Language of document : ECLI:EU:C:2009:101

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Φεβρουαρίου 2009 (*)

«Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως για την είσοδο στο έδαφος κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑228/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Oberverwaltungsgericht Berlin‑Brandenburg (Γερμανία) με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Μαΐου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Mehmet Soysal,

Ibrahim Savatli

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

παρισταμένου του

Bundesagentur für Arbeit,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, A. Tizzano, A. Borg Barthet και J.-J. Kasel (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Οκτωβρίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι M. Soysal και I. Savatli, εκπροσωπούμενοι από τον R. Gutmann, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και J. Möller,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Holdgaard,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Καριψιάδη και την Τ. Παπαδοπούλου,

–        η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Mihelič,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Wilderspin και G. Braun,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: πρόσθετο πρωτόκολλο).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των M. Soysal και Ι. Savatli, Τούρκων υπηκόων, και της Bundesrepublik Deutschland σχετικά με την υποχρέωση των Τούρκων οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων να ζητούν θεώρηση εισόδου προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες υπό τη μορφή διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

 Η σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας

3        Σύμφωνα με το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως), έχει ως αντικείμενο την προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ακόμη και όσον αφορά το εργατικό δυναμικό, με τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως) και με την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 13 της εν λόγω Συμφωνίας) και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 14 της ίδιας Συμφωνίας), με σκοπό τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του τουρκικού λαού και τη διευκόλυνση, στη συνέχεια, της εντάξεως της Τουρκικής Δημοκρατίας στην Κοινότητα (τέταρτη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 28 της Συμφωνίας).

4        Προς τούτο, η Συμφωνία Συνδέσεως προβλέπει μια προπαρασκευαστική φάση, προκειμένου να παρασχεθεί στην Τουρκική Δημοκρατία η δυνατότητα να ενισχύσει την οικονομία της με τη βοήθεια της Κοινότητας (άρθρο 3 της Συμφωνίας), μια μεταβατική φάση, κατά τη διάρκεια της οποίας διασφαλίζονται η βαθμιαία σύσταση τελωνειακής ενώσεως και η προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών (άρθρο 4 της εν λόγω Συμφωνίας), και μια οριστική φάση, η οποία βασίζεται στην τελωνειακή ένωση και συνεπάγεται την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των συμβαλλομένων μερών (άρθρο 5 της ίδιας Συμφωνίας).

5        Το άρθρο 6 της Συμφωνίας Συνδέσεως έχει ως εξής:

«Για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή και η βαθμιαία ανάπτυξη του καθεστώτος της συνδέσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνδέσεως, το οποίο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του παρέχονται από τη Συμφωνία.»

6        Το άρθρο 8 της Συμφωνίας Συνδέσεως, το οποίο περιέχεται στον τίτλο II της Συμφωνίας που τιτλοφορείται «Εφαρμογή της μεταβατικής φάσεως», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για την πραγματοποίηση των σκοπών που εκτίθενται στο άρθρο 4, το Συμβούλιο Συνδέσεως καθορίζει, πριν από την έναρξη της μεταβατικής φάσεως και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 1 του προσωρινού πρωτοκόλλου, τις προϋποθέσεις, τους τρόπους και τον ρυθμό εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν θέματα περιλαμβανόμενα στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Κοινότητος τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και ιδίως τα αναφερόμενα στον παρόντα τίτλο, καθώς και κάθε ρήτρα διασφαλίσεως η οποία θα καθίστατο αναγκαία.»

7        Τα άρθρα 12 έως 14 της Συμφωνίας Συνδέσεως περιλαμβάνονται επίσης στον τίτλο II της Συμφωνίας, στο κεφάλαιο 3, που τιτλοφορείται «Άλλες διατάξεις οικονομικού χαρακτήρος».

8        Το άρθρο 12 προβλέπει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα [39 ΕΚ], [40 ΕΚ] και [41 ΕΚ] για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους.»

9        Το άρθρο 13 ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα [43 ΕΚ] μέχρι και [46 ΕΚ] και [48 ΕΚ] για την κατάργηση μεταξύ τους των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως.»

10      Το άρθρο 14 ορίζει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα [45 ΕΚ], [46 ΕΚ] και [48 ΕΚ] μέχρι και [54 ΕΚ] για την κατάργηση μεταξύ τους των περιορισμών στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών.»

11      Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνδέσεως προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για την πραγματοποίηση των στόχων οι οποίοι καθορίζονται στην Συμφωνία και στις περιπτώσεις που προβλέπονται από αυτή, το Συμβούλιο Συνδέσεως έχει εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις. Καθένα από τα συμβαλλόμενα δύο μέρη έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται ή εκτέλεση των αποφάσεων [...]».

12      Το πρόσθετο πρωτόκολλο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο του 62, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Συμφωνίας Συνδέσεως, θεσπίζει, σύμφωνα με το άρθρο του 1, τους όρους, τον τρόπο και τον ρυθμό εφαρμογής της μεταβατικής φάσεως του άρθρου 4 της εν λόγω Συμφωνίας.

13      Το πρόσθετο πρωτόκολλο περιλαμβάνει τον τίτλο II, που επιγράφεται «Διακίνηση προσώπων και υπηρεσιών» και του οποίου το μεν κεφάλαιο I αφορά «[τους] εργαζ[ομένους]», το δε κεφάλαιο II ρυθμίζει το «[δ]ικαίωμα εγκαταστάσεως, [τις] υπηρεσίες και [τις] μεταφορές».

14      Το άρθρο 36 του προσθέτου πρωτοκόλλου, που αποτελεί μέρος του εν λόγω κεφαλαίου I, προβλέπει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας και της Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί σταδιακά, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως, μεταξύ της λήξεως του δωδέκατου και του εικοστού δεύτερου έτους μετά την έναρξη της ισχύος της Συμφωνίας και ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως θα αποφασίσει για τις αναγκαίες προς τούτο διαδικασίες.

15      Το άρθρο 41 του προσθέτου πρωτοκόλλου, που περιέχεται στο κεφάλαιο II του εν λόγω τίτλου II, έχει ως εξής:

«1.      Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

2.      Το Συμβούλιο Συνδέσεως ορίζει, σύμφωνα με τις αρχές των άρθρων 13 και 14 της Συμφωνίας Συνδέσεως, τον ρυθμό και τον τρόπο κατά τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη καταργούν προοδευτικά μεταξύ τους τους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Το Συμβούλιο Συνδέσεως ορίζει τον ρυθμό και τον τρόπο αυτό για τις διάφορες κατηγορίες δραστηριοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη ανάλογες διατάξεις που έχουν ήδη θεσπισθεί από την Κοινότητα στους τομείς αυτούς, καθώς και την ειδική κατάσταση της Τουρκίας στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα. Δίδεται προτεραιότητα στις δραστηριότητες που συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ανάπτυξη της παραγωγής και των συναλλαγών.»

16      Δεν αμφισβητείται ότι, μέχρι σήμερα, το Συμβούλιο Συνδέσεως, που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως και αποτελείται, αφενός, από μέλη των κυβερνήσεων των κρατών μελών, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως καθώς και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, αφετέρου, από μέλη της Τουρκικής Κυβερνήσεως, δεν έχει εκδώσει καμία απόφαση βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 2, του προσθέτου πρωτοκόλλου.

17      Το άρθρο 59 του προσθέτου πρωτοκόλλου, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο IV που επιγράφεται «Γενικές και τελικές διατάξεις», έχει ως εξής:

«Στους τομείς που καλύπτονται από το παρόν πρωτόκολλο, η Τουρκία δεν δύναται να απολαύει περισσότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητος.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 539/2001

18      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 539/2001 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ L 81, σ. 1), ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι υπήκοοι των τρίτων χωρών οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι πρέπει να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών.»

19      Από το εν λόγω παράρτημα Ι προκύπτει ότι η Τουρκική Δημοκρατία περιλαμβάνεται μεταξύ των χωρών που απαριθμούνται στον κατάλογο του παραρτήματος αυτού.

20      Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 539/2001 υπενθυμίζει ότι το άρθρο 61 ΕΚ συγκαταλέγει τον καθορισμό του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υποχρεούνται να διαθέτουν θεώρηση προκειμένου να διέλθουν τα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών καθώς και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση «μεταξύ των συνοδευτικών μέτρων τα οποία σχετίζονται άμεσα με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

 Η εθνική νομοθεσία

21      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, την 1η Ιανουαρίου 1973, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι Τούρκοι υπήκοοι οι οποίοι, όπως οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, ασκούσαν εντός του κράτους μέλους αυτού δραστηριότητα μέγιστης διάρκειας δύο μηνών στον τομέα της διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων δεν χρειάζονταν άδεια για να εισέλθουν στη γερμανική επικράτεια. Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, σημείο 2, του εκτελεστικού κανονισμού του νόμου περί αλλοδαπών (Verordnung zur Durchführung des Ausländergesetzes), όπως αυτός δημοσιεύθηκε στις 12 Μαρτίου 1969 (BGBl. 1969 I, σ. 207), οι Τούρκοι υπήκοοι είχαν δικαίωμα εισόδου στη Γερμανία χωρίς θεώρηση εισόδου.

22      Γενική υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου επιβλήθηκε στους Τούρκους υπηκόους μόλις με τη θέση σε ισχύ του ενδέκατου τροποποιητικού κανονισμού του εκτελεστικού κανονισμού του νόμου περί αλλοδαπών, της 1ης Ιουλίου 1980 (BGBl. 1980 I, σ. 782).

23      Σήμερα, η υποχρέωση των Τούρκων υπηκόων, όπως οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, να διαθέτουν θεώρηση προκειμένου να εισέλθούν στη Γερμανία προκύπτει από τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 6 του νόμου περί διαμονής των αλλοδαπών (Aufenthaltsgesetz), της 30ής Ιουλίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 1950, στο εξής: Aufenthaltsgesetz), που αντικατέστησε τον νόμο περί αλλοδαπών (Ausländergesetz) και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2005, καθώς και από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του παραρτήματος Ι του κανονισμού 539/2001.

24      Με τίτλο «Απαίτηση κατοχής τίτλου διαμονής», το άρθρο 4, παράγραφος 1, του Aufenthaltsgesetz ορίζει τα εξής:

         «1)   Για την είσοδο και την παραμονή τους στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι αλλοδαποί υποχρεούνται να διαθέτουν τίτλο διαμονής εφόσον το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή κανονιστική πράξη δεν ορίζει άλλως, ή εκτός αν υφίσταται δικαίωμα διαμονής δυνάμει της συμφωνίας της 12ης Σεπτεμβρίου 1963 περί συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας […]. Ο τίτλος διαμονής χορηγείται ως

1.      θεώρηση εισόδου (άρθρο 6)

2.      άδεια διαμονής (άρθρο 7) ή

3.      άδεια εγκαταστάσεως (άρθρο 9).»

25      Το επιγραφόμενο «Θεώρηση εισόδου» άρθρο 6 του Aufenthaltsgesetz προβλέπει τα ακόλουθα:

         «1)   Σε αλλοδαπό μπορεί να χορηγηθεί:

1.      θεώρηση εισόδου Schengen για διεύλευση ή

2.      θεώρηση εισόδου Schengen για διαμονή τριών μηνών κατ’ ανώτατο όριο από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου (διαμονές βραχείας διάρκειας),

εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως τις οποίες προβλέπει η σύμβαση περί εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen και των εκτελεστικών της διατάξεων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θεώρηση εισόδου Schengen μπορεί να χορηγηθεί για λόγους που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο ή για ανθρωπιστικούς λόγους ή, ακόμα, για την προάσπιση των πολιτικών συμφερόντων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς της τις οποίες προβλέπει η συνθήκη εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen. Στην περίπτωση αυτή, η θεώρηση εισόδου ισχύει μόνο για το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

         2)     Η θεώρηση εισόδου για διαμονές βραχείας διάρκειας μπορεί να χορηγηθεί και για πλείονες διαμονές με χρονική ισχύ μέχρι πέντε έτη, υπό τον όρο ότι το χρονικό διάστημα της διαμονής δεν υπερβαίνει κάθε φορά τους τρεις μήνες εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου.

         3)     Θεώρηση εισόδου Schengen χορηγηθείσα βάσει της παραγράφου 1, πρώτη περίοδος, μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις, να παραταθεί για συνολική διάρκεια διαμονής τριών μηνών εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που η θεώρηση εισόδου έχει χορηγηθεί στην αλλοδαπή από πρεσβεία άλλου κράτους που εφαρμόζει τη Συνθήκη Schengen. Εντός του εν λόγω εξαμήνου, η θεώρηση εισόδου μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, δεύτερη περίοδος.

         4)     Για μακροχρόνιες περιόδους διαμονής απαιτείται θεώρηση εισόδου για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εθνική θεώρηση εισόδου), η οποία χορηγείται πριν από την είσοδο στο ομοσπονδιακό έδαφος. Η χορήγηση διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για την άδεια διαμονής και εγκαταστάσεως. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

26      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι Μ. Soysal και Ι. Savatli είναι Τούρκοι υπήκοοι, κάτοικοι Τουρκίας, οι οποίοι απασχολούνται από τουρκική εταιρία διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων ως οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων ανηκόντων σε γερμανική επιχείρηση και ταξινομημένων στη Γερμανία.

27      Έως το 2000, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε επανειλημμένως χορηγήσει, κατόπιν σχετικών αιτήσεων, θεώρηση εισόδου στους προσφεύγοντες της κύριας δίκης υπό την ιδιότητά τους ως οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων ταξινομημένων στην Τουρκία προκειμένου αυτοί να πραγματοποιήσουν παροχές υπηρεσιών εντός της Γερμανίας.

28      Όταν διαπιστώθηκε ότι οι ενδιαφερόμενοι οδηγούσαν φορτηγά αυτοκίνητα ταξινομημένα στη Γερμανία, το Γενικό Προξενείο της Γερμανίας στην Ισταμπούλ απέρριψε τις αιτήσεις τους για χορήγηση θεωρήσεως εισόδου, τις οποίες υπέβαλαν το 2001 και το 2002.

29      Οι M. Soysal και Ι. Savatli άσκησαν ενώπιον του Verwaltungsgericht Berlin προσφυγές κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις χορηγήσεως θεωρήσεως εισόδου, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι, ως οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων πραγματοποιούντες παροχές υπηρεσιών υπό μορφή διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων, δικαιούνται να εισέρχονται στη Γερμανία χωρίς να διαθέτουν σχετική θεώρηση εισόδου. Στηρίζονται, συναφώς, στη ρήτρα standstill του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου, η οποία απαγορεύει την εφαρμογή στην περίπτωσή τους προϋποθέσεων εισόδου στο γερμανικό έδαφος λιγότερο ευνοϊκών από εκείνες που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του εν λόγω πρωτοκόλλου έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 1973. Όμως, κατά την ημερομηνία αυτή, δεν υπήρχε υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου για τη δραστηριότητα που ασκούν, καθόσον η υποχρέωση αυτή θεσπίστηκε το 1980. Εξάλλου, κατά τους M. Soysal και Ι. Savatli, η ρήτρα αυτή υπερισχύει της υποχρεώσεως λήψεως θεωρήσεως εισόδου την οποία επιβάλλει ο κανονισμός 539/2001, που εκδόθηκε μετά την ως άνω ημερομηνία.

30      Το Verwaltungsgericht Berlin απέρριψε τις προσφυγές τους με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2002. Οι M. Soysal και Ι. Savatli άσκησαν έφεση ενώπιον του Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg, το οποίο θεωρεί ότι η λύση της διαφοράς που του έχει υποβληθεί εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου.

31      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, υπό την ιδιότητα του οδηγού φορτηγών, είναι υπάλληλοι επιχειρήσεως που έχει την έδρα της στην Τουρκία και η οποία πραγματοποιεί νομίμως παροχές υπηρεσιών εντός της Γερμανίας. Ειδικότερα, οι ανωτέρω δεν ασκούν τη δραστηριότητά τους για λογαριασμό της γερμανικής εταιρίας στο όνομα της οποίας είναι ταξινομημένα τα φορτηγά αυτοκίνητα που χρησιμοποιούνται για τις μεταφορές εμπορευμάτων –στο πλαίσιο δανεισμού μισθωτών, για τον οποίο απαιτείται άδεια κατά το γερμανικό δίκαιο–, εφόσον η εξουσία παροχής οδηγιών προς τους εν λόγω μισθωτούς όσον αφορά την εκτέλεση της εργασίας τους ανήκει κυρίως, ακόμα και κατά την περίοδο απασχολήσεως στην υπηρεσία της εν λόγω εταιρίας, στην εργοδότριά τους τουρκική εταιρία.

32      Εξάλλου, από την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, C‑317/01 και C‑369/01, Abatay κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑12301, σκέψη 106), προκύπτει ότι οι Τούρκοι εργαζόμενοι όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης δικαιούνται να επικαλούνται, για τη δραστηριότητα που ασκούν, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου.

33      Τέλος, κατά την έναρξη της ισχύος του πρωτοκόλλου αυτού, οι εν λόγω εργαζόμενοι, που ασκούσαν δραστηριότητες στη Γερμανία στον τομέα της διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων, είχαν δικαίωμα εισόδου στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού χωρίς θεώρηση εισόδου, καθόσον η σχετική υποχρέωση θεσπίστηκε στο γερμανικό δίκαιο από 1ης Ιουλίου 1980.

34      Ωστόσο, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου ως προς το αν η θέσπιση, από το εθνικό δίκαιο περί αλλοδαπών ή από το κοινοτικό δίκαιο, υποχρεώσεως λήψεως θεωρήσεως εισόδου εμπίπτει στην κατά το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου έννοια των «νέων περιορισμών» στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

35      Συγκεκριμένα, αφενός, είναι αληθές ότι οι σκέψεις 69 και 70 της αποφάσεως της 11ης Μαΐου 2000, C‑37/98, Savas (Συλλογή 2000, σ. I‑2927), φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας σύμφωνα με την οποία το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου συνεπάγεται ολική απαγόρευση της επί τα χείρω μεταβολής, απαγόρευση που ισχύει και για το δικαίωμα εισόδου και διαμονής, οπότε αρκεί να καθοριστεί κατά πόσον το επίδικο μέτρο έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να εξαρτά την κατάσταση των Τούρκων υπηκόων όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως ή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από προϋποθέσεις περισσότερο περιοριστικές από εκείνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου (βλ., υπό το αυτό πνεύμα, προμνησθείσα απόφαση Abatay κ.λπ., σκέψη 116)· στην ερμηνεία αυτή μπορεί, ωστόσο, να αντιταχθεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να συνεπάγεται παρεμπόδιση της γενικής ρυθμιστικής εξουσίας των κρατών μελών, ικανή να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κατάσταση των Τούρκων υπηκόων.

36      Αφετέρου, έστω και αν το γράμμα του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου, που αναφέρεται στα «συμβαλλόμενα μέρη», συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι η ρήτρα standstill που περιέχεται στη διάταξη αυτή ισχύει όχι μόνο για τους κανόνες των κρατών μελών, αλλά και για τους κανόνες που απορρέουν από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα αποφανθεί ως προς το ζήτημα αυτό.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου […] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών σε περίπτωση που Τούρκος υπήκοος, ο οποίος εργάζεται ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ταξινομημένου στη Γερμανία εκτελώντας διεθνείς μεταφορές για λογαριασμό τουρκικής επιχειρήσεως, πρέπει, προκειμένου να εισέλθει στο γερμανικό έδαφος, να έχει θεώρηση Schengen σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 6 του Anfenthaltsgesetz […] και του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 539/2001, ενώ κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου επιτρεπόταν η είσοδό του στη [Γερμανία] χωρίς θεώρηση εισόδου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι μνημονευόμενοι στο πρώτο ερώτημα Τούρκοι υπήκοοι δεν χρειάζονται θεώρηση εισόδου προκειμένου να εισέλθουν στη Γερμανία;»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

38      Η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι «απαράδεκτη», για τον λόγο ότι υποβλήθηκε στο Δικαστήριο από δικαιοδοτικό όργανο που δεν συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου κατά το άρθρο 68, παράγραφος 1, ΕΚ, ενώ τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν το κύρος κανονισμού του Συμβουλίου εκδοθέντος βάσει του τίτλου IV του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ.

39      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί ωστόσο να γίνει δεκτή.

40      Πράγματι, όπως προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, τα ερωτήματα αυτά αφορούν ρητώς και αποκλειστικώς την ερμηνεία του δικαίου της συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας και, ειδικότερα, του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου.

41      Συνεπώς, είναι δυνατή η υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C‑192/89, Sevince, Συλλογή 1990, σ. I‑3461, σκέψεις 8 έως 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το γεγονός δε ότι το αιτούν δικαιοδοτικό όργανο δεν συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 68, παράγραφος 1, ΕΚ, που εισάγει παρέκκλιση από το εν λόγω άρθρο 234 ΕΚ, στερείται σημασίας.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

43      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει την επιβολή, μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του πρωτοκόλλου αυτού, σε Τούρκους υπηκόους, όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, της υποχρεώσεως να λαμβάνουν θεώρηση εισόδου για να εισέλθουν στο έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να πραγματοποιήσουν εκεί παροχές υπηρεσιών για λογαριασμό επιχειρήσεως εγκατεστημένης στην Τουρκία.

44      Πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι οι εφεσείοντες της κύριας δίκης είναι Τούρκοι οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων, κάτοικοι Τουρκίας και εργαζόμενοι σε τουρκική εταιρία διεθνών μεταφορών εγκατεστημένη στο κράτος αυτό, οι οποίοι πραγματοποιούν τακτικά μεταφορές εμπορευμάτων μεταξύ της χώρας αυτής και της Γερμανίας με φορτηγά αυτοκίνητα ταξινομημένα στη Γερμανία. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι τόσον οι μεταφορές αυτές όσο και οι δραστηριότητες τις οποίες ασκούν οι οδηγοί στο πλαίσιο των μεταφορών αυτών είναι απολύτως νόμιμες.

45      Προς καθορισμό του ακριβούς περιεχομένου του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου σε σχέση προς καταστάσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η διάταξη αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα. Πράγματι, καθιερώνει, με όρους σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτους, μια μη αμφίσημη ρήτρα standstill, η οποία περιλαμβάνει αναληφθείσα από τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρέωση που αναλύεται νομικώς σε απλή αποχή από ενέργεια (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Savas, σκέψεις 46 έως 54 και 71, δεύτερη περίπτωση, και Abatay κ.λπ., σκέψεις 58, 59 και 117, πρώτη περίπτωση, καθώς και απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑16/05, Tum και Dari, Συλλογή 2007, σ. I‑7415, σκέψη 46). Κατά συνέπεια, ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών είναι δυνατή η επίκληση των δικαιωμάτων τα οποία η διάταξη αυτή απονέμει στους Τούρκους υπηκόους ως προς τους οποίους έχει εφαρμογή (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσες αποφάσεις Savas, σκέψη 54, καθώς και Tum και Dari, σκέψη 46).

46      Πρέπει, περαιτέρω, να διευκρινιστεί ότι μπορεί εγκύρως να γίνει επίκληση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου από Τούρκους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι απασχολούνται από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην Τουρκία και πραγματοποιεί νομίμως παροχές υπηρεσιών εντός κράτους μέλους, με την αιτιολογία ότι οι μισθωτοί της παρέχουσας τις υπηρεσίες επιχειρήσεως τής είναι απαραίτητοι για να μπορεί να παράσχει τις υπηρεσίες αυτές (βλ. προμνησθείσα απόφαση Abatay κ.λπ., σκέψεις 106 και 117, πέμπτη περίπτωση).

47      Τέλος, κατά πάγια νομολογία, η ρήτρα standstill του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου δεν είναι μεν ικανή, από μόνη της, να παράσχει στους Τούρκους υπηκόους, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας και μόνο, δικαίωμα εγκαταστάσεως και το συνακόλουθο δικαίωμα διαμονής, ούτε δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή δικαίωμα εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Savas, σκέψεις 64 και 71, τρίτη περίπτωση· Abatay κ.λπ., σκέψη 62, καθώς και Tum και Dari, σκέψη 52), ωστόσο, μια τέτοια ρήτρα απαγορεύει γενικώς την εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση οποιουδήποτε νέου μέτρου που θα είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η εκ μέρους Τούρκου υπηκόου άσκηση των εν λόγω οικονομικών ελευθεριών επί του εδάφους του από όρους περισσότερο περιοριστικούς από εκείνους που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου έναντι του συγκεκριμένου κράτους μέλους (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Savas, σκέψεις 69 και 71, τέταρτη περίπτωση· Abatay κ.λπ., σκέψεις 66 και 117, δεύτερη περίπτωση, καθώς και Tum και Dari, σκέψεις 49 και 53).

48      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου δεν επιτρέπει να θεσπίζεται με τη νομοθεσία κράτους μέλους ως προϋπόθεση για την παροχή υπηρεσιών στο έδαφος του κράτους αυτού από επιχείρηση εγκατεστημένη στην Τουρκία και τους υπαλλήλους της, Τούρκους υπηκόους, η κατοχή άδειας εργασίας, εφόσον η προϋπόθεση αυτή δεν ίσχυε κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του εν λόγω πρωτοκόλλου έναντι του κράτους μέλους αυτού (προμνησθείσα απόφαση Abatay κ.λπ., σκέψη 117, έκτη περίπτωση).

49      Ομοίως, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εν λόγω διάταξη απαγορεύει επίσης τη θέσπιση, μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου, οποιωνδήποτε νέων περιορισμών στην άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και αφορώντων τις ουσιαστικές και/ή τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την πρώτη είσοδο στο έδαφος του ενδιαφερομένου κράτους μέλους Τούρκων υπηκόων που επιθυμούν να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος αυτό ως ελεύθεροι επαγγελματίες (προμνησθείσα απόφαση Tum και Dari, σκέψη 69).

50      Στις υποθέσεις αυτές, ετίθετο το ζήτημα κατά πόσον εθνικές ρυθμίσεις που θέσπιζαν για τους Τούρκους υπηκόους, προκειμένου να τους επιτραπεί η είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους ή η πρόσβαση σε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, ουσιαστικές και/ή διαδικαστικές προϋποθέσεις αυστηρότερες από εκείνες που ίσχυαν γι’ αυτούς στο συγκεκριμένο κράτος μέλος κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου μπορούσαν να θεωρηθούν ως νέοι περιορισμοί κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του εν λόγω πρωτοκόλλου.

51      Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και στην υπόθεση της κύριας δίκης. Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την έναρξη της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 1973, οι Τούρκοι υπήκοοι, όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, που ασκούσαν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών εντός της Γερμανίας στον τομέα της διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τουρκικής επιχειρήσεως, είχαν δικαίωμα εισόδου στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού προκειμένου να ασκήσουν τις δραστηριότητες αυτές χωρίς να υποχρεούνται να λάβουν προηγουμένως θεώρηση εισόδου.

52      Μόνον από την 1η Ιουλίου 1980 και μετά επέβαλε η περί αλλοδαπών γερμανική νομοθεσία στους υπηκόους τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των Τούρκων υπηκόων, που επιθυμούν να ασκήσουν τέτοιες δραστηριότητες στη Γερμανία την υποχρέωση να ζητούν θεώρηση εισόδου. Σήμερα, η υποχρέωση των Τούρκων υπηκόων, όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, να έχουν θεώρηση εισόδου προκειμένου να εισέλθουν στη γερμανική επικράτεια προβλέπεται από τον Aufenthaltsgesetz, ο οποίος αντικατέστησε την περί αλλοδαπών νομοθεσία από 1ης Ιανουαρίου 2005.

53      Ασφαλώς, ο Aufenthaltsgesetz συνιστά απλώς εφαρμογή, εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μιας πράξεως του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, εν προκειμένω του κανονισμού 539/2001, ο οποίος, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του, αποτελεί συνοδευτικό μέτρο άμεσα σχετιζόμενο με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και θεσπισθέν βάσει του άρθρου 62, σημείο 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, ΕΚ.

54      Είναι επίσης αληθές ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως θεωρήσεως Schengen, όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 6, παράγραφος 2, του Aufenthaltsgesetz, εμφανίζουν ορισμένα πλεονεκτήματα έναντι των προϋποθέσεων που ίσχυαν στη Γερμανία, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου στο κράτος μέλος αυτό, για τους Τούρκους υπηκόους που βρίσκονταν στην κατάσταση των εφεσειόντων της κύριας δίκης. Πράγματι, ενώ οι Τούρκοι υπήκοοι είχαν δικαίωμα εισόδου μόνο στο γερμανικό έδαφος, η θεώρηση που χορηγείται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, του Aufenthaltsgesetz τούς επιτρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του συνόλου των κρατών που μετέχουν στη συμφωνία σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπογράφηκε στο Schengen (Λουξεμβούργο), στις 14 Ιουλίου 1985, από τις κυβερνήσεις των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως της Benelux, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατία της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας (ΕΕ 2000, L 239, σ. 13), συμφωνία που συγκεκριμενοποιήθηκε με την υπογραφή στο Schengen, στις 19 Ιουνίου 1990, μιας συμβάσεως εφαρμογής (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), η οποία προβλέπει μέτρα συνεργασίας αποσκοπούντα στη διασφάλιση, σε αντιστάθμισμα της καταργήσεως των εσωτερικών συνόρων, της προστασίας του συνόλου των εδαφών των συμβαλλομένων μερών.

55      Ωστόσο, προκειμένου για Τούρκους υπηκόους, όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι προτίθενται να κάνουν χρήση στο έδαφος κράτος μέλους του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών δυνάμει της Συμφωνίας Συνδέσεως, εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη δραστηριότητα αυτή από τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου, υποχρέωση που δεν μπορεί, εξάλλου, να επιβληθεί στους κοινοτικούς υπηκόους, είναι ικανή να παρεμποδίσει την ουσιαστική άσκηση αυτής της ελευθερίας κυρίως λόγω των προσθέτων και κατ’ επανάληψη επιβαλλομένων επιβαρύνσεων σε τέλη και δαπάνες που συνεπάγεται η λήψη της θεωρήσεως αυτής, η ισχύς της οποίας είναι χρονικώς περιορισμένη. Εξάλλου, σε περίπτωση που επί της αιτήσεως θεωρήσεως εκδοθεί αρνητική απόφαση, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ρύθμιση αυτού του είδους εμποδίζει την άσκηση της εν λόγω ελευθερίας.

56      Επομένως, η ρύθμιση αυτή, η οποία δεν υπήρχε την 1η Ιανουαρίου 1973, έχει τουλάχιστον ως αποτέλεσμα να εξαρτά την άσκηση, εκ μέρους των Τούρκων υπηκόων όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, των οικονομικών ελευθεριών που εγγυάται η Συμφωνία Συνδέσεως από προϋποθέσεις περισσότερο περιοριστικές από εκείνες που ίσχυαν εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους κατά την έναρξη της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη συνιστά «νέο περιορισμό», κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου, του δικαιώματος των Τούρκων υπηκόων και κατοίκων Τουρκίας να παρέχουν ελεύθερα υπηρεσίες εντός της Γερμανίας.

58      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η νυν ισχύουσα στη Γερμανία νομοθεσία δεν αποτελεί παρά εφαρμογή κοινοτικής διατάξεως παραγώγου δικαίου.

59      Αρκεί, συναφώς, να υπομνησθεί ότι η υπεροχή των συναπτομένων από την Κοινότητα διεθνών συμφωνιών έναντι των πράξεων του παραγώγου κοινοτικού δικαίου απαιτεί να συνάδει η ερμηνεία των τελευταίων, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52).

60      Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αντίρρηση που επίσης διατυπώνει το αιτούν δικαστήριο και σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή της ρήτρας standstill του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου θα παρεμπόδιζε τη γενική ρυθμιστική εξουσία του νομοθέτη.

61      Πράγματι, η θέσπιση κανόνων ισχυόντων εξίσου έναντι των Τούρκων υπηκόων και των κοινοτικών υπηκόων δεν αντιφάσκει προς τη ρήτρα αυτή. Κατά τα λοιπά, αν οι κανόνες αυτοί ίσχυαν για τους κοινοτικούς υπηκόους αλλά όχι για τους Τούρκους υπηκόους, οι τελευταίοι θα βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη κατάσταση σε σχέση προς αυτή των πρώτων, πράγμα που θα αντέβαινε προδήλως στην επιταγή του άρθρου 59 του προσθέτου πρωτοκόλλου, σύμφωνα με την οποία η Τουρκική Δημοκρατία δεν μπορεί να απολαύει περισσότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει της Συνθήκης.

62      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη επιβολή, μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του πρωτοκόλλου αυτού, σε Τούρκους υπηκόους, όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, της υποχρεώσεως να λαμβάνουν θεώρηση εισόδου για να εισέλθουν στο έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να πραγματοποιήσουν εκεί παροχές υπηρεσιών για λογαριασμό επιχειρήσεως εγκατεστημένης στην Τουρκία, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, δεν απαιτείτο τέτοια θεώρηση εισόδου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, εκτός των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη επιβολή, μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του πρωτοκόλλου αυτού, σε Τούρκους υπηκόους, όπως οι εφεσείοντες της κύριας δίκης, της υποχρεώσεως να λαμβάνουν θεώρηση εισόδου για να εισέλθουν στο έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να πραγματοποιήσουν εκεί παροχές υπηρεσιών για λογαριασμό επιχειρήσεως εγκατεστημένης στην Τουρκία, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, δεν απαιτείτο τέτοια θεώρηση εισόδου.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.