Language of document : ECLI:EU:C:2013:485

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 18ης Ιουλίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑60/12

Marián Baláž

[αίτηση του Vrchní soud v Praze (Τσεχική Δημοκρατία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ ΔΕΥ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών – ‟Ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”»





1.        Η απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ (2) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο) εκτείνει την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις χρηματικές ποινές. Απαιτεί από τα κράτη μέλη να εκτελούν τις αποφάσεις άλλων κρατών μελών που επιβάλλουν χρηματική ποινή εφόσον η οικεία απόφαση εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, από μη δικαστική αρχή και υπό τον όρο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε την «ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις». Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής απόφασης, ζητείται από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την εν λόγω έκφραση. Για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο καλείται να επιτύχει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της αναγνώρισης και εκτέλεσης τέτοιων ποινών και, αφετέρου, της αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

 Το νομοθετικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 Η απόφαση-πλαίσιο

2.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4 και 5 του προοιμίου της απόφασης-πλαισίου έχουν ως εξής:

«(1)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, ενέκρινε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης η οποία θα πρέπει να καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις στα πλαίσια της Ένωσης.

(2)      Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να ισχύει και για τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές προς διευκόλυνση της εκτέλεσης των ποινών αυτών σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο επεβλήθησαν οι ποινές.

[…]

(4)      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να καλύπτει και τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται για παραβάσεις οδικής κυκλοφορίας.

(5)      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης και εκφράζονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε στο κεφάλαιο VI αυτού. […]»

3.        Οι αποφάσεις που αναγνωρίζονται δυνάμει της απόφασης‑πλαισίου ορίζονται στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημεία i έως iv. Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, προβλέπει τα εξής:

«ως ‟απόφαση” νοείται η οριστική απόφαση που επιβάλλει χρηματική ποινή σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφόσον ελήφθη:

[…]

iii)      από μη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, επί πράξεων οι οποίες, βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης, τιμωρούνται ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου, με την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις.»

4.        Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, ορίζει τα ακόλουθα:

«ως ‟χρηματική ποινή” νοείται η υποχρέωση καταβολής:

i)      χρηματικού ποσού δυνάμει καταδικαστικής αποφάσεως επί αδικήματος».

5.        Κατά το άρθρο 1, στοιχείο γ΄, ως «κράτος έκδοσης» νοείται «το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση κατά την έννοια της παρούσας απόφασης-πλαισίου».

6.        Κατά το άρθρο 1, στοιχείο δ΄, ως «κράτος εκτέλεσης» νοείται «το κράτος μέλος στο οποίο διαβιβάζεται η απόφαση προκειμένου να εκτελεσθεί».

7.        Το άρθρο 3 έχει τον τίτλο «Θεμελιώδη δικαιώματα» και ορίζει τα κατωτέρω:

«Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιφέρει τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της [Σ]υνθήκης.»

8.        Το άρθρο 4 προβλέπει τη διαβίβαση αποφάσεως, συνοδευόμενης από υπόδειγμα πιστοποιητικού (3), στις «[αρμόδιες αρχές] κράτους μέλους, όπου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει απαγγελθεί η καταδικαστική απόφαση διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα και έχει τη συνήθη διαμονή του ή, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την έδρα του».

9.        Το άρθρο 5, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», απαριθμεί τα αδικήματα τα οποία οδηγούν σε αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σύμφωνα με τους όρους της απόφασης-πλαισίου. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Τα ακόλουθα αδικήματα, όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης και εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης, οδηγούν σε αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σύμφωνα με τους όρους της παρούσας απόφασης-πλαισίου, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου:

[…]

–        συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας

[…]».

10.      Το άρθρο 6, με τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζουν χωρίς άλλη διατύπωση κάθε απόφαση η οποία διαβιβάζεται κατά το άρθρο 4 και λαμβάνουν πάραυτα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 7.»

11.      Το άρθρο 7 απαριθμεί τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης. Ως προς ορισμένους από τους λόγους αυτούς, το άρθρο 7, παράγραφος 3, προβλέπει τα κατωτέρω:

«[…] η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, προτού αποφασίσει ότι δεν θα αναγνωρίσει και δεν θα εκτελέσει μια απόφαση, εν όλω ή εν μέρει, διαβουλεύεται, με κάθε κατάλληλο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και της ζητεί, κατά περίπτωση, να παράσχει αμελλητί τυχόν αναγκαίες πληροφορίες.»

12.      Το άρθρο 20, παράγραφος 3, ορίζει τα εξής:

«Όταν το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 4 εγείρει ζήτημα ότι μπορεί να παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα ή οι θεμελιώδεις νομικές αρχές όπως καθιερώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης, κάθε κράτος μέλος μπορεί να αντιταχθεί στην αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων. Εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 3.»

 Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)

13.      Το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

14.      Το άρθρο 48 του Χάρτη θεσπίζει το τεκμήριο αθωότητας και κατοχυρώνει τα δικαιώματα άμυνας. Τα δικαιώματα αυτά έχουν την ίδια έννοια και εμβέλεια με αυτές των δικαιωμάτων που διασφαλίζει το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) (4).

15.      Το άρθρο 49, παράγραφος 3, ορίζει ότι «[η] αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα».

16.      Το άρθρο 52, παράγραφος 3, ορίζει ότι στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ «η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η [ΕΣΔΑ]».

 Η ΕΣΔΑ

17.      Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Το άρθρο 6, παράγραφος 2 θεσπίζει το δικαίωμα «παντός προσώπου κατηγορούμενου επί αδικήματι» να τεκμαίρεται «αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», ενώ το άρθρο 6, παράγραφος 3, απαριθμεί τα ελάχιστα δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται, δηλαδή τα δικαιώματα του κατηγορουμένου:

«α)      όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία, εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας,

β)      όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του,

γ)      όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης,

δ)      να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας,

ε)      να τύχει δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.»

 Η τσεχική νομοθεσία

18.      Η τσεχική νομοθεσία προβλέπει την αναγνώριση και την εκτέλεση χρηματικών ποινών επιβαλλόμενων από τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (στο εξής: ΚΠΔ). Το άρθρο 460ο ΚΠΔ, ως είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε τα εξής:

«(1)      Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται στη διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση οριστικής καταδικαστικής απόφασης για ποινικό ή άλλο αδίκημα, ή απόφασης εκδιδόμενης βάσει της εν λόγω καταδικαστικής απόφασης, εφόσον η απόφαση αυτή έχει εκδοθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

a)      η οποία επιβάλλει χρηματική ποινή,

[…]

εφόσον έχει εκδοθεί από δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας [...], ή από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή από διοικητική αρχή του εν λόγω κράτους, υπό τον όρο ότι η απόφαση της διοικητικής αρχής περί του ποινικού ή άλλου αδικήματος μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις […]».

19.      Το άρθρο 460r, παράγραφος 1, προέβλεπε τα κατωτέρω:

«(1)      Κατόπιν γραπτών παρατηρήσεων του εισαγγελέα, το Krajský soud αποφασίζει, με απόφαση που εκδίδει σε δημόσια συνεδρίαση, αν θα επιτρέψει ή όχι την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που του έχει υποβληθεί προς τούτο από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους και η οποία αφορά χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η απόφαση επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο καθώς και στον εισαγγελέα.»

 Η αυστριακή νομοθεσία

20.      Το αυστριακό νομικό σύστημα διακρίνει μεταξύ αδικημάτων που συνιστούν παραβάσεις του «διοικητικού ποινικού δικαίου» και αδικημάτων που συνιστούν παραβάσεις του «κοινού ποινικού δικαίου». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει πρόσβαση σε δικαιοδοτικό ή διοικητικό όργανο. Το όργανο που επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό των διοικητικών παραβάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και πολλές τροχαίες παραβάσεις, είναι η Bezirkshauptmannschaft (πρωτοβάθμια διοικητική αρχή). Σε περίπτωση που δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής ενώπιον της διοικητικής αρχής, οι αποφάσεις της Bezirkshauptmannschaft μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του Unabhängiger Verwaltungssenat, του ανεξάρτητου διοικητικού δικαστηρίου.

21.      Η διαδικασία σχετικά με τις διοικητικές παραβάσεις διέπεται από τον Verwaltungsstrafgesetz 1991 (νόμο του 1991 για τις διοικητικές κυρώσεις). Αντιθέτως, οι σοβαρές παραβάσεις μπορούν να υπαχθούν μόνο στην αρμοδιότητα δικαστηρίου. Ως προς τις τελευταίες, εφαρμογή έχει ο Strafprozessordnung 1975 (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του 1975).

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

22.      Στις 00:40 π.μ. της 22ας Οκτωβρίου 2009, ο Marián Baláž, κάτοικος της Τσεχικής Δημοκρατίας, υποβλήθηκε σε αστυνομικό έλεγχο πλησίον της περιοχής Kufstein (Αυστρία), ενώ οδηγούσε αρθρωτό φορτηγό όχημα ταξινομημένο στην Τσεχική Δημοκρατία. Αφότου η αυστριακή αστυνομία ζύγισε το όχημα σε γεφυροπλάστιγγα, επέτρεψε στον Μ. Baláž να συνεχίσει την πορεία του.

23.      Στις 25 Μαρτίου 2010, η Bezirkshauptmannschaft της περιοχής Kufstein (Αυστρία) εξέδωσε απόφαση (στο εξής: επίδικη απόφαση) με την οποία διαπίστωσε ότι στις 22 Οκτωβρίου 2009 ο Μ. Baláž διέπραξε τροχαία παράβαση, δηλαδή οδηγούσε όχημα βάρους άνω των 3,5 τόνων σε δρόμο όπου υπήρχε σήμανση ότι αυτό απαγορευόταν. Η επίδικη απόφαση επέβαλε πρόστιμο ύψους 220 ευρώ στον Μ. Baláž ή, διαφορετικά, 60 ώρες φυλάκισης.

24.      Στις 2 Ιουλίου 2010, το Okresni soud Teplice (Πρωτοδικείο Teplice) (Τσεχική Δημοκρατία) κοινοποίησε στον Μ. Baláž την εν λόγω απόφαση. Όπως προκύπτει από την ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δικογραφία, στον M. Baláž επιδόθηκε (κατά πάσα πιθανότητα) αντίγραφο της επίδικης απόφασης μεταφρασμένο στα τσεχικά (με την επισήμανση ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ήταν δύο εβδομάδες) και συνοδευόμενο από έγγραφο που εξηγούσε τα δικαιώματά του κατά το τσεχικό δίκαιο. Είναι αβέβαιο αν του παρασχέθηκαν πρόσθετες πληροφορίες (και αν ναι, ποιες) σχετικά με τα δυνάμει του αυστριακού δικαίου δικαιώματά του να προσβάλει την επίδικη απόφαση ή να επικαλεστεί ελαφρυντικές περιστάσεις· ή αν του κατέστη σαφές ότι η προθεσμία των δύο εβδομάδων για την άσκηση προσφυγής κατά της επίδικης απόφασης άρχιζε στις 2 Ιουλίου 2010 (και όχι στις 25 Μαρτίου 2010, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Bezirkshauptmannschaft) (5).

25.      Με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2011 που απηύθυνε στο Krajský soud v Ústí nad Labem (περιφερειακό δικαστήριο Ústí nad Labem) (στο εξής: Krajský soud) (Τσεχική Δημοκρατία), η Bezirkshauptmannschaft ζήτησε την αναγνώριση και εκτέλεση της επίδικης απόφασης στην Τσεχική Δημοκρατία. Στην επιστολή επισυνάφθηκε υπόδειγμα πιστοποιητικού, το οποίο βεβαίωνε ότι η επίδικη απόφαση είχε εκδοθεί από μη δικαστική αρχή και αφορούσε αξιόποινες πράξεις κατά το εθνικό δίκαιο, καθόσον αποτελούσαν παραβιάσεις κανόνων δικαίου, εν προκειμένω κανόνων οδικής κυκλοφορίας. Το πιστοποιητικό βεβαίωνε επίσης ότι ο M. Baláž είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά του να προσφύγει κατά της επίδικης απόφασης ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις καθώς και για τη σχετική προθεσμία. Τέλος, το πιστοποιητικό βεβαίωνε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε προσβάλει την επίδικη απόφαση και ότι, κατόπιν έγγραφης διαδικασίας, η απόφαση είχε ως εκ τούτου καταστεί οριστική στις 17 Ιουλίου 2010.

26.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 17 Μαΐου 2011 ενώπιον του Krajský soud, ο νομικός εκπρόσωπος του M. Baláž υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να εκτελεστεί για τον λόγο ότι, δυνάμει του αυστριακού δικαίου, το αρμόδιο όργανο για να αποφανθεί επί της προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ήταν το Unabhängiger Verwaltungssenat, το οποίο δεν συνιστά «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις».

27.      Το Krajský soud απέρριψε το επιχείρημα αυτό και έκρινε ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί στην Τσεχική Δημοκρατία. Ο M. Baláž άσκησε έφεση ενώπιον του Vrchní soud v Praze (Εφετείο Πράγας). Το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν η επίδικη απόφαση εμπίπτει στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου και άρα πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την εκτέλεσή της. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία των φράσεων «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» και «ευκαιρία να δικαστεί». Ως εκ τούτου, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής απόφασης με τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1)      Πρέπει η έκφραση ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, [της απόφασης-πλαισίου] να ερμηνεύεται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

2α)      Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, ποια γενικά καθοριστικά χαρακτηριστικά πρέπει να έχει δικαστήριο κράτους το οποίο μπορεί, με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου, να εκδικάσει την υπόθεση αυτού σε σχέση με μια απόφαση εκδοθείσα από μη δικαστική αρχή (διοικητική αρχή), προκειμένου να χαρακτηριστεί ως ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης -πλαισίου;

2β)      Μπορεί ένα αυστριακό ανεξάρτητο διοικητικό όργανο (Unabhängiger Verwaltungssenat) να θεωρηθεί ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης -πλαισίου;

2γ)      Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, πρέπει η έκφραση ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου να ερμηνευθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους του οποίου η αρχή εξέδωσε απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου, ή σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους που αποφασίζει σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως;

3)      Διατηρείται η ‟ευκαιρία να δικαστεί” ένα πρόσωπο από ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου, ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να δικαστεί άμεσα από ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”, αλλά πρέπει πρώτα να προσβάλει μια απόφαση μη δικαστικής αρχής (διοικητικής αρχής), η δε προσβολή αυτή εμποδίζει την επέλευση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως της εν λόγω αρχής και οδηγεί στην κίνηση τακτικής διαδικασίας ενώπιον της ίδιας αρχής, οπότε μόνο κατά της αποφάσεως που εκδίδει η αρχή αυτή στο πλαίσιο της τακτικής αυτής διαδικασίας μπορεί να ασκηθεί ένδικο βοήθημα ενώπιον ‟δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”;

Όσον αφορά τη διατήρηση της ‟ευκαιρίας να δικαστεί” ένα πρόσωπο ως ανωτέρω, είναι απαραίτητο να κριθούν ζητήματα όπως το αν το ένδικο βοήθημα που εκδικάζεται από ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”, αποτελεί τακτικό ένδικο βοήθημα (δηλαδή ένδικο βοήθημα κατά μη οριστικής ακόμη αποφάσεως) ή έκτακτο ένδικο βοήθημα (δηλαδή ένδικο βοήθημα κατά οριστικής αποφάσεως) και το κατά πόσον ένα ‟δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”, στο πλαίσιο της εκδικάσεως του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος, έχει την εξουσία να εξετάσει την υπόθεση στο σύνολό της, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα;»

28.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Αυστριακή, η Τσεχική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαρτίου 2013, η Αυστριακή και η Τσεχική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Ο M. Baláž δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις και δεν εκπροσωπήθηκε κατά τη συνεδρίαση αυτή.

 Ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29.      Η απόφαση-πλαίσιο 2005/214 αποτελεί τμήμα μιας σειράς μέτρων που ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια και τα οποία εφαρμόζουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ζητήματα που άπτονται του ποινικού δικαίου. Σκοπός της απόφασης-πλαισίου είναι να διευκολύνει την εκτέλεση χρηματικών ποινών σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο αυτές επιβλήθηκαν. Η προστασία του ενδιαφερόμενου προσώπου –το αντιστάθμισμα για την αμοιβαία αναγνώριση της χρηματικής ποινής– επιτυγχάνεται μέσω της εξασφάλισης (άρθρο 1) ότι μπορούν να τύχουν αναγνώρισης και, ως εκ τούτου, εκτέλεσης δυνάμει της απόφασης-πλαισίου μόνον αποφάσεις εκδοθείσες από (α) «δικαστήριο του κράτους έκδοσης επί ποινικού αδικήματος σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης» (άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο i), ή από (β) «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» (άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iv), ή (γ) ως προς τις οποίες παρασχέθηκε στον ενδιαφερόμενο η «ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» (άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημεία ii και iii).

30.      Χάριν ευκολίας, θα χρησιμοποιήσω στην ανάλυση που ακολουθεί τον όρο «απόφαση χρηματικής ποινής» για να περιγράψω μια οριστική απόφαση που επιβάλλει την καταβολή χρηματικής ποινής λόγω καταδίκης για αδίκημα περιλαμβανόμενο στο άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου. Θα υιοθετήσω δε την ορολογία της απόφασης‑πλαισίου περιγράφοντας το κράτος στο οποίο εκδόθηκε απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής ως «κράτος έκδοσης» και το κράτος στο οποίο ζητείται η εκτέλεση της εν λόγω ποινής ως «κράτος εκτέλεσης».

31.      Η απόφαση-πλαίσιο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης (αιτιολογική σκέψη 1) ενώ σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκφράζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (αιτιολογική σκέψη 5). Εξάλλου, το άρθρο 3 προβλέπει ρητώς τα ακόλουθα: «Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιφέρει τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της [Σ]υνθήκης». Επομένως, η σαφής πρόθεση του νομοθέτη ήταν να διευκολύνει τη διασυνοριακή εκτέλεση χρηματικών ποινών διατηρώντας ταυτοχρόνως κατάλληλες εγγυήσεις για τα πρόσωπα κατά των οποίων επίκειται η εκτέλεση των εν λόγω ποινών.

32.      Αυτή η φαινομενικά ανώδυνη διαπίστωση υποκρύπτει ορισμένα λιγότερo ανώδυνα ζητήματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν. Πρώτον, υπάρχει κάποια ιδιαίτερη λογική που υπαγορεύει τον συγκεκριμένο κατάλογο των αποφάσεων χρηματικής ποινής που εμπίπτουν στην απόφαση-πλαίσιο; Δεύτερον, ποια ακριβώς είναι η έκταση της προστασίας που θέλησε να παράσχει ο νομοθέτης στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα; Τρίτον, και δεδομένου του μάλλον προφανούς γεγονότος ότι ο πραγματικός αντίκτυπος της οικονομικής κύρωσης που συνεπάγεται η επιβολή χρηματικής ποινής εξαρτάται από τις περιστάσεις του θιγόμενου προσώπου, σε ποιο στάδιο της σχετικής διαδικασίας προβλέπεται η εκτίμηση του αν η κύρωση συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας;

33.      Ο κατάλογος των αδικημάτων του άρθρου 5 ως προς τα οποία μπορούν να εκτελεστούν αποφάσεις χρηματικής ποινής αποτελεί ένα σύνολο ετερόκλητων στοιχείων το οποίο φαίνεται να ανάγεται στα αδικήματα του άρθρου 2 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (6). Εντούτοις, στον κατάλογο αυτό έχουν περιληφθεί πρόσθετα αδικήματα: λαθρεμπόριο, προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, απειλές και πράξεις βίας κατά προσώπων, βανδαλισμός, κλοπή καθώς και –πράγμα που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως την παρούσα διαδικασία– «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας».

34.      Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να κατανοήσω τον λόγο στον οποίο βασίζεται η απόφαση του νομοθέτη να συμπεριλάβει το τελευταίο αυτό στοιχείο σε μια απόφαση-πλαίσιο η οποία κατά τα λοιπά ρυθμίζει (κατ’ ουσίαν) ζητήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι εμπίπτουν στο «παραδοσιακό ποινικό δίκαιο» (εκτός βέβαια από την προφανή χρησιμότητα για τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα εκτέλεσης τέτοιων ποινών κατά αυτοκινητιστών προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη). Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι η διαδικασία που προβλέπει η ίδια η απόφαση-πλαίσιο παραπέμπει εκτενώς σε έννοιες του ποινικού δικαίου (7) και αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την τήρηση πλήρων και κατάλληλων εγγυήσεων –όπως δικαιολογημένα απαιτείται στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών– προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτέλεση απόφασης χρηματικής ποινής στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Λαμβανομένου υπόψη ότι η «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας» περιλαμβάνεται επίσης στον εν λόγω κατάλογο, προκύπτει ότι οι ίδιες εγγυήσεις πρέπει να παρέχονται τόσο όταν τίθεται ζήτημα εκτέλεσης μιας απόφασης χρηματικής ποινής που εκδίδεται στο πλαίσιο παράβασης κανόνων οδικής κυκλοφορίας όσο και όταν πρόκειται για απόφαση χρηματικής ποινής που εκδίδεται στο πλαίσιο διαφθοράς, παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών ή λαθρεμπορίου.

35.      Με άλλα λόγια: το σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων χρηματικής ποινής που θεσπίζει η απόφαση-πλαίσιο συνεπάγεται υψηλό βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Εντούτοις, όπως παρατήρησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Πρόγραμμα της Στοκχόλμης, «η προστασία των δικαιωμάτων των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες αποτελεί θεμελιώδη αξία της Ένωσης, που έχει σημασία για τη διαφύλαξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών και της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Ένωση» (8). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η προστασία που παρέχεται στον πολίτη μέσω της «ευκαιρίας να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» (όπως διευκρινίζει το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημεία ii και iii, της απόφασης-πλαισίου) πρέπει, κατά τεκμήριο, να σκοπεί στο να εξισωθεί προς την προστασία που εξασφαλίζεται από «δικαστήριο του κράτους έκδοσης [που έχει εκδώσει απόφαση για ποινικό αδίκημα] σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης» (άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο i) ή από το γεγονός ότι η απόφαση έχει εκδοθεί από «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» (άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iv).

36.      Θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι, επειδή η «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας» είναι εγγενώς λιγότερο αποδοκιμαστέα από την τρομοκρατία ή την ανθρωποκτονία, ένα πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται χρηματική ποινή για το πρώτο αδίκημα χρειάζεται να τύχει της πλήρους προστασίας που εξασφαλίζει το ποινικό δίκαιο σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι ένα πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για το τελευταίο αδίκημα. Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτή. Η απόφαση‑πλαίσιο διευκρινίζει, μέσω ελαφρώς διαφορετικών διατυπώσεων που χρησιμοποιεί το άρθρο 1, στοιχείο α΄, ότι η προστασία που προσφέρει η πρόσβαση είτε σε «δικαστήριο του κράτους έκδοσης επί ποινικού αδικήματος» είτε σε «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» αποτελεί προαπαιτούμενο για την εκτέλεση. Η αφετηρία της συλλογιστικής μου είναι ότι οι δύο διατυπώσεις είναι στην πράξη ισοδύναμες· και ότι δεν μπορεί η ίδια και αυτή νομική πράξη (η απόφαση-πλαίσιο) να παρέχει σημαντικά διαφορετικό επίπεδο προστασίας αναλόγως του αν το απαριθμούμενο αδίκημα για το οποίο επιβάλλεται χρηματική ποινή θεωρείται περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό. Όπως επισημαίνει και το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης, «[ε]ίναι εξαιρετικά σημαντικό τα μέτρα επιβολής του νόμου, αφενός, και τα μέτρα διαφύλαξης των ατομικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και των κανόνων διεθνούς προστασίας, αφετέρου, να ακολουθούν αρμονικά την ίδια κατεύθυνση και να αλληλοενισχύονται» (9).

37.      Κατ’ ουσίαν, με τα ερωτήματα που υποβάλλει, το Vrchní soud ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την απόφαση-πλαίσιο ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των πολιτών της Ένωσης οι οποίοι, όπως ο M. Baláž, στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης, αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να τους επιβληθούν ποινές σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της συνήθους διαμονής τους (10).

38.      Κατά την εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου ότι ο M. Baláž δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις και δεν εκπροσωπήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία. Δεδομένης της έντασης με την οποία αμφισβήτησε την εθνική διαδικασία εκτέλεσης, προβάλλοντας μια εκδοχή των πραγματικών περιστατικών (στηριζόμενη σε μία τουλάχιστον μαρτυρία) η οποία ήταν εντελώς διαφορετική (11) από εκείνη που αποτέλεσε τη βάση της διοικητικής διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας και την ερήμην επιβολή της σχετικής χρηματικής ποινής από την Bezirkshauptmannschaft, η μη εκπροσώπησή του ενώπιον του Δικαστηρίου προκαλεί ανησυχία. Μολονότι η χρηματική ποινή μπορεί να επιβλήθηκε στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις η εκτέλεσή της άπτεται του ποινικού δικαίου. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ο M. Baláž, ως οδηγός φορτηγού με μισθό Τσεχίας (στον οποίο η πιθανότατη προοπτική να υποχρεωθεί να καταβάλει πρόστιμο 220 ευρώ μπορεί ήδη να φάνταζε αποκαρδιωτική) να αισθάνθηκε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να υποβληθεί σε περαιτέρω έξοδα ώστε να αναθέσει σε δικηγόρο την εκπροσώπησή του ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν είμαι επίσης καθόλου βέβαια ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν οπωσδήποτε ενήμερος για την (περιορισμένη) δυνατότητα να ζητήσει από το Δικαστήριο την παροχή του ευεργετήματος της πενίας.

39.      Για τους ανωτέρω λόγους, φρονώ ότι πρέπει τουλάχιστον να προσδιορίσω ορισμένα στοιχεία που ενδέχεται να είναι σημαντικά για την εκτίμηση του ζητήματος αν ο Μ. Baláž είχε πράγματι (ή όχι) «ευκαιρία» να δικαστεί η υπόθεσή του από «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» (προαπαιτούμενο, κατά το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου, για την έναντι του προσώπου αυτού δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης χρηματικής ποινής). Τούτο θα το πράξω κατωτέρω με τις προτάσεις μου, επισημαίνοντας τα στοιχεία αυτά απλώς ως ζητήματα αρχής (12). Τα εν λόγω στοιχεία είναι πρακτικά –τα συνήθη βασικά στοιχεία της υπεράσπισης σε ποινικές υποθέσεις. Καλύπτουν από την κατοχή των αναγκαίων πληροφοριών για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου μέχρι την εκτίμηση του ζητήματος αν η επιβληθείσα κύρωση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, ως μόνο αρμόδιο να κρίνει επί της ουσίας, να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις, όταν η υπόθεση αναπεμφθεί ενώπιόν του.

 Πρώτο ερώτημα

40.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η φράση «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί ως αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

41.      Η Ολλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση εκτιμούν ότι η έννοια της διάταξης αυτής πρέπει να καθοριστεί σε συμφωνία με το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο και η Αυστριακή, η Τσεχική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή έχουν την άποψη ότι η έννοια αυτή συνιστά αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης οπότε πρέπει να ερμηνευτεί ομοιόμορφα.

42.      Συμφωνώ με τη δεύτερη άποψη.

43.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την ανάγκη τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της εφαρμογής της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να δίδεται, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τα συμφραζόμενα της διάταξης και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση (13).

44.      Ο σκοπός που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο έχει ήδη προσδιοριστεί: η εκτέλεση αποφάσεων χρηματικής ποινής μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης (14). Η φράση «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, είναι αποφασιστικής σημασίας για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου, διότι προσδιορίζει μια συγκεκριμένη κατηγορία αποφάσεων χρηματικής ποινής που τυγχάνει αμοιβαίας αναγνώρισης και, κατά συνέπεια, εκτέλεσης. Μολονότι άλλα χωρία της απόφασης-πλαισίου όντως παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο (15), τούτο δεν ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

45.      Για τον λόγο αυτό προτείνω στο Δικαστήριο, για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της απόφασης-πλαισίου και τον ορθό προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της, να ακολουθήσει την ίδια προσέγγιση με εκείνην που προέκρινε όσον αφορά την ερμηνεία της απόφασης-πλαισίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (16), η οποία επίσης αφορά την αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Τόσο στην υπόθεση Mantello (17) όσο και στην υπόθεση Kozłowski (18), το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι έννοιες που ήταν αποφασιστικές για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής εκείνης της απόφασης-πλαισίου έπρεπε να τύχουν ομοιόμορφης ερμηνείας (19)· η απόφαση για το περιεχόμενο των εννοιών αυτών δεν μπορούσε να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών κάθε κράτους μέλους δυνάμει του εθνικού δικαίου.

46.      Η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας είναι σημαντική στις περιπτώσεις (όπως εν προκειμένω) που η επίμαχη διάταξη κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα. Η πρόσβαση σε «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» εξασφαλίζει κατάλληλη και αποτελεσματική προστασία σε περίπτωση που εκδοθεί κατά του ενδιαφερομένου προσώπου απόφαση χρηματικής ποινής δυνάμενη να εκτελεστεί σε οποιοδήποτε κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάγκη αυτή απαγορεύει τη σημαντική διακύμανση του επιπέδου προστασίας στα διάφορα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, η κοινή εμπιστοσύνη στις παρεχόμενες εγγυήσεις υπέρ των προσώπων που κατηγορούνται για διάφορα αδικήματα ενισχύει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Η ομοιόμορφη ερμηνεία της έννοιας «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» οικοδομεί την αμοιβαία εμπιστοσύνη στην οποία πρέπει να στηρίζεται η αμοιβαία αναγνώριση.

47.      Οι δυσχέρειες που συνδέονται με την προτίμηση της ομοιόμορφης ερμηνείας αντί της λύσης με την οποία προτείνεται η αναγωγή στο εθνικό δίκαιο για τον καθορισμό της έννοιας της διάταξης αυτής είναι κατά τη γνώμη μου περισσότερο θεωρητικές παρά πραγματικές. Είναι ασφαλώς αληθές ότι κάθε κράτος μέλος έχει τη δική του δικαστηριακή δομή· όπως επίσης είναι αληθές ότι ούτε η επίμαχη απόφαση-πλαίσιο αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη απόφαση έχει επιχειρήσει μέχρι σήμερα να εναρμονίσει κατά το ελάχιστο τους κανόνες στον τομέα αυτό. Εντούτοις, επισημαίνω ότι, από πρακτικής απόψεως, το ζήτημα αν η φράση «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» ερμηνεύεται ως αυτόνομη έννοια ή μέσω παραπομπής στο δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης δεν αποτελεί στην πράξη κρίσιμο γεγονός για το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο παραμένει αντιμέτωπο με το βασικό πρόβλημα που του προκαλεί το γεγονός ότι (κατά πάσα πιθανότητα) δεν είναι εξοικειωμένο με τη δικαστηριακή δομή του κράτους έκδοσης. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να μην είναι σε θέση, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, να δώσει ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα αν το δικαστήριο του κράτους έκδοσης πληροί τα κριτήρια του ορισμού αυτού.

48.      Για τον λόγο αυτό, η απάντηση που προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο ερώτημα είναι ότι ο όρος «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου συνιστά αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Δεύτερο ερώτημα, υπό a

49.      Με το δεύτερο ερώτημα, υπό α, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ένα δικαστήριο προκειμένου να θεωρηθεί «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii.

50.      Το αιτούν δικαστήριο και η Τσεχική Κυβέρνηση εκτιμούν ότι ο όρος αναφέρεται σε ένα όργανο (που πρέπει να είναι δικαστήριο) το οποίο εφαρμόζει διαδικασία ποινικού χαρακτήρα. Η Αυστριακή και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να εξασφαλίζει υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου τις εγγυήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Η Σουηδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι (αν γίνει δεκτό ότι το ζήτημα αφορά το δίκαιο της Ένωσης και όχι το εθνικό δίκαιο) το κατά πόσον ένα συγκεκριμένο δικαστήριο «έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» πρέπει να καθοριστεί βάσει ουσιαστικών και όχι τυπικών χαρακτηριστικών. Η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι απόκειται στο κράτος έκδοσης να εκτιμήσει αν το δικαστήριό του εμπίπτει στον ορισμό αυτό. Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, αναφέρεται σε δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία σε υποθέσεις που χαρακτηρίζονται επίσημα ως ποινικές στο κράτος έκδοσης. Το δικαστήριο αυτό ενδέχεται επίσης να είναι αρμόδιο και για άλλες, μη ποινικές υποθέσεις. Εντούτοις, προκειμένου να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, ο έλεγχος επί της απόφασης χρηματικής ποινής πρέπει να ασκείται από το ποινικό τμήμα του εν λόγω δικαστηρίου.

51.      Συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο και με τις κυβερνήσεις που εκτιμούν ότι το καθοριστικό χαρακτηριστικό ενός «δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» συνίσταται στο γεγονός ότι το δικαστήριο αυτό εφαρμόζει ποινικές διαδικασίες και παρέχει τις αντίστοιχες εγγυήσεις, ανεξαρτήτως του αν έχει δικαιοδοσία και σε μη ποινικές υποθέσεις.

52.      Όπως προαναφέρθηκε (20), τα αδικήματα που οδηγούν σε αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση και τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου περιλαμβάνουν πράξεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο σε όλα τα κράτη μέλη, όπως είναι η «τρομοκρατία», αλλά και πράξεις που θεωρούνται μεν αξιόποινες σε ορισμένα κράτη μέλη αλλά όχι σε άλλα (όπου αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα του διοικητικού και όχι του ποινικού δικαίου). Η «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας» υπάγεται στην τελευταία αυτή κατηγορία. Επομένως, πρόθεση του νομοθέτη ήταν να διευκολύνει την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων χρηματικής ποινής σε σχέση με τα αδικήματα αυτά χωρίς να προβεί σε εναρμόνιση της έννοιας του «ποινικού» αδικήματος. Σε περίπτωση που ένα αδίκημα περιέχεται στο άρθρο 5 μπορεί να οδηγήσει σε αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση ανεξαρτήτως του αν η νομοθεσία του κράτους έκδοσης ή του κράτους εκτέλεσης χαρακτηρίζει το αδίκημα ως «ποινικό».

53.      Από την έλλειψη εναρμόνισης του όρου «ποινικός» προκύπτει ότι η κατανόηση της φράσης «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις» δεν μπορεί να απαιτεί την ομοιόμορφη ερμηνεία της έννοιας «ποινική υπόθεση».

54.      Για τον λόγο αυτό, δεν νομίζω ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ερμηνεία την οποία προτείνει η Επιτροπή. Η ερμηνεία αυτή θα έθετε έναν ακούσιο περιορισμό στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου σε περίπτωση που ο ορισμός της έννοιας «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» κάλυπτε μόνον τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται «ποινικών υποθέσεων» κατά την έννοια του δικαίου του κράτους έκδοσης. Τα κράτη μέλη στα οποία ορισμένα από τα απαριθμούμενα στο άρθρο 5 αδικήματα δεν θεωρούνται «ποινικά» αδικήματα και των οποίων η δικαστηριακή δομή είναι τέτοια ώστε οι διοικητικές αποφάσεις που αφορούν τα αδικήματα αυτά να ελέγχονται από δικαστήρια διαφορετικά από εκείνα που επιλαμβάνονται των ποινικών υποθέσεων, κατά την έννοια του εθνικού δικαίου, δεν θα μπορούσαν να κάνουν χρήση της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης ως προς τις αποφάσεις χρηματικής ποινής που εκδίδονται για τέτοια αδικήματα. Τούτο προσκρούει στη δεδηλωμένη βούληση του νομοθέτη να περιλάβει τα εν λόγω αδικήματα στον κατάλογο του άρθρου 5, οπότε αντίκειται και στον σκοπό της απόφασης-πλαισίου.

55.      Εντούτοις, παράλληλα με τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που επιβάλλουν χρηματική ποινή, ο νομοθέτης εγγυήθηκε επίσης ρητώς τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου προσώπου (βλ. αιτιολογική σκέψη 5 του προοιμίου και άρθρο 3 της απόφασης-πλαισίου).

56.      Αν συνδυαστούν οι παράλληλοι αυτοί σκοποί, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, πρέπει κατά τη γνώμη μου να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια απόφαση χρηματικής ποινής οδηγεί σε αμοιβαία αναγνώριση και συνακόλουθη εκτέλεση υπό τον όρο ότι παρασχέθηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατάλληλη ευκαιρία να αμφισβητήσει την απόφαση αυτή ενώπιον δικαστηρίου που εξασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Το τελευταίο συνεπάγεται με τη σειρά του ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να επιληφθεί τέτοιων αποφάσεων χρηματικής ποινής στο κράτος έκδοσης πρέπει να είναι δικαστήριο του οποίου η σύσταση, η εφαρμοζόμενη διαδικασία και η έκταση του ασκούμενου ελέγχου εξασφαλίζουν τις ελάχιστες εγγυήσεις που προβλέπουν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο κατηγορείται για ποινικό αδίκημα. Με άλλα λόγια, μολονότι το αρμόδιο δικαστήριο δεν απαιτείται υποχρεωτικά να είναι το δικαστήριο του κράτους έκδοσης που επιλαμβάνεται υποθέσεων επίσημα χαρακτηριζόμενων ως «ποινικών» κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους, πρέπει παρά ταύτα να παρέχει τις ίδιες δικονομικές και ουσιαστικές εγγυήσεις.

57.      Τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη περιλαμβάνουν ρητώς το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, τη δυνατότητα του κατηγορουμένου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του, περιορισμένο δικαίωμα στο ευεργέτημα της πενίας και γενική πρόβλεψη ότι «διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης […]». Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επισημαίνει ρητώς ότι, «στο βαθμό που ο […] Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν στα δικαιώματα που διασφαλίζονται στην [ΕΣΔΑ], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η [ΕΣΔΑ]». Όσον αφορά τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, η σχετική επεξήγηση επιβεβαιώνει ότι το σημείο αναφοράς στην ΕΣΔΑ είναι το άρθρο 6 (21).

58.      Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ περιλαμβάνει, στις τρεις πρώτες παραγράφους του, σημαντικές εγγυήσεις υπέρ των προσώπων που κατηγορούνται για ποινικά αδικήματα. Έτσι, το όργανο ελέγχου πρέπει να έχει συσταθεί νομίμως, να είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο. Πρέπει να διασφαλίζει την τήρηση των ακόλουθων εγγυήσεων. Ο κατηγορούμενος πρέπει: να θεωρείται αθώος μέχρι να αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του· να πληροφορηθεί στη συντομότερη δυνατή προθεσμία, σε γλώσσα την οποία κατανοεί και με λεπτομερή τρόπο, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας· να του παρασχεθεί επαρκής χρόνος και όλες οι διευκολύνσεις για την προετοιμασία της υπεράσπισής του· να του παρασχεθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει o ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του ή, εάν δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να πληρώσει συνήγορο, να του παρασχεθεί δωρεάν νομική συνδρομή όταν αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης· να έχει δικαίωμα να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που ισχύουν για τους μάρτυρες κατηγορίας· και να του παρασχεθεί δωρεάν βοήθεια διερμηνέα εάν δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο.

59.      Σε ποια έκταση μπορεί η προστασία των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που κατηγορούνται για ποινικό αδίκημα να κριθεί αναγκαία και για εκείνους των οποίων το αδίκημα χαρακτηρίζεται από το εθνικό δίκαιο ως διοικητική παράβαση και όχι αξιόποινη πράξη, αλλά των οποίων η μόνη προστασία από την σχεδόν αυτοδίκαια αναγνώριση και εκτέλεση (22) απόφασης που τους επιβάλλει χρηματική ποινή στηρίζεται στην εγγύηση του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου: δηλαδή στο ότι πρέπει να είχαν την «ευκαιρία να δικαστούν από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις»;

60.      Κατά τη γνώμη μου, η στενή ερμηνεία που θα απέκλειε την παραπομπή στις «ποινικές δικονομικές εγγυήσεις/δικονομικές εγγυήσεις ποινικού χαρακτήρα» του άρθρου 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, της ΕΣΔΑ θα ήταν ακατάλληλη για διάφορους λόγους.

61.      Πρώτον, το ίδιο το γράμμα της απόφασης-πλαισίου είναι αντίθετο προς την ερμηνεία αυτή. Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, κάνει ρητή αναφορά σε δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις. Τι νόημα θα είχαν οι λέξεις αυτές αν το εν λόγω δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή, με τις εγγυήσεις που συνεπάγεται για τον κατηγορούμενο η άσκηση τέτοιας ποινικής δικαιοδοσίας;

62.      Δεύτερον, η δυνατότητα ελέγχου από τέτοιο δικαστήριο αποτελεί τη μοναδική προστασία έναντι μεταγενέστερης αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης της απόφασης χρηματικής ποινής. Τούτο συνηγορεί υπέρ μιας ευρείας, και όχι στενής, ερμηνείας της παρεχόμενης προστασίας.

63.      Τρίτον, το πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η χρηματική ποινή ενδέχεται να προβάλει διαφορετική εκδοχή των γεγονότων στα οποία στηρίζεται η εν λόγω ποινή. Αν γίνει δεκτή η εκδοχή αυτή, μπορεί ως συνέπεια να μην επιβληθεί καμία χρηματική ποινή, ή ποινή κατά πολύ μικρότερη. Αν δεν θέλουμε να υπονομευθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην οποία βασίζεται η αμοιβαία εκτέλεση (και να εξασθενήσει σοβαρά η πίστη και η αποδοχή που επιδεικνύουν οι πολίτες έναντι της εν λόγω αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εκτέλεσης), τότε είναι ουσιώδες να παρέχεται ευκαιρία για προσήκοντα δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων χρηματικής ποινής (ο οποίος απαιτεί αξιολόγηση και των πραγματικών ζητημάτων και όχι μόνο των νομικών, ενώ ενδέχεται να συνεπάγεται πρόσκληση και εξέταση μαρτύρων).

64.      Τέταρτον, κατά τη γνώμη μου, όταν οι αποφάσεις χρηματικής ποινής τυγχάνουν αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης σε μια διασυνοριακή κατάσταση, οι γλωσσικές απαιτήσεις συνιστούν ιδιαίτερα σημαντικές εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Εξ ορισμού, ζήτημα αναγνώρισης και εκτέλεσης μιας απόφασης χρηματικής ποινής δυνάμει της απόφασης-πλαισίου τίθεται μόνο σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο βρισκόταν σε ένα κράτος μέλος (το κράτος έκδοσης) κατά τον χρόνο διάπραξης της παράβασης ενώ τώρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος (το κράτος εκτέλεσης). Η Ένωση μόλις απέκτησε μία πρόσθετη επίσημη γλώσσα, την κροατική (23), εκτός των άλλων 23 επισήμων γλωσσών που ήδη αντικατοπτρίζουν τη διαφορετικότητα και τον πολιτισμικό πλούτο των λαών της (24). Στην προοπτική μιας Ένωσης που διαπνέεται από τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προστασία των δικαιωμάτων και διευκολύνσεων των ιδιωτών στον γλωσσικό τομέα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση Bickel και Franz (25).

65.      Η ίδια η επιτυχία της εσωτερικής αγοράς σημαίνει ότι ένας Λιθουανός οδηγός φορτηγού μπορεί να υποβληθεί σε αστυνομικό έλεγχο ενώ οδηγεί στην Πολωνία ή στη Γερμανία κατευθυνόμενος προς το Βέλγιο με σκοπό την παράδοση αγαθών. Σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά οδηγήσουν στην επιβολή χρηματικής ποινής στον εν λόγω οδηγό φορτηγού, είναι κατανοητό και σημαντικό, από πλευράς του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, η ποινή αυτή να μπορεί να εκτελεστεί στη Βίλνα. Είναι επίσης εξίσου σημαντικό να εξασφαλιστεί κατάλληλη προστασία των δικαιωμάτων του οδηγού φορτηγού.

66.      Κατά συνέπεια, είμαι της άποψης ότι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά ενός «δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» για τους σκοπούς του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου είναι (α) ότι το όργανο ελέγχου πρέπει αποτελεί δικαστήριο και (β) ότι το όργανο αυτό πρέπει να εξασφαλίζει την τήρηση των ελάχιστων εγγυήσεων του άρθρου 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, της ΕΣΔΑ.

67.      Όσον αφορά τη λέξη «ειδικά», λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης εναρμόνισης των δικαστηριακών δομών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της απόφασης-πλαισίου, η λέξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που ένα δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και σε μη ποινικές υποθέσεις, εκτός των υποθέσεων στις οποίες εφαρμόζει την ποινική δικονομία, το οικείο δικαστήριο δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του ορισμού του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii. Παρά ταύτα, στο πλαίσιο δικαστικού ελέγχου μιας απόφασης χρηματικής ποινής, είναι κεφαλαιώδους σημασίας το οικείο δικαστήριο να εφαρμόζει διαδικασία που τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, ΕΣΔΑ.

68.      Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο ορισμός που προτείνω έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, που διακηρύχθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε το 1999 με σκοπό να καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Ωστόσο, η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη στα συστήματά τους ποινικής δικαιοσύνης και, ειδικότερα, ότι τα δικαιώματα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων προστατεύονται βάσει κοινών ελάχιστων προδιαγραφών. Προς τούτο, επισημαίνεται ότι στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Τάμπερε περιλαμβάνεται και η διαπίστωση ότι «θα πρέπει επίσης να ξεκινήσουν εργασίες για τις πτυχές του δικονομικού δικαίου για τις οποίες θεωρούνται αναγκαίες κοινές ελάχιστες προδιαγραφές προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, με σεβασμό των θεμελιωδών αρχών του δικαίου των κρατών μελών» (26).

69.      Μολονότι έχουν θεσπιστεί διάφορα μέτρα που προβλέπουν αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, στα οποία καταλέγεται και η απόφαση-πλαίσιο, λιγότερη επιτυχία έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα όσον αφορά την καθιέρωση κοινών ελάχιστων προδιαγραφών για την τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων. Το 2009 το Συμβούλιο ενέκρινε τον οδικό χάρτη (27) για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες, τον οποίο χαιρέτισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανακηρύσσοντάς τον τμήμα του Προγράμματος της Στοκχόλμης. Δύο από τα μέτρα του εν λόγω οδικού χάρτη έχουν πλέον θεσπιστεί: η οδηγία 2010/64/ΕΕ (28), σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, και η οδηγία 2012/13/ΕΕ (29), σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Υπάρχει επίσης πρόταση οδηγίας σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία και το δικαίωμα επικοινωνίας μετά τη σύλληψη (30).

70.      Αμφότερες οι οδηγίες προορίζονται για εφαρμογή σε διαδικασίες ενώπιον «δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις» το οποίο επιλαμβάνεται προσφυγών κατά αποφάσεων που εκδίδει μη δικαστική αρχή όσον αφορά κυρώσεις για ήσσονος σημασίας αδικήματα (βλ. αιτιολογική σκέψη 16 του προοιμίου της οδηγίας 2010/64 και αιτιολογική σκέψη 17 στου προοιμίου της οδηγίας 2012/13). Επομένως, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά των οδηγιών αυτών (27 Οκτωβρίου 2013 και 2 Ιουνίου 2014 αντιστοίχως), το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, πρέπει να εφαρμόσει τις κοινές ελάχιστες προδιαγραφές που καθορίζουν οι εν λόγω οδηγίες κατά την άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας στο πλαίσιο ελέγχου των διοικητικών ποινών (31).

71.      Για τον λόγο αυτό, η απάντηση που προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο ερώτημα, υπό α, είναι ότι το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου έχει την έννοια ότι το «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» είναι ένα δικαστήριο το οποίο, στο πλαίσιο εκδίκασης της υπόθεσης, εξασφαλίζει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, ΕΣΔΑ.

 Δεύτερο ερώτημα, υπό β

72.      Με το δεύτερο ερώτημα, υπό β, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το αυστριακό Unabhängiger Verwaltungssenat πρέπει να θεωρηθεί «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii.

73.      Η αρμόδια αρχή στο κράτος εκτέλεσης εξακριβώνει, αρχικά βάσει του ίδιου του γράμματος της απόφασης χρηματικής ποινής καθώς και του πιστοποιητικού που διαβιβάζεται με την απόφαση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης-πλαισίου, αν η εν λόγω απόφαση χρηματικής ποινής πρέπει να τύχει αμοιβαίας αναγνώρισης και, ως εκ τούτου, εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 6 της απόφασης‑πλαισίου (εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης που απαριθμεί το άρθρο 7). Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, το κράτος εκτέλεσης μπορεί είτε να δεχτεί είτε να αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει την απόφαση. Αυτό που δεν μπορεί να πράξει είναι να προβεί σε αναθεώρηση της απόφασης: μόνο το κράτος έκδοσης δύναται να αποφανθεί επί αίτησης αναθεώρησης της απόφασης. Κατά συνέπεια, η διαδικασία εξακρίβωσης είναι πρωταρχικής σημασίας για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης και, αφετέρου, της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

74.      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης-πλαισίου περιλαμβάνει κατάλογο περιπτώσεων στις οποίες οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης. Ως προς ορισμένους από τους λόγους αυτούς, το άρθρο 7, παράγραφος 3, προβλέπει ότι «η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, προτού αποφασίσει ότι δεν θα αναγνωρίσει και δεν θα εκτελέσει μια απόφαση, εν όλω ή εν μέρει, διαβουλεύεται, με κάθε κατάλληλο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και της ζητεί, κατά περίπτωση, να παράσχει αμελλητί τυχόν αναγκαίες πληροφορίες».

75.      Το βασικότερο όμως είναι ότι στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας της απόφασης-πλαισίου εμπίπτουν μόνο μια «απόφαση» η οποία πληροί τις προϋποθέσεις που συγκεντρώνει μία από τις εξαντλητικά απαριθμούμενες στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, τέσσερις κατηγορίες και η οποία εκδίδεται ως συνέπεια της διάπραξης ενός εκ των αδικημάτων που απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 5. Μόνο μια τέτοια απόφαση πρέπει να τύχει αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή είναι αβέβαια ως προς το ζήτημα αυτό (διότι, για παράδειγμα, διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το αν «ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να εκδικασθεί η υπόθεση από δικαστήριο το οποίο έχει δικαιοδοσία ειδικότερα σε ποινικές υποθέσεις» κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, ομοίως (δηλαδή, κατ’ άμεση αναλογία προς το άρθρο 7, παράγραφος 3), να επικοινωνήσει με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και να αναζητήσει τις αναγκαίες πληροφορίες. Μόλις λάβει τις εν λόγω πληροφορίες, η αρμόδια αρχή πρέπει να συναγάγει όλα τα κατάλληλα συμπεράσματα, υπό το πρίσμα του ορισμού που θα παράσχει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της απάντησης στο δεύτερο ερώτημα, υπό α, προκειμένου να καθορίσει αν το οικείο όργανο συνιστά «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» (32). Εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μπορεί επίσης να ζητηθεί η συνδρομή των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου (33).

76.      Με τις γραπτές της παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αυστριακή Κυβέρνηση εξέθεσε ορισμένα στοιχεία που παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να συνδράμει το αιτούν δικαστήριο στη συναγωγή των κατάλληλων συμπερασμάτων. Ειδικότερα, η Αυστριακή Κυβέρνηση επιβεβαιώνει ότι το Unabhängiger Verwaltungssenat υποχρεούται να εφαρμόζει το αυστριακό ποινικό δίκαιο (τον Verwaltungsstrafgesetz 1991) και ότι οφείλει επίσης να διασφαλίζει τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων που τυγχάνουν εφαρμογής όταν ένα πρόσωπο κατηγορείται για ποινικό αδίκημα (άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3). Το ίδιο το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: δικαστήριο του Στρασβούργου) κατέληξε ότι το Unabhängiger Verwaltungssenat συνιστά δικαστήριο (34) κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και ότι εφαρμόζει το τεκμήριο αθωότητας (35). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι στην υπόθεση Kammerer (36) το δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι η τήρηση του δικαιώματος αυτοπρόσωπης ακρόασης δεν εξασφαλιζόταν πάντοτε. Συναφώς, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαπίστωση του δικαστηρίου του Στρασβούργου στην υπόθεση εκείνη δεν αντανακλά γενική τάση του Unabhängiger Verwaltungssenat να μην εφαρμόζει το εν λόγω δικαίωμα.

77.      Το γεγονός ότι περιστασιακά ένα δικαστήριο ενδέχεται να μην έχει διασφαλίσει τις εφαρμοστέες δικονομικές εγγυήσεις δεν συνεπάγεται τη μη υπαγωγή του στον ορισμό της έννοιας «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις». Εντούτοις, η μη τήρηση τέτοιας εγγύησης σε συγκεκριμένη υπόθεση που αφορά απόφαση χρηματικής ποινής σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι η αρμόδια αρχή στο κράτος εκτέλεσης δεν υπέχει υποχρέωση να αναγνωρίσει και να εκτελέσει την απόφαση αυτή δυνάμει της απόφασης-πλαισίου. Στο μέτρο που αναγνωρίζει και εκτελεί τέτοιες αποφάσεις, η αρμόδια αρχή εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης οπότε υποχρεούται να σέβεται τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, και τα οποία αντικατοπτρίζουν τα αντίστοιχα δικαιώματα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (37). Σε περίπτωση προσβολής οποιουδήποτε από τα δικαιώματα αυτά, η αρμόδια αρχή, αφού ακολουθήσει τη διαδικασία αναζήτησης πληροφοριών από το κράτος έκδοσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, μπορεί να αντιταχθεί στην αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 20, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου (38).

78.      Για τον λόγο αυτό, η απάντηση που προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο ερώτημα, υπό β, είναι ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του, αν το Unabhängiger Verwaltungssenat συνιστά «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης‑πλαισίου.

 Δεύτερο ερώτημα, υπό γ

79.      Υπό το πρίσμα της απάντησης που προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα 2, υπό γ.

 Τρίτο ερώτημα

80.      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, πρώτον, αν το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου έχει την έννοια ότι στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο παρέχεται η «ευκαιρία να δικαστεί» υπό περιστάσεις κατά τις οποίες το πρόσωπο αυτό πρέπει πρώτα να προσβάλει την απόφαση διοικητικής αρχής ενώπιον της ίδιας αυτής αρχής· και μόνον αφού η εν λόγω αρχή εκδώσει πρόσθετη απόφαση μπορεί εν συνεχεία να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον «δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις». Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το επιλαμβανόμενο της προσφυγής δικαστήριο πρέπει να εκδικάσει την υπόθεση πριν η εν λόγω απόφαση καταστεί οριστική και αν πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρη έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων.

81.      Το αιτούν δικαστήριο και όλοι οι διάδικοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού δεν προβάλλουν αντίρρηση στο να παρέχεται η πρόσβαση στο δικαστήριο μόνον αφότου έχει προηγηθεί ένα επιπλέον διοικητικό στάδιο. Η Τσεχική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή προσθέτουν ότι το δικαστήριο πρέπει να έχει πλήρη δικαιοδοσία να κρίνει τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά ζητήματα. Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστηρίζει περαιτέρω ότι η απόφαση δεν πρέπει να έχει καταστεί οριστική πριν παρασχεθεί πρόσβαση σε δικαστήριο. Αντιθέτως, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν θεωρεί απαραίτητο για την αποτελεσματική δικαστική προστασία του ενδιαφερόμενου προσώπου να μην έχει καταστεί η απόφαση οριστική στο διοικητικό στάδιο.

82.      Συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο και τις κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού ότι η προϋπόθεση να έχει παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο η «ευκαιρία να δικαστεί» συντρέχει όταν η δυνατότητα αυτή παρέχεται αποκλειστικά και μόνον αφότου το εν λόγω πρόσωπο έχει εξαντλήσει τα περαιτέρω στάδια της διοικητικής διαδικασίας. Εντούτοις, η «ευκαιρία [του ενδιαφερόμενου προσώπου] να δικαστεί» από δικαστήριο δεν πρέπει να εξαρτάται από προϋποθέσεις που καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση της ευχέρειας αυτής. Στην περίπτωση αυτή, θα καθίστατο ανέφικτη η διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ενδιαφερόμενου προσώπου (39).

83.      Επί του σημείου αυτού, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει το άρθρο 6 ΣΕΕ και τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη δεν αφορούν θεωρητική πρόσβαση σε δικαστήριο. Αφορούν αποτελεσματική προστασία του κάθε πολίτη χωριστά. Ακριβώς όπως είναι σημαντικό το «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» να ορίζεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται κατάλληλη και αποτελεσματική προστασία σε ποινικές υποθέσεις, είναι επίσης ουσιώδες η «ευκαιρία [του ενδιαφερόμενου προσώπου] να δικαστεί» να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι η εγγύηση δεν καθίσταται άνευ περιεχομένου ούτε το δικαίωμα θεωρητικό και ψευδώνυμο (40).

84.      Εφόσον κριθεί απαραίτητο (41), στο εθνικό δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης θα απόκειται να διεξαγάγει την απαραίτητη έρευνα, όσον αφορά την ακολουθηθείσα διαδικασία [στο κράτος έκδοσης], προκειμένου να βεβαιωθεί ότι όντως διασφαλίστηκε η εν λόγω προστασία. Προτείνω, ως ελάχιστη προϋπόθεση, το δικαστήριο να υποχρεούται να εξακριβώσει ότι η απόφαση επιβολής χρηματικής ποινής κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη της σε κατανοητή σε αυτόν γλώσσα· ότι υπήρχαν σαφείς οδηγίες ως προς τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής και τη σχετική προθεσμία· ότι αναγραφόταν ευκρινώς η ημερομηνία έναρξης της εν λόγω προθεσμίας (42)· ότι ο αποδέκτης ενημερώθηκε για το αν έπρεπε να εκπροσωπηθεί από τρίτον ή αν μπορούσε να εκπροσωπήσει τον εαυτό του· ότι ενημερώθηκε επίσης για το αν είχε στη διάθεσή του το ευεργέτημα της πενίας (και αν ναι υπό ποιους όρους) (43)· ότι διάφορα γλωσσικά ζητήματα (όπως ο καθορισμός της γλώσσας επικοινωνίας με το δικαστήριο ή της γλώσσας υποβολής των γραπτών και προφορικών παρατηρήσεων) αντιμετωπίστηκαν με σαφήνεια και προς διευκόλυνση του ενδιαφερομένου. (44)

85.      Επιπλέον, συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο και με τα ανωτέρω κράτη, καθώς και με την Επιτροπή, που εκτιμούν ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης πρέπει να έχει πλήρη δικαιοδοσία να αποφανθεί τόσο επί των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εκδίκαση. Μόνον όταν το δικαστήριο έχει πλήρη δικαιοδοσία είναι σε θέση να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου προσώπου που προστατεύει το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, της ΕΣΔΑ. Εφόσον καταστεί δυνατόν να εκδικαστεί η υπόθεση με αυτές τις εγγυήσεις, το γεγονός ότι μια απόφαση καθίσταται «οριστική» κατά το διοικητικό στάδιο της διαδικασίας (και εξυπακουομένου ότι παραμένει δυνατή η δικαστική αμφισβήτηση της εν λόγω απόφασης ενώπιον του δικαστηρίου) δεν υπονομεύει την αποτελεσματική δικαστική προστασία του ενδιαφερομένου προσώπου. Υπό τον ανωτέρω όρο, δεν θεωρώ ότι μια απόφαση που καθίσταται οριστική κατά το διοικητικό στάδιο της διαδικασίας εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου.

86.      Κατά συνέπεια, προτείνω να ερμηνευτεί το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου υπό την έννοια ότι στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο παρέχεται η «ευκαιρία να δικαστεί» όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει εξαντλήσει τα μέσα που του προσφέρει η διοικητική διαδικασία, υπό τον όρο ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις που την καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή. Δεύτερον, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης πρέπει να έχει πλήρη δικαιοδοσία να αποφανθεί τόσο επί των πραγματικών όσο και επί των νομικών ζητημάτων. Τρίτον, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου δεν εμποδίζει μια απόφαση χρηματικής ποινής εκδοθείσα από διοικητική αρχή από το να καταστεί οριστική πριν την εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης.

 Υστερόγραφο: η συμφωνία της επιβαλλόμενης κύρωσης με την αρχή της αναλογικότητας

87.      Μια έμμεση πτυχή της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνεπάγεται για τον πολίτη η απαίτηση του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, το να έχει παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο «ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις», αφορά τη συμφωνία της επιβαλλόμενης κύρωσης με την αρχή της αναλογικότητας. Τούτο αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο μέτρο που το άρθρο 11, παράγραφος 2, της απόφασης‑πλαισίου αποσαφηνίζει ότι το κράτος εκτέλεσης δεν μπορεί να αναθεωρήσει την απόφαση χρηματικής ποινής. Ως εκ τούτου, ο αποδέκτης τέτοιας απόφασης δεν έχει δυνατότητα να προσφύγει στο δικαστήριο «της περιφέρειάς του» προκειμένου να προβάλει επιχειρήματα προς μετριασμό της σοβαρότητας του διαπραχθέντος αδικήματος ή να ζητήσει τη μείωση της επιβληθείσας κύρωσης.

88.      Είναι κοινός τόπος ότι οι μέσες αποδοχές διαφέρουν σημαντικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα πρόστιμο ορισμένου ποσού το οποίο, επιβαλλόμενο σε ένα πρόσωπο (για παράδειγμα, σε υπήκοο κράτους μέλους όπου οι αποδοχές είναι σχετικά υψηλές), μολονότι αναμφισβήτητα μπορεί να είναι δυσάρεστο, ωστόσο κατά τα λοιπά φαίνεται λογικό, ενδέχεται να συνιστά δρακόντεια και δυσανάλογη κύρωση αν επιβληθεί σε πρόσωπο με πολύ χαμηλότερες μηνιαίες αποδοχές κατ’ εφαρμογή απόφασης χρηματικής ποινής λόγω συμβάντος που επήλθε ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέσχιζε το εν λόγω κράτος μέλος καθ’ οδόν προς ή από το κράτος μέλος διαμονής ή εργασίας του. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η φράση «ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» πρέπει να εμπεριέχει σιωπηρώς τη δυνατότητα να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού το ποσό της κύρωσης που επέβαλε η διοικητική αρχή προτού η οικεία απόφαση χρηματικής ποινής τύχει αναγνώρισης και εκτέλεσης.

89.      Πάντως, θα ήθελα να τονίσω ότι η λύση που προτείνω δεν σημαίνει ότι οι αρχές που επιβάλλουν διοικητικά πρόστιμα υποχρεούνται να πράττουν διαφορετικά αναλόγως του τόπου καταγωγής του εμπλεκόμενου προσώπου. Τούτο θα ισοδυναμούσε σχεδόν με εισαγωγή δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, οι οποίες (ασφαλώς) απαγορεύονται από το δίκαιο της Ένωσης. Απλώς υπενθυμίζω μια βασική αρχή του ποινικού δικαίου –εφαρμοστέα, εξ όσων γνωρίζω, στα νομικά συστήματα όλων των κρατών μελών–, ότι δηλαδή ένα δικαστήριο με ποινική δικαιοδοσία οφείλει, όταν ελέγχει την καταλληλότητα μιας κύρωσης, να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις τόσο του αδικήματος όσο και του αυτουργού.

 Πρόταση

90.      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Vrchní soud v Praze (Εφετείο Πράγας), ερμηνεύοντας την απόφαση‑πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, ως εξής:

1)      Ο ο όρος «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου συνιστά αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2) α) Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου έχει την έννοια ότι το «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» είναι ένα δικαστήριο το οποίο, στο πλαίσιο εκδίκασης της υπόθεσης, εξασφαλίζει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

2) β) Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του, αν ένα αυστριακό ανεξάρτητο διοικητικό όργανο (το Unabhängiger Verwaltungssenat) συνιστά «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου.

3)      Στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο παρέχεται η «ευκαιρία να δικαστεί» όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει εξαντλήσει τα μέσα που του προσφέρει η διοικητική διαδικασία, υπό τον όρο ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις που την καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή. Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης πρέπει να έχει πλήρη δικαιοδοσία να αποφανθεί τόσο επί των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων. Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου δεν εμποδίζει μια απόφαση χρηματικής ποινής, εκδοθείσα από διοικητική αρχή, από το να καταστεί οριστική πριν την εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών (ΕΕ L 76, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ, και την κατοχύρωση, διά του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερομένου προσώπου στη δίκη (ΕΕ L 81, σ. 24).


3 – Το υπόδειγμα του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο άρθρο 4 περιέχεται στο παράρτημα της απόφασης-πλαισίου.


4 – Βλ. άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη και τις επεξηγήσεις του Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 30).


5 – Επειδή ο M. Baláž δεν εκπροσωπήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν κατέστη δυνατόν να διευκρινιστούν περαιτέρω αυτά τα (αρκετά σημαντικά) ζητήματα.


6 – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1).


7 – Βλ., για παράδειγμα, την πρόβλεψη του άρθρου 1, στοιχείο β΄, ότι «η έννοια της χρηματικής ποινής δεν περιλαμβάνει […] διατάξεις αστικής φύσεως […]»· το γεγονός ότι δεν υπάρχει έλεγχος του διττού αξιοποίνου για τα απαριθμούμενα αδικήματα (άρθρο 5, παράγραφος 1)· το γεγονός ότι «χρηματική ποινή που επιβλήθηκε σε νομικό πρόσωπο εκτελείται ακόμη και αν το κράτος εκτέλεσης δεν αναγνωρίζει την αρχή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων» (άρθρο 9, παράγραφος 3)· τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών ποινών, περιλαμβανομένων των στερητικών της ελευθερίας ποινών, όταν μια απόφαση δεν είναι δυνατόν να εκτελεσθεί (άρθρο 10) και την κατανομή της αρμοδιότητας μεταξύ κράτους έκδοσης και κράτους εκτέλεσης όσον αφορά την αμνηστία, τη χάρη και την αναθεώρηση της ποινής (άρθρο 11).


8 – ΕΕ 2010, C 115, σ. 1, στη σ. 10, σημείο 2.4.


9 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8, στη σ. 4, σημείο 1.1: «Πολιτικές προτεραιότητες».


10 – Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1. Αυτή είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της ερμηνείας της απόφασης-πλαισίου 2005/214. Προηγούμενη αίτηση προδικαστικής απόφασης (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2012, C‑27/11, Vinkov, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή) κρίθηκε απαράδεκτη.


11 – Τούτο προκύπτει σαφώς από την αίτηση προδικαστικής απόφασης. Εν ολίγοις, η θέση του M. Baláž είναι ότι η αυστριακή αστυνομία που τον υπέβαλε σε έλεγχο τον διέταξε να οδηγήσει το φορτηγό του λίγο παρακάτω προς τη γεφυροπλάστιγγα προκειμένου να ζυγιστεί το όχημα.


12 – Βλ. σημείο 84 κατωτέρω.


13 – Βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, C‑66/08, Kozłowski (Συλλογή 2008, σ. ‑6041, σκέψη 42), της 16ης Νοεμβρίου 2010, C‑261/09, Mantello (Συλλογή 2010, σ. I‑11477, σκέψη 38), και της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑195/06, Österreichischer Rundfunk (Συλλογή 2007, σ. I‑8817, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 – Βλ. σημείο 31 ανωτέρω.


15 – Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 2, παράγραφος 1 (προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών), άρθρο 5 (προσδιορισμός όλων των απαριθμούμενων αδικημάτων) και ορισμένα χωρία του άρθρου 7 (λόγοι άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης).


16 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.


17 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13.


18 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13.


19 – Η υπόθεση Kozłowski αφορούσε την ερμηνεία των όρων «διαμένει» και «κάτοικος» για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 6, της απόφασης αυτής (βλ. σκέψη 43 της απόφασης). Η υπόθεση Mantello αφορούσε την έννοια των «ίδιων πράξεων» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της απόφασης (βλ. σκέψη 38 της απόφασης).


20 – Βλ. σημείο 33 ανωτέρω.


21 – Βλ. σημείο 14 ανωτέρω. Το τμήμα του άρθρου 47 που αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής αντικατοπτρίζει το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ· καθόσον όμως αντιλαμβάνομαι από την αίτηση προδικαστικής απόφασης το άρθρο αυτό δεν ασκεί άμεση επιρροή στην παρούσα διαδικασία. Για τον λόγο αυτό δεν θα επιμείνω στην εξέτασή του.


22 – Το άρθρο 7 της απόφασης-πλαισίου περιλαμβάνει περιορισμένους λόγους άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης.


23 – Η Κροατία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιουλίου 2013.


24 – Τούτο, βέβαια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πληθώρα λοιπών γλωσσών που, δίχως να αποτελούν «επίσημες γλώσσες της ΕΕ», ασκούν σημαντική επιρροή στη ζωή των πολιτών της Ένωσης και στις συναλλαγές τους με τη διοίκηση και τις αρχές επιβολής του νόμου εντός –για παράδειγμα: τα βασκικά, τα καταλανικά, τα ουαλικά και τα λουξεμβουργιανά.


25 – Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1998, C‑274/96 (Συλλογή 1998, σ. I‑7637).


26 – Συμπέρασμα 37.


27 – Ψήφισμα του Συμβουλίου για τον οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες (ΕΕ 2009, C 295, σ. 1).


28 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ L 280, σ. 1).


29 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 142, σ. 1).


30 – Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την επανεξέταση του κοινοτικού κεκτημένου για την προστασία των καταναλωτών [COM(2011) 326 τελικό].


31 – Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/64 και άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13.


32 – Σχετικά με τον καθορισμό, από την αρμόδια δικαστική αρχή στο κράτος εκτέλεσης, του αν ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά την «ίδια πράξη» με αυτήν προγενέστερης δίωξης, βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Mantello (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 50).


33 – Βλ. Κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου (ΕΕ L 191, σ. 4).


34 – Βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Hubner κατά Αυστρίας της 31ης Αυγούστου 1999, προσφυγή αριθ. 34311/96, και Baischer κατά Αυστρίας της 20ής Δεκεμβρίου 2001, προσφυγή αριθ. 32381/96. Η Αυστριακή Κυβέρνηση παραπέμπει επίσης στις ακόλουθες αποφάσεις: ΕΔΔΑ, αποφάσεις Yavus κατά Αυστρίας της 27ης Μαΐου 2004, προσφυγή αριθ. 46 549/99, Liedermann κατά Αυστρίας της 5ης Δεκεμβρίου 2005, προσφυγή αριθ. 54 272/00, Blum κατά Αυστρίας της 3ης Φεβρουαρίου 2005, προσφυγή αριθ. 31 655/02, Kaya κατά Αυστρίας της 8ης Ιουνίου 2006, προσφυγή αριθ. 54 698/00, Müller κατά Αυστρίας της 5ης Οκτωβρίου 2006, προσφυγή αριθ. 12 555/03, Hauser-Sporn κατά Αυστρίας της 7ης Δεκεμβρίου 2006, προσφυγή αριθ. 37 301/03, και Stempfer κατά Αυστρίας της 26ης Ιουλίου 2007, προσφυγή αριθ. 18 294/03.


35 – Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Krumpholz κατά Αυστρίας της 18ης Μαρτίου 2010, προσφυγή αριθ. 13201/05. Εντούτοις, στην υπόθεση εκείνη, το δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι το Unabhängiger Verwaltungssenat είχε παραβιάσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, αποφαινόμενο ότι «η συναγωγή συμπερασμάτων σε μια κατάσταση η οποία δεν απαιτούσε σαφώς την παροχή διευκρινίσεων από τον προσφεύγοντα και χωρίς τη διασφάλιση επαρκών δικονομικών εγγυήσεων παραβιάζει το δικαίωμα σιωπής του προσφεύγοντος καθώς και το τεκμήριο αθωότητας» (σκέψη 42).


36 – Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Kammerer κατά Αυστρίας της 12ης Μαΐου 2010, προσφυγή αριθ. 32435/06. Στην υπόθεση αυτή, το δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι δεν συνέτρεχε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 3, της ΕΣΔΑ.


37 – Βλ. άρθρο 3 της απόφασης-πλαισίου· αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf (Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 19), και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑241/07, JK Otsa Talu (Συλλογή 2009, σ. Ι-4323, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)· βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Mantello (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σημείο 88).


38 – Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Mantello (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σημεία 77 και 78), όπου διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μπορεί μεν η αρχή έκδοσης να τεκμαίρεται ότι εξασφαλίζει την τήρηση των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο αφορά το ένταλμα (εν προκειμένω, εφαρμόζοντας την αρχή ne bis in idem), εντούτοις η προστασία του δικαιώματος αυτού πρέπει να διασφαλίζεται και από την αρχή εκτέλεσης.


39 – Βλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-279/09, DEB (Συλλογή 2010, σ. I‑13849, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 28ης Ιουλίου 2011, C‑69/10, Samba Diouf (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-506/04, Wilson (Συλλογή 2006, σ. I-8613, σκέψεις 60 έως 62).


40 – Στο πλαίσιο του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Artico κατά Ιταλίας της 13ης Μαΐου 1980, προσφυγή αριθ. 6649/74.


41 – Σε πολλές περιπτώσεις διασυνοριακής αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων χρηματικής ποινής, ενδέχεται να μην προβάλλεται κανένας –ή τουλάχιστον κανένας πειστικός– λόγος αμφισβήτησης της εκτελεστότητας της σχετικής απόφασης. Παρά ταύτα είναι σημαντικό, εφόσον προβάλλεται όντως πειστικός λόγος που αφορά προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων, το δικαστήριο στο κράτος εκτέλεσης να τον εξετάσει σοβαρά και, αφού διεξαγάγει την απαραίτητη έρευνα, να αποφασίσει τελικώς, βάσει των παρασχεθεισών πληροφοριών, αν η απόφαση πρέπει να τύχει εκτέλεσης.


42 – Έτσι, ενδεικτικά, στην υπό κρίση υπόθεση το εθνικό δικαστήριο θα χρειαστεί να εξακριβώσει ότι, όταν η απόφαση της 25ης Μαρτίου 2010 με την οποία επιβλήθηκε η χρηματική ποινή κοινοποιήθηκε στον Μ. Baláž στις 2 Ιουλίου 2010, κατέστη σαφές στον ενδιαφερόμενο ότι είχε προθεσμία δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση (και όχι από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης) για να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Unabhängiger Verwaltungssenat. Μια πολύ σύντομη προθεσμία ενδέχεται να είναι ακατάλληλη σε περίπτωση διασυνοριακής άσκησης προσφυγής. Μόνον όταν η προθεσμία επαρκεί στην πράξη ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορέσει να προετοιμάσει και να ασκήσει αποτελεσματικά την προσφυγή του κατά της απόφασης και όταν επίσης η εν λόγω προθεσμία κρίνεται εύλογη και ανάλογη προς τα διακυβευόμενα δικαιώματα και συμφέροντα θεωρείται ότι συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. απόφαση Samba Diouf, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41 ανωτέρω, σκέψεις 66 έως 68).


43 – Σε σχέση με την παροχή του ευεργετήματος της πενίας, βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, αποφάσεις Benham κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 10ης Ιουνίου 1996, προσφυγή αριθ. 19380/92, και Artico κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40 ανωτέρω. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει επί του παρόντος κάποια πρόταση εναρμόνισης των κανόνων για τη διαθεσιμότητα του ευεργετήματος της πενίας σε υποθέσεις αγόμενες ενώπιον δικαστηρίων που ασκούν ποινική δικαιοδοσία (ωστόσο, η εναρμόνιση αυτή απαριθμείται στο Μέτρο Γ του οδικού χάρτη που παρατίθεται ανωτέρω στην υποσημείωση 27).


44 – Βλ. απόφαση Bickel και Franz, προπαρατεθείσα στο σημείο 25 ανωτέρω, και, σε σχέση με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, βλ. την εκτενή συζήτηση για ζητήματα μετάφρασης και διερμηνείας, ΕΔΔΑ, απόφαση Kamasinski κατά Αυστρίας της 19ης Δεκεμβρίου 1989, προσφυγή αριθ. 9783/82. Βλ. επίσης οδηγίες 2010/64 και 2012/13 (στις οποίες παραπέμπει το σημείο 69 ανωτέρω, παρατιθέμενες με τις υποσημειώσεις 28 και 29 ανωτέρω) καθώς και την Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία και το δικαίωμα επικοινωνίας μετά τη σύλληψη (παρατιθέμενη με την υποσημείωση 30 ανωτέρω).