Language of document : ECLI:EU:C:2009:772

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 10ης Δεκεμβρίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑346/08

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

«Οδηγία 2001/80/ΕΚ – Επιβάρυνση του περιβάλλοντος – Εγκαταστάσεις καύσεως – Περιορισμός συγκεκριμένων εκπομπών ρύπων στην ατμόσφαιρα – Χρήση ηλεκτρικού ρεύματος για την παραγωγή αλουμινίου»





I –    Εισαγωγή

1.        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ερίζουν ως προς το αν μονάδα παραγωγής ενεργείας με καύση άνθρακα, η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια για την παραγωγή αλουμινίου, πρέπει να τηρεί τις οριακές τιμές της οδηγίας 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων (2). Συναφώς, πρόκειται για την εκπομπή διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και κονιορτού.

2.        Συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί αν η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί προϊόν καύσεως, δεδομένου ότι η οδηγία δεν ισχύει για μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως των οποίων τα προϊόντα από την καύση χρησιμοποιούνται απευθείας στη διαδικασία παραγωγής.

II – Νομικό πλαίσιο

3.        Κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 2001/80 αφορά τις εγκαταστάσεις καύσεως με ονομαστική θερμική ισχύ τουλάχιστον ίση προς 50 MW, ασχέτως του είδους του χρησιμοποιούμενου καυσίμου (στερεό, υγρό ή αέριο).

4.        Κατά το άρθρο 2, σημείο 7, πρώτο εδάφιο, εγκατάσταση καύσεως είναι κάθε τεχνική συσκευή στην οποία οξειδώνονται καύσιμα με σκοπό τη χρησιμοποίηση της παραγόμενης θερμότητας.

5.        Σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το άρθρο 2, σημείο 7, δεύτερο έως τέταρτο εδάφιο, ορίζει περαιτέρω τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται μόνο στις εγκαταστάσεις καύσης που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας, εξαιρουμένων των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν απευθείας τα προϊόντα καύσης σε κάποια διαδικασία παραγωγής. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εγκαταστάσεις καύσης:

α)      τις εγκαταστάσεις όπου τα προϊόντα καύσης χρησιμοποιούνται για την απευθείας θέρμανση, την ξήρανση ή οποιαδήποτε άλλη κατεργασία αντικειμένων ή υλικών π.χ. κάμινοι αναθέρμανσης, κάμινοι θερμικής κατεργασίας·

β)      τις εγκαταστάσεις μετάκαυσης, δηλαδή κάθε τεχνική συσκευή που προορίζεται για τον καθαρισμό των καυσαερίων με καύση και δεν λειτουργεί ως αυτόνομη εγκατάσταση καύσης·

γ)      τις εγκαταστάσεις αναγέννησης των καταλυτών που χρησιμοποιούνται στην καταλυτική πυρόλυση·

δ)      τις εγκαταστάσεις μετατροπής του υδροθείου σε θείο·

ε)      τους αντιδραστήρες που χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία·

στ)      τις συστοιχίες καμίνων κοκ·

ζ)      τους προθερμαντήρες αέρος υψικαμίνων·

η)      οποιαδήποτε τεχνική συσκευή που χρησιμοποιείται για την προώθηση οχήματος, πλοίου ή αεροσκάφους·

θ)      τους αεριοστροβίλους που χρησιμοποιούνται σε εξέδρες ανοικτής θάλασσας·

ι)      τους αεριοστροβίλους που έχουν λάβει άδεια πριν από [τις] 27 Νοεμβρίου 2002 ή για τους οποίους, κατά την αρμόδια αρχή, υποβάλλεται πλήρης αίτηση για χορήγηση αδείας πριν από [τις] 27 Νοεμβρίου 2002 εφόσον η εν λόγω εγκατάσταση τεθεί σε λειτουργία το αργότερο [στις] 27 Νοεμβρίου 2003, με την επιφύλαξη του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του παραρτήματος VIII, μέρη (Α).

Δεν εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία οι ντιζελοκίνητες, βενζινοκίνητες ή αεριοκίνητες μηχανές.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα αιτήματα

6.        Ένας παραγωγός αλουμινίου εκμεταλλεύεται επί σειρά ετών στο Lynemouth που βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Αγγλίας μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα. Η παραγωγή ηλεκτρισμού χρησιμοποιείται σχεδόν εξ ολοκλήρου για την παραγωγή αλουμινίου (μέθοδος Hall‑Héroult) μέσω ηλεκτρολύσεως με τηγμένα άλατα σε γειτνιάζουσα εγκατάσταση. Μόνον το 9 % περίπου της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τροφοδοτεί το δίκτυο ηλεκτροδοτήσεως.

7.        Από τις αρχές του 2006 το αργότερο, το Ηνωμένο Βασίλειο έπαυσε να εφαρμόζει την οδηγία 2001/80 επ’ αυτού του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αντιθέτως, η Επιτροπή φρονεί ότι ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας υπόκειται στις απαιτήσεις της οδηγίας. Η Επιτροπή ανακοίνωσε την άποψή της αυτή στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 29 Ιουνίου 2007 με έγγραφο οχλήσεως καλώντας την να διατυπώσει τις απόψεις της. Το Ηνωμένο Βασίλειο ενέμεινε στην άποψή του με την απάντηση της 31ης Αυγούστου 2007. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέδωσε στις 23 Οκτωβρίου 2007 αιτιολογημένη γνώμη. Με αυτήν έθεσε μια τελευταία προθεσμία δύο μηνών προκειμένου να άρει τις αντιρρήσεις της.

8.        Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ενέμεινε στην άποψή του με την απάντηση της 21ης Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή άσκησε στις 25 Ιουλίου 2008 την υπό κρίση προσφυγή. Ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, παραλείποντας να εφαρμόσει τις διατάξεις της οδηγίας 2001/80 στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Lynemouth, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή, και

–        να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

9.        Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο: να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

IV – Εκτίμηση

10.      Ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Lynemouth πρέπει να συμμορφώνεται με τις οριακές τιμές για υπάρχουσες εγκαταστάσεις, εφόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Πρόκειται για εγκατάσταση καύσεως με ονομαστική θερμική ισχύ άνω των 50 MW κατά την έννοια του άρθρου 1 και του άρθρου 2, σημείο 7, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/80.

11.      Εντούτοις, η εφαρμογή της οδηγίας προϋποθέτει επιπλέον, κατά το άρθρο 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/80, ότι πρόκειται για εγκατάσταση καύσεως με σκοπό την παραγωγή ενέργειας, πλην όμως τα προϊόντα της καύσεως δεν χρησιμοποιούνται απευθείας σε κάποια διαδικασία παραγωγής. Βεβαίως, η εγκατάσταση έχει ως αντικείμενο την παραγωγή ενέργειας, εντούτοις οι διάδικοι ερίζουν ως προς το αν τα προϊόντα της καύσεως της εγκαταστάσεως χρησιμοποιούνται απευθείας στην παραγωγή αλουμινίου.

 Επί της εννοίας του προϊόντος καύσεως

12.      Η έννοια του προϊόντος καύσεως (produit de combustion, product of combustion) μπορεί να ερμηνευθεί με διαφορετικούς τρόπους. Με μόνο κριτήριο το υλικό από το οποίο αποτελείται, προϊόντα καύσεως θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα καυσαέρια, η τέφρα και τα λοιπά κατάλοιπα. Εντούτοις, είναι προφανές ότι η θερμότητα που δημιουργείται με την καύση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως προϊόν της καύσεως. Πράγματι, κατά το άρθρο 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/80, χαρακτηριστικό μιας μονάδας καύσεως είναι ότι τα προϊόντα καύσεως οξυδώνονται με σκοπό τη χρησιμοποίηση της παραγόμενης από την καύση θερμότητας.

13.      Το μόνο που παράγει ο σταθμός, το οποίο χρησιμοποιείται στην επεξεργασία αλουμινίου, είναι η ηλεκτρική ενέργεια. Τούτο χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ηλεκτρολύσεως ρευστού τήγματος μέσω τηγμένων αλάτων σε υψηλή θερμοκρασία προκειμένου να διαχωριστεί το αλουμίνιο από το οξείδιο του αλουμινίου που περιέχει το τήγμα αυτό. Η χρήση αυτή είναι άμεση. Ως εκ τούτου, κρίσιμο είναι το αν η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στον σταθμό αποτελεί προϊόν καύσεως.

14.      Η ηλεκτρική ενέργεια δεν είναι ούτε υλικό προϊόν καύσεως ούτε θερμότητα. Παράγεται από τον ατμό που δημιουργεί η προκύπτουσα στο πλαίσιο της καύσεως θερμότητα ο οποίος κινεί μια γεννήτρια. Η γεννήτρια αυτή παράγει την ηλεκτρική ενέργεια. Ως εκ τούτου, προκειμένου η έννοια του προϊόντος καύσεως να καλύπτει και την ηλεκτρική ενέργεια θα πρέπει να ερμηνευθεί τόσο διασταλτικά ώστε να περιλαμβάνει και προϊόντα τα οποία προέρχονται εμμέσως μόνον από την καύση. Εντούτοις, τούτο δεν αντιστοιχεί στη συνήθη γλωσσική χρήση.

 Β –       Επί της εξαιρέσεως που εισάγει το άρθρο 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/80

15.      Επιχείρημα κατά της διασταλτικής ερμηνείας της εννοίας του προϊόντος καύσεως αποτελεί και το γεγονός ότι η έννοια αυτή καθορίζει το περιεχόμενο μιας εξαιρέσεως από τον γενικό κανόνα. Οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (3), προκειμένου να μην καθίστανται κενές περιεχομένου οι γενικές ρυθμίσεις. Ο χαρακτηρισμός ως εξαιρέσεως προκύπτει από τις ακόλουθες εκτιμήσεις.

16.      Το άρθρο 2, σημείο 7, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/80 ορίζει την εγκατάσταση καύσεως ως κάθε τεχνική συσκευή στην οποία οξειδώνονται καύσιμα με σκοπό τη χρησιμοποίηση της παραγόμενης θερμότητας. Οι εγκαταστάσεις αυτές πρέπει να τηρούν τις καθοριζόμενες οριακές τιμές, εφόσον υπερβαίνουν την τιμή κατωφλίου του άρθρου 1, ήτοι τα 50 Megawatt ονομαστικής θερμικής ισχύος και προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας δυνάμει του άρθρου 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος.

17.      Αυτός ο γενικός κανόνας υλοποιεί τους σκοπούς της οδηγίας, ήτοι τη μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου και διοξειδίου του θείου (δεύτερη έως έκτη αιτιολογική σκέψη) καθώς και κονιορτού (δέκατη αιτιολογική σκέψη) από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως. Τούτο είναι σύμφωνο προς τον καθοριζόμενο στα άρθρα 2 ΕΚ και 174 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθώς και άρθρο 191 ΣΕΕ, βλ., επίσης, προοίμιο της ΣΛΕΕ) γενικό σκοπό της ευρωπαϊκής πολιτικής για το περιβάλλον, δηλαδή τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Σε όσο μεγαλύτερο αριθμό εγκαταστάσεων επιβάλλεται η τήρηση των οριακών τιμών, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό προάγονται οι σκοποί αυτοί.

18.      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 2, σημείο 7, της οδηγίας 2001/80 δεν διευκρινίζουν την έννοια της εγκαταστάσεως καύσεως, αλλά την περιορίζουν. Αποκλείουν εγκαταστάσεις, μολονότι πρόκειται επίσης για εγκαταστάσεις καύσεως. Το άρθρο 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/80 ορίζει τούτο ρητώς, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη αυτή η οδηγία εφαρμόζεται μόνο στις εγκαταστάσεις καύσεως που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας, εξαιρουμένων των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν απευθείας τα προϊόντα καύσεως σε κάποια διαδικασία παραγωγής.

 Γ –       Επί των σκοπών των εξαιρέσεων

19.      Περαιτέρω, δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν η ρύθμιση περιλαμβάνει σκοπούς οι οποίοι θα απαιτούσαν, εν αντιθέσει προς τη γενική γλωσσική χρήση, να ερμηνεύεται διασταλτικά η έννοια του προϊόντος καύσεως, όπως προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο.

20.      Η εξαίρεση που αφορά την απευθείας χρήση προϊόντων καύσεως σε κάποια διαδικασία παραγωγής ανατρέχει στην αρχική διατύπωση του άρθρου 2, σημείο 7, της οδηγίας 88/609/ΕΟΚ (4), την οποία αντικατέστησε η οδηγία 2001/80. Στην αρχική μορφή της, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είχε προσθέσει, χωρίς να εξηγήσει αναλυτικώς τους λόγους, στην πρόταση της Επιτροπής (5) μια παρεμφερή εξαίρεση στο πλαίσιο των εξαιρέσεων για ορισμένους τύπους εγκαταστάσεων οι οποίες σήμερα περιλαμβάνονται στα στοιχεία α΄ έως ι΄. Ούτε η οδηγία 2001/80 ορίζει τους σκοπούς των εξαιρέσεων, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο στο πλαίσιο της ερμηνείας.

21.      Για την Επιτροπή, οι εξαιρέσεις στηρίζονται στο γεγονός της συγκεντρώσεως ρύπων στα καυσαέρια από την άμεση χρήση προϊόντων καύσεως στο πλαίσιο κάποιας διαδικασίας παραγωγής. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα καυσαέρια αυτά, σε περίπτωση απευθείας χρήσεως, έρχονται σε επαφή με άλλα υλικά και, ως εκ τούτου, αυξάνεται η περιεκτικότητά τους σε ρύπους απ’ ό,τι στην περίπτωση μεμονωμένων καύσεων. Ωστόσο, οι οριακές τιμές της οδηγίας 2001/80 αφορούν μεμονωμένες καύσεις.

22.      Βάσει της ανωτέρω συλλογιστικής, αποκλείεται η ηλεκτρική ενέργεια, δεδομένου ότι η χρήση της για την παραγωγή προϊόντων ουδόλως επηρεάζει τις εκπομπές του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η ηλεκτρική ενέργεια θα μπορούσε επίσης να προέρχεται από το εθνικό δίκτυο ηλεκτροδοτήσεως χωρίς να προκαλούνται άλλες εκπομπές.

23.      Εντούτοις, η συλλογιστική της Επιτροπής προϋποθέτει ότι μόνον τα καυσαέρια είναι προϊόντα καύσεως. Αντιθέτως, η συλλογιστική αυτή δεν ευσταθεί, οσάκις η παραγόμενη θερμότητα αποτελεί επίσης προϊόν καύσεως και χρησιμοποιείται απευθείας, χωρίς άλλες ουσίες να αυξάνουν την περιεκτικότητα των ρύπων των καυσαερίων. Εντούτοις, και κατά την Επιτροπή, η θερμότητα αποτελεί προϊόν καύσεως. Ως εκ τούτου, η άποψη της Επιτροπής είναι αντιφατική.

24.      Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, οι εξαιρέσεις είναι το προϊόν σταθμίσεως των δαπανών που προκαλεί η εφαρμογή των οριακών τιμών και της χρησιμότητάς τους για το περιβάλλον. Τούτο ενδέχεται να ισχύει για τους τύπους εγκαταστάσεων που ρητώς μνημονεύει το άρθρο 2, σημείο 7, στοιχεία α΄ έως ι΄, της οδηγίας 2001/80. Συγκεκριμένα, είναι δυνατό να εκτιμηθεί το ύψος των δαπανών και η ωφέλεια συγκεκριμένων οριακών τιμών σε σχέση με επιμέρους τύπους εγκαταστάσεων.

25.      Αντιθέτως, αυτή η αφηρημένη διατύπωση της εξαιρέσεως του άρθρου 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/80 δεν μπορεί να στηρίζεται σε στάθμιση κόστους και ωφέλειας. Το ποιες δαπάνες ή το ποια ωφέλεια μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή των οριακών τιμών επί εγκαταστάσεων οι οποίες δεν προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας ή δεν χρησιμοποιούν απευθείας προϊόντα καύσεως στο πλαίσιο κάποιας διαδικασίας παραγωγής, δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί.

26.      Πάντως, είναι πιθανό σκοπός του άρθρου 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/80 να είναι η προνομιακή μεταχείριση των διαδικασιών παραγωγής οι οποίες εξαρτώνται από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως. Τα προϊόντα των διαδικασιών αυτών ενδέχεται, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού, να μειονεκτούν λόγω των επιπλέον δαπανών που συνεπάγονται οι αυστηρότερες οριακές τιμές.

27.      Η άποψη αυτή ευσταθεί κατ’ αρχήν σε σχέση με τον εν προκειμένω συνδυασμό ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με την επεξεργασία αλουμινίου. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η περαιτέρω παραγωγή αλουμινίου θα διακυβεύετο, εάν ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας υπαγόταν στην οδηγία.

28.      Πάντως, το άρθρο 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/80 ορίζει σαφώς ότι πρέπει να αναγνωρίζεται η ύπαρξη εξαιρέσεως μόνο στην περίπτωση που η διαδικασία παραγωγής συνδέεται αναπόσπαστα με το γεγονός της καύσεως: απαιτείται η ύπαρξη απευθείας χρήσεως των προϊόντων καύσεως στο πλαίσιο κάποιας παραγωγικής διαδικασίας.

29.      Ο δεσμός αυτός είναι εντονότατος, όταν μόνον τα απευθείας προϊόντα της καύσεως, ήτοι η θερμότητα και τα προϊόντα αντιδράσεως της καύσεως, τυγχάνουν κάποιας χρήσεως. Αντιθέτως, αν διευρυνθεί ο κύκλος των προϊόντων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να περιληφθούν και τα έμμεσα προϊόντα της καύσεως όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, τότε ο δεσμός μεταξύ των διαδικασιών παραγωγής και της καύσεως ατονεί.

30.      Επιχείρημα κατά ενός τέτοιου χαλαρού δεσμού αποτελεί το γεγονός ότι το ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλες αποστάσεις και, ως εκ τούτου, μπορεί να προέρχεται από διαφορετικές πηγές. Η παραγωγή της είναι δυνατή χωρίς τη χρήση μεγάλων εγκαταστάσεων καύσεως, όπως είναι π.χ. μέσω υδροηλεκτρικής ενέργειας ή μέσω πυρηνικής ενεργείας. Αντιθέτως, η απευθείας χρησιμοποιούμενη θερμότητα πρέπει να παράγεται επιτόπου και, ως εκ τούτου, μπορεί κατά κανόνα να προέρχεται μόνον από συγκεκριμένες, τοπικές πηγές. Τέτοιες πηγές αποτελούν συνήθως οι μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως.

31.      Στη συνάφεια αυτή, η Επιτροπή τονίζει ορθώς ότι η παραγωγή αλουμινίου στο Lynemouth θα ετύγχανε αδικαιολογήτως ευνοϊκής μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του ενδοευρωπαϊκού ανταγωνισμού, εάν η μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα δεν υπείχε την υποχρέωση τηρήσεως της οδηγίας 2001/80. Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές τροφοδοτούνται με ρεύμα από το γενικό δίκτυο και, ως εκ τούτου, φέρουν τις δαπάνες για την τήρηση των οριακών τιμών κατά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

32.      Περαιτέρω, υπάρχει αδικαιολογήτως ευνοϊκή μεταχείριση του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έναντι άλλων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι περίπου 9 % της παραγωγής τροφοδοτεί το γενικό δίκτυο.

33.      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η διεύρυνση της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/80 προκειμένου να περιλάβει και τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα των οποίων η ηλεκτρική ενέργεια προορίζεται ουσιαστικά για γειτονική εγκατάσταση επεξεργασίας αλουμινίου.

 Επί της συστηματικής των εξαιρέσεων

34.      Εν αντιθέσει προς την άποψη που διατύπωσε το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε η εξαίρεση του άρθρου 2, σημείο 7, τρίτο εδάφιο, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2001/80 σε σχέση με τους προθερμαντήρες αέρος υψικαμίνων άγει σε διαφορετική ερμηνεία του δεύτερου εδαφίου.

35.      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι οι εξαιρέσεις που αφορούν συγκεκριμένα είδη εγκαταστάσεων του άρθρου 2, σημείο 7, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/80 αποτελούν περιπτώσεις εφαρμογής της αφηρημένης ρυθμίσεως του δεύτερου εδαφίου. Κατά το τρίτο εδάφιο, η οδηγία δεν ισχύει ειδικότερα για τις εγκαταστάσεις καύσεως που απαριθμούνται στα στοιχεία α΄ έως ι΄. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτό το «ειδικότερα» αποτελεί, στο νυν ισχύον κείμενο της οδηγίας, παραπομπή στο δεύτερο εδάφιο, δεδομένου ότι οι τύποι εγκαταστάσεων που περιλαμβάνονται στα στοιχεία η΄ έως ι΄ δεν παρουσιάζουν καμία υποχρεωτική σχέση προς τις διαδικασίες παραγωγής που προϋποθέτει ρητώς το δεύτερο εδάφιο.

36.      Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλείται το άρθρο 2, σημείο 7, της οδηγίας 88/609 ως είχε αρχικώς. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι αμφίβολης ορθότητας για τον λόγο ότι εν προκειμένω έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις της οδηγίας 2001/80. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική έστω και αν ληφθεί μεμονωμένα υπόψη το προϊσχύσαν δίκαιο.

37.      Το άρθρο 2, σημείο 7, της οδηγίας 88/609 περιελάμβανε, πέραν της αφηρημένης εξαιρέσεως, μόνον τα νυν ισχύοντα στοιχεία α΄ έως ζ΄ τα οποία σχετίζονται με τη διαδικασία παραγωγής. Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, το τότε ρητώς μνημονευόμενο ως τελευταίο είδος εγκαταστάσεως, ήτοι οι προθερμαντήρες αέρος υψικαμίνων, νυν στοιχείο ζ΄, υποδηλώνει ότι η έννοια του προϊόντος καύσεως πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά και να περιλαμβάνει επίσης έμμεσα προϊόντα καύσεως όπως είναι η ηλεκτρική ενέργεια.

38.      Οι προθερμαντήρες αέρος υψικαμίνων μεταφέρουν την παραγόμενη στο πλαίσιο διαδικασίας καύσεως θερμότητα στον αέρα ο οποίος εν συνεχεία καθοδηγείται σε μια υψικάμινο προκειμένου να υποβοηθήσει την παραγωγή σιδήρου. Τα αέρια της καύσεως τα οποία έχουν θερμανθεί ψύχονται και μέσω πετρών, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως θερμοσυσσωρευτές, μεταφέρονται στον αέρα.

39.      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, η εξαίρεση αυτή δεν σχετικοποιεί την έννοια του προϊόντος καύσεως. Αφορά τη χρήση ενός απευθείας προϊόντος της καύσεως, ήτοι της θερμότητας (6).

40.      Ωστόσο, είναι ορθόν ότι οι προθερμαντήρες αέρος υψικαμίνων δεν αποτελούν περίπτωση εφαρμογής της αφηρημένης εξαιρέσεως του άρθρου 2, σημείο 7, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/80. Η θερμότητα ως προϊόν καύσεως δεν χρησιμοποιείται απευθείας, αλλά εμμέσως μετά τη μεταφορά της από τα αέρια σε δύο άλλα μέσα, ήτοι τις πέτρες και τον αέρα. Ως εκ τούτου, η εξαίρεση που ισχύει για τους προθερμαντήρες αέρος υψικαμίνων αποτελεί ένδειξη ότι οι ειδικές εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 2, σημείο 7, δεν αποτελούσαν ούτε στο πλαίσιο της προϊσχύσασας οδηγίας 88/609 συγκεκριμενοποίηση της αφηρημένης εξαιρέσεως, αλλά στηρίζονται σε στάθμιση δαπανών και ωφέλειας συγκεκριμένων εφαρμογών της οδηγίας (7). Οι περαιτέρω εξαιρέσεις τις οποίες προσέθεσε η οδηγία 2001/80, οι οποίες προδήλως δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν πλέον στο δεύτερο εδάφιο, επιρρωννύουν την προσέγγιση αυτή.

41.      Η εν προκειμένω εξεταζόμενη πρόταση της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (8), με την οποία επιδιώκεται η συγχώνευση διαφόρων οδηγιών, περιλαμβανομένης της οδηγίας 2001/80, εξακολουθεί να κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Πράγματι, εν αντιθέσει προς τις ειδικές εξαιρέσεις του άρθρου 2, σημείο 7, τρίτο εδάφιο, στοιχεία α΄ έως ι΄, της οδηγίας 2001/80, φαίνεται να μην περιλαμβάνεται πλέον σε αυτές η αφηρημένη εξαίρεση του δεύτερου εδαφίου (9). Αντ’ αυτής, το Συμβούλιο προτείνει άλλες εξαιρέσεις (10). Πάντως, ειδική εξαίρεση εγκαταστάσεων όπως είναι ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Lynemouth δεν προβλέπεται.

 Πρόταση

42.      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται εν κατακλείδι η διαπίστωση ότι η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας για την παραγωγή αλουμινίου δεν αποτελεί απευθείας χρήση προϊόντων καύσεως στο πλαίσιο κάποιας διαδικασίας παραγωγής. Ως εκ τούτου, πρέπει να εφαρμόζονται οι οριακές τιμές της οδηγίας 2001/80 επί του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Lynemouth και να γίνει δεκτή η προσφυγή.

V –    Επί των δικαστικών εξόδων

43.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

VI – Πρόταση

44.      Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Το Ηνωμένο Βασίλειο, αρνούμενο να εφαρμόσει την οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων επί του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας του Lynemouth, παρέβη τις υποχρεώσεις του από την εν λόγω οδηγία.

2)      Καταδικάζει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 309, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/105/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την προσαρμογή των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 74/557/ΕΟΚ και 2002/83/ΕΚ στον τομέα του περιβάλλοντος, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (ΕΕ L 363, σ. 368).


3 – Βλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C‑476/01, Kapper (Συλλογή 2004, σ. I‑5205, σκέψη 72), της 8ης Ιουνίου 2006, C‑60/05, WWF Italia κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑5083, σκέψη 34), της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑36/05, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2006, σ. I‑10313, σκέψη 31), της 14ης Ιουνίου 2007, C‑342/05, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Συλλογή 2007, σ. I‑4713, σκέψη 25), της 1ης Απριλίου 2008, C‑14/06 και C‑295/06, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑1649, σκέψη 71), και της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑192/08, TeliaSonera Finland (Συλλογή 2009, σ. Ι-10717, σκέψη 40).


4 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1988, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης (ΕΕ L 336, σ. 1).


5 – Πρόταση για μια οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων στην ατμόσφαιρα από τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως (ΕΕ 1984, C 49, σ. 1). Οι επόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής δημοσιεύθηκαν σε ΕΕ 1985, C 76, σ. 6.


6 – Βλ. ανωτέρω σημείο 12.


7 – Η στάθμιση για τους προθερμαντήρες θα μπορούσε να στηρίζεται στο γεγονός ότι κατά κανόνα χρησιμοποιούν για την καύση αέρια τα οποία παράγονται στις υψικαμίνους και, ως εκ τούτου, εξοικονομούν ενέργεια. Τα αέρια αυτά περιέχουν ρύπους και, ως εκ τούτου, παρά τον καθαρισμό τους δια της χρήσεως της βέλτιστης διαθέσιμης τεχνολογίας οι οριακές τιμές για τη χρήση αέριων καυσίμων δεν επιτυγχάνονται. Έτσι, για τα οξείδια του αζώτου (NOX) προβλέπονται στο παράρτημα VI της οδηγίας 2001/80 οριακές τιμές που κυμαίνονται από 200 έως 300 mg/Nm3, εντούτοις χρησιμοποιώντας τη βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία το ύψος των παραγόμενων οξειδίων του αζώτου ανέρχεται μέχρι 350 mg/Nm3. «Best Available Techniques Reference Document on the Production of Iron and Steel», Δεκέμβριος 2001, σ. vii και 212, http://eippcb.jrc.es/reference/_download.cfm?twg=isp&file=isp_bref_1201.pdf. Η Επιτροπή επεξεργάστηκε το έγγραφο αυτό σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών επί τη βάσει της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26), η οποία κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 24, σ. 8).


8 – COM(2007) 844 τελικό.


9 – Βλ. άρθρο 3, σημείο 19, και άρθρο 31, παράγραφος 2, της προτάσεως της Επιτροπής καθώς και άρθρο 28 της κοινής θέσεως του Συμβουλίου 11962/09, της 16ης Νοεμβρίου 2009.


10 – Βλ. σχέδιο της αιτιολογήσεως της κοινής θέσεως, υπ’ αριθ. 11962/09 ADD 1 έγγραφο του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2009, σ. 8.