Language of document : ECLI:EU:C:2012:684

Υπόθεση C‑199/11

Europese Gemeenschap

κατά

Otis NV κ.λπ.

(αίτηση του Rechtbank van Koophandel te Brussel
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον εθνικών δικαστηρίων – Άρθρα 282 ΕΚ και 335 ΣΛΕΕ – Αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη – Δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο – Ισότητα των όπλων – Άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 6ης Νοεμβρίου 2012

1.        Ευρωπαϊκή Ένωση — Εκπροσώπηση ενώπιον εθνικών δικαστηρίων — Αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Ένωση λόγω αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής που έχει ενδεχομένως επηρεάσει τις δημόσιες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης — Εξουσία εκπροσωπήσεως της Επιτροπής — Υποχρέωση της Επιτροπής να διαθέτει σχετική εντολή των θεσμικών οργάνων ή των οργανισμών — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 81 EΚ και 282 EΚ· άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

2.        Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Δικαίωμα προβολής της ακυρότητας συμπράξεως απαγορευόμενης από το άρθρο 81 ΕΚ και δικαίωμα προβολής αιτήματος αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας — Δικαιώματα δυνάμενα να ασκηθούν και από την Ένωση

(Άρθρο 81 ΕΚ)

3.        Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Περιεχόμενο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

4.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια — Εκτίμηση συμφωνίας ή πρακτικής που έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 16)

5.        Προδικαστικά ερωτήματα — Εκτίμηση του κύρους — Διαπίστωση της ελλείψεως κύρους — Αναρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

6.        Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Κατοχύρωση με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού — Έλεγχος νομιμότητας και έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας, εκτεινόμενος τόσο στα νομικά όσο και στα πραγματικά ζητήματα — Παραβίαση — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 3 § 1, και 1/2003, άρθρο 31)

7.        Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Κατοχύρωση με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα πρακτική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από την Επιτροπή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, για τη ζημία που υπέστη η Ένωση εξαιτίας της εν λόγω πρακτικής — Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να μην εκδίδουν αποφάσεις αντίθετες με απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα πρακτική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να εκτιμούν την ύπαρξη της ζημίας και την αιτιώδη συνάφεια — Παραβίαση — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 16)

1.        Κατά το δίκαιο της Ένωσης, η Επιτροπή νομιμοποιείται να εκπροσωπήσει την Ένωση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο αστικής αγωγής αποζημιώσεως για ζημία που υπέστη η Ένωση εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής αντίθετης στα άρθρα 81 ΕΚ και 101 ΣΛΕΕ, η οποία έχει ενδεχομένως επηρεάσει δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες από διάφορα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει η Επιτροπή εντολή εκπροσωπήσεως από τα όργανα αυτά.

(βλ. σκέψη 36, διατακτ. 1)

2.        Κάθε υποκείμενο δικαίου μπορεί να επικαλεστεί δικαστικώς παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και, ως εκ τούτου, να προβάλει την ακυρότητα συμπράξεως ή πρακτικής απαγορευόμενης από το εν λόγω άρθρο. Όσον αφορά την αξίωση αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από σύμβαση ή συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 ΕΚ και, ειδικότερα, η πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού θα διακυβεύονταν, αν δεν παρεχόταν σε κάθε υποκείμενο δικαίου η δυνατότητα να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από σύμβαση ή συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Το δικαίωμα αυτό όντως ενισχύει την αποτελεσματική λειτουργία των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και αποθαρρύνει τις συχνά κεκαλυμμένες συμφωνίες ή πρακτικές που ενδέχεται να περιορίζουν ή να νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Από την άποψη αυτή, οι αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας του ανταγωνισμού εντός της Ένωσης.

Κατά συνέπεια, κάθε υποκείμενο δικαίου δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, εφόσον υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπράξεως ή της αντίθετης προς το άρθρο 81 πρακτικής. Το δικαίωμα αυτό το έχει και η Ένωση.

(βλ. σκέψεις 40-44)

3.        Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται σήμερα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εν λόγω άρθρο 47 του Χάρτη θέτει σε εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης την προστασία που παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ). Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται με το εν λόγω άρθρο 47 συνίσταται από διάφορα στοιχεία, στα οποία καταλέγονται ιδίως τα δικαιώματα άμυνας, η αρχή της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήρια, καθώς και το δικαίωμα ακροάσεως, άμυνας και εκπροσωπήσεως.

Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο, διευκρινίζεται ότι, για να αποφανθεί ένα δικαστήριο επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να είναι αρμόδιο να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα σχετικά με τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί.

Όσον αφορά την αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία αποτελεί συμπλήρωμα της έννοιας της δίκαιης δίκη, η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους ευλόγως η δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου. Συγκεκριμένα, σκοπός της ισότητας των όπλων είναι η ισορροπία μεταξύ των διαδίκων της δίκης, ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε έγγραφο που προσκομίζεται στο δικαστήριο μπορεί να εξεταστεί και να αντικρουστεί από κάθε διάδικο της δίκης. Αντιστρόφως, η βλάβη που προκαλεί η ανισορροπία πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποδεικνύεται από αυτόν που την υφίσταται.

(βλ. σκέψεις 46-49, 71, 72)

4.        Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Η αρχή αυτή ισχύει και όταν τα εθνικά δικαστήρια επιλαμβάνονται αγωγής αποζημιώσεως για ζημία προκληθείσα από σύμπραξη ή πρακτική η οποία κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ με απόφαση του οργάνου αυτού. Η εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης θεμελιώνεται στην υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, αντιστοίχως, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας καθένας ενεργεί σύμφωνα με την αποστολή που του έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη.

Κατά συνέπεια, ο κανόνας ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις αντίθετες με απόφαση της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αποτελεί, επομένως, ειδική έκφραση της κατανομής αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό της Ένωσης μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 50-52, 54)

5.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 53)

6.        Ο κανόνας ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις αντίθετες με απόφαση της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν συνεπάγεται ότι οι διάδικοι ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στερούνται το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο.

Συγκεκριμένα, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, με όλες τις εγγυήσεις που επιβάλλει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας από τα δικαστήρια της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

Μολονότι, όταν απαιτούνται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά. Ο δικαστής της Ένωσης πρέπει επίσης να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η Επιτροπή έχει αιτιολογήσει την απόφασή της και, ιδίως, αν έχει διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο στάθμισε και αξιολόγησε τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη. Απόκειται, εξάλλου, στον δικαστή της Ένωσης να διενεργήσει τον έλεγχο νομιμότητας που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του βάσει των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που προβάλλει. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο δικαστής δεν μπορεί να στηρίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, ούτε όσον αφορά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, αρνούμενος να διενεργήσει διεξοδικό έλεγχο των νομικών και των πραγματικών ζητημάτων. Τέλος, ο έλεγχος της νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωριζόταν στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 17 του κανονισμού 17 και που σήμερα εξασφαλίζεται από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

Επομένως, ο έλεγχος που προβλέπουν οι Συνθήκες συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος νομιμότητας του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία ως προς το ποσό του προστίμου, που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, δεν αντιβαίνει προς τις απαιτήσεις που επιβάλλει η αρχή της προστασίας της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 54-57, 59-63)

7.        Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ασκεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Ένωσης εξαιτίας συμπράξεως ή πρακτικής η οποία χαρακτηρίστηκε ως αντίθετη στο άρθρο 81 ΕΚ ή στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ με απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αγωγής αποζημιώσεως, εξετάζεται όχι μόνον η επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά και η ύπαρξη ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και γεγονότος. Μολονότι ο εθνικός δικαστής, λόγω της υποχρεώσεώς του να μην εκδίδει αποφάσεις αντίθετες προς απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οφείλει, βεβαίως, να δέχεται την ύπαρξη συμπράξεως ή απαγορευόμενης πρακτικής, εντούτοις η ύπαρξη ζημίας και ο άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπράξεως ή άλλης απαγορεύομενης πρακτικής εναπόκεινται στην κρίση του εθνικού δικαστή. Συγκεκριμένα, ακόμη και όταν η Επιτροπή έχει προσδιορίσει, με την απόφασή της, κατά τρόπο συγκεκριμένο τις συνέπειες της παραβάσεως, εναπόκειται πάντα στον εθνικό δικαστή να προσδιορίσει τη ζημία που έχει υποστεί ατομικά καθένα από τα υποκείμενα δικαίου που έχουν ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως. Η κρίση αυτή του εθνικού δικαστή δεν προσκρούει στο άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 65, 66, 77, διατακτ. 2)