Language of document : ECLI:EU:T:2011:286

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός τιμών – Κατανομή της αγοράς – Καταστρατήγηση διαγωνισμών – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Καταλογισμός των πράξεων που συνιστούν την παράβαση – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑204/08 και T‑212/08,

Team Relocations NV, με έδρα το Zaventem (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους H. Gilliams και J. Bocken, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑204/08,

Amertranseuro International Holdings Ltd,

Trans Euro Ltd,

Team Relocations Ltd,

με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενες από τον L. Gyselen, δικηγόρο,

προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑212/08,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον A. Bouquet, την A. Αντωνιάδη και τον N. von Lingen,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με αιτήματα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2008) 926 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων), και, επικουρικώς, την ακύρωση ή μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, προεδρεύοντα, N. Wahl και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Απριλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό

1.     Το αντικείμενο της διαφοράς

1        Κατά την απόφαση C(2008) 926 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων) (στο εξής: Απόφαση), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Αυγούστου 2009 (ΕΕ C 188, σ. 16), η Team Relocations NV μετείχε σε σύμπραξη στην αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, με σκοπό τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών, την κατανομή της αγοράς και την καταστρατήγηση της διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκθέτει ότι η σύμπραξη λειτούργησε για περίπου 19 έτη (από τον Οκτώβριο του 1984 έως τον Σεπτέμβριο του 2003). Τα μέλη της καθόριζαν τις τιμές που αναγράφονταν σε εικονικές προσφορές (στις επονομαζόμενες «προσφορές διευκολύνσεως», στο εξής: ΠΔ) προς τους πελάτες και αποζημιώνονταν μεταξύ τους για τις απορριφθείσες προσφορές μέσω ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων (στο εξής: προμήθειες).

2.     Οι προσφεύγουσες

2        Η Team Relocations συστάθηκε υπό την επωνυμία Transeuro Worldwide Movers NV (Belgium) στις 7 Μαΐου 1993. Η επωνυμία της τροποποιήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2002. Από τον Ιανουάριο του 1994, η κατά 100 % μητρική εταιρία της Team Relocations είναι η Team Relocations Ltd, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των υπηρεσιών μετακομίσεων και της οποίας το σύνολο των μετοχών κατέχει η εταιρία Trans Euro Ltd. Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2000, το σύνολο των μετοχών της Trans Euro κατέχει η εταιρία Amertranseuro International Holdings Ltd (στο εξής: Amertranseuro).

3        Κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2006, η Amertranseuro πραγματοποίησε ενοποιημένο συνολικό κύκλο εργασιών ύψους 44 352 733 ευρώ.

3.     Η διοικητική διαδικασία

4        Κατά την Απόφαση, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία αυτεπαγγέλτως, διότι είχε στη διάθεσή της πληροφορίες κατά τις οποίες ορισμένες βελγικές εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα των διεθνών μετακομίσεων μετείχαν σε συμφωνίες οι οποίες θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 81 ΕΚ.

5        Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των εταιριών Allied Arthur Pierre NV, Interdean NV, Transworld International NV και Ziegler SA τον Σεπτέμβριο του 2003. Κατόπιν των εν λόγω ελέγχων, η εταιρία Allied Arthur Pierre υπέβαλε αίτηση με την οποία ζήτησε τη μη επιβολή ή τη μείωση του προστίμου, βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002). Η Allied Arthur Pierre παραδέχθηκε τη συμμετοχή της στις συμφωνίες περί προμηθειών και περί ΠΔ, αποκάλυψε τους εμπλεκόμενους ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ένας άγνωστος μέχρι πρότινος στις υπηρεσίες της Επιτροπής ανταγωνιστής, και προσκόμισε έγγραφα τα οποία επιρρωννύουν τις προφορικές δηλώσεις της.

6        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), υποβλήθηκαν γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις επιχειρήσεις που εμπλέκονταν στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες, σε ανταγωνιστές και σε μια επαγγελματική οργάνωση. Στις 18 Οκτωβρίου 2006, εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε σε πολλές εταιρίες το έγγραφο των αιτιάσεων. Όλοι οι αποδέκτες απάντησαν στο εν λόγω έγγραφο. Οι εκπρόσωποί τους, πλην των εκπροσώπων των εταιριών Amertranseuro International Holdings Ltd, Stichting Administratiekantoor Portielje, Team Relocations Ltd και Trans Euro Ltd, προέβαλαν το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος της Επιτροπής, μια τέτοια δε πρόσβαση ήταν δυνατή μόνο στα γραφεία της Επιτροπής. Η πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα επετράπη για την περίοδο μεταξύ της 6ης και της 29ης Νοεμβρίου 2006. Η ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου 2007.

7        Η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση στις 11 Μαρτίου 2008.

4.     Η Απόφαση

8        Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αποδέκτες της Αποφάσεως, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες, Team Relocations, Amertranseuro, Trans Euro και Team Relocations Ltd, μετείχαν σε σύμπραξη στον τομέα των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο ή ευθύνονται για την εν λόγω σύμπραξη. Οι μετέχοντες στη σύμπραξη προέβαιναν σε καθορισμό τιμών, κατανομή πελατών και καταστρατήγηση της διαδικασίας υποβολής προσφορών τουλάχιστον από το 1984 έως το 2003. Ως εκ τούτου, διέπραξαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

9        Κατά την Επιτροπή, στις οικείες υπηρεσίες συγκαταλέγονταν τόσο η μετακόμιση των αγαθών φυσικών προσώπων, ιδιωτών ή υπαλλήλων επιχειρήσεων ή δημοσίων οργανισμών, όσο και η μετακόμιση των αγαθών επιχειρήσεων ή δημοσίων οργανισμών. Αυτές οι μετακομίσεις είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το Βέλγιο αποτελούσε τον τόπο αφετηρίας ή τον τόπο προορισμού τους. Λαμβανομένου, επίσης, υπόψη του γεγονότος ότι οι επίμαχες εταιρίες διεθνών μετακομίσεων ήταν στο σύνολό τους εγκατεστημένες στο Βέλγιο και ότι η δραστηριότητα της συμπράξεως ασκούνταν στο Βέλγιο, η Επιτροπή έκρινε ότι το Βέλγιο αποτελούσε το γεωγραφικό κέντρο της συμπράξεως.

10      Ο συνολικός κύκλος εργασιών των μετεχόντων στη σύμπραξη για τις υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο εκτιμήθηκε από την Επιτροπή στο ποσό των 41 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2002. Υπολογίζοντας το μέγεθος του τομέα περίπου στο ποσό των 83 εκατομμυρίων ευρώ, η Επιτροπή καθόρισε το μερίδιο της αγοράς που κατείχε το σύνολο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε ποσοστό περίπου 50 %.

11      Η Επιτροπή εκθέτει ότι η σύμπραξη είχε, μεταξύ άλλων, ως σκοπό τον καθορισμό και τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και την κατανομή της αγοράς ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς με διάφορους τρόπους, όπως με συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών, συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς μέσω ενός συστήματος εικονικών προσφορών (ΠΔ) και συμφωνίες περί καθορισμού ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων για τις απορριφθείσες προσφορές ή σε περίπτωση αποχής από τη διαδικασία υποβολής προσφορών (προμήθειες).

12      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, μεταξύ του έτους 1984 και των αρχών της δεκαετίας του 90, η σύμπραξη λειτουργούσε ιδίως βάσει γραπτών συμφωνιών περί καθορισμού των τιμών. Παραλλήλως είχαν προβλεφθεί οι προμήθειες και οι ΠΔ. Η προμήθεια αποτελούσε κρυφό στοιχείο της τελικής τιμής που όφειλε να καταβάλει ο καταναλωτής χωρίς να λαμβάνει αντίστοιχη παροχή. Ειδικότερα, αντιπροσώπευε το χρηματικό ποσό το οποίο όφειλε η εταιρία μετακομίσεων που συνήπτε τελικώς τη σύμβαση διεθνούς μετακομίσεως, στους ανταγωνιστές της οι οποίοι δεν είχαν συνάψει την εν λόγω σύμβαση, καίτοι είχαν επίσης υποβάλει προσφορά ή είχαν απόσχει από την οικεία διαδικασία. Επρόκειτο, συνεπώς, για ένα είδος οικονομικής αντισταθμίσεως για τις εταιρίες μετακομίσεων που δεν είχαν συνάψει τη σύμβαση. Τα μέλη της συμπράξεως τιμολογούσαν αμοιβαίως μεταξύ τους τις προμήθειες επί των απορριφθεισών προσφορών ή για τις προσφορές που δεν είχαν υποβάλει, προβάλλοντας εικονικές υπηρεσίες, και το ποσό των προμηθειών αυτών τιμολογούνταν στους πελάτες. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πρακτική αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως έμμεσος καθορισμός τιμών για τις υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο.

13      Τα μέλη της συμπράξεως αυτής συνεργάζονταν επίσης για την υποβολή ΠΔ, με τις οποίες δημιουργούσαν στους πελάτες, ήτοι στους εργοδότες που πλήρωναν τις δαπάνες μετακομίσεως, την εσφαλμένη πεποίθηση ότι μπορούσαν να επιλέξουν με κριτήρια στηριζόμενα στον ανταγωνισμό. Η ΠΔ ήταν μια εικονική προσφορά, την οποία υπέβαλε στον πελάτη ή στο πρόσωπο που επρόκειτο να μετακομίσει, μια εταιρία μετακομίσεων η οποία δεν προτίθετο να διενεργήσει τη μετακόμιση. Με την υποβολή της ΠΔ, η εταιρία μετακομίσεων που ήθελε να συνάψει τη σύμβαση (στο εξής: αιτούσα εταιρία) ενεργούσε κατά τρόπο ώστε ο οργανισμός ή η επιχείρηση να λάβει πολλές προσφορές, είτε αμέσως είτε εμμέσως μέσω του προσώπου που επρόκειτο να μετακομίσει. Για τον σκοπό αυτό, η αιτούσα εταιρία υποδείκνυε στους ανταγωνιστές της την τιμή, το ποσοστό ασφαλίσεως και τα έξοδα αποθηκεύσεως που έπρεπε να τιμολογήσουν για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η τιμή αυτή, ούσα μεγαλύτερη από την εκ μέρους της αιτούσας εταιρίας προτεινόμενη τιμή, αναγραφόταν ακολούθως στις ΠΔ. Κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι ο εργοδότης επιλέγει συνήθως την εταιρία μετακομίσεων που υποβάλλει τη χαμηλότερη προσφορά, οι εμπλεκόμενες στην ίδια διεθνή μετακόμιση εταιρίες γνώριζαν, καταρχήν, εκ των προτέρων ποια εξ αυτών θα μπορούσε να συνάψει τελικώς τη σύμβαση για τη συγκεκριμένη μετακόμιση.

14      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η τιμή που ζητούσε η αιτούσα εταιρία μπορεί να ήταν μεγαλύτερη από την τιμή που θα είχε προτείνει διαφορετικά, διότι οι άλλες εμπλεκόμενες στην ίδια μετακόμιση εταιρίες είχαν υποβάλει ΠΔ με τιμές που τους είχε υποδείξει η αιτούσα εταιρία. Για παράδειγμα, η Επιτροπή παραθέτει, στην αιτιολογική σκέψη 233 της Αποφάσεως, εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα της Allied Arthur Pierre, της 11ης Ιουλίου 1997, στο οποίο επισημαίνεται ότι «[ο] πελάτης ζήτησε δύο [ΠΔ], μπορούμε συνεπώς να ζητήσουμε μεγαλύτερη τιμή». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διατείνεται ότι με την υποβολή ΠΔ στους πελάτες καταστρατηγούνταν η διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, καθόσον οι αναγραφόμενες σε όλες τις προσφορές τιμές ήταν σκοπίμως μεγαλύτερες από την τιμή της αιτούσας εταιρίας, και οπωσδήποτε μεγαλύτερες από τις τιμές που θα ίσχυαν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον.

15      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις ίσχυσαν έως το 2003. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αυτές οι σύνθετες δραστηριότητες είχαν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή της αγοράς και, ως εκ τούτου, τη νόθευση του ανταγωνισμού.

16      Τελικώς, η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση, της οποίας το άρθρο 1 έχει ως εξής:

«Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 παράγραφος 1, [ΕΚ] καθορίζοντας άμεσα ή έμμεσα τις τιμές για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, κατανέμοντας τμήμα της αγοράς αυτής και καταστρατηγώντας τη διαδικασία υποβολής προσφορών κατά τις αναφερόμενες κατωτέρω χρονικές περιόδους:

[…]

ζ)      Η [Team Relocations], από 20 Ιανουαρίου 1997 έως 10 Σεπτεμβρίου 2003· από κοινού και αλληλεγγύως με τις Trans Euro […] και Team Relocations Limited, από 20 Ιανουαρίου 1997 έως 7 Σεπτεμβρίου 2000· από κοινού και αλληλεγγύως με τις [Amertranseuro], Trans Euro […] και Team Relocations Limited, από 8 Σεπτεμβρίου 2000 έως 10 Σεπτεμβρίου 2003

[…]».

17      Για τον λόγο αυτό, με το άρθρο 2, στοιχείο θ΄, της Αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην Team Relocations πρόστιμο ύψους 3,49 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων ποσό 3 εκατομμυρίων ευρώ βαρύνει από κοινού και αλληλεγγύως τις εταιρίες Trans Euro και Team Relocations Ltd και ποσό 1,3 εκατομμυρίων ευρώ βαρύνει από κοινού και αλληλεγγύως τις εταιρίες Amertranseuro, Trans Euro και Team Relocations Ltd (στο εξής, αποκαλούμενες στο σύνολό τους: όμιλος Amertranseuro).

18      Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε, με την Απόφαση, τη μεθοδολογία που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Οι προσφεύγουσες, με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Ιουνίου 2008, άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

20      Με διάταξη του προέδρου του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 5ης Μαρτίου 2010, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T-204/08 και T-212/08 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Απριλίου 2010. Με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Αυγούστου 2010, η Team Relocations ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2010.

22      Στην υπόθεση T‑204/08, η Team Relocations ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της Αποφάσεως·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της Αποφάσεως, στο μέτρο που της επιβάλλει πρόστιμο ύψους 3,49 εκατομμυρίων ευρώ·

–        επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το επιβληθέν με την Απόφαση πρόστιμο·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23      Επιπροσθέτως, η Team Relocations ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τους παράγοντες που έλαβε υπόψη για να μειώσει κατά 70 % το ποσό του προστίμου που άλλως θα επέβαλλε στην εταιρία Interdean.

24      Οι προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑212/08, Amertranseuro, Trans Euro και Team Relocations Ltd, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο θ΄, της Αποφάσεως, στο μέτρο που κρίνει ότι ευθύνονται από κοινού και αλληλεγγύως για την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ που φέρεται να διέπραξε η Team Relocations κατά την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 1997 και Σεπτεμβρίου 2003·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο θ΄, της Αποφάσεως, στο μέτρο που δεν περιορίζει κατ’ ουσίαν την αλληλέγγυα ευθύνη της Amertranseuro στο ποσό του 1,3 εκατομμυρίων ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Στις υποθέσεις T‑204/08 και T‑212/08, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

26      Η Team Relocations προβάλλει οκτώ λόγους με αίτημα την ακύρωση της Αποφάσεως και την κατάργηση ή μείωση του προστίμου. Οι εταιρίες Amertranseuro, Trans Euro και Team Relocations Ltd προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται από τη μη δυνατότητα καταλογισμού εις βάρος τους των παραβάσεων που διέπραξε η Team Relocations και την αδυναμία τους να πληρώσουν το πρόστιμο. Δεδομένου ότι αυτοί οι δύο τελευταίοι λόγοι ακυρώσεως αντιστοιχούν στο πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως και στον όγδοο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει η Team Relocations, πρέπει να εξετασθούν πρώτοι στο πλαίσιο των εν λόγω αιτιάσεων.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το γεγονός ότι η Team Relocations δεν συμμετείχε στην ενιαία και διαρκή παράβαση που εκθέτει η Απόφαση

27      Με αυτόν τον λόγο, η Team Relocations αμφισβητεί τη συμμετοχή της στην ενιαία και διαρκή παράβαση που εκθέτει η Απόφαση.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Η Team Relocations υποστηρίζει ότι, προκειμένου να θεμελιωθεί ευθύνη της για την ενιαία παράβαση που εκθέτει η Απόφαση, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει, πρώτον, ότι η Team Relocations γνώριζε την παράνομη συμπεριφορά των λοιπών μετεχόντων ή μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, και, δεύτερον, ότι με τις διάφορες πρακτικές που εκθέτει η Απόφαση επιδιώκονταν κοινοί σκοποί και η Team Relocations είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στην επίτευξη των σκοπών αυτών.

29      Κατά την άποψη της Team Relocations, η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων. Πρώτον, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν γνώριζε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Η Απόφαση δεν επικαλείται κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει ότι η Team Relocations γνώριζε ή όφειλε οπωσδήποτε να γνωρίζει τις συμφωνίες περί των τιμών και των ΠΔ όταν, από το 1997 και εφεξής, ήταν κατά καιρούς σύμφωνη με την παροχή ή καταβολή προμηθειών. Η ίδια υπέβαλε ή ζήτησε για πρώτη φορά ΠΔ μόλις τον Φεβρουάριο του 2002. Η Team Relocations δεν μετείχε ούτε σε παράνομες συσκέψεις με σκοπό την εκπόνηση αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνολικού σχεδίου.

30      Δεύτερον, η Team Relocations διατείνεται ότι δεν συμμετείχε ούτε σε συνολικό σχέδιο ούτε σε «διαρκή» παράβαση. Δεν συμμετείχε σε καμία γραπτή συμφωνία περί καθορισμού τιμών. Οι προμήθειες που συμφώνησε να καταβληθούν είχαν ως σκοπό την παροχή στους μεμονωμένους επιχειρηματίες της δυνατότητας ανακτήσεως του ποσού των δαπανών στις οποίες είχαν υποβληθεί για ορισμένη μετακόμιση και όχι τον καθορισμό τιμών, την κατανομή των πελατών ή την κατανομή της αγοράς. Οι εν λόγω συμφωνίες περί προμηθειών ήταν προσωρινού χαρακτήρα και δεν είχαν γενική ή αυτόματη εφαρμογή. Οι ΠΔ λαμβάνονταν πάντα κατόπιν αιτήσεως ή τουλάχιστον με τη συναίνεση του φυσικού προσώπου που επρόκειτο να μετακομίσει και υποβάλλονταν μόνον αφού ο πελάτης είχε επιλέξει την επιχείρηση μετακομίσεως.

31      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα εν λόγω επιχειρήματα και φρονεί ότι η Team Relocations, μετέχοντας τουλάχιστον σε δύο από αυτές τις συμφωνίες, γνώριζε ή όφειλε οπωσδήποτε να γνωρίζει το συνολικό σχέδιο στο οποίο στηριζόταν η ενιαία παράβαση. Εξάλλου, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επιχείρημα ότι η Team Relocations δεν μετείχε στη γραπτή συμφωνία περί των τιμών είναι άνευ σημασίας όσον αφορά την ευθύνη που της καταλογίζεται βάσει της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

32      Με τον λόγο αυτό, η Team Relocations δεν αμφισβητεί ότι παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι δεν μετείχε στην ενιαία και διαρκή παράβαση που εκθέτει η Απόφαση. Ως εκ τούτου, πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

 Επί της εννοίας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

33      Με την απόφασή του της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (Συλλογή 1999, σ. I-4125, σκέψη 82), το Δικαστήριο υπογράμμισε τον τεχνητό χαρακτήρα της κατατμήσεως μιας συνεχούς συμπεριφοράς χαρακτηριζομένης από έναν και τον αυτό σκοπό, αναλύοντάς την σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις, ενώ, αντιθέτως, πρόκειται για ενιαία παράβαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε σταδιακώς τόσο με συμφωνίες όσο και με εναρμονισμένες πρακτικές.

34      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε παράβαση με ενέργειές της εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 83).

35      Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων και ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβαιναν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 87).

36      Ειδικότερα, οι συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν συστατικά στοιχεία ενιαίας συμφωνίας θίγουσας των ανταγωνισμό μόνον αν αποδειχθεί ότι εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός. Επιπροσθέτως, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετείχε στις συμπράξεις αυτές, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, διά της συμμετοχής της αυτής, εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία, μπορεί η συμμετοχή της στις εν λόγω συμπράξεις να αποτελεί την έκφραση της προσχωρήσεώς της στη συμφωνία αυτή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, Τ-25/95, Τ-26/95, Τ-30/95 έως Τ-32/95, Τ-34/95 έως Τ-39/95, Τ-42/95 έως Τ-46/95, Τ-48/95, Τ-50/95 έως Τ-65/95, Τ-68/95 έως Τ-71/95, Τ-87/95, Τ-88/95, Τ-103/95 και Τ-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-491, σκέψεις 4027 έως 4112).

37      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει, συνεπώς, ότι πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις προκειμένου να αποδειχθεί η συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση, ήτοι η ύπαρξη συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός, η εν γνώσει συμμετοχή της επιχειρήσεως στο σχέδιο αυτό και το γεγονός ότι αυτή τελούσε σε (αποδεδειγμένη ή τεκμαιρόμενη) γνώση των παραβατικών συμπεριφορών των άλλων συμμετεχόντων.

38      Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να εξετασθεί υπό το πρίσμα των εν λόγω προϋποθέσεων.

 Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς

–       Επί της υπάρξεως συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός

39      Όσον αφορά, πρώτον, την ύπαρξη συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι επίμαχες επιχειρήσεις επεδίωκαν έναν και μόνον οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση της διαμορφώσεως των τιμών.

40      Εντούτοις, η έννοια του κοινού σκοπού δεν μπορεί να καθορισθεί με γενική αναφορά στη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αφορώσα την παράβαση αγορά, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού συνιστά, είτε ως αντικείμενο είτε ως αποτέλεσμα, ένα από τα συστατικά στοιχεία κάθε συμπεριφοράς εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας του κοινού σκοπού θα ενείχε τον κίνδυνο του εν μέρει περιορισμού του περιεχομένου της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, διότι θα είχε ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με τον οικονομικό τομέα συμπεριφορές, απαγορευόμενες από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται συστηματικώς ως συστατικά ενιαίας παραβάσεως στοιχεία. Συνεπώς, για να μπορούν να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και διαρκής παράβαση, πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε περίσταση ικανή να επιβεβαιώσει ή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συμπληρωματικότητα αυτή, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο (συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιουμένων μεθόδων) και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων υπό εξέταση ενεργειών (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T-101/05 και T-111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψεις 179 έως 181).

41      Εν προκειμένω, από την Απόφαση προκύπτει ότι ο κοινός σκοπός, ο οποίος επιδιωκόταν με διάφορους τρόπους που εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο, ήταν ο καθορισμός και η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των τιμών για την παροχή υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο και η κατανομή της αγοράς αυτής. Ο εν λόγω κοινός σκοπός εκτίθεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 314 και 322 έως 344 της Αποφάσεως.

42      Τα επιχειρήματα της Team Relocations δε μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή.

43      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το σύστημα προμηθειών είναι ένα σύστημα αντισταθμίσεων το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο της κατανομής των πελατών, και ότι η υποβολή ΠΔ είναι συστατικό στοιχείο της κατανομής των πελατών, όταν οι πελάτες επιθυμούν να λάβουν προσφορές από πολλούς μετέχοντες στη σύμπραξη.

44      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Team Relocations, οι ρυθμίσεις περί των προμηθειών και των ΠΔ αφορούσαν τις τιμές. Όσον αφορά τις προμήθειες, ο αριθμός και τα επίπεδά τους ήταν προκαθορισμένα, πριν από την υποβολή των προσφορών των εταιριών μετακομίσεως στους πελάτες τους. Ακόμη και αν υποτεθεί, όπως διατείνεται η Team Relocations, ότι τα ποσά των εν λόγω προμηθειών δεν προστίθεντο στην τιμή της μετακομίσεως, περιλαμβάνονταν αναπόφευκτα στους υπολογισμούς των επιχειρήσεων καθιστώντας ακριβότερες τις εκ μέρους τους παρεχόμενες υπηρεσίες. Όσον αφορά τις προσφορές, η αναγραφόμενη σε μια «εικονική» προσφορά τιμή καθοριζόταν από την εταιρία η οποία είχε υποβάλει την αίτηση και γινόταν αποδεκτή από την εταιρία που συνέτασσε την ΠΔ, γεγονός το οποίο παρείχε στην πρώτη τη δυνατότητα καθορισμού της τιμής της σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο που θα προέκυπτε από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, το οποίο προσέγγιζε την «εικονική» τιμή που είχε συμφωνηθεί με κοινή συμφωνία. Στην αιτιολογική σκέψη 233 της Αποφάσεως, η Επιτροπή απέδειξε το εν λόγω αποτέλεσμα της πρακτικής των ΠΔ επί των τιμών (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω).

45      Οι δύο πρακτικές, όπως η γραπτή συμφωνία περί των τιμών, επεδίωκαν κοινό σκοπό, ήτοι τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη καθορίζοντας τις τιμές σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο που θα ίσχυε ελλείψει των συμφωνιών. Οι προμήθειες που καταβάλλονταν στους ανταγωνιστές οι οποίοι δεν συνήπταν τη σύμβαση, τους απέτρεπαν να προτείνουν ανταγωνιστική τιμή και, ανταλλάσσοντας πληροφορίες σχετικά με τις προσφορές τους στο πλαίσιο των ΠΔ, οι μετέχοντες στη σύμπραξη περιόριζαν τον ανταγωνισμό ως προς τις τιμές. Εξάλλου, η συμφωνία περί των ΠΔ παρείχε στους μετέχοντες τη δυνατότητα να διατηρούν τις τιμές σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο που θα ίσχυε ελλείψει της εν λόγω συμφωνίας.

46      Όσον αφορά τα επιχειρήματα κατά τα οποία οι ΠΔ υποβάλλονταν μόνον αφού ο πελάτης είχε κάνει την επιλογή του, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το πρόσωπο που έρχεται σε επαφή με τον προμηθευτή, για παράδειγμα ο υπάλληλος της Επιτροπής, δεν είναι ο πραγματικός πελάτης των εταιριών μετακομίσεως. Στην πραγματικότητα, εναπόκειται στην επιχείρηση ή στον οργανισμό που πληρώνει τις δαπάνες μετακομίσεως να επιλέξει μια εταιρία μετακομίσεων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό της διασφαλίσεως επιλογής, πολλές επιχειρήσεις και δημόσιοι οργανισμοί απαιτούν την υποβολή περισσοτέρων από μία προσφορών.

–       Επί της εν γνώσει της προσφεύγουσας συμβολής της στο συνολικό σχέδιο

47      Όσον αφορά, δεύτερον, τη συμβολή της Team Relocations στην παράβαση, δεν αμφισβητείται ότι μετείχε σε δύο από τις τρεις πρακτικές που εκθέτει η Απόφαση, ήτοι στη συμφωνία περί των προμηθειών και στη συμφωνία περί των ΠΔ.

48      Αντιθέτως, η Team Relocations ουδέποτε μετείχε στη γραπτή συμφωνία περί των τιμών. Πάντως, καίτοι μια επιχείρηση που έχει μετάσχει σε παράβαση με τη συμπεριφορά της μπορεί να κριθεί συνυπαίτια για τη συμπεριφορά την οποία ανέπτυξαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως, τούτο ισχύει, εντούτοις, μόνο για την περίοδο της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 83). Ως εκ τούτου, η Team Relocations δεν μπορεί να κριθεί υπεύθυνη για συμπεριφορές που είχαν παύσει πλέον των πέντε ετών πριν από την προσχώρησή της στη σύμπραξη.

49      Ωστόσο, η Επιτροπή διαπίστωσε με την Απόφαση μόνο μια παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ από την Team Relocations για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 1997 έως 10 Σεπτεμβρίου 2003, κατά την οποία η Team Relocations μετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις της συμπράξεως. Συνεπώς, η Επιτροπή έλαβε ορθώς υπόψη το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή μετείχε στη σύμπραξη μόλις από το έτος 1997.

50      Επιπροσθέτως, τα επιχειρήματα της Team Relocations ότι δεν εφαρμόζονταν ταυτοχρόνως οι συμφωνίες περί προμηθειών και ΠΔ και ότι οι διατάξεις περί των προμηθειών είχαν προσωρινό χαρακτήρα δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω στο μέτρο που, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η εν λόγω προσφεύγουσα, με αυτές τις δύο πρακτικές επιδιωκόταν ο ίδιος σκοπός.

–       Επί της εκ μέρους της Team Relocations γνώσεως των παραβατικών συμπεριφορών

51      Όσον αφορά, τρίτον, το ζήτημα αν η Team Relocations γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, είναι αληθές ότι, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της, δεν πραγματοποιήθηκαν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συσκέψεις. Εντούτοις, το γεγονός ότι η Team Relocations ουδέποτε μετείχε σε τέτοιου είδους συσκέψεις δεν είναι καθοριστικής σημασίας, διότι από τη λειτουργία της συμπράξεως προκύπτει ότι δεν ήταν αναγκαία η συμμετοχή των μελών της στις συσκέψεις προκειμένου να ενημερωθούν για τις συμφωνίες περί των προμηθειών και των ΠΔ ή να μετάσχουν σ’ αυτές. Οι συμφωνίες συνάπτονταν κατά κανόνα τηλεφωνικώς, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και/ή τηλεομοιοτυπίας.

52      Επιπροσθέτως, η Team Relocations πρέπει οπωσδήποτε να γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές των λοιπών μετεχόντων, δεδομένου ότι η πρακτική των προμηθειών και των ΠΔ στηριζόταν στην αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων οι οποίοι εναλλάσσονταν κάθε φορά. Ειδικότερα, το σύστημα αυτό στηριζόταν στην αρχή «do ut des» στο μέτρο που κάθε επιχείρηση, η οποία κατέβαλλε προμήθεια ή υπέβαλλε ΠΔ, προσδοκούσε να έχει στο μέλλον τη δυνατότητα να επωφεληθεί η ίδια από το σύστημα αυτό και να λάβει προμήθειες ή ΠΔ. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Team Relocations, οι διατάξεις αυτές δεν ήταν προσωρινού, αλλά συμπληρωματικού χαρακτήρα.

53      Το επιχείρημα της Team Relocations ότι δεν γνώριζε τις γραπτές συμφωνίες και την πρακτική των προμηθειών πριν από το 1997 δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, στο μέτρο που η Απόφαση δέχεται την υπαιτιότητα της Team Relocations για τη συγκεκριμένη παράβαση μόνον από την εν λόγω ημερομηνία. Το αργότερο το 1997, όταν δέχθηκε την πρώτη της προμήθεια, η Team Relocations έλαβε γνώση του γεγονότος ότι όλες οι επιχειρήσεις δεν ασκούσαν τις δραστηριότητές τους υπό τις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού. Συνεπώς, γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές και τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό που επεδίωκαν οι άλλες επιχειρήσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Team Relocations έλαβε γνώση της πρακτικής των ΠΔ μόλις το 2002.

54      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Team Relocations γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις παραβατικές συμπεριφορές των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη.

55      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Team Relocations μετείχε στην ενιαία και διαρκή παράβαση που εκτίθεται στην Απόφαση. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

2.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων της Team Relocations

 Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Team Relocations αμφισβητεί την αξία των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

57      Η Team Relocations υποστηρίζει, κυρίως, ότι για τον υπολογισμό της αξίας των οικείων πωλήσεών της, κατά την έννοια της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η αξία των πωλήσεων που αφορούν μετακομίσεις οι οποίες όντως επηρεάστηκαν από τις παραβατικές πρακτικές και όχι ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η Team Relocations στη βελγική αγορά των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων.

58      Επικουρικώς, η Team Relocations φρονεί ότι στην αξία των οικείων πωλήσεων δεν συμπεριλαμβάνεται ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε από τις μετακομίσεις ιδιωτών, δηλαδή φυσικών προσώπων τα οποία βαρύνονταν προσωπικώς με τις δαπάνες μετακομίσεως. Δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά την Team Relocations, ουδέποτε συμφωνήθηκαν ή εφαρμόσθηκαν προμήθειες ή ΠΔ στην περίπτωση μετακομίσεων ιδιωτών. Η Team Relocations εκθέτει ότι, με την αιτιολογική σκέψη 528 της Αποφάσεως, η Επιτροπή δέχθηκε να μη συμπεριλάβει στην αξία των πωλήσεων της εταιρίας Gosselin τις υπηρεσίες μετακομίσεων στρατιωτικών, διότι δεν είχαν σχέση με την παράβαση. Συνεπώς, ούτε οι πωλήσεις που αφορούν μετακομίσεις ιδιωτών πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της αξίας των οικείων πωλήσεων της Team Relocations.

59      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

60      Η Team Relocations αμφισβητεί τον υπολογισμό της αξίας των οικείων πωλήσεων και προβάλλει, επικουρικώς, ότι στην αξία αυτή δεν πρέπει να συμπεριληφθεί ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε από τις μετακομίσεις των οποίων οι δαπάνες πληρώθηκαν από ιδιώτες.

 Επί της αξίας των οικείων πωλήσεων

61      Όσον αφορά την αξία των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η οποία αμφισβητήθηκε με το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η παράγραφος 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προβλέπει τα εξής:

«Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα […]».

62      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Team Relocations, από τη διάταξη αυτή ουδόλως προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της αξίας των οικείων πωλήσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η αξία των πωλήσεων που απορρέουν από μετακομίσεις οι οποίες όντως επηρεάστηκαν από τις παραβατικές πρακτικές.

63      Συγκεκριμένα, το γράμμα της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 κάνει λόγο για πωλήσεις «[…] με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα» και όχι για πωλήσεις «που επηρεάζονται από την παράβαση». Από τη διατύπωση της παραγράφου 13 προκύπτει, συνεπώς, ότι πρόκειται για πωλήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη σχετική αγορά. Τούτο προκύπτει, εξάλλου, σαφέστατα από το γερμανικό κείμενο της παραγράφου 6 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, στο οποίο γίνεται λόγος για «Umsatz auf den vom Verstoß betroffenen Märkten» (πωλήσεις πραγματοποιηθείσες στις αγορές με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση). A fortiori, η παράγραφος 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν αφορά μόνον τις περιπτώσεις για τις οποίες η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της έγγραφες αποδείξεις της παραβάσεως.

64      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τον σκοπό των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η ερμηνεία που προτείνει η Team Relocations θα σήμαινε ότι, για τον καθορισμό του βασικού ποσού των επιβαλλομένων προστίμων στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις, η Επιτροπή θα όφειλε σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ποιες είναι οι συγκεκριμένες πωλήσεις που επηρεάσθηκαν από τη σύμπραξη. Μια τέτοια υποχρέωση ουδέποτε επιβλήθηκε από το δίκαιο της Ένωσης, ουδόλως δε προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να επιβάλει μια τέτοια υποχρέωση με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

65      Εξάλλου, είναι αναπόφευκτο, στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις οι οποίες είναι εκ της φύσεώς τους μυστικές, να μην αποκαλύπτονται ορισμένα έγγραφα που αποδεικνύουν τις εκδηλώσεις των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών. Εν προκειμένω, θα ήταν πρακτικώς αδύνατο να βρεθούν στοιχεία σχετικά με κάθε οικεία μετακόμιση. Η Team Relocations επιβεβαιώνει μάλιστα με το δικόγραφο της προσφυγής ότι οι «[ΠΔ] και οι προμήθειες δεν καταχωρούνταν στο σύστημα της προσφεύγουσας, με αποτέλεσμα να είναι δυνατός ο εντοπισμός τους μόνον από τους υπευθύνους του κάθε φακέλου».

66      Τέλος, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από εμπορεύματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως δύναται να αποτελέσει επαρκή ένδειξη του μεγέθους της παραβάσεως στην οικεία αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 121). Ειδικότερα, ο πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών για προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο περιοριστικής πρακτικής αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο παρέχον επαρκή ένδειξη του πόσο επιζήμια είναι η εν λόγω πρακτική για τον ανταγωνισμό υπό συνήθεις όρους (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T-151/94, British Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-629, σκέψη 643, και της 8ης Ιουλίου 2008, T-50/03, Saint-Gobain Gyproc Belgium κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 84). Η αρχή αυτή περιελήφθη στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

67      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Team Relocations επισήμανε ότι, αντιθέτως προς την επίμαχη περίπτωση, στην υπόθεση «Carglass» (Υπόθεση COMP/39.125 – Υαλοπίνακες αυτοκινήτου), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 25ης Ιουλίου 2009 (ΕΕ C 173, σ. 13), η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως οικείες πωλήσεις για τον υπολογισμό του προστίμου μόνον τις πωλήσεις των προμηθευτών υαλοπινάκων στους κατασκευαστές αυτοκινήτων για τους οποίους υπήρχαν άμεσες αποδείξεις περί συμπράξεως. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 663 της αποφάσεως «Carglass», η Επιτροπή στηρίζεται στην αρχή ότι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις για κάθε συζήτηση που αφορά τις «περιπτώσεις των αυτοκινήτων» δεν περιορίζει τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν άμεσες αποδείξεις, διότι οι αθέμιτες πρακτικές είναι εκ της φύσεώς τους μυστικές συμφωνίες και οι αποδείξεις παραμένουν ελλιπείς στην πλειονότητα, αν όχι στο σύνολο, των περιπτώσεων. Καίτοι η Επιτροπή σχετικοποίησε ακολούθως την αρχή αυτή στις αιτιολογικές σκέψεις 664 έως 667 της εν λόγω αποφάσεως, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι η εν λόγω σχετικοποίηση αφορά αποκλειστικώς δύο εξαιρετικές περιόδους στην αρχή και στο τέλος της χρονικής διάρκειας της παραβάσεως, διότι η Επιτροπή υπέθεσε ότι, κατά τη διάρκεια των εν λόγω περιόδων, οι προμηθευτές υαλοπινάκων αυτοκινήτων είχαν τροποποιήσει τις προσφορές που προορίζονταν αποκλειστικώς για επιλεγμένους μεγάλους πελάτες. Ως εκ τούτου, η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στην εν λόγω απόφαση δεν είναι αντίθετη προς την εφαρμοσθείσα στην προσβαλλόμενη Απόφαση.

68      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, διότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι αγορές, τα προϊόντα, οι επιχειρήσεις και τα σχετικά χρονικά διαστήματα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. Ι-8935, σκέψεις 201 και 205, και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60). Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 664 έως 667 της αποφάσεως «Carglass», η Team Relocations δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία που να καθιστούν δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι συνέτρεχαν, εν προκειμένω, οι εν λόγω προϋποθέσεις.

69      Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Επί των μετακομίσεων των οποίων οι δαπάνες πληρώθηκαν από ιδιώτες

70      Όσον αφορά το επικουρικό επιχείρημα ότι στην αξία των οικείων πωλήσεων δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε από τις μετακομίσεις ιδιωτών, δηλαδή τις μετακομίσεις των οποίων οι δαπάνες δεν καταβλήθηκαν από τρίτο, πρέπει να επισημανθεί ότι ουδέποτε υποβλήθηκαν ΠΔ για τέτοιου είδους μετακομίσεις, διότι ένας ιδιώτης δεν θα δεχόταν ποτέ να λάβει πολλές προσφορές από μία μόνον εταιρία μετακομίσεων. Οι ΠΔ χρησιμοποιήθηκαν μόνο στην περίπτωση μετακομίσεων κατά τις οποίες ο εργοδότης του προσώπου που επρόκειτο να μετακομίσει ζητούσε να λάβει προσφορές τουλάχιστον από έναν ακόμη μεταφορέα, ως προϋπόθεση για να αναλάβει τις δαπάνες μετακομίσεως.

71      Πάντως, από την αιτιολογική σκέψη 537 της Αποφάσεως προκύπτει ότι ορισμένοι άλλοι αποδέκτες της αποφάσεως αυτής πρέπει να είχαν συμφωνήσει να καταβάλλουν προμήθειες για διεθνείς μετακομίσεις των οποίων οι δαπάνες πληρώνονταν από ιδιώτες. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς τις μετακομίσεις στρατιωτικών, στις οποίες παρενέβαινε η Gosselin ως υπεργολάβος των Αμερικανών μεταφορέων, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ορισμένες μετακομίσεις ιδιωτών είχαν επηρεασθεί από την επίμαχη ενιαία παράβαση. Πράγματι, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των μετακομίσεων στρατιωτικών και των μετακομίσεων ιδιωτών είναι ότι, στις μετακομίσεις στρατιωτικών οι μετέχοντες στη σύμπραξη δεν διεξήγαγαν οι ίδιοι τις εμπορικές διαπραγματεύσεις και, ως εκ τούτου, δεν ασκούσαν καμία επιρροή στην κύρια σύμβαση. Μια τέτοια εγγενής εγγύηση που αποκλείει κάθε πιθανή επιρροή δεν συντρέχει στην περίπτωση των μετακομίσεων ιδιωτών. Συνεπώς, αποκλείοντας μία μόνο κατηγορία μετακομίσεων, η Επιτροπή δεν προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

72      Είναι αληθές ότι, όσον αφορά την Team Relocations, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι συμφωνήθηκαν ή εφαρμόσθηκαν προμήθειες σε μετακομίσεις των οποίων τις δαπάνες πλήρωσαν ιδιώτες. Εντούτοις, η αποδοχή του επιχειρήματος αυτού θα υποχρέωνε την Επιτροπή να περιλάβει στην αξία των οικείων πωλήσεων μόνον τις μεμονωμένες πωλήσεις που επηρεάσθηκαν από τη σύμπραξη και για τις οποίες είχε στη διάθεσή της έγγραφες αποδείξεις. Όμως η ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρεώσεως έχει ήδη απορριφθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως.

73      Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την εφαρμογή ποσοστού ύψους 17 % επί της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Team Relocations για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου της

74      Ο λόγος αυτός έχει τέσσερα σκέλη. Τα δύο πρώτα σκέλη αντλούνται αντιστοίχως από παράβαση της υποχρεώσεως καθορισμού του ποσού του προστίμου βάσει του ατομικού ρόλου της Team Relocations στην παράβαση, και από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Με το τρίτο σκέλος, η Team Relocations υποστηρίζει ότι με τον καθορισμό του ποσοστού σε 17 % προσβάλλεται η αρχή της αναλογικότητας. Το τέταρτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως αφορά την έλλειψη αιτιολογήσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

75      Πρώτον, η Team Relocations υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, το πρόστιμο πρέπει να αντανακλά πιστά τη βαρύτητα της παραβάσεως που όντως διέπραξε κάθε επιχείρηση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 280, της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 429, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑36/05, Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 207 και 209). Εν προκειμένω, για την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως που διέπραξε η Team Relocations θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη πολλές συγκεκριμένες ή ασυνήθεις περιστάσεις. Ειδικότερα, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν υπέβαλε ούτε ζήτησε ΠΔ προ του έτους 2002 αλλά και δεν μετείχε ποτέ σε γραπτές συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών και άλλων όρων παροχής υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο. Η Επιτροπή δεν απέδειξε, συνεπώς, τον ατομικό ρόλο της Team Relocations στις πρακτικές που απετέλεσαν αντικείμενο της Αποφάσεως. Λόγω αυτής της εσφαλμένης εκτιμήσεως, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη (17 %), και, ως εκ τούτου, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Team Relocations ήταν προδήλως υπέρμετρα.

76      Δεύτερον, η Team Relocations εκτιμά ότι, σε σύγκριση με τις γραπτές γενικές συμφωνίες περί τιμών που συνήφθησαν μεταξύ ορισμένων άλλων αποδεκτών της Αποφάσεως, η φύση της παραβάσεως που διέπραξε ήταν εντελώς διαφορετική και πολύ λιγότερο σοβαρή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας το ίδιο ποσοστό της αξίας των πωλήσεων (17 %) για τον υπολογισμό τόσο του προστίμου που επιβλήθηκε στην Team Relocations όσο και εκείνων που επιβλήθηκαν στους λοιπούς αποδέκτες της Αποφάσεως, παρέβη την υποχρέωσή της καθορισμού του ποσού των προστίμων χωρίς διακρίσεις.

77      Τρίτον, η Team Relocations υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη το 17 % της αξίας των πωλήσεων έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την επιβολή προστίμου του οποίου το ύψος είναι προδήλως, από πολλές απόψεις, δυσανάλογο προς το πραγματικό μέγεθος της βαρύτητας της συμπεριφοράς της, δηλαδή την πραγματική ευθύνη της καθώς και την περιορισμένη βαρύτητα και μικρή οικονομική σημασία της παραβάσεως που διέπραξε.

78      Τέταρτον, η Team Relocations εκθέτει ότι η Απόφαση δεν περιέχει τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Team Relocations δεν μετείχε σε όλες τις εκφάνσεις της συμπράξεως. Η αιτιολογία που αφορά τον καθορισμό του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων ήταν ανεπαρκής και αντιφατική.

79      Η Επιτροπή φρονεί ότι βασίμως εφάρμοσε έναντι της Team Relocations το ίδιο ποσοστό της αξίας των πωλήσεων ύψους 17 % που εφάρμοσε έναντι των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, διότι η Team Relocations είχε μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση, δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως ιδιαιτέρως σοβαρή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Ο ατομικός ρόλος κάθε επιχειρήσεως σε ορισμένη παράβαση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, αλλά κατά την αναπροσαρμογή του προστίμου προκειμένου να συνεκτιμηθούν τυχόν ελαφρυντικές και/ή επιβαρυντικές περιστάσεις. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, καθόσον επισήμανε, στο πλαίσιο της Αποφάσεως, τα στοιχεία εκτιμήσεως στα οποία στηρίχθηκε για να υπολογίσει τη βαρύτητα της διαπραχθείσας παραβάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

80      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η Team Relocations αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της βαρύτητας της παραβάσεως, του ενιαίου ποσοστού ύψους 17 % σε όλες τις επίμαχες επιχειρήσεις. Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση ιδίως μεταξύ δύο διαφορετικών ζητημάτων, ήτοι, αφενός του ζητήματος αν η μεταχείριση που της επιφυλάχθηκε ήταν η δέουσα σε σύγκριση με τη μεταχείριση των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη (πρώτο και δεύτερο σκέλος), και, αφετέρου, του ζητήματος αν, εξεταζόμενο αυτοτελώς, το ποσοστό που εφάρμοσε η Επιτροπή ήταν ανάλογο προς τη συμπεριφορά της Team Relocations (τρίτο σκέλος).

 Επί της υποχρεώσεως καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου βάσει του ατομικού ρόλου της Team Relocations

81      Όσον αφορά τα δύο πρώτα σκέλη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού διότι είναι αλληλένδετα, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία, κατά την οποία η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαγορεύει όχι μόνο να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις, αλλά και να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1986, 91/85, Christ-Clemen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2853, σκέψη 10, και της 28ης Ιουνίου 1990, C‑174/89, Hoche, Συλλογή 1990, σ. I‑2681, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της βαρύτητας της παραβάσεως, η Επιτροπή δεν μεταχειρίσθηκε κατ’ ουσία διαφορετικά τους μετέχοντες στη σύμπραξη κατά την επιλογή του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που έλαβε υπόψη, αλλά εφάρμοσε το ενιαίο ποσοστό ύψους 17 % σε όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή δικαιολογεί την προσέγγιση αυτή προβάλλοντας ότι επρόκειτο για ενιαία και διαρκή παράβαση.

83      Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν, υπό το πρίσμα της νομολογίας που επικαλέστηκε η Team Relocations, η Επιτροπή μπορούσε να αποκλείσει οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ των μετεχόντων στην παράβαση και συνεκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως για τον καθορισμό της βαρύτητας της παραβάσεως που διέπραξε η Team Relocations.

84      Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς από αυτές στην παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 623, και Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 150). Το συμπέρασμα αυτό είναι λογικό επακόλουθο της αρχής του προσωποπαγούς των ποινών και των κυρώσεων δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς, αρχή η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων βάσει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 119).

85      Επιπροσθέτως, από πολλές αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η βαρύτητα της παραβάσεως πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς εκτιμήσεως που λαμβάνει υπόψη πολλά στοιχεία, όπως είναι, ιδίως, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 66, σκέψη 106, και της 17ης Ιουλίου 1997, C‑219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑4411, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουλίου 2005, T‑241/01, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2917, σκέψεις 83 επ.). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι η συμμετοχή της ήταν μικρής σημασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 90, και απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 75, σκέψη 429 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Εντούτοις, κατά τη νομολογιακή πρακτική του Γενικού Δικαστηρίου, η εκτίμηση των ατομικών περιστάσεων δεν γίνεται στο πλαίσιο εκτιμήσεως της βαρύτητας της παραβάσεως, δηλαδή κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, αλλά στο πλαίσιο αναπροσαρμογής του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T-73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψεις 100 επ., η οποία επικυρώθηκε αναιρετικώς με την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή). Ως εκ τούτου, καίτοι στα χωρία των αποφάσεων BASF κατά Επιτροπής καθώς και Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσες στη σκέψη 75, τα οποία παραθέτει η Team Relocations, γίνεται χρήση του όρου «βαρύτητα», εντούτοις αυτά δεν αφορούν κατ’ ουσίαν τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, αλλά το ζήτημα αν η Επιτροπή βασίμως έλαβε υπόψη, αντιστοίχως, τον ρόλο του επικεφαλής ως επιβαρυντική περίσταση (απόφαση BASF κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 75, σκέψη 280), και τον ασήμαντο ρόλο που προσομοιάζει περισσότερο με τον ρόλο του μεσολαβητή, ως ελαφρυντική περίσταση (απόφαση Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 75, σκέψη 214).

87      Η νομολογία αυτή συνάδει, εντούτοις, προς τη νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 84 και 85. Συγκεκριμένα, στις εν λόγω αποφάσεις, ο όρος «βαρύτητα» χρησιμοποιήθηκε γενικώς για να περιγραφεί το μέγεθος της παραβάσεως και όχι κατά την τεχνική έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη ορισμένες πτυχές της «βαρύτητας» κατά την έννοια του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 στο πλαίσιο των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων, και όχι στο πλαίσιο της «βαρύτητας» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων.

88      Τούτο συμβαίνει, ιδίως, κατά την εκτίμηση της σχετικής βαρύτητας της συμμετοχής πολλών επιχειρήσεων σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Συναφώς, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998), ότι η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής στην παράβαση κάθε οικείας επιχειρήσεως πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης εφαρμογής επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2009, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86, σκέψη 27). Στην περίπτωση ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, ο όρος «παράβαση», όπως χρησιμοποιείται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, έχει συνεπώς την έννοια της συνολικής παραβάσεως με τη συμμετοχή πολλών επιχειρήσεων, και η «βαρύτητα» της εν λόγω ενιαίας παραβάσεως είναι η ίδια για όλους τους συμμετέχοντες.

89      Η απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2009, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86, αφορά εντούτοις τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 επέφεραν μια θεμελιώδη αλλαγή στη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προστίμων. Πρώτον, καταργήθηκε η κατάταξη των παραβάσεων σε τρεις κατηγορίες («λιγότερο σοβαρή», «σοβαρή» και «πολύ σοβαρή»). Το ισχύον σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει μια κλίμακα από 0 έως 30 %, παρέχει τη δυνατότητα ακριβέστερης διαφοροποιήσεως βάσει της βαρύτητας των παραβάσεων.

90      Δεύτερον, καταργήθηκαν τα κατ’ αποκοπήν ποσά. Εφεξής, το βασικό ποσό υπολογίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιεί κάθε επιχείρηση ατομικώς και οι οποίες τελούν σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση. Αυτή η νέα μεθοδολογία παρέχει, συνεπώς, τη δυνατότητα να λαμβάνεται ευχερέστερα υπόψη η έκταση της ατομικής συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην παράβαση στο πλαίσιο εκτιμήσεως της βαρύτητάς της. Παρέχει, επίσης, τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως της ενδεχόμενης μειωμένης βαρύτητας μιας ενιαίας παραβάσεως με την πάροδο του χρόνου.

91      Τρίτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι, στο πλαίσιο της πρακτικής που ακολουθεί κατά τη λήψη των αποφάσεών της, δεν εφαρμόζει πλέον απαραιτήτως ενιαίο ποσοστό για όλους τους συμμετέχοντες σε τέτοιου είδους παραβάσεις. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις «Candle waxes», C(2008) 5476, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/C.39181 – Κηροί κηροποιίας), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 4ης Δεκεμβρίου 2009 (ΕΕ C 295, σ. 17), και «Heat stabilisers», C(2009) 8682, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.589 – Σταθεροποιητές θερμότητας), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 12ης Νοεμβρίου 2010 (ΕΕ C 307, σ. 9), η Επιτροπή εφάρμοσε διαφορετικά ποσοστά στις διαφορετικές κατηγορίες μετεχόντων στις επίμαχες συμπράξεις βάσει της σχετικής βαρύτητας της συμμετοχής τους στην παράβαση. Ειδικότερα, στη δεύτερη υπόθεση, καθορίσθηκε μεγαλύτερο ποσοστό για τις επιχειρήσεις που είχαν μετάσχει όχι μόνο στον καθορισμό τιμών, αλλά και στην κατανομή των πελατών και/ή της αγοράς.

92      Εντούτοις, η νέα μεθοδολογία δεν επιβάλλει αυτή την προσέγγιση. Καίτοι η προπαρατεθείσα στις σκέψεις 84 και 85 νομολογία επισημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής στην παράβαση και οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, η Επιτροπή εξακολουθεί να μπορεί, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, να προβεί σε μια τέτοια συνεκτίμηση κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας της παραβάσεως ή την αναπροσαρμογή του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων. Στις περιπτώσεις που ακολουθείται η εν λόγω δεύτερη προσέγγιση από την Επιτροπή, κατά την εκτίμηση των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων πρέπει, εντούτοις, να μπορεί να ληφθεί επαρκώς υπόψη η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής σε ενιαία παράβαση και η ενδεχόμενη διαφοροποίηση της εν λόγω βαρύτητας με την πάροδο του χρόνου.

93      Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενιαίο ποσοστό ύψους 17 %. Στο μέτρο που η Team Relocations υποστηρίζει ότι η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με τη βαρύτητα της συμμετοχής άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων και ότι έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη πολλές συγκεκριμένες ή ασυνήθεις περιστάσεις, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε προς στήριξη της εν λόγω θέσεως πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί στο πλαίσιο των αιτιάσεων που αντλούνται από την εκ μέρους της Επιτροπής εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων. Η Team Relocations μετείχε σε όλες τις εκφάνσεις του καρτέλ κατά τη διάρκεια συμμετοχής της στη σύμπραξη και υποστηρίζει μόνο τη μειωμένη σε ένταση εμπλοκή της στη σύμπραξη. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως και να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα της Team Relocations στο πλαίσιο της εξετάσεως του έκτου λόγου ακυρώσεως (σκέψεις 125 επ. κατωτέρω).

 Επί της προβαλλομένης προσβολής της αρχής της αναλογικότητας

94      Όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ποσοστό ύψους 17 %, θεωρούμενο μεμονωμένως, δεν είναι δυσανάλογο σε σχέση με την πραγματική ευθύνη της Team Relocations για την παράβαση, η οποία συνίστατο ιδίως στην κατανομή της αγοράς και στην καταστρατήγηση της διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών. Η παράγραφος 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 επισημαίνει σαφώς ότι το ποσοστό για τις οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών και κατανομής της αγοράς θα ορίζεται κατά κανόνα «στα υψηλότερα όρια της κλίμακας». Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή εφάρμοσε ποσοστό ύψους 17 %, το οποίο συγκαταλέγεται στα κατώτερα ποσοστά μεταξύ των «υψηλοτέρων ορίων της κλίμακας».

 Επί της προβαλλομένης ελλείψεως αιτιολογήσεως

95      Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όντως δεν είναι πολύ λεπτομερής η αιτιολογία που αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η Επιτροπή πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως όταν εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκείνα τα οποία της παρέσχαν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη βαρύτητα της διαπραχθείσας παραβάσεως, χωρίς να υποχρεούται να παραθέτει λεπτομέρειες ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου (βλ., απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 252 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 542 της Αποφάσεως, τους λόγους που την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η παράβαση είναι πολύ σοβαρή, ήτοι αυτή καθαυτή η φύση των διαπιστωθέντων κατάφωρων περιορισμών του ανταγωνισμού. Επιπροσθέτως, εξήγησε, με την ίδια αιτιολογική σκέψη, γιατί δεν εξέτασε τη γεωγραφική έκταση και τον αντίκτυπο της παραβάσεως, παραπέμποντας στη νομολογία κατά την οποία, στην περίπτωση ιδιαιτέρως σοβαρών περιορισμών, η παράβαση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρή χωρίς να απαιτείται οι εν λόγω συμπεριφορές να έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή η επιρροή τους να έχει συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 85, σκέψεις 84 και 85, και της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψεις 178 και 179). Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής».

97      Εντούτοις, πρώτον, μπορεί να είναι επιθυμητό να ενισχύει η Επιτροπή την αιτιολογία σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων για να δώσει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωρίσουν λεπτομερώς τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους επιβλήθηκε. Γενικότερα, τούτο μπορεί να εξυπηρετεί τη διαφάνεια της δράσεως της διοικήσεως και να διευκολύνει το έργο του Γενικού Δικαστηρίου κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, η οποία πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμά, πέρα από τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, και τον πρόσφορο χαρακτήρα του επιβληθέντος προστίμου (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑248/98 P, KNP BT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9641, σκέψη 46).

98      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι η νομολογία που παραθέτει η Επιτροπή παραπέμπει στις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 και ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως των κατευθυντήριων γραμμών. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 επέφεραν, εντούτοις, μια θεμελιώδη αλλαγή στη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προστίμων. Ειδικότερα, καταργήθηκε η κατάταξη των παραβάσεων σε τρεις κατηγορίες («λιγότερο σοβαρή», «σοβαρή» και «πολύ σοβαρή») και θεσπίσθηκε κλίμακα από 0 έως 30 % προκειμένου να καταστεί δυνατή η ακριβέστερη διαφοροποίηση. Επιπροσθέτως, το βασικό ποσό του προστίμου εφεξής «συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παράβασης» (παράγραφος 19 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006). Κατά γενικό κανόνα, «το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων» (παράγραφος 21). Όσον αφορά τις οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, που «είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού», το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη κατά κανόνα θα ορίζεται «στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας» (παράγραφος 23).

99      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί πλέον, κατ’ αρχήν, να αρκείται στην αιτιολόγηση μόνον του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής» χωρίς να αιτιολογεί την επιλογή του ποσοστού των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, φυσικό επακόλουθο της ευχέρειας εκτιμήσεως της οποίας απολαύει η Επιτροπή στον τομέα της επιβολής προστίμων είναι η υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία παρέχει στον μεν διοικούμενο τη δυνατότητα να λάβει γνώση των λόγων που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα ασκήσεως του δικαστικού ελέγχου του.

100    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την αιτιολογική σκέψη 543 της Αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το ποσοστό αυτό σε επίπεδο λίγο υψηλότερο από το ήμισυ της εν λόγω κλίμακας, ήτοι στο 17 %, αιτιολογώντας την επιλογή της μόνο βάσει της φύσεως της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής». Εντούτοις, η Επιτροπή δεν εξήγησε λεπτομερέστερα πώς ο χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής» την οδήγησε στον καθορισμό του ποσοστού σε 17 % και όχι σε μεγαλύτερο ποσοστό στο πλαίσιο των «υψηλοτέρων ορίων της κλίμακας». Η αιτιολόγηση αυτή μπορεί να κριθεί επαρκής μόνο στην περίπτωση που η Επιτροπή εφαρμόζει ποσοστό το οποίο αγγίζει το κατώτερο όριο της προβλεπομένης κλίμακας για τους πολύ σοβαρούς περιορισμούς, το οποίο είναι, άλλωστε, πολύ ευνοϊκό για την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι αναγκαία η πρόσθετη αιτιολόγηση πέραν της προβλεπομένης στις κατευθυντήριες γραμμές. Αντιθέτως, εάν η Επιτροπή ήθελε να εφαρμόσει μεγαλύτερο ποσοστό, θα όφειλε να παράσχει λεπτομερέστερη αιτιολογία, όπως έπραξε με τις αποφάσεις «Carglass» (αιτιολογικές σκέψεις 669 έως 678), «Heat Stabilisers» και «Candle Waxes» (αιτιολογικές σκέψεις 641 έως 653).

101    Όσον αφορά την αιτιολόγηση του καθορισμού του ποσοστού ανεξαιρέτως σε 17 %, μπορεί να συναχθεί από την Απόφαση ότι η Επιτροπή εφαρμόζει την αρχή ότι η διαπίστωση ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δικαιολογεί την εφαρμογή ενιαίου ποσοστού. Η διαπίστωση αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη και βάσιμη (βλ. σκέψεις 39 επ. ανωτέρω).

102    Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως.

103    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την έλλειψη νομίμου βάσεως για τον πολλαπλασιασμό του ποσού που καθορίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Η Team Relocations υποστηρίζει ότι η παράγραφος 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η οποία προβλέπει τον συστηματικό πολλαπλασιασμό του ποσού που καθορίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων με τον αριθμό των ετών συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση, καθιστά δυσανάλογη τη σημασία της φερόμενης διάρκειας της παραβάσεως σε σύγκριση με άλλους σχετικούς παράγοντες, όπως ιδίως η βαρύτητα της παραβάσεως. Η διάταξη αυτή δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την απαίτηση το ποσό του επιβαλλομένου σε κάθε επιχείρηση προστίμου να προσαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση και προβλέπει έναν τύπο υπολογισμού του προστίμου ο οποίος προσδίδει προδήλως δυσανάλογη σημασία στη διάρκεια της παραβάσεως.

105    Επικουρικώς, η Team Relocations ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διενεργήσει τον πολλαπλασιασμό με ανώτατο συντελεστή το δύο. Εν πάση περιπτώσει, αν το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί τον πολλαπλασιασμό με τον αριθμό επτά, η Team Relocations υποστηρίζει ότι στην περίπτωσή της το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων πρέπει να αναπροσδιορισθεί για τα πέντε πρώτα έτη (από το 1997 έως το 2001) κατ’ ανώτατο όριο σε 5 %, διότι κατά τη διάρκεια των ετών αυτών δεν συμμετείχε στις ΠΔ, και για τα δύο τελευταία έτη (ήτοι το 2002 και το 2003) κατ’ ανώτατο όριο σε 12 %.

106    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη αυτών των αιτημάτων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

107    Καίτοι η Team Relocations προβάλλει την «έλλειψη νομίμου βάσεως» όσον αφορά τον πολλαπλασιασμό του ποσού που καθορίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση, δεν αμφισβητεί εντούτοις ότι η μεθοδολογία αυτή στηρίζεται στις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αφορά κυρίως τον προβαλλόμενο δυσανάλογο χαρακτήρα της παραγράφου 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 στο μέτρο που η εν λόγω παράγραφος προβλέπει τον συγκεκριμένο πολλαπλασιασμό.

108    Συναφώς, το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επισημαίνει μόνον ότι «[ο] καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης», χωρίς εντούτοις να προσδιορίζει επακριβώς πώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια αυτή. Αυτή η γενική διάταξη διευκρινίσθηκε με τις διάφορες κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων. Ειδικότερα, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 προέβλεπαν, για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας (κατά κανόνα άνω των 5 ετών), την προσαύξηση του ποσού που λαμβανόταν υπόψη για τη βαρύτητα της παραβάσεως κατά 10 % ανά έτος. Αντιθέτως, ο προβλεπόμενος με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 πολλαπλασιασμός με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση αντιστοιχεί σε προσαύξηση του ποσού αυτού κατά 100 % ανά έτος.

109    Η προσέγγιση αυτή συνιστά θεμελιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας όσον αφορά τη συνεκτίμηση της διάρκειας της συμπράξεως. Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ουδόλως αποκλείει μια τέτοια εξέλιξη. Είναι αληθές ότι στο γαλλικό κείμενο της διατάξεως προσδίδεται μάλλον δευτερεύουσα σημασία στη διάρκεια σε σχέση με τη βαρύτητα για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων. Αντιθέτως, από άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως στην αγγλική γλώσσα («[…] regard shall be had both to the gravity and to the duration of the infringement»), και στη γερμανική γλώσσα («[…] ist sowohl die Schwere der Zuwiderhandlung als auch deren Dauer zu berücksichtigen»), προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προσδίδει την ίδια βαρύτητα στη διάρκεια της παραβάσεως και στη βαρύτητά της.

110    Όσον αφορά τα επικουρικά αιτήματα, αρκεί η διαπίστωση ότι, καίτοι στο παρελθόν η Επιτροπή έχει λάβει σε ορισμένες περιπτώσεις υπόψη την εξέλιξη της παραβάσεως με την πάροδο του χρόνου προσαυξάνοντας το ποσό του προστίμου βάσει της διάρκειάς της, καμία διάταξη των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν την υποχρεώνει να εφαρμόζει σε μια τέτοια περίπτωση κατά τον πολλαπλασιασμό ως ανώτατο συντελεστή το δύο, ή να μειώνει το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη βάσει της βαρύτητας της παραβάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η μείωση που ζητείται με το πρώτο αίτημα της Team Relocations. Το δεύτερο αίτημα θα εξετασθεί στις σκέψεις 125 επ. κατωτέρω.

111    Υπό την επιφύλαξη της εν λόγω τελευταίας επισημάνσεως, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

5.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη νομίμου βάσεως για την επιβολή πρόσθετου ποσού

112    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η Team Relocations προβάλλει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της αρχής της αναλογικότητας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

113    Πρώτον, η Team Relocations υποστηρίζει ότι η συμπερίληψη πρόσθετου ποσού βάσει της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προσβάλλει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο μέτρο που, αντιθέτως προς άλλους αποδέκτες της Αποφάσεως, δεν συνήψε ούτε συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών ούτε συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς. Επιπροσθέτως, οι πρακτικές που ακολούθησε η Team Relocations δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες παραβάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν τη συμπερίληψη πρόσθετου ποσού στο βασικό ποσό του προστίμου.

114    Δεύτερον, η Team Relocations φρονεί ότι, λόγω της μειωμένης βαρύτητας της παραβάσεως που διέπραξε, η Απόφαση προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας το πρόσθετο ποσό στο 17 % της αξίας των πωλήσεων.

115    Η Επιτροπή εκτιμά ότι ήταν δικαιολογημένη η επιβολή πρόσθετου ποσού ύψους 17 %.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

116    Η Team Relocations προβάλλει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (πρώτο σκέλος) και της αρχής της αναλογικότητας (δεύτερο σκέλος) όσον αφορά τον υπολογισμό του πρόσθετου ποσού. Συναφώς, η παράγραφος 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προβλέπει ότι:

«[Α]νεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων […], προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής».

117    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν συντρέχει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, διότι η Επιτροπή εφάρμοσε το ίδιο πρόσθετο ποσό σε όλους τους αποδέκτες της Αποφάσεως, με το αιτιολογικό ότι όλοι μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση περιλαμβάνουσα τον καθορισμό τιμών και/ή την κατανομή της αγοράς. Από το γράμμα της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 («inclura», «will include» και «fügt hinzu») προκύπτει εξάλλου ότι, όσον αφορά τις κατάφωρες παραβάσεις, η επιβολή πρόσθετου ποσού γίνεται αυτομάτως χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλων παραγόντων. Κατά τα λοιπά, γίνεται παραπομπή στις σκέψεις 81 επ. ανωτέρω, διότι το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις αυτές έχει εφαρμογή mutatis mutandis και στην περίπτωση επιβολής πρόσθετου ποσού.

118    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, γίνεται παραπομπή στη σκέψη 94 ανωτέρω, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσοστό ύψους 17 %, θεωρούμενο μεμονωμένως, δεν είναι δυσανάλογο σε σχέση με την πραγματική ευθύνη της Team Relocations για την παράβαση. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν και για το πρόσθετο ποσό, το οποίο ορίσθηκε επίσης σε 17 %. Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό ύψους 17 % είναι πρόσφορο για να εγγυηθεί ικανοποιητικά αποτρεπτικά αποτελέσματα. Είναι συναφώς άνευ σημασίας το γεγονός ότι, όσον αφορά το πρόσθετο ποσό, η προβλεπόμενη στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 κλίμακα κυμαίνεται από 15 έως 25 % και όχι από 0 έως 30 %.

119    Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

6.     Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι συντρέχουν πολλές ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες δικαιολογούν τη σημαντική μείωση του προστίμου της βάσει των παραγράφων 20 και 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Η περιορισμένη συμμετοχή της επιχειρήσεως στην παράβαση συνιστά τέτοια ελαφρυντική περίσταση. Η Team Relocations εκθέτει ότι, εν προκειμένω, δεν μετείχε ενεργώς σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ρυθμίσεις, ουδέποτε παρέστη σε συσκέψεις με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ουδέποτε μετείχε στις πιο σοβαρές εκφάνσεις της παραβάσεως, ήτοι στις γραπτές συμφωνίες περί καθορισμού τιμών και στις ρυθμίσεις περί προμηθειών που αφορούσαν τις μετακομίσεις γραφείων, ότι συμφώνησε για την παροχή ή λήψη προμηθειών ή εξέδωσε ή ζήτησε ΠΔ μόνον περιστασιακώς, και για πολύ περιορισμένο αριθμό πελατών και μετακομίσεων, και ότι ουδέποτε εξέδωσε ή ζήτησε ΠΔ πριν από το 2002. Εντούτοις, ουδόλως ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η συμμετοχή της Team Relocations στην παράβαση ήταν περιορισμένη, κατά την εκτίμηση της βαρύτητας ή της διάρκειας της παραβάσεως ή κατά την εξέταση ελαφρυντικών περιστάσεων.

121    Επιπροσθέτως, η Team Relocations υποστηρίζει ότι πολλές ΠΔ ζητήθηκαν από υπαλλήλους της Επιτροπής. Οι δηλώσεις της Allied Arthur Pierre επιβεβαιώνουν με σαφήνεια ότι υπάλληλοι της Επιτροπής σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας όχι μόνο γνώριζαν τις ΠΔ, αλλά και ζητούσαν να λάβουν τέτοιες προσφορές. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί την ευθύνη της για πρακτικές αφορώσες τις ΠΔ οι οποίες ακολουθούνταν με τη συναίνεση ή κατόπιν αιτήσεως των ιδίων των υπαλλήλων της.

122    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Team Relocations στερούνται λυσιτέλειας και είναι παραπλανητικά. Ειδικότερα, δεν φρονεί ότι οι ρυθμίσεις στις οποίες μετείχε η Team Relocations είναι λιγότερο σοβαρές από τις γραπτές συμφωνίες περί τιμών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

123    Από την Απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε καμία ελαφρυντική περίσταση. Εντούτοις, η Team Relocations επικαλείται τη συνδρομή πολλών περιστάσεων, οι οποίες διακρίνουν την παράβαση που διέπραξε από τις παραβάσεις άλλων οικείων επιχειρήσεων, αποδεικνύουν τον περιορισμένο χαρακτήρα της συμμετοχής της ή συνδέονται με τη συμπεριφορά της Επιτροπής.

 Επί της συμμετοχής στη θέσπιση αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ρυθμίσεων

124    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Team Relocations δεν μετείχε ενεργώς στη θέσπιση των επίμαχων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ρυθμίσεων, διαπιστώνεται ότι η πρώτη αποδεδειγμένη συμμετοχή της στην υλοποίηση της συμφωνίας περί προμηθειών ανατρέχει κατ’ ουσία στο έτος 1997, καίτοι οι εν λόγω πρακτικές καθιερώθηκαν τη δεκαετία του 80. Εντούτοις, το στοιχείο αυτό είναι λυσιτελές μόνο στο πλαίσιο εξετάσεως του αν μια επιχείρηση πρωτοστατούσε ή ήταν υποκινήτρια, γεγονός το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως επιβαρυντική περίσταση, βάσει της παραγράφου 28 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Αντιθέτως, η μη ενεργής συμμετοχή στην υλοποίηση των επίμαχων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ρυθμίσεων δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, ελαφρυντική περίσταση.

 Επί της προβαλλομένης περιορισμένης συμμετοχής της Team Relocations στην παράβαση

125    Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη όλως περιορισμένη συμμετοχή της στην παράβαση, δεν αμφισβητείται ότι η Team Relocations ουδέποτε μετείχε στις γραπτές συμφωνίες περί καθορισμού τιμών, στις συσκέψεις με αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό, στον ad hoc καθορισμό τιμών για ορισμένη μετακόμιση και στις ρυθμίσεις περί προμηθειών που αφορούσαν τις μετακομίσεις γραφείων. Επιπροσθέτως, η Team Relocations μετείχε στις πρακτικές που αφορούσαν τις ΠΔ μόνον από τον Φεβρουάριο του 2002 έως τον Σεπτέμβριο του 2003.

126    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει της τρίτης περιπτώσεως της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, προκειμένου να επωφεληθεί από οποιαδήποτε μείωση του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, η οικεία επιχείρηση πρέπει να «αποδε[ίξει] ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά». Όμως, οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν πληρούνται εν προκειμένω.

127    Εντούτοις, από τη χρήση του όρου «όπως» προκύπτει ότι η απαρίθμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων στην παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 είναι ενδεικτική. Εξάλλου, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι ιδιαίτερες περιστάσεις εν προκειμένω, όπως η συμμετοχή ή μη μιας επιχειρήσεως σε όλα τα συστατικά στοιχεία της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αν όχι κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, τουλάχιστον στο πλαίσιο αναπροσαρμογής του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αυτή ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δεν αντιφάσκει προς την αρχή κατά την οποία η ευθύνη για τις παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού έχει προσωποπαγή χαρακτήρα (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 84). Τα κριτήρια που προβλέπονται στην τρίτη περίπτωση της εν λόγω παραγράφου 29 δεν μπορούν να εγγυηθούν από μόνα τους τη δυνατότητα αυτή. Ως εκ τούτου, πρέπει να εκτιμηθούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

128    Συναφώς, δεν αμφισβητείται η εξέλιξη της επίμαχης παραβάσεως με την πάροδο του χρόνου. Οι γραπτές συμφωνίες εφαρμόστηκαν κατά το πρώτο στάδιο της παραβάσεως από το 1984 έως τις αρχές της δεκαετίας του 90 και εγκαταλείφθηκαν στη συνέχεια. Το δεύτερο στάδιο της παραβάσεως χαρακτηρίζεται από τη χρήση των ΠΔ και των προμηθειών. Ως εκ τούτου, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη βάσει της παραγράφου 19 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να διαφοροποιηθεί με την πάροδο του χρόνου. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε, επίσης, να δικαιολογήσει μια μείωση του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

129    Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι συμπεριφορές στις οποίες μετείχε η Team Relocations δεν συνιστούν λιγότερο σοβαρές παραβάσεις από τις γραπτές συμφωνίες περί καθορισμού τιμών ή περί ad hoc καθορισμού των τιμών συγκεκριμένων μετακομίσεων. Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Team Relocations, οι ΠΔ και οι προμήθειες είχαν, επίσης, συνέπειες επί των τιμών (βλ. σκέψεις 44 επ. ανωτέρω). Ομοίως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το γεγονός ότι η Team Relocations δεν μετείχε στις ρυθμίσεις περί προμηθειών που αφορούσαν μετακομίσεις γραφείων και η μη συμμετοχή της στο σύστημα των ΠΔ πριν από τον Φεβρουάριο του 2002 είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως. Το ίδιο ισχύει και για τη μη συμμετοχή της σε συσκέψεις έχουσες αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό, διότι η σύμπραξη λειτούργησε με μηχανισμούς που καθιστούσαν αλυσιτελείς τις εν λόγω συσκέψεις.

130    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορούσε να ορίσει ενιαίο ποσοστό για όλη τη διάρκεια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως και να μη λάβει υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση την εξέλιξη της εν λόγω παραβάσεως με την πάροδο του χρόνου.

 Επί της προβαλλομένης εγκρίσεως των συμπεριφορών

131    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δήθεν επέτρεψε ή ενθάρρυνε την πρακτική των ΠΔ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράγραφος 29, τελευταία περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προβλέπει ότι «[τ]ο βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί […] όταν η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα».

132    Πάντως, η δικογραφία δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή, ως θεσμικό όργανο, επέτρεψε, ενθάρρυνε ή ζήτησε τις ΠΔ. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή δεν είχε κανένα λόγο να ενθαρρύνει ή να ανεχθεί το σύστημα των ΠΔ, διότι τούτο έθιγε τα συμφέροντά της. Το γεγονός ότι ορισμένοι υπάλληλοι μπορεί να ζήτησαν ΠΔ για μετακομίσεις των οποίων οι δαπάνες θα τους αποδίδονταν τελικώς από την Επιτροπή δεν σημαίνει ότι το θεσμικό όργανο γνώριζε την εν λόγω πρακτική, ούτε ότι μετείχε σε αυτή, διότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων της Επιτροπής και της Επιτροπής ως θεσμικού οργάνου.

133    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάλληλος θεσμικού οργάνου ζήτησε ΠΔ, η Team Relocations όφειλε να γνωρίζει ότι τέτοιου είδους αιτήματα δεν μπορούν να υποβληθούν στο όνομα ή κατ’ εντολή θεσμικών οργάνων, διότι είναι προδήλως αντίθετα προς τα οικονομικά συμφέροντά τους. Συγκεκριμένα, η απαίτηση προσκομίσεως δύο ή τριών προσφορών αποσκοπεί ακριβώς στο να διασφαλίσει την ύπαρξη ενός κατ’ ελάχιστον επιπέδου ανταγωνισμού και να αποτρέψει την εκ μέρους μιας και μόνον επιχειρήσεως μετακομίσεως δυνατότητα μονομερούς καθορισμού της τιμής μιας μετακομίσεως.

134    Επιπροσθέτως, μόνον η γνώση της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω συμπεριφορά «επετράπη ή ενθαρρύνθηκε» σιωπηρώς από την Επιτροπή, κατά την έννοια της παραγράφου 29, τελευταία περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Τυχόν αδράνεια δεν μπορεί, κατ’ ουσία, να εξομοιωθεί με θετική ενέργεια όπως η έγκριση ή η ενθάρρυνση.

135    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της Team Relocations αφορούν μόνον τις ΠΔ. Όμως, η πρακτική των ΠΔ είναι μόνο μία εκ των πρακτικών που συνθέτουν μια ενιαία και διαρκή παράβαση. Τα προβληθέντα επιχειρήματα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν την καταβολή προμηθειών.

136    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα εν λόγω επιχειρήματα και ο έκτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

7.     Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Team Relocations και του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ο όμιλος Amertranseuro, κατά τους οποίους οι παραβάσεις που διέπραξε η Team Relocations δεν μπορούν να καταλογισθούν στον όμιλο Amertranseuro

137    Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, η Team Relocations υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εσφαλμένως η Επιτροπή έλαβε υπόψη, για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, τον κύκλο εργασιών της Amertranseuro, με το αιτιολογικό ότι η δεύτερη δεν γνώριζε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές της θυγατρικής της. Ο όμιλος Amertranseuro αμφισβητεί, γενικότερα, ότι είναι δυνατό να του καταλογισθούν παραβάσεις που διέπραξε η Team Relocations.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

138    Η Team Relocations υποστηρίζει ότι είναι το μόνο νομικό πρόσωπο που μπορεί να κριθεί υπεύθυνο για τη συμπεριφορά ορισμένων υπαλλήλων του. Εντούτοις, το ποσό του προστίμου ανήλθε σε ποσοστό άνω του 60 % του συνολικού κύκλου εργασιών της. Ούτε η Amertranseuro, ούτε η Trans Euro, ούτε η Team Relocations Ltd μπορούν να φέρουν ευθύνη για τις πρακτικές αυτές. Οι εν λόγω μητρικές εταιρίες ουδέποτε έλαβαν γνώση περιστασιακών συμφωνιών περί των προμηθειών και των ΠΔ και δεν είχαν κανένα λόγο να υποψιασθούν την ύπαρξή τους. Ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να καταλογίσει στις μητρικές εταιρίες της Team Relocations μέρος της παραβάσεως που αυτή διέπραξε, η Team Relocations υποστηρίζει εντούτοις ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, δεν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας ο καθορισμός ανωτάτου ορίου ύψους 10 % βάσει του ενοποιημένου κύκλου εργασιών της Amertranseuro.

139    Ο όμιλος Amertranseuro επισημαίνει, πρώτον, ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την αλληλέγγυα ευθύνη των προσφευγουσών υποστηρίζοντας ότι οι τρεις μητρικές εταιρίες ήταν όλες σε θέση που τους παρείχε τη δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στην εμπορική πολιτική της Team Relocations. Εντούτοις, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο έχουν συχνά προσδιορίσει την έκταση της εξουσίας ασκήσεως καθοριστικής επιρροής προσδίδοντάς της πολύ στενότερη έννοια από εκείνη που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 394 της Αποφάσεως.

140    Δεύτερον, ο όμιλος Amertranseuro επισημαίνει ότι μια ιδιαιτέρως συσταλτική ερμηνεία της εξουσίας των μητρικών εταιριών να ασκούν καθοριστική επιρροή επί των θυγατρικών τους συνεπάγεται ευθύνη σχεδόν κατ’ αμάχητο τεκμήριο. Στην πραγματικότητα, η ευθύνη τους θα καθίστατο αντικειμενική (strict liability). Με την εν λόγω ευθύνη δεν θα βαρύνονταν μόνον οι απλοί χρηματοοικονομικοί επενδυτές που δεν έχουν κανένα συμφέρον καθορισμού της στρατηγικής συμπεριφοράς των εταιριών στις οποίες έχουν επενδύσει.

141    Τρίτον, ο όμιλος Amertranseuro φρονεί ότι η Team Relocations είχε πλήρη διαχειριστική αυτοτέλεια και ότι καμιά από τις τρεις μητρικές εταιρίες δεν γνώριζε τις επίμαχες πρακτικές. Κατά συνέπεια, δεν παρέλειψαν να συμμορφωθούν προς το καθήκον τους επιμέλειας.

142    Τέταρτον, ο όμιλος Amertranseuro προσάπτει στην Επιτροπή ότι ακολούθησε «ασύμμετρη» προσέγγιση όσον αφορά την ευθύνη των μητρικών εταιριών εν προκειμένω. Για το χρονικό διάστημα προ της 8ης Σεπτεμβρίου 2000, έκρινε ως υπεύθυνες δύο ενδιάμεσες μητρικές εταιρίες της Team Relocations (την Team Relocations Ltd και την Trans Euro), αλλά όχι και τον E., τελικό κύριο και επικεφαλής του ομίλου αυτού. Αντιθέτως, για το χρονικό διάστημα από τις 8 Σεπτεμβρίου 2000 και εφεξής, η Επιτροπή δέχθηκε όχι μόνον την ευθύνη αυτών των δύο ενδιάμεσων μητρικών εταιριών, αλλά και την ευθύνη της Amertranseuro,  νέου κυρίου της Trans Euro. Δεδομένου ότι η Amertranseuro κατέχει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου των δύο ενδιάμεσων μητρικών εταιριών, τούτο σημαίνει ότι οι μέτοχοί της ευθύνονται de facto για την παράβαση στο συνολό της.

143    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα εν λόγω επιχειρήματα.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

144    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η Team Relocations υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 (πρώτο σκέλος) και προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας (δεύτερο σκέλος) επιβάλλοντάς της πρόστιμο του οποίου το ύψος υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών της. Δεδομένου ότι η βασιμότητα του πρώτου σκέλους εξαρτάται από το αν ο κύκλος εργασιών της Amertranseuro μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να εξετασθούν από κοινού η αιτίαση αυτή και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε ο όμιλος Amertranseuro, ο οποίος αντλείται από τη μη δυνατότητα καταλογισμού στα μέλη του ομίλου Amertranseuro των παραβάσεων που διέπραξε η Team Relocations.

 Επί του καταλογισμού των παραβάσεων που διέπραξε η Team Relocations στα μέλη του ομίλου Amertranseuro

145    Το δίκαιο της Ένωσης περί ανταγωνισμού δέχεται ότι διάφορες εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο αποτελούν οικονομική ενότητα και, επομένως, μια επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, εάν οι εν λόγω εταιρίες δεν καθορίζουν αυτοτελώς τη συμπεριφορά τους στην αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψεις 132 και 133, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4071, σκέψη 290). Συνεπώς, η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως μπορεί να καταλογιστεί σε άλλη, όταν δεν έχει καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά έχει ακολουθήσει ουσιαστικώς τις οδηγίες της άλλης επιχειρήσεως ενόψει ιδίως των οικονομικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 117).

146    Τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα πότε μια επιχείρηση δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας της.

147    Συναφώς, κατά τη νομολογία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις: αφενός, η μητρική εταιρία πρέπει να είναι σε θέση να επηρεάσει καθοριστικά τη θυγατρική εταιρία της, και, αφετέρου, πρέπει η εν λόγω εταιρία να άσκησε στην πράξη την επιρροή αυτή (απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 145, σκέψη 137).

148    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, είναι αναμφίβολο ότι μια μητρική εταιρία μπορεί να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής της, αν κατέχει, όπως εν προκειμένω η Amertranseuro, το 100 % του κεφαλαίου της, είτε μέσω απευθείας συμμετοχής είτε εμμέσως μέσω συμμετοχών της σε άλλες εταιρίες.

149    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να αποδειχθεί η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής της, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η ευθύνη λόγω παραβάσεων της νομοθεσίας περί συμπράξεων μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία μόνον όταν, πέραν της κατοχής του 100 % του εταιρικού κεφαλαίου, η μητρική εταιρία γνώριζε τις παραβατικές πρακτικές ή παρέλειψε να εκπληρώσει το καθήκον της επιμέλειας.

150    Η Επιτροπή στηρίζεται, με την αιτιολογική σκέψη 386 της Αποφάσεως, στη νομολογία κατά την οποία, σε περίπτωση που μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της η οποία εκδήλωσε ορισμένη παραβατική συμπεριφορά, όπως εν προκειμένω, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 50, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 29, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψεις 961 και 984, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 62).

151    Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-8237). Με την απόφαση αυτή επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, καίτοι στις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 150, το Δικαστήριο έκανε λόγο, πέραν της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, και για άλλες περιστάσεις, όπως η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις παρέθεσε τις περιστάσεις αυτές μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Πρωτοδικείο στήριξε τη συλλογιστική του και όχι για να εξαρτήσει την εφαρμογή του τεκμηρίου, περί του οποίου γίνεται λόγος, από την παροχή πρόσθετων ενδείξεων όσον αφορά την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας πραγματική άσκηση επιρροής (σκέψη 62 της αποφάσεως).

152    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να ανατρέψουν το τεκμήριο της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, διότι η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται σε πολιτικές εκτιμήσεις και τη διατύπωση απλώς ισχυρισμών, όπως η προβαλλόμενη διαχειριστική αυτοτέλεια της Team Relocations. Εν πάση περιπτώσει, από τις αιτιολογικές σκέψεις 490 και 491 της Αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να καταλογίσει στην Amertranseuro την ευθύνη της συμμετοχής της Team Relocations στη σύμπραξη, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην αδιαμφισβήτητη κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της Team Relocations από την Amertranseuro, αλλά και σε άλλα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν ότι η Amertranseuro ασκούσε καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της Team Relocations.

153    Ειδικότερα, από το 1994 έως τον Σεπτέμβριο του 2001, πραγματοποιήθηκαν συσκέψεις μεταξύ της διοικήσεως της Team Relocations και των εκπροσώπων της Trans Euro που ήταν υπεύθυνοι για την επιχειρησιακή και οικονομική διαχείριση της βελγικής θυγατρικής και με τον τότε κύριο του ομίλου Trans Euro, ο οποίος ήταν γενικός διευθυντής του ομίλου και γενικώς υπεύθυνος για τη βελγική θυγατρική. Από τις 6 Σεπτεμβρίου 2001 έως τον Σεπτέμβριο του 2003, πραγματοποιήθηκαν, επίσης, άτυπες συσκέψεις μεταξύ της Team Relocations και του εκπροσώπου της Amertranseuro, ο οποίος ήταν γενικός διευθυντής του ομίλου και γενικώς υπεύθυνος για τη βελγική θυγατρική. Η Επιτροπή επισήμανε, εξάλλου, ότι η Team Relocations όφειλε να υποβάλει πολλές εκθέσεις, όπως οι ετήσιοι λογαριασμοί της εκμεταλλεύσεως, στην Team Relocations Ltd, από την 1η Ιανουαρίου 1994 έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2000, και στην Amertranseuro από τις 8 Σεπτεμβρίου 2000, δηλαδή κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση.

154    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή μπορούσε να καταλογίσει στην Amertranseuro τις παραβάσεις που διέπραξε η Team Relocations, διότι οι προσφεύγουσες αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και, συνεπώς, μια επιχείρηση κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, ο κύκλος εργασιών της Amertranseuro μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις που αφορούν την εν λόγω συνεκτίμηση.

 Επί της προβαλλομένης «ασύμμετρης» προσεγγίσεως της Επιτροπής

155    Ο όμιλος Amertranseuro προσάπτει στην Επιτροπή ότι υιοθέτησε «ασύμμετρη» προσέγγιση κρίνοντας την Amertranseuro υπεύθυνη από την ημερομηνία κτήσεως του ομίλου Trans Euro, ήτοι από τις 8 Σεπτεμβρίου 2000, χωρίς να κρίνει τον E., προγενέστερο κύριο του ομίλου Trans Euro, υπεύθυνο για την περίοδο προ της 8ης Σεπτεμβρίου 2000.

156    Στο μέτρο που ο όμιλος Amertranseuro υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να κρίνει τον E. συνυπεύθυνο για την παράβαση μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου 2000, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή μπορούσε να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, το γεγονός ότι δεν το έπραξε δεν μπορεί να προβληθεί από τις προσφεύγουσες ως απόδειξη του παρανόμου χαρακτήρα της Αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει την ευχέρεια εκτιμήσεως και επεκτάσεως της ευθύνης για ορισμένη παράβαση στη μητρική εταιρία, πλέον της εταιρίας που συνδέεται αμέσως με την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 331 και 332). Αυτή η ευχέρεια εκτιμήσεως συνεπάγεται, επίσης, ότι η Επιτροπή μπορεί να επιλέξει να εκδώσει την απόφαση κατά των μητρικών εταιριών της επίμαχης επιχειρήσεως και όχι κατά των προγενέστερων κυρίων του ομίλου.

157    Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν επεξέτεινε την ευθύνη για την επίμαχη παράβαση ούτε στη Zenic International Holdings Ltd, τη νυν εταιρία συμμετοχών των προσφευγουσών. Ως εκ τούτου, η Απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ασύμμετρη».

158    Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των επιχειρημάτων που αφορούν το δεύτερο αίτημα του ομίλου Amertranseuro

159    Με τα αιτήματά του και στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε, ο όμιλος Amertranseuro διατείνεται προφανώς ότι, καίτοι η Amertranseuro κρίθηκε υπεύθυνη μόνο για το ποσό του 1,3 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην ευθύνη της για περιορισμένη διάρκεια, δηλαδή από τις 8 Σεπτεμβρίου 2000, κρίθηκε τελικώς υπεύθυνη για το συνολικό ποσό του προστίμου, στο μέτρο που είναι κυρία και μέτοχος της Trans Euro και της Team Relocations Ltd.

160    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της Αποφάσεως, στο μέτρο που εκθέτει μόνον ορισμένες συνέπειες που απορρέουν εξ αυτής για την Amertranseuro. Ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί το εν λόγω αίτημα.

 Επί του προβαλλομένου δυσανάλογου χαρακτήρα του προστίμου

161    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Team Relocations, αρκεί να γίνει παραπομπή στις παρατηρήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 94 ανωτέρω, κατά τις οποίες το εφαρμοσθέν ποσοστό ύψους 17 % είναι ανάλογο προς την πραγματική ευθύνη της Team Relocations για την παράβαση. Το γεγονός ότι το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Team Relocations υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών της είναι άνευ σημασίας στο μέτρο που το ποσό αυτό εξακολουθεί να είναι πράγματι κατώτερο από το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών του ομίλου Amertranseuro.

162    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν ο έβδομος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Team Relocations και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε ο όμιλος Amertranseuro.

8.     Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Team Relocations και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ο όμιλος Amertranseuro, οι οποίοι αντλούνται από αδυναμία πληρωμής των προσφευγουσών και κατάχρηση εξουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

163    Η Team Relocations προβάλλει ότι από τους προσωρινούς λογαριασμούς της για το οικονομικό έτος που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2007 προκύπτει ότι το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της, ανεξαρτήτως των προστίμων που οφείλει να καταβάλει στην Επιτροπή, είναι αρνητικό, ότι στο εν λόγω οικονομικό έτος εμφάνισε ζημίες ύψους 363 432 ευρώ, και ότι το μικτό περιθώριό της αυτοχρηματοδοτήσεως ήταν αρνητικό. Το ενεργητικό της εταιρίας ήταν πλήρως βεβαρημένο με εμπράγματες ασφάλειες. Η εταιρία δεν μπορούσε να εξασφαλίσει συμπληρωματική χρηματοδότηση και, ως εκ τούτου, αδυνατούσε να πληρώσει το πρόστιμο που της επέβαλε η Επιτροπή.

164    Κατά την Team Relocations, η Επιτροπή γνώριζε την επισφαλή οικονομική θέση της, και για τον λόγο αυτό υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας επιβάλλοντας πρόστιμο το οποίο αδυνατούσε προδήλως να πληρώσει η προσφεύγουσα και το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρησή της από την αγορά. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συναφώς, η Team Relocations ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει το πρόστιμο σε ποσό το οποίο να αντανακλά τις ίδιες αρχές με εκείνες που εφάρμοσε η Επιτροπή στην περίπτωση της Interdean και ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή, δυνάμει των άρθρων 58 και 65 του Κανονισμού Διαδικασίας, να γνωστοποιήσει τους παράγοντες που έλαβε υπόψη για τη μείωση του προστίμου της Interdean κατά 70 %.

165    Ο όμιλος Amertranseuro υποστηρίζει ότι είναι απολύτως δυσανάλογο το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Team Relocations, το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν στα δύο τρίτα του ετήσιου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το έτος 2006 και αγγίζει μάλιστα το απόλυτο ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003. Κατά τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της Amertranseuro, της 30ής Σεπτεμβρίου 2006, το συνολικό χρέος του ομίλου ανερχόταν σε 35 εκατομμύρια λίρες στερλίνες (GBP). Η Amertranseuro εμφάνισε, επίσης, ζημίες επί των συνήθων δραστηριοτήτων της μετά φόρων, τα καθαρά ενσώματα περιουσιακά στοιχεία της ήταν αρνητικά και όλες οι μετοχές της ήταν πλήρως βεβαρημένες με ενέχυρο. Ως εκ τούτου, ο όμιλος αδυνατούσε να πληρώσει το πρόστιμο των 3,49 εκατομμυρίων ευρώ ή να λάβει τραπεζική εγγύηση για τη μεταγενέστερη διενέργεια της εν λόγω πληρωμής.

166    Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο όμιλος Amertranseuro προσθέτει ότι, όσον αφορά την αναγκαιότητα ενός αιτήματος περί εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η Επιτροπή όφειλε να ακολουθήσει την προσέγγιση που υιοθετούν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 και να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την αδυναμία πληρωμής ως λόγο μειώσεως του προστίμου, όπως έπραξε στο παρελθόν. Επιπροσθέτως, υπογραμμίζει το γεγονός ότι η οικονομική βιωσιμότητα του ομίλου υποβαθμίσθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2007.

167    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

168    Με τον τελευταίο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, με την εις βάρος τους επιβολή προστίμου το οποίο υπερέβαινε τις οικονομικές δυνατότητές τους, η Επιτροπή υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας, παρέβη την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

169    Όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάχρηση εξουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-4023, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

170    Εντούτοις, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν, εν προκειμένω, ότι η Επιτροπή τους επέβαλε το πρόστιμο επιδιώκοντας άλλους σκοπούς από τους προβαλλόμενους, ήτοι την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού, ή την καταστρατήγηση μιας ειδικώς προβλεπομένης από τη Συνθήκη διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η Απόφαση δεν εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας.

171    Όσον αφορά τη μείωση του προστίμου δυνάμει της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, πρέπει να επισημανθεί ότι μια τέτοια μείωση προϋποθέτει τη σωρευτική συνδρομή τριών προϋποθέσεων, ήτοι:

–        την υποβολή αιτήματος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας,

–        την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου,

–        την αδυναμία πληρωμής της επιχειρήσεως, η οποία οφείλει να προσκομίσει αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η επιβολή προστίμου θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά της και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

172    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν συντρέχουν τουλάχιστον δύο από τις εν λόγω τρεις προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, πρώτον, αντιθέτως προς άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, οι προσφεύγουσες ουδόλως ζήτησαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας τη μείωση του προστίμου λόγω αδυναμίας πληρωμής, καίτοι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 προβλέπουν ότι πρέπει να υποβληθεί τέτοιο αίτημα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την αδυναμία πληρωμής ως λόγο μειώσεως του προστίμου, διότι δεν μπορεί να στηρίξει την άποψη περί παραβάσεως των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Στο μέτρο που το επιχείρημα αυτό προβάλλεται με σκοπό να υποστηριχθεί ότι, ανεξαρτήτως της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την αδυναμία πληρωμής των οικείων επιχειρήσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι μια τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει από τη νομολογία.

173    Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Αυγούστου 2010, η Team Relocations ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας με το αιτιολογικό ότι έχει αλλάξει η πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή σχετικά με την αναγκαιότητα υποβολής αιτήματος, βάσει της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2010, διότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η εν λόγω προσφεύγουσα, στις υποθέσεις που παραθέτει τα αιτήματα είχαν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Καίτοι από σχετικό δημοσίευμα του τύπου προκύπτει ότι η Επιτροπή «προτίθεται να τροποποιήσει τυπικώς τις κατευθυντήριες γραμμές της» για να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις επερχόμενες εξελίξεις μετά την έκδοση μιας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω τροποποίηση δεν έχει επέλθει ακόμη. Εν πάση περιπτώσει, τυχόν διαφορετική ερμηνεία των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν μπορεί να καταστήσει παράνομη απόφαση εκδοθείσα πριν από την εν λόγω τροποποίηση.

174    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τη διαπίστωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 651 της Αποφάσεως, κατά την οποία δεν υφίσταται, εν προκειμένω, «ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο» κατά την έννοια της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

175    Υπό τις συνθήκες αυτές και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν συντρέχει, εν προκειμένω, η τρίτη προϋπόθεση της προβαλλομένης αδυναμίας πληρωμής των προσφευγουσών, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

176    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς την περίπτωση της Interdean, οι προσφεύγουσες δεν έθεσαν το ζήτημα της αδυναμίας τους πληρωμής κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και δεν υπέβαλαν σχετικό αίτημα μειώσεως των προστίμων τους για τον λόγο αυτό. Ως εκ τούτου, δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη θέση με εκείνη της Interdean. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η υποβολή αιτήματος μειώσεως του προστίμου δεν αποτελεί απλή τυπική προϋπόθεση, αλλά απαίτηση ελλείψει της οποίας δεν μπορεί να γίνει καμία έγκυρη αξιολόγηση της οικονομικής καταστάσεως, διότι η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της σχετικά στοιχεία, όπως τα εσωτερικά δεδομένα της οικείας επιχειρήσεως, που να καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της οικονομικής βιωσιμότητάς της.

177    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες και το αίτημα της Team Relocations να υποχρεωθεί η Επιτροπή να γνωστοποιήσει τους παράγοντες που έλαβε υπόψη για να μειώσει το πρόστιμο της Interdean κατά 70 %.

178    Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, οι προσφυγές πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

179    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Καταδικάζει τις εταιρίες Team Relocations NV, Amertranseuro International Holdings Ltd, Trans Euro Ltd και Team Relocations Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Wahl

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2011

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό

1.  Το αντικείμενο της διαφοράς

2.  Οι προσφεύγουσες

3.  Η διοικητική διαδικασία

4.  Η Απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το γεγονός ότι η Team Relocations δεν συμμετείχε στην ενιαία και διαρκή παράβαση που εκθέτει η Απόφαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της εννοίας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς

–  Επί της υπάρξεως συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός

–  Επί της εν γνώσει της προσφεύγουσας συμβολής της στο συνολικό σχέδιο

–  Επί της εκ μέρους της Team Relocations γνώσεως των παραβατικών συμπεριφορών

2.  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων της Team Relocations

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της αξίας των οικείων πωλήσεων

Επί των μετακομίσεων των οποίων οι δαπάνες πληρώθηκαν από ιδιώτες

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την εφαρμογή ποσοστού ύψους 17 % επί της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Team Relocations για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου της

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της υποχρεώσεως καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου βάσει του ατομικού ρόλου της Team Relocations

Επί της προβαλλομένης προσβολής της αρχής της αναλογικότητας

Επί της προβαλλομένης ελλείψεως αιτιολογήσεως

4.  Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την έλλειψη νομίμου βάσεως για τον πολλαπλασιασμό του ποσού που καθορίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη νομίμου βάσεως για την επιβολή πρόσθετου ποσού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6.  Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της συμμετοχής στη θέσπιση αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ρυθμίσεων

Επί της προβαλλομένης περιορισμένης συμμετοχής της Team Relocations στην παράβαση

Επί της προβαλλομένης εγκρίσεως των συμπεριφορών

7.  Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Team Relocations και του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ο όμιλος Amertranseuro, κατά τους οποίους οι παραβάσεις που διέπραξε η Team Relocations δεν μπορούν να καταλογισθούν στον όμιλο Amertranseuro

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του καταλογισμού των παραβάσεων που διέπραξε η Team Relocations στα μέλη του ομίλου Amertranseuro

Επί της προβαλλομένης «ασύμμετρης» προσεγγίσεως της Επιτροπής

Επί των επιχειρημάτων που αφορούν το δεύτερο αίτημα του ομίλου Amertranseuro

Επί του προβαλλομένου δυσανάλογου χαρακτήρα του προστίμου

8.  Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Team Relocations και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ο όμιλος Amertranseuro, οι οποίοι αντλούνται από αδυναμία πληρωμής των προσφευγουσών και κατάχρηση εξουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.