Language of document : ECLI:EU:C:2015:391

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 11ης Ιουνίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑266/14

Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones Obreras (CC.OO.)

κατά

Tyco Integrated Security SL,

Tyco Integrated Fire & Security Corporation Servicios SA

[αίτηση του Audiencia Nacional (Ισπανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 2003/88/EΚ – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Έννοια του “χρόνου εργασίας” – Περιοδεύοντες εργαζόμενοι – Απουσία σταθερού ή συνήθους τόπου εργασίας – Χρόνος μετακινήσεως από την κατοικία του εργαζομένου προς τον πρώτο πελάτη και από τον τελευταίο πελάτη προς την κατοικία του εργαζομένου»





1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (2).

2.        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones Obreras (CC.OO.) και, αφετέρου, της Tyco Integrated Security SL και της Tyco Integrated Fire & Security Corporation Servicios SA (στο εξής: επιχειρήσεις της κύριας δίκης) σχετικά με την άρνηση των τελευταίων να αναγνωρίσουν ως «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88, τον χρόνο που οι εργαζόμενοί τους δαπανούν κάθε μέρα για να μετακινηθούν από την κατοικία τους προς τον πρώτο τους πελάτη και από τον τελευταίο τους πελάτη προς την κατοικία τους.

3.        Στις προτάσεις αυτές θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο χρόνος που οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι, δηλαδή οι εργαζόμενοι που δεν έχουν σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας, δαπανούν για να μετακινηθούν από την κατοικία τους προς τον καθορισθέντα από τον εργοδότη τους πρώτο πελάτη και από τον επίσης καθορισθέντα από τον εργοδότη τους τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88 ορίζει:

«1.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2.      Εφαρμόζεται:

α)      στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στο χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και

β)      σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.

3.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ [(3)], με την επιφύλαξη των άρθρων 14, 17, 18 και 19 της παρούσας οδηγίας.

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους ναυτικούς, όπως ορίζεται στην οδηγία 1999/63/ΕΚ [(4)], με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 8 της παρούσας οδηγίας.

4.      Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391 […] εφαρμόζονται πλήρως στα θέματα που αναφέρει η παράγραφος 2, με την επιφύλαξη περιοριστικότερων ή/και ειδικότερων διατάξεων της παρούσας οδηγίας.»

5.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει στα σημεία 1, 2 και 7:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.      “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2.      “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας·

[...]

7.      “μετακινούμενος εργαζόμενος”: κάθε εργαζόμενος ο οποίος απασχολείται ως μέλος του ταξιδεύοντος ή ιπτάμενου προσωπικού μιας επιχείρησης, η οποία παρέχει υπηρεσίες μεταφορών επιβατών ή εμπορευμάτων οδικώς, αεροπορικώς ή διαμέσου εσωτερικών πλωτών οδών».

6.        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Ημερήσια ανάπαυση», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών.»

 Β –      Το ισπανικό δίκαιο

7.        Το άρθρο 34 του αναθεωρημένου κειμένου του Εργατικού Κώδικα, που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995 (Real Decreto Legislativo 1/1995 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores), της 24ης Μαρτίου 1995 (5), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει:

«1.      Η διάρκεια του χρόνου εργασίας ορίζεται στις συλλογικές ή τις ατομικές συμβάσεις εργασίας.

Η ανώτατη διάρκεια του κανονικού ωραρίου εργασίας είναι σαράντα ώρες πραγματικής εβδομαδιαίας εργασίας κατά ετήσιο μέσο όρο.

[...]

3.      Από τη λήξη του ωραρίου εργασίας μέχρι την έναρξη του επομένου πρέπει να μεσολαβούν, κατ’ ελάχιστο, δώδεκα ώρες.

Ο κανονικός χρόνος πραγματικής εργασίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις εννέα ώρες ημερησίως, υπό την επιφύλαξη ότι δεν προβλέπεται άλλου είδους κατανομή του ημερήσιου χρόνου εργασίας σε συλλογική σύμβαση εργασίας, και ελλείψει αυτής, σε συμφωνία μεταξύ της επιχειρήσεως και των αντιπροσώπων των εργαζομένων, τηρουμένης σε κάθε περίπτωση της αναπαύσεως μεταξύ δύο ημερών εργασίας.

[...]

5.      Ο χρόνος εργασίας πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε τόσο κατά την αρχή της εργάσιμης ημέρας όσο και στο τέλος αυτής ο εργαζόμενος να βρίσκεται στη θέση εργασίας.

[...]»

II – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8.        Οι επιχειρήσεις της κύριας δίκης είναι δύο επιχειρήσεις εγκαταστάσεως και συντηρήσεως συστημάτων ασφαλείας με κύριο αντικείμενο την εγκατάσταση και συντήρηση, αντιστοίχως, συστημάτων ανιχνεύσεως παραβιάσεων και αντικλεπτικών συστημάτων σε εμπορικά καταστήματα.

9.        Οι απασχολούμενοι τεχνικοί σε αμφότερες τις επιχειρήσεις, 75 περίπου σε κάθε επιχείρηση, παρέχουν υπηρεσίες σε μεγάλο τμήμα των επαρχιών της Ισπανίας, σε έκαστον δε εξ αυτών έχει ανατεθεί, για λειτουργικούς λόγους συγκεκριμένη επαρχία ή γεωγραφική ζώνη.

10.      Το έτος 2011, οι επιχειρήσεις της κύριας δίκης έκλεισαν τα γραφεία που διατηρούσαν σε διάφορες επαρχίες και υπήγαγαν οργανικά όλους τους εργαζομένους τους στα κεντρικά γραφεία της Μαδρίτης (Ισπανία).

11.      Οι εργαζόμενοι τεχνικοί των δύο αυτών επιχειρήσεων ασχολούνται με την εγκατάσταση και συντήρηση εξοπλισμού συστημάτων ασφαλείας σε οικίες και βιομηχανικές και εμπορικές εγκαταστάσεις κείμενες στην εδαφική ζώνη που τους έχει ανατεθεί και η οποία καταλαμβάνει το σύνολο ή μέρος της επαρχίας όπου εργάζονται, ενίοτε δε περισσότερες της μίας επαρχίες.

12.      Οι εργαζόμενοι αυτοί έχουν στη διάθεσή τους όχημα της εταιρίας, με το οποίο μετακινούνται καθημερινώς από την κατοικία τους στους χώρους όπου οφείλουν να πραγματοποιήσουν εργασίες εγκαταστάσεως ή συντηρήσεως συστημάτων ασφαλείας. Χρησιμοποιούν το ίδιο αυτό όχημα για να επιστρέψουν στην κατοικία τους κατά τη λήξη του ωραρίου τους.

13.      Κατά το Audiencia Nacional (Ισπανία), η απόσταση μεταξύ της κατοικίας ενός εργαζομένου και του τόπου όπου αυτός οφείλει να εκτελέσει εργασία ποικίλλει σημαντικά και μερικές φορές υπερβαίνει τα 100 km.

14.      Επιπλέον, οι εργαζόμενοι αυτοί τεχνικοί πρέπει να μεταβαίνουν μία ή περισσότερες φορές εβδομαδιαίως στα γραφεία μεταφορικής υπηρεσίας αλυσίδας εφοδιασμού που βρίσκεται κοντά στην κατοικία τους προκειμένου να παραλαμβάνουν υλικό, συσκευές και εξαρτήματα τα οποία απαιτούνται για τις εργασίες τους.

15.      Για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι εν λόγω εργαζόμενοι έχουν στη διάθεσή τους τηλεφωνική συσκευή μάρκας Blackberry με την οποία επικοινωνούν εξ αποστάσεως με τα κεντρικά γραφεία της Μαδρίτης. Μια εφαρμογή εγκατεστημένη στην τηλεφωνική συσκευή τους επιτρέπει στους εν λόγω εργαζομένους να λαμβάνουν καθημερινά την προηγουμένη της ημέρας εργασίας τους το φύλλο διαδρομών προς διαφορετικές τοποθεσίες στις οποίες πρέπει να μεταβούν κατά τη διάρκεια του ωραρίου τους, εντός της εδαφικής τους ζώνης, καθώς και τις συγκεκριμένες ώρες κατά τις οποίες οφείλουν να παρουσιαστούν ενώπιον του πελάτη. Μέσω μιας άλλης εφαρμογής, αυτοί οι ίδιοι εργαζόμενοι συμπληρώνουν τα στοιχεία σχετικά με τις εργασίες που έχουν πραγματοποιήσει και τα αποστέλλουν στην επιχείρησή τους, προκειμένου να καταχωρισθούν τα περιστατικά που αντιμετωπίστηκαν και οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν.

16.      Οι επιχειρήσεις της κύριας δίκης δεν προσμετρούν στον χρόνο εργασίας τον χρόνο που δαπανάται κατά την πρώτη ημερήσια μετακίνηση από την κατοικία, δηλαδή από την αναχώρηση από την κατοικία του εργαζομένου προς τον πρώτο πελάτη ούτε και τον χρόνο που δαπανάται κατά την τελευταία ημερήσια μετακίνηση, δηλαδή από τον χώρο του τελευταίου πελάτη έως την κατοικία του εργαζομένου. Θεωρούν, ως εκ τούτου, ότι πρόκειται για χρόνο αναπαύσεως.

17.      Οι επιχειρήσεις της κύριας δίκης υπολογίζουν, ως εκ τούτου, το ωράριο εργασίας βάσει του χρόνου που δαπανάται από την άφιξη στον χώρο του πρώτου ημερήσιου πελάτη έως την αποχώρηση από τον χώρο του τελευταίου ημερήσιου πελάτη, συμπεριλαμβανομένων μόνον των ενδιάμεσων μετακινήσεων.

18.      Πριν από το κλείσιμο των επαρχιακών γραφείων, οι επιχειρήσεις της κύριας δίκης υπολόγιζαν τον χρόνο εργασίας με αφετηρία την άφιξη του εργαζομένου στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως προκειμένου να παραλάβει το όχημα, τον κατάλογο των πελατών που θα επισκεπτόταν καθώς και το φύλλο διαδρομών. Ο χρόνος εργασίας έληγε με την επιστροφή του στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως προκειμένου να αφήσει το όχημα.

19.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι έννοιες του χρόνου εργασίας και του χρόνου αναπαύσεως αλληλοαποκλείονται στην οδηγία 2003/88 και ότι, ως εκ τούτου, η οδηγία αυτή δεν αφήνει περιθώριο για τη ρύθμιση ενδιάμεσων καταστάσεων. Το δικαστήριο αυτό σημειώνει επίσης ότι ο χρόνος μετακινήσεως από την κατοικία του εργαζομένου στη θέση εργασίας και από τη θέση εργασίας του προς την κατοικία του δεν λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος εργασίας βάσει του άρθρου 34, παράγραφος 5, του αναθεωρημένου κειμένου του Εργατικού Κώδικα. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, ο εθνικός νομοθέτης επέλεξε τη λύση αυτή διότι έκρινε ότι ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να επιλέξει τον τόπο που θα έχει την κατοικία του, γεγονός που σημαίνει ότι μόνον ο ίδιος ο εργαζόμενος επιλέγει εάν θα ζει εγγύτερα ή απώτερα από τον χώρο εργασίας, αναλόγως των δυνατοτήτων του.

20.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην περίπτωση των μετακινούμενων εργαζομένων στον τομέα των οδικών μεταφορών, ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπο απόλυτο. Πράγματι, για αυτήν την κατηγορία εργαζομένων, ο εθνικός νομοθέτης φαίνεται ότι έχει θεωρήσει ότι η θέση εργασίας τους βρίσκεται στο ίδιο το όχημα, με αποτέλεσμα ο χρόνος μετακινήσεως των εργαζομένων αυτών να θεωρείται χρόνος εργασίας. Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η περίπτωση των εργαζομένων της κύριας δίκης θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογη προς εκείνη των μετακινούμενων εργαζομένων του τομέα των μεταφορών.

21.      Για το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι της κύριας δίκης ενημερώνονται, μέσω του κινητού τους τηλεφώνου μερικές ώρες πριν την ορισθείσα συνάντηση, σχετικά με τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουν και τις ιδιαίτερες υπηρεσίες που πρέπει να παράσχουν στους πελάτες έχει ως αποτέλεσμα το ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν είναι πλέον ελεύθεροι να προσαρμόζουν την ιδιωτική τους ζωή και τον τόπο διαμονής τους σε συνάρτηση με την εγγύτητα του τόπου εργασίας τους, καθόσον ο τόπος αυτός μεταβάλλεται σε καθημερινή βάση. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο χρόνος μετακινήσεως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί χρόνος αναπαύσεως, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του σκοπού προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/88. Εξάλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν πρόκειται για χρόνο κατά τον οποίο ο εργαζόμενος βρίσκεται, εν στενή εννοία, στη διάθεση του εργοδότη ώστε ο τελευταίος να μπορεί να του αναθέσει εργασία άλλη πλην αυτής της μετακινήσεως. Ως εκ τούτου, δεν είναι σαφές εάν, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, ο χρόνος μετακινήσεως πρέπει να θεωρηθεί χρόνος εργασίας ή περίοδος αναπαύσεως.

22.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Audiencia National αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, έχει το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 […] την έννοια ότι συνιστά “χρόνο εργασίας” κατά τον ορισμό της εν λόγω διατάξεως ή, αντιθέτως, “χρόνο αναπαύσεως” ο χρόνος που ο εργαζόμενος δαπανά για τις μετακινήσεις του στην αρχή και το τέλος της ημέρας, όταν δεν διαθέτει σταθερό χώρο εργασίας, αλλά οφείλει να μεταβαίνει καθημερινώς από την κατοικία του σε χώρο πελάτη της επιχειρήσεως, διαφορετικό κάθε ημέρα, και να επιστρέφει στην κατοικία του από τον χώρο άλλου πελάτη, επίσης διαφορετικό (σύμφωνα με το δρομολόγιο ή τον κατάλογο που η επιχείρηση έχει καταρτίσει την προηγουμένη), οι οποίοι βρίσκονται εντός μιας κατά το μάλλον ή ήττον ευρείας γεωγραφικής ζώνης;»

III – Ανάλυση

23.      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την εν λόγω διάταξη, ο χρόνος που οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι, δηλαδή οι εργαζόμενοι που δεν έχουν σταθερό ή συνήθη χώρο εργασίας, δαπανούν για να μεταβούν από την κατοικία τους προς τον καθορισθέντα από τον εργοδότη τους πρώτο πελάτη και από τον επίσης καθορισθέντα από τον εργοδότη τους τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους.

24.      Σκοπός της οδηγίας 2003/88 είναι ο καθορισμός των ελάχιστων προδιαγραφών για την προώθηση της βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων με την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας. Η εναρμόνιση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας στοχεύει στην εξασφάλιση καλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, παρέχοντας σε αυτούς ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως —ιδίως ημερήσιας και εβδομαδιαίας— και επαρκείς περιόδους διαλείμματος και ορίζοντας σε 48 ώρες το ανώτατο όριο της μέσης διάρκειας εργασίας ανά εβδομάδα, όριο ως προς το οποίο ρητώς διευκρινίζεται ότι καλύπτει και τις υπερωρίες (6).

25.      Δεδομένου αυτού του ουσιαστικού στόχου, κάθε εργαζόμενος οφείλει μεταξύ άλλων να διαθέτει χρόνο αναπαύσεως ο οποίος πρέπει όχι μόνον να είναι επαρκής, επιτρέποντας στους ενδιαφερομένους να αναλάβουν από την κόπωση που συνεπάγεται η εργασία τους, αλλά και να έχει χαρακτήρα προληπτικό δυνάμενο να μειώνει κατά το δυνατό τον κίνδυνο διακυβεύσεως της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που μπορεί να συνεπάγεται η σώρευση περιόδων εργασίας χωρίς την αναγκαία ανάπαυση (7).

26.      Οι διάφορες επιταγές της οδηγίας 2003/88 περί μεγίστου χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας και κατώτατου χρόνου αναπαύσεως αποτελούν ιδιαίτερης σπουδαιότητας κανόνες του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν για κάθε εργαζόμενο ως ελάχιστη αναγκαία προδιαγραφή προς κατοχύρωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του (8).

27.      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας αυτής ορίζεται ως «χρόνος εργασίας» κάθε χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος βρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, και ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αντιδιαστολή προς αυτήν της αναπαύσεως, δεδομένου ότι οι δύο αυτές έννοιες αλληλοαποκλείονται (9).

28.      Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο διευκρίνισε, αφενός, ότι η οδηγία 2003/88 δεν θεσπίζει κάποια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ περιόδου εργασίας και περιόδου αναπαύσεως και, αφετέρου, ότι η ένταση της εργασίας που παρέχει ο εργαζόμενος και η απόδοση του τελευταίου δεν εμπίπτουν στα κατά την οδηγία αυτή χαρακτηριστικά της έννοιας του «χρόνου εργασίας» (10).

29.      Επομένως, η εν λόγω οδηγία δεν προβλέπει «γκρίζες περιόδους» που παρεμβάλλονται μεταξύ του χρόνου εργασίας και του χρόνου αναπαύσεως. Συμφώνως προς το σύστημα που καθιέρωσε ο νομοθέτης της Ένωσης, η προσέγγιση του Δικαστηρίου ερείδεται σε ένα δίπολο σύμφωνα με το οποίο ό,τι δεν εμπίπτει στην έννοια του χρόνου εργασίας εμπίπτει στην έννοια του χρόνου αναπαύσεως, και το αντίστροφο.

30.      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι κατά την οδηγία 2003/88 έννοιες του «χρόνου εργασίας» και του «χρόνου αναπαύσεως» συνιστούν έννοιες του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να ορίζονται βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών, σε συνάρτηση με το σύστημα και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο της οποίας είναι η θέσπιση των ελάχιστων προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων. Πράγματι, μόνο μια τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών μελών (11).

31.      Ο ορισμός του «χρόνου εργασίας» κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 στηρίζεται σε τρία κριτήρια, τα οποία, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρούνται σωρευτικά. Πρόκειται για το κριτήριο του χώρου (ο εργαζόμενος να βρίσκεται στον χώρο εργασίας), για το κριτήριο της εξουσιάσεως (να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη) και για το επαγγελματικό κριτήριο (να βρίσκεται στο πλαίσιο ασκήσεως της δραστηριότητας ή των καθηκόντων του) (12).

32.      Ο μη υπολογισμός ως «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88, του χρόνου που οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι δαπανούν για να μετακινηθούν από την κατοικία τους προς τον καθορισθέντα από τον εργοδότη τους πρώτο πελάτη και από τον επίσης καθορισθέντα από τον εργοδότη τους τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους, κατά τη γνώμη μου, αντιβαίνει στην οδηγία αυτή κατά το μέτρο που, όσον αφορά την εν λόγω κατηγορία εργαζομένων, πληρούνται τα τρία κριτήρια στα οποία στηρίζεται ο περιλαμβανόμενος στη διάταξη αυτή ορισμός.

33.      Θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου με το τελευταίο εκ των τριών απαριθμηθέντων κριτηρίων, κατά το οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στο πλαίσιο ασκήσεως της δραστηριότητας ή των καθηκόντων του.

34.      Οι επιχειρήσεις της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η δραστηριότητα των απασχολουμένων τεχνικών καλύπτει μόνον την παροχή τεχνικών υπηρεσιών εγκαταστάσεως και συντηρήσεως συστημάτων ασφαλείας. Αντιθέτως, κατά την άποψή τους, η διαδρομή από την κατοικία των εργαζομένων αυτών έως τον πρώτο πελάτη καθώς και η διαδρομή από τον τελευταίο πελάτη προς την κατοικία των εν λόγω εργαζομένων δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί μέρος της δραστηριότητάς τους.

35.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

36.      Οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι μπορούν να ορισθούν ως οι εργαζόμενοι που δεν έχουν σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας. Οι εργαζόμενοι αυτοί καλούνται καθημερινά να εκτελέσουν εργασία σε διαφορετικούς τόπους.

37.      Από τον ορισμό αυτόν συνάγεται ότι η μετακίνηση των εν λόγω εργαζομένων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιότητα του περιοδεύοντος εργαζομένου και είναι επομένως συνυφασμένη με την άσκηση της δραστηριότητάς τους.

38.      Οι εργαζόμενοι της κύριας δίκης πρέπει απαραιτήτως να μετακινούνται για να πραγματοποιούν τις εργασίες εγκαταστάσεως και συντηρήσεως συστημάτων ασφαλείας σε διάφορους πελάτες της επιχειρήσεως που τους απασχολεί. Με άλλα λόγια, οι μετακινήσεις των εργαζομένων αυτών είναι το απαραίτητο εργαλείο για την εκτέλεση των τεχνικών υπηρεσιών τους προς τους καθορισθέντες από τον εργοδότη τους πελάτες. Οι μετακινήσεις αυτές πρέπει επομένως να θεωρηθούν μέρος της δραστηριότητάς τους.

39.      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν πληρούται το δεύτερο κριτήριο του ορισμού του χρόνου εργασίας, δηλαδή το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη.

40.      Πρόκειται πρωτίστως για ένα κριτήριο εξουσιάσεως που συνεπάγεται διαρκή σχέση εξαρτήσεως του πρώτου έναντι του δευτέρου (13).

41.      Στη διάθεση του εργοδότη του σημαίνει ότι ο εργαζόμενος βρίσκεται σε νομική κατάσταση της οποίας χαρακτηριστικό είναι ότι υπόκειται στις εντολές και στην οργανωτική εξουσία του εργοδότη του ανεξαρτήτως του τόπου όπου βρίσκεται ο εργαζόμενος αυτός. Με άλλα λόγια, πρόκειται για χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργαζόμενος υποχρεούται, νομικά, να υπακούει στις οδηγίες του εργοδότη του και να ασκεί τη δραστηριότητά του υπέρ αυτού.

42.      Όταν οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι μεταβαίνουν από την κατοικία τους προς τον πρώτο πελάτη και από τον τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους, δεν εκφεύγουν του πεδίου της διευθυντικής εξουσίας του εργοδότη τους. Πρόκειται για μετακινήσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ιεραρχικής σχέσεως που τους συνδέει με τον εργοδότη τους.

43.      Οι εργαζόμενοι μεταβαίνουν, πράγματι, στους χώρους των πελατών που καθορίσθηκαν από τον εργοδότη τους, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους εκ μέρους του εργοδότη τους. Όπως υποστηρίζουν η Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones Obreras και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι εργαζόμενοι αυτοί βρίσκονται στη διάθεση του εργοδότη τους, αφού οι διαδρομές και οι διανυόμενες αποστάσεις εξαρτώνται αποκλειστικώς από τη βούληση αυτού. Επιπλέον, όταν πραγματοποιούν τις διαδρομές αυτές, οι εργαζόμενοι υπάγονται στην εξουσία του εργοδότη τους, δεδομένου ότι, αν αυτός ο τελευταίος αποφασίσει να αλλάξει τη σειρά των πελατών ή να ακυρώσει μια συνάντηση, οι εργαζόμενοι αυτοί είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν μια τέτοια οδηγία και να μεταβούν στον επόμενο πελάτη σύμφωνα με νέο δρομολόγιο που καθορίζεται από τον εργοδότη τους. Ομοίως, κατά τη διαδρομή στο τέλος της ημερήσιας εργασίας προς την κατοικία τους, ο εργοδότης μπορεί να απαιτήσει από τους εργαζομένους να εκτελέσουν εργασία σε έναν επιπρόσθετο πελάτη σε περίπτωση ανάγκης.

44.      Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι επιχειρήσεις της κύριας δίκης, οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι υπόκεινται στις οδηγίες του εργοδότη τους όχι μόνον όταν βρίσκονται στον τόπο εκτελέσεως εργασιών.

45.      Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, εκφράστηκε ο φόβος ότι οι εργαζόμενοι επωφελούνται της πραγματοποιούμενης διαδρομής στην αρχή και στο τέλος του ωραρίου τους για προσωπικές τους ασχολίες. Κατά τη γνώμη μου, ένας τέτοιος φόβος δεν αρκεί για να μεταβάλει τη νομική φύση του χρόνου διαδρομής. Εναπόκειται στον εργοδότη να εφαρμόσει τα απαραίτητα εργαλεία ελέγχου για να αποτρέψει ενδεχόμενες καταχρήσεις. Ανεξαρτήτως του διοικητικού φόρτου που η εφαρμογή ενός τέτοιου ελέγχου συνεπάγεται για τον εργοδότη, πρόκειται για το αντιστάθμισμα στην επιλογή του να καταργήσει τους σταθερούς χώρους εργασίας.

46.      Συγκεκριμένα, ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει από τους εργαζομένους να ακολουθήσουν τη συντομότερη δυνατή διαδρομή. Επιπλέον, αφού οι εργαζόμενοι αυτοί ήδη υποχρεούνται να καταγράφουν στο παρεχόμενο από τον εργοδότη τους κινητό τηλέφωνο τις ώρες κατά τις οποίες απασχολούνται χάριν των πελατών καθώς και τις εργασίες που εκτελούν στους τελευταίους, είναι εύκολο να τους ζητηθεί επίσης η ώρα αναχωρήσεως από την κατοικία τους και η ώρα επιστροφής στην κατοικία τους. Ο εργοδότης διαθέτει επομένως τα μέσα ελέγχου του αν ο χρόνος διαδρομής μεταξύ της κατοικίας των εργαζομένων και του πρώτου πελάτη καθώς και μεταξύ του τελευταίου πελάτη και της κατοικίας τους παρουσιάζει ή όχι καταχρηστικό χαρακτήρα.

47.      Συνάγεται από τα ως άνω στοιχεία ότι, όταν μετακινούνται από την κατοικία τους προς τον καθορισθέντα από τον εργοδότη τους πρώτο πελάτη και από τον επίσης καθορισθέντα από τον εργοδότη τους τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους, οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι πρέπει να θεωρούνται ότι βρίσκονται «στη διάθεση του εργοδότη» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

48.      Τέλος, πληρούται ομοίως το κριτήριο του χώρου σύμφωνα με το οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στην εργασία. Όπως επισήμανα προηγουμένως, λαμβανομένου υπόψη ότι η μετακίνηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιότητα του περιοδεύοντος εργαζομένου, ο χώρος εργασίας δεν μπορεί να περιοριστεί στη φυσική παρουσία των τεχνικών στον χώρο των πελατών. Συνάγεται επομένως ότι, όταν χρησιμοποιούν συγκοινωνιακό μέσο για να μεταβούν σε καθορισθέντα από τον εργοδότη τους πελάτη, οποιαδήποτε στιγμή του ημερήσιου ωραρίου εργασίας, οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι πρέπει να θεωρούνται ότι βρίσκονται «στην εργασία», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

49.      Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του αν, ειδικά όσον αφορά τους περιοδεύοντες εργαζομένους, τα κριτήρια του ορισμού του «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πληρούνται ή όχι, δεν είναι δυνατόν, κατά τη γνώμη μου, να γίνει διάκριση αναλόγως του αν πρόκειται, αφενός, για διαδρομές μεταξύ της κατοικίας των εργαζομένων αυτών και ενός πελάτη ή, αφετέρου, για διαδρομές που πραγματοποιούνται από τους εν λόγω εργαζομένους μεταξύ δύο πελατών. Επισημαίνω, συναφώς, ότι δεν αμφισβητείται ότι οι μετακινήσεις των εργαζομένων της κύριας δίκης μεταξύ δύο πελατών θεωρούνται μέρος του χρόνου εργασίας των εργαζομένων αυτών.

50.      Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, λόγω της απουσίας σταθερού ή συνήθους τόπου εργασίας, σημείο αναχωρήσεως όσο και σημείο αφίξεως των καθημερινών μετακινήσεων αποτελεί η κατοικία των εργαζομένων αυτών.

51.      Δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο της προηγούμενης οργανωτικής δομής των επιχειρήσεων της κύριας δίκης, οι εργαζόμενοι ελάμβαναν το δρομολόγιο και το φύλλο εργασίας τους όταν έφταναν στον χώρο της σταθερής εγκαταστάσεως. Οι διαδρομές που πραγματοποιούσαν στη συνέχεια μεταξύ της εγκαταστάσεως αυτής και του πρώτου πελάτη, όπως και οι διαδρομές που πραγματοποιούσαν από τον τελευταίο πελάτη έως την εν λόγω εγκατάσταση, θεωρούνταν χρόνος εργασίας.

52.      Δεν βλέπω για ποιον λόγο οι μετακινήσεις στην αρχή και στο τέλος του ημερήσιου ωραρίου που προηγουμένως θεωρούνταν χρόνος εργασίας θα έπρεπε τώρα, στο πλαίσιο της νέας οργανωτικής δομής των επιχειρήσεων της κύριας δίκης, να θεωρούνται ότι δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτή.

53.      Το γεγονός ότι σημείο αναχωρήσεως και σημείο αφίξεως των καθημερινών μετακινήσεων αποτελεί η κατοικία των εργαζομένων δεν είναι επαρκής λόγος. Πρόκειται μόνον για τη συνέπεια της επιλογής των επιχειρήσεων της κύριας δίκης να καταργήσουν τις σταθερές εγκαταστάσεις.

54.      Στο πλαίσιο της νέας οργανωτικής δομής των επιχειρήσεων της κύριας δίκης, οι εργαζόμενοι λαμβάνουν στην κατοικία τους το δρομολόγιο που πρέπει να διεκπεραιώσουν. Όταν παίρνουν το όχημά τους για να μεταβούν στον πρώτο πελάτη, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους εργαζομένους που, στην παλαιότερη οργανωτική δομή των επιχειρήσεων της κύριας δίκης, αναχωρούσαν από μια σταθερή εγκατάσταση των επιχειρήσεων αυτών για να επισκεφθούν τους χώρους του πρώτου πελάτη. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διαδρομή της επιστροφής.

55.      Όπως ίσχυε και στην παλαιότερη οργανωτική δομή των επιχειρήσεων της κύριας δίκης, οι μετακινήσεις των εργαζομένων από την κατοικία τους προς τον πρώτο πελάτη και από τον τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους πρέπει, επομένως, να θεωρηθούν «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

56.      Κατόπιν της καταργήσεως των σταθερών εγκαταστάσεων, οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων της κύριας δίκης δεν μπορούν πλέον ελεύθερα να καθορίσουν την απόσταση μεταξύ της κατοικίας τους και του τόπου εργασίας τους. Οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει καθημερινά να εκτελούν εργασίες σε πολυάριθμους χώρους τους οποίους δεν γνωρίζουν μέχρι την προηγουμένη της ημέρας εργασίας τους, και με βάση σειρά που καθορίζεται από τον εργοδότη. Όπως και η Επιτροπή, εκτιμώ ότι ο χαρακτηρισμός ως «χρόνου αναπαύσεως» των καθημερινών μετακινήσεων που οι εργαζόμενοι υποχρεούνται να πραγματοποιούν για να επισκεφθούν τους πελάτες, μετακινήσεις για τις οποίες δεν έχουν ούτε τον έλεγχο ούτε τη γνώση μέχρι την προηγουμένη της ημέρας εργασίας τους, θα τους επέβαλε δυσανάλογο βάρος και θα ήταν αντίθετος προς τον σκοπό της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που επιδιώκεται από την οδηγία 2003/88. Αντιθέτως, δεν είναι δυσανάλογο να αναληφθεί το βάρος αυτό από τις επιχειρήσεις της κύριας δίκης, που επέλεξαν, βασιζόμενες στη χρήση των νέων τεχνολογιών, να εφαρμόσουν τη νέα αυτή οργάνωση της εργασίας, επωφελούνται από αυτή λόγω της μειώσεως του κόστους που συνδέεται με τις σταθερές υποδομές και έχουν την εξουσία να καθορίζουν τη διάρκεια των διαδρομών που πραγματοποιούνται από τους εργαζομένους.

57.      Υπενθυμίζω ότι η οδηγία 2003/88 έχει ως σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Η εγγύηση ελάχιστου χρόνου αναπαύσεως για τους εργαζομένους εγγράφεται στο πλαίσιο του σκοπού αυτού. Κατά συνέπεια, η εξαίρεση του χρόνου της επίμαχης στην κύρια δίκη μετακινήσεως από τον υπολογισμό του χρόνου εργασίας των εργαζομένων αυτών θίγει τον ελάχιστο χρόνο αναπαύσεως και επομένως προσκρούει στον ανωτέρω σκοπό (14). Με άλλα λόγια, αντιβαίνει προς την οδηγία 2003/88 η απομείωση του χρόνου αναπαύσεως των κινουμένων εργαζομένων με την εξαίρεση του χρόνου μετακινήσεώς τους στην αρχή και στο τέλος του ημερήσιου ωραρίου τους από τον «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, αυτής.

58.      Προσθέτω ότι ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο έχει ορίσει την έννοια του χρόνου αναπαύσεως επιτρέπει ευχερώς την απόρριψη της απόψεως κατά την οποία ο χρόνος που οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι δαπανούν για να μεταβούν από την κατοικία τους προς τον πρώτο πελάτη και από τον τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους δεν θα έπρεπε να θεωρείται «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

59.      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, σχετικά με τις «ισοδύναμες περιόδους αντισταθμιστικής αναπαύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 93/104/ΕΚ (15), ότι οι περίοδοι αυτές πρέπει να χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι, στη διάρκειά τους, «ο εργαζόμενος δεν υπέχει, έναντι του εργοδότη του, καμία υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να ασχοληθεί, ελεύθερα και αδιαλείπτως, με τα ενδιαφέροντά του προκειμένου να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα της εργασίας επί της ασφάλειας και της υγείας του ενδιαφερομένου. Επίσης τέτοιες περίοδοι αναπαύσεως πρέπει να διαδέχονται άμεσα τον χρόνο εργασίας που υποτίθεται ότι πρέπει να αντισταθμίσουν, προκειμένου να αποφευχθεί η κόπωση ή η υπερφόρτιση του εργαζομένου λόγω της σωρεύσεως διαδοχικών περιόδων εργασίας» (16). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, «για να μπορεί να αναπαύεται αποτελεσματικά, ο εργαζόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απομακρύνεται από το περιβάλλον εργασίας του για ορισμένο αριθμό ωρών που πρέπει όχι μόνο να είναι συνεχόμενες αλλά και να ακολουθούν άμεσα μια περίοδο εργασίας, προκειμένου να δίνεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα χαλαρώσεως και εξαλείψεως της σύμφυτης με την άσκηση των καθηκόντων του κοπώσεως» (17).

60.      Οι περίοδοι αναπαύσεως προορίζονται συνεπώς να αντισταθμίσουν την κόπωση που προκύπτει από τις περιόδους εργασίας. Η βασική αυτή λειτουργία των περιόδων αναπαύσεως θα διακυβευόταν αν σε αυτές συμπεριλαμβανόταν ο χρόνος που οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι δαπανούν για να μεταβούν από την κατοικία τους προς τον πρώτο πελάτη και από τον τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους.

61.      Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά την άποψή μου, ότι συντρέχουν τα τρία κριτήρια του «χρόνου εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88. Συνεπώς, ο χρόνος που οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι δαπανούν για να μετακινηθούν από την κατοικία τους προς τον πρώτο πελάτη και από τον τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους πρέπει να θεωρείται «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

62.      Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εργασία των οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών, μολονότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ιδιαιτερότητες του τομέα αυτού, περιέχει κάποια στοιχεία αιτιολογίας που επιρρωννύουν, κατά τη γνώμη μου, τη λύση που προτείνω στο Δικαστήριο.

63.      Με την απόφασή του Skills Motor Coaches κ.λπ. (18), το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οδηγός ο οποίος μετακινείται από την κατοικία του στον τόπο αναλήψεως του οχήματος επιλέγοντας ελεύθερα τις λεπτομέρειες αυτού του δρομολογίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί ελεύθερα να διαθέσει το χρόνο του, οπότε η περίοδος αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί περίοδος περιλαμβανόμενη στον «χρόνο αναπαύσεως», κατά την έννοια του ορισμού που δίνεται στο άρθρο 1, σημείο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 (19). Πράγματι, οδηγός ο οποίος μεταβαίνει σε συγκεκριμένο σημείο, το οποίο έχει οριστεί από τον εργοδότη του και το οποίο είναι διαφορετικό από το κέντρο εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως, προκειμένου να αναλάβει και να οδηγήσει όχημα, συμμορφώνεται σε υποχρέωση έναντι του εργοδότη του. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής δεν διαθέτει ελεύθερα τον χρόνο του (20).

64.      Στην ίδια αυτή απόφαση, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, δεδομένου ότι ο σκοπός του κανονισμού 3820/85 συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, η περίοδος αυτή πρέπει να εκληφθεί ως περιλαμβανόμενη σε «όλες τις άλλες περιόδους εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3821/85 (21). Μια τέτοια ερμηνεία, κατά το Δικαστήριο, συνάδει με τον σκοπό που συνίσταται στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των οδηγών, διότι αποτρέπει το ενδεχόμενο να θεωρούνται περίοδοι αναπαύσεως περίοδοι κατά τις οποίες οι οδηγοί ασκούν δραστηριότητα προς όφελος των εργοδοτών τους. Κατά το Δικαστήριο, δεν έχει σχετικώς σημασία το αν ο οδηγός έχει λάβει ακριβείς οδηγίες ως προς τον τρόπο που θα πραγματοποιήσει αυτήν τη διαδρομή. Πράγματι, μεταβαίνοντας σε συγκεκριμένο σημείο, περισσότερο ή λιγότερο απομακρυσμένο από το κέντρο εκμεταλλεύσεως του εργοδότη του, ο οδηγός εκτελεί υπηρεσία που απορρέει από τη σχέση που τον συνδέει με τον εργοδότη του και επομένως, κατά την περίοδο αυτή, δεν διαθέτει ελεύθερα τον χρόνο του (22). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε υπό το ίδιο πνεύμα στην απόφασή του Smit Reizen (23).

IV – Πρόταση

65.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο αιτούν δικαστήριο την εξής απάντηση:

Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο χρόνος που οι περιοδεύοντες εργαζόμενοι, δηλαδή οι εργαζόμενοι που δεν διαθέτουν σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας, δαπανούν για τις μετακινήσεις τους από την κατοικία τους προς τον καθορισθέντα από τον εργοδότη πρώτο πελάτη και από τον καθορισθέντα από τον εργοδότη τους τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      ΕΕ L 299, σ. 9.


3 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183, σ. 1).


4 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των ναυτικών, που σύναψαν η ένωση εφοπλιστών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ECSA) και η ομοσπονδία των ενώσεων εργαζομένων στις μεταφορές, στην Ευρωπαϊκή Ένωση (FST) (ΕΕ L 167, σ. 33).


5 – BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654.


6 –      Διάταξη Grigore (C‑258/10, EU:C:2011:122, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


7 – Απόφαση Jäger (C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 92).


8 – Διάταξη Grigore (C‑258/10, EU:C:2011:122, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


9 – Όπ.π. (σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


10 – Όπ.π. (σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


11 – Όπ.π. (σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


12 – Βλ., σχετικά με την απόφαση Jaeger (C-151/02, EU:C:2003:437), σχόλιο Vigneau, C., European Review of PrivateLaw, n° 13, τόμος 2, Kluwer Law International, Κάτω Χώρες, 2005, σ. 219, ιδίως σ. 220.


13 – Βλ. Vigneau, C., όπ.π., ο οποίος δίδει στη σελίδα 220 τον ορισμό που αναπαράγεται εδώ.


14 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τις εφημερίες, απόφαση Simap (C‑303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 49).


15 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307, σ. 18).


16 – Απόφαση Jäger (C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 94).


17 – Όπ.π. (σκέψη 95).


18 – C-297/99, EU:C:2001:37.


19 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 370, σ. 1).


20 – Σκέψεις 22 και 23.


21 –      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985 σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 370, σ. 8).


22 – Σκέψεις 26 έως 28.


23 – C-124/09, EU:C:2010:238.