Language of document : ECLI:EU:C:2013:514

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2013 (*)

«Αίτηση αναίρεσης – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 81 ΕΚ και άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο – Άμεσος και έμμεσος καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και καταστρατήγηση της διαδικασίας υποβολής προσφορών – Δυνατότητα καταλογισμού της ευθύνης για την παράβαση στο νομικό πρόσωπο που ελέγχει, μέσω των μεριδίων συμμετοχής του, την εταιρία – Έννοια ‟επιχείρηση” – Τεκμήριο ότι ασκείται στην πράξη αποφασιστική επιρροή – Εξ αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων (2006) – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση C‑440/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναίρεσης δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 25 Αυγούστου 2011,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouquet, S. Noë και F. Ronkes Agerbeek, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Stichting Administratiekantoor Portielje, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενο από τους D. Van hove, F. Wijckmans, S. De Keer και H. Burez, advocaten,

η Gosselin Group NV,

προσφεύγοντα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, E. Jarašiūnas (εισηγητή), A. Ó Caoimh, C. Toader και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 24ης Οκτωβρίου 2012,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφό της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί τη μερική αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Ιουνίου 2011, T‑208/08 και T‑209/08, Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑3639, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία, στην υπόθεση T‑209/08, ακυρώθηκε η απόφαση C(2008) 926 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων) (στο εξής: επίδικη απόφαση), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2009) 5810 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2009 (στο εξής: τροποποιητική απόφαση), στο μέτρο που αφορούσε το Stichting Administratiekantoor Portielje (στο εξής: Portielje).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ορίζει ότι «η απόδειξη της παράβασης του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] βαρύνει το [πρόσωπο] ή την αρχή που [προβάλλει την ύπαρξή της]».

3        Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «[η] Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα […]».

4        Στο σημείο 53 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με [τον επηρεασμό] του εμπορίου [κατά την έννοια] των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2004, C 101, σ. 81, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου) διευκρινίζεται ειδικότερα ότι:

«Η Επιτροπή […] θεωρεί επίσης ότι εάν μια συμφωνία δύναται από τη φύση της να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, για παράδειγμα διότι αφορά εισαγωγές ή εξαγωγές ή καλύπτει περισσότερα του ενός κράτη μέλη, υπάρχει μαχητό θετικό τεκμήριο ότι η επίδραση στο εμπόριο είναι αισθητή εάν ο κύκλος εργασιών των μερών με τα προϊόντα που καλύπτει η συμφωνία […] υπερβαίνει τα 40 εκατ. ευρώ. Σε περίπτωση συμφωνιών που από την ίδια τη φύση τους δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών μπορεί επίσης συχνά να θεωρηθεί ότι η επίδραση είναι αισθητή εάν το μερίδιο αγοράς των μερών υπερβαίνει το όριο του 5 % […]. Ωστόσο, το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει εάν η συμφωνία καλύπτει μέρος μόνο κράτους μέλους».

5        Στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων) ορίζεται, υπό τον τίτλο «Αναπροσαρμογές του βασικού ποσού», ότι:

«[...]

B.      Ελαφρυντικές περιστάσεις

29.      Το βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί όταν η Επιτροπή θα διαπιστώνει την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως:

[...]

–        όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια, ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά· το γεγονός ότι μια επιχείρηση συμμετείχε σε παράβαση για μικρότερη διάρκεια από τις λοιπές επιχειρήσεις δεν θα θεωρείται ελαφρυντική περίσταση, καθώς η περίσταση αυτή ήδη θα έχει ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού·

[...]

–        όταν η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα. […]

[...]»

 Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

6        Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση μπορούν, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 1 έως 19 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να συνοψισθούν ως εξής.

7        Η Gosselin Group NV (στο εξής: Gosselin) συστάθηκε το 1983 και από τις 20 Δεκεμβρίου 2007 λειτουργεί υπό την ως άνω επωνυμία. Από 1ης Ιανουαρίου 2002, το Portielje κατέχει το 92 % των μετοχών της, το δε υπόλοιπο 8 % ανήκει στη Vivet en Gosselin NV, η οποία με τη σειρά της ελέγχεται κατά 99,87 % από το Portielje. Το τελευταίο είναι ένα ίδρυμα το οποίο δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα και «διοικείται από τους συνδεόμενους με σχέσεις συγγένειας μετόχους που διασφαλίζουν την ενιαία διαχείριση». Κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που έληξε στις 30 Ιουνίου 2006, η Gosselin πραγματοποίησε ενοποιημένο παγκόσμιο κύκλο εργασιών ύψους 143 639 000 ευρώ και το Portielje πραγματοποίησε ενοποιημένο παγκόσμιο κύκλο εργασιών ύψους 0 ευρώ.

8        Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αποδέκτες της, στους οποίους καταλέγονταν το Portielje και η Gosselin, είχαν μετάσχει σε σύμπραξη στον τομέα των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, καθορίζοντας τιμές, κατανέμοντας τους πελάτες και καταστρατηγώντας τη διαδικασία υποβολής προσφορών, με συνέπεια να στοιχειοθετείται μια ενιαία και διαρκής παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, σε σχέση με την οποία έπρεπε να κριθούν υπεύθυνες για ολόκληρη ή μέρος της περιόδου από τον Οκτώβριο του 1984 έως τον Σεπτέμβριο του 2003.

9        Οι υπηρεσίες τις οποίες αφορούσε η σύμπραξη περιελάμβαναν τη μετακόμιση, από και προς το Βέλγιο, φυσικών προσώπων, καθώς και επιχειρήσεων ή δημόσιων οργανισμών. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες εταιρίες διεθνών μετακομίσεων ήταν όλες εγκατεστημένες στο Βέλγιο και ότι η σύμπραξη λειτουργούσε στο βελγικό έδαφος, η Επιτροπή θεώρησε ότι το Βέλγιο αποτελούσε το γεωγραφικό κέντρο της σύμπραξης. Ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των μετεχόντων στη σύμπραξη για τις υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο εκτιμήθηκε από την Επιτροπή στο ποσό των 41 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2002. Δεδομένου ότι το συνολικό μέγεθος του τομέα εκτιμήθηκε περίπου στο ποσό των 83 εκατομμυρίων ευρώ, η Επιτροπή κατέληξε ότι το μερίδιο της αγοράς που κατείχαν όλες μαζί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ανερχόταν σε περίπου 50 % του οικείου τομέα.

10      Όπως εξέθεσε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, η σύμπραξη είχε κυρίως ως σκοπό τον καθορισμό τιμών και τη διατήρησή τους σε υψηλά επίπεδα, καθώς και την κατανομή της αγοράς, χρησιμοποιούνταν δε προς τούτο διάφορα μέσα, όπως συμφωνίες για τις τιμές (στο εξής: συμφωνίες επί των τιμών), συμφωνίες για την κατανομή της αγοράς μέσω συστήματος εικονικών προσφορών, των επονομαζόμενων «προσφορών διευκόλυνσης» (στο εξής: συμφωνίες για τις προσφορές διευκόλυνσης) και συμφωνίες για την εφαρμογή ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων, των λεγόμενων «προμηθειών», για τις απορριφθείσες προσφορές ή για τις περιπτώσεις αποχής από τη διαδικασία υποβολής προσφορών (στο εξής: συμφωνίες για τις προμήθειες).

11      Η Επιτροπή έκρινε, με την επίδικη απόφασή της, ότι από το 1984 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η σύμπραξη λειτουργούσε βάσει γραπτών συμφωνιών για τις τιμές, ενώ παράλληλα τέθηκαν σε εφαρμογή και οι πρακτικές των προμηθειών και των προσφορών διευκόλυνσης. Σύμφωνα με την ίδια πάντοτε απόφαση, η πρακτική των προμηθειών έπρεπε να θεωρηθεί ως έμμεσος καθορισμός τιμών για τις υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, στον βαθμό που τα μέλη της σύμπραξης εξέδιδαν μεταξύ τους τιμολόγια για εικονικές υπηρεσίες, στα οποία περιλαμβάνονταν οι προαναφερθείσες προμήθειες για τις απορριφθείσες προσφορές ή για τις περιπτώσεις όπου δεν υποβάλλονταν προσφορές, και τα σχετικά ποσά χρεώνονταν στους πελάτες.

12       Όσον αφορά τις προσφορές διευκόλυνσης, η Επιτροπή επισήμανε, στην επίδικη απόφαση, ότι με την υποβολή τέτοιων προσφορών η εταιρία μετακομίσεων που επιθυμούσε να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης εξασφάλιζε ότι ο πελάτης ο οποίος θα πλήρωνε για την υπηρεσία θα ελάμβανε περισσότερες προσφορές. Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω εταιρία υποδείκνυε στους ανταγωνιστές της μια συνολική τιμή, υψηλότερη από τη δική της, στην οποία έπρεπε να κοστολογήσουν τη σχεδιαζόμενη μετακόμιση. Επρόκειτο επομένως για εικονικές προσφορές τις οποίες υπέβαλλαν εταιρίες που δεν είχαν, στην πραγματικότητα, την πρόθεση να διενεργήσουν τη μετακόμιση. Κατά την Επιτροπή, η πρακτική αυτή συνεπαγόταν καταστρατήγηση της διαδικασίας υποβολής προσφορών, καθόσον είχε ως αποτέλεσμα να είναι η τιμή για τη μετακόμιση υψηλότερη από εκείνη που θα μπορούσε να ζητηθεί υπό συνθήκες κανονικού ανταγωνισμού.

13      Η Επιτροπή διαπίστωσε, με την επίδικη απόφαση, ότι οι μηχανισμοί αυτοί εφαρμόστηκαν μέχρι το 2003 και είχαν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή της αγοράς και τη νόθευση, κατ’ αυτόν τον τρόπο, του ανταγωνισμού.

14      Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, το άρθρο 1 της οποίας έχει ως εξής:

«Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας [για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)], καθορίζοντας άμεσα ή έμμεσα τις τιμές για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, κατανέμοντας τμήμα της αγοράς αυτής και καταστρατηγώντας τη διαδικασία υποβολής προσφορών κατά τις αναφερόμενες κατωτέρω χρονικές περιόδους:

[...]

c)      η [Gosselin], από τις 31 Ιανουαρίου 1992 μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 2002· με [το Portielje], από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 18 Σεπτεμβρίου 2002·

[...]»

15      Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή επέβαλε, με το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της επίδικης απόφασης, στην Gosselin πρόστιμο ύψους 4,5 εκατομμυρίων ευρώ και όρισε ότι για τις 370 000 ευρώ ευθύνονταν εις ολόκληρον με το Portielje. Το ως άνω πρόστιμο υπολογίστηκε σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές.

16      Στις 24 Ιουλίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την τροποποιητική απόφαση. Σύμφωνα με αυτήν, η αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Gosselin ήταν κατά 600 000 ευρώ χαμηλότερη. Κατόπιν τούτου, δεδομένου ότι το επιβληθέν πρόστιμο είχε υπολογιστεί βάσει της αξίας αυτής, η Επιτροπή μείωσε το πρόστιμο της Gosselin σε 3,28 εκατομμύρια ευρώ και όρισε ότι για τις 370 000 ευρώ ευθύνονταν εις ολόκληρον με το Portielje.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2008, το Portielje άσκησε προσφυγή με κύριο αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης καθόσον το αφορούσε και επικουρικό αίτημα την ακύρωση του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της ίδιας απόφασης στο μέτρο που το αφορούσε και, κατά συνέπεια, την ακύρωση του προστίμου που επιβλήθηκε με το εν λόγω άρθρο 2, στοιχείο ε΄.

18      Με διάταξη που εξέδωσε ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Μαρτίου 2010, η υπόθεση ενώθηκε, για τους σκοπούς της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης, με την υπόθεση T‑208/08, η οποία αφορούσε την προσφυγή της Gosselin κατά της επίδικης απόφασης.

19      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Portielje προέβαλε πέντε λόγους ακύρωσης, εκ των οποίων οι δύο ήταν αυτοτελείς και οι υπόλοιποι τρεις ταυτίζονταν κατ’ ουσία με εκείνους της Gosselin στην υπόθεση T‑208/08. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τους δύο πρώτους λόγους που προέβαλε το Portielje. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στηρίχθηκε συναφώς στο εξής σκεπτικό.

20      Το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό, βάσει συλλογιστικής που εξέθεσε στις σκέψεις 37 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον πρώτο λόγο ακύρωσης, με τον οποίο το Portielje υποστήριξε ότι δεν ήταν επιχείρηση κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε μεταξύ αυτού και της Gosselin σχέση μητρικής και θυγατρικής εταιρίας. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 39 έως 42 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν επιτρέπεται να επιβληθεί, με απόφαση σχετική με την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, κύρωση στη μητρική εταιρία μιας επιχείρησης που διέπραξε παράβαση του άρθρου αυτού, αν η ίδια δεν είναι επιχείρηση. Επισήμανε σχετικώς ότι, αφενός, δεν είναι δυνατόν η επίκληση της έννοιας της οικονομικής μονάδας να αντισταθμίσει το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν έχει την ιδιότητα της επιχείρησης και, αφετέρου, πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην έννοια της επιχείρησης και στο ζήτημα του καταλογισμού σε μητρική εταιρία της ευθύνης για παράβαση της θυγατρικής της.

21      Όσον αφορά το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού του Portielje ως επιχείρησης, το Γενικό Δικαστήριο, αφού τόνισε ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι το Portielje δεν ασκούσε άμεσα οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, έκρινε, με τις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στηριζόμενο στην απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑289), ότι η «κατοχή απλώς μεριδίων συμμετοχής, έστω και [αν παρέχουν δυνατότητα ελέγχου]» δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως οικονομική η δραστηριότητα του νομικού προσώπου που τα κατέχει και ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ασκείται οικονομική δραστηριότητα, είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν το εν λόγω νομικό πρόσωπο αναμειγνύεται άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση της θυγατρικής του.

22      Επ’ αυτού το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, με τις σκέψεις 48 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το ζήτημα κατά πόσον το Portielje αναμειγνυόταν στη διαχείριση της Gosselin είναι διαφορετικό από το αν ασκούσε αποφασιστική επιρροή. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι δεν έχει καθιερωθεί τεκμήριο σχετικό με τη δυνατότητα χαρακτηρισμού των νομικών προσώπων ως επιχειρήσεων και ότι, επομένως, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι το Portielje είχε, στην πράξη, ανάμειξη στη διαχείριση της Gosselin. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι το Portielje είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

23      Στις σκέψεις 51 έως 59 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, «επαλλήλως [και μόνο για την περίπτωση που το Portielje θεωρούνταν] επιχείρηση», τον δεύτερο λόγο ακύρωσης. Κατέληξε ότι το Portielje είχε κατορθώσει να ανατρέψει το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής, το οποίο απορρέει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑8237) και δέχθηκε, ως εκ τούτου, τον δεύτερο λόγο ακύρωσης.

24      Στο πλαίσιο της ανάλυσής του, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε με τις σκέψεις 54 έως 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρώτον, ότι το ενδεχόμενο να άσκησε το Portielje αποφασιστική επιρροή στις ενέργειες της θυγατρικής αποκλειόταν για τον λόγο και μόνον ότι τόσο η πρώτη έγγραφη απόφαση του Portielje όσο και η πρώτη επίσημη συνεδρίαση του διοικητικού του συμβουλίου ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο της παύσης της παράβασης· δεύτερον, ότι η μοναδική δυνατότητα που είχε το Portielje να επηρεάσει τις αποφάσεις της Gosselin θα ήταν να κάνει χρήση των δικαιωμάτων ψήφου κατά τη γενική συνέλευση των μετόχων της τελευταίας, πλην όμως ουδεμία γενική συνέλευση πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2002 και, τρίτον, ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin είχαν αρχίσει να ασκούν τα καθήκοντά τους προτού το Portielje αναλάβει τις μετοχές της ως καταπιστευματικός διαχειριστής, γεγονός που, κατά το Γενικό Δικαστήριο, αποδείκνυε ότι η παρουσία των εν λόγω προσώπων στο διοικητικό συμβούλιο της Gosselin δεν συνιστούσε εκδήλωση της επιρροής του Portielje.

25      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με τη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το επιχείρημα ότι τα τρία πρόσωπα που απάρτιζαν το διοικητικό συμβούλιο της Gosselin, αλλά αποτελούσαν μόνον το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Portielje, ήλεγχαν την Gosselin όχι με την ιδιότητα του μέλους του διευθυντηρίου της, αλλά μέσω της επιρροής την οποία ασκούσε το Portielje στη γενική συνέλευση της Gosselin. Συγκεκριμένα, έκρινε συναφώς ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα ως άνω τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin, τα οποία καταλέγονταν μεταξύ των ιδιοκτητών του Portielje, δεν είχαν ενεργήσει μόνον υπό την ιδιότητά τους αυτή, ήταν πάντως πιθανότερο ότι ενήργησαν βάσει των δικών τους συμφερόντων.

26      Κατόπιν των σκέψεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι έπρεπε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση όπως είχε τροποποιηθεί με την τροποποιητική απόφαση (στο εξής: επίδικη απόφαση όπως είχε τροποποιηθεί), καθόσον αφορούσε το Portielje. Το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, μολαταύτα, και τους τρεις υπόλοιπους λόγους τους οποίους προέβαλε το Portielje, στο μέτρο που ήταν οι ίδιοι με τους αντίστοιχους της Gosselin, και τους απέρριψε.

 Αιτήματα των διαδίκων

27      Με το δικόγραφό της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου κατά το μέτρο που ακύρωσε, ως προς το Portielje, την επίδικη απόφαση όπως είχε τροποποιηθεί, να ακυρώσει την προσφυγή ακύρωσης την οποία άσκησε το Portielje και να το καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα των διαδικασιών ενώπιον τόσο του Γενικού Δικαστηρίου όσο και του Δικαστηρίου.

28      Το Portielje ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναίρεσης και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

29      Προς στήριξη της αίτησης αναίρεσης, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους σχετικούς με παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

 Επί του πρώτου λόγου αναίρεσης, ο οποίος αφορά το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 39 έως 42 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ερμήνευσε εσφαλμένα από νομικής άποψης την έννοια της επιχείρησης κατά το άρθρο 81 ΕΚ. Κατά την άποψή της, η εις ολόκληρον ευθύνη έχει εφαρμογή στην περίπτωση διαφορετικών νομικών οντοτήτων και απορρέει από το γεγονός ότι αυτές συνθέτουν μια οικονομική μονάδα και, ως εκ τούτου, ενιαία μοναδική επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Έτσι η Επιτροπή, για να μπορέσει να καταλογίσει ευθύνη για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ σε δεδομένο νομικό πρόσωπο, οφείλει προηγουμένως να αποδείξει ότι το πρόσωπο αυτό αποτελεί τμήμα της επιχείρησης η οποία διέπραξε την παράβαση. Εντούτοις, δεν πρέπει οπωσδήποτε να αποδείξει ότι το ίδιο πρόσωπο έχει καθαυτό την ιδιότητα της επιχείρησης. Επ’ αυτού η Επιτροπή παραπέμπει ιδίως στην προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής.

31      Το Γενικό Δικαστήριο επικέντρωσε, κατά συνέπεια, την ανάλυσή του σε ένα ζήτημα άνευ σημασίας –αν, δηλαδή, το ίδιο το Portielje είναι επιχείρηση–, εφαρμόζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εσφαλμένο νομικό κριτήριο. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να εξετάσει αν βασίμως η Επιτροπή έκρινε ότι το Portielje αποτελεί τμήμα της επιχείρησης η οποία διέπραξε την παράβαση.

32      Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και με τα συμπεράσματα που συνήγαγε από την ως άνω εσφαλμένη προκείμενη. Η προσέγγιση την οποία ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όχι μόνον αντιβαίνει στη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά σήμαινε επιπλέον ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποδείξει δις, και με δύο διαφορετικούς τρόπους, ότι το Portielje ήλεγχε στην πράξη την Gosselin. Λόγω της εσφαλμένης αυτής προσέγγισης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον αποφάνθηκε ότι η επίκληση του τεκμηρίου που καθιερώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής δεν αρκούσε για να θεωρήσει η Επιτροπή το Portielje συνυπεύθυνο με την Gosselin για την επίμαχη παράβαση, αλλά ότι αυτή όφειλε επιπλέον, και μάλιστα ως προκαταρκτικό ζήτημα, να αποδείξει, στηριζόμενη σε «συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία», ότι το Portielje «αναμειγνυόταν άμεσα ή έμμεσα» στη διαχείριση της Gosselin. Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επιπροσθέτως ως αλυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ήταν, ωστόσο, σημαντικά και απέκλεισε, κατά τρόπο ασύμβατο προς τις αρχές που διατυπώθηκαν στην προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, την εφαρμογή του τεκμηρίου του ελέγχου μέσω της κατοχής μετοχών.

33      Το Portielje αντιτείνει ότι το ζήτημα αν το ίδιο, ως νομικό πρόσωπο, είναι επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού έχει κεφαλαιώδη σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης ως προς την ως άνω προϋπόθεση. Επομένως, κατά την άποψή του, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας στην προκειμένη περίπτωση, ενώ δεν είχε ακόμη διευκρινιστεί αν το Portielje είναι επιχείρηση, το τεκμήριο απόδειξης το οποίο απορρέει από την προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν εκπλήρωσε ορθώς τις υποχρεώσεις που υπέχει σε σχέση με το βάρος απόδειξης.

34      Όσον αφορά το βασικό επιχείρημα της Επιτροπής, το Portielje ισχυρίζεται ότι, αν και οι ουσιαστικές διατάξεις του δικαίου του ανταγωνισμού σχετίζονται με την οικονομική πτυχή της έννοιας της επιχείρησης, οι διατάξεις για την επιβολή κυρώσεων προϋποθέτουν την ύπαρξη νομικού προσώπου και αφορούν, κατά συνέπεια, τη νομική πτυχή της ίδιας έννοιας. Επομένως, το ζήτημα του καταλογισμού της παράβασης πρέπει να διακρίνεται από το αν είναι δυνατό να θεωρηθεί συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο για αυτήν. Έτσι, για να μπορεί να καταλογιστεί η παράβαση σε μητρική εταιρία, πρέπει να είναι, από νομικής άποψης, δυνατή η απόδοση ευθύνης στην τελευταία. Τούτο συμβαίνει μόνον αν μπορεί να χαρακτηριστεί επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 είτε λόγω των δικών της οικονομικών δραστηριοτήτων είτε λόγω των οικονομικών δραστηριοτήτων των εταιριών στις οποίες έχει τέτοια μερίδια συμμετοχής που της εξασφαλίζουν τον έλεγχό τους. Εντούτοις, στην τελευταία αυτή περίπτωση, απαιτείται να τις ελέγχει και στην πράξη, μέσω άμεσης ή έμμεσης ανάμειξής της στη διαχείρισή τους. Δεν αμφισβητείται όμως ότι, εν προκειμένω, το Portielje δεν ασκούσε παρόμοιο έλεγχο στη διάρκεια της κρίσιμης για την παράβαση περιόδου.

35      Όσον αφορά το επικουρικό επιχείρημα της Επιτροπής, το Portielje θεωρεί ότι η απόδειξη της ύπαρξης αποφασιστικής επιρροής βάσει του τεκμηρίου που καθιερώθηκε ιδίως με την προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής είναι άσχετη με την προβληματική σχετικά με τη δυνατότητα απόδοσης της ευθύνης για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ σε συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο. Αν γινόταν δεκτό ότι το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής συνιστά θεμιτό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό κάποιου νομικού προσώπου ως επιχείρησης, θα υπήρχαν στην πράξη, κατά το Portielje, διόλου αμελητέες συνέπειες, ιδίως όσον αφορά νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν τόσο οικονομικές δραστηριότητες όσο και δραστηριότητες που άπτονται προνομιών δημόσιας εξουσίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 59, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54) και ότι η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδότησής του (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 112, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54). Επομένως, η έννοια αυτή υποδηλώνει την ύπαρξη μιας οικονομικής μονάδας, έστω και αν από νομικής άποψης η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55).

37      Όταν οικονομική μονάδα, υπό την ως άνω έννοια, παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 145, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

38      Όσον αφορά το ζήτημα υπό ποιες περιστάσεις μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε νομικό πρόσωπο παρά το γεγονός ότι δεν είναι αυτουργός της οικείας παράβασης, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η παράβαση θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία ιδίως σε περίπτωση που η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τον τρόπο κατά τον οποίο ενεργεί στην αγορά αλλά εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λόγω, πιο συγκεκριμένα, των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων που συνδέουν τις δύο αυτές νομικές οντότητες (προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C‑628/10 P και C‑14/11 P, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., σκέψη 43).

39      Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν τμήματα της ίδιας οικονομικής μονάδας, αποτελώντας έτσι ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει στη μητρική εταιρία την απόφαση για την επιβολή προστίμου, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στην παράβαση (προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59, και προαναφερθείσα απόφαση Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., σκέψη 44).

40      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου θυγατρικής της που έχει παραβεί τους κανόνες του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί, στην πράξη, αποφασιστική επιρροή στη θυγατρική της (στο εξής: τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής) (απόφαση της 8ης Μαΐου 2013, C‑508/11 P, ENI κατά Επιτροπής, σκέψη 47· βλ., επίσης υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-8947, σκέψεις 56 και 63, και προαναφερθείσα απόφαση Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., σκέψη 46).

41      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, ώστε να ισχύσει το τεκμήριο ότι η πρώτη ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της δεύτερης. Στη συνέχεια, η Επιτροπή μπορεί ελεύθερα να κρίνει ότι η μητρική εταιρία ενέχεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν επαρκώς ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ., συναφώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61· προαναφερθείσα απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψεις 57 και 63· Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., σκέψη 47, καθώς και ΕΝΙ κατά Επιτροπής, σκέψη 47).

42      Η ως άνω νομολογία στηρίζεται στην παραδοχή ότι μπορεί να καταλογιστεί σε ένα νομικό πρόσωπο η ευθύνη για τις ενέργειες άλλου νομικού προσώπου, εφόσον το τελευταίο δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά του στην αγορά. Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία αν το νομικό πρόσωπο, το οποίο είτε κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου άλλης εταιρίας είτε ελέγχει πλήρως ή σχεδόν πλήρως, μέσω των μεριδίων συμμετοχής του, την άλλη αυτή εταιρία (στο εξής: ελέγχον νομικό πρόσωπο), έχει συσταθεί υπό τη νομική μορφή ιδρύματος, και όχι εταιρίας.

43      Επομένως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 36 και 37 των προτάσεών της, όταν πρόκειται να επιβληθούν, βάσει του συνδυασμού των άρθρων 81 ΕΚ και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κυρώσεις για παράβαση των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού από επιχείρηση, στερείται σημασίας και το ζήτημα αν καθένα από τα νομικά πρόσωπα που συνθέτουν την εν λόγω επιχείρηση ασκεί δική του οικονομική δραστηριότητα και συνιστά, ως εκ τούτου, από μόνο του επιχείρηση κατά την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 36 ερμηνεία της έννοιας αυτής.

44      Αποφασιστική σημασία για την επιβολή κύρωσης έχει μόνον το ζήτημα αν τα νομικά πρόσωπα τα οποία ενέχονται εις ολόκληρον για την καταβολή του συνόλου ή μέρους του ιδίου προστίμου συνιστούν από κοινού, δηλαδή το ελέγχον νομικό πρόσωπο μαζί με την εταιρία που αποδεδειγμένα είχε άμεση συμμετοχή στην παράβαση (στο εξής: αυτουργός της παράβασης), μία και μοναδική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίστηκε με τις ανωτέρω σκέψεις 38 έως 41, κρίσιμο είναι το στοιχείο της άσκησης από το ελέγχον νομικό πρόσωπο αποφασιστικής επιρροής στην αυτουργό της παράβασης.

45      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, αφενός, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η έννοια της επιχείρησης πρέπει να διακρίνεται από την έννοια του καταλογισμού στο ελέγχον νομικό πρόσωπο της ευθύνης για τη συμπεριφορά της αυτουργού της παράβασης και, αφετέρου, με τη σκέψη 42 της ίδιας απόφασης, ότι «στη μητρική εταιρία μιας επιχειρήσεως που διέπραξε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις με απόφαση περί εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, αν δεν είναι και η ίδια επιχείρηση» και εξετάζοντας, κατόπιν τούτου, με τις σκέψεις 43 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αν η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι το Portielje ήταν από μόνο του επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

46      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος που προβάλλει η Επιτροπή είναι βάσιμος ως προς το κύριο σκέλος του και πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτός, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του επικουρικού σκέλους.

47      Το ως άνω συμπέρασμα δεν σημαίνει, εντούτοις, από μόνο του ότι αναιρείται η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου κατά το μέτρο που αφορά την προσφυγή η οποία ασκήθηκε ενώπιόν του από το Portielje. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 51 έως 59 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, επαλλήλως, στη διαπίστωση ότι το Portielje «προσκόμισε στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν ότι δεν άσκησε καθοριστική επιρροή στην Gosselin, και δη ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τέτοια επιρροή», ανατρέποντας έτσι το τεκμήριο το οποίο απορρέει ιδίως από την προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής. Πρέπει επομένως να εξεταστεί και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης.

 Επί του δεύτερου λόγου αναίρεσης, ο οποίος αφορά την ανατροπή του τεκμηρίου απόδειξης σχετικά με την άσκηση αποφασιστικής επιρροής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι περιεχόμενες στις σκέψεις 51 έως 59 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι το Portielje προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι δεν άσκησε αποφασιστική επιρροή στην Gosselin, και μάλιστα ότι αδυνατούσε να ασκήσει τέτοια επιρροή, στηρίζονται σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή σε πρόδηλη παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων.

49      Πρώτον, στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε προδήλως, κατά την Επιτροπή, τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το είδος και την έκταση των δεσμών που υπήρχαν, από πλευράς προσώπων, μεταξύ του Portielje και της Gosselin. Διαπίστωσε, συγκεκριμένα, ότι οι εν λόγω δεσμοί αφορούσαν «μόνον το ήμισυ» της διοίκησης του Portielje, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά αδυνατούσαν να καθορίσουν από κοινού την πολιτική του ιδρύματος. Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, από τις αιτιολογικές σκέψεις 46 και 446 της επίδικης απόφασης, από τα σημεία 11 και 22 έως 24 του υπομνήματος αντίκρουσης και από το σημείο 6 του υπομνήματος ανταπάντησης του Portielje, καθώς και από το καταστατικό του τελευταίου, το οποίο προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι οι προσωπικοί δεσμοί αφορούσαν τα τρία βασικά στελέχη της διοίκησης του Portielje, που ήταν από κοινού σε θέση να καθορίσουν την πολιτική του και συγκροτούσαν ολόκληρο το διοικητικό συμβούλιο της Gosselin.

50      Δεύτερον, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, εφόσον το Portielje δεν είχε λάβει επισήμως καμία απόφαση σχετικά με τη διαχείριση κατά την κρίσιμη για την επίμαχη παράβαση περίοδο, δεν ήταν δυνατό να έχει επηρεάσει αποφασιστικά τις ενέργειες της Gosselin. Η Επιτροπή δέχεται ότι το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής μπορεί, ασφαλώς, να ανατραπεί μέσω της προσκόμισης στοιχείων που αποδεικνύουν ότι η θυγατρική ενεργούσε αυτοτελώς στην αγορά. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε έναν νέο κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η άσκηση αποφασιστικής επιρροής είναι, στην πράξη, αδύνατη αν το νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά 100 % την αυτουργό της παράβασης δεν έχει λάβει επισήμως οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τη διαχείρισή της. Πρόκειται, κατά την Επιτροπή, για σοβαρό περιορισμό της έκτασης της ισχύος του ως άνω τεκμηρίου ο οποίος δεν απορρέει από τη νομολογία και είναι εσφαλμένος, κατά μείζονα λόγο δε όταν υφίστανται σημαντικοί δεσμοί μεταξύ των οικείων νομικών προσώπων σε επίπεδο στελέχωσης των οργάνων διοίκησής τους. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ως προς αυτό το σημείο ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, όπως διαμορφώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, στηρίζεται στην οικονομική πραγματικότητα και δεν εξαρτά τη διαπίστωση ότι ασκείται αποφασιστική επιρροή από τη συνδρομή οποιασδήποτε τυπικής προϋπόθεσης.

51      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και με τις σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Η σκέψη 55 εκκινεί από την εσφαλμένη υπόθεση ότι αποφασιστική επιρροή μπορεί να ασκείται μόνον εντός του τυπικού πλαισίου που θέτει το δίκαιο των εταιριών, εν προκειμένω δε εντός του πλαισίου της γενικής συνέλευσης των μετόχων της Gosselin. Η ως άνω συλλογιστική δεν λαμβάνει υπόψη τους δεσμούς που υπάρχουν, από πλευράς προσώπων, μεταξύ του Portielje και της Gosselin, μαρτυρεί υπερβολική προσκόλληση στον τύπο και δεν συνάδει με τον λειτουργικό χαρακτήρα της οικονομικής έννοιας της επιχείρησης.

52      Όσον αφορά ειδικότερα τους προσωπικούς δεσμούς, τα τρία στοιχεία τα οποία επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν δικαιολογούν από μόνα τους το συμπέρασμα ότι το Portielje δεν συνέθετε μια ενιαία οικονομική μονάδα με την Gosselin. Η Επιτροπή υπενθυμίζει συναφώς ότι οι προσωπικοί αυτοί δεσμοί αφορούσαν άτομα τα οποία συγκροτούσαν ολόκληρο το διοικητικό συμβούλιο της Gosselin και είχαν ταυτόχρονα την πλειοψηφία εντός του διοικητικού συμβουλίου του Portielje. Ομοίως, οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι, από νομικής άποψης, εσφαλμένες και δεν αναιρούν, ως προς την Gosselin, τη διαπίστωση ότι αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι συμμορφωνόταν προς τις υποδείξεις του Portielje.

53      Η Επιτροπή καταλήγει ότι το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς και να απορρίψει την προσφυγή που άσκησε το Portielje ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

54      Το Portielje ισχυρίζεται ότι όντως ανέτρεψε το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής, το οποίο απορρέει από την προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής.

55      Ως προς το ζήτημα αν ασκήθηκε στην πράξη αποφασιστική επιρροή, το Portielje θεωρεί ότι απέδειξε ότι de facto δεν άσκησε τέτοια επιρροή στην Gosselin, εφόσον κατά την κρίσιμη για την επίμαχη παράβαση περίοδο δεν συνεδρίασε το διοικητικό του συμβούλιο, ούτε πραγματοποιήθηκε γενική συνέλευση των μετόχων της Gosselin, ούτε είχε το ίδιο οποιονδήποτε λόγο επί της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Σε αντίθετη περίπτωση, αφενός, το τεκμήριο θα καθίστατο αμάχητο, όπερ θα ερχόταν σε αντίθεση ιδίως προς το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Αφετέρου, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής αντιβαίνει σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου των εταιριών και των νομικών προσώπων. Πράγματι, η ίδια η ύπαρξη νομικών προσώπων όπως το ίδρυμα εξαρτάται από τη λειτουργία των καταστατικών τους οργάνων.

56      Όσον αφορά τους προσωπικούς δεσμούς, το Portielje αντιτείνει ότι έχουν καθοριστική σημασία μόνον όταν συνιστούν εκδήλωση της δυνατότητας που έχει η μητρική εταιρία να επηρεάζει την πολιτική της θυγατρικής της. Τούτο ισχύει στην περίπτωση που η μητρική εταιρία έχει τοποθετήσει συγκεκριμένα άτομα στο διοικητικό συμβούλιο της θυγατρικής της προκειμένου να ασκεί επιρροή στις αποφάσεις του. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επιπλέον, το ίδιο το Portielje ισχυρίζεται ότι δεν δημιουργήθηκε με σκοπό να ασκεί οποιουδήποτε είδους έλεγχο στην Gosselin.

57      Εξάλλου, η άποψη της Επιτροπής έρχεται σε σύγκρουση με δύο θεμελιώδεις αρχές του δικαίου των εταιριών, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί το Portielje υπεύθυνο για τη συμπεριφορά που έχουν επιδείξει τρία από τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου εκτός του πλαισίου των δικών του οργάνων. Έτσι, αφενός, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν έχουν αρμοδιότητες ως άτομα. Οι ενέργειες της Gosselin και του Portielje αποφασίζονται από τα όργανά τους και μόνον τα αντίστοιχα διοικητικά τους συμβούλια έχουν, ως τέτοια όργανα, γενικές εξουσίες διαχείρισής τους. Αφετέρου, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ασκούν υποχρεωτικά τα καθήκοντά τους εντός των ορίων της εντολής που τους έχει δοθεί και προς το συμφέρον της εταιρίας, αφού οποιαδήποτε κατάχρηση επισύρει γενικώς ακυρότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αυθαίρετο το συμπέρασμα ότι τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin ενεργούσαν μόνον υπό αυτή την ιδιότητά τους, και όχι ως εκπρόσωποι του Portielje.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

58      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι από την ανάλυση του πρώτου λόγου αναίρεσης συνήχθη το συμπέρασμα ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν ήταν βάσιμη η προσέγγιση της Επιτροπής να εφαρμόσει το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής προκειμένου να αποδείξει ότι, ως εκ τούτου, το Portielje και η Gosselin αποτελούσαν, κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2002, μία ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επομένως, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί αποκλειστικά και μόνον επί του ζητήματος αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το Portielje προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο.

59      Πρέπει συναφώς να υπογραμμιστεί ότι το ερώτημα αν το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά νομικά κριτήρια στο πλαίσιο της εκτίμησής του επί των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο τον οποίο ασκεί το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, C‑109/10 P, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-10329, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα που υποβάλλει η Επιτροπή στην κρίση του Δικαστηρίου με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναίρεσης, τα οποία στρέφονται κατά της σκέψης 54 και των σκέψεων 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αντιστοίχως.

60      Όπως προκύπτει από την ανάλυση του πρώτου λόγου αναίρεσης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η αυτουργός της παράβασης καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ αυτής και του νομικού προσώπου που την ελέγχει, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και δεν μπορούν, επομένως, να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαρίθμησης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 73 και 74, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., σκέψη 45).

61      Εν προκειμένω, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έκδοση τίτλων για τις μετοχές της Gosselin που κατείχε το ίδρυμα έγινε μόλις στις 11 Δεκεμβρίου 2002, ότι το άρθρο 5.2 του καταστατικού του Portielje παρείχε επίσης τη δυνατότητα λήψης απόφασης εγγράφως και ότι, όπως ισχυρίστηκε το Portielje, χωρίς να αντικρουστεί ως προς το σημείο αυτό από την Επιτροπή, τέτοια απόφαση ελήφθη πριν από τη συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2004 μόνο μία φορά, ήτοι στις 10 Μαρτίου 2003 και αφορούσε τη σύνταξη της ετήσιας έκθεσης του έτους 2002. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι το Portielje ενήργησε σύμφωνα με το καταστατικό του και ότι τόσο η γραπτή διαδικασία της 10ης Μαρτίου 2003 όσο και η πρώτη επίσημη συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2004 πραγματοποιήθηκαν αφότου είχε παύσει η παράβαση. Επομένως, κατέληξε, με την ίδια σκέψη 54, στο συμπέρασμα ότι «αποκλείεται για τον λόγο αυτό η εκ μέρους [του] Portielje άσκηση καθοριστικής επιρροής στη συμπεριφορά της θυγατρικής».

62      Το Γενικό Δικαστήριο πρόσθεσε πάντως, κατ’ αρχάς στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, καθόσον η μοναδική δραστηριότητα του Portielje συνίσταται στην άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις οικείες μετοχές στο πλαίσιο της γενικής συνέλευσης των μετόχων της Gosselin, «η μόνη δυνατότητα που είχε [το] Portielje να επηρεάσει την πολιτική της Gosselin ήταν […] να ασκήσει τα εν λόγω δικαιώματα ψήφου στη γενική συνέλευση της [τελευταίας]». Επισήμανε, ωστόσο, ότι είχε αποδειχθεί ότι, κατά την κρίσιμη για την επίμαχη παράβαση περίοδο, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2002, δεν είχε πραγματοποιηθεί γενική συνέλευση των μετόχων της Gosselin. Εν συνεχεία, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διαπίστωσε ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας αυτής περιόδου, το Portielje δεν είχε προχωρήσει σε αλλαγές στο διοικητικό συμβούλιό της, υπογραμμίζοντας συναφώς ότι «[τα] μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin μετείχαν ήδη στη διοίκηση της εν λόγω εταιρίας πριν από την εκ μέρους του Portielje ανάληψη των μετοχών της Gosselin [υπό την ιδιότητα του καταπιστευματικού διαχειριστή]» και ότι «[α]υτή η χρονική αλληλουχία αποδεικνύει ότι η παρουσία τους στο διοικητικό συμβούλιο δεν είναι αποτέλεσμα της επιρροής [του] Portielje».

63      Τέλος, στη σκέψη 57 της απόφασής του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να απορριφθεί το επιχείρημα ότι τα τρία πρόσωπα που απάρτιζαν το διοικητικό συμβούλιο της Gosselin, αλλά αποτελούσαν μόνον το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Portielje, ήλεγχαν την Gosselin «όχι με την ιδιότητα του μέλους της διοικήσεώς της, αλλά μέσω της επιρροής που [ασκούσε το] Portielje στη γενική συνέλευση της Gosselin», εκτιμώντας συναφώς ότι «από το γεγονός ότι ταυτίζονται εν μέρει τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων […] δεν μπορεί να συναχθεί ότι όλες οι επιχειρήσεις στις οποίες εκπροσωπούνται, επίσης, τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin με την ως άνω ιδιότητα πρέπει να εκληφθούν, εξ αυτού του γεγονότος, ως μητρικές εταιρίες της Gosselin». Σημείωσε δε ότι, εν προκειμένω, «τα τρία μέλη της διοικήσεως της Gosselin συγκαταλέγονται μεταξύ των κυρίων [του] Portielje, [το οποίο] αποτελεί απλώς μέσο ασκήσεως των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας» και ότι, «[ω]ς εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα εν λόγω τρία πρόσωπα δεν ενήργησαν μόνον ως μέλη της διοικήσεως της Gosselin, είναι πιθανότερο ότι ενήργησαν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους».

64      Βάσει των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι το «Portielje προσκόμισε στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν ότι δεν άσκησε καθοριστική επιρροή στην Gosselin, και δη ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τέτοια επιρροή» και ότι, έτσι, το Portielje μπόρεσε να ανατρέψει το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής, το οποίο απορρέει, μεταξύ άλλων, και από την προαναφερθείσα απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής.

65      Εκ των ανωτέρω συνάγεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός ότι το ελέγχον νομικό πρόσωπο δεν έλαβε επισήμως καμία απόφαση σχετική με τη διαχείριση κατά τη διάρκεια της περιόδου σε σχέση με την οποία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου αρκεί από μόνο του για να ανατρέψει το τεκμήριο ότι άσκησε, στην πράξη, αποφασιστική επιρροή. Δέχθηκε, με άλλα λόγια, ότι η αποφασιστική επιρροή του ελέγχοντος νομικού προσώπου στην αυτουργό της παράβασης μπορεί, στην πράξη, να ασκηθεί μόνο μέσω της λήψης από το εν λόγω νομικό πρόσωπο αποφάσεων σχετικών με τη διαχείριση, εντός του πλαισίου των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από το δίκαιο των εταιριών.

66      Το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία υπενθυμίστηκε με την ανωτέρω σκέψη 60, προκύπτει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η αυτουργός της παράβασης καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ αυτής και του νομικού προσώπου που την ελέγχει, επομένως δε να ληφθεί υπόψη η οικονομική πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, δεν αρκεί συναφώς το γεγονός ότι το ελέγχον νομικό πρόσωπο δεν έλαβε, εντός του πλαισίου των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από το δίκαιο των εταιριών, οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τη διαχείριση.

67      Δεύτερον, η ανάλυση την οποία πραγματοποίησε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης βαρύνεται με την ίδια πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, από τα στοιχεία που υπενθυμίστηκαν στις ανωτέρω σκέψεις 62 και 63 συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο σε μια ανάλυση υπό το πρίσμα του δικαίου των εταιριών για να κρίνει ότι ανατράπηκε το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής, χωρίς να λάβει υπόψη, προκειμένου να καταλήξει στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, το σύνολο των στοιχείων τα οποία αφορούσαν τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς του Portielje με την Gosselin. Ειδικότερα, μολονότι στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να ασχολείται με το ζήτημα των σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ του Portielje και της Gosselin από πλευράς προσώπων, εντούτοις από τη διατύπωση της σκέψης αυτής καθίσταται σαφές ότι το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εξετάσει τις ως άνω σχέσεις μόνον από την άποψη του δικαίου των εταιριών. Η συλλογιστική την οποία ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στις εν λόγω σκέψεις 55 έως 57, ή ακόμη και σε άλλες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν περιέχει κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι ελήφθησαν υπόψη άλλες περιστάσεις προς στήριξη του συμπεράσματος ότι το Portielje μπόρεσε να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο αποδεικνύοντας ότι η Gosselin καθόριζε αυτοτελώς την εμπορική της πολιτική στη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

68      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε επίσης την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 60 νομολογία και ιδίως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 74 των προτάσεών της, το γεγονός ότι δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να έχουν ληφθεί επισήμως αποφάσεις από τα καταστατικά όργανα προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η αυτουργός της παράβασης και το νομικό πρόσωπο που την ελέγχει συνιστούν ενιαία οικονομική μονάδα και ότι, αντιθέτως, η ενότητά τους αυτή μπορεί να προκύπτει και ατύπως, πιο συγκεκριμένα δε λόγω της ύπαρξης προσωπικής διασύνδεσης μεταξύ των νομικών προσώπων τα οποία συνθέτουν τη σχετική οικονομική μονάδα.

69      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κρίνεται βάσιμος ως προς το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το πρώτο του σκέλος, το οποίο αφορά παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων.

70      Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Portielje ότι η προσέγγιση βάσει της οποίας θα απαιτούνταν η συνεκτίμηση και άλλων στοιχείων, πέραν των σχετικών με το δίκαιο των εταιριών, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί αμάχητο το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής.

71      Πράγματι, κατά τη νομολογία, ένα τεκμήριο, έστω και αν είναι δύσκολο να ανατραπεί, παραμένει εντός αποδεκτών ορίων εφόσον είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, υπάρχει η δυνατότητα ανταπόδειξης και διασφαλίζονται τα δικαιώματα άμυνας. Το γεγονός ότι είναι δύσκολο να προσκομιστούν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να ανατραπεί το τεκμήριο, ή ακόμη το γεγονός ότι απλώς σε μια δεδομένη περίπτωση το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο δεν προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να το ανατρέψουν, δεν σημαίνει από μόνο του ότι το ως άνω τεκμήριο είναι στην πράξη αμάχητο, ιδίως όταν οι φορείς σε βάρος των οποίων λειτουργεί το τεκμήριο είναι, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, σε θέση να αναζητήσουν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία εντός της σφαίρας των δραστηριοτήτων τους (προαναφερθείσα απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψεις 62, 66 και 70).

72      Συνεπώς, ουδεμία παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, ακόμη, του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, διαπιστώνεται εν προκειμένω.

73      Δεδομένου ότι οι λόγοι αναίρεσης είναι βάσιμοι, η αίτηση αναίρεσης γίνεται δεκτή και αναιρούνται τα σημεία 4 και 6 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τα οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση όπως είχε τροποποιηθεί, κατά το μέτρο που αφορούσε το Portielje, και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης T‑209/08.

 Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

74      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

75      Όπως προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 19, το Portielje προέβαλε πέντε λόγους ακύρωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τον πρώτο ως κύριο και τους υπόλοιπους επικουρικώς, υπογραμμίζοντας συναφώς ότι δεν είναι δυνατό να του καταλογιστεί ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η Gosselin, εκτός αν το ίδιο παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ.

 Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης

76      Με τον πρώτο λόγο της προσφυγής του, το Portielje υποστηρίζει ότι, καθόσον δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Κατά συνέπεια, οι κανόνες του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή παραβίασε τους κανόνες αυτούς, εφόσον δεν μπορούσε να το κρίνει υπεύθυνο για την παράβαση την οποία διέπραξε η Gosselin.

77      Συναφώς αρκεί η διαπίστωση ότι από την ανάλυση του πρώτου λόγου αναίρεσης συνάγεται ότι ο πρώτος αυτός λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι βάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης

78      Με τον δεύτερο λόγο της προσφυγής του, το Portielje υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι ουδεμία αποφασιστική επιρροή άσκησε στην εμπορική πολιτική ή στη στρατηγική της Gosselin. Καταλήγοντας στο αντίθετο συμπέρασμα με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

79      Κατά την Επιτροπή, αυτός ο λόγος αναίρεσης δεν είναι βάσιμος.

80      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση, από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2002, το Portielje κατείχε το σύνολο σχεδόν των εταιρικών μεριδίων της Gosselin, οπότε βασίμως, όπως καθίσταται σαφές από την ανάλυση του πρώτου λόγου αναίρεσης, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο τεκμήριο ότι το Portielje ασκούσε στην πράξη αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της Gosselin κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και ότι το Portielje και η Gosselin αποτελούσαν συνεπώς, κατά την ίδια περίοδο, μία ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επομένως, το Portielje όφειλε, προκειμένου να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο, να προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι η Gosselin ενεργούσε αυτοτελώς στην αγορά κατά την κρίσιμη περίοδο.

81      Εν προκειμένω, το Portielje προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρώτον, το επιχείρημα ότι το διοικητικό συμβούλιο συνεδρίασε για πρώτη φορά αφότου είχε παύσει η παράβαση. Δεύτερον, υπογράμμισε ότι η μόνη του δραστηριότητα συνίστατο στην άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου τα οποία απέρρεαν από τις οικείες μετοχές στο πλαίσιο της γενικής συνέλευσης των μετόχων της Gosselin, ενώ, αφενός, κατά το βελγικό δίκαιο των εταιριών, αρμόδιο όργανο για τη διαχείριση της κάθε εταιρίας δεν είναι η γενική συνέλευση των μετόχων της, αλλά το διοικητικό της συμβούλιο και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία γενική συνέλευση των μετόχων της Gosselin πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου. Τρίτον, δεν είχε καμία επιρροή στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin, δεδομένου ότι αυτό είχε ήδη συγκροτηθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002 και η σύνθεσή του δεν άλλαξε κατά την ως άνω περίοδο. Εξ αυτών συνάγει ότι του ήταν αδύνατο, στην πράξη, να ασκήσει έστω και την παραμικρή επιρροή στην Gosselin.

82      Το Portielje πρόσθεσε δε, με το υπόμνημα απάντησης, ότι η έκδοση τίτλων έγινε μόλις στις 11 Δεκεμβρίου 2002· ότι από τα έξι πρόσωπα που απάρτιζαν το διοικητικό συμβούλιο της Portielje, μόνον το ήμισυ μετείχε, επίσης, στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin· ότι εξουσία διοίκησης της εταιρίας είχε μόνον το εν λόγω συμβούλιο και όχι τα μέλη του ενεργώντας εκτός των καταστατικών οργάνων και ότι η πρώτη απόφαση του Portielje ελήφθη εγγράφως στο πλαίσιο της σχετικής του εξουσίας, και πάλι όμως μετά την παύση της παράβασης.

83      Επισημαίνεται συναφώς κατ’ αρχάς ότι, όπως συνάγεται από την ανάλυση του δεύτερου λόγου αναίρεσης, τέτοια στοιχεία δεν αρκούν από μόνα τους, κατ’ αρχήν και αν δεν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, για να διαπιστωθεί ότι ανατράπηκε το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής.

84      Σημειωτέον επίσης ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 451 της επίδικης απόφασης, παρατήρησε ότι το Portielje είχε επιβεβαιώσει «ότι σκοπός του [ήταν] η απόκτηση ανώνυμων μετοχών έναντι της έκδοσης τίτλων στον κομιστή, η διαχείριση των οικείων μετοχών, η άσκηση όλων των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτές, περιλαμβανομένης της είσπραξης όλων των σχετικών απαιτήσεων, η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, καθώς και η εκτέλεση κάθε άλλης πράξης που μπορεί να σχετίζεται κατά την ευρύτερη δυνατή έννοια με τους σκοπούς αυτούς, ή να συμβάλει στην επίτευξή τους, ενώ στην αιτιολογική σκέψη 452 ανέφερε ότι το Portielje «δεν αμφισβήτησε ότι σκοπός του είναι η διασφάλιση της ενιαίας διαχείρισης της Gosselin και άλλων θυγατρικών εταιριών».

85      Επιπλέον, τόσο από το καταστατικό του Portielje όσο και από τις αιτιολογικές σκέψεις 46, 446 και 452 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι, στη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, τα ίδια πρόσωπα διηύθυναν το Portielje και την Gosselin, όπως επιβεβαίωσε και το Portielje με την απάντησή του στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, τα τρία πρόσωπα που διέθεταν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου εντός του διοικητικού συμβουλίου του Portielje –όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά κανόνα με απλή πλειοψηφία– αποτελούσαν ταυτόχρονα και το διοικητικό συμβούλιο της Gosselin.

86      Τέλος, το Portielje περιορίστηκε να επικαλεστεί τα τυπικά στοιχεία τα οποία υπενθυμίστηκαν στις ανωτέρω σκέψεις 81 και 82 και δεν προσκόμισε, πέραν τούτων, ουδέν άλλο συγκεκριμένο στοιχείο για να αποδείξει ότι, παρά τη σύμπτωση αυτή των συμφερόντων τους, κυρίως λόγω της ύπαρξης των προαναφερθέντων, ιδιαίτερα ισχυρών, προσωπικών δεσμών και του σκοπού που επιδίωκε το Portielje, η Gosselin ενεργούσε αυτοτελώς στην αγορά κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

87      Κατόπιν των ανωτέρω, ούτε ο δεύτερος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να γίνει δεκτός.

 Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης

88      Με τον τρίτο λόγο της προσφυγής του, το Portielje υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ από δύο απόψεις. Πρώτον, δεν απέδειξε ότι οι παραβάσεις που προσήφθησαν στην Gosselin μπορούν να χαρακτηριστούν ως αισθητοί περιορισμοί του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Δεύτερον, δεν απέδειξε ούτε ότι οι συμφωνίες της Gosselin με τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Το γεγονός ότι επρόκειτο για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων δεν αρκεί συναφώς, ενώ κακώς η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως σημείο αναφοράς τα κατώτατα όρια που προβλέπει, ως προς τον κύκλο εργασιών και το μερίδιο της αγοράς, το σημείο 53 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, ιδίως καθόσον, αφενός, δεν το επέτρεπε το είδος των συγκεκριμένων συμφωνιών και, αφετέρου, η Επιτροπή παρέλειψε να ορίσει τη σχετική αγορά.

89      Κατά την Επιτροπή, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν είναι βάσιμος.

90      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι η Gosselin κρίθηκε υπεύθυνη για την επίμαχη παράβαση μόνο για το διάστημα μετά τις 31 Ιανουαρίου 1992 και ότι, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 307 της επίδικης απόφασης, η ευθύνη της αυτή στο πλαίσιο της ενιαίας και διαρκούς παράβασης που διαπίστωσε η Επιτροπή περιοριζόταν μόνο στις συμφωνίες για τις προμήθειες και στις συμφωνίες για τις προσφορές διευκόλυνσης και δεν αφορούσε τις συμφωνίες για τις τιμές, οι οποίες δεν εφαρμόζονταν πλέον, όταν άρχισε να μετέχει στη σύμπραξη η Gosselin, με τη μορφή που είχαν στο ξεκίνημά της.

91      Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα του Portielje, επισημαίνεται ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε το ζήτημα της ύπαρξης περιορισμών του ανταγωνισμού στις αιτιολογικές σκέψεις 346 έως 370 της απόφασης αυτής. Έκρινε δε, μεταξύ άλλων, με την αιτιολογική σκέψη 349 ότι «οι συμφωνίες για τις τιμές, οι συμφωνίες για τις προμήθειες και οι συμφωνίες για τις προσφορές διευκόλυνσης είχαν ως σκοπό τη διαμόρφωση και, εν συνεχεία, τη διατήρηση υψηλών τιμών για την παροχή υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, καθώς και την κατανομή της εν λόγω αγοράς».

92      Όσον αφορά ειδικότερα τις συμφωνίες για τις προμήθειες, η Επιτροπή διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 351 έως 357 της επίδικης απόφασης, ότι ιδίως υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, το σύστημα των προμηθειών είχε ως συνέπεια τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών για τις οικείες υπηρεσίες, την καταστρατήγηση της διαδικασίας υποβολής προσφορών ή ακόμη και την κατανομή της πελατείας, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται για αυτές τις υπηρεσίες τιμές υψηλότερες από εκείνες που θα χρεώνονταν υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Ως προς τις συμφωνίες για τις προσφορές διευκόλυνσης, η Επιτροπή διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 358 έως 360 της ίδιας απόφασης, ότι καταστρατηγούνταν η διαδικασία υποβολής προσφορών, καθόσον αλλοιώνονταν οι επιλογές τις οποίες είχε ο πελάτης και διαμορφώνονταν, τελικώς, τιμές υψηλότερες από εκείνες που θα χρεώνονταν υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.

93      Η Επιτροπή έκρινε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 361 έως 365 της επίδικης απόφασης, ότι τόσο ο άμεσος και έμμεσος καθορισμός των τιμών όσο και η κατανομή της αγοράς και των πελατών είναι εξ ορισμού πρακτικές περιοριστικές του ανταγωνισμού, καθώς και ότι η καταστρατήγηση της διαδικασίας υποβολής προσφορών συνιστούσε επίσης τέτοιον περιορισμό. Κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα, με την αιτιολογική σκέψη 366 της ίδιας πάντοτε απόφασης ότι «αυτό το πλέγμα συμφωνιών [είχε] ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ».

94      Εξάλλου, με το δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Portielje «παραδέχεται ότι η Gosselin έχει εισπράξει και καταβάλει προμήθειες στο πλαίσιο συγκεκριμένων διεθνών μετακομίσεων, καθώς και ότι έχει ζητήσει ή υποβάλει προσφορές διευκόλυνσης στο πλαίσιο άλλων περιπτώσεων διεθνών μετακομίσεων». Επομένως, το Portielje δεν αμφισβητεί ότι η Gosselin μετείχε στις συμφωνίες για τις προμήθειες και για τις προσφορές διευκόλυνσης. Ισχυρίζεται απλώς ότι οι συμφωνίες αυτές δεν έπρεπε να χαρακτηριστούν, όπως οι συμφωνίες για τις τιμές, ως αισθητοί περιορισμοί του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, στο μέτρο που, σε ό,τι αφορά την Gosselin, το γεγονός ότι εισέπραξε ή κατέβαλε προμήθειες ή ακόμη ότι ζήτησε ή υπέβαλε προσφορές διευκόλυνσης δεν συνοδεύτηκε ούτε στο ελάχιστο από κατανομή πελατείας ή καθορισμό τιμών.

95      Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, κατ’ αρχάς, οι συμφωνίες στις οποίες είχε μετάσχει η Gosselin είχαν εξ ορισμού, όπως ορθώς διαπίστωσε και η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, ως αντικείμενο τη διαμόρφωση τεχνητά υψηλών τιμών για τις υπηρεσίες μετακομίσεων, καθώς και την κατανομή της οικείας πελατείας. Επρόκειτο επομένως για δύο μορφές συμπαιγνίας ιδιαιτέρως επιζήμιες για τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά. Τόσο το επιχείρημα της Gosselin ότι τούτο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση όσο και το γεγονός ότι η Gosselin δεν μετείχε στις συμφωνίες για τις τιμές είναι συναφώς άνευ σημασίας και επ’ ουδενί δικαιολογούν, κατά συνέπεια, το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον χαρακτήρισε τις συμφωνίες για τις προμήθειες και τις συμφωνίες για τις προσφορές διευκόλυνσης ως συμφωνίες με αντικείμενο τον αισθητό περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

96      Εν συνεχεία, το επιχείρημα ότι κακώς η Επιτροπή καταλόγισε στην Gosselin την ευθύνη για την κατανομή της πελατείας και τον καθορισμό των τιμών στηρίζεται στην προκείμενη ότι οι συμφωνίες για τις προμήθειες και τις προσφορές διευκόλυνσης, στις οποίες δεν αμφισβητείται ότι πράγματι μετείχε και η Gosselin, δεν πρέπει να χαρακτηριστούν ως συμφωνίες σχετικές με την κατανομή της πελατείας και τον καθορισμό των τιμών. Όπως όμως συνάγεται από την αμέσως προηγούμενη σκέψη, η προκείμενη αυτή είναι εσφαλμένη. Συνεπώς, το σχετικό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

97      Τέλος, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παρέλκει, προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η εξέταση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας όταν προκύπτει ότι αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363, και προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 261).

98      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι οι συμφωνίες για τις προμήθειες και τις προσφορές διευκόλυνσης δεν είχαν, όπως υποστηρίζεται, ως αποτέλεσμα τον αισθητό περιορισμό του ανταγωνισμού, ιδίως με τον τρόπο που εφαρμόστηκαν από την Gosselin, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη, δεδομένου ότι βασίμως η Επιτροπή έκρινε ότι οι ως άνω συμφωνίες είχαν ως αντικείμενο να περιορίσουν αισθητά τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στην ανωτέρω σκέψη 95.

99      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, απόφαση, συμφωνία ή πρακτική είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, όταν, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών στοιχείων, πιθανολογείται επαρκώς ότι ασκεί, είτε στην πράξη είτε δυνητικά, άμεση ή έμμεση επιρροή στις συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται από οικονομικούς φορείς μεταξύ κρατών μελών, κατά τέτοιον δε τρόπο που θα μπορούσε να θίξει την πραγμάτωση της ενιαίας αγοράς των κρατών μελών. Απαιτείται, επιπλέον, η επιρροή αυτή να μην είναι αμελητέα (αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado (Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 36).

100    Έτσι, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, αφενός, ότι σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσης της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη και είναι, ως εκ τούτου, ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C‑35/99, Arduino, Συλλογή 2002, σ. I‑1529, σκέψη 33· προαναφερθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38) και, αφετέρου, ότι ο διασυνοριακός χαρακτήρας των οικείων υπηρεσιών είναι στοιχείο που έχει σημασία για την εκτίμηση του ζητήματος αν επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της ως άνω διάταξης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1987, 311/85, Vereniging van Vlaamse Reisbureaus, Συλλογή 1987, σ. 3801, σκέψεις 18 και 21).

101    Εξάλλου, ο ορισμός της σχετικής αγοράς, στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ γίνεται από την Επιτροπή με αποκλειστικό σκοπό να μπορεί να ελεγχθεί αν η εκάστοτε συμφωνία ενδέχεται να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς (διάταξη της 16ης Φεβρουαρίου 2006, C‑111/04 P, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής, σκέψη 31)

102    Εν προκειμένω, η Επιτροπή κατέληξε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 372 και 373 της επίδικης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες συμφωνίες μπορούσαν «πράγματι να παράγουν αισθητά αποτελέσματα στις συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται από οικονομικούς φορείς μεταξύ κρατών μελών», λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι επρόκειτο για διασυνοριακές υπηρεσίες και ότι «το άθροισμα των μεριδίων που είχαν οι οικείες εταιρίες στη βελγική αγορά των διεθνών μετακομίσεων υπερέβαινε το 5 % της σχετικής αγοράς [,] [...] καθόσον ανερχόταν σε περίπου 50 %». Επιπλέον, η Επιτροπή περιέγραψε τη σχετική αγορά με τις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 94 της ίδιας απόφασης, όπου διαπίστωσε ότι οι οικείες υπηρεσίες είναι «οι υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, δηλαδή οι υπηρεσίες μετακομίσεων “από πόρτα σε πόρτα” με σημείο αφετηρίας ή προορισμό το Βέλγιο»· ότι το μερίδιο που είχαν οι συμπράττουσες εταιρίες ισοδυναμούσε με «περίπου 50 %» της σχετικής αγοράς· ότι, καθόσον «το Βέλγιο καταλέγεται στα σημαντικά γεωπολιτικά κέντρα και αποτελεί [...] εμπορικό κόμβο», πολλές πολυεθνικές εταιρίες οι οποίες έχουν την έδρα τους ή κάποιο υποκατάστημα στο Βέλγιο χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των εταιριών διεθνών μετακομίσεων προκειμένου να μεταφέρουν είτε δικά τους κινητά πράγματα είτε την οικοσκευή των υπαλλήλων τους και, τέλος, ότι το γεωγραφικό επίκεντρο της σύμπραξης ήταν το Βέλγιο.

103    Εκ των ανωτέρω συνάγεται κατ’ αρχάς ότι η περιγραφή της σχετικής αγοράς όπως έγινε στην επίδικη απόφαση αρκεί, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίστηκε με την ανωτέρω σκέψη 101, προκειμένου να κριθεί αν η επίμαχη σύμπραξη μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Επίσης, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Portielje, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ορίσει τη σχετική αγορά, αφού, στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 94 της ίδιας απόφασης, προσδιόρισε το είδος των υπηρεσιών και τη γεωγραφική έκταση της αγοράς την οποία αφορούσε η σύμπραξη, ήτοι ότι επρόκειτο για τη βελγική αγορά των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων. Η ως άνω περιγραφή αρκούσε, επομένως, προς νομιμοποίηση της επίκλησης του κατώτατου ορίου που προβλέπει, ως προς το μερίδιο της αγοράς, το σημείο 53 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

104    Εν συνεχεία, αφενός, από τη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άθροισμα των μεριδίων που είχαν οι συμπράττουσες εταιρίες στη σχετική αγορά υπερέβαινε κατά πολύ το 5 % της αγοράς αυτής. Αφετέρου, λαμβανομένων υπόψη τόσο της νομολογίας που υπενθυμίστηκε με την ανωτέρω σκέψη 100 όσο και των χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης παράβασης, όπως τα επισήμανε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, πληρούται προδήλως εν προκειμένω η προϋπόθεση του σημείου 53 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, η οποία αφορά τη φύση της επίμαχης σύμπραξης.

105    Υπό τις συνθήκες αυτές, και ιδίως καθόσον η υπέρβαση του προβλεπόμενου στο εν λόγω σημείο 53 κατώτατου ορίου του 5 % της σχετικής αγοράς ήταν πρόδηλη, η Επιτροπή βασίμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οικείες συμφωνίες μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

106    Τέλος, εφόσον, κατά το σημείο 53 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, η υπέρβαση του κατώτατου ορίου του 5 % της σχετικής αγοράς μπορεί κατ’ αρχήν, σε περιπτώσεις συμπράξεων όπως η επίμαχη εν προκειμένω, να αρκεί για να αποδειχθεί ότι έχει επηρεαστεί αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και εφόσον, εν προκειμένω, η υπέρβαση του ως άνω ορίου υπήρξε μεγάλη, το επιχείρημα του Portielje ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πληρούνταν αυτή η προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ μπορεί να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των λοιπών στοιχείων τα οποία επικαλέστηκε το Portielje.

107    Κατόπιν των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι κανένα από τα δύο σκέλη του δεν είναι βάσιμο.

 Επί του τέταρτου λόγου ακύρωσης

108    Με τον τέταρτο λόγο της προσφυγής του, το Portielje υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη, στο πλαίσιο του υπολογισμού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Gosselin, το άρθρο 23, παράγραφοι 2, στοιχείο α΄, και 3, του κανονισμού 1/2003, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, πρώτον, κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παράβασης την οποία διέπραξε η Gosselin. Κατά το Portielje, η Επιτροπή παρέβη επίσης τόσο το ως άνω άρθρο όσο και τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές καθόσον χρησιμοποίησε, δεύτερον, ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Gosselin την αξία των πωλήσεων τις οποίες πραγματοποίησε η τελευταία κατά το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 30 Ιουνίου 2001, και όχι την αξία των πωλήσεών της για τη χρονική περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2001 έως 30 Ιουνίου 2002, και, τρίτον, καθόσον απέρριψε τις ελαφρυντικές περιστάσεις που επικαλέστηκε η Gosselin.

109    Κατά την Επιτροπή, αυτός ο λόγος ακύρωσης είναι απορριπτέος.

110    Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα του Portielje σχετικά με την παράλειψη της Επιτροπής να συνεκτιμήσει, στο πλαίσιο της εξέτασης της σοβαρότητας της παράβασης της Gosselin, όλες τις κρίσιμες περιστάσεις της υπόθεσης στηρίζεται επίσης στην προκείμενη ότι, αφενός, η συμμετοχή μόνο στις συμφωνίες για τις προμήθειες και τις προσφορές διευκόλυνσης είναι ποιοτικά διαφορετική από τη συμμετοχή στις συμφωνίες για τις τιμές και, αφετέρου, οι συμφωνίες στις οποίες μετείχε η Gosselin δεν καταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Κατά το Portielje, δεν ήταν επομένως βάσιμη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η παράβαση την οποία διέπραξε η Gosselin υπήρξε το ίδιο σοβαρή με την παράβαση των λοιπών μετεχόντων στην επίμαχη σύμπραξη, ιδίως των εταιριών που είχαν προχωρήσει σε συμφωνίες για καθορισμό των τιμών και, ως εκ τούτου, κακώς η Επιτροπή χρησιμοποίησε, ως προς όλες τις συμπράττουσες εταιρίες, το ίδιο ποσοστό του 17 % της αξίας των πωλήσεων για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

111    Εντούτοις, από την ανάλυση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακύρωσης που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου συνάγεται ότι η ως άνω προκείμενη είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε τις συμφωνίες για τις προμήθειες και τις προσφορές διευκόλυνσης ως συμφωνίες σχετικές με τον καθορισμό τιμών και με κατανομή της πελατείας και ότι οι οικείες συμφωνίες εμπίπτουν προδήλως, όπως και οι συμφωνίες για τις τιμές, στην κατηγορία των πλέον σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο και, για τον ίδιο λόγο, δεν πρέπει να γίνει δεκτό ούτε το αίτημα που προέβαλε το Portielje να μειώσει το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας του πλήρους δικαιοδοσίας, το πρόστιμο το οποίο είχε επιβληθεί στην Gosselin.

112    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, με την τροποποιητική απόφαση, η Επιτροπή διόρθωσε την επίδικη απόφαση ακριβώς ως προς την αξία των πωλήσεων της Gosselin οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τον υπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε, υπολογίζοντας έτσι εκ νέου το πρόστιμο με σημείο αναφοράς την αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η εν λόγω εταιρία κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 30 Ιουνίου 2002 και τροποποιώντας, κατά συνέπεια, το επιβληθέν πρόστιμο. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του σχετικού επιχειρήματος του Portielje κατέστη άνευ αντικειμένου.

113    Τρίτον, όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, το Portielje ζητεί βασικά να προσμετρηθούν ως ελαφρυντική περίσταση η περιορισμένη του συμμετοχή στην παράβαση και ο ήσσονος σημασίας ρόλος του σε αυτήν, στην ουσία κατ’ αναλογία προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις στις οποίες αναφέρονται η τρίτη και η πέμπτη περίπτωση του σημείου 29 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

114    Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του εν λόγω σημείου 29, «όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και κατά συνέπεια ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά», η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώνει ότι συντρέχει ελαφρυντική περίσταση και να μειώνει το βασικό ποσό του προστίμου.

115    Εν προκειμένω όμως το γεγονός και μόνον ότι η Gosselin απείχε από τις συμφωνίες για τις τιμές και από όλες τις συναντήσεις των εταιριών που μετείχαν στη σύμπραξη δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της τρίτης περίπτωσης του σημείου 29, ούτε ότι η Gosselin είχε περιορισμένο ρόλο στην επίμαχη σύμπραξη, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε στην ανωτέρω σκέψη 90, η ευθύνη που καταλογίστηκε στην Gosselin δεν αφορούσε τις συμφωνίες για τις τιμές και ότι, κατά τη διάρκεια της δικής της συμμετοχής, ο μηχανισμός της σύμπραξης λειτουργούσε χωρίς να χρειάζεται να οργανώνονται συναντήσεις των μετεχόντων σε αυτήν.

116    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει το Portielje, κακώς η Επιτροπή αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η Gosselin κρίθηκε υπεύθυνη για μια ενιαία και διαρκή παράβαση, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη αναγνώριση του πλεονεκτήματος της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, όπως προκύπτει, ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 280 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της πολυάριθμα στοιχεία που αποδείκνυαν ευθέως τη συμμετοχή της Gosselin στις συμφωνίες για τις προμήθειες και τις προσφορές διευκόλυνσης. Τα ως άνω στοιχεία αρκούσαν, εν πάση περιπτώσει, ήδη από μόνα τους για να καταρρίψουν οποιοδήποτε επιχείρημα περί περιορισμένης συμμετοχής στη σύμπραξη.

117    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Portielje δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή έσφαλε καθόσον αρνήθηκε να αναγνωρίσει, με την επίδικη απόφαση, στην Gosselin το πλεονέκτημα της ελαφρυντικής περίστασης η οποία αφορά περιορισμένη συμμετοχή στη σύμπραξη και ήσσονος σημασίας ρόλο σε αυτήν.

118    Αφετέρου, ως προς το επιχείρημα ότι οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες της Gosselin είχαν επιτραπεί από δημόσιες αρχές, αρκεί η διαπίστωση ότι το Portielje, πέρα από ανυποστήρικτους ισχυρισμούς, ουδέν στοιχείο προέβαλε το οποίο να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή, ως θεσμικό όργανο, επέτρεψε ή ενθάρρυνε, κατά την έννοια του σημείου 29, πέμπτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, τη σύναψη των συμφωνιών για τις προμήθειες ή για τις προσφορές διευκόλυνσης. Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται ότι κακώς η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει στην Gosselin το πλεονέκτημα της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης.

119    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι, στο μέτρο που δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακύρωσης

120    Με τον πέμπτο λόγο ακύρωσης της προσφυγής του, το Portielje υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν απορριφθούν ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακύρωσης, η επίδικη απόφαση πρέπει ούτως ή άλλως να ακυρωθεί λόγω παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο μέτρο που, αφενός, η συμπεριφορά της Gosselin διαφέρει αντικειμενικά και ποιοτικά από εκείνη των λοιπών μετεχόντων στην επίμαχη σύμπραξη, δεδομένου ότι η Gosselin δεν ενεπλάκη στις συμφωνίες για τις τιμές ή την κατανομή της πελατείας και, αφετέρου, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, την αξία των πωλήσεων τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η Gosselin κατά το προτελευταίο έτος πριν από την παύση της παράβασης.

121    Συναφώς αρκεί να επισημανθεί ότι, αφενός, από την ανάλυση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακύρωσης που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορθώς οι συμφωνίες στις οποίες μετείχε η Gosselin χαρακτηρίστηκαν από την Επιτροπή ως συμφωνίες για τον καθορισμό τιμών και για κατανομή των πελατών και ότι, ως εκ τούτου, η συμπεριφορά της Gosselin δεν διέφερε κατ’ ουσίαν από εκείνη των συμπραττόντων. Αφετέρου, όπως διαπιστώθηκε με την ανωτέρω σκέψη 112, το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος του Portielje έχει καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω της έκδοσης της τροποποιητικής απόφασης της Επιτροπής. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

122    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, εφόσον ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης που προέβαλε το Portielje ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι βάσιμος, η προσφυγή του πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

123    Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν το Δικαστήριο δέχεται την αίτηση αναίρεσης και κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 184, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

124    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν έγιναν δεκτά ούτε τα αιτήματα που προέβαλε το Portielje κατ’ αναίρεση ούτε εκείνα στο πλαίσιο της προσφυγής του στην υπόθεση T‑209/07, το Portielje πρέπει να καταδικαστεί, εφόσον η Επιτροπή προέβαλε σχετικό αίτημα, στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί τα σημεία 4 και 6 του διατακτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Ιουνίου 2011, T‑208/08 και T‑209/08, Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής.

2)      Ακυρώνει την προσφυγή του Stichting Administratiekantoor Portielje στην υπόθεση T‑209/08.

3)      Καταδικάζει το Stichting Administratiekantoor Portielje στα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας στην υπόθεση T‑209/08 όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.