Language of document : ECLI:EU:T:2018:97

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα που αφορούν απόφαση της Επιτροπής περί χορήγησης δανείου Ευρατόμ για το πρόγραμμα βελτίωσης της ασφάλειας των πυρηνικών σταθμών της Ουκρανίας – Μερική άρνηση πρόσβασης – Εξαίρεση σχετική με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος στον τομέα των διεθνών σχέσεων – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Εφαρμογή στα έγγραφα που αφορούν αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΕ»

Στην υπόθεση T‑307/16,

CEE Bankwatch Network, με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία), εκπροσωπούμενη από τον C. Kiss, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον C. Zadra και τις F. Clotuche-Duvieusart και C. Cunniffe,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τους M. Holt και D. Robertson, στη συνέχεια από τον S. Brandon,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της απόφασης C(2016) 2319 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2016, με την οποία δεν επετράπη, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), η πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα σχετικά με την απόφαση C(2013) 3496 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2013, για τη χορήγηση δανείου Ευρατόμ για τη στήριξη του προγράμματος αναβάθμισης της ασφάλειας των πυρηνικών μονάδων της Ουκρανίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul (εισηγητή) και J. Svenningsen, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Απόφαση C(2013) 3496 τελικό

1        Στις 24 Ιουνίου 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την απόφαση C(2013) 3496 τελικό (στο εξής: απόφαση χορήγησης δανείου) χορήγησε δάνειο Ευρατόμ στην εθνική εταιρία παραγωγής ενέργειας της Ουκρανίας, για τη στήριξη του προγράμματος αναβάθμισης της ασφάλειας των πυρηνικών αντιδραστήρων της Ουκρανίας. Για το δάνειο αυτό εγγυητής ήταν η Ουκρανική Κυβέρνηση.

2        Η απόφαση χορήγησης δανείου εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν της απόφασης 77/270/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1977, περί εξουσιοδοτήσεως της Επιτροπής να συνάπτει δάνεια Ευρατόμ με σκοπό τη συμμετοχή στη χρηματοδότηση των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 119), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 94/179/Ευρατόμ, της 21ης Μαρτίου 1994 (ΕΕ 1994, L 84, σ. 41). Κατά το άρθρο 1 της απόφασης αυτής, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συνάπτει, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, εντός του ορίου των ποσών που καθορίζει το Συμβούλιο, δάνεια το προϊόν των οποίων θα διατίθεται, υπό μορφή δανειοδοτήσεων, στη χρηματοδότηση σχεδίων που προορίζονται να ενισχύουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των πυρηνικών σταθμών τρίτων χωρών που απαριθμούνται στο παράρτημα, μεταξύ των οποίων και της Ουκρανίας.

 Αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα

3        Η προσφεύγουσα, CEE Bankwatch Network, είναι ένωση μη κυβερνητικών οργανώσεων, που έχει συσταθεί βάσει του τσεχικού δικαίου. Οι καταστατικοί σκοποί της ένωσης αυτής συνίστανται στον έλεγχο της δραστηριότητας των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην εν λόγω περιοχή και, όποτε κάτι τέτοιο είναι εφικτό, στην προώθηση εναλλακτικών λύσεων στις πολιτικές και τα σχέδια των ιδρυμάτων αυτών, βιώσιμων από περιβαλλοντικής, κοινωνικής και οικονομικής άποψης. Η έδρα της ένωσης είναι στην Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία).

4        Στις 6 και 7 Νοεμβρίου 2015 η προσφεύγουσα, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), ζήτησε από την Επιτροπή πρόσβαση σε σειρά εγγράφων σχετικών με την απόφαση χορήγησης δανείου.

5        Η αίτηση πρόσβασης αφορούσε πέντε έγγραφα ή κατηγορίες εγγράφων:

–        τη δανειακή σύμβαση της 7ης Αυγούστου 2013 μεταξύ της Ουκρανίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, ιδίως τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές ρήτρες της σύμβασης αυτής (σημείο 1 της αίτησης πρόσβασης)·

–        τα αποδεικτικά στοιχεία και τις ειδικές γνωμοδοτήσεις που εκδόθηκαν κατόπιν των προβλεπόμενων στην αιτιολογική σκέψη 12 της απόφασης χορήγησης δανείου διυπηρεσιακών διαβουλεύσεων, τα οποία ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της υλοποίησης των όρων εκταμίευσης της πρώτης δόσης, οι οποίοι αφορούσαν τις βασικές δράσεις της Ουκρανίας στον τομέα των πυρηνικών και του περιβάλλοντος (σημείο 2 της αίτησης πρόσβασης)·

–        τις επίσημες επικοινωνίες μεταξύ της Επιτροπής και της Ουκρανίας σχετικά με τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν από την Ουκρανία για την τήρηση των διεθνών συμβάσεων για το περιβάλλον, περιλαμβανομένης της σύμβασης για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακά πλαίσια, που υπεγράφη στο Espoo (Φινλανδία) στις 25 Φεβρουαρίου 1991, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις 24 Ιουνίου 1997 και τέθηκε σε ισχύ στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, καθώς και της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, που υπεγράφη στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 (στο εξής: σύμβαση του Ώρχους) και εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Κοινότητας, με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1), λαμβανομένης ιδίως υπόψη της απόφασης της συνόδου των μερών της σύμβασης του Espoo που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2014, η οποία διαπίστωσε ότι η Ουκρανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω σύμβασης όσον αφορά το γενικό διοικητικό και νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν την παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών αντιδραστήρων (παράγραφος 69 της απόφασης VI/2) (σημείο 3 της αίτησης πρόσβασης)·

–        τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές και τις οικονομικές πτυχές του σχεδίου για το οποίο χορηγήθηκε το δάνειο, η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης του δανείου (σημείο 4 της αίτησης πρόσβασης)·

–        κάθε έγγραφο που έλαβε η Επιτροπή από την Ουκρανική Κυβέρνηση ή από τρίτους σχετικά με την προβλεπόμενη παράταση της διάρκειας ζωής της μονάδας 2 του πυρηνικού σταθμού της νότιας Ουκρανίας και της μονάδας 1 του πυρηνικού σταθμού Zaporijia (Ουκρανία) (σημείο 5 της αίτησης πρόσβασης).

6        Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή απάντησε στην ανωτέρω αίτηση ως εξής:

–        όσον αφορά το σημείο 1 της αίτησης πρόσβασης, διαβίβασε δύο αποσπάσματα της δανειακής σύμβασης τα οποία αφορούσαν τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς όρους·

–        όσον αφορά το σημείο 2 της αίτησης πρόσβασης, αρνήθηκε την πρόσβαση, με την αιτιολογία ότι τα ζητηθέντα έγγραφα ενέπιπταν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αφορά περιπτώσεις στις οποίες η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του θεσμικού οργάνου·

–        όσον αφορά το σημείο 3 της αίτησης πρόσβασης, διαβίβασε στην προσφεύγουσα δύο επιστολές της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Περιβάλλοντος της Επιτροπής, που είχαν σταλεί προς διάφορες ουκρανικές αρχές·

–        όσον αφορά το σημείο 4 της αίτησης πρόσβασης, αρνήθηκε την πρόσβαση, με την αιτιολογία ότι το έγγραφο ενέπιπτε στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο αφορά καταστάσεις στις οποίες η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός φυσικού ή νομικού προσώπου·

–        όσον αφορά το σημείο 5 της αίτησης πρόσβασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν διέθετε κανένα σχετικό έγγραφο και παρέπεμψε την προσφεύγουσα σε έναν ιστότοπο.

7        Με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, ζητώντας από αυτή να επανεξετάσει τη θέση που έλαβε ως προς τα έγγραφα που ζητήθηκαν με τα σημεία 1, 2, 3 και 4 της αίτησης πρόσβασης. Δεν επανέλαβε αίτημα πρόσβασης σχετικό με το σημείο 5. Στην επιβεβαιωτική της αίτηση η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε τον κανονισμό (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Ώρχους (Århus) (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13).

8        Με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή παρέτεινε την προθεσμία απάντησης κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2016 παρέτεινε εκ νέου την προθεσμία απάντησης στην επιβεβαιωτική αίτηση.

 Προσβαλλόμενη πράξη

9        Με την απόφαση C(2016) 2319 τελικό, της 15ης Απριλίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απάντησε στην επιβεβαιωτική αίτηση. Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε, προκαταρκτικώς, ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής ο κανονισμός 1367/2006.

10      Όσον αφορά το σημείο 1 της αίτησης πρόσβασης (δανειακή σύμβαση), η Επιτροπή επιβεβαίωσε την απόφασή της να δώσει μερική μόνο πρόσβαση στη δανειακή σύμβαση, εκτεινόμενη μόνο στους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς όρους του εν λόγω εγγράφου. Έκρινε ότι δεν έπρεπε να γνωστοποιηθεί το λοιπό περιεχόμενο της σύμβασης, στηριζόμενη, αφενός, στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα των διεθνών σχέσεων και, αφετέρου, στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού, σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

11      Όσον αφορά το σημείο 2 της αίτησης πρόσβασης (διυπηρεσιακές διαβουλεύσεις και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση πριν από την εκταμίευση της πρώτης δόσης του δανείου), η Επιτροπή παρέσχε πρόσβαση σε τρία έγγραφα: σε ένα σημείωμα της 24ης Οκτωβρίου 2014 της ΓΔ Περιβάλλοντος προς τη ΓΔ Οικονομικών και και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Επιτροπής, και σε δύο επιστολές της Energoatom προς τη ΓΔ Περιβάλλοντος της 31ης Ιουλίου 2014. Ωστόσο, σε όλα αυτά τα έγγραφα δεν αποκάλυψε τα ονόματα, τις ιδιότητες και τις υπογραφές των προσώπων που μνημονεύονταν σε αυτά, στηριζόμενη στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

12      Όσον αφορά το σημείο 3 της αίτησης πρόσβασης (επίσημη επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και της Ουκρανίας) η Επιτροπή επανέλαβε ότι πέραν των δύο επιστολών της ΓΔ Περιβάλλοντος που είχαν ήδη διαβιβαστεί με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2015, δεν υπήρξε άλλη επικοινωνία εμπίπτουσα στην κατηγορία αυτή.

13      Όσον αφορά το σημείο 4 της αίτησης πρόσβασης (σύσταση της ΕΤΕπ), η Επιτροπή παρέσχε πρόσβαση στη σύσταση της ΕΤΕπ, αλλά έκρινε ότι η πρόσβαση αυτή πρέπει να είναι περιορισμένη. Και στην περίπτωση αυτή στηρίχθηκε στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων. Στην προσβαλλόμενη απόφαση προέβαλε, επίσης, ότι ορισμένα τμήματα του εγγράφου στα οποία δεν επέτρεπε την πρόσβαση περιλάμβαναν όρους της δανειακής σύμβασης για τους οποίους είχε ήδη εξηγήσει ότι τυχόν κοινοποίηση θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα της ίδιας καθώς και της Energoatom.

14      Όσον αφορά το σημείο 5 της αίτησης πρόσβασης (επικοινωνία σχετικά με την παράταση της διάρκειας ζωής δύο πυρηνικών αντιδραστήρων) η Επιτροπή επανέλαβε ότι δεν κατείχε κανένα έγγραφο που, κατ’ αυτή, θα μπορούσε να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα.

15      Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι εν προκειμένω δεν συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 που να δικαιολογεί την πλήρη γνωστοποίηση της δανειακής σύμβασης και της σύστασης της ΕΤΕπ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Ιουνίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Η Επιτροπή κατέθεσε στις 16 Σεπτεμβρίου 2016 υπόμνημα αντικρούσεως.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Οκτωβρίου 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 2016 του επετράπη να παρέμβει.

19      Στις 22 Νοεμβρίου 2016 η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

20      Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως.

21      Στις 9 Ιανουαρίου 2017 η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

22      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) διαπίστωσε ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση καθορισμού επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας του άρθρου 207, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και αποφάσισε να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 του Κανονισμού Διαδικασίας.

23      Με το δικόγραφο της προσφυγής η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Με διάταξη της 24ης Απριλίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 91, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, διέταξε την Επιτροπή να προσκομίσει το πλήρες κείμενο της δανειακής σύμβασης και της σύστασης της ΕΤΕπ. Τα έγγραφα αυτά διαβιβάστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο στις 2 Μαΐου 2017 και δεν κοινοποιήθηκαν ούτε στην προσφεύγουσα ούτε στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με το άρθρο 104 του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Σκεπτικό

26      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους υποστηρίζει, αντιστοίχως:

–        ότι η Επιτροπή έσφαλε ως προς τον προσδιορισμό των εφαρμοστέων κανόνων, καθόσον δεν εφάρμοσε τον κανονισμό 1367/2006 στην αίτηση πρόσβασης που υποβλήθηκε σε αυτή·

–        ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, περί προστασίας του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις·

–        ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, περί προστασίας των εμπορικών συμφερόντων·

–        ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε αν η γνωστοποίηση ήταν επιβεβλημένη για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

27      Με το υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω του ότι στην από 21 Δεκεμβρίου 2015 απάντησή της, στην προσβαλλόμενη απόφαση και στο υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας.

 Κανονισμός 1049/2001

28      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το γενικό καθεστώς που διέπει την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή στα έγγραφα που συντάσσει ή παραλαμβάνει το όργανο και βρίσκονται στην κατοχή του, θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1049/2001.

29      Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 1, ο κανονισμός αυτός αντικατοπτρίζει τη βούληση που εκφράζεται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να πραγματοποιηθεί ένα νέο βήμα στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 34, και της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 72).

30      Προς τούτο, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι να αναγνωριστεί στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 33, και της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 73).

31      Το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς στηριζόμενους σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Ειδικότερα, ο κανονισμός 1049/2001 στο άρθρο 4, σύμφωνα και με όσα αναπτύσσονται στην αιτιολογική σκέψη 11 του ίδιου κανονισμού, προβλέπει καθεστώς εξαιρέσεων, το οποίο παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο όταν η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία ενός από τα συμφέροντα που προστατεύει η εν λόγω διάταξη (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 74).

32      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.

33      Επίσης, το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού παρέχει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία «των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας». Για τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση από την ίδια διάταξη προβλέπεται άρση της εξαίρεσης όταν υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίηση του εγγράφου.

34      Δεδομένου ότι τέτοιου είδους εξαιρέσεις συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα, αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 75· βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 36).

35      Συνεπώς, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, οφείλει καταρχήν να εξηγήσει πώς ακριβώς η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό το προβαλλόμενο από το όργανο αυτό συμφέρον το οποίο προστατεύεται από μία εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 76). Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 43, και της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 76).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα ως προς τον προσδιορισμό των εφαρμοστέων κανόνων, καθόσον δεν εφάρμοσε τον κανονισμό 1367/2006 στην αίτηση πρόσβασης που υποβλήθηκε σε αυτή

36      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθη υπόψη το σύνολο των κανόνων που τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση βάσει του κανονισμού 1049/2001, χωρίς να λάβει υπόψη τον κανονισμό 1367/2006 ο οποίος έχει, κατά την προσφεύγουσα, ουσιώδη σημασία, καθώς περιορίζει τη δυνατότητα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αρνούνται την πρόσβαση στα έγγραφα όταν οι πληροφορίες που ζητούνται αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

37      Η Επιτροπή αμφισβητεί αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

38      Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 1367/2006, του οποίου η προσφεύγουσα ζητεί την εφαρμογή, εισάγει ειδικούς όρους στο γενικό καθεστώς πρόσβασης στα έγγραφα, όταν τίθεται ζήτημα που αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

39      Όσον αφορά, ειδικότερα, την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, που μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, την οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή για να αρνηθεί την πρόσβαση σε ορισμένα από τα έγγραφα που ζήτησε η προσφεύγουσα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 προβλέπει ότι θεωρείται ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών και, ως εκ τούτου, πρέπει να δίδεται πρόσβαση στα έγγραφα, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

40      Επίσης, όσον αφορά την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, που μνημονεύθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 προβλέπει ότι η εξαίρεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από τη δημοσιοποίηση και του κατά πόσον οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

41      Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί αν οι ειδικότεροι αυτοί κανόνες που θεσπίζει ο κανονισμός 1367/2006 τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση διαφορά, ώστε να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αρνηθεί την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα.

42      Υπενθυμίζεται, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της χορήγησης δανείου από την Επιτροπή προς την ουκρανική επιχείρηση Energoatom, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο της απόφασης χορήγησης δανείου.

43      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 2 της παρούσας απόφασης, η απόφαση χορήγησης δανείου εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν της απόφασης 77/270, που είχε τροποποιηθεί με την απόφαση 94/179, αμφότερες δε οι αποφάσεις είχαν στηριχθεί στα άρθρα 1, 2, 172 και 203 ΑΕ.

44      Συνεπώς, τα έγγραφα στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση αφορούσαν πράξη εκδοθείσα βάσει διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

45      Κατά την προσφεύγουσα τούτο δεν επηρεάζει την εφαρμογή των ανωτέρω κανονισμών. Προς στήριξη της θέσης της προβάλλει ότι η Ευρατόμ αποτελεί τμήμα της Ένωσης. Στο υπόμνημα απαντήσεως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή είναι «όργανο της Κοινότητας» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1367/2006. Συνάγει εξ αυτού ότι κάθε έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του εν λόγω θεσμικού οργάνου διέπεται από τις διατάξεις του ανωτέρω κανονισμού, είτε το έγγραφο αυτό συντάχθηκε ή αποκτήθηκε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του απονέμονται από τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ είτε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προκύπτουν από τη Συνθήκη ΕΚΑΕ.

46      Διαπιστώνεται επ’ αυτού, καταρχάς, ότι, σύμφωνα με τον τίτλο, τις αιτιολογικές σκέψεις και τις διατάξεις του, ο κανονισμός 1367/2006 υλοποιεί, στον τομέα της πληροφόρησης, υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο μιας διεθνούς σύμβασης στην οποία δεν μετέχει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, και συγκεκριμένα της σύμβασης του Ώρχους. Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της απόφασης 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, για σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύμβασης του Ώρχους (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1), η σύμβαση αυτή εγκρίθηκε μόνο στο όνομα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, νυν Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, δεδομένου ότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω σύμβαση, και ελλείψει αντίθετης πρόβλεψης, δεν μπορεί να υπόκειται στις υποχρεώσεις τις οποίες θεσπίζει ο κανονισμός που υλοποιεί τη σύμβαση αυτή.

47      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΕ, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν υπάγονται κατ’ ανάγκη στις υποχρεώσεις που ισχύουν στο πλαίσιο της Ένωσης. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, νυν Ένωση, είναι διαφορετικοί οργανισμοί που συστάθηκαν με διακριτές συνθήκες και διαθέτουν διαφορετικές νομικές προσωπικότητες (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Απριλίου 1965, Müller κατά Συμβουλίων, 28/64, EU:C:1965:39, σ. 771), ενώ καθεμία από αυτές διέπεται, για όσα την αφορούν, από ειδικούς κανόνες.

48      Οι κανόνες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας προβλέπονται από τη Συνθήκη ΕΚΑΕ. Στους κανόνες αυτούς περιλαμβάνεται το άρθρο 106α, παράγραφος 1, ΑΕ, το οποίο προβλέπει ότι για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας εφαρμόζονται ορισμένες από τις διατάξεις των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ, μεταξύ των οποίων το άρθρο 15 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 255 ΕΚ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση του κανονισμού 1049/2001. Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος στηρίζεται σε διάταξη που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας και θεσπίζει το γενικό καθεστώς για την πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, προορίζεται για εφαρμογή στα έγγραφα τα οποία κατέχουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί που ενεργούν στο πλαίσιο αυτό, χωρίς τούτο να αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

49      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, δεν ισχύει το ίδιο για τον κανονισμό 1367/2006 ο οποίος, όπως αναφέρει στο προοίμιό του, εκδόθηκε με νομική βάση το άρθρο 175 ΕΚ, νυν άρθρο 192 ΣΛΕΕ. Το τελευταίο αυτό άρθρο δεν περιλαμβάνεται στα άρθρα που απαριθμούνται στο άρθρο 106α, παράγραφος 1, ΑΕ, οπότε οι πράξεις που εκδίδονται με αυτή τη νομική βάση, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο ανωτέρω κανονισμός, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της Ευρατόμ.

50      Τρίτον, επισημαίνεται ότι στο κείμενό του ο κανονισμός 1367/2006 αναφέρεται συγκεκριμένα στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να προβλέπει την εφαρμογή του και σε άλλους φορείς, παραδείγματος χάριν στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. Όπως διευκρινίζεται στον τίτλο του, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζει στα «όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας» τις διατάξεις της σύμβασης του Ώρχους. Εξάλλου, η νομική βάση του κανονισμού η οποία μνημονεύεται στην αρχή του προοιμίου αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στη Συνθήκη ΕΚ. Τέλος, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, αναφέρει ότι ως «όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας» νοείται «οιοδήποτε δημόσιο όργανο, οργανισμός, γραφείο ή υπηρεσία που έχει ιδρυθεί από, ή με βάσει, τη συνθήκη», η οποία, δεδομένης της νομικής βάσης του κανονισμού 1367/2006, δεν μπορεί παρά να είναι η Συνθήκη ΕΚ, την οποία διαδέχθηκε η Συνθήκη ΛΕΕ.

51      Η ανάλυση αυτή δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

52      Καταρχάς, η προσφεύγουσα αρνείται ότι ο κανονισμός 1367/2006 θέτει σε εφαρμογή τη σύμβαση του Ώρχους.

53      Επ’ αυτού αρκεί η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σκέψη 46 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό προσκρούει στο ίδιο το γράμμα του κανονισμού του οποίου έγινε επίκληση, ο οποίος, στον τίτλο, στις αιτιολογικές σκέψεις και στις διατάξεις του αναφέρεται στη συγκεκριμένη σύμβαση, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

54      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1367/2006, στον ορισμό της περιβαλλοντικής πληροφορίας περιλαμβάνει τις «ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών αποβλήτων». Από την αναφορά που κάνει ο κανονισμός αυτός σε ζητήματα ραδιενέργειας η προσφεύγουσα συνάγει το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός αυτός διέπει την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με την πυρηνική ασφάλεια, περιλαμβανομένων των εγγράφων που κατέχονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

55      Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι δεν υφίσταται κανένα νομικό έρεισμα για την εφαρμογή του κανονισμού 1367/2006 σε έγγραφα που κατέχονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, δεδομένου ότι οι διατάξεις στις οποίες στηρίζεται ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζονται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ. Η απουσία τέτοιου νομικού ερείσματος δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από το ότι ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει όρους που αναφέρονται στην πυρηνική ενέργεια, καθώς τέτοιες αναφορές είναι δυνατόν να απαντούν και εντός πλαισίου διαφορετικού από αυτό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

56      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι ο εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής τροποποιήθηκε, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό 1367/2006, ιδίως όταν το εν λόγω θεσμικό όργανο ενεργεί στο πλαίσιο της ΕΚΑΕ. Παραπέμπει, επ’ αυτού, στην απόφαση 2008/401/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2008, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της όσον αφορά τις λεπτομερείς διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 1367/2006 (ΕΕ 2008, L 140, σ. 22).

57      Διαπιστώνεται επ’ αυτού ότι, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για να διασφαλίσει την εφαρμογή του κανονισμού 1367/2006 στις πράξεις που εκδίδει, ότι στον αριθμό της απόφασης αυτής υπάρχει η μνεία «Ευρατόμ» και ότι το προοίμιο της εν λόγω απόφασης αναφέρει ότι η Επιτροπή εξέδωσε την εν λόγω απόφαση έχοντας υπόψη «τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας».

58      Η μνεία αυτή γίνεται λόγω του ότι η πράξη την οποία τροποποιεί η απόφαση 2008/401, πέραν της Συνθήκης ΕΚ, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και της Συνθήκης ΕΕ, στηρίζεται και στη Συνθήκη ΕΚΑΕ. Από τη στιγμή που ο εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής στηριζόταν μεταξύ άλλων στη Συνθήκη ΕΚΑΕ, η απόφαση που τον τροποποιεί έπρεπε επίσης να στηρίζεται στη Συνθήκη αυτή καθώς και στις Συνθήκες ΕΕ και ΕΚ. Η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε στις 23 Ιουλίου 2002, ήτοι πριν από την έκδοση της απόφασης 2008/401, ως εκ τούτου δεν έγινε μνεία της εν λόγω Συνθήκης ως νομικής βάσης της ανωτέρω απόφασης.

59      Οι αναφορές αυτές δεν μπορούν να έχουν, όμως, ως αποτέλεσμα την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1367/2006 σε έγγραφα που κατέχονται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Περαιτέρω, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα και όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 ανωτέρω, η Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας διαθέτουν, η καθεμία, διακριτή νομική προσωπικότητα, η δε μνεία «Ευρατόμ» στην απόφαση 2008/401 δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια οι διατάξεις του κανονισμού 1367/2006, που ισχύουν για την Επιτροπή μόνον εφόσον αυτή ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ, να εφαρμόζονται και όταν η Επιτροπή ενεργεί στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

60      Τέλος, η προσφεύγουσα φρονεί ότι ο κανονισμός 1367/2006 πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης 2335/2008/(VIK)CK του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, ο οποίος συντάχθηκε με την άποψη αυτή.

61      Επισημαίνεται ως προς το ζήτημα αυτό ότι ο Διαμεσολαβητής στην εν λόγω απόφαση διαπιστώνει ότι τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, την οποία διαδέχθηκε η Ένωση, είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση του Ώρχους, και ως εκ τούτου οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, όταν λαμβάνουν αίτημα αποκάλυψης περιβαλλοντικών πληροφοριών, οφείλουν να εφαρμόζουν τους κανόνες που θεσπίζονται με τη σύμβαση αυτή (σημείο 61 της εν λόγω απόφασης). Κατά τον Διαμεσολαβητή, οι υποχρεώσεις που υπέχει η Ένωση από τη σύμβαση του Ώρχους αποτελούν τμήμα του ενωσιακού δικαίου για την πρόσβαση στα έγγραφα (σημείο 62 της εν λόγω απόφασης).

62      Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τις ανωτέρω επισημάνσεις δεν προκύπτει ότι ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι ο κανονισμός 1367/2006 εφαρμόζεται και για τα έγγραφα που κατέχονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. Το μόνο που επιβεβαιώνουν οι επισημάνσεις αυτές είναι ότι, όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες, η σύμβαση του Ώρχους, στον βαθμό που τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό 1367/2006, ισχύει για τις πράξεις που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όταν ενεργούν στο πλαίσιο της Ένωσης.

63      Κατά την προσφεύγουσα, ο Διαμεσολαβητής στην απόφαση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 60 ανωτέρω επισήμανε, ωστόσο, ότι βάσει των άρθρων 15 ΣΛΕΕ και 106α, παράγραφος 1, ΑΕ, οι υποχρεώσεις αυτές ισχύουν και για τα έγγραφα που κατέχονται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

64      Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 1367/2006 δεν ήταν το άρθρο 255 ΕΚ, νυν άρθρο 15 ΣΛΕΕ, αλλά το άρθρο 175 ΕΚ, νυν άρθρο 192 ΣΛΕΕ, το οποίο δεν τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο της Κοινότητας αυτής, δεν μπορεί να στηριχθεί σε αυτή η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού για τα έγγραφα που κατέχονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (βλ. σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω).

65      Κατά την προσφεύγουσα, ο Διαμεσολαβητής επισημαίνει επίσης στην απόφασή του ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να ερμηνεύουν το δίκαιο της Ένωσης υπό το πρίσμα των γενικών αρχών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσβαση στα έγγραφα.

66      Επισημαίνεται επ’ αυτού ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα αναγνωρίστηκε ως θεμελιώδες δικαίωμα από το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΕΕ, τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

67      Όσον αφορά την Ένωση, το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ορίζει ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από αυτόν και τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάξεων των Συνθηκών ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται σε αυτές.

68      Εν προκειμένω, το άρθρο 15 ΣΛΕΕ, το οποίο διαδέχθηκε το άρθρο 255 ΕΚ, προβλέπει ότι τα όρια του δικαιώματος πρόσβασης καθορίζονται μέσω κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

69      Ομοίως, από τα άρθρα 191 και 192 ΣΛΕΕ, το δεύτερο εκ των οποίων διαδέχθηκε το άρθρο 175 ΕΚ, προκύπτει ότι οι δράσεις με τις οποίες υλοποιείται η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποφασίζονται, καταρχήν, από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

70      Προκειμένου να καθοριστούν τα όρια του δικαιώματος πρόσβασης απαιτείται, συνεπώς, να ληφθούν υπόψη οι πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, και συγκεκριμένα οι κανονισμοί 1049/2001 και 1367/2006.

71      Έστω και αν ο κανονισμός 1049/2001 εφαρμόζεται για τα έγγραφα που κατέχονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, νυν Ένωσης και, λόγω του άρθρου 106α, παράγραφος 1, ΑΕ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, δεν ισχύει το ίδιο, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, στην περίπτωση του κανονισμού 1367/2006, ο οποίος εφαρμόζεται μόνο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, νυν Ένωσης, για ζητήματα περιβαλλοντικής πληροφόρησης.

72      Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν των πράξεων αυτών, στις πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων πρέπει να δίδεται ευρεία πρόσβαση, αλλά να εξασφαλίζεται παράλληλα ώστε η πρόσβαση αυτή να μην συγκρούεται με άλλα συμφέροντα που προστατεύονται από αυτές, στον βαθμό και με τον τρόπο που περιγράφονται στις πράξεις αυτές και χωρίς να μπορεί να τροποποιηθεί το πεδίο εφαρμογής που έχει καθεμία από αυτές. Τούτο θα συνέβαινε αν οι υποχρεώσεις που θεσπίζει ο κανονισμός 1367/2006 εφαρμόζονταν και εκτός του πλαισίου των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης.

73      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις

74      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση κοινοποίησης ολόκληρης της δανειακής σύμβασης (σημείο 1 της αίτησης πρόσβασης), δεδομένου ότι η πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν θα έθιγε την πυρηνική ασφάλεια και η Επιτροπή δεν εξήγησε με ποιον τρόπο η πρόσβαση αυτή θα έθιγε συγκεκριμένα και πραγματικά την προστασία του συμφέροντος αυτού.

75      Η Επιτροπή αμφισβητεί τον λόγο αυτόν ακυρώσεως.

76      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.

77      Κατά τη νομολογία, λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας και σημασίας των συμφερόντων που προστατεύει η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την υποχρέωση που υπέχει το θεσμικό όργανο από την εν λόγω διάταξη να αρνείται την πρόσβαση όταν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό μπορεί να θίξει τα συμφέροντα αυτά, η απόφαση που πρέπει να λάβει το θεσμικό όργανο είναι πολύπλοκη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή. Επομένως, για την έκδοση τέτοιας απόφασης, απαιτείται κάποιο περιθώριο εκτίμησης (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 35, και της 7ης Οκτωβρίου 2015, Jurašinović κατά Συμβουλίου, T‑658/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:766, σκέψη 26).

78      Περαιτέρω, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο έχουν κρίνει ότι τα κριτήρια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 είναι πολύ γενικά, καθώς, όπως προκύπτει από το γράμμα της διάταξης αυτής, πρέπει να εκδίδεται αρνητική απόφαση όταν η γνωστοποίηση του οικείου εγγράφου «θα έθιγε» την προστασία του «δημόσιου συμφέροντος» όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις «διεθνείς σχέσεις» (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 36, και της 7ης Οκτωβρίου 2015, Jurašinović κατά Συμβουλίου, T‑658/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:766, σκέψη 27).

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της νομιμότητας των αποφάσεων που στηρίζονται στη διάταξη αυτή πρέπει, κατά την ίδια νομολογία, να περιορίζεται στην εξέταση της τηρήσεως των κανόνων σχετικά με τη διαδικασία και την αιτιολογία της οικείας αποφάσεως, της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας προφανούς πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και κατάχρησης εξουσίας (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 34, και της 7ης Οκτωβρίου 2015, Jurašinović κατά Συμβουλίου, T‑658/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:766, σκέψη 28).

80      Η δε αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να προκύπτει από αυτή κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, και ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που ενδεχομένως έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ, νυν άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη όχι μόνον του περιεχομένου της, αλλά και του γενικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν τον οικείο τομέα (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 80, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Williams κατά Επιτροπής, T‑42/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:325, σκέψη 94).

81      Τέλος, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει, όσον αφορά τις απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης, ότι η άρνηση του θεσμικού οργάνου είναι υποχρεωτική οσάκις η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει η εν λόγω διάταξη, χωρίς να απαιτείται σε τέτοια περίπτωση –αντιθέτως προς ό,τι προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου– στάθμιση των απαιτήσεων που επιβάλλει η προστασία των συμφερόντων αυτών με τις απαιτήσεις που επιβάλλουν άλλα συμφέροντα (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 46).

82      Η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων.

83      Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επικαλέσθηκε, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους για να δικαιολογήσει την άρνησή της να παράσχει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα ή τμήματα εγγράφων βάσει της εξαίρεσης που αφορά τις διεθνείς σχέσεις:

–        καταρχάς, ότι υπήρχε κίνδυνος η γνωστοποίηση ολόκληρης της δανειακής σύμβασης να υπονομεύσει τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για τη δημιουργία καλών σχέσεων με την Ουκρανία προκειμένου να βελτιωθεί η ασφάλεια των πυρηνικών της σταθμών και θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να διατηρηθεί αυτή η ποιότητα των διεθνών σχέσεων όχι μόνο με τη χώρα αυτή αλλά και με άλλες γειτονικές χώρες·

–        επίσης, ότι η Ουκρανία αποτελεί στρατηγικό εταίρο της Ένωσης για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης·

–        τέλος, ότι η γνωστοποίηση ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών σχετικά με την Energoatom θα είχε αρνητικές διπλωματικές συνέπειες.

84      Η προσφεύγουσα βάλλει κατά του πρώτου και του τρίτου εκ των ανωτέρω λόγων και δεν προβαίνει σε καμία παρατήρηση επί του δεύτερου λόγου.

85      Όσον αφορά τον πρώτο και τον τρίτο εκ των ανωτέρω λόγων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε αν ο σκοπός της πυρηνικής ασφάλειας συνδεόταν με τη δημόσια ασφάλεια, με την άμυνα ή με τις διεθνείς σχέσεις –και τα τρία εκ των οποίων μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001.

86      Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση στο σημείο 2.2 παραπέμπει σαφώς και ρητά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση του κανονισμού 1049/2001. Περαιτέρω, από τις εξηγήσεις που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, σε περίπτωση επιδείνωσης των καλών σχέσεων που είχε δημιουργήσει με την Ουκρανία, θα υπήρχε κίνδυνος να υπονομευθούν οι προσπάθειες που είχαν καταβληθεί για να διαφυλαχθεί η ασφάλεια των πυρηνικών σταθμών γύρω από την Ένωση. Βάσει των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή εξήγησε ότι η εξαίρεση που εφάρμοσε ήταν η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτο εδάφιο, του ανωτέρω κανονισμού.

87      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς ό,τι ανέφερε η Επιτροπή, η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα δεν θα έθιγε αφεαυτής την πυρηνική ασφάλεια, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν αποκλειστικά και μόνο χρηματοπιστωτικά και οικονομικά στοιχεία και ότι τέτοια στοιχεία δεν θα είχαν καμία επίπτωση στο εν λόγω ζήτημα ασφαλείας.

88      Επιβάλλεται επ’ αυτού η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν προβάλλεται λυσιτελώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν στήριξε την αιτιολόγηση της απόφασής της στο ότι το αίτημα αφορούσε πληροφορίες σχετικές με την πυρηνική ασφάλεια, αλλά επισημαίνοντας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 83 ανωτέρω, ότι η κοινοποίηση της σύμβασης θα μπορούσε να θίξει τις καλές σχέσεις που είχε δημιουργήσει με την Ουκρανία και οι οποίες ήταν σημαντικό να διαφυλαχθούν.

89      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο οι αρχές τρίτης χώρας εκλαμβάνουν τις αποφάσεις θεσμικού οργάνων δεν περιλαμβάνεται στις εξαιρέσεις της υποχρέωσης παροχής πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων.

90      Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνουν οι αρχές τρίτης χώρες τις αποφάσεις της Ένωσης αποτελεί συστατικό στοιχείο των σχέσεων με την τρίτη χώρα. Από την εν λόγω αντίληψη που σχηματίζουν οι αρχές εξαρτάται στην πραγματικότητα η διατήρηση και η ποιότητα των σχέσεων αυτών. Συνεπώς, μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή της επίμαχης εξαίρεσης.

91      Τέταρτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε με ποιον τρόπο υπήρχε ο κίνδυνος η αποκάλυψη των ζητηθέντων εγγράφων να επιδεινώσει τις σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί με την Ουκρανία στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε με ποιον τρόπο η αποκάλυψη ευαίσθητων εμπορικών στοιχείων σχετικά με την Energoatom θα είχε διπλωματικές συνέπειες.

92      Υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 77 έως 79 ανωτέρω, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν. Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή ανέφερε ρητά ότι η Ουκρανία είχε δεχτεί οικειοθελώς να υποβληθεί σε «stress tests», ότι τα τεστ αυτά έδωσαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή και στην Ουκρανία να κατανοήσουν καλύτερα τους υφιστάμενους κινδύνους και ότι ήταν σαφώς προς το συμφέρον της Ένωσης να διατηρηθούν αυτές οι καλές σχέσεις και να προωθηθούν στις γειτονικές χώρες οι αυστηρότεροι ευρωπαϊκοί κανόνες στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας. Η Επιτροπή εξήγησε επίσης ότι υπήρχε ο κίνδυνος τυχόν μεταγενέστερη αποκάλυψη ολόκληρης της σύμβασης σε τρίτους να επιδεινώσει τις καλές σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί, με όλες τις συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο για την πυρηνική ασφάλεια.

93      Ομοίως, στο πλαίσιο της επίμαχης εξαίρεσης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η αποκάλυψη ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών σχετικών με την Energoatom θα είχε αρνητικές διπλωματικές συνέπειες. Δεδομένου ότι πρόκειται για κρατική επιχείρηση, δεν χρειάζονταν περαιτέρω εξηγήσεις για την αιτιολογία αυτή.

94      Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κατά τη γνώμη της ο κίνδυνος τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή για να απορρίψει το αίτημά της δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμος αλλά αμιγώς υποθετικός. Κατά την προσφεύγουσα, βάσει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω, η φύση του κινδύνου αυτού δεν δικαιολογούσε την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης.

95      Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι η δημοσιοποίηση σύμβασης που έχει συναφθεί από ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο με δημόσια επιχείρηση τρίτης χώρας και η οποία στηρίζεται σε μια καλή σχέση που έχει δημιουργηθεί με τις αρχές της χώρας αυτής μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της σχέσης αυτής και, ως εκ τούτου, να εμποδίσει την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τη σύμβαση και, γενικότερα, την πολιτική στην οποία εντάσσεται η σύμβαση αυτή, δεδομένου ότι παρόμοιες συμβάσεις συνάπτονται και με άλλες τρίτες χώρες. Εν προκειμένω, η πολιτική αυτή έχει μεγάλη σημασία για την Ένωση, δεδομένου ότι σκοπός της είναι η ασφάλεια των πυρηνικών σταθμών στις χώρες που την περιβάλλουν. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο κίνδυνος του οποίου έγινε επίκληση ήταν ευλόγως προβλέψιμος και δεν ήταν υποθετικός. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει ως προς το ζήτημα αυτό πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

96      Το ίδιο ισχύει για τις αρνητικές διπλωματικές συνέπειες που θα μπορούσε να προκαλέσει η δημοσιοποίηση των εμπορικών δεδομένων που αφορούσαν την Energoatom.

97      Εξάλλου, από το γράμμα της σύμβασης που κοινοποιήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι τα τμήματα της σύμβασης στα οποία δεν δόθηκε πρόσβαση περιλαμβάνουν ευαίσθητες πληροφορίες σχετικές με την Energoatom, όπως ρήτρες που εντόπιζαν πιθανούς εμπορικούς κινδύνους και οικονομικούς όρους των οποίων η αποκάλυψη θα μπορούσε να πλήξει συγκριμένα και πραγματικά τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης.

98      Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν χρειαζόταν να γίνει στάθμιση μεταξύ της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος που περιγράφηκε ανωτέρω και ενός υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

99      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω, η αιτιολογία της Επιτροπής είναι επαρκής ώστε να δίδεται η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους έλαβε την απόφασή της και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχο.

100    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων

101    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, σε αντίθεση προς ό,τι αποφάσισε η Επιτροπή, η εξαίρεση σχετικά με τα εμπορικά συμφέροντα, η οποία θεσπίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν μπορεί να δικαιολογήσει εν προκειμένω την άρνηση παροχής πρόσβασης στο σύνολο της σύμβασης (σημείο 1 της αίτησης πρόσβασης) και της σύστασης της ΕΤΕπ (σημείο 4 της αίτησης πρόσβασης), καθώς δεν υπήρχαν εμπορικά συμφέροντα της Energoatom, ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε με ποιον τρόπο η πρόσβαση θα έθιγε συγκεκριμένα και πραγματικά το συμφέρον αυτό και ότι επρόκειτο για υποθετικό κίνδυνο.

102    Η Επιτροπή αμφισβητεί αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

103    Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να αρνηθούν την πρόσβαση σε έγγραφο στην περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία «των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας», εκτός αν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

104    Όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα πρέπει να τυγχάνουν στενής ερμηνείας και εφαρμογής, ώστε να αναγνωρίζεται στο κοινό η ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα.

105    Κατά τη νομολογία, για να δικαιολογείται η ζητούμενη πρόσβαση σε έγγραφο δεν αρκεί, καταρχήν, το έγγραφο να εμπίπτει σε δραστηριότητα μνημονευόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Το θεσμικό όργανο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει επιπλέον να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το προστατευόμενο με την εξαίρεση ή τις εξαιρέσεις συμφέρον που επικαλείται. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, T‑210/15, EU:T:2017:224, σκέψη 27).

106    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η αιτιολογία την οποία παρέθεσε η Επιτροπή για την άρνηση παροχής πρόσβασης στις πληροφορίες που ζητήθηκαν πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των τριών αυτών απαιτήσεων.

107    Όσον αφορά την πρώτη απαίτηση, δηλαδή την ανάγκη να πρόκειται για δραστηριότητα μνημονευόμενη στο άρθρο, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε πλάνη εκτιμήσεως, διότι δεν μπορεί εν προκειμένω να τίθεται ζήτημα εμπορικών συμφερόντων της Energoatom, δεδομένου ότι πρόκειται για κρατική επιχείρηση.

108    Επισημαίνεται επ’ αυτού ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος που να εμποδίζει να θεωρηθεί ότι μια κρατική επιχείρηση όπως η Energoatom έχει εμπορικά συμφέροντα υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Το ότι το κεφάλαιο μιας επιχείρησης ανήκει σε δημόσιες αρχές δεν είναι αφεαυτού ικανό να στερήσει την επιχείρηση αυτή από εμπορικά συμφέροντα που μπορούν να προστατευθούν στην ίδια βάση με αυτά μιας ιδιωτικής επιχείρησης. Εν προκειμένω, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η Energoatom ασκεί εμπορικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των οποίων υπόκειται σε ανταγωνισμό στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οπότε πρέπει να προστατεύονται τα συμφέροντά της στην αγορά αυτή. Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση μπορούν να αφορούν εμπορικά συμφέροντα και να εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στη δραστηριότητα που μνημονεύεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

109    Όσον αφορά τη δεύτερη απαίτηση που απορρέει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 105 της παρούσας απόφασης, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε με ποιον τρόπο θα θίγονταν συγκεκριμένα και πραγματικά τα συμφέροντα των μερών σε περίπτωση διαβίβασης ολόκληρων των ζητηθέντων εγγράφων.

110    Όσον αφορά τη δανειακή σύμβαση, η Επιτροπή εξήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αν γνωστοποιούνταν ολόκληρη η σύμβαση θα θίγονταν, αφενός, τα εμπορικά συμφέροντα της Energoatom και, αφετέρου, τα εμπορικά συμφέροντα της Επιτροπής σε σχέση με τις δανειακές συμβάσεις Ευρατόμ. Όσον αφορά την Energoatom, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η σύμβαση προέβλεπε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο μερών και αναφερόταν σε ευρύ φάσμα πιθανών και προσδιοριζόμενων εμπορικών κινδύνων. Επιπλέον, περιλαμβάνει ευαίσθητα εμπορικά δεδομένα, όπως οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας της Energoatom και τα όρια των χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων. Στην εξήγησή της η Επιτροπή επισήμανε, επίσης, ότι η σύμβαση εξακολουθούσε να εκτελείται.

111    Ως προς τα δικά της συμφέροντα, η Επιτροπή επισήμανε ότι η σύμβαση στηριζόταν στο μοντέλο που έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες συμβάσεις Ευρατόμ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η παροχή πρόσβασης σε ολόκληρη τη σύμβαση θα έθετε σε κίνδυνο την υλοποίηση όχι μόνο της σύμβασης που είχε συναφθεί με την Energoatom, αλλά και άλλων παρόμοιων συμβάσεων που βρίσκονταν σε ισχύ. Θα έθετε, συνεπώς, την Επιτροπή σε δυσχερέστερη θέση κατά τη διαπραγμάτευση παρόμοιων συμβάσεων στο μέλλον.

112    Όσον αφορά τη σύσταση της ΕΤΕπ, η Επιτροπή έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα τμήματα στα οποία δεν δόθηκε πρόσβαση περιλάμβαναν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες που είχε παράσχει η Energoatom, καθώς και συμβουλές για τη μείωση των κινδύνων που συνδέονταν με το δάνειο. Τα τμήματα αυτά επαναλαμβάνουν επίσης ρήτρες της δανειακής σύμβασης για τις οποίες φρονεί ότι ήδη απέδειξε ότι τυχόν γνωστοποίηση θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα τόσο της ίδιας όσο και της Energoatom.

113    Βάσει των εξηγήσεων αυτών και του ότι η Επιτροπή διέκρινε τα τμήματα των εγγράφων που αφορούσαν τα εμπορικά συμφέροντα από τα τμήματα που δεν αφορούσαν τα συμφέροντα αυτά και στα οποία δόθηκε πρόσβαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξέταση που διενεργήθηκε από την Επιτροπή ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 105 της παρούσας απόφασης και ότι παρατέθηκαν επ’ αυτού επαρκείς εξηγήσεις από την Επιτροπή.

114    Περαιτέρω, παρατηρείται, βάσει των εξηγήσεων αυτών, ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους δεν προβλεπόταν στο άμεσο μέλλον η δημοσιοποίηση των εγγράφων. Ανέφερε ότι βρισκόταν ακόμη σε ισχύ η σύμβαση με την Energoatom και ότι η σύμβαση αυτή είχε στηριχθεί σε ένα πρότυπο που χρησιμοποιείται και για άλλες συμβάσεις. Συνεπώς, κατ’ αυτήν υπήρχε ο κίνδυνος η πρόσβαση στο σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων να έχει επιπτώσεις στην εκτέλεση όχι μόνο της σύμβασης με την Energoatom αλλά και άλλων συμβάσεων που είχαν συναφθεί ή που θα συνάπτονταν στο μέλλον.

115    Όσον αφορά την τρίτη απαίτηση που απορρέει από τη μνημονευθείσα στη σκέψη 105 ανωτέρω νομολογία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διακινδύνευση των εμπορικών συμφερόντων την οποία επικαλείται η Επιτροπή είναι εντελώς υποθετική.

116    Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι ο κίνδυνος να θιγούν τα εμπορικά συμφέροντα της Energoatom λόγω της αποκάλυψης ευαίσθητων δεδομένων που την αφορούν και να υπονομευθεί η ορθή εκτέλεση άλλων συμβάσεων που έχουν ήδη συναφθεί ή πρόκειται να συναφθούν είναι κίνδυνος που μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί και δεν μπορεί να θεωρηθεί υποθετικός, καθώς, αφενός, τα επίμαχα έγγραφα αποτελούνται από μια δανειακή σύμβαση συνταχθείσα βάσει προτύπου που χρησιμοποιείται και για άλλες συμβάσεις και από τη σύσταση που έχει συντάξει μια τράπεζα σχετικά με το δάνειο αυτό και, αφετέρου, η επιχείρηση δραστηριοποιείται στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

117    Με την προσφυγή της η προσφεύγουσα προσήψε, επίσης, στην Επιτροπή ότι αιτιολόγησε την εφαρμογή της εξαίρεσης σχετικά με τα εμπορικά συμφέροντα με το γεγονός ότι η αξία της σύμβασης υπερέβαινε τα 300 εκατομμύρια ευρώ. Κατά την προσφεύγουσα δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή της επίμαχης εξαίρεσης το πόσο σημαντική είναι η σύμβαση.

118    Και αυτό το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι στην περιγραφή του έργου το οποίο αφορούν τα έγγραφα έγινε μεν μνεία της αξίας της σύμβασης, η αιτιολόγηση όμως της εφαρμογής της εν λόγω εξαίρεσης στην υπό κρίση υπόθεση δεν στηρίζεται στο συγκεκριμένο αυτό στοιχείο. Επιπλέον, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η προσβολή των οικονομικών συμφερόντων ενός συμβαλλομένου μέρους σε μια σύμβαση καθίσταται μεγαλύτερη όσο αυξάνεται η αξία της σύμβασης αυτής.

119    Περαιτέρω, από την ανάγνωση των ζητηθέντων εγγράφων τα οποία διαβιβάσθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα τμήματα της σύμβασης και της σύστασης της ΕΤΕπ στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση προσδιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών της σύμβασης και περιλαμβάνουν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες, όπως οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας της Energoatom ή όρια χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων καθώς και αναλύσεις κινδύνου που συνδέονται με το δάνειο, η δημοσιοποίηση των οποίων θα μπορούσε να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό τα εμπορικά συμφέροντα τόσο της Energoatom όσο και της Επιτροπής, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

120    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε αν η γνωστοποίηση ήταν επιβεβλημένη για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος

121    Με την προσφυγή η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε αν η γνωστοποίηση των πληροφοριών επιβαλλόταν λόγω υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος παρά την προστασία των συμφερόντων που είχαν εξετασθεί.

122    Η Επιτροπή αμφισβητεί αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

123    Επισημαίνεται ως προς το ζήτημα αυτό ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε, μεταξύ άλλων, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

124    Αντιθέτως, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι δεν εξετάζεται τυχόν συνδρομή υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος όταν γίνεται επίκληση της εξαίρεσης που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.

125    Συνεπώς, όπως κρίθηκε στη σκέψη 98 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν προέβη εν προκειμένω σε στάθμιση μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος που αφορά τις διεθνείς σχέσεις και τυχόν υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

126    Αντιθέτως, για την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε στάθμιση μεταξύ, αφενός, των εμπορικών συμφερόντων που θεωρούσε ότι απειλούνταν από την παροχή πρόσβασης στα επίμαχα έγγραφα και, αφετέρου, του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος που προβλήθηκε από την προσφεύγουσα και το οποίο θα συνηγορούσε υπέρ της παροχής πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα. Κατά πάγια νομολογία, η απόφαση που λαμβάνεται επί αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 42, και της 13ης Ιανουαρίου 2017, Deza κατά ECHA, T‑189/14, EU:T:2017:4, σκέψη 53).

127    Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι στον αιτούντα την πρόσβαση απόκειται να επικαλεσθεί κατά τρόπο συγκεκριμένο στοιχεία που να θεμελιώνουν το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 94).

128    Στην αρχική της αίτηση η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που θα επέτρεπε να γνωστοποιηθεί η σύσταση παρά την υποχρέωση προστασίας των εμπορικών συμφερόντων.

129    Στην επιβεβαιωτική της αίτηση η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, καθόσον οι ζητηθείσες πληροφορίες αφορούσαν εκπομπές στο περιβάλλον καθώς και την πυρηνική ενέργεια, η οποία αποτελεί τεχνολογία που συνεπάγεται κινδύνους. Επίσης, κατά την προσφεύγουσα οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές πτυχές ενέπιπταν επίσης στο γενικό συμφέρον, καθόσον το πρόγραμμα βελτίωσης της πυρηνικής ασφάλειας συνεπαγόταν δαπάνη με την οποία θα επιβαρυνόταν το σύνολο της κοινωνίας.

130    Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή απάντησε ότι τα συμφέροντα των οποίων έγινε επίκληση από την προσφεύγουσα στην επιβεβαιωτική αίτηση, έστω και αν είχαν πράγματι δημόσιο χαρακτήρα, είχαν μικρότερη σημασία από τον επιδιωκόμενο στο πλαίσιο του δανείου σκοπό, ο οποίος συνίστατο στη βελτίωση της πυρηνικής ασφάλειας στους πυρηνικούς σταθμούς των γειτονικών χωρών της Ευρώπης. Και μάλιστα, κατά την Επιτροπή ο σκοπός αυτός θα προστατευόταν καλύτερα με τη διατήρηση καλών σχέσεων με την Ουκρανία και με την πραγματοποίηση προόδου στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης.

131    Πέραν του συμφέροντος του κοινού να γνωρίζει το χρηματοπιστωτικό κόστος του δανείου, περί του οποίου θα γίνει λόγος στη σκέψη 137 κατωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εν προκειμένω όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στην επιβεβαιωτική της αίτηση σχετικά με υπέρτερο δημόσιο συμφέρον είναι συνοπτικά και αόριστο.

132    Πράγματι, στο δικόγραφο της προσφυγής η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα περιλάμβαναν τους όρους από τους οποίους εξαρτήθηκε η παροχή πίστωσης ως προς ζητήματα πυρηνικής ασφάλειας και ότι η γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών θα έδιδε τη δυνατότητα στο κοινό να ελέγξει αν είχαν τηρηθεί οι συγκεκριμένοι όροι. Ο έλεγχος αυτός ήταν ιδιαιτέρως σημαντικός, κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι στην Ουκρανία δεν τηρούνται οι κανόνες που αφορούν την πυρηνική ασφάλεια. Η προσφεύγουσα επισημαίνει επ’ αυτού ότι το πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε θα έδιδε τη δυνατότητα να παραταθεί η διάρκεια ζωής δύο αντιδραστήρων πέραν του χρόνου που είχε προβλεφθεί αρχικά, χωρίς να ληφθούν μέτρα ασφαλείας, ότι οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο υπεύθυνος για τη λειτουργία τους φορέας γεννούσε ανησυχίες σχετικά με τη δυνατότητά του να χρηματοδοτήσει τα μέτρα ασφαλείας, ότι η αρχή που ήταν αρμόδια για την ασφάλεια των πυρηνικών σταθμών δεν ήταν ανεξάρτητη κατά την έκδοση της απόφασης για τον ένα εκ των δύο αυτών αντιδραστήρων, ότι το κοινό είχε περιορισμένη πρόσβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ότι η Ουκρανία δεν λάμβανε υπόψη αιτήσεις πληροφοριών που υπέβαλλαν οι γειτονικές χώρες και ότι η Ένωση δεν φαινόταν να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της τήρησης των προδιαγραφών ασφάλειας. Δεδομένου του υφιστάμενου κινδύνου, είχε μεγάλη σημασία να δοθεί στο κοινό η δυνατότητα να ασκήσει ενισχυμένο έλεγχο στα ληφθέντα μέτρα, λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να επιτραπεί η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα.

133    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα αυτά, δεδομένου ότι διατυπώθηκαν κατά το στάδιο της προσφυγής, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά τη νομολογία, η νομιμότητα πράξης θεσμικού οργάνου πρέπει να εκτιμάται με βάση τα στοιχεία που μπορούσε να έχει στη διάθεσή του το όργανο αυτό κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης. Δεν επιτρέπεται η επίκληση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πραγματικών στοιχείων τα οποία δεν είχαν προβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής, T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 687 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

134    Συνεπώς, δεν πληρούνται οι απαιτήσεις που διατυπώθηκαν στη σκέψη 127 ανωτέρω.

135    Ως εκ περισσού, επιβάλλεται η επισήμανση ότι έχουν ήδη γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα τα τμήματα της σύμβασης και της σύστασης της ΕΤΕπ που αφορούν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές πτυχές της σύμβασης και ότι η παροχή πρόσβασης στα τμήματα στα οποία αυτή δεν επετράπη δεν θα έδιδε τη δυνατότητα στο κοινό να ελέγξει αν είχαν πράγματι τηρηθεί οι όροι ασφαλείας που είχαν επιβληθεί στην Energoatom.

136    Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως, ότι η πυρηνική ασφάλεια θα διασφαλιζόταν καλύτερα με τη διατήρηση καλών σχέσεων με την Ουκρανία στον τομέα αυτόν παρά με την παροχή πρόσβασης του κοινού στα επίμαχα έγγραφα.

137    Όσον αφορά το δημόσιο συμφέρον να γίνει γνωστό το χρηματοδοτικό κόστος του δανείου, η Επιτροπή επίσης ορθώς έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως, ότι αυτό ήταν υποδεέστερο, από άποψη σημασίας, του συμφέροντος να διασφαλίζεται η πυρηνική ασφάλεια στις γειτονικές χώρες της Ένωσης.

138    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

139    Στο υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα προβάλλει λόγο ακυρώσεως o οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στην από 21 Δεκεμβρίου 2015 απάντησή της, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, και στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, και στο υπόμνημα αντικρούσεως, αφετέρου, δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

140    Όπως επισήμανε η Επιτροπή, ο λόγος αυτός, που αφορά τη νομιμότητα της διοικητικής διαδικασίας, καθόσον αφορά την απάντηση της 21ης Δεκεμβρίου 2015 και την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προβλήθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής. Δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής και δεν στηρίζεται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, πρόκειται για νέο λόγο, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2017, Voigt κατά Κοινοβουλίου, T‑618/15, EU:T:2017:821, σκέψη 87).

141    Όσον αφορά το υπόμνημα αντικρούσεως, ούτε από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου ούτε από τον Κανονισμό Διαδικασίας προκύπτει ότι ο καθού υποχρεούται να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Εξάλλου, το περιεχόμενο της άμυνας δεν είναι δυνατόν να έχει επιπτώσεις στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτή πρέπει να κρίνεται κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση.

142    Τέλος, από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από αυτόν και τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάξεων των Συνθηκών ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται σε αυτές. Συνεπώς, το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν μπορεί να έχει ευρύτερο περιεχόμενο από το άρθρο 15 ΣΛΕΕ και τον κανονισμό 1049/2001 που το υλοποιούν. Δεδομένου ότι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης από την άποψη του εν λόγω κανονισμού εξετάσθηκε ήδη στο πλαίσιο των ανωτέρω λόγων, παρέλκει η εκ νέου εξέτασή της υπό το πρίσμα του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

143    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

144    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

145    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

146    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

147    Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η CEE Bankwatch Network φέρει τα δικαστικά της έξοδα και αυτά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

PelikánováNihoulSvenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Φεβρουαρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.