Language of document : ECLI:EU:T:2011:585

Υπόθεση T-38/05

Agroexpansión, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ισπανική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Πρόστιμα – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα – Ίση μεταχείριση – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου

(Άρθρο 81 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέγιστο ύψος – Υπολογισμός – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τήρηση από την Επιτροπή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

(Άρθρο 81 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αυτοτέλεια της θυγατρικής

(Άρθρο 81 ΕΚ)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας

(Άρθρα 230 ΕΚ και 253 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως κατόπιν παρεμβάσεως της Επιτροπής

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, τρίτη περίπτωση)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

1.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων.

Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναπαρτίζουν την ίδια οικονομική οντότητα και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Επομένως, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκείται στη διαπίστωση του ότι η μητρική εταιρία είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, αλλά πρέπει επίσης να εξετάζει αν η επιρροή αυτή όντως ασκήθηκε.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η εν λόγω μητρική, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

Το τεκμήριο που στηρίζεται στην κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας, αλλά και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σχέση αυτή είναι έμμεση, λόγω παρεμβαλλόμενης θυγατρικής.

(βλ. σκέψεις 102-106, 108)

2.      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις που έχουν διαπράξει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρόστιμα ύψους μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από εκάστη των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση. Η ίδια ένδειξη περιλαμβανόταν στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

Ο κύκλος εργασιών τον οποίον αναφέρουν οι διατάξεις αυτές αφορά τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, δηλαδή της επιχειρήσεως στην οποία καταλογίζεται η παράβαση και η οποία κρίνεται, ως εκ τούτου, υπεύθυνη.

Όσον αφορά την έννοια του «προηγούμενου οικονομικού έτους» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η έννοια αυτή πρέπει να νοείται ως αφορώσα το οικονομικό έτος πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις όπου ο κύκλος εργασιών του οικονομικού αυτού έτους δεν παρέχει καμία χρήσιμη ένδειξη σχετικά με την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως και το κατάλληλο επίπεδο του προστίμου που πρέπει να της επιβληθεί.

Συνεπώς, η Επιτροπή, όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας και, συνεπώς, καταλογίζει στη μητρική αυτή εταιρία την ευθύνη εις ολόκληρον για την παράβαση και για την καταβολή του προστίμου και τη συμπεριλαμβάνει στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να στηριχθεί στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η μητρική εταιρία κατά το έτος που προηγήθηκε αυτού της εκδόσεως της αποφάσεώς της, για να υπολογίσει το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συναφώς, είναι απολύτως αδιάφορο το ότι η μητρική εταιρία δεν μπορεί να θεωρηθεί εις ολόκληρον υπεύθυνη για την παράβαση όσον αφορά την περίοδο πριν από την εκ μέρους της κτήση της θυγατρικής.

(βλ. σκέψεις 109-111, 174-175, 195)

3.      Οσάκις, σε μια υπόθεση με αντικείμενο παράβαση στην οποία εμπλέκονται πολλές διαφορετικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή υιοθετεί, εντός του πλαισίου που έχει οριοθετήσει η νομολογία, ορισμένη μέθοδο για να καθορίσει αν πρέπει να καταλογισθεί η ευθύνη τόσο στις θυγατρικές που υπήρξαν οι φυσικοί αυτουργοί της παράβασης όσο και στις μητρικές τους εταιρίες, το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, να εφαρμόζει προς τούτο τα ίδια κριτήρια για όλες τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

(βλ. σκέψη 133)

4.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η αυτοτέλεια θυγατρικής σε σχέση με τη μητρική της εταιρία δεν πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά σε σχέση με τη δραστηριότητά της στον τομέα των σχετικών με την παράβαση προϊόντων. Για να προσδιοριστεί αν μια θυγατρική καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που αφορούν τις υφιστάμενες μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις, τα οποία μπορεί να ποικίλλουν αναλόγως των περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο περιοριστικής απαρίθμησης.

Συνεπώς, το γεγονός ότι καμία εταιρία δεν ασκεί έλεγχο επί των σχετικών με την παράβαση δραστηριοτήτων της θυγατρικής, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η θυγατρική αυτή ενεργούσε αυτόνομα στην αγορά. Το αυτό ισχύει όσον αφορά το ότι η θυγατρική δεν συμβουλεύθηκε τη μητρική εταιρία ούτε καμία άλλη εταιρία του ομίλου σχετικά με την πολιτική της αγοράς των σχετικών με την παράβαση προϊόντων.

(βλ. σκέψεις 164, 168)

5.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας μιας πράξεως αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης όχι μόνο μπορεί, αλλά και οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και ο οποίος, κατά συνέπεια, μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 182)

6.      Στο πλαίσιο παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της οικείας επιχειρήσεως αποτελούν έναν από τους παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου και, επομένως, για τον καθορισμό του αποτρεπτικού πολλαπλασιαστικού συντελεστή. Η συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων της οικείας επιχειρήσεως προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το πρόστιμο έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα εξηγείται από την επιδιωκόμενη επίπτωση επί της εν λόγω επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η κύρωση δεν πρέπει να είναι αμελητέα, υπό το πρίσμα, ιδίως, της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως αυτής.

Συναφώς, όταν η Επιτροπή χρησιμοποιεί, ως στοιχεία εκτιμήσεως για να αποφασίσει την εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής, το μέγεθος και τους συνολικούς πόρους της οικείας επιχειρήσεως, η τελευταία αυτή επιχείρηση δεν μπορεί, συγκεκριμένα, να συμπεριλαμβάνει τη μητρική εταιρία της εταιρίας που διέπραξε την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού παρά μόνο στην περίπτωση που ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της εν λόγω εταιρίας.

Η επιχείρηση της οποίας το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι λαμβάνονται έτσι υπόψη συγχέεται κατ’ ανάγκη με την επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ όπως την ορίζει η νομολογία. Η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το πρόστιμο έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα εξηγείται από την επίπτωση που επιδιώκεται να υπάρχει στην επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο αυτό. Ο επιδιωκόμενος σκοπός συνίσταται στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του προστίμου με προσαρμογή του ύψους του ανάλογα με τους συνολικούς πόρους της εν λόγω επιχειρήσεως και της ικανότητάς της να κινητοποιήσει τα κεφάλαια που είναι αναγκαία για την πληρωμή του. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία η εταιρία που διέπραξε την παράβαση συμπεριφέρεται αυτοτελώς στην αγορά και συνιστά συνεπώς, αφεαυτής, επιχείρηση, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί, με δεδομένη την αυτοτέλεια αυτή, να αφορά λογικά παρά μόνο την εν λόγω εταιρία και όχι, επιπλέον, και άλλες εταιρίες του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει. Αν, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ του εν λόγω ομίλου για να αποφασίσει την εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής, όχι μόνο το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα αφορούσε στην πράξη μια οντότητα άλλη από την επιχείρηση που είναι υπεύθυνη για την παράβαση, αλλά επιπλέον το πρόστιμο θα μπορούσε να αποβεί υπερβολικό, ιδίως υπό το πρίσμα της χρηματοοικονομικής ικανότητας της επιχειρήσεως αυτής, τούτο δε κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

(βλ. σκέψεις 207-208, 214-215)

7.      Στο πλαίσιο παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η παύση της παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν μπορεί λογικά να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να θέσουν τέρμα στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους από τις εν λόγω ενέργειες, δεδομένου ότι η περίπτωση κατά την οποία είχε ήδη τεθεί τέρμα στην παράβαση πριν από την ημερομηνία των πρώτων ενεργειών της Επιτροπής δεν καλύπτεται από το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Η Επιτροπή, ακόμα και αν θεωρήσει ότι η παράβαση έπαυσε την ίδια ημέρα που διενήργησε τους πρώτους ελέγχους της, μπορεί απολύτως βασίμως να μη λάβει υπόψη την παύση αυτή ως ελαφρυντική περίσταση. Συγκεκριμένα, η μείωση του προστίμου λόγω παύσης της παράβασης ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν είναι αυτόματη, αλλά εξαρτάται από την εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας. Συναφώς, η εφαρμογή του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών υπέρ μιας επιχείρησης προσήκει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο βλαπτικός του ανταγωνισμού χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν είναι πρόδηλος. Αντιστρόφως, η εφαρμογή της ενδείκνυται, κατ’ αρχήν, λιγότερο στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά αυτή, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένη, βλάπτει σαφώς τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 229, 231)

8.      Στο πλαίσιο παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η Επιτροπή απολαύει ευρείας διακριτικής ευχέρειας ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη πολλαπλά στοιχεία, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των οικείων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες του οργάνου αυτού. Συναφώς, η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς την αξιολόγηση της ποιότητας και της χρησιμότητας της συνεργασίας μιας επιχείρησης, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων.

Για να δικαιολογεί μείωση του ύψους του προστίμου λόγω συνεργασίας, η συμπεριφορά της επιχειρήσεως πρέπει να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού και να μαρτυρεί ειλικρινές πνεύμα συνεργασίας.

Συναφώς, τα έγγραφα που αποστέλλονται στην Επιτροπή σε απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 υποβάλλονται βάσει μιας υποχρεώσεως εκ του νόμου και δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, έστω και αν μπορούν να χρησιμεύσουν, σε βάρος της επιχειρήσεως που τα προσκομίζει ή σε βάρος άλλης επιχειρήσεως, για την απόδειξη της υπάρξεως ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 252-253, 268)