Language of document : ECLI:EU:F:2011:174

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑121/10

Michael Heath

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Συνταξιοδοτικό σύστημα — Συνταξιοδοτικό πρόγραμμα — Ετήσια αύξηση των συντάξεων — Εναρμονισμένοι δείκτες τιμών καταναλωτή — Γνώμη του αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος — Διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού — Διαβούλευση με την επιτροπή εποπτείας — Δικαίωμα συλλογικής διαπραγματεύσεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία ο M. Heath ζητεί να ακυρωθούν τα εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεώς του του Ιανουαρίου 2010 και των επομένων μηνών, καθόσον εφαρμόζουν ετήσια αύξηση συντάξεως 0,6 % στο πλαίσιο της αναπροσαρμογής των συντάξεων για το 2010, και να υποχρεωθεί, κατ’ ουσίαν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ της εφαρμοσθείσας αυξήσεως της συντάξεως και αυτής στην οποία είχε δικαίωμα, καθώς και το ποσό των 5 000 ευρώ για την υλική ζημία που εκτιμά ότι υπέστη λόγω της μειώσεως της αγοραστικής του δυνάμεως και το ποσό των 5 000 ευρώ προς ικανοποίηση της προβαλλομένης ηθικής βλάβης.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων‑ενάγων φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Πράξεις της διοικήσεως — Πράξεις προσωρινής ισχύος — Πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα

2.      Υπάλληλοι — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Περιεχόμενο

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγοι ακυρώσεως — Λόγος ακυρώσεως βάλλων κατά γνώμης επί τεχνικών ζητημάτων που αποτέλεσε τη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο — ΄Ορια

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Συντάξεις — Ετήσια αύξηση — Γνώμη του αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παράρτημα III, άρθρο 17 § 7)

5.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εκπροσώπηση — Επιτροπή προσωπικού — Υποχρεωτική διαβούλευση — Περιεχόμενο — Ετήσια αύξηση των συντάξεων — Δεν περιλαμβάνεται

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 48 και 49, και παράρτημα III, άρθρο 17 § 7)

6.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εκπροσώπηση — Επιτροπή εποπτείας του συνταξιοδοτικού προγράμματος — Υποχρεωτική διαβούλευση — Περιεχόμενο — Ετήσια αύξηση των συντάξεων — Δεν περιλαμβάνεται — Δικαίωμα λήψεως της γνώμης του αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος σχετικά με τη χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου — Δεν υφίσταται

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Kεντρικής Τράπεζας, παράρτημα III, άρθρα 6 § 8, εδ. 2, και 17 § 7)

7.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι — Περιεχόμενο — Υποχρέωση συλλογικής διαπραγματεύσεως — Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 28)

8.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αίτημα αποζημιώσεως συναρτώμενo προς αίτημα ακυρώσεως — Απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως — Προϋποθέσεις του παραδεκτού του αιτήματος αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Μία πράξη, έστω προσωρινής ισχύος, παράγει έννομα αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της ισχύος της, εφόσον η έκδοσή της αποσκοπεί στην ουσιώδη μεταβολή της νομικής καταστάσεως των προσώπων τα οποία αφορά.

(βλ. σκέψη 66)

2.      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει μεν στη διοίκηση, όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις, την υποχρέωση να τις συντάσσει κατά τρόπον αρκούντως σαφή, ώστε οι αποδέκτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν επακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους, πλην όμως η αρχή αυτή δεν επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση να περιορίζει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει θεσπίζοντας μέτρα εκτελέσεως που κατατείνουν στον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο προτίθεται να ασκεί στο μέλλον την εξουσία εκτιμήσεώς της.

(βλ. σκέψη 88)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Απριλίου 2005, C‑110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 30

ΔΔΔΕΕ: 27 Σεπτεμβρίου 2011, F‑98/09, Whitehead κατά ΕΚΤ, σκέψη 59

3.      Προκειμένου περί γνώμης επί τεχνικών ζητημάτων, ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης περιορίζεται στην επαλήθευση του ότι αυτή διατυπώθηκε από εμπειρογνώμονα ο οποίος επελήφθη της υποθέσεως νομοτύπως, ότι η εν λόγω γνώμη στηρίζεται σε ακριβή πραγματικά στοιχεία, ότι τα στοιχεία αυτά μπορούν να θεμελιώσουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο εμπειρογνώμων και ότι η γνώμη αυτή περιέχει αιτιολογία που παρέχει στο αρμόδιο όργανο τη δυνατότητα να αξιολογήσει τις εκτιμήσεις στις οποίες βασίζονται τα συμπεράσματα που περιέχει και να εντοπίσει την ύπαρξη μιας δυναμένης να γίνει αντιληπτή σχέσεως μεταξύ των διαπιστώσεων που περιλαμβάνει η γνώμη και των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει, πλην όμως ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να αφορά τη σκοπιμότητα της συνεκτιμήσεως ενός δεδομένου ή της εφαρμογής μιας μεθόδου υπολογισμού αντί μιας άλλης, εφόσον αυτά που προκρίθηκαν είναι κατάλληλα.

(βλ. σκέψη 90)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Ιουνίου 2000, T‑84/98, C κατά Συμβουλίου, σκέψη 43

4.      Στον τομέα της ετήσιας αυξήσεως των συντάξεων των πρώην υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν μπορεί να προσαφθεί στον αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος ότι δεν επισύναψε στη γνώμη, την οποία απηύθυνε στην Εκτελεστική Επιτροπή, εκτίμηση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως του ταμείου συντάξεων, ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, δεδομένου ότι το άρθρο 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος III των Όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: Όροι απασχολήσεως) δεν επιβάλλει στον αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος την υποχρέωση να προβαίνει σε αριθμητική εκτίμηση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως του εν λόγω ταμείου, εφόσον η γνώμη του είναι επαρκώς αιτιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου διατυπώθηκε, ώστε να παρέχει στην Εκτελεστική Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει απόφαση εν γνώσει της καταστάσεως.

Ομοίως, το εν λόγω άρθρο 17, παράγραφος 7, δεν επιβάλλει στον αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος την υποχρέωση να προβαίνει σε συγκριτική εκτίμηση ως προς το κόστος της εφαρμογής του γενικού συντελεστή αναπροσαρμογής των μισθών του προσωπικού της Τράπεζας και της εφαρμογής του συντελεστή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή της Νομισματικής Ένωσης, αντιστοίχως, εφόσον η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου συντάξεων είναι τέτοια ώστε μόνο μια αύξηση των συντάξεων που αντιστοιχεί στον πλέον χαμηλό εκ των δύο συντελεστών να είναι δυνατή, οπότε δεν δικαιολογείται σύγκριση όσον αφορά το κόστος της αντίστοιχης εφαρμογής εκάστου εκ των δύο αυτών συντελεστών.

Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι η γνώμη του αναλογιστή δεν είναι αιτιολογημένη, πράγμα το οποίο δεν απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος III των Όρων απασχολήσεως, δεν μπορεί να συνιστά απόδειξη περί του ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν διαφωτίσθηκε ως προς την ακριβή χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου συντάξεων, δεδομένου ότι αυτό έχει τη δυνατότητα, εάν το επιθυμεί, να ζητήσει συναφώς διευκρινίσεις από τον αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος. Κατά συνέπεια, από την έλλειψη ή την ανεπάρκεια αιτιολογίας της γνώμης του αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος δεν μπορεί να συναχθεί ότι το διοικητικό συμβούλιο παραβαίνει το καθήκον μέριμνας και το καθήκον χρηστής διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 95, 96 και 107)

5.      Μεταξύ των ζητημάτων ως προς τα οποία επιβάλλεται διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα άρθρα 48 και 49 των Όρων απασχολήσεων μνημονεύουν όχι τα σχετικά με τις «συντάξεις», αλλά μόνον αυτά που αφορούν το «συνταξιοδοτικό σύστημα», έννοια που παραπέμπει στους κανόνες που ρυθμίζουν, ιδίως, τις προϋποθέσεις χρηματοδοτήσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τις προϋποθέσεις παροχής των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τον τρόπο εκκαθαρίσεώς τους και την αναπροσαρμογή τους στην εξέλιξη του κόστους διαβιώσεως, χωρίς να περιλαμβάνουν, πάντως, τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’εφαρμογή των κανόνων αυτών, τα οποία κατατείνουν, ιδίως, στο να καθοριστεί επακριβώς ποιος πρέπει να είναι ο συντελεστής ετήσιας αυξήσεως των συντάξεων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Τράπεζα ότι δεν διαβουλεύθηκε με την επιτροπή προσωπικού πριν από τον καθορισμό της αυξήσεως των συντάξεων δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος III των Όρων απασχολήσεως.

(βλ. σκέψη 119)

6.      Προκειμένου περί της διαβουλεύσεως με την επιτροπή εποπτείας του συνταξιοδοτικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ούτε από τις διατάξεις της εντολής της εν λόγω επιτροπής ούτε από άλλο κείμενο συνάγεται ότι επιβάλλεται διαβούλευση με την επιτροπή αυτή πριν από την έκδοση της ετήσιας αποφάσεως περί αυξήσεως των συντάξεων δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος III των Όρων απασχολήσεως. Ομοίως, καμία διάταξη της εντολής της επιτροπής εποπτείας ή άλλου κειμένου δεν προβλέπει ότι στην επιτροπή εποπτείας πρέπει να κοινοποιείται αντίγραφο της γνώμης του αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου. Πράγματι, μολονότι η εντολή της επιτροπής εποπτείας ορίζει, στο άρθρο 30, ότι η επιτροπή εποπτείας πρέπει να λαμβάνει αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως του αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος, από τη γενική οικονομία των εφαρμοστέων στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα διατάξεων προκύπτει ότι η έκθεση αξιολογήσεως, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 30 της εντολής της επιτροπής εποπτείας, είναι η έκθεση αξιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 8, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος III των Όρων απασχολήσεως, την οποία ο αναλογιστής του συνταξιοδοτικού προγράμματος οφείλει να συντάσσει κατόπιν αιτήσεως του διαχειριστή του προγράμματος, προκειμένου να εκτιμηθεί η δυνατότητα αξιοποιήσεως του ταμείου συντάξεων, και όχι η γνώμη που ο αναλογιστής του συνταξιοδοτικού προγράμματος οφείλει να διατυπώνει στο πλαίσιο της διαδικασίας της ετήσιας αυξήσεως των συντάξεων.

(βλ. σκέψη 120)

7.      Ούτε οι διατάξεις του άρθρου 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε οι διατάξεις του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβλέπουν υποχρέωση του εργοδότη να συνάπτει συλλογικές συμβάσεις στον τομέα της μισθολογικής πολιτικής, ούτε καν να προβλέπει διαδικασία παρέχουσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα του προσωπικού τη δυνατότητα να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στον ορισμό και στην εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για το προσωπικό. Απλώς, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη ενθαρρύνει, χωρίς να την επιβάλλει, «την καθιέρωση διαδικασιών εκούσιας διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών ή των οργανώσεων εργοδοτών, αφενός, και των οργανώσεων των εργαζομένων, αφετέρου, προκειμένου να ρυθμίζονται οι όροι απασχολήσεως με συλλογικές συμβάσεις». Όσον αφορά το άρθρο 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καίτοι κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα των εργαζομένων να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις για την προάσπιση των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων τους, οι διατάξεις τους δεν συνεπάγονται την υποχρέωση καθιερώσεως διαδικασίας συλλογικής διαπραγματεύσεως ούτε αναθέσεως στις εν λόγω συνδικαλιστικές οργανώσεις εξουσίας συναποφάσεως ενόψει της επεξεργασίας των όρων απασχολήσεως των εργαζομένων.

(βλ. σκέψη 121)

8.      Κατ’ εξαίρεση από την αρχή ότι η απόρριψη των ακυρωτικών αιτημάτων συνεπάγεται την απόρριψη των αιτημάτων αποζημιώσεως, σε περίπτωση απορρίψεως των ακυρωτικών αιτημάτων, τα αποζημιωτικά αιτήματα που συναρτώνται στενά προς αυτά μπορούν, ωστόσο, να γίνουν δεκτά εάν η προβαλλόμενη ζημία οφείλεται στον παράνομο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως ο οποίος, μολονότι δεν κατέστη δυνατόν να θεμελιώσει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, προκάλεσε βλάβη στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

(βλ. σκέψεις 129 και 130)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 Απριλίου 2006, T-394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, σκέψη 164