Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 3 Μαΐου 2018 ο Jean-Marie Le Pen κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 7 Μαρτίου 2018, στην υπόθεση T-140/16, Le Pen κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση C-303/18 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Jean-Marie Le Pen (εκπρόσωπος: F. Wagner, avocat)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

Να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 2018, T-140/16.

Ως εκ τούτου:

Να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Ιανουαρίου 2016, η οποία κοινοποιήθηκε με την αριθ. D 302191 επιστολή, της 5ης Φεβρουαρίου 2016, εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 68 της αποφάσεως 2009/C 159/01 του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008, «σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», όπως έχει τροποποιηθεί, και με την οποία διαπιστώνεται οφειλή του νυν αναιρεσείοντος προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύψους 320 026,23 ευρώ λόγω ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στο πλαίσιο της βουλευτικής επικουρίας και αιτιολογείται η απαίτηση εισπράξεώς της·

Να ακυρώσει το αριθ. 2016-195 χρεωστικό σημείωμα της 4ης Φεβρουαρίου 2016, με το οποίο γνωστοποιείται στον νυν αναιρεσείοντα η βεβαίωση οφειλής του, κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της 29ης Ιανουαρίου 2016, και διατάσσεται η ανάκτηση των χρηματικών ποσών που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως στο πλαίσιο της βουλευτικής επικουρίας·

Να επιδικάσει στον νυν αναιρεσείοντα το εκ του νόμου προβλεπόμενο ποσό σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη·

Να επιδικάσει στον νυν αναιρεσείοντα το εκ του νόμου προβλεπόμενο ποσό όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε·

Να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1. Λόγος αναιρέσεως έχων χαρακτήρα δημοσίας τάξεως: Προσβολή εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων άμυνας του αναιρεσείοντος – Παράβαση ουσιώδους τύπου

Καθόσον δεν επέβαλε στο Κοινοβούλιο την τήρηση των άρθρων 41 και 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το Γενικό Δικαστήριο δεν επέτρεψε τη διεξαγωγή νομότυπης και κατ’ αντιμωλία διαδικασίας. Το Κοινοβούλιο έχει στη διάθεσή του τον φάκελο της διοικητικής υποθέσεως και τον σχετικό με την έκθεση της OLAF φάκελο, από τους οποίους μπορεί να αντλήσει πλεονέκτημα στην υπόθεση. Μεταξύ των στοιχείων των δύο φακέλων μπορεί να περιλαμβάνονται αποδεικτικά στοιχεία για την εργασία των κοινοβουλευτικών βοηθών, πλην όμως δεν γνωστοποιούνται στον αναιρεσείοντα.

2. Παράβαση του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου – Πλειστάκις πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο – Δυσμενής διάκριση και, κατ’ επέκταση, fumus persecutionis – Παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της νομιμότητας

α. Μη ύπαρξη αντίστοιχης πρωτοβουλίας έναντι άλλων πολιτικών κομμάτων

Το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η πρωτοβουλία του M. Schulz συνιστούσε συμπεριφορά ενέχουσα διακρίσεις, μολονότι στρεφόταν αποκλειστικώς κατά του Front National και όχι κατά άλλων κομμάτων. Όμοιες διαδικασίες θα έπρεπε, κατά τον αναιρεσείοντα, να κινηθούν κατά του συνόλου των γαλλικών κομμάτων, κατά άλλων κομμάτων κρατών μελών και κατά δεκάδων βουλευτών.

β. Δυσμενής διάκριση λόγω της προσωπικής καταστάσεως του M. Schulz και της εκ μέρους του χρησιμοποιήσεως του προσωπικού του Κοινοβουλίου

Το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε να προβεί σε ακρόαση των M. Schulz και K. Welle, μολονότι ο νυν αναιρεσείων προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία παράνομης συμπεριφοράς του πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου, χωρίς να ασκηθεί δίωξη εις βάρος του. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε μνεία των προσκομισθέντων εγγράφων, στοιχείο που συνιστά πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά έχουσα συνέπειες ως προς την κρίση περί το δίκαιο.

γ. Παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της νομιμότητας

Αντιθέτως προς ό,τι επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο, υφίστανται πολυάριθμες περιπτώσεις παραβιάσεως των μέτρων εφαρμογής, στις οποίες το Κοινοβούλιο δεν απαίτησε την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών.

3. Έλλειψη εσωτερικής νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων

α. Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου

Εάν η τροποποιητική πράξη της συμβάσεως αποτελούσε τόσο ουσιώδες αποδεικτικό στοιχείο για την εργασία, θα απέκειτο στο Κοινοβούλιο να αποδείξει την παράλειψη του αναιρεσείοντος να την προσκομίσει, αντιθέτως προς ό,τι αποφαίνεται το Γενικό Δικαστήριο. Το Γενικό Δικαστήριο, επομένως, αντιστρέφει το βάρος αποδείξεως, υποπίπτοντας σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά έχουσα συνέπειες ως προς την κρίση περί το δίκαιο.

β. Χρόνος εργασίας που απαιτείται να δικαιολογηθεί και τρόπος αποδείξεως

Το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τη φράση του Γενικού Γραμματέα, ο οποίος απαιτεί να δικαιολογηθεί το σύνολο του χρόνου εργασίας και όχι την «απόδειξη του σύμφωνου με τα μέτρα εφαρμογής χαρακτήρα της εργασίας».

Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει ότι υφίσταται υποχρέωση σε περίπτωση κατά την οποία το Κοινοβούλιο αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, στοιχείο που έχει καταγραφεί στα πρακτικά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, και σε περίπτωση κατά την οποία κανένα άρθρο των μέτρων εφαρμογής δεν προβλέπει τέτοια υποχρέωση. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

γ. Πραγματοποιηθείσα εργασία

Ο αναιρεσείων προσκομίζει ενώπιον του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 127 του Κανονισμού Διαδικασίας, δύο νέα αποδεικτικά στοιχεία.

δ. Προσβολή της αρχής της αναλογικότητας

Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, δεν υφίστατο καμία άνευ όρων και επιφυλάξεων υποχρέωση του Κοινοβουλίου να ανακτήσει το σύνολο των ποσών για τα πέντε έτη, μολονότι μόνον τα ποσά που αντιστοιχούν σε τρία χαρακτηρίζονταν ως επίμαχα. Η παραβίαση αυτή της αρχής της αναλογικότητας δικαιολογεί την αναίρεση της αποφάσεως.

ε. Εξωτερικές συμβάσεις

Το Κοινοβούλιο και, εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο δεν κατέδειξαν ότι ο J.-F. Jalkh διατηρούσε επαγγελματικούς δεσμούς με τρίτους δυνάμενους να ζημιώσουν το πρόσωπο του αναιρεσείοντος ή την αξιοπρέπεια του Κοινοβουλίου και να συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων.

____________