσματικά μέσα πληρωμών. Περαιτέρω, επισημαίνει συναφώς ότι η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να απαγορεύσουν την επιβολή πρόσθετων επιβαρύνσεων εφόσον κρίνουν ότι αυτό δικαιολογείται από καταχρηστική τιμολόγηση ή ότι η πρακτική αυτή ενδέχεται να έχει αρνητική επίπτωση στη χρήση ενός ορισμένου μέσου πληρωμών, πράγμα που δεν συμβαίνει στην περίπτωση της επίμαχης ρήτρας.

68.      Τρίτον, ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία της οδηγίας υπό το φως του δικαιώματος της ελευθερίας του επαγγέλματος και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (άρθρα 15 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) θα οδηγούσε σε αναγνώριση της δυνατότητας χρέωσης για το πρόσθετο κόστος το οποίο απορρέει από τη χρήση αναποτελεσματικών μεθόδων πληρωμής, όπως είναι τα έντυπα μεταφοράς από λογαριασμό.

69.      Από τη μεριά μου, συμμερίζομαι την άποψη που υποστηρίζουν η Verein für Konsumenteninformation, η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

70.      Συμφωνώ με τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή ότι το γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν αν και πώς θέλουν να κάνουν χρήση της δυνατότητας να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την πρακτική των πρόσθετων χρεώσεων. Όντως, στη δεύτερη περίοδο της εν λόγω παραγράφου 3 ορίζεται ρητώς ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την απαίτηση επιβάρυνσης», με τον μόνο περιορισμό ότι το εν λόγω μέτρο πρέπει να θεσπίζεται λαμβάνοντας υπόψη «την ανάγκη να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός και να προαχθεί η χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών».

71.      Στην αιτιολογική σκέψη 42 της οδηγίας επιβεβαιώνεται ότι η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να παράσχει αυτή την ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη. Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, «τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν [την πρακτική πρόσθετης χρέωσης] αν το κρίνουν σκόπιμο, λόγω καταχρηστικής τιμολόγησης ή τιμολόγησης που μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στη χρήση ενός ορισμένου μέσου πληρωμών» (15).

72.      Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την πρακτική των πρόσθετων χρεώσεων, ακόμη και κατά τρόπο γενικό, προκειμένου να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό, να προαγάγουν τη χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών ή να αποτρέψουν καταχρηστικές τιμολογήσεις.

73.      Η T-Mobile Austria επανέρχεται στη χρήση των λέξεων «συγκεκριμένου μέσου πληρωμών» (16) στο κείμενο του άρθρου 52, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για να υποστηρίξει ότι δεν είναι δυνατή η επιβολή γενικής απαγόρευσης των πρόσθετων επιβαρύνσεων. Ισχυρίζεται, επομένως, ότι η οδηγία δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την πρακτική των προσθέτων επιβαρύνσεων παρά μόνο σε σχέση με συγκεκριμένα μέσα πληρωμών και υπό τον όρο ότι κάθε απαγόρευση ή περιορισμός αποφασίζεται «λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός και να προαχθεί η χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών».

74.      Κατά τη γνώμη μου, είναι λογικό να κάνει λόγο η πρώτη περίοδος του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας για «συγκεκριμένο μέσο πληρωμών», αφού δεν θα ήταν νοητό να απαγορευθεί στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να εμποδίσει ένα δικαιούχο να εφαρμόσει την επιβολή επιβάρυνσης μόνο στην περίπτωση που ο εν λόγω δικαιούχος θα ήθελε να την εφαρμόσει για όλα τα μέσα πληρωμών. Ωστόσο, η λογική συνέπεια είναι προφανώς ότι οι λέξεις αυτές δεν χρησιμοποιούνται στη δεύτερη περίοδο της εν λόγω παραγράφου, με βάση την οποία τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα την έκταση της απαγόρευσης ή του περιορισμού (για παράδειγμα, σε ορισμένα μόνο μέσα πληρωμών) της πρακτικής των πρόσθετων χρεώσεων.

75.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση αναφέρθηκε στους λόγους που ώθησαν τον Αυστριακό νομοθέτη να απαγορεύσει κατά τρόπο γενικό τη χρέωση επιβαρύνσεων. Στην αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG γίνεται λόγος για την επιδίωξη διαφάνειας και ενθάρρυνσης του ανταγωνισμού (17). Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει τα ευρήματα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ήτοι ότι η γενική απαγόρευση της πρακτικής πρόσθετων χρεώσεων επιβλήθηκε «λαμβάνοντας υπόψη» επαρκώς τους λόγους δημοσίου συμφέροντος στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας (18), πιστεύω ότι ο Αυστριακός νομοθέτης δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει το εν λόγω άρθρο και η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας. Όσον αφορά δε τους στόχους δημοσίου συμφέροντος στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω μερικές πρόσθετες σκέψεις.

76.      Η μελέτη επιπτώσεων κατέδειξε ότι η πρακτική των πρόσθετων χρεώσεων οδηγούσε συχνά σε καταχρηστικές τιμολογήσεις εκ μέρους ορισμένων εμπόρων, ήτοι στη χρέωση επιβαρύνσεων δυσανάλογα υψηλών σε σχέση με το κόστος που ανελάμβανε ο έμπορος για να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή, ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις πρόσθετες αυτές επιβαρύνσεις χρησιμοποιώντας κάποιο άλλο μέσο πληρωμών (19).

77.      Κατά την ίδια μελέτη, φαίνεται ότι η επιβολή πρόσθετων χρεώσεων χρησιμοποιούνταν επίσης μάλλον με σκοπό την άντληση πρόσθετων εσόδων παρά για να μετακυλισθούν στον πληρωτή οι πραγματικές επιβαρύνσεις που επέβαλλε στον δικαιούχο ο πάροχός του υπηρεσιών πληρωμών για τη χρήση ορισμένου μέσου πληρωμών (20).

78.      Για να αποτραπούν ακριβώς καταχρήσεις αυτού του είδους και να αποφευχθεί η τεράστια δυσκολία επακριβούς καθορισμού της σχέσης μεταξύ των πραγματικών επιβαρύνσεων και των επιβαλλομένων στους καταναλωτές χρεώσεων, τα κράτη μέλη έχουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας δυνατότητα να απαγορεύουν άνευ ετέρου τις πρόσθετες χρεώσεις (21).

79.      Στην προκειμένη περίπτωση, τέθηκε το ζήτημα αν τα χρεωθέντα στον πληρωτή 3 ευρώ για έξοδα από την T-Mobile Austria αντιπροσώπευαν το πραγματικό κόστος που βάρυνε την αναιρεσείουσα συνεπεία της επιλογής του πληρωτή να εξοφλήσει το τιμολόγιό του με μεταφορά από λογαριασμό. Όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση, τα έξοδα που βαρύνουν τον δικαιούχο, ο οποίος εισπράττει χρηματικά ποσά κατόπιν εντολής μεταφοράς από λογαριασμό στην ημεδαπή ή εντός της Ένωσης, είναι κατά κανόνα πολύ μικρά έως ανύπαρκτα. Πράγματι, πλην των περιπτώσεων όπου η εντολή είναι ελλιπής, ο λογαριασμός του δικαιούχου πιστώνεται με αυτοματοποιημένο τρόπο, χωρίς ενεργό παρέμβαση εκ μέρους του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

80.      Στις γραπτές παρατηρήσεις της η T-Mobile Austria ισχυρίστηκε, αντίθετα, ότι η επεξεργασία πληρωμών που πραγματοποιούνται με έντυπο μεταφοράς συνεπαγόταν σημαντικό κόστος, χωρίς να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις. Εξηγήσεις που δεν έδωσε ούτε προς αντίκρουση των επιχειρημάτων της Γαλλικής Κυβερνήσεως, αφού δεν έλαβε μέρος στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία.

81.      Επομένως, είναι κάλλιστα δυνατό τα 3 ευρώ που χρεώνει η T‑Mobile Austria, για κάθε εντολή μεταφοράς, να είχαν ως σκοπό όχι να μετακυλίσει στους πελάτες τα έξοδα που βαρύνουν την ίδια αλλά να αποτρέψει τους εν λόγω πελάτες να εξοφλούν τα τιμολόγιά τους με μεταφορά από λογαριασμό, επειδή, σε αντίθεση με την αυτόματη χρέωση, ιδίως με πάγια τραπεζική εντολή, η διαδικασία της μεταφοράς από λογαριασμό δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να κινήσει ο ίδιος την εκτέλεση της πληρωμής. Η πρακτική αυτή αντίκειται στο άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας που επιτρέπει στους δικαιούχους είτε να μετακυλίουν την επιβάρυνση που αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος που φέρουν οι ίδιοι είτε να προσφέρουν εκπτώσεις προκειμένου να ενθαρρύνουν τους πληρωτές να χρησιμοποιούν μέσα πληρωμών που είναι αποτελεσματικότερα από την άποψη του δικαιούχου. Κατά συνέπεια, η απόφαση του Αυστριακού νομοθέτη να απαγορεύσει τις πρόσθετες χρεώσεις συνάδει πλήρως με τον στόχο που εξαγγέλλει ο νομοθέτης της Ένωσης στην τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ήτοι την αποτροπή καταχρηστικών τιμολογήσεων.

82.      Όσον αφορά την ενθάρρυνση του ανταγωνισμού στην οποία αναφέρεται το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το δημόσιο συμφέρον για τιμολογιακή διαφάνεια το οποίο προασπίζει η διάταξη του άρθρου 27, παράγραφος 6, του ZaDiG (22). Πράγματι, όπως αναφέρει η Αυστριακή Κυβέρνηση, η γενική απαγόρευση πρόσθετων χρεώσεων δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις να απαιτούν από τους πελάτες τους, σε περίπτωση χρησιμοποίησης συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, τελικό τίμημα υψηλότερο εκείνου που τους ανακοινώνουν και το οποίο οι πελάτες συγκρίνουν με άλλες προσφορές.

83.      Πρέπει, επίσης, να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά του τομέα στον οποίο υπάγεται το αντικείμενο της κύριας δίκης. Οι πάροχοι υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας δρουν ακριβώς σε περιβάλλον σκληρού ανταγωνισμού όσον αφορά τις τιμές των συνδρομών, τις τιμές ανά λεπτό και τα πακέτα με τίμημα κατ’ αποκοπήν. Όπως δε επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση, προκειμένου να αποφασίσουν αν θα αγοράσουν μια συγκεκριμένη συνδρομή οι καταναλωτές, συγκρίνουν τις τιμές αυτές και όχι τις χρεώσεις που επιβάλλονται για τη χρησιμοποίηση των διαφόρων μέσων πληρωμών.

84.      Όσον αφορά την προαγωγή των αποτελεσματικών μέσων πληρωμών στην οποία αναφέρεται και το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας, η T‑Mobile Austria ορθώς τονίζει ότι είναι ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα τόσο των δικαιούχων όσο και των πληρωτών. Πράγματι, μολονότι οι δύο αυτές ομάδες έχουν συχνά αντιφατικά συμφέροντα, επ’ ουδενί επιβάλλει η οδηγία να ευνοηθούν τα συμφέροντα της μιας ομάδας έναντι των συμφερόντων της άλλης.

85.      Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας καθώς και το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG επιτρέπουν στην T-Mobile Austria να προσφέρει στους πελάτες της εκπτώσεις προκειμένου να τους ενθαρρύνει να χρησιμοποιούν τα μέσα πληρωμών τα οποία είναι, από τη δική της άποψη, τα πλέον αποτελεσματικά.

86.      Εντούτοις, ακόμη και αν η T-Mobile Austria θεωρεί ότι η αυτόματη χρέωση είναι το πλέον αποτελεσματικό μέσο πληρωμών, ορισμένοι πληρωτές μπορεί να προτιμούν παρά ταύτα τη μεταφορά από λογαριασμό για λόγους που έχουν σχέση με το είδος του τραπεζικού λογαριασμού τους ή με την επιθυμία τους να ελέγχουν το τιμολόγιο προτού το εξοφλήσουν.

87.      Όπως επισημαίνει η Verein für Konsumenteninformation, ορισμένοι καταναλωτές έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν επιτρέπουν αυτόματες χρεώσεις ή τις επιτρέπουν μόνο για πολύ περιορισμένα ποσά (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των φοιτητών ή των προσώπων που είναι δικαιούχοι του «βασικού επιδόματος γήρατος» κ.λπ.). Αν, στην περίπτωσή τους, το υπόλοιπο του λογαριασμού δεν επαρκεί για να καλύψει τη χρέωση, η τράπεζα θα χρεώσει στον πληρωτή και όχι στον δικαιούχο τα έξοδα της ματαίωσης της πληρωμής, γεγονός που δεν συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για τον δικαιούχο. Επομένως, για τους καταναλωτές αυτούς, η μεταφορά από λογαριασμό είναι το πλέον αποτελεσματικό μέσο πληρωμών, αφού τους επιτρέπει να επιλέξουν μια ημερομηνία εκτέλεσης κατά την οποία υπάρχει στον λογαριασμό τους υπόλοιπο που αρκεί για την πραγματοποίηση της πληρωμής εντός της προθεσμίας που έχει τάξει ο δικαιούχος. Επιπλέον, η μεταφορά, σε αντίθεση με την αυτόματη χρέωση, επιτρέπει στον καταναλωτή να ελέγξει το τιμολόγιο πριν από την εξόφληση. Με άλλα λόγια, η αποτελεσματικότητα του μέσου πληρωμών δεν πρέπει να εκτιμάται μόνο από την άποψη του δικαιούχου.

88.      Εξάλλου, μια διάταξη όπως το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG, θεσπίζοντας κανόνες και πρακτικές που είναι αναγκαίες για μια άσκηση της επαγγελματικής ελευθερίας που σέβεται τον ανταγωνισμό, την αποτελεσματικότητα των πληρωμών και τον καταναλωτή, δεν είναι δυνατό να προσβάλλει, όπως ισχυρίζεται η T-Mobile Austria, τα θεμελιώδη δικαιώματά της, ιδίως το δικαίωμά της ιδιοκτησίας και το δικαίωμά της της ελευθερίας του επαγγέλματος που προστατεύουν τα άρθρα 15 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

89.      Το επιχείρημα που αντλεί η T-Mobile Austria από το άρθρο 19 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), πρέπει επίσης να απορριφθεί. Κατά το άρθρο αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απαγορεύουν «στους εμπόρους να χρεώνουν στους καταναλωτές για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμής δαπάνη υπερβαίνουσα το κόστος χρήσης αυτού του μέσου από τον έμπορο». Η υποχρέωση αυτή που επιβάλλεται στα κράτη μέλη δεν θίγει με κανένα τρόπο τη δυνατότητά τους να προβλέπουν γενική απαγόρευση των πρόσθετων χρεώσεων.

90.      Με βάση τα προεκτεθέντα, στο τρίτο ερώτημα θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται στην εφαρμογή εθνικών διατάξεων όπως το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG, που απαγορεύουν στον δικαιούχο πληρωμής, κατά τρόπο γενικό και χωρίς να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων μέσων πληρωμών, να επιβάλλει επιβαρύνσεις.

91.      Το συμπέρασμα αυτό δεν θα ήταν διαφορετικό αν το Δικαστήριο έκρινε, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα, ότι οι μεταφορές που πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά ή με τη χρήση εντύπου καθώς και το υπογεγραμμένο έντυπο μεταφοράς δεν συνιστούν μέσα πληρωμών.

92.      Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, όπως επισημαίνουν η Verein für Konsumenteninformation και η Γερμανική Κυβέρνηση, τα κράτη θα είχαν και πάλι τη δυνατότητα να απαγορεύσουν τις πρόσθετες χρεώσεις για τη χρήση της μεταφοράς από λογαριασμό ως μέσου πληρωμών, καθότι, κατά το άρθρο 86 της οδηγίας, το άρθρο 52, παράγραφος 3, αυτής δεν αποτελεί εναρμονισμένη διάταξη. Επομένως, μια τέτοια απόφαση θα υπαγόταν στο πεδίο αρμοδιότητας των κρατών μελών, αφού η οδηγία δεν θα ήταν εφαρμοστέα.

 Δ –      Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως

93.      Για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά από λογαριασμό πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας και ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν είναι αντίθετο σε γενική απαγόρευση των πρόσθετων χρεώσεων σαν αυτήν που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG, η T-Mobile Austria ζητεί τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως.

94.      Κατά την T-Mobile Austria, μια τέτοια απόφαση θα είχε σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις του κλάδου των τηλεπικοινωνιών, όχι μόνο στην Αυστρία αλλά και σε όλα τα κράτη μέλη όπου επιτρέπονται οι πρόσθετες χρεώσεις, καθώς και για τις επιχειρήσεις άλλων κλάδων της οικονομίας που εφαρμόζουν στα εν λόγω κράτη μέλη πρακτικές πρόσθετων χρεώσεων.

95.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης διαφωτίζει και διευκρινίζει τη σημασία και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τότε που τέθηκε σε ισχύ. Συνέπεια αυτού είναι ότι η διάταξη που ερμηνεύτηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί από τον δικαστή ακόμα και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν ή σχηματίστηκαν πριν από την απόφαση που έκρινε επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων μια διαφορά σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως (24).

96.      Μόνον εντελώς κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη που ερμήνευσε το Δικαστήριο προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί. Προκειμένου να αποφασιστεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαία η συνδρομή δύο βασικών κριτηρίων, και συγκεκριμένα της καλής πίστης των ενδιαφερομένων κύκλων και του κινδύνου σημαντικών διαταραχών (25).

97.      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., «το Δικαστήριο κατέφυγε στη λύση αυτή μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, ειδικότερα όταν υπήρχε κίνδυνος σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων οφειλομένων ιδίως στον μεγάλο αριθμό των εννόμων σχέσεων που είχαν συσταθεί καλοπίστως βάσει ρυθμίσεως η οποία εθεωρείτο νομίμως ισχύουσα και εφόσον προέκυπτε ότι οι ιδιώτες και οι εθνικές αρχές είχαν παρακινηθεί σε συμπεριφορά αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης λόγω αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του εν λόγω δικαίου, αβεβαιότητας στη δημιουργία της οποίας είχε ενδεχομένως συμβάλει η συμπεριφορά άλλων κρατών μελών ή της Επιτροπής» (26).

98.      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφασή του Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., η T‑Mobile Austria «δεν προέβαλε […] στοιχεία βάσει των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να εκτιμήσει αν [η εν λόγω επιχείρηση] διατρέχει πράγματι κίνδυνο σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων» (27). Μάλιστα, ενώ στις γραπτές παρατηρήσεις της αρκέστηκε να κάνει λόγο για «σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις», δεν έλαβε μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση όπου θα είχε τη δυνατότητα να διευκρινίσει το σημείο αυτό ούτε υπολόγισε τις επιβαρύνσεις που χρέωσε παρανόμως στους πελάτες της.

99.      Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία «αντικειμενική και σοβαρή αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, […] στη δημιουργία της οποίας είχε ενδεχομένως συμβάλει η συμπεριφορά άλλων κρατών μελών ή της Επιτροπής», δεδομένου ότι, όπως κατέδειξε η μελέτη επιπτώσεων, δεκατέσσερα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει γενική απαγόρευση των πρόσθετων χρεώσεων (28), η Επιτροπή ουδέποτε αντέδρασε αρνητικά στις νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις και, μάλιστα, μία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών που επιτρέπουν την εν λόγω πρακτική, ήτοι η Γερμανική Κυβέρνηση, παρενέβη για να υποστηρίξει ότι γενική απαγόρευση των πρόσθετων χρεώσεων σαν αυτήν που καθιερώνει το άρθρο 27, παράγραφος 6, του ZaDiG συμβιβάζεται με το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας.

100. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν συντρέχει λόγος να περιορισθούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της εκδοθησόμενης αποφάσεως.

VI – Πρόταση

101. Προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Oberster Gerichtshof ως εξής:

1)      Το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ, εφαρμόζεται στη συμβατική σχέση που συνδέει έναν πάροχο υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως δικαιούχο μιας πληρωμής, και τον πελάτη του (καταναλωτή), ως πληρωτή.

2)      Μεταφορά χρηματικού ποσού εις πίστωση λογαριασμού («credit transfer») που τίθεται σε κίνηση είτε με έντυπο εντολής μεταφοράς φέρον την ιδιόχειρη υπογραφή του πληρωτή είτε ηλεκτρονικά («Telebanking») πρέπει να θεωρείται ως «μέσο πληρωμών» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 23, και του άρθρου 52, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/64.

3)      Το άρθρο 52, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/64 έχει την έννοια ότι δεν είναι αντίθετο στην εφαρμογή εθνικών διατάξεων όπως το άρθρο 27, παράγραφος 6, του νόμου περί των υπηρεσιών πληρωμών (Zahlungsdienstegesetz), που απαγορεύουν στον δικαιούχο πληρωμής, κατά τρόπο γενικό και χωρίς να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων μέσων πληρωμών, να επιβάλλει πρόσθετες χρεώσεις.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      ΕΕ L 319, σ. 1.


3 –      Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑210/06, Cartesio (Συλλογή 2008, σ. I‑9641, σκέψη 96).


4 –      Όπ.π. (σκέψη 67). Βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C‑222/05 έως C‑225/05, van der Weerd κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑4233, σκέψη 22).


5 – Η υπογράμμιση δική μου.


6 – Κατά το αγγλικό κείμενο, «payment instrument means any personalised device(s) and/or set of procedures» και κατά το ελληνικό κείμενο, ως «“μέσο πληρωμών” [νοείται] κάθε εξατομικευμένος μηχανισμός ή/και σειρά διαδικασιών».


7 –      Η υπογράμμιση δική μου.


8 –      Άρθρο 4, σημείο 23, της οδηγίας.


9 – Άρθρο 4, σημείο 16, της οδηγίας.


10 –      Βλ. ιστοτόπους http://www.ecb.europa.eu/paym/pol/activ/instr/html/index.en.html και http://www.ecb.europa.eu/paym/sepa/about/instruments/html/index.en.html.


11 –      Όπως δήλωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πρόταση αυτή δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από την ανάγκη εναρμόνισης των πρακτικών των κρατών μελών στο θέμα της απαγόρευσης των πρόσθετων χρεώσεων. Η μελέτη επιπτώσεων αποκαλύπτει, πράγματι, ότι δεκατέσσερα κράτη μέλη έχουν απαγορεύσει την επιβολή πρόσθετων επιβαρύνσεων κατά τρόπο γενικό, ενώ δώδεκα κράτη μέλη την επιτρέπουν και ένα μόνο, το Βασίλειο της Δανίας, την απαγορεύει μόνο σε σχέση με τη χρήση χρεωστικών καρτών.


12 – Η μετάφραση δική μου. Το αγγλικό κείμενο της μελέτης επιπτώσεων αναφέρει: «[p]ayment cards, followed by credit transfers and direct debits, are the most popular non-cash payment instruments in the EU» [SWD(2013) 288 τελικό, σ. 7].


13 –      Βλ. μελέτη επιπτώσεων, σ. 131.


14 –      «surcharging is in practice limited to card-based payments» («η επιβολή προσθέτων χρεώσεων περιορίζεται στην πράξη στις πληρωμές με κάρτα») (η μετάφραση δική μου).


15 –      Η υπογράμμιση δική μου.


16 –      Η υπογράμμιση δική μου.


17 –      Διαθέσιμη στον ιστοτόπο του Αυστριακού Κοινοβουλίου: http://www.parlament.gv.at/PAKT/VHG/XXIV/I/I_00207/fname_159443.pdf. Βλ. σ. 34 της εν λόγω έκθεσης.


18 –      Βλ. σημείο 16 in fine των παρουσών προτάσεων.


19 –      Βλ. μελέτη επιπτώσεων, σ. 158.


20 –      Όπ.π. (σ. 135).


21 –      Στη σημερινή μορφή της, η πρόταση οδηγίας καταργεί μεν τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την επιβολή πρόσθετων επιβαρύνσεων, πλην όμως προβλέπει ότι οι εφαρμοζόμενες επιβαρύνσεις δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το κόστος που βαρύνει τον δικαιούχο για τη χρήση ορισμένου μέσου πληρωμών (βλ. άρθρο 55, παράγραφος 3, της προτάσεως οδηγίας). Επίσης, απαγορεύει τις πρόσθετες χρεώσεις για τη χρησιμοποίηση μέσων πληρωμών για τα οποία οι διατραπεζικές προμήθειες θα ρυθμιστούν με ένα νέο κανονισμό (βλ. άρθρο 55, παράγραφος 4, της προτάσεως οδηγίας) σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με τη χρήση καρτών (βλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με τη χρήση καρτών [COM(2013) 550 τελικό]). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξήγησε ότι, ενώ η πρόταση οδηγίας απαγορεύει τις πρόσθετες χρεώσεις πέραν του πραγματικού κόστους, δεν περιέχει καμία ρύθμιση επιτρέπουσα στον πληρωτή να ελέγξει ότι τα έξοδα που του χρεώνονται δεν υπερβαίνουν αυτά που βάρυναν τον δικαιούχο, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, θα οδηγήσει σε πολλές ένδικες διαφορές. Ένα παράδειγμα αυτών αποτελεί η συζήτηση, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, σχετικά με την επιβάρυνση 3 ευρώ που επιβάλλεται σε περίπτωση πληρωμής με μεταφορά από λογαριασμό.


22 –      Βλ. σ. 34 της αιτιολογικής έκθεσης στην οποία αναφέρεται το σημείο 75 των παρουσών προτάσεων.


23 –      ΕΕ L 304, σ. 64.


24 –      Βλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2002, C‑347/00, Barreira Pérez (Συλλογή 2002, σ. I‑8191, σκέψη 44), της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C‑453/02 και C‑462/02, Linneweber και Ακριτίδης (Συλλογή 2005, σ. I‑1131, σκέψη 41), καθώς και της 6ης Μαρτίου 2007, C‑292/04, Meilicke κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑1835, σκέψη 34).


25 –      Βλ. αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑402/03, Skov και Bilka (Συλλογή 2006, σ. I‑199, σκέψη 51), της 3ης Ιουνίου 2010, C‑2/09, Kalinchev (Συλλογή 2010, σ. I‑4939, σκέψη 50), καθώς και της 10ης Μαΐου 2012, C‑338/11 έως C‑347/11, Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψη 59).


26 – Σκέψη 60. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2006, C‑423/04, Richards (Συλλογή 2006, σ. I‑3585, σκέψη 42), και Kalinchev, προπαρατεθείσα (σκέψη 51).


27 –      Σκέψη 62. Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑242/09, Albron Catering (Συλλογή 2010, σ. I‑10309, σκέψη 38), καθώς και της 18ης Οκτωβρίου 2012, C‑525/11, Mednis (σκέψη 45).


28 –      Βλ. υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων.