Language of document : ECLI:EU:C:2016:42

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Ιανουαρίου 2016 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Πρακτορεία ταξιδίων που συμμετέχουν στο κοινό ηλεκτρονικό σύστημα προσφορών ταξιδίων — Αυτόματος περιορισμός των ποσοστών εκπτώσεως για ηλεκτρονικές αγορές ταξιδίων — Μήνυμα του διαχειριστή του συστήματος σχετικό με τον εν λόγω περιορισμό — Σιωπηρή συμφωνία που είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί ως εναρμονισμένη πρακτική — Στοιχεία τα οποία συνιστούν συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική — Εκτίμηση των αποδείξεων και απαιτούμενος βαθμός αποδείξεως — Διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Τεκμήριο αθωότητας»

Στην υπόθεση C‑74/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

«Eturas» UAB,

«AAA Wrislit» UAB,

«Baltic Clipper» UAB,

«Baltic Tours Vilnius» UAB,

«Daigera» UAB,

«Ferona» UAB,

«Freshtravel» UAB,

«Guliverio kelionės» UAB,

«Kelionių akademija» UAB,

«Kelionių gurmanai» UAB,

«Kelionių laikas» UAB,

«Litamicus» UAB,

«Megaturas» UAB,

«Neoturas» UAB,

«TopTravel» UAB,

«Travelonline Baltics» UAB,

«Vestekspress» UAB,

«Visveta» UAB,

«Zigzag Travel» UAB,

«ZIP Travel» UAB

κατά

Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba,

παρισταμένων των:

«Aviaeuropa» UAB,

«Grand Voyage» UAB,

«Kalnų upė» UAB,

«Keliautojų klubas» UAB,

«Smaragdas travel» UAB,

«700LT» UAB,

«Aljus ir Ko» UAB,

«Gustus vitae» UAB,

«Tropikai» UAB,

«Vipauta» UAB,

«Vistus» UAB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, D. Šváby, A. Rosas, E. Juhász (εισηγητή) και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαΐου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «AAA Wrislit» UAB, εκπροσωπούμενη από τους L. Darulienė και T. Blažys, advokatai,

–        η «Baltic Clipper» UAB, εκπροσωπούμενη από τους J. Petrulionis, L. Šlepaitė και M. Juonys, advokatai,

–        η «Baltic Tours Vilnius» UAB και η «Kelionių laikas» UAB, εκπροσωπούμενες από τους P. Koverovas και R. Moisejevas, advokatai,

–        η «Guliverio kelionės» UAB, εκπροσωπούμενη από τους M. Juonys και L. Šlepaitė, advokatai,

–        η «Kelionių akademija» UAB και η «Travelonline Baltics» UAB, εκπροσωπούμενες από την L. Darulienė, advokatė,

–        η «Megaturas» UAB, εκπροσωπούμενη από τον E. Kisielius, advokatas,

–        η «Vestekspress» UAB, εκπροσωπούμενη από τους L. Darulienė, R. Moisejevas και P. Koverovas, advokatai,

–        η «Visveta» UAB, εκπροσωπούμενη από τον T. Blažys, advokatas,

–        το Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba, εκπροσωπούμενο από τις E. Pažėraitė και S. Tolušytė,

–        η «Keliautojų klubas» UAB, εκπροσωπούμενη από τους E. Burgis και I. Sodeikaitė, advokatai,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Kriaučiūnas και K. Dieninis καθώς και από την J. Nasutavičienė,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Biolan και V. Bottka καθώς και από την A. Steiblytė,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της «Eturas» UAB (στο εξής: Eturas), της «AAA Wrislit» UAB, της «Baltic Clipper» UAB, της «Baltic Tours Vilnius» UAB, της «Daigera» UAB, της «Ferona» UAB, της «Freshtravel» UAB, της «Guliverio Kelionės» UAB, της «Kelionių akademija» UAB, της «Kelionių gurmanai» UAB, της «Kelionių laikas» UAB, της «Litamicus» UAB, της «Megaturas» UAB, της «Neoturas» UAB, της «Top Travel» UAB, της «Travelonline Baltics» UAB, της «Vestekspress» UAB, της «Visveta» UAB, της «Zigzag Travel» UAB και της «ZIP Travel» UAB, οι οποίες είναι πρακτορεία ταξιδίων, και του Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba (Συμβούλιο Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στο εξής: Συμβούλιο Ανταγωνισμού) όσον αφορά απόφαση με την οποία το τελευταίο υποχρέωσε τα πρακτορεία αυτά ταξιδίων στην καταβολή προστίμων διότι συμφώνησαν και μετέσχαν σε πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Η αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102] της Συνθήκης [ΛΕΕ] (ΕΕ L 1, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επιβολή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και ταυτόχρονα ο σεβασμός θεμελιωδών δικαιωμάτων υπεράσπισης, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ρυθμίζει το βάρος της απόδειξης αναφορικά με τα άρθρα [101] και [102] της Συνθήκης. Θα πρέπει να είναι η πλευρά ή η αρχή που προβάλλει τον ισχυρισμό παράβασης του άρθρου [101], παράγραφος 1, και του άρθρου [102] της Συνθήκης που οφείλει να αποδεικνύει την ύπαρξη παράβασης, σύμφωνα με τα απαιτούμενα νομικά πρότυπα απόδειξης. Θα πρέπει να είναι η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το ευεργέτημα της υπεράσπισης, έναντι της διαπίστωσης μιας παράβασης, η οποία οφείλει να αποδεικνύει, σύμφωνα με τα απαιτούμενα νομικά πρότυπα απόδειξης, ότι πληρούνται οι όροι για την εφαρμογή αυτής της υπεράσπισης. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει ούτε τους εθνικούς κανόνες περί των απαιτούμενων αποδεικτικών προτύπων ούτε την υποχρέωση των αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων των κρατών μελών να εξακριβώνουν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω κανόνες και υποχρεώσεις συνάδουν προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.»

4        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, τιτλοφορούμενο «Βάρος της αποδείξεως» ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο του συνόλου των εθνικών και των κοινοτικών διαδικασιών εφαρμογής των άρθρων [101] και [102] της Συνθήκης, η απόδειξη της παράβασης του άρθρου [101], παράγραφος 1, ή του άρθρου [102] της Συνθήκης βαρύνει το μέρος ή την αρχή που ισχυρίζεται την παράβαση. Η απόδειξη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου [101], παράγραφος 3, της Συνθήκης βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται τη διάταξη αυτή.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

5        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Eturas είναι φορέας αποκλειστικών δικαιωμάτων επί του λογισμικού E-TURAS, του οποίου είναι επίσης η διαχειρίστρια.

6        Το λογισμικό αυτό αποτελεί κοινό σύστημα ηλεκτρονικών κρατήσεων ταξιδίων. Παρέχει στα πρακτορεία ταξιδίων, τα οποία έχουν λάβει με σύμβαση άδεια εκμεταλλεύσεως από την Eturas, τη δυνατότητα να προσφέρουν προς πώληση ταξίδια μέσω της ιστοσελίδας τους, σύμφωνα με ομοιόμορφο και καθοριζόμενο από την Eturas τρόπο παρουσιάσεως της κρατήσεως. Η προαναφερθείσα σύμβαση αδειοδοτήσεως δεν περιέχει καμία ρήτρα η οποία παρέχει στη διαχειρίστρια του εν λόγω λογισμικού τη δυνατότητα να τροποποιεί τις τιμές που έχουν καθορισθεί από τα πρακτορεία πρακτορείων τα οποία χρησιμοποιούν το εν λόγω σύστημα για τις υπηρεσίες τις οποίες πωλούν.

7        Κάθε πρακτορείο ταξιδίων έχει στο λογισμικό E-TURAS προσωπικό ηλεκτρονικό λογαριασμό στον οποίο μπορεί να συνδέεται χρησιμοποιώντας κωδικό ο οποίος του χορηγήθηκε κατά την υπογραφή της συμβάσεως αδειοδοτήσεως. Με τον λογαριασμό αυτόν τα πρακτορεία ταξιδίων έχουν πρόσβαση σε σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων ειδικό για το σύστημα κρατήσεων της E-TURAS, το οποίο λειτουργεί ακριβώς όπως ένα ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Συνεπώς, τα μηνύματα που αποστέλλονται μέσω του εν λόγω συστήματος διαβάζονται όπως τα ηλεκτρονικά μηνύματα και πρέπει, κατά συνέπεια, προκειμένου να διαβαστούν, να ανοιχτούν προηγουμένης από τον παραλήπτη τους.

8        Κατά τη διάρκεια του 2010, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού κίνησε έρευνα βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από ένα από τα πρακτορεία τα οποία χρησιμοποιούν το σύστημα κρατήσεων E‑TURAS, κατά τις οποίες τα πρακτορεία ταξιδίων συντόνιζαν μεταξύ τους τις εκπτώσεις επί των ταξιδίων που πωλούνταν μέσω του συστήματος αυτού.

9        Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι, στις 25 Αυγούστου 2009, ο διευθυντής της Eturas απηύθυνε σε πλείονα πρακτορεία ταξιδίων, εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον σε ένα από τα πρακτορεία αυτά, ηλεκτρονικό μήνυμα τιτλοφορούμενο «Ψήφος», με το οποίο ζητήθηκε από τον παραλήπτη να εκφράσει την άποψή του ως προς τη δυνατότητα μειώσεως του ποσοστού εκπτώσεως στο Διαδίκτυο, προκειμένου η έκπτωση αυτή, αντί του 4 %, να κυμαίνεται μεταξύ του 1 % και του 3 %.

10      Στις 27 Αυγούστου 2009, στις 12:20, η διαχειρίστρια του λογισμικού E-TURAS απέστειλε, μέσω του εσωτερικού συστήματος ανταλλαγής μηνυμάτων του λογισμικού αυτού, εν πάση περιπτώσει σε δύο τουλάχιστον από τα εμπλεκόμενα ταξιδιωτικά πρακτορεία, ένα μήνυμα, τιτλοφορούμενο «Μήνυμα σχετικό με τη μείωση της εκπτώσεως για τις κρατήσεις ταξιδίων μέσω διαδικτύου σε 0 έως 3 %» (στο εξής: επίμαχο στην κύρια δίκη μήνυμα), το οποίο έχει ως εξής:

«Μετά από αξιολόγηση των δηλώσεων, προτάσεων και επιθυμιών των πρακτορείων ταξιδίων όσον αφορά την εφαρμογή ποσοστού εκπτώσεως για τις κρατήσεις ταξιδίων μέσω Διαδικτύου, θα επιτρέπουμε ηλεκτρονικές εκπτώσεις μέσω Διαδικτύου μεταξύ 0 % και 3 % που θα επιλέγονται ατομικά. Αυτό το ανώτατο όριο του ποσοστού εκπτώσεως θα συντελέσει στη διατήρηση του ποσού της προμήθειας και στην ομαλοποίηση των συνθηκών ανταγωνισμού. Προσοχή! Για τα πρακτορεία ταξιδίων που έχουν προσφέρει εκπτώσεις άνω του 3 %, [οι εκπτώσεις αυτές] περιορίζονται αυτομάτως στο 3 % από τις 14:00. Αν έχετε δημοσιεύσει πληροφορίες σχετικές με τα ποσοστά εκπτώσεως, σας συνιστούμε να τις τροποποιήσετε αναλόγως».

11      Μετά τις 27 Αυγούστου 2009, στις ιστοσελίδες οκτώ πρακτορείων ταξιδίων περιλαμβάνονταν διαφημιστικά μηνύματα αφορώντα έκπτωση 3 % επί των προσφερομένων ταξιδίων. Όταν γινόταν κράτηση άνοιγε μια υποοθόνη στην οποία αναγραφόταν ότι για το επιλεγέν ταξίδι χορηγούνταν έκπτωση 3 %.

12      Από την έρευνα την οποία κίνησε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού προέκυψε ότι οι τεχνικές τροποποιήσεις που είχαν επέλθει στο λογισμικό E-TURAS κατόπιν της αποστολής του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος είχαν ως συνέπεια ότι, μολονότι τα οικεία πρακτορεία ταξιδίων δεν εμποδίζονταν να χορηγούν στους πελάτες τους εκπτώσεις άνω του 3 %, πάντως για τη χορήγηση τέτοιων εκπτώσεων εκ μέρους των πρακτορείων αυτών απαιτούνταν η ολοκλήρωση ορισμένων επιπλέον τεχνικών διατυπώσεων.

13      Στην απόφαση της 7ης Ιουνίου 2012, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι 30 πρακτορεία ταξιδίων καθώς και η Eturas άσκησαν, μεταξύ της 27ης Αυγούστου 2009 και του τέλους του Μαρτίου 2010, αντίθετη στο ανταγωνισμό πρακτική σχετική με τις εκπτώσεις που χορηγούνταν γιαs τις κρατήσεις μέσω του λογισμικού E‑TURAS.

14      Κατά την απόφαση, η αντίθετη στον ανταγωνισμό πρακτική άρχισε κατά την ημερομηνία κατά την οποία εμφανίστηκε το επίμαχο στην κύρια δίκη μήνυμα, το οποίο αφορούσε τη μείωση του ποσοστού εκπτώσεως, στο σύστημα κρατήσεων E‑TURAS και εφαρμόστηκε ο συστηματικός περιορισμός του ποσοστού αυτού στο πλαίσιο της εκμεταλλεύσεως του εν λόγω συστήματος.

15      Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι τα πρακτορεία ταξιδίων τα οποία χρησιμοποιούσαν το σύστημα κρατήσεων E‑TURAS κατά το επίμαχο διάστημα και τα οποία δεν εξέφρασαν αντίρρηση ευθύνονταν για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, δεδομένου ότι μπορούσαν ευλόγως να καταλάβουν ότι όλοι οι άλλοι χρήστες του συστήματος αυτού θα περιόριζαν και αυτοί τις εκπτώσεις τους σε 3 % το πολύ. Εντεύθεν συνήγαγε ότι τα εν λόγω πρακτορεία ταξιδίων πληροφόρησαν το ένα το άλλο για τα ποσοστά εκπτώσεως τα οποία είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν στο μέλλον και εξέφρασαν έτσι εμμέσως, με εννοούμενη ή σιωπηρή συγκατάθεση, κοινή βούληση ως προς τη συμπεριφορά τους στη σχετική αγορά. Συνήγαγε εντεύθεν ότι η συμπεριφορά αυτή των εν λόγω πρακτορείων στη σχετική αγορά έπρεπε να ερμηνευθεί ως εναρμονισμένη πρακτική και έκρινε ότι, μολονότι η Eturas δεν ασκούσε πλέον δραστηριότητα στη σχετική αγορά, είχε εκπληρώσει λειτουργία διευκολύνσεως της πρακτικής αυτής.

16      Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι η Eturas και τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων είχαν υποπέσει, μεταξύ άλλων, σε παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τους επέβαλε πρόστιμα. Το πρακτορείο ταξιδίων που πληροφόρησε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού για την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής έτυχε ασυλίας από τα πρόστιμα στο πλαίσιο προγράμματος επιεικείας.

17      Οι εκκαλούσες της κύριας δίκης προσέβαλαν την απόφαση του Συμβουλίου Ανταγωνισμού ενώπιον του Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου του Vilnius). Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2013, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε εν μέρει τις προσφυγές και μείωσε το ποσό των επιβληθέντων προστίμων.

18      Τόσο οι εκκαλούσες της κύριας δίκης όσο και το Συμβούλιο Ανταγωνισμού άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της Λιθουανίας).

19      Οι εκκαλούσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι δεν εφάρμοσαν εναρμονισμένη πρακτική, υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή των αντιστοίχων διατάξεων του εθνικού δικαίου. Υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις μονομερείς ενέργειες της Eturas. Ορισμένες από τις εκκαλούσες αυτές υποστηρίζουν ότι δεν έλαβαν ή δεν διάβασαν το επίμαχο στην κύρια δίκη μήνυμα, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση του λογισμικού E-TURAS αντιπροσώπευε ελάχιστο μόνον τμήμα του κύκλου εργασιών τους και ότι δεν έδιναν σημασία στις αλλαγές που γίνονταν στο λογισμικό αυτό. Επισημαίνουν ότι συνέχισαν να χρησιμοποιούν το σύστημα πληροφοριών ακόμη και μετά την τεχνική εφαρμογή του ανωτάτου ορίου εκπτώσεως, αφού δεν υπήρχε άλλο σύστημα πληροφοριών και θα στοίχιζε υπερβολικά ακριβά η ανάπτυξη ενός συστήματος από τις ίδιες. Τέλος, υποστηρίζουν ότι, κατ’ αρχήν, οι εκπτώσεις δεν περιορίστηκαν, δεδομένου ότι τα οικεία πρακτορεία ταξιδίων είχαν πάντοτε τη δυνατότητα να χορηγούν στους πελάτες επιπλέον ατομικές εκπτώσεις τακτικών πελατών.

20      Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού υποστηρίζει ότι το σύστημα κρατήσεων E‑TURAS παρείχε στις εκκαλούσες της κύριας δίκης το μέσο συντονισμού των ενεργειών τους και εξάλειψε κάθε ανάγκη οργανώσεως συσκέψεων. Συναφώς, υποστηρίζει, αφενός, ότι οι συνθήκες χρήσεως του συστήματος αυτού παρείχαν στις εν λόγω εκκαλούσες τη δυνατότητα να επιτύχουν, ακόμη και χωρίς άμεση επαφή, έναν «συντονισμό βουλήσεων» ως προς τον περιορισμό των εκπτώσεων και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι οι εκκαλούσες δεν αντιτάχθηκαν στον περιορισμό των εκπτώσεων ισοδυναμεί με σιωπηρή συγκατάθεση. Επισημαίνει ότι το εν λόγω σύστημα λειτουργούσε υπό ομοιόμορφες συνθήκες και εντοπιζόταν εύκολα στις ιστοσελίδες των πρακτορείων ταξιδίων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης, στις οποίες δημοσιεύονταν πληροφορίες σχετικές με τις χορηγούμενες εκπτώσεις. Αυτά τα πρακτορεία ταξιδίων δεν αντιτάχθηκαν στον περιορισμό των εκπτώσεων που τέθηκε σε εφαρμογή κατά τον τρόπο αυτόν και, ως εκ τούτου, συνεννοήθηκαν για την εφαρμογή των εκπτώσεων με μειωμένο ποσοστό, εξαλείφοντας κάθε αβεβαιότητα ως προς το ποσοστό εκπτώσεως. Κατά το Συμβούλιο Ανταγωνισμού, οι εκκαλούσες της κύριας δίκης όφειλαν να συμπεριφέρονται κατά τρόπο σώφρονα και υπεύθυνο και δεν μπορούσαν να αγνοούν τα μηνύματα σχετικά με τα μέσα που χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο της οικονομικής τους δραστηριότητας και να μην τους δίνουν σημασία.

21      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ιδίως, ως προς την κατανομή του βάρους αποδείξεως προς εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη επαρκών κριτηρίων προκειμένου να διαπιστωθεί, εν προκειμένω, η συμμετοχή των εμπλεκομένων πρακτορείων ταξιδίων σε εναρμονισμένη πρακτική οριζόντιου χαρακτήρα.

22      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει συναφώς ότι, εν προκειμένω, το κύριο αποδεικτικό στοιχείο για να θεμελιωθεί η ευθύνη συνίσταται απλώς σε ένα τεκμήριο, κατά το οποίο τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων διάβασαν ή έπρεπε να έχουν διαβάσει το επίμαχο στην κύρια δίκη μήνυμα και έπρεπε να έχουν αντιληφθεί όλα όσα διακυβεύονταν με την απόφαση για τον περιορισμό των ποσοστών εκπτώσεως επί των προσφερομένων ταξιδίων. Συναφώς, το δικαστήριο αυτό εκθέτει ότι το τεκμήριο αθωότητας ισχύει στο πλαίσιο της πατάξεως των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού και εκφράζει τις αμφιβολίες του ως προς τη δυνατότητα διαπιστώσεως επιβολής κυρώσεων στα πρακτορεία ταξιδίων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης απλώς και μόνο βάσει του πρώτου των τεκμηρίων αυτών, έστω και αν πλείονα από τα πρακτορεία αυτά αρνήθηκαν ότι έλαβαν γνώση του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος, ενώ άλλα πώλησαν το πρώτο ταξίδι τους μόνο μετά τις τεχνικές τροποποιήσεις που επήλθαν ή, ακόμη, ουδόλως έχουν πωλήσει ταξίδια μέσω του συστήματος κρατήσεων E‑TURAS.

23      Συγχρόνως, το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι τα πρακτορεία ταξιδίων που χρησιμοποιούν το σύστημα κρατήσεων E‑TURAS γνώριζαν ή έπρεπε κατ’ ανάγκη να γνωρίζουν ότι και οι ανταγωνιστές τους χρησιμοποιούσαν το σύστημα αυτό, για τον οποίο λόγο είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω πρακτορεία έπρεπε να επιδείξουν τόσο προσοχή όσο και επιμέλεια και, ως εκ τούτου, ότι δεν μπορούσαν να μη διαβάζουν τα μηνύματα που ελάμβαναν. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ορισμένα από τα πρακτορεία στα οποία επέβαλε κύρωση το συμβούλιο ανταγωνισμό αναγνώρισαν ότι είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος.

24      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, υπό τις συνθήκες της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, απλώς και μόνον η αποστολή μηνύματος που αφορά περιορισμό του ποσοστού εκπτώσεως θα μπορούσε να αποτελεί επαρκή απόδειξη, από την οποία να προκύπτει ή να τεκμαίρεται ότι οι επιχειρηματίες που μετέχουν στο σύστημα κρατήσεων E-TURAS γνώριζαν ή έπρεπε κατ’ ανάγκη να γνωρίζουν τον περιορισμό αυτόν, ενώ πλείονες εξ αυτών υποστηρίζουν ότι δεν γνώριζαν τον περιορισμό αυτόν, ορισμένοι δεν τροποποίησαν το πράγματι εφαρμοζόμενο ποσοστό εκπτώσεως και ορισμένοι άλλοι δεν πώλησαν κανένα ταξίδι μέσω του συστήματος αυτού κατά το επίμαχο διάστημα.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση συμμετοχής επιχειρήσεων σε κοινό ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών του είδους που περιγράφεται στην κρινόμενη υπόθεση, εφόσον το Συμβούλιο Ανταγωνισμού αποδείξει ότι στο σύστημα εισήχθη ανακοίνωση συστήματος σχετικά με περιορισμό των εκπτώσεων και τεχνικός περιορισμός του ποσοστού εκπτώσεως, τεκμαίρεται ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ανακοίνωση συστήματος που εισήχθη στο ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών και ότι, εφόσον δεν προέβαλαν αντιρρήσεις για την εφαρμογή περιορισμού των εκπτώσεων, εξέφρασαν σιωπηρώς τη συναίνεσή τους για τον περιορισμό του ποσοστού εκπτώσεως και, για τον λόγο αυτόν, ευθύνονται λόγω εναρμονισμένων πρακτικών βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

2)      Αν στο πρώτο ερώτημα δοθεί αρνητική απάντηση, ποιοι παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να προσδιοριστεί αν οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν σε κοινό ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές της κύριας δίκης ακολούθησαν εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26      Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, όταν ο διαχειριστής ενός συστήματος πληροφοριών, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στα πρακτορεία ταξιδίων τη δυνατότητα να πωλούν ταξίδια στην ιστοσελίδα τους με ομοιόμορφο τρόπο κρατήσεων, αποστέλλει στους εν λόγω επιχειρηματίες, μέσω προσωπικού ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής μηνυμάτων, μήνυμα με το οποίο τους ειδοποιεί ότι οι εκπτώσεις που αφορούν τα προϊόντα τα οποία πωλούνται μέσω του συστήματος αυτού θα έχουν στο εξής ανώτατο όριο και όταν, κατόπιν της αποστολής του μηνύματος αυτού, το επίμαχο σύστημα υφίσταται τις αναγκαίες τεχνικές τροποποιήσεις προκειμένου να τεθεί το μέτρο αυτό σε εφαρμογή, μπορεί να συναχθεί το τεκμήριο ότι οι εν λόγω επιχειρηματίες έλαβαν ή έπρεπε κατ’ ανάγκη να έχουν λάβει γνώση του εν λόγω μηνύματος και, δεδομένου ότι ουδόλως αντιτάχθηκαν σε μια τέτοια πρακτική, ότι μετέσχαν σε εναρμονισμένη πρακτική, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

27      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται η νομολογία του Δικαστηρίου ότι κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Συνεπώς, η εν λόγω απαίτηση αυτονομίας απαγορεύει αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών, η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά την οποία οι επιχειρηματίες έχουν αποφασίσει ή προτίθενται να ακολουθήσουν έναντι αυτού στην εν λόγω αγορά, όταν οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της σχετικής αγοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι οι παθητικοί τρόποι συμμετοχής στην παράβαση, όπως η παρουσία μιας επιχειρήσεως σε συσκέψεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, χωρίς να εκδηλώσει σαφώς την αντίθεσή της προς τις συμφωνίες αυτές, εκφράζουν συνενοχή η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της στο πλαίσιο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ΕΚ, δεδομένου ότι η σιωπηρή έγκριση μιας παράνομης πρωτοβουλίας, χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση από το περιεχόμενό της ή καταγγελία στις διοικητικές αρχές, έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη συνέχιση της παραβάσεως και να δυσχεραίνει την αποκάλυψή της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση AC Treuhand κατά Επιτροπής, C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Πρώτον, καθόσον το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αποστολή μηνύματος, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, μπορεί να συνιστά επαρκή απόδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι επιχειρηματίες που μετέσχαν στο σύστημα είχαν ή έπρεπε κατ’ ανάγκη να έχουν λάβει γνώση του περιεχομένου του, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003, στο πλαίσιο όλων των εθνικών διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, το βάρος της αποδείξεως παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ φέρει ο διάδικος ή η αρχή που προβάλλει την παράβαση αυτή.

30      Μολονότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003 διέπει ρητώς την κατανομή του βάρους αποδείξεως, ο κανονισμός αυτός δεν περιέχει διατάξεις αφορώσες ειδικότερες δικονομικές πτυχές. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω κανονισμός δεν περιλαμβάνει μεταξύ άλλων διάταξη αφορώσα τις αρχές που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων και τον βαθμό αποδείξεως που απαιτείται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

31      Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1/2003, η οποία προβλέπει ρητώς ότι ο κανονισμός αυτός δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που αφορούν τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως.

32      Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει κανόνων της Ένωσης οι οποίο να διέπουν ορισμένο ζήτημα, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να τους θεσπίσει, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις VEBIC, C‑439/08, EU:C:2010:739, σκέψη 63, και Nike European Operations Netherlands, C‑310/14, EU:C:2015:690, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το τεκμήριο αιτιώδους συναφείας μεταξύ μιας συμπράξεως και της συμπεριφοράς στην αγορά των επιχειρήσεων που μετέχουν σ’ αυτήν, κατά το οποίο οι εν λόγω επιχειρήσεις, όταν εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή, λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που ανταλλάσσουν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή, απορρέει από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και αποτελεί, κατά συνέπεια, αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης το οποίο ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να εφαρμόζει (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 51 έως 53).

34      Εντούτοις, αντιθέτως προς το τεκμήριο αυτό, η απάντηση στο ζήτημα αν απλώς και μόνον η αποστολή ενός μηνύματος, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, είναι δυνατόν, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων που υποβλήθηκαν στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, να συνιστά επαρκή απόδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι παραλήπτες του είχαν ή έπρεπε κατ’ ανάγκη να έχουν λάβει γνώση του περιεχομένου του, δεν απορρέει από την έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» και κατά μείζονα λόγο δεν συνδέεται άρρηκτα προς αυτή. Πράγματι, το ζήτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως ζήτημα το οποίο αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως, οπότε εμπίπτει, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας και υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, στο εθνικό δίκαιο.

35      Πάντως, η αρχή της αποτελεσματικότητας επιβάλλει να μην καθιστούν οι κανόνες που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και, ιδίως, να μη θίγουν την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Pfleiderer, C‑360/09, EU:C:2011:389, σκέψη 24).

36      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Total Marketing Services κατά Επιτροπής, C‑634/13 P, EU:C:2015:614, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Κατά συνέπεια, η αρχή της αποτελεσματικότητας επιβάλλει να είναι δυνατό να αποδειχθεί η παραβίαση του περί ανταγωνισμού δικαίου της Ένωσης όχι μόνον με άμεσες αποδείξεις, αλλά και με ενδείξεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι αντικειμενικές και συγκλίνουσες.

38      Καθόσον το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι τα πρακτορεία ταξιδίων είχαν ή έπρεπε κατ’ ανάγκη να έχουν λάβει γνώση του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος, υπό το πρίσμα του τεκμηρίου αθωότητας, υπενθυμίζεται ότι το τεκμήριο αυτό αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πλέον διακηρύσσεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 72) το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν κατά την εφαρμογή του περί ανταγωνισμού δικαίου της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις VEBIC, C‑439/08, EU:C:2010:739, σκέψη 63, και N., C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψη 41).

39      Το τεκμήριο αθωότητας δεν επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να συναγάγει απλώς και μόνον από την αποστολή του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος ότι τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων έπρεπε κατ’ ανάγκη να γνωρίζουν το περιεχόμενό του.

40      Πάντως, το τεκμήριο αθωότητας δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να κρίνει ότι η αποστολή του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος μπορεί, υπό το πρίσμα άλλων αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων, να θεμελιώσει το τεκμήριο ότι τα πρακτορεία ταξιδίων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου του από την ημερομηνία αποστολής του μηνύματος αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρακτορεία αυτά διατηρούν τη δυνατότητα να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο.

41      Όσον αφορά την ανατροπή αυτή, το αιτούν δικαστήριο δεν πρέπει να απαιτεί υπερβολικές ή μη ρεαλιστικές μεθόδους αποδείξεως. Τα πρακτορεία ταξιδίων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ανατρέψουν το τεκμήριο ότι είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος από την ημερομηνία αποστολής του μηνύματος αυτού, επί παραδείγματι αποδεικνύοντας ότι δεν έλαβαν το μήνυμα αυτό ή ότι δεν συμβουλεύθηκαν την εν λόγω στήλη ή ότι τη συμβουλεύθηκαν μόνον αφού παρήλθε κάποιος χρόνος από την αποστολή αυτήν.

42      Δεύτερον, όσον αφορά τη συμμετοχή των οικείων πρακτορείων ταξιδίων σε εναρμονισμένη πρακτική, υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει, αφενός, να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, η έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» προϋποθέσει, πλην της συνεννοήσεως μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς τη συνεννόηση αυτή και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων (απόφαση Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Αφενός, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης, όπως παρουσιάζεται σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο διαχειριστής του επιμάχου συστήματος πληροφοριών απέστειλε ένα μήνυμα με σκοπό την ανάληψη κοινής αντίθετης στον ανταγωνισμό δράσεως από τα πρακτορεία ταξιδίων που συμμετέχουν στο σύστημα αυτό, μήνυμα το οποίο μπορούσαν να συμβουλευθούν μόνο στη στήλη «πληροφοριακό μήνυμα» στο οικείο σύστημα πληροφοριών και στο οποίο αυτές παρέλειψαν να απαντήσουν ρητώς. Κατόπιν της αποστολής του μηνύματος αυτού, τέθηκε σε εφαρμογή ένας τεχνικός περιορισμός ο οποίος περιόρισε στο 3 % τις εκπτώσεις που ήταν δυνατό να εφαρμοσθούν στις κρατήσεις εντός του συστήματος. Μολονότι ο περιορισμός αυτός δεν εμπόδιζε τα πρακτορεία ταξιδίων να χορηγούν στους πελάτες εκπτώσεις υψηλότερες του 3 %, προς τούτο απαιτούνταν εντούτοις η ολοκλήρωση ορισμένων επιπλέον τεχνικών διατυπώσεων.

44      Οι περιστάσεις αυτές είναι δυνατό να στοιχειοθετήσουν συνεννόηση μεταξύ των πρακτορείων ταξιδίων που είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος, δεδομένου ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα πρακτορεία αυτά συναίνεσαν σιωπηρώς σε κοινή αντίθετη στον ανταγωνισμό πρακτική, εφόσον συνέτρεχαν και τα δύο άλλα στοιχεία που συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως. Αναλόγως της εκτιμήσεως των αποδείξεων από το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να τεκμαίρεται η συμμετοχή ενός πρακτορείου ταξιδίων στην εν λόγω σύμπραξη από τη στιγμή που έλαβε γνώση του περιεχομένου αυτού.

45      Αντιθέτως, αν η γνώση του εν λόγω μηνύματος από το πρακτορείο ταξιδίων δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί, η συμμετοχή του σε σύμπραξη δεν είναι δυνατό να συναχθεί απλώς και μόνον από την ύπαρξη του τεχνικού περιορισμού που τέθηκε σε εφαρμογή στο επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα, χωρίς να έχει αποδειχθεί βάσει άλλων αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων ότι συναίνεσε σιωπηρά σε αντίθετη στον ανταγωνισμό δράση.

46      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι ένα πρακτορείο ταξιδίων μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο της συμμετοχής του σε εναρμονισμένη πρακτική αποδεικνύοντας ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την πρακτική αυτή ή ότι την κατήγγειλε στις διοικητικές αρχές. Επιπλέον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία δεν τίθεται θέμα συσκέψεων σχετικών με τη συμπαιγνία, η δημόσια αποστασιοποίηση ή η καταγγελία στις διοικητικές αρχές δεν αποτελούν τα μοναδικά μέσα ανατροπής του τεκμηρίου συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε παράβαση, αλλά μπορούν προς τούτο να προσκομισθούν και άλλες αποδείξεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Total Marketing Services κατά Επιτροπής, C‑634/13 P, EU:C:2015:614, σκέψεις 23 και 24).

47      Όσον αφορά την εξέταση του ζητήματος αν τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων αποστασιοποιήθηκαν δημοσίως από την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμπραξη, διαπιστώνεται ότι, υπό ειδικές συνθήκες όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, δεν είναι δυνατό να απαιτείται να προβεί το πρακτορείο ταξιδίων που έχει την πρόθεση να αποστασιοποιηθεί σε σχετική δήλωση προς όλους τους ανταγωνιστές που ήταν παραλήπτες του επιμάχου στην κύρια δίκη μηνύματος, δεδομένου ότι το πρακτορείο αυτό δεν είναι φυσικώς σε θέση να γνωρίζει τους παραλήπτες αυτούς.

48      Στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να δεχθεί ότι μια σαφής και ρητή αντίρρηση διατυπωθείσα προς τον διαχειριστή του λογισμικού E‑TURAS είναι ικανή να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο.

49      Όσον αφορά τη δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου συμμετοχής σε εναρμονισμένη πρακτική μέσω άλλων αποδείξεων πλην της δημόσιας αποστασιοποιήσεως ή της καταγγελίας στις διοικητικές αρχές, διαπιστώνεται ότι, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, το τεκμήριο αιτιώδους συναφείας μεταξύ της συμπράξεως και της συμπεριφοράς στην αγορά των επιχειρήσεων που μετέχουν σ’ αυτήν, μνεία του οποίου έγινε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, θα μπορούσε να ανατραπεί με την απόδειξη συστηματικής εφαρμογής εκπτώσεως υπερβαίνουσας το επίμαχο ανώτατο όριο.

50      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

–        Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, όταν ο διαχειριστής ενός συστήματος πληροφοριών, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στα πρακτορεία ταξιδίων τη δυνατότητα να πωλούν ταξίδια στην ιστοσελίδα τους με ομοιόμορφο τρόπο κρατήσεων, αποστέλλει στους εν λόγω επιχειρηματίες, μέσω προσωπικού ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής μηνυμάτων, μήνυμα με το οποίο τους ειδοποιεί ότι οι εκπτώσεις που αφορούν τα προϊόντα τα οποία πωλούνται μέσω του συστήματος αυτού θα έχουν στο εξής ανώτατο όριο και όταν, κατόπιν της αποστολής του μηνύματος αυτού, το επίμαχο σύστημα υφίσταται τις αναγκαίες τεχνικές τροποποιήσεις προκειμένου να τεθεί το μέτρο αυτό σε εφαρμογή, μπορεί να συναχθεί το τεκμήριο ότι οι εν λόγω επιχειρηματίες, αφότου έλαβαν γνώση του μηνύματος που απέστειλε ο διαχειριστής του συστήματος, μετέσχαν σε εναρμονισμένη πρακτική, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εφόσον δεν αποστασιοποιήθηκαν δημοσίως από την πρακτική αυτή, δεν την κατήγγειλαν στις διοικητικές αρχές ούτε προσκόμισαν άλλες αποδείξεις για την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, όπως είναι η απόδειξη συστηματικής εφαρμογής εκπτώσεως υπερβαίνουσας το επίμαχο ανώτατο όριο.

–        Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει, βάσει των εθνικών κανόνων που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως, αν, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων που υποβάλλονται στην κρίση του, η αποστολή μηνύματος, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, είναι δυνατό να αποτελεί επαρκή απόδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι παραλήπτες του είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου του. Το τεκμήριο αθωότητας δεν επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει ότι απλώς και μόνον η αποστολή του μηνύματος αυτού μπορεί να συνιστά επαρκή απόδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι παραλήπτες του έπρεπε κατ’ ανάγκη να γνωρίζουν το περιεχόμενό του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, όταν ο διαχειριστής ενός συστήματος πληροφοριών, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στα πρακτορεία ταξιδίων τη δυνατότητα να πωλούν ταξίδια στην ιστοσελίδα τους με ομοιόμορφο τρόπο κρατήσεων, αποστέλλει στους εν λόγω επιχειρηματίες, μέσω προσωπικού ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής μηνυμάτων, μήνυμα με το οποίο τους ειδοποιεί ότι οι εκπτώσεις που αφορούν τα προϊόντα τα οποία πωλούνται μέσω του συστήματος αυτού θα έχουν στο εξής ανώτατο όριο και όταν, κατόπιν της αποστολής του μηνύματος αυτού, το επίμαχο σύστημα υφίσταται τις αναγκαίες τεχνικές τροποποιήσεις προκειμένου να τεθεί το μέτρο αυτό σε εφαρμογή, μπορεί να συναχθεί το τεκμήριο ότι οι εν λόγω επιχειρηματίες, αφότου έλαβαν γνώση του μηνύματος που απέστειλε ο διαχειριστής του συστήματος, μετέσχαν σε εναρμονισμένη πρακτική, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εφόσον δεν αποστασιοποιήθηκαν δημοσίως από την πρακτική αυτή, δεν την κατήγγειλαν στις διοικητικές αρχές ούτε προσκόμισαν άλλες αποδείξεις για την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, όπως είναι η απόδειξη συστηματικής εφαρμογής εκπτώσεως υπερβαίνουσας το επίμαχο ανώτατο όριο.

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει, βάσει των εθνικών κανόνων που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως, αν, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων που υποβάλλονται στην κρίση του, η αποστολή μηνύματος, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, είναι δυνατό να αποτελεί επαρκή απόδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι παραλήπτες του είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου του. Το τεκμήριο αθωότητας δεν επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει ότι απλώς και μόνον η αποστολή του μηνύματος αυτού μπορεί να συνιστά επαρκή απόδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι παραλήπτες του έπρεπε κατ’ ανάγκη να γνωρίζουν το περιεχόμενό του.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.