Language of document : ECLI:EU:C:2007:454

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 18ης Ιουλίου 2007 (1)(i)

Υπόθεση C‑275/06

Productores de Música de España (Promusicae)

κατά

Telefónica de España SAU

(αίτηση του Juzgado de lo mercantil no. 5 de Madrid για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινωνία της πληροφορίας – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Διάθεση δεδομένων κινήσεως»






I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί εύγλωττο παράδειγμα ότι η αποθήκευση δεδομένων για συγκεκριμένους σκοπούς δημιουργεί την επιθυμία ευρύτερης χρήσεως των δεδομένων αυτών. Στην Ισπανία, οι παρέχοντες πρόσβαση στο Διαδίκτυο υποχρεούνται να αποθηκεύουν συγκεκριμένα δεδομένα του κάθε χρήστη προκειμένου αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στην περίπτωση έρευνας διεξαγόμενης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ή για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας. Εν προκειμένω, μία ένωση κατόχων δικαιωμάτων του δημιουργού επιθυμεί με τη βοήθεια των δεδομένων αυτών να ταυτοποιήσει τους χρήστες οι οποίοι διά της ανταλλαγής αρχείων προσέβαλαν τα δικαιώματα αυτά.

2.        Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει, ή και απαιτεί, τη διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως σχετικά με τη χρήση του Διαδικτύου στους κατόχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι διάφορες οδηγίες σχετικές με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας και της κοινωνίας της πληροφορίας παρέχουν στους κατόχους αντίστοιχων δικαιωμάτων αξίωση κατά των παρόχων ηλεκτρονικών υπηρεσιών για τη διαβίβαση τέτοιων στοιχείων, εφόσον τα στοιχεία αυτά μπορούν να αποδείξουν την προσβολή προστατευόμενων δικαιωμάτων.

3.        Πάντως, στη συνέχεια θα αποδείξω ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την προστασία δεδομένων στο πλαίσιο ηλεκτρονικών επικοινωνιών επιτρέπει τη διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως μόνο στις αρμόδιες κρατικές αρχές, όχι ωστόσο τη διάθεση των δεδομένων αυτών απευθείας στους κατόχους δικαιωμάτων του δημιουργού οι οποίοι επιθυμούν να ασκούν αγωγές αποζημιώσεως βάσει των διατάξεων του αστικού δικαίου λόγω προσβολής των δικαιωμάτων τους.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α –     Α – Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

4.        Εν προκειμένω, κρίσιμες είναι οι διατάξεις σχετικά με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας και σχετικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο καθώς και, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις για την προστασία των δεδομένων.

1.      Η προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας εντός της κοινωνίας της πληροφορίας

5.        Κατ’ αρχάς, σε σχέση με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας εντός της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να μνημονευθεί η οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (2).

6.        Το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/31 οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της. Κατά τη διατύπωση του σημείου βʹ, η οδηγία δεν εφαρμόζεται «σε θέματα σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που καλύπτονται ήδη από τις οδηγίες 95/46/ΕΚ και 97/66/ΕΚ» (3).

7.        Το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να υποχρεώσουν τους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες κρατικές αρχές για τυχόν υπόνοιες περί χορηγουμένων παρανόμων πληροφοριών ή δραστηριοτήτων που επιχειρούν αποδέκτες των υπηρεσιών τους ή να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, κατ’ αίτησή τους, πληροφορίες που διευκολύνουν την εντόπιση αποδεκτών των υπηρεσιών τους με τους οποίους έχουν συμφωνίες αποθήκευσης.»

8.        Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου, όσον αφορά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, να επιτρέπουν την ταχεία λήψη μέτρων, συμπεριλαμβανόμενων προσωρινών μέτρων, προκειμένου να παύει οιαδήποτε παράβαση και να προλαμβάνεται περαιτέρω ζημία των ενεχόμενων συμφερόντων.»

9.        Ειδικότερες ρυθμίσεις για την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας στο ηλεκτρονικό εμπόριο περιέχει η οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (4). Στην περίπτωση της οδηγίας αυτής, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το άρθρο 8 το οποίο επιγράφεται «Κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας»:

«(1)      Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας έναντι της προσβολής των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

(2)       Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι δικαιούχοι των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από προσβολές τελεσθείσες στο έδαφός του να μπορούν να ασκούν αγωγή αποζημίωσης ή/και να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και, κατά περίπτωση, την κατάσχεση του σχετικού υλικού καθώς και των συσκευών, προϊόντων ή συστατικών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

(3)       […]»

10.      Το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29 περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν ειδικότερα τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, τα σήματα, τα σχέδια και υποδείγματα, τα πρότυπα χρήσεων, τις τοπογραφίες προϊόντων ημιαγωγών, τα τυπογραφικά στοιχεία, την πρόσβαση υπό όρους, την πρόσβαση σε καλωδιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες, την προστασία των εθνικών θησαυρών, τις νομικές προϋποθέσεις κατάθεσης, το δίκαιο των συμπράξεων και του αθέμιτου ανταγωνισμού, το εμπορικό απόρρητο, την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τον σεβασμό της προσωπικής ζωής, την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα και το ενοχικό δίκαιο.»

11.      Ειδικό δικαίωμα πληροφορήσεως των κατόχων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (5):

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και κατόπιν αιτιολογημένου και αναλογικού αιτήματος του προσφεύγοντος, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν την παροχή πληροφοριών για την προέλευση και για τα δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή παροχής των υπηρεσιών που προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, από τον παραβάτη ή/και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο:

[…]

γ)      διαπιστώθηκε ότι παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή δικαιώματος,

[…]

2.      Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν, εφόσον ενδείκνυται:

α)      τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής·

β)      […]

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων κανονιστικών διατάξεων οι οποίες:

α)-δ) […] ή

ε)      διέπουν την προστασία της εμπιστευτικότητας των πηγών πληροφοριών ή την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.»

12.      Ταυτόχρονα, η οδηγία 2004/48 δεν θίγει, κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 3,

«α)      τις κοινοτικές διατάξεις που διέπουν το ουσιαστικό δίκαιο διανοητικής ιδιοκτησίας, την οδηγία 95/46/ΕΚ, την οδηγία 1999/93/ΕΚ ή την οδηγία 2000/31/ΕΚ, εν γένει, και ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 12 έως 15 της οδηγίας 2001/31/ΕΚ·

β)      [...]».

2.      Οι διατάξεις σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων

13.      Για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, κρίσιμη είναι η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (6).

14.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, «[μ]ε την παρούσα οδηγία εναρμονίζονται οι διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδίως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα.»

15.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, οι διατάξεις της εξειδικεύουν και συμπληρώνουν την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7).

16.      Το άρθρο 2, παράγραφος βʹ, της οδηγίας 2002/58 ορίζει τα δεδομένα κινήσεως ως «τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβίβασης μιας επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρέωσής της».

17.      Το άρθρο 6 ρυθμίζει τα της επεξεργασίας των δεδομένων κινήσεως:

«1.      Τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον πάροχο δημόσιου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό της μετάδοσης μιας επικοινωνίας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 5 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 15, παράγραφος 1.

2.      Τα δεδομένα κίνησης που είναι απαραίτητα για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον έως το τέλος της χρονικής περιόδου εντός της οποίας δύναται να αμφισβητείται νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιώκεται η πληρωμή.

3.-5.      […]

6. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 ισχύουν με την επιφύλαξη της δυνατότητας των αρμοδίων φορέων να ενημερώνονται για τα δεδομένα κίνησης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με σκοπό την επίλυση διαφορών, ιδίως σχετικά με τη διασύνδεση ή τη χρέωση.»

18.      Η μνημονευόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιφύλαξη του άρθρου 15, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

19.      Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη διαλαμβάνει:

«(11)      Η παρούσα οδηγία, όπως και η οδηγία 95/46/ΕΚ, δεν υπεισέρχεται σε θέματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που συνδέονται με δραστηριότητες οι οποίες δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, δεν αλλάζει την υφιστάμενη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του ατόμου στην ιδιωτική ζωή και τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας, εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας του κράτους (περιλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα, αυστηρώς ανάλογα των προς επίτευξη σκοπών και αναγκαία στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε επαρκείς διασφαλίσεις σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.»

20.      Το άρθρο 19 της οδηγίας 2002/58 ρυθμίζει τη σχέση της προς την προϊσχύσασα οδηγία 97/66:

«Η οδηγία 97/66/ΕΚ καταργείται από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.»

21.      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν με νομοθετικά μέτρα την εμβέλεια των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του άρθρου 10, του άρθρου 11, παράγραφος 1, και των άρθρων 12 και 21, όταν ο περιορισμός αυτός απαιτείται για τη διαφύλαξη:

α)      της ασφάλειας του κράτους·

β)      της άμυνας·

γ)      της δημόσιας ασφάλειας·

δ)      της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης παραβάσεων του ποινικού νόμου ή της δεοντολογίας των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων·

ε)       σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων·

στ)       αποστολής ελέγχου, επιθεώρησης ή ρυθμιστικών καθηκόντων που συνδέονται, έστω και ευκαιριακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) ·

ζ)       της προστασίας του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων.»

22.      Πέραν των ανωτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 29 της οδηγίας 95/46, συνιστάται μία ανεξάρτητη ομάδα απαρτιζόμενη από αντιπροσώπους των αρχών ελέγχου που έχει ορίσει κάθε κράτος μέλος για την προστασία των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (στο εξής: ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) (8). Η αποστολή της ομάδας αυτής συνίσταται στο να γνωμοδοτεί επί ζητημάτων που άπτονται της νομοθεσίας περί προστασίας των προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Παρεμφερής είναι η αποστολή, κατά το άρθρο 286 ΕΚ και κατά τον κανονισμό 45/2001 (9), του επόπτη προστασίας δεδομένων.

23.      Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει για την υπό κρίση υπόθεση και η οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006 , για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (10).

24.      Η οδηγία 2006/24 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διατηρούν μεταξύ άλλων τα δεδομένα κινήσεως στο Διαδίκτυο. Κατά το άρθρο της 15, η οδηγία πρέπει να μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών μελών μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 2007, πλην όμως επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρατείνουν για 18 μήνες τη διατήρηση δεδομένων επικοινωνίας που αφορούν την πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η Ισπανία δεν έκανε χρήση της ευχέρειας αυτής.

25.      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/24 προσέθεσε μία νέα παράγραφο, ήτοι την παράγραφο 1α, στο άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58:

«Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για δεδομένα των οποίων τη διατήρηση προβλέπει ρητά η οδηγία 2006/24/ΕΚ […] όσον αφορά τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.»

26.      Η πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούνται δυνάμει της οδηγίας 2006/24 ρυθμίζεται στο άρθρο 4:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα που διατηρούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία παρέχονται μόνο στις αρμόδιες εθνικές αρχές, σε ειδικές περιπτώσεις και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Η διαδικασία και οι όροι πρόσβασης σε διατηρούμενα δεδομένα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας ορίζονται από τα κράτη μέλη στο εθνικό τους δίκαιο, με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου ή του δημοσίου διεθνούς δικαίου, και ιδίως της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων.»

Β –     Β – Το ισπανικό δίκαιο

27.      Στο πλαίσιο της εκθέσεως του εθνικού νομικού πλαισίου, το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται ουσιαστικά στην παράθεση του άρθρου 12, παράγραφοι 1 έως 3, του Ley 34/2002 de Servicios de de y de Comercio Electrónico (νόμου για τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας και για το ηλεκτρονικό εμπόριο) της 11ης Ιουλίου 2002:

«Άρθρο 12. Υποχρέωση διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως που σχετίζονται με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες

1.      Οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι φορείς παροχής προσβάσεως σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και οι φορείς παροχής υπηρεσιών αποθηκεύσεως δεδομένων οφείλουν να διατηρούν τα δεδομένα συνδέσεως και κινήσεως τα οποία δημιουργούνται από τις επικοινωνίες που πραγματοποιούνται κατά την παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών το πολύ, υπό τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στις εκτελεστικές αυτού διατάξεις.

2.      […] Οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι φορείς παροχής υπηρεσιών τους οποίους αφορά το παρόν άρθρο δεν δύνανται να χρησιμοποιούν τα διατηρούμενα δεδομένα για άλλους σκοπούς πλην των προβλεπομένων στην επόμενη παράγραφο και των λοιπών επιτρεπομένων από τον νόμο σκοπών και οφείλουν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για να αποφεύγεται η απώλεια ή αλλοίωση των δεδομένων αυτών, καθώς και η ανεπίτρεπτη πρόσβαση σε αυτά.

3.      Τα δεδομένα διατηρούνται για τη χρήση τους μόνο στο πλαίσιο ποινικής έρευνας ή με σκοπό την προστασία της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας και τίθενται στη διάθεση των δικαστών ή δικαστηρίων ή εισαγγελέων που τα ζητούν. Η γνωστοποίηση των δεδομένων αυτών στις δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας πραγματοποιείται υπό τους όρους που προβλέπει η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων.»

28.      Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού αποτελεί αξιόποινη πράξη στην Ισπανία μόνο στην περίπτωση που η πράξη διεπράχθη προς τον σκοπό πορισμού κέρδους (11).

III – Τα τεχνικά ζητήματα, τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά στην κύρια δίκη

29.      Η αιτούσα στην κύρια δίκη (στο εξής: Promusicae, για Productores de Música de España) είναι μία ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που αποτελείται από παραγωγούς και εκδότες μουσικών και κυρίως μουσικών οπτικοακουστικών έργων. Η ένωση προσέφυγε δικαστικώς με αίτημα να υποχρεωθεί ένας φορέας παροχής υπηρεσιών προσβάσεως στο Διαδίκτυο, ήτοι η Telefónica de España SAU., να της αποκαλύψει την ταυτότητα και την κατοικία ορισμένων χρηστών του Διαδικτύου. Η Promusicae εντόπισε τα πρόσωπα αυτά μέσω των, ως είθισται να αποκαλούνται, διευθύνσεών τους IP καθώς και διότι γνώριζε την ημερομηνία και την ώρα που τα πρόσωπα αυτά τη χρησιμοποίησαν.

30.      Η διεύθυνση IP είναι μία αριθμητική μορφή διευθύνσεως, παρεμφερής προς έναν αριθμό τηλεφώνου, η οποία καθιστά δυνατή την επικοινωνία συνδεδεμένων συσκευών, όπως είναι οι διακομιστές στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος από δικτυωμένους υπολογιστές (Webservers), οι διακομιστές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (E-Mail-Server) ή οι προσωπικοί Η/Υ στο Διαδίκτυο. Έτσι, ο διακομιστής μέσω του οποίου τηλεφορτώνονται οι σελίδες του Δικαστηρίου είναι η διεύθυνση IP-Adresse 147.67.243.28 (12). Σε περίπτωση τηλεφορτώσεως μιας σελίδας, γνωστοποιείται στον υπολογιστή, στον οποίον είναι αποθηκευμένη η σελίδα, η διεύθυνση του υπολογιστή που προβαίνει στην τηλεφόρτωση και, ως εκ τούτου, τα δεδομένα μπορούν να μεταφερθούν από τον έναν υπολογιστή στον άλλο μέσω του Διαδικτύου.

31.      Σταθερές διευθύνσεις IP μπορούν να δοθούν σε ιδιωτικούς χρήστες για τη σύνδεσή τους με το Διαδίκτυο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη σύνδεση στο τηλεφωνικό δίκτυο. Εντούτοις, τούτο είναι μάλλον σπάνιο, δεδομένου ότι το Διαδίκτυο δεν είναι επί του παρόντος τόσο οργανωμένο και, ως εκ τούτου, μόνον ένας περιορισμένος αριθμός διευθύνσεων είναι διαθέσιμος (13). Ως εκ τούτου, χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον –όπως και στην υπό κρίση υπόθεση– δυναμικές συνδέσεις IP, ήτοι ο φορέας παροχής προσβάσεως παρέχει στους πελάτες του για κάθε πρόσβαση μία διεύθυνση ad hocαπό την ποσόστωσή του διευθύνσεων. Εκ της φύσεώς της, η διεύθυνση αυτή μπορεί επομένως να μεταβάλλεται με κάθε σύνδεση.

32.      Η Promusicae προέβαλε ότι ταυτοποίησε ορισμένες διευθύνσεις IP οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές για την ανταλλαγή μουσικών αρχείων (γνωστή ως filesharing) των οποίων τα δικαιώματα του δημιουργού και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως ανήκουν σε μέλη της.

33.      Το filesharing αποτελεί μία μορφή ανταλλαγής αρχείων, π.χ. μουσικών κομματιών ή ταινιών. Οι χρήστες αντιγράφουν κατ’ αρχάς τα αρχεία στον υπολογιστή τους και ακολούθως τα προσφέρουν σε οποιονδήποτε συνδέεται μαζί τους μέσω του Διαδικτύου και ενός συγκεκριμένου προγράμματος, ήτοι εν προκειμένω, του προγράμματος Kazaa. Συναφώς, χρησιμοποιείται κατά κανόνα (14) η διεύθυνση IP εκείνου ο οποίος προσφέρει το αρχείο προς τηλεφόρτιση σε άλλους και ο οποίος επομένως μπορεί να εντοπιστεί.

34.      Προκειμένου να στραφεί κατά των χρηστών αυτών, η Promusicae απαιτεί από τον εμπλεκόμενο φορέα παροχής προσβάσεως, ήτοι από την Telefónica, τη γνωστοποίηση των χρηστών στους οποίους χορηγήθηκαν κατά τις χρονικές στιγμές που αυτή αναφέρει οι διευθύνσεις IP τις οποίες εντόπισε. Η Telefónica μπορεί να εντοπίσει την εκάστοτε χρησιμοποιηθείσα σύνδεση, δεδομένου ότι διατηρεί, και μετά τη λήξη της, τα στοιχεία των προσώπων στα οποία χορήγησε μία συγκεκριμένη διεύθυνση IP καθώς και τη χρονική στιγμή της χορηγήσεως αυτής.

35.      Το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αρχάς διάταξη με την οποία υποχρέωσε την Telefónica να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες. Εντούτοις, η Telefónica αντέτεινε ότι, δυνάμει του άρθρου 12 του Ley de Servicios de de y de Comercio Electrónico, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παράσχει στο δικαστήριο τα στοιχεία αυτά. Κατά την άποψή της, μόνο σε περίπτωση έρευνας στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ή όταν είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή όταν κινδυνεύει η εθνική ασφάλεια έχει υποχρέωση ο φορέας διαχειρίσεως ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή ο φορέας παροχής της σχετικής υπηρεσίας να παράσχει τα δεδομένα που υποχρεούται να διατηρεί κατά νόμο.

36.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι η ερμηνεία αυτή ενδέχεται να είναι ορθή στο πλαίσιο του ισπανικού δικαίου, εντούτοις φρονεί ότι η εν λόγω διάταξη αντιβαίνει στην περίπτωση αυτή προς το κοινοτικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«Επιτρέπεται, κατά το κοινοτικό δίκαιο και, συγκεκριμένα, κατά τα άρθρα 15, παράγραφος 2, και 18 της οδηγίας 2000/31, κατά το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/29, κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/48 και κατά τα άρθρα 17, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη, στα κράτη μέλη να περιορίζουν μόνο στις περιπτώσεις ποινικής έρευνας ή για λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας και, ως εκ τούτου, να αποκλείουν, σε περίπτωση πολιτικών δικών, την υποχρέωση των φορέων εκμεταλλεύσεως δικτύων και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, των φορέων παροχής προσβάσεως σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και των φορέων παροχής υπηρεσιών αποθηκεύσεως δεδομένων να διατηρούν και να διαθέτουν δεδομένα συνδέσεως και κινήσεως τα οποία δημιουργούνται από τις επικοινωνίες που πραγματοποιούνται κατά την παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας;»

37.      Στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία μετείχαν η Promusicae, η Telefónica, η Φινλανδία, η Ιταλία, η Σλοβενία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή. Δεν συμμετείχαν η ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (15) και ο Ευρωπαίος επόπτης προστασίας δεδομένων διότι, μεταξύ άλλων, το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν προβλέπει τη συμμετοχή τους. Ωστόσο, δεδομένου ότι μπορούν να συμβάλουν σε σημαντικό βαθμό στη διευκρίνιση ζητημάτων που άπτονται της νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έδωσα ιδιαίτερη προσοχή τουλάχιστον στις απόψεις που διατύπωσαν δημοσίως σε σχέση με τα εξεταζόμενα εν προκειμένω ζητήματα.

IV – Νομική εκτίμηση

38.      Το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν συνάδει με τις παρατιθέμενες από το αιτούν δικαστήριο οδηγίες το να περιορίζεται η υποχρέωση διαθέσεως δεδομένων συνδέσεως μόνο στις περιπτώσεις έρευνας διεξαγομένης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως και άλλων παρεμφερών διαδικασιών και να εξαιρούνται ωστόσο από την υποχρέωση αυτή οι αστικές δίκες.

39.      Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει την άποψη ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της ισπανικής νομοθεσίας και του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, παραβλέπει το γεγονός ότι η προαναφερθείσα διάταξη της ισπανικής νομοθεσίας στηρίζεται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58 και ότι η διατύπωσή της συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τη διατύπωση του άρθρου αυτού. Η εν λόγω οδηγία περιέχει ρυθμίσεις σχετικές με την προστασία δεδομένων στο πλαίσιο ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συμπληρώνει ως προς το σημείο αυτό την οδηγία 95/46 με γενικές ρυθμίσεις σχετικές με την προστασία δεδομένων.

40.      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων, συνάδει με τις ρυθμίσεις που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο να απαγορεύεται στους φορείς παροχής προσβάσεως στο Διαδίκτυο να παρέχουν στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων συγκεκριμένων συνδρομητικών συνδέσεων προκειμένου να καταστήσουν εφικτή την προβολή αστικών αξιώσεων λόγω προσβολής των δικαιωμάτων του δημιουργού.

 Α –      Επί του παραδεκτού της αιτήσεως

41.      Θα μπορούσαν να διατυπωθούν επιφυλάξεις ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά το κατά πόσον η αίτηση αυτή είναι αναγκαία για την έκδοση αποφάσεως από το αιτούν δικαστήριο (16). Μία οδηγία δεν γεννά, αυτή καθ’ εαυτήν, υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη (17). Αν η ισπανική νομοθεσία απαγόρευε αναμφισβήτητα τη διάθεση των επίμαχων δεδομένων, η ζητούμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία των οδηγιών δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να υποχρεωθεί η Telefónica στη διάθεσή τους. Εντούτοις, βάσει των στοιχείων που διαθέτει το Δικαστήριο, δεν αποκλείεται η δυνατότητα ερμηνείας της ισπανικής νομοθεσίας κατά τρόπο σύμφωνο προς τις οδηγίες. Εφόσον υφίσταται η δυνατότητα αυτή, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, όπως είναι αυτό το οποίο υποβλήθηκε στο Δικαστήριο εν προκειμένω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι αναγκαία για την έκδοση αποφάσεως από το αιτούν δικαστήριο (18).

Β –     Β –       Επί της σχέσεως μεταξύ των διαφόρων οδηγιών

42.      Ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία επικεντρώνουν την προσοχή τους –σχεδόν αποκλειστικά– στην ερμηνεία των παρατιθέμενων από το αιτούν δικαστήριο οδηγιών. Συναφώς, τονίζουν κατά κανόνα την ανάγκη παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έναντι των προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού. Αντιθέτως, η Επιτροπή τονίζει ορθώς ότι οι εν λόγω τρεις οδηγίες δεν αφορούν το δικαίωμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

43.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο, η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε θέματα σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που καλύπτει ήδη η οδηγία 95/46 για την προστασία δεδομένων και η οδηγία 97/66 περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα. Η τελευταία αυτή οδηγία αντικαταστάθηκε εν τω μεταξύ από την οδηγία 2002/58 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

44.      Ομοίως, το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας ρητώς ορίζει ότι η οδηγία δεν θίγει, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις που αφορούν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τον σεβασμό της προσωπικής ζωής.

45.      Κάπως λιγότερο σαφής είναι η σχέση της οδηγίας 2004/48 σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας προς την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας προβλέπει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει την οδηγία 95/46. Η Promusicae συνάγει εξ αυτού ότι η μη μνημονευόμενη στο άρθρο αυτό οδηγία 2002/58 δεν έχει εφαρμογή στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/48.

46.      Ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η οδηγία 2004/48 υπερισχύει, κατ’ εφαρμογήν της αρχής lex posterior derogat legi priori, της οδηγίας 2002/58, όχι όμως και της ρητώς εξαιρούμενης οδηγίας 95/46. Εντούτοις, στον ανωτέρω ισχυρισμό μπορεί να αντιταχθεί ότι κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/58 σκοπός της είναι να διευκρινίσει και να συμπληρώσει την οδηγία 95/46. Η οδηγία 2004/48 δεν εκπληρώνει τον σκοπό αυτόν. Αντιθέτως, από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη συνάγεται ότι η προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας την οποία επιδιώκει δεν πρέπει να εμποδίζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων, περιλαμβανομένων αυτών που διακινούνται μέσω του Διαδικτύου. Ωστόσο, θα ήταν αντιφατικό να υποχωρούν χωρίς να αντικαθίστανται λεπτομερείς και συμπληρωματικές διατάξεις, οι οποίες αφορούν μεταξύ άλλων τη ρητώς μη θιγόμενη προστασία προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο, οι δε γενικές ρυθμίσεις να εξακολουθούν να ισχύουν ανεπηρέαστες. Θα ήταν λογικότερο να επεκταθεί και στην οδηγία 2002/58 η επιφύλαξη που διατυπώνεται υπέρ της οδηγίας 95/46.

47.      Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί, σε σχέση με το εξεταζόμενο εν προκειμένω δικαίωμα ενημερώσεως του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2004/48, και το γεγονός ότι το δικαίωμα αυτό ισχύει βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, υπό την επιφύλαξη άλλων κανονιστικών διατάξεων οι οποίες διέπουν την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Αυτή η συμπληρωματική ρητή μνεία στην προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν υπήρχε στην πρόταση της Επιτροπής, αλλά ενσωματώθηκε στην οδηγία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου (19). Η οδηγία 2002/58 περιλαμβάνει ακριβώς τέτοιες διατάξεις και, ως εκ τούτου, η συνοχή της δεν διασπάται τουλάχιστον από το υπό εξέταση εν προκειμένω δικαίωμα ενημερώσεως του άρθρου 8 της οδηγίας 2004/48.

48.      Συμπληρωματικώς, πρέπει να τονιστεί ότι ούτε η συμφωνία TRIPS (20) απαιτεί να υποχωρεί η προστασία των προσωπικών δεδομένων έναντι της οδηγίας 2004/48. Η Promusicae υποστηρίζει ορθώς ότι τα άρθρα 41 και 42 της συμφωνίας TRIPS απαιτούν την αποτελεσματική προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας και τονίζει μεταξύ άλλων την ανάγκη να είναι εφικτή η παροχή δικαστικής προστασίας. Πάντως, δικαίωμα ενημερώσεως προβλέπεται έμμεσα στο άρθρο 47 της συμφωνίας TRIPS μόνον κατά προσώπων που προσβάλουν τα δικαιώματα αυτά (21). Τα συμβαλλόμενα κράτη μπορούν να προβλέψουν ένα τέτοιο δικαίωμα, πλην όμως δεν υποχρεούνται κατά τη διατύπωση του άρθρου 47 (22). Η επέκταση της υποχρεώσεως ενημερώσεως τρίτων μέσω του άρθρου 8 της οδηγίας 2004/48 βαίνει πέραν της δυνατότητας αυτής. Συνεπώς, μπορεί να περιοριστεί από την προστασία προσωπικών δεδομένων χωρίς σύγκρουση με τις διατάξεις της συμφωνίας TRIPS.

49.      Και οι τρεις οδηγίες που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο υποχωρούν συνεπώς έναντι των οδηγιών 95/46 και 2002/58 που αφορούν την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Εν αντιθέσει προς την άποψη που διατύπωσαν ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία, αυτό δεν σημαίνει ότι η προστασία των προσωπικών δεδομένων υπερισχύει των σκοπών των οδηγιών αυτών. Αντιθέτως, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και οι σκοποί αυτοί πρέπει να εναρμονίζονται κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας στο πλαίσιο των οδηγιών που αφορούν την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

 Γ –      Επί της προστασίας των προσωπικών δεδομένων

50.      Κρίσιμες για την υπό κρίση υπόθεση είναι από το παράγωγο δίκαιο η οδηγία 2002/58, που περιέχει διατάξεις σχετικές με την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, πέραν αυτής, η οδηγία 95/46η οποία ρυθμίζει εν γένει τα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Πάντως, το Δικαστήριο αντλεί από την αρχή της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, σημαντικά στοιχεία για την ερμηνεία αυτών των διατάξεων του παράγωγου δικαίου.

1.      Επί της υποχρεώσεως σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων

51.      Η προστασία των προσωπικών δεδομένων στηρίζεται στο θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, όπως το δικαίωμα αυτό απορρέει μεταξύ άλλων από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) (23), η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (24) (στο εξής: Χάρτης), ο οποίος διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000, επιβεβαίωσε αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα, το δε άρθρο του 8 έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, καθώς και σε ορισμένες σημαντικές θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τον προστασία προσωπικών δεδομένων.

52.      Βάσει της διατάξεως αυτής, η διάθεση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτους συνιστά προσβολή του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των ενδιαφερομένων, όποια και αν είναι η μεταγενέστερη χρησιμοποίηση των γνωστοποιούμενων με τον τρόπο αυτόν πληροφοριών, και έχει τον χαρακτήρα επεμβάσεως υπό την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (25).

53.      Μία τέτοια επέμβαση αντιβαίνει στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ, εκτός και αν «προβλέπεται υπό του νόμου» (26). Συνεπώς, βάσει της απαιτήσεως της προβλεψιμότητας, η επέμβαση πρέπει να είναι επαρκώς σαφής ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στους αποδέκτες του νόμου να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους (27). Η απαίτηση της προβλεψιμότητας έχει βρει μία ιδιαίτερη έκφραση στο δίκαιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων επιβάλλοντας –όπως ρητώς επιτάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη– η οποιαδήποτε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων να συνδέεται με συγκεκριμένους σκοπούς. Η υποχρέωση αυτή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46, βάσει της οποίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και η περαιτέρω επεξεργασίας τους να συμβιβάζεται με τους σκοπούς αυτούς.

54.      Πέραν αυτού, η επέμβαση στην ιδιωτική ζωή –η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα– πρέπει να είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (28). Συνεπώς, πρέπει να υφίσταται επιτακτική κοινωνική ανάγκη και το λαμβανόμενο μέτρο να είναι ανάλογο προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό (29).

55.      Στο πλαίσιο των νόμιμων σκοπών, πρέπει να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω τα προσβαλλόμενα θεμελιώδη δικαιώματα των κατόχων δικαιωμάτων του δημιουργού, ιδίως η προστασία της ιδιοκτησίας και η απαίτηση για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Αμφότερα αυτά τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα εντάσσονται, κατά πάγια νομολογία, στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (30), πράγμα το οποίο επιβεβαιώθηκε με τα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη. Το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη τονίζει συναφώς ότι και η διανοητική ιδιοκτησία εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας (31).

56.      Στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται κατ’ αρχάς να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των εμπλεκόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων καθώς και στο Δικαστήριο οσάκις ερμηνεύει το κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν αυτή τη χρυσή τομή οσάκις εξαντλούν την εναπομένουσα ρυθμιστική αρμοδιότητά τους στο πλαίσιο της μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική νομοθεσία τους. Επιπλέον, οι δημόσιες αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών υποχρεούνται όχι μόνο να ερμηνεύουν την εθνική τους νομοθεσία κατά τρόπο σύμφωνο προς τις οδηγίες περί της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αλλά να μεριμνούν ούτως ώστε να μην στηρίζονται σε μία ερμηνεία των οδηγιών αυτών η οποία προσκρούει στα προστατευόμενα από την κοινοτική έννομη τάξη θεμελιώδη δικαιώματα ή σε άλλες γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (32).

2.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής των οδηγιών περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων

57.      Το παράγωγο δίκαιο συγκεκριμενοποιεί τις επιταγές που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα σε σχέση με την προστασία των προσωπικών δεδομένων και τις διευρύνει σ’ ένα σημείο το οποίο έχει εξίσου αποφασιστική σημασία για την υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, οι οδηγίες δεν προβλέπουν μόνον την υποχρέωση των εθνικών αρχών να διασφαλίζουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά επεκτείνουν την υποχρέωση αυτή ταυτόχρονα και στους ιδιώτες, στον βαθμό που δεν πρόκειται, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 95/46, για δραστηριότητα η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων (33). Με τον τρόπο αυτόν, η Κοινότητα πραγματοποιεί έναν προστατευτικό σκοπό ο οποίος απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (34).

58.      Η προβολή αστικών αξιώσεων λόγω προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού από την Promusicae και η επεξεργασία δεδομένων κινήσεως από την Telefónica δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως προσωπικές ή οικιακές δραστηριότητες. Αυτό καταδεικνύεται, σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων συνδέσεως, και από την ύπαρξη της οδηγίας 2002/58, η οποία δεν εξαιρεί τις προσωπικές και οικιακές δραστηριότητες, αλλά λαμβάνει ως αφετηρία της το γεγονός ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από φορείς παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπόκειται κατ’ αρχήν στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ως εκ τούτου, η διάθεση τέτοιων δεδομένων μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν συντρέχουν εν προκειμένω οι λοιπές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του δικαίου της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

59.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα πλαίσια της παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικής επικοινωνίας εντός της Κοινότητας. Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2002/58, οι έννοιες αυτές ορίζονται στην οδηγία 95/46 και την οδηγία 2002/21 (35).

60.      Η παροχή προσβάσεως στο Διαδίκτυο αποτελεί παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2002/21, ήτοι μία υπηρεσία που παρέχεται συνήθως έναντι αμοιβής και της οποίας η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη διαβίβαση σημάτων επί δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

61.      Η διάθεση των ονομάτων των χρηστών στους οποίους χορηγήθηκαν σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές συγκεκριμένες διευθύνσεις IP αποτελείται από δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος αʹ, της οδηγίας 95/46, ήτοι από πληροφορίες σχετικές με συγκεκριμένα ή δυνάμενα να προσδιοριστούν (36) φυσικά πρόσωπα. Με τη βοήθεια των δεδομένων αυτών, οι πράξεις που επιχειρήθηκαν συσχετίζονται, μέσω της χρήσεως της οικείας διευθύνσεως IP, με τον κάτοχο της συνδέσεως.

62.      Η διάθεση τέτοιων δεδομένων μνημονεύεται ρητά στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46 ως παράδειγμα επεξεργασίας, ήτοι μιας εργασίας που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών.

63.      Ταυτοχρόνως, οι διευθύνσεις IP των χρηστών, τουλάχιστον αυτές που τους χορηγούνται προσωρινά, αποτελούν δεδομένα κινήσεως κατά τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/58, ήτοι δεδομένα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβιβάσεως μιας επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

3.      Επί των απαγορεύσεων που ισχύουν σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων

64.      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, το απόρρητο των επικοινωνιών καταλαμβάνει και τα δεδομένα κινήσεως που αντιστοιχούν σε μία διενεργούμενη επικοινωνία. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απαγορεύουν, μεταξύ άλλων, την αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολουθήσεως ή επιτηρήσεως των δεδομένων κινήσεως από άλλα πρόσωπα πλην των χρηστών, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων χρηστών, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1.

65.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 διευκρινίζει, σε σχέση με τα δεδομένα κινήσεως που αποθηκεύονται από τον παρέχοντα δίκτυα επικοινωνιών, ότι τα δεδομένα αυτά που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον παρέχοντα δημόσιο δίκτυο ή διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει να εξαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα όταν παύουν να είναι απαραίτητα για τον σκοπό της μεταδόσεως μιας επικοινωνίας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 5 του άρθρου αυτού και του άρθρου 15, παράγραφος 1.

66.      Συνεπώς, τόσο η αποθήκευση όσο και η διάθεση δεδομένων κινήσεως προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τη χρήση του Διαδικτύου πρέπει κατ’ αρχήν να απαγορεύονται.

4.      Επί των εξαιρέσεων από τις απαγορεύσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

67.      Πάντως, από αυτές τις απαγορεύσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις αυτές ορίζονται στο άρθρο 6 και στο άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58.

α)       Επί των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 2, 3 και 5, της οδηγίας 2002/58

68.      Οι παράγραφοι 2, 3, και 5 του άρθρου 6 της οδηγίας 2002/58, για τις οποίες η παράγραφος 1 του ιδίου άρθρου ρητώς ορίζει ότι αποτελούν εξαιρέσεις, δεν αποτελούν πρόσφορη νομική βάση για την άρση της απαγορεύσεως της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που προβλέπει η εν λόγω παράγραφος 1 προκειμένου να διατεθούν στην Promusicae τα δεδομένα που ζητεί.

69.      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/58 επιτρέπει κατ’ εξαίρεση την επεξεργασία αυτών των δεδομένων κινήσεως εφόσον και καθό μέτρο τα δεδομένα αυτά είναι απαραίτητα για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων. Είναι αμφίβολο αν η εξαίρεση αυτή επιτρέπει όντως να αποθηκεύονται τα δεδομένα των χρηστών στους οποίους χορηγήθηκε δυναμική διεύθυνση IP καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίον χορηγήθηκε η εν λόγω διεύθυνση. Κατά κανόνα, οι πληροφορίες αυτές δεν είναι αναγκαίες για τον υπολογισμό των ποσών που οφείλονται στους φορείς παροχής προσβάσεως. Οι συνήθεις διαδικασίες χρεώσεως στηρίζονται στη διάρκεια της συνδέσεως με τον φορέα που την παρέχει ή στον όγκο των δεδομένων που διακίνησε ο χρήστης, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί η απεριόριστη χρήση της προσβάσεως έναντι ενός κατ’ αποκοπήν ποσού. Αν όμως δεν είναι απαραίτητη η επεξεργασία της διευθύνσεως IP για τη χρέωση, δεν πρέπει ούτε να αποθηκεύεται για τον σκοπό αυτόν (37).

70.      Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πρόσφορη νομική βάση για τη διάθεση δεδομένων κινήσεως σε τρίτους οι οποίοι προτίθενται να στραφούν κατά του χρήστη για ενέργειες στις οποίες προέβη κάνοντας χρήση αυτής της διευθύνσεως IP. Τέτοιου είδους διωκτικά μέτρα δεν έχουν σχέση με τη χρέωση των συνδρομητών ή την πληρωμή των διασυνδέσεων.

71.      Το ίδιο απρόσφορη ως νομική βάση είναι και η εξαίρεση του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/58. Η εξαίρεση αυτή επιτρέπει μόνον, κατόπιν συγκαταθέσεως του χρήστη, την επεξεργασία δεδομένων από τον παρέχοντα την υπηρεσία για την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας.

72.      Τέλος, η Promusicae δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στο άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2002/58. Κατά τη διάταξη αυτή, ο παρέχων την υπηρεσία μπορεί να υποβάλει σε επεξεργασία δεδομένα κινήσεως για συγκεκριμένους σκοπούς, ιδίως δε γλωσσική για την καταπολέμηση των απατών. Συναφώς, η 29η αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι ως απάτη νοείται η χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών χωρίς την αντίστοιχη πληρωμή. Εν προκειμένω, ούτε η Promusicae ενεργεί καθ’ υπόδειξη της Telefónica ούτε η προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού μπορεί να θεωρηθεί ως απάτη κατά την ανωτέρω έννοια.

β)       Επί του άρθρου 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2002/58

73.      Πάντως, η Promusicae φρονεί ότι η διάθεση και χρησιμοποίηση δεδομένων κινήσεως για την προβολή αστικών αξιώσεων στηριζόμενων στη νομοθεσία περί δικαιωμάτων του δημιουργού είναι νόμιμη κατά το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2002/58. Κατά τη διάταξη αυτή, οι αρμόδιοι φορείς έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται για τα δεδομένα κινήσεως σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με σκοπό την επίλυση διαφορών, ιδίως σχετικά με τη διασύνδεση ή τη χρέωση.

74.      Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διάθεση δεδομένων κινήσεως στην Promusicae εκ του λόγου ότι η Promusicae δεν αποτελεί αρμόδιο φορέα για την επίλυση διαφορών. Και στο πλαίσιο της κύριας δίκης μεταξύ Promusicae και Telefónica δεν μπορεί να διαπιστωθεί για ποιον λόγο είναι αναγκαία η διάθεση στο δικαστήριο των επίμαχων δεδομένων συνδέσεως. Η απόφαση επί της διαφοράς, η οποία έχει ως αντικείμενο το αν η Telefónica έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να διαθέσει τα δεδομένα αυτά στην Promusicae, δεν προϋποθέτει τη γνώση των στοιχείων αυτών από το δικαστήριο.

75.      Το γεγονός ότι η Promusicae απαιτεί τα δεδομένα κινήσεως προκειμένου να στραφεί δικαστικώς κατά των συγκεκριμένων χρηστών επίσης δεν συνιστά λόγο για τον οποίον επιτρέπεται η διάθεσή τους βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2002/58.

76.      Θα ήταν ασυμβίβαστη με την αρχή της προβλεψιμότητας, η οποία πρέπει να τηρείται στην περίπτωση νομοθετικώς προβλεπόμενων επεμβάσεων στην ιδιωτική ζωή καθώς και στις περιπτώσεις διασπάσεως της αρχής της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, τυχόν ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2002/58 υπό την έννοια ότι ο σκοπός και μόνον της χρήσεως δεδομένων κινήσεως για την προβολή αστικών αξιώσεων επιτρέπει τη διάθεσή τους στους πιθανούς αντιδίκους, δεδομένου ότι μία τέτοια ερμηνεία δεν στηρίζεται επαρκώς στη γραμματική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως. Μία τέτοια ερμηνεία θα εισήγε μία νέα εξαίρεση με σχεδόν απεριόριστο αριθμό εφαρμογών πέραν των εξαιρέσεων του άρθρου 6, παράγραφοι 2, 3 και 5, και του άρθρου 15, παράγραφος 1, τις οποίες ρητώς μνημονεύει και οριοθετεί με σχετική σαφήνεια το άρθρο 6, παράγραφος 1 (38). Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 6 δεν συνάγεται ότι ο χρήστης υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να αναμένει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής.

77.      Ταυτόχρονα, η εξαίρεση αυτή θα είχε ευρύτερες συνέπειες και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ο χρήστης θα έπρεπε κατ’ αρχήν να αναμένει πάντοτε –όχι μόνο στην περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων του δημιουργού– τη διάθεση των δεδομένων του κινήσεως σε τρίτους οι οποίοι προτίθενται να στραφούν δικαστικώς εναντίον του για οποιονδήποτε λόγο. Αποκλείεται τέτοιου είδους διαφορές να στηρίζονται σε κάθε περίπτωση σε μία επιτακτική κοινωνική ανάγκη κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (39).

78.      Η εξέταση των σκοπών της αποθηκεύσεως των δεδομένων κινήσεως κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/58 συνηγορεί ακόμη περισσότερο υπέρ του περιορισμού της διαθέσεως. Μόνον οι σκοποί της αποθηκεύσεως μπορούν κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46 να αιτιολογήσουν τη διάθεσή τους. Οι σκοποί αυτοί είναι στην περίπτωση των δεδομένων κινήσεως, κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/58, η λειτουργία του δικτύου επικοινωνιών, η χρέωση των συνδρομητών, κατόπιν συγκαταθέσεως του χρήστη η εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρικών επικοινωνιών ή η παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας και –πράγμα που βαίνει πέραν των ανωτέρω– η επεξεργασία από τους παρέχοντες υπηρεσίες προκειμένου να απαντηθούν ερωτήματα που υποβάλλουν οι πελάτες καθώς και ο εντοπισμός απάτης κατά την προεκτεθείσα (40) έννοια. Η επίλυση διαφορών δεν αποτελεί αυτοτελή σκοπό της αποθηκεύσεως δεδομένων κινήσεως, αλλά επιτρέπει μόνον τη γνωστοποίησή τους στους αρμόδιους φορείς. Επομένως, μπορεί να αφορά μόνο διαφορές οι οποίες συνδέονται με τους σκοπούς της αποθηκεύσεως (41). Εντούτοις, εξ όσων μπορούν να διαπιστωθούν, η αποθήκευση δεν σκοπεί στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων ενόψει της διεξαγωγής δικών με τρίτους.

79.      Επομένως, η διάθεση των δεδομένων κινήσεων που ζητεί η Promusicae δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2002/58.

γ)       Επί του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58

80.      Περαιτέρω, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιτρέπει τον περιορισμό των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1. Ένας τέτοιος περιορισμός πρέπει, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, να είναι αναγκαίος για την εθνική ασφάλεια (ήτοι την ασφάλεια του κράτους), την εθνική άμυνα, τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη παραβάσεων του ποινικού νόμου ή της παράνομης χρήσεως ηλεκτρονικών συστημάτων επικοινωνιών σε μία δημοκρατική κοινωνία, επιπλέον δε πρέπει να είναι εύλογος και σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας.

81.      Η Ισπανία έκανε χρήση αυτής της εισάγουσας εξαίρεση ρυθμίσεως και επέβαλε με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του Ley 34/2002 στους παρέχοντες την πρόσβαση την υποχρέωση να αποθηκεύουν τα δεδομένα κινήσεως και συνδέσεως. Ωστόσο, η διάθεσή τους περιορίζεται ρητώς στις περιπτώσεις έρευνας διεξαγόμενης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ή προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας. Ρητώς απαγορεύεται η διάθεση των αποθηκευμένων δεδομένων για άλλους σκοπούς.

82.      Θα μπορούσαν να προβληθούν επιφυλάξεις ως προς το αν η αποθήκευση των δεδομένων κινήσεως όλων των χρηστών –κατά κάποιο τρόπο για μεταγενέστερη χρήση– είναι σύμφωνη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα (42), ιδίως διότι τούτο συμβαίνει χωρίς συγκεκριμένη υπόνοια (43). Ωστόσο, δεδομένου ότι η ισπανική ρύθμιση είναι εν πάση περιπτώσει σύμφωνη προς το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, μπορεί να θεωρηθεί ότι η αποθήκευση δεδομένων για μεταγενέστερη χρήση τους είναι, τουλάχιστον για την υπό κρίση υπόθεση, νόμιμη. Τυχόν εξέταση του ζητήματος αν υπάρχει προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα εξερχόταν των πλαισίων της υποθέσεως, δεδομένου ότι το αντικείμενό της δεν είναι το κύρος του άρθρου 15, παράγραφος 1 (44). Ενδεχομένως, το ζήτημα αυτό να εξεταστεί κάποτε εξ αφορμής της οδηγίας 2006/24, η οποία εισάγει στο κοινοτικό δίκαιο την υποχρέωση της διατηρήσεως των δεδομένων (45). Εντούτοις, στην περίπτωση που το Δικαστήριο επιθυμεί να εξετάσει στην υπό κρίση υπόθεση το ζήτημα της νομιμότητας της διατηρήσεως δεδομένων ως προκριματικό ζήτημα, τότε θα ήταν ασφαλώς αναγκαίο να διεξαχθεί εκ νέου η προφορική διαδικασία προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους όσοι έχουν το δικαίωμα προς τούτο βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού.

83.      Πάντως, εν προκειμένω τίθεται ουσιαστικά το ερώτημα αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιτρέπει τη διάθεση των –διατηρηθέντων– δεδομένων που ζητεί η Promusicae. Στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επέτρεπε τη διάθεση των δεδομένων αυτών, θα έπρεπε ακολούθως να εξεταστεί αν οι οδηγίες που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο –και η προστατευόμενη στη συνάφεια αυτή ιδιοκτησία των κατόχων δικαιωμάτων του δημιουργού– απαιτούν να γίνεται χρήση της δυνατότητας αυτής. Στην περίπτωση αυτή, τα ισπανικά δικαστήρια θα υποχρεούνταν να χρησιμοποιήσουν τις τυχόν διαθέσιμες ερμηνευτικές δυνατότητες προκειμένου να καταστεί εφικτή η διάθεση των στοιχείων αυτών (46).

84.      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 μνημονεύει ρητώς δύο είδη νομικών βάσεων για εξαιρέσεις, ήτοι, αφενός, στις τέσσαρις πρώτες περιπτώσεις που προβλέπει, την εθνική ασφάλεια (ήτοι την ασφάλεια του κράτους), την εθνική άμυνα και τη δημόσια ασφάλεια καθώς και την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών παραβάσεων και, αφετέρου, την άνευ αδείας χρησιμοποίηση συστημάτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με την πέμπτη περίπτωση. Πέραν τούτου, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 παραπέμπει στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 το οποίο εισάγει και άλλους λόγους εξαιρέσεως.

Επί του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 95/46

85.      Μία πρώτη νομική βάση για τη διάθεση δεδομένων θα μπορούσε να είναι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 95/46. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 95/46 επιτρέπει τη διάθεση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων. Αντίθετα προς άλλους λόγους εξαιρέσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, αυτός ο λόγος εξαιρέσεως δεν μνημονεύεται μεν ρητώς στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, πλην όμως το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιτρέπει, σύμφωνα με την απόδοσή του στη γερμανική γλώσσα, την επιβολή περιορισμών «κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46».

86.      Κατ’ ιδίαν θεωρούμενο αυτό το απόσπασμα της αποδόσεως στη γερμανική γλώσσα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως παραπομπή σε όλους τους λόγους εξαιρέσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 (47). Εντούτοις, επιχείρημα κατά της απόψεως αυτής αποτελεί το γεγονός ότι το ίδιο το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 ορίζει τους λόγους εξαιρέσεως οι οποίοι «κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46» επιτρέπουν την επιβολή περιορισμών. Οι λόγοι αυτοί εν μέρει μόνον αντιστοιχούν στους λόγους του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 και δεν περιλαμβάνουν τη μνημονευόμενη στο στοιχείο ζʹ εξαίρεση σε σχέση με τα δικαιώματα άλλων προσώπων. Ως εκ τούτου, οι λόγοι που μνημονεύει το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 ισχύουν στον τομέα των ηλεκτρικών επικοινωνιών μόνο στον βαθμό που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.

87.      Η ρύθμιση αυτή είναι διατυπωμένη με μεγαλύτερη σαφήνεια σε άλλες γλώσσες απ’ ό,τι στη γερμανική. Αντί του διφορούμενου «gemäß», χρησιμοποιείται η διατύπωση «όπως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46» (48). Τούτο στηρίζεται σε μία συνειδητή απόφαση που ελήφθη στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας. Πράγματι, όπως τονίζει η Επιτροπή, το Συμβούλιο κατά τη θέσπιση για πρώτη φορά της ρυθμίσεως αυτής, ήτοι με την οδηγία 97/66, δεν θέλησε να επαναλάβει τους λόγους εξαιρέσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 στο σύνολό τους και αντ’ αυτού επέλεξε τη διαφοροποιημένη ρύθμιση που ισχύει εν προκειμένω (49).

88.      Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και ο ειδικός χαρακτήρας του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/59 έναντι του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 (50). Η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει για όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ανεξαρτήτως της συνάφειας εντός της οποίας αυτά συνελέγησαν. Συνεπώς, η διάταξη αυτή έχει ένα σχετικά ευρύ πεδίο ισχύος, δεδομένου ότι εφαρμόζεται σε πολλές τελείως διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις (51). Αντιθέτως, η πρώτη εκ των δύο διατάξεων αφορά in concreto τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία συνελέγησαν στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, ως εκ τούτου, στηρίζεται σε μια συγκριτικά ακριβή εκτίμηση σχετικά με το πόσο έντονη είναι η προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχόν διάθεση των προσωπικών δεδομένων κινήσεως.

89.      Συνεπώς η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων, που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 95/46, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως.

Επί της άνευ αδείας χρησιμοποιήσεως συστημάτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών

90.      Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί ως πιθανή νομική βάση της διαθέσεως δεδομένων η άνευ αδείας χρησιμοποίηση συστημάτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών η πέμπτη περίπτωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.

91.      Η έννοια της άνευ αδείας χρησιμοποιήσεως συστημάτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να ερμηνευθεί ουσιαστικά με δύο τρόπους σε σχέση με το είδος της συμπεριφοράς που καλύπτει, ήτοι τη χρησιμοποίηση για παράνομους σκοπούς και τη χρησιμοποίηση κατά τρόπο αντίθετο προς το σύστημα. Παράνομο σκοπό θα αποτελούσε ασφαλώς και η προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού. Εντούτοις, ενδέχεται το σύστημα επικοινωνιών να χρησιμοποιείται κατά τρόπο σύμφωνο προς τον προορισμό του, ήτοι για τη φόρτωση δεδομένων από άλλους υπολογιστές οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι στο Διαδίκτυο. Προς τούτο δεν απαιτείται η χειραγώγηση του συστήματος επικοινωνιών –κατά τρόπο αντίθετο προς το σύστημα αυτό– π.χ. με τη χρήση κωδικών εισόδου σε ξένους υπολογιστές ή με τη χρήση ψευδών στοιχείων ταυτότητας κατά τη σύνδεση με τον ξένο υπολογιστή (52).

92.      Κατά την Επιτροπή, στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 νοείται η αντίθετη προς το σύστημα χρησιμοποίηση η οποία διακυβεύει την ακεραιότητα ή την ασφάλεια του συστήματος επικοινωνιών. Τούτο συνάγεται και από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες, δεδομένου ότι η έννοια εισήχθη στον κανονισμό 97/66 προς διασφάλιση της ορθής χρήσεως των συχνοτήτων.

93.      Αυτή η στενή ερμηνεία της εννοίας της άνευ αδείας χρησιμοποιήσεως αντιστοιχεί στο προστατευόμενο βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2002/58 απόρρητο των επικοινωνιών. Χρησιμοποίηση για παράνομους σκοπούς υπάρχει κατά κανόνα μόνο στην περίπτωση που παρακολουθείται το περιεχόμενο των επικοινωνιών.

94.      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, δικαιολογεί μεν και ορισμένες εξαιρέσεις από το απόρρητο των επικοινωνιών, εντούτοις σε περίπτωση διασταλτικής ερμηνείας της εννοίας της άνευ αδείας χρησιμοποιήσεως θα καθίστατο περιττή η ρητή μνεία των λοιπών λόγων εξαιρέσεως και θα στερούνταν σε μεγάλο βαθμό της πρακτικής αποτελεσματικότητάς τους, δεδομένου ότι οι πράξεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια και την εθνική άμυνα, καθώς και οι αξιόποινες πράξεις μέσω της χρήσεως συστημάτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συνοδεύονται κατά κανόνα από κάποιον παράνομο σκοπό.

95.      Ταυτόχρονα, η διασταλτική ερμηνεία της εξαιρέσεως σε σχέση με τις επικοινωνίες για παράνομους σκοπούς θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες κατά την εφαρμογή της και, ως εκ τούτου, θα καθιστούσε σε μεγάλο βαθμό κενό γράμμα το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων κινήσεως.

96.      Ήδη ο κύκλος των παράνομων, από ποινικής απόψεως, πράξεων επικοινωνίας είναι σχετικά μεγάλος. Πέραν τούτου, η επικοινωνία ενδέχεται επίσης να συγκρούεται με υποχρεώσεις που πηγάζουν από συγκεκριμένες έννομες σχέσεις των οποίων η παράβαση δεν επισύρει ποινικές κυρώσεις, π.χ. με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση ή με οικογενειακές υποχρεώσεις. Θα υπήρχε ακόμη και η δυνατότητα ο φορέας που παρέχει τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών να αποδοκιμάζει την πρόσβαση σε ορισμένες ιστοσελίδες ή τη διάδοση του περιεχομένου τους. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να οριοθετηθεί το ποια από αυτές τις έννομες σχέσεις θα μπορούσε να επιτρέψει την αποθήκευση και διάθεση δεδομένων κινήσεως ή, ενδεχομένως, ακόμη και του περιεχομένου των επικοινωνιών. Ως εκ τούτου, αυτός ο λόγος περιορισμού, ερμηνευόμενος διασταλτικά, θα ήταν αντίθετος στην απαίτηση της προβλεψιμότητας.

97.      Πέραν τούτου, τυχόν διασταλτική ερμηνεία της προστασίας προσωπικών δεδομένων κινήσεως θα καθιστούσε σε μεγάλο βαθμό άνευ περιεχομένου και την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Προκειμένου να είναι εφικτός ο αποτελεσματικός έλεγχος σε σχέση με το αν τα συστήματα ηλεκτρονικών επικοινωνιών χρησιμοποιούνται για παράνομους σκοπούς, θα έπρεπε να αποθηκεύεται το σύνολο των επικοινωνιών και να υποβάλλεται σε αναλυτική επεξεργασία το περιεχόμενό τους. Στην περίπτωση αυτή, ο «γυάλινος» πολίτης θα γινόταν πραγματικότητα.

98.      Συνεπώς, πρέπει να προτιμηθεί η ερμηνεία της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η άνευ αδείας χρησιμοποίηση συστημάτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών καλύπτει μόνον την αντίθετη προς το σύστημα χρησιμοποίηση, όχι όμως τη χρησιμοποίηση για παράνομους σκοπούς.

Επί των λόγων εξαιρέσεως των τεσσάρων πρώτων περιπτώσεων του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58

99.      Συνεπώς, απομένουν να εξεταστούν ως νομική βάση για τη διάθεση δεδομένων κινήσεως μόνον οι τέσσερις πρώτες περιπτώσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ιδίως η πρόληψη, η διερεύνηση, η διαπίστωση και η δίωξη ποινικών παραβάσεων καθώς και η δημόσια ασφάλεια.

100. Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2002/58 διευκρινίζει τις τέσσερις πρώτες περιπτώσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1. Κατά την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη, η οδηγία δεν υπεισέρχεται σε τομείς οι οποίοι δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, δεν μεταβάλλει την υφιστάμενη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του ατόμου στην ιδιωτική ζωή και της δυνατότητας των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα, όπως αυτά του άρθρου 15, παράγραφος 1, εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας του κράτους (περιλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους, εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου.

101. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, πρόκειται για συγκεκριμένες δραστηριότητες των κρατών ή των κρατικών αρχών (53). Μολονότι οι κρατικές αρχές μπορούν να υποχρεώσουν τους ιδιώτες να τους παράσχουν τη στήριξή τους (54), εντούτοις οι αγωγές που θα μπορούσαν να ασκήσουν οι ίδιοι οι ιδιώτες για παραβάσεις της νομοθεσίας δεν εμπίπτουν πλέον στις εξαιρέσεις αυτές. Ως εκ τούτου, οι τέσσερις πρώτες περιπτώσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιτρέπουν μόνον τη διάθεση σε κρατικές αρχές, όχι όμως την απευθείας διάθεση δεδομένων κινήσεως στην Promusicae (55).

102. Είναι επίσης αμφίβολο το αν εν προκειμένω θα ήταν δυνατή η διάθεση δεδομένων σε κρατικές αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 2002/58, ήτοι προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόληψη, η διερεύνηση, η διαπίστωση και η δίωξη ποινικών παραβάσεων. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, τούτο προϋποθέτει ότι οι προβαλλόμενες από την Promusicae προσβολές των δικαιωμάτων του δημιουργού πρέπει να θεωρηθούν ταυτόχρονα και ως αξιόποινες πράξεις.

103. Από απόψεως κοινοτικού δικαίου, το αξιόποινο δεν αποκλείεται, δεδομένου ότι –όπως συνάγεται και από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και από το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/48– ο εθνικός νομοθέτης πρέπει να αποφασίσει αν και με ποιον τρόπο πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις στις προσβολές του δικαιώματος του δημιουργού. Συνεπώς, μπορεί να ορίσει ότι η τυχόν προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού μέσω filesharing αποτελεί αξιόποινη πράξη. Εντούτοις, βάσει των στοιχείων που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, το αξιόποινο τέτοιων πράξεων προϋποθέτει στην Ισπανία την πρόθεση πορισμού κέρδους (56). Μέχρι τούδε, δεν προέκυψαν στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτόν.

104. Πέραν των ανωτέρω, μεταξύ των εξαιρέσεων του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 περιλαμβάνεται και μία τρίτη περίπτωση η οποία πρέπει να εξεταστεί, ήτοι η δημόσια ασφάλεια. Κατά τη νομολογία σχετικά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες, η δημόσια τάξη και ασφάλεια μπορούν να προβληθούν μόνο στην περίπτωση που υπάρχει πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή που θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (57).

105. Η προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού αποτελεί συμφέρον της κοινωνίας του οποίου τη σημασία έχει τονίσει, μεταξύ άλλων, επανειλημμένως η Κοινότητα. Ως εκ τούτου, ο σκοπός αυτός μπορεί να αναγνωριστεί ως ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας, έστω και αν το συμφέρον των δικαιούχων δεν είναι πρωτίστως δημόσιας, αλλά ιδιωτικής φύσεως. Εξάλλου, το παράνομοfilesharing διακυβεύει πράγματι την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού.

106. Εντούτοις, δεν είναι βέβαιο αν το ιδιωτικόfilesharing, ιδίως όταν επιχειρείται χωρίς την πρόθεση πορισμού κέρδους, απειλεί κατά τρόπο αρκούντως σοβαρό την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού ούτως ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Πράγματι, αποτελεί εριζόμενο ζήτημα το κατά πόσον το ιδιωτικό filesharing προκαλεί πραγματική ζημία (58).

107. Η εκτίμηση αυτή ανήκει –υπό την επιφύλαξη του ελέγχου από το Δικαστήριο– στον νομοθέτη. Ειδικότερα, στην περίπτωση που τα κράτη μέλη ποινικοποιούν την προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού μέσω ιδιωτικού filesharing, προβαίνουν σε αντίστοιχη αξιολόγηση, ωστόσο στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 15, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 2002/58 και, ως εκ τούτου, παρέλκει η επίκληση της δημόσιας ασφάλειας.

108. Βεβαίως, το αξιόποινο θα ήταν μία σημαντική ένδειξη ότι υφίσταται αρκούντως σοβαρή απειλή για την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού, πλην όμως το ποινικό δίκαιο δεν είναι κατ’ ανάγκην ο μόνος τρόπος με τον οποίον ο νομοθέτης μπορεί να εκφράσει την αντίστοιχη αποδοκιμασία του. Αντιθέτως, ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να προσδώσει ισχύ σε αυτήν την αξιολογική εκτίμηση, προβλέποντας κατ’ αρχάς τη διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως μόνο για την προβολή αστικών αξιώσεων. Ωστόσο, προϋπόθεση μιας τέτοιας ρυθμίσεως είναι ότι η προστασία των δεδομένων δεν συρρικνώνεται λόγω της πιθανής προσβολής των δικαιωμάτων του δημιουργού σε ήσσονος σημασίας περιπτώσεις.

109.  Από μία τέτοια ρύθμιση πρέπει, βάσει της αρχής της προβλεψιμότητας και της αρχής του δικαιώματος της προστασίας των δεδομένων βάσει των οποίων κάθε μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι σύμφωνο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, να συνάγεται με σαφήνεια ότι η αποθήκευση και διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως από τους παρέχοντες πρόσβαση στο Διαδίκτυο σκοπεί και στην προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού. Δεδομένου ότι αυτή η αποθήκευση και διάθεση στηρίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2002/58, θα έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η προστασία της δημόσιας ασφάλειας αποτελεί αποστολή των κρατικών αρχών και, ως εκ τούτου, τα δεδομένα κινήσεως δεν μπορούν να διατίθενται σε ιδιώτες δικαιούχους άνευ της συμμετοχής των αρχών αυτών, όπως είναι π.χ. τα δικαστήρια ή οι αρχές ελέγχου που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

110. Εν πάση περιπτώσει, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει μέχρι σήμερα λάβει κάποια αντίστοιχη απόφαση σχετικά με τη διάσπαση της αρχής της προστασίας των προσωπικών δεδομένων για την πάταξη των προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού. Ειδικότερα, οι παρατιθέμενες από το αιτούν δικαστήριο οδηγίες δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όπως ελέχθη (59), οι οδηγίες αυτές δεν θίγουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για το δικαίωμα ενημερώσεως που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/48, στη διατύπωση του οποίου θα μπορούσε να υπαχθεί και η γνωστοποίηση της ταυτότητας των χρηστών του Διαδικτύου. Κατά την παράγραφό της 3, στοιχείο εʹ, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη άλλων κανονιστικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

111. Συνεπώς, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της προβλεψιμότητας να συναχθεί από τις οδηγίες αυτές μία μη ρητώς περιλαμβανόμενη σε αυτές διάταξη σκοπούσα στην αποθήκευση των δεδομένων κινήσεως, όπως αυτό επιβάλλεται από την απαίτηση της προβλεψιμότητας και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46 (60). Επιπλέον, οι οδηγίες αυτές δεν κάνουν ούτε την ελάχιστη μνεία στη συμμετοχή κρατικών αρχών στο πλαίσιο της διαθέσεως προσωπικών δεδομένων κινήσεως σε ιδιώτες δικαιούχους.

112. Πάντως, τα κράτη μέλη μπορούν, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να προβλέπουν βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 2002/58 τη διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως σε κρατικές αρχές προκειμένου να καταστεί εφικτή η ποινική δίωξη καθώς και η προβολή αστικών αξιώσεων κατά της προσβολής των δικαιωμάτων του δημιουργού μέσω του filesharing. Εντούτοις, τα κράτη μέλη δεν έχουν μία τέτοια υποχρέωση.

113. Σε σχέση με την απευθείας διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως στους δικαιούχους των οποίων τα δικαιώματα έχουν προσβληθεί, μία τέτοια λύση στην υπό κρίση υπόθεση θα ήταν ηπιότερη και θα διασφάλιζε ταυτόχρονα ότι η διάθεση εξακολουθεί να έχει εύλογο χαρακτήρα σε σχέση με τα προστατευόμενα δικαιώματα.

114. Η εμπλοκή κρατικών αρχών αποτελεί ηπιότερη λύση, διότι οι αρχές αυτές, αντίθετα προς τους ιδιώτες, δεσμεύονται ευθέως από τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ειδικότερα, υποχρεούνται να τηρούν τις διαδικαστικές εγγυήσεις, πέραν δε τούτου, λαμβάνουν κατά κανόνα υπόψη τους και περιστάσεις οι οποίες είναι απαλλακτικές για τον χρήστη στον οποίο προσάπτεται ότι προσβάλλει το δικαίωμα του δημιουργού.

115. Έτσι, από το γεγονός ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα του δημιουργού σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο υπό μία διεύθυνση IP δεν συνάγεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν από τον κάτοχο της συνδέσεως στον οποίον χορηγήθηκε η διεύθυνση αυτή κατά το χρονικό αυτό σημείο. Αντιθέτως, ενδέχεται επίσης άλλα πρόσωπα να χρησιμοποίησαν τη σύνδεσή του ή τον υπολογιστή του. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και εν αγνοία του, π.χ. στην περίπτωση που χρησιμοποιεί ένα τοπικό δίκτυο το οποίο δεν είναι αρκούντως ασφαλές, προκειμένου να αποφύγει τις καλωδιακές συνδέσεις (61), ή στην περίπτωση κατά την οποία ο υπολογιστής του έπεσε θύμα «πειρατείας» από τρίτους μέσω του Διαδικτύου.

116. Οι κάτοχοι δικαιωμάτων του δημιουργού δεν έχουν συμφέρον –αντίθετα προς τις κρατικές αρχές– να λάβουν υπόψη τους ή να εξιχνιάσουν τέτοιες περιστάσεις.

117. Η εμπλοκή κρατικών αρχών διασφαλίζει επίσης τη σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως.

118. Ο νομοθέτης θα προβλέψει την παρέμβασή τους μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως της νομοθεσίας. Συναφώς, υφίσταται ευρεία εξουσία διαπλάσεως και εκτιμήσεως. Βεβαίως, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/48, οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, πλην όμως πρέπει να λαμβάνεται συναφώς υπόψη και η σοβαρότητα της εκάστοτε προσβολής των δικαιωμάτων του δημιουργού.

119. Συνεπώς, η δυνατότητα διαθέσεως προσωπικών δεδομένων κινήσεως μπορεί να περιορίζεται σε ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις, π.χ. σε πράξεις που σκοπούν στον πορισμό κέρδους, όπως είναι η παράνομη χρήση προστατευόμενων έργων η οποία ζημιώνει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική αξιοποίησή τους από τον δικαιούχο. Το ότι τα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού κατά των προσβολών που μπορούν να υποστούν μέσω του Διαδικτύου πρέπει να αφορούν ακριβώς τις σοβαρές προσβολές συνάγεται και από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48. Βεβαίως, το Ηνωμένο Βασίλειο ορθώς επισημαίνει ότι στην ως άνω αιτιολογική σκέψη γίνεται λόγος για διανομή πειρατικών προϊόντων, πλην όμως η διανομή αυτή συσχετίζεται με το οργανωμένο έγκλημα.

120. Τα θεμελιώδη δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν θέτουν εν αμφιβόλω αυτή την εκτίμηση περί του αναλογικού χαρακτήρα. Από απόψεως θεμελιωδών δικαιωμάτων, ασφαλώς επιβάλλεται οι κάτοχοι των δικαιωμάτων του δημιουργού να έχουν τη δυνατότητα να στραφούν κατά των προσβολών των δικαιωμάτων τους ενώπιον των δικαστηρίων. Πάντως, εν προκειμένω το ζήτημα δεν αφορά –αντίθετα προς την υπόθεση Moldovan κ.λπ. κατά Ρουμανίας (62) την οποία επικαλείται η Promusicae– το αν πράγματι υπάρχει μέσο παροχής ένδικης προστασίας, αλλά τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι δικαιούχοι προκειμένου να αποδείξουν την προσβολή των δικαιωμάτων τους.

121. Συναφώς, η υποχρέωση που υπέχει το κράτος να παράσχει προστασία στους δικαιούχος δεν εξικνείται μέχρι το σημείο να πρέπει να τους παράσχει απεριόριστα μέσα για την διερεύνηση των προσβολών των δικαιωμάτων τους. Αντιθέτως, ουδόλως απαγορεύεται ορισμένα δικαιώματα έρευνας να παραμείνουν στην αποκλειστική εξουσία των κρατικών αρχών ή να μην προβλέπονται καθόλου.

5.      Επί της οδηγίας 2006/24

122. Εν προκειμένω, η οδηγία 2006/24 δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Βεβαίως, βάσει της οδηγίας αυτής, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 δεν ισχύει για τη διατήρηση δεδομένων βάσει της οδηγίας 2006/24, πλην όμως τα επίμαχα εν προκειμένω δεδομένα δεν διατηρήθηκαν βάσει της νέας οδηγίας. Συνεπώς, όπως υποστηρίζει και η Promusicae, η οδηγία δεν έχει εφαρμογή ratione temporis.

123. Έστω και αν είχε εφαρμογή η οδηγία 2006/24, δεν θα επέτρεπε την απευθείας διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως στην Promusicae. Κατά το άρθρο της 1, σκοπός της διαθέσεως είναι μόνον η διερεύνηση, η διαπίστωση και η δίωξη σοβαρών ποινικών παραβάσεων. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται, βάσει του άρθρου 4, να διατίθενται μόνο στις αρμόδιες αρχές.

124. Το μόνο χρήσιμο στοιχείο το οποίο μπορεί να συναχθεί για την υπό κρίση υπόθεση από την οδηγία 2006/24 είναι ότι, κατά την αξιολογική εκτίμηση του κοινοτικού νομοθέτη, η διατήρηση δεδομένων κινήσεως καθ’ όλη την έκταση της Κοινότητας και η χρήση των δεδομένων αυτών απαιτείται μέχρι σήμερα μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών αξιόποινων πράξεων.

6.      Συμπέρασμα επί της αρχής της προστασίας των προσωπικών δεδομένων

125. Συνεπώς, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2002/58, είναι σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως προς τις οδηγίες 2002/31, 2001/29 και 2004/48 το να αποκλείουν τα κράτη μέλη τη διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την προβολή αστικών αξιώσεων λόγω προσβολής των δικαιωμάτων του δημιουργού.

126. Αν η Κοινότητα κρίνει ότι απαιτείται ευρύτερη προστασία των κατόχων δικαιωμάτων του δημιουργού, τότε αυτό θα προϋπέθετε τροποποίηση των διατάξεων που διέπουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Πάντως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα στην τροποποίηση αυτή. Αντιθέτως, κατά την έκδοση των οδηγιών 2000/31, 2001/29 και 2004/48, προέβλεψε ότι οι διατάξεις που αφορούν την προστασία των προσωπικών δεδομένων εξακολουθούν να ισχύουν ως έχουν, καθώς και κατά την έκδοση των ειδικότερων στον τομέα αυτόν οδηγιών 2002/58 και 2006/24 δεν θεώρησε επιβεβλημένο να εισαγάγει περιορισμούς στην προστασία των προσωπικών δεδομένων υπέρ της προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας.

127. Αντιθέτως, από την οδηγία 2006/24 θα μπορούσε να συναχθεί ότι ενισχύεται η προστασία των προσωπικών δεδομένων στο κοινοτικό δίκαιο όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν λόγω προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού. Πράγματι, ακόμη και στο πλαίσιο ποινικών διώξεων τίθεται το ερώτημα μέχρι ποιου βαθμού είναι σύμφωνο προς το προβλεπόμενο από το κοινοτικό δίκαιο θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων να παρέχεται πρόσβαση στο ανακριτικό υλικό στους ζημιωθέντες δικαιούχους, οσάκις το υλικό αυτό στηρίζεται στην εκτίμηση διατηρηθέντων δεδομένων κινήσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2006/24. Το ζήτημα αυτό δεν έχει ρυθμιστεί από το κοινοτικό δίκαιο μέχρι σήμερα, δεδομένου ότι οι οδηγίες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εφαρμόζονται στην ποινική δίωξη (63).

V –    Πρόταση

128. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

Είναι σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο το να μην επιτρέπουν τα κράτη μέλη τη διάθεση προσωπικών δεδομένων κινήσεως για την προβολή αστικών αξιώσεων λόγω προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


i Στην υποσημείωση 56 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.


2      ΕΕ L 178, σ. 1.


3      Πρόκειται για την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31), και για την οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (ΕΕ 1998 L 24, σ. 1).


4       ΕΕ L 167, σ. 10.


5       ΕΕ L 157, σ. 45. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται το διορθωτικό που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 195, σ. 16.


6       ΕΕ L 201, σ. 37.


7       ΕΕ L 281, σ. 31.


8       Τα έγγραφα της ομάδας προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να τηλεφορτωθούν από την ηλεκτρονική διεύθυνση http://ec.europa.eu/justice_home/fsj/privacy/workinggroup/index_de.htm.


9       Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1).


10      ΕΕ L 105, σ. 54.


11      Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει συναφώς την εγκύκλιο 1/2006, 5 de mayo de 2006, sobre los delitos contra la propiedad intelectual e industrial tras la reforma de 15/2003, http://www.fiscal.es/csblob/CIRCULAR%201-2006.doc?blobcol=urldata&blobheader=application%2Fmsword&blobkey=id&blobtable=MungoBlobs&blobwhere=1109248064092&ssbinary=true, σ. 37 επ., της Fiscalia General del Estado.


12       Βάσει του www.dnsstuff.com.


13       Βλ. συναφώς την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: η νέα γενεά Διαδικτύου: προτεραιότητες δράσεων στη μετάβαση στο νέο διαδικτυακό πρωτόκολλο IPv6, COM (2002) 96.


14       Από τεχνικής απόψεως φαίνεται ότι είναι επίσης δυνατή η απόκρυψη της ιδίας διευθύνσεως IP. Ωστόσο, τέτοιου είδους προσφορές προϋποθέτουν την καταβολή αντιτίμου και/ή είναι πολύ αργές. Βλ. την καταχώριση ανωνύμου P2P στη Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/Anonymous_p2p καθώς και, χωρίς μνεία του filesharing, το έγγραφο εργασίας WP 37 της ομάδας προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της 21ης Νοεμβρίου 2000. Η ιδιωτική σφαίρα στο Διαδίκτυο, σ. 86 επ.


15       Βλ. ανωτέω σημείο 22.


16       Βλ. τις αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2006, C-3/04, Poseidon Chartering (Συλλογή 2006, σ. Ι-2505, σκέψη 14), και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 17), αμφότερες με περαιτέρω παραπομπές.


17       Αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. Ι-8835, σκέψη 108), και της 3ης Μαΐου 2005, C-287/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. Ι-3565, σκέψη 73).


18       Βλ. την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C-105/03, Pupino (Συλλογή 2005, σ. Ι-5285, σκέψεις 31 επ., ιδίως σκέψη 48).


19       Αρκεί η σύγκριση του άρθρου 9, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της προτάσεως της Επιτροπής [COM (2003) 46] με την παρεμφερή διάταξη του ενοποιημένου σχεδίου του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2003 (έγγραφο του Συμβουλίου 16289/03) και με το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του επεξεργασμένου από το Κοινοβούλιο σχεδίου (ΕΕ 102 E, σ. 242 επ.), που έγινε αποδεκτό από το Συμβούλιο χωρίς τροποποιήσεις.


20       Συμφωνία για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου που προσαρτάται στο παράρτημα της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας σε σχέση με τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 336, σ. 1). Το αρκτικόλεξο TRIPS σημαίνει Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights.


21       Το άρθρο 42, παράγραφος 4, της συμφωνίας TRIPS θα μπορούσε μεν, στη απόδοσή της στη γερμανική γλώσσα, να (παρα)νοηθεί υπό την έννοια ότι η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πρέπει να προβλέπει τη διάθεση εμπιστευτικών στοιχείων, ενώ η διάταξη αυτή πρέπει αντιθέτως να παρέχει τη δυνατότητα προστασίας των εμπιστευτικών στοιχείων στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών στις περιπτώσεις που αυτό επιτρέπεται. Τούτο συνάγεται σαφέστερα από τις δεσμευτικές αποδόσεις (στην αγγλική, τη γαλλική και την ισπανική γλώσσα). Με την προεκτεθείσα άποψη συντάσσεται και ο Daniel Gervais, The TRIPS Agreement, Drafting History and Analysis, Λονδίνο 2003, σ. 291.


22       Αυτή ήταν και η θέση του Συμβουλίου και της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση της οδηγίας 2004/48 (έγγραφο του Συμβουλίου 6052/04 της 9ης Φεβρουαρίου 2004, σ. 6 επ.).


23       Απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑4989, σκέψεις 73 επ.).


24       ΕΕ C 364, σ. 1.


25       Απόφαση Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 74).


26       Απόφαση Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 76).


27       Απόφαση Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 77) με παραπομπή στη νομολογία του ΕΔΔΑ.


28       Απόφαση Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 80).


29       Απόφαση Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 83) με επίκληση της νομολογίας του ΕΔΔΑ.


30       Βλ., σε σχέση με την ιδιοκτησία, π.χ. τις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 15), της 28ης Απριλίου 1998, C‑200/96, Metronome Musik (Συλλογή 1998, σ. I‑1953, σκέψη 21), και της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, ABNA κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑10423, σκέψη 87), καθώς και, σε σχέση με την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τις αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψεις 18 και 19), της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 14), της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 39), και της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37).


31       Έτσι και η απόφαση Metronome Musik (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψεις 21 και 26) καθώς και, προσφάτως, η απόφαση του ΕΔΔΑ Anheuser-Busch Inc. κατά Πορτογαλίας της 11ης Ιανουαρίου 2007 (προσφυγή 73049/01, σκέψη 72).


32       Βλ. την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, C‑101/01, Lindqvist (Συλλογή 2003, σ. I‑12971, σκέψη 87).


33       Βλ. την απόφαση Lindqvist (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 46 επ.).


34       Όσον αφορά το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών, το γερμανικό Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) εξικνείται άχρι του σημείου να θεωρήσει με τις αποφάσεις του της 9ης Οκτωβρίου 2002 (1 BvR 1611/96 και 1 BvR 805/98, BVerfGE 106, 28 [37], σκέψη 21, όπως παρατίθενται στην ιστοσελίδα www.bundesverfassungsgericht.de) και της 27ης Οκτωβρίου 2006 (1 BvR 1811/99, Multimedia und Recht 2007, σ. 308, σκέψη 13, όπως παρατίθεται στην ιστοσελίδα www.bundesverfassungsgericht.de) ότι υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση προστασίας του κράτους. Πάντως, εν προκειμένω δεν απαιτείται να κριθεί το ζήτημα αν οι υποχρεώσεις που υπέχουν οι ιδιώτες στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου βάσει των διατάξεων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων στηρίζεται και σε μια επιτακτική υποχρέωση προστασίας της Κοινότητας.


35       Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 108, σ. 33).


36       Κατά τα λοιπά, καθό μέτρο οι εκάστοτε κάτοχοι των διευθύνσεων IP μπορούν να προσδιοριστούν λόγω της διατηρήσεως της χορηγήσεως της εν λόγω διευθύνσεως από τον φορέα παροχής προσβάσεως στο Διαδίκτυο, πρόκειται, ήδη κατά τον εντοπισμό των διευθύνσεων IP από την Promusicae, για επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της προστασίας των προσωπικών δεδομένων· βλ. την απόφαση του Rechtbank Utrecht της 12ης Ιουλίου 2005, Brein (194741/KGZA 05-462, συνημμένο υπ’ αριθ. 5 στο υπόμνημα της Promusicae, σημεία 4.24 επ.), το έγγραφο εργασίας WP 104 της ομάδας προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της 18ης Ιανουαρίου 2005, το οποίο επιγράφεται «Ζητήματα προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνδέονται με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας», σ. 4, καθώς και, όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο, τις αποφάσεις (Délibérations) της Commission nationale de l’informatique et des libertes (CNIL) 2005-235 της 18ης Οκτωβρίου 2005 και 2006-294 της 21ης Δεκεμβρίου 2006 (πρόσβαση μέσω της ιστοσελίδας http://www.legifrance.gouv.fr/WAspad/RechercheExperteCnil.jsp). Στο μητρώο δηλωμένων πράξεων επεξεργασίας της Agencia Española de Protección de Datos, https://www.agpd.es/index.php?idSeccion=100, υπάρχει η αντίστοιχη δήλωση της Promusicae.


37       Βλ., στο ίδιο πνεύμα, το σημείο 2.8. της γνωμοδοτήσεως της ομάδας προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με την αποθήκευση δεδομένων κινήσεως για τον σκοπό της χρεώσεως των συνδρομητών, WP 69 της 29ης Ιανουαρίου 2003.


38       Βλ. τις προτάσεις μου της 29ης Ιανουαρίου 2004, C‑350/02, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2004, σ. I‑6213, σημείο 71), που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/66.


39       Βλ. ανωτέρω σημείο 54.


40       Βλ. ανωτέρω σημείο 72.


41      Στον βαθμό αυτόν, δεν πρέπει η διατυπωθείσα με τις προτάσεις μου Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σημείο 81) σε άλλη συνάφεια εκτίμησή μου περί της «πολυμορφίας των διαφορών» να ερμηνευθεί κατά τρόπο υπερβολικό.


42       Βλ. τη γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την πρόταση για μία οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία σχετικά με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ [CΟΜ (2005) 438 τελικό], ΕΕ 2005, C 298, σ. 1, καθώς και τις γνωμοδοτήσεις της ομάδας προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της 21ης Οκτωβρίου 2005, 4/2005, όσον αφορά την πρόταση για μία οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία σχετική με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ [COM (2005) 438 τελικό της 21ης Σεπτεμβρίου 2005], και της 25ης Μαρτίου 2006, 3/2006 όσον αφορά την οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ.


43       Το γερμανικό Bundesverfassungsgericht εκτιμά ότι τέτοιες επεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή είναι ιδιαίτερα σοβαρές διότι ο ιδιώτης δεν δίδει λαβή για μία τέτοια επέμβαση και διότι, μολονότι συμπεριφέρεται συννόμως, ενδέχεται να εκφοβισθεί λόγω των κινδύνων της καταχρήσεως και του συναισθήματος ότι τελεί υπό παρακολούθηση· βλ. την απόφαση της 4ης Απριλίου 2006 σε σχέση με την ηλεκτρονική αναζήτηση μέσω διασταυρώσεως στοιχείων από διάφορες βάσεις δεδομένων (1 BvR 518/02, Neue Juristische Wochenschrift 2006, 1939 [1944], σκέψη 117 όπως διατίθεται στην ιστοσελίδα www.bundesverfassungsgericht.de).


44       Βλ. την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑408/95, Eurotunnel κ.λπ. (Συλλογή 1997, I‑6315, σκέψεις 33 επ.).


45       Επί του παρόντος εκκρεμεί η προσφυγή της Ιρλανδίας κατά του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου (C-301/06, ανακοίνωση στην ΕΕ 2006, C 237, σ. 5). Η Ιρλανδία ζητεί την ακύρωση της οδηγίας 2006/24 λόγω επιλογής εσφαλμένης νομικής βάσεως. Αντιθέτως, η προσφυγή δεν εκτείνεται στο αν η διατήρηση δεδομένων είναι σύμφωνη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα.


46       Βλ. απόφαση Lindqvist (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 87).


47      Έτσι, ο Christian Cychowski, Auskunftsansprüche gegenüber Internetzugangsprovidern «vor» dem 2. Korb und «nach» der Enforcement-Richtlinie der EU, Multimedia und Recht 2004, σ. 514 (517 επ.), υποστήριξε την άποψη ότι ο τρόπος με τον οποίον μεταφέρθηκε αυτή η εισάγουσα εξαίρεση ρύθμιση στη γερμανική νομοθεσία επιτρέπει τη διάθεση των δεδομένων κινήσεως των προσβολέων των δικαιωμάτων του δημιουργού στους κατόχους των δικαιωμάτων αυτών.


48       Έτσι, η απόδοση στη γαλλική γλώσσα χρησιμοποιεί τη διατύπωση «comme le prévoit l’article 13, paragraphe 1, de la directive 95/46/CE», η απόδοση στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιεί τη διατύπωση «as referred to in Article 13(1) of Directive 95/46/EC» και η απόδοση στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιεί τη διατύπωση «a que se hace referencia en el apartado 1 del artículo 13 de 95/46/CE», σε κάθε περίπτωση μετά την απαρίθμηση των διαφόρων νόμιμων λόγων που δικαιολογούν την επιβολή περιορισμών.


49       Βλ. υποσημείωση 6 του υπομνήματος της Επιτροπής.


50       Ulrich Sieber/Frank Michael Höfiger, Drittauskunftsansprüche nach § 101a UrhG gegen Internetprovider zur Verfolgung von Urheberrechtsverletzungen, Multimedia und Recht 2004, σ. 575 (582), και Gerald Spindler/Joachim Dorschel, Auskunftsansprüche gegen Internet-Service-Provider, Computer und Recht 2005, 38 (45 επ.).


51       Βλ, συναφώς. την απόφαση Lindqvist (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 83).


52       Ως αντίθετες προς το σύστημα χρήσεις πρέπει να νοούνται κατά κανόνα και πράξεις οι οποίες βάσει της αποφάσεως-πλαίσιο 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τις επιθέσεις κατά των συστημάτων πληροφοριών (ΕΕ L 69, σ. 67), είναι αξιόποινες.


53       Απόφαση Lindqvist (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 43).


54       Απόφαση της 30ής Μαρτίου 2006, C‑317/04 και C-318/04, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑4721, σκέψη 58).


55       Κατά τα στοιχεία που παραθέτει η Promusicae, το συμπέρασμα που συνάγεται σε σχέση με την τρίτη και τέταρτη περίπτωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 αντιστοιχεί στα όσα ορίζει η νομοθεσία της Γαλλίας, της Ιταλίας και του Βελγίου, όπου προβλέπεται ότι οι αρμόδιες κρατικές αρχές μπορούν να απαιτήσουν τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων κινήσεως. Με το έγγραφό της εργασίας WP 104 (προπαρατεθέν στην υποσημείωση 36, σ. 8), η ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προχωρεί ακόμη περισσότερο και περιορίζει τη δυνατότητα διαθέσεως προσωπικών δεδομένων μόνο στις διωκτικές αρχές: «η αρχή της συμβατότητας και η τήρηση της αρχής της εμπιστευτικότητας που κατοχυρώνουν οι οδηγίες 2002/58/ΕΚ και 95/46/ΕΚ απαγορεύουν τη διάθεση σε τρίτους, όπως είναι π.χ. οι κάτοχοι ορισμένων δικαιωμάτων, δεδομένων που κατέχουν οι πάροχοι προσβάσεως στο Διαδίκτυο, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία για συγκεκριμένους σκοπούς και αφορούν ουσιαστικά την παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, απαγόρευση από την οποία εξαιρούνται οι διωκτικές αρχές σε ορισμένες περιπτώσεις σαφώς καθοριζόμενες από τον νόμο».


56      Βλ. ανωτέρω σημείο 28.


57       Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri (Συλλογή 2004, σ. Ι-5257, σκέψη 66), σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία, και της 14ης Μαρτίου 2004, C‑54/99, Église de scientologie (Συλλογή 2000, σ. I‑1335, σκέψη 17), σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων.


58       Βλ. την έκθεση DSTI/ICCP/IE(2004)12/FINAL της 13ης Δεκεμβρίου 2005 (http://www.oecd.org/dataoecd/13/2/34995041.pdf, σ. 76 επ.) προς την ομάδα εργασίας για την οικονομία της πληροφορίας του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).


59       Βλ. ανωτέρω σημεία 42 επ.


60      Βλ. ανωτέρω σημείο 53.


61       Βλ. το έγγραφο εργασίας της International Working Group on Data Protection in Telecommunications της 15ης Απριλίου 2004 σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους μη καλωδιακών δικτύων, έγγραφο το οποίο βρίσκεται στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα στην ιστοσελίδα http://www.datenschutz-berlin.de/doc/int/iwgdpt/index.htm. Κατά τον Stefan Dörhöfer, Empirische Untersuchungen zur WLAN-Sicherheit mittels Wardriving, https://pi1-old.informatik.uni-mannheim.de:8443/pub/research/theses/diplomarbeit-2006-doerhoefer.pdf, σ. 98, περίπου το 23 % όλων των δικτύων δεν ήταν απολύτως ασφαλές στη Γερμανία κατά τον χρόνο της έρευνας, ενώ ένα 60 % δεν ήταν επαρκώς ασφαλές. Σχετικά με τις μεθόδους επιθέσεως βλ. Erik Tews, Ralf-Philipp Weinmann και Andrei Pyshkin, Breaking 104 bit WEP in less than 60 seconds, http://eprint.iacr.org/2007/120.pdf.


62       Απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Ιουλίου 2005 (προσφυγές 41138/98 και 64320/01, σκέψεις 118 επ.).


63       Βλ. την απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψη 58).