Language of document : ECLI:EU:T:2018:69

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Δηλώσεις ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016 – Υλοποίηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τα κράτη μέλη των προβλεφθέντων μέτρων – Έγγραφα που έχουν καταρτιστεί ή παραληφθεί από τη νομική υπηρεσία θεσμικού οργάνου – Παροχή νομικών συμβουλών – Αναλύσεις με αντικείμενο τη νομιμότητα των μέτρων που προβλέφθηκαν στο πλαίσιο της υλοποιήσεως της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016 – Άρνηση προσβάσεως – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 – Εξαίρεση σχετική με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις – Άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των ενδίκων διαδικασιών – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της παροχής νομικών συμβουλών»

Στην υπόθεση T‑851/16,

Access Info Europe, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους O. Brouwer, E. Raedts και J. Wolfhagen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Buchet και M. Κωνσταντινίδη,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2016) 6029 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2016, με την οποία επιβεβαιώθηκε η άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση της προσφεύγουσας σε έγγραφα της νομικής υπηρεσίας του θεσμικού οργάνου που φέρονται να αφορούν τη νομιμότητα των μέτρων που έλαβαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της για την υλοποίηση των δράσεων που περιγράφονται στη δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ένωσης, της 8ης Μαρτίου 2016, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της συνόδου με τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας στις 7 Μαρτίου 2016,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί των δηλώσεων ΕΕΤουρκίας

1        Στις 15 Οκτωβρίου 2015 η Δημοκρατία της Τουρκίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησαν ένα κοινό σχέδιο δράσεως με τίτλο «EU-Turkey joint action plan» (στο εξής: κοινό σχέδιο δράσεως), με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας τους στον τομέα της στηρίξεως των Σύρων υπηκόων που απολαύουν προσωρινής διεθνούς προστασίας και στον τομέα της διαχειρίσεως της μεταναστεύσεως, για την αντιμετώπιση της κρίσεως που δημιουργήθηκε λόγω της καταστάσεως στη Συρία.

2        Φιλοδοξία του κοινού σχεδίου δράσεως ήταν να ανταποκριθεί στην κρίσιμη κατάσταση στη Συρία με τρεις τρόπους, και ειδικότερα, πρώτον, αντιμετωπίζοντας στη ρίζα τους τις αιτίες που οδηγούν τους Σύρους σε μαζική φυγή, δεύτερον, παρέχοντας στήριξη στους Σύρους που απολαύουν προσωρινής διεθνούς προστασίας και στις κοινότητες υποδοχής τους στην Τουρκία και, τρίτον, ενισχύοντας τη συνεργασία στον τομέα της προλήψεως των παράνομων μεταναστευτικών ροών προς την Ένωση.

3        Στις 29 Νοεμβρίου 2015 οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης συναντήθηκαν με τον Τούρκο ομόλογό τους. Κατά το πέρας της συνόδου αυτής, αποφάσισαν να ενεργοποιήσουν το κοινό σχέδιο δράσεως, ιδίως δε να ενισχύσουν την ενεργό συνεργασία τους ως προς τους μετανάστες που δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας, προλαμβάνοντας τη μετακίνησή τους προς την Τουρκία και την Ένωση, διασφαλίζοντας την εφαρμογή των διατάξεων διμερών συμφωνιών επανεισδοχής και μεριμνώντας για την ταχεία επιστροφή των μεταναστών που δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας στις χώρες καταγωγής τους.

4        Στις 8 Μαρτίου 2016, σε δήλωση των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της Ένωσης, που δημοσιεύθηκε από τις κοινές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφερόταν ότι οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων της Ένωσης συζήτησαν με τον Τούρκο Πρωθυπουργό για τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας και ότι είχε σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά την εφαρμογή του κοινού σχεδίου δράσεως (στο εξής: δήλωση ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016). Η σύνοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου 2016.

5        Στις 18 Μαρτίου 2016 δημοσιεύθηκε στον δικτυακό τόπο του Συμβουλίου, υπό τη μορφή του δελτίου Τύπου 144/16, δήλωση σχετικά με τα αποτελέσματα «[της τρίτης συνόδου] από τον Νοέμβριο του 2015 που ήταν αφιερωμένη στην εμβάθυνση των σχέσεων ΕΕ‑Τουρκίας καθώς και στην αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης», μεταξύ των «μ[ελών] του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και «το[υ] Τούρκο[υ] ομ[ολόγου] τους» (στο εξής: δήλωση ΕΕ‑Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016). Κατά την εν λόγω δήλωση, όλοι οι νέοι παράτυποι μετανάστες που φθάνουν στα ελληνικά νησιά μέσω Τουρκίας από τις 20 Μαρτίου 2016 και έπειτα θα επιστρέφονται στην Τουρκία και, για κάθε επιστροφή Σύρου στην Τουρκία από τα ελληνικά νησιά, ένας άλλος Σύρος θα επανεγκαθίσταται από την Τουρκία προς την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων τρωτότητας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

 Επί των αιτήσεων προσβάσεως στα έγγραφα

 Επί των αιτήσεων προσβάσεως στα επίδικα εν προκειμένω έγγραφα

6        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα ένωση Access Info Europe ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), από τη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Μετανάστευση και εσωτερικές υποθέσεις» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής: ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις») πρόσβαση σε «όλα τα έγγραφα που έχουν καταρτιστεί ή παραληφθεί από την Επιτροπή και περιέχουν παροχή νομικών συμβουλών ή/και νομικές αναλύσεις ως προς τη νομιμότητα, [υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης] και του διεθνούς δικαίου, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας για την επανεισδοχή προσώπων που διαμένουν χωρίς άδεια (ΕΕ [2014,] L 134[, σ. 3])» (στο εξής: πρώτη αίτηση προσβάσεως), καθώς και σε «όλα τα έγγραφα που έχουν καταρτιστεί ή παραληφθεί από την Επιτροπή και περιέχουν παροχή νομικών συμβουλών ή/και νομικές αναλύσεις ως προς τη νομιμότητα των ενεργειών της [Ένωσης] και των κρατών μελών της στο πλαίσιο της υλοποιήσεως των δράσεων οι οποίες περιγράφονται στη δήλωση που αφορά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τη [Δημοκρατία της] Τουρκία[ς], κατά τη σύνοδο της 7ης Μαρτίου 2016[,] […] έγγραφα που καταρτίστηκαν τόσο πριν όσο και μετά τη διεξαγωγή της ως άνω συνόδου, μέχρι σήμερα» (στο εξής: δεύτερη αίτηση προσβάσεως).

7        Με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2016 (στο εξής: αρχική απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως), ο γενικός διευθυντής της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής (στο εξής: νομική υπηρεσία) ενημέρωσε την προσφεύγουσα, αφενός, ότι εντόπισε, όσον αφορά την πρώτη αίτηση προσβάσεως, ένα έγγραφο σχετικό με τη συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας με αντικείμενο την επανεισδοχή προσώπων που διαμένουν χωρίς άδεια, έγγραφο το οποίο, όπως διευκρίνισε, είχε πάντως δημοσιοποιηθεί. Αφετέρου, σε σχέση με τη δεύτερη αίτηση προσβάσεως, ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι εντόπισε οκτώ σειρές εγγράφων, αποτελούμενες από υπηρεσιακά σημειώματα και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ της νομικής υπηρεσίας και της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις» κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 7ης και 31ης Μαρτίου 2016, έγγραφα στα οποία δεν επέτρεψε την πρόσβαση της προσφεύγουσας (στο εξής, όσον αφορά τα τελευταία αυτά έγγραφα: επίδικα έγγραφα).

8        Ως δικαιολογητική βάση της αρνήσεως παροχής προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα προβλήθηκε, πρώτον, η προσβολή της προστασίας της παροχής νομικών συμβουλών και η προσβολή της προστασίας των ενδίκων διαδικασιών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και, δεύτερον, η διακύβευση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων εντός της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Τρίτον, η προστασία των διεθνών σχέσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, προβλήθηκε, εν πάση περιπτώσει, ως λόγος για να μην επιτραπεί στην προσφεύγουσα η πρόσβασή της στα επίδικα έγγραφα.

9        Με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιωτική αίτηση, ζητώντας από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τη θέση της.

10      Με την απόφαση C(2016) 6029 τελικό, της 19ης Σεπτεμβρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή, όσον αφορά την πρώτη αίτηση προσβάσεως, εντόπισε ένα έγγραφο της νομικής υπηρεσίας καταρτισθέν στις 8 Μαΐου 2012 στο πλαίσιο διαβουλεύσεων, το οποίο επισύναψε στην απόφαση αυτή. Όσον αφορά τη δεύτερη αίτηση προσβάσεως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, την αρχική απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως και τους λόγους στους οποίους στηριζόταν η εν λόγω άρνηση, όπως αυτοί εκτίθεντο στην αρχική απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως, με εξαίρεση ένα έγγραφο στο οποίο η Επιτροπή επέτρεψε τη μερική πρόσβαση, επισυνάπτοντας μη εμπιστευτική μορφή του από την οποία είχαν παραλειφθεί ορισμένα στοιχεία και χωρία. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι το τμήμα εκείνο της δεύτερης αιτήσεως προσβάσεως το οποίο αφορούσε τα έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις» είχε διαβιβαστεί στη Διεύθυνση αυτή, η οποία, με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, επέτρεψε την πρόσβαση της προσφεύγουσας σε τρία έγγραφα που είχε στην κατοχή της, αλλά αρνήθηκε την πρόσβασή της σε ένα τέταρτο έγγραφο, και συγκεκριμένα το έγγραφο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, στηριζόμενη στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001.

11      Τα επίδικα έγγραφα, τα οποία αφορά η δεύτερη αίτηση προσβάσεως, είναι τα ακόλουθα:

–        το από 7 Μαρτίου 2016 κοινό υπηρεσιακό σημείωμα της νομικής υπηρεσίας και της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», το οποίο καταρτίστηκε υπόψη του γραφείου του J.‑C. Juncker, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναφορικά με το ζήτημα της επιστροφής των αιτούντων άσυλο στην Τουρκία και με στοιχεία Ares(2016) 2453347 (στο εξής: πρώτο επίδικο έγγραφο)·

–        το από 9 Μαρτίου 2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας, με στοιχεία Ares(2016) 2453181 και με αποδέκτες τη ΓΔ «Εσωτερικές υποθέσεις», διάφορα μέλη των γραφείων των μελών της Επιτροπής και τη Γενική Γραμματεία, το οποίο περιλάμβανε δύο παραρτήματα καθώς και τις παρατηρήσεις της νομικής υπηρεσίας υπό μορφή επισημάνσεως αλλαγών στο έγγραφο (στο εξής: δεύτερο επίδικο έγγραφο)·

–        σειρά μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας, της 10ης Μαρτίου 2016, με αποδέκτες τη ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», το γραφείο του Προέδρου και τη Γενική Γραμματεία, τα οποία περιλάμβαναν παράρτημα και έφεραν τα στοιχεία Ares(2016) 2443418 (στο εξής: τρίτο επίδικο έγγραφο)·

–        το από 16 Μαρτίου 2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας με αποδέκτη τη ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», αναφορικά με την επιστροφή των αιτούντων άσυλο προς την Τουρκία και με στοιχεία Ares(2016) 2447514 (στο εξής: τέταρτο επίδικο έγγραφο)·

–        δύο ανταλλαγές μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας, της 18ης και της 21ης Μαρτίου 2016, με αποδέκτη τη ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», αναφορικά με τις ελληνικές επιτροπές προσφυγών και με στοιχεία Ares(2016) 2447359, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στα οποία η Επιτροπή επέτρεψε πάντως τη μερική πρόσβαση της προσφεύγουσας (στο εξής: πέμπτο επίδικο έγγραφο)·

–        το από 29 Μαρτίου 2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας, το οποίο απεστάλη σε απάντηση μηνύματος της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», περιλάμβανε παράρτημα και έφερε τα στοιχεία Ares(2016) 2444871 (στο εξής: έκτο επίδικο έγγραφο)·

–        δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας, της 28ης και της 29ης Μαρτίου 2016, τα οποία απεστάλησαν σε απάντηση μηνύματος της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», αναφορικά με την επανεισδοχή των αιτούντων άσυλο και με στοιχεία Ares(2016) 1901172 (στο εξής: έβδομο επίδικο έγγραφο)·

–        το από 31 Μαρτίου 2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας, το οποίο απεστάλη σε απάντηση μηνύματος της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις» και φέρεται να περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις της νομικής υπηρεσίας όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τις τουρκικές αρχές, και με στοιχεία Ares(2016) 1901080 (στο εξής: όγδοο επίδικο έγγραφο).

 Επί της επακολουθήσασας αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα

12      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα ζήτησε από τη νομική υπηρεσία, βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1049/2001, πρόσβαση σε «όλα τα έγγραφα που έχουν καταρτιστεί ή παραληφθεί από την Επιτροπή και περιέχουν παροχή νομικών συμβουλών ή/και νομικές αναλύσεις ως προς τη νομιμότητα των ενεργειών της [Ένωσης] και των κρατών μελών της στο πλαίσιο της υλοποιήσεως των δράσεων οι οποίες περιγράφονται στη δήλωση που αφορά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τη [Δημοκρατία της] Τουρκία[ς], κατά τη σύνοδο της 18ης Μαρτίου 2016[,] […] έγγραφα που καταρτίστηκαν τόσο πριν όσο και μετά τη διεξαγωγή της ως άνω συνόδου, μέχρι σήμερα».

13      Με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, ο γενικός διευθυντής της νομικής υπηρεσίας ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι εντόπισε τρεις σειρές εγγράφων που καταρτίστηκαν σε σχέση με τη δήλωση ΕΕ‑Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016, ήτοι συνολικώς οκτώ έγγραφα, εκ των οποίων επτά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στα οποία αρνήθηκε την πρόσβαση.

14      Κατόπιν υποβολής από την προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιωτικής αιτήσεως, η Επιτροπή, με την απόφαση C(2016) 6030 τελικό, της 19ης Σεπτεμβρίου 2016, επιβεβαίωσε κατ’ ουσίαν την αρχική απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως της 16ης Ιουνίου 2016, καθώς και τους λόγους στους οποίους στηριζόταν η εν λόγω άρνηση, όπως αυτοί εκτίθεντο στην ίδια απόφαση. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά της αποφάσεως C(2016) 6030 τελικό, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑852/16.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει το ενδεχόμενο να καλέσει την καθής να προσκομίσει τα επίδικα έγγραφα στο πλαίσιο μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων. Η Επιτροπή, συμφώνως προς το άρθρο 88, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τοποθετήθηκε επί του αιτήματος αυτού στο πλαίσιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

17      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αμφισβητούσε τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση σε έγγραφα κατ’ εφαρμογήν διαφόρων εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, υποστηρίζοντας ότι οι εξαιρέσεις στις οποίες στηρίχτηκε το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο δεν είχαν εφαρμογή επί των ζητηθέντων εγγράφων, το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο έχει, στην περίπτωση αυτή, την υποχρέωση να διατάξει την προσκόμιση των εγγράφων αυτών και να τα εξετάσει (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Jurašinović κατά Συμβουλίου, C‑576/12 P, EU:C:2013:777, σκέψη 27), υποχρέωσε, με διάταξη της 4ης Ιουλίου 2017, την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 91, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα επίδικα έγγραφα, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι, κατά το άρθρο 104 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα έγγραφα αυτά δεν θα κοινοποιούνταν στην προσφεύγουσα.

18      Κατόπιν διπλής ανταλλαγής υπομνημάτων, η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε και το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

19      Στις 13 Ιουλίου 2017 η Επιτροπή προσκόμισε τα επίδικα έγγραφα.

20      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Νοεμβρίου 2017, για τη διεξαγωγή της οποίας η υπό κρίση υπόθεση συνενώθηκε με την υπόθεση T‑852/16, Access Info Europe κατά Επιτροπής. Στο πλαίσιο της αγορεύσεώς της, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι δεν αμφισβητούσε τη δήλωση της Επιτροπής ότι δεν υπήρξε αποδέκτρια εγγράφων από τα κράτη μέλη, που να περιλαμβάνουν παροχή νομικών συμβουλών ανάλογων με εκείνες που είχε καταρτίσει η νομική υπηρεσία της.

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως που αφορούν, αντιστοίχως, πρώτον, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001· δεύτερον, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού· τρίτον, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού και, τέταρτον και επικουρικώς, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

24      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, αρνούμενη την πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα με την υποθετική αιτιολογία ότι τυχόν γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών θα είχε επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Ειδικότερα, κατά τη νομολογία που προκύπτει από τη σκέψη 64 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά in ’t Veld (C‑350/12 P, EU:C:2014:2039), η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει, πράγμα το οποίο δεν έπραξε εν προκειμένω, πώς ακριβώς η γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων θα έθιγε συγκεκριμένα και ουσιαστικά τη θέση της Ένωσης έναντι της Δημοκρατίας της Τουρκίας.

25      Η προσφεύγουσα, υποστηρίζοντας ότι τα επίδικα έγγραφα περιείχαν πληροφορίες ως προς συγκεκριμένα σημεία της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016 και ως προς την ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής διαφόρων πράξεων της Ένωσης σχετικών με το αντικείμενο της δηλώσεως αυτής, φρονεί ότι η Επιτροπή δεν δύναται να προβάλει ως δικαιολογητικό λόγο για την άρνηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα την ανησυχία ότι η γνωστοποίησή τους θα έφερνε στο φως αποκλίνουσες απόψεις ως προς την επιλογή και τη νομιμότητα ορισμένων μέτρων υλοποιήσεως της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι τα επίδικα έγγραφα περιείχαν κατ’ ανάγκην αναλύσεις σχετικές με τις αρμοδιότητες της Ένωσης ή με το κεκτημένο της Ένωσης στον τομέα του ασύλου, δεδομένου ότι η Επιτροπή, προς δικαιολόγηση της αρνήσεώς της να τα γνωστοποιήσει, στηρίχτηκε στην εξαίρεση περί προστασίας των ενδίκων διαδικασιών σε σχέση με τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις της 28ης Φεβρουαρίου 2017, NF κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (T‑192/16, EU:T:2017:128), της 28ης Φεβρουαρίου 2017, NG κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (T‑193/16, EU:T:2017:129), και της 28ης Φεβρουαρίου 2017, NM κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (T‑257/16, EU:T:2017:130) (στο εξής: υποθέσεις ασύλου). Από τη φύση, όμως, των ζητημάτων επί των οποίων αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο με τις διατάξεις αυτές καθίσταται σαφές ότι τα υπομνήματα παρεμβάσεως τα οποία θα είχε ενδεχομένως υποβάλει η Επιτροπή αν είχε παρέμβει στις εν λόγω υποθέσεις θα περιείχαν κατ’ ανάγκην εκτιμήσεις για το ζήτημα της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών.

26      Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει, χωρίς να προσκομίζει περαιτέρω στοιχεία, ότι οι διεθνείς σχέσεις της Ένωσης θα θίγονταν από τη γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων. Επίσης, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς ακριβώς η αποκάλυψη του περιεχομένου των εγγράφων αυτών θα μπορούσε συγκεκριμένα να επηρεάσει τον φερόμενο ως διαρκή διάλογο μεταξύ της Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας.

27      Εξάλλου, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374), το Δικαστήριο, αποφαινόμενο υπέρ της προσβάσεως σε τέτοια έγγραφα, υπογράμμισε ότι η γνωστοποίηση τέτοιου είδους εγγράφων από τα θεσμικά όργανα συμβάλλει στην ενδυνάμωση της νομιμοποιήσεως των οργάνων αυτών στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων πολιτών στο δημοκρατικό σύστημα. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η διεξαγωγή διαφανούς συζητήσεως με αντικείμενο την υλοποίηση των δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016 θα εδραίωνε την εμπιστοσύνη της Δημοκρατίας της Τουρκίας στα ληφθέντα από την Ένωση μέτρα και, ως εκ τούτου, θα ενίσχυε τη σχέση της Ένωσης με την εν λόγω τρίτη χώρα, αντί να τη διακυβεύσει. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, συναφώς, ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι θίγονται οι διεθνείς σχέσεις για τον λόγο και μόνο ότι ο εταίρος της Ένωσης, εν προκειμένω η Δημοκρατία της Τουρκίας, δεν εφαρμόζει την αρχή της διαφάνειας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποκαλύψει το περιεχόμενο των νομικών γνωμοδοτήσεων που έχουν καταρτίσει οι υπηρεσίες του στο πλαίσιο των συζητήσεων με την Ένωση. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν προς το συμφέρον του τρίτου κράτους αυτού να στηρίζονται τα μέτρα για την υλοποίηση της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016 στην ορθή νομική βάση, ώστε να αποφευχθεί η μεταγενέστερη δικαστική αμφισβήτησή τους με επιχείρημα, μεταξύ άλλων, την αναρμοδιότητα των οργάνων που εξέδωσαν τις σχετικές πράξεις.

28      Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η απόκρυψη τυχόν αμφιβολιών ως προς τη νομική βάση και τη χρήση ορισμένων μέτρων υλοποιήσεως της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016 θα μπορούσε εν τέλει να έχει σοβαρές επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης. Εξάλλου, όσον αφορά τα μέτρα αυτά, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η διαδικασία για την τροποποίηση της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας (ΕΕ 2015, L 248, σ. 80), και του κανονισμού (ΕΚ) 539/2001 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ 2001, L 81, σ. 1), βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Ειδικότερα, στις 4 Μαΐου 2016, η Επιτροπή είχε εγκρίνει την πρόταση κανονισμού COM(2016) 279 τελικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού 539/2001, ενώ, στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, το Συμβούλιο εξέδωσε εν τέλει την απόφαση (ΕΕ) 2016/1754, για την τροποποίηση της απόφασης 2015/1601 (ΕΕ 2016, L 268, σ. 82).

29      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου.

30      Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι «η δήλωση ΕΕ‑Τουρκίας και η υλοποίησή της από τους διάφορους εμπλεκόμενους φορείς [ήταν] υψίστης σημασίας για τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης με τη [Δημοκρατία της] Τουρκία[ς]» και ότι ακριβώς «[η] γνωστοποίηση της διατυπούμενης με τα έγγραφα [στα οποία δεν επέτρεπε την πρόσβαση] νομικής εκτιμήσεως, τα οποία περιλάμβαναν νομικές συμβουλές παρασχεθείσες εντός της Επιτροπής, ενείχε συγκεκριμένο κίνδυνο να περιπλέξει τη θέση της [Ένωσης] στον διάλογό της με τη [Δημοκρατία της] Τουρκία[ς], και, ως εκ τούτου, να θίξει τις διεθνείς σχέσεις της [Ένωσης]».

31      Περαιτέρω, η Επιτροπή, υπενθυμίζοντας ότι μεταξύ της Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας διεξάγεται σε μόνιμη βάση διάλογος σχετικά με το εξαιρετικά ευαίσθητο και σημαντικό ζήτημα της υλοποιήσεως των δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016 για τη μεταναστευτική κρίση, φρονεί ότι είναι απολύτως αναγκαίο ο διάλογος αυτός να πραγματοποιείται σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στη βάση της ισοτιμίας της Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Τυχόν γνωστοποίηση, όμως, των επίδικων εγγράφων, τα οποία περιλαμβάνουν ενδοϋπηρεσιακές νομικές συμβουλές που θα χρησιμοποιηθούν από τους εκπροσώπους της Επιτροπής στις σχέσεις της Ένωσης με την εν λόγω τρίτη χώρα, θα ανέτρεπε την ισορροπία αυτή διότι, αφενός, θα παρείχε στο εν λόγω κράτος τη δυνατότητα να αποκτήσει ενδοϋπηρεσιακές νομικές γνωμοδοτήσεις της Ένωσης και, αφετέρου, θα προκαλούσε εσφαλμένες εντυπώσεις στους πολίτες της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ο ευαίσθητος χαρακτήρας του μεταναστευτικού ζητήματος και η εύθραυστη φύση της υφιστάμενης καταστάσεως. Επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξήγησε ότι διασφάλισε τη διαφάνεια, καθόσον δέχτηκε να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα το αντικείμενο των επίδικων εγγράφων τα οποία εκτίμησε ότι καλύπτονταν από την αίτηση προσβάσεως της προσφεύγουσας.

32      Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, εξήγησε σαφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα επίδικα έγγραφα δεν περιείχαν νομικές συμβουλές ως προς το ζήτημα της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της στον τομέα τον οποίο αφορούν οι δηλώσεις ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016, οι οποίες, κατά την άποψη του θεσμικού οργάνου αυτού, δεν συνιστούν διεθνείς συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως της μορφής και της φύσεως των πράξεων αυτών. Ως προς την πτυχή αυτή, οι διατάξεις της 28ης Φεβρουαρίου 2017, NF κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (T‑192/16, EU:T:2017:128), της 28ης Φεβρουαρίου 2017, NG κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (T‑193/16, EU:T:2017:129), και της 28ης Φεβρουαρίου 2017, NM κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (T‑257/16, EU:T:2017:130), οι οποίες εκδόθηκαν στις υποθέσεις ασύλου, δεν ασκούν επιρροή επί της εκτιμήσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι είναι μεταγενέστερες της εν λόγω αποφάσεως.

 Γενικές εκτιμήσεις επί του κανονισμού 1049/2001

33      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική του σκέψη 1, ο κανονισμός 1049/2001 συγκεκριμενοποιεί τη βούληση που εκφράζεται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΕ να «πραγματοποιηθεί ένα νέο βήμα στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες». Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 34, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 27).

34      Προς τούτο, σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, να χορηγηθεί στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 61· της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 69, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 28).

35      Το δικαίωμα αυτό υπόκειται, πάντως, σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 62). Ειδικότερα, και σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 11, ο κανονισμός 1049/2001 θεσπίζει με το άρθρο 4 καθεστώς εξαιρέσεων το οποίο επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο σε περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία κάποιου από τα προστατευόμενα από το άρθρο αυτό συμφέροντα (αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 71, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 29).

36      Δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές συνιστούν απόκλιση από την αρχή της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και να εφαρμόζονται στενά (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 63· της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 36, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 30), οπότε το γεγονός και μόνον ότι το ζητούμενο έγγραφο αφορά συμφέρον που προστατεύεται με κάποια από τις ως άνω εξαιρέσεις δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της σχετικής εξαιρέσεως (αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 64· της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 69, και της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 29).

37      Συγκεκριμένα, όταν το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, τότε οφείλει καταρχήν να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με το ζήτημα πώς η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται από κάποια εξαίρεση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 την οποία επικαλείται το θεσμικό αυτό όργανο. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά in ’t Veld, C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψη 52).

 Επί του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 και της εφαρμογής του στην υπό κρίση υπόθεση

38      Όσον αφορά τα συμφέροντα που προστατεύονται με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι λόγω του ιδιαιτέρως ευαίσθητου και ουσιαστικού χαρακτήρα των συμφερόντων αυτών, σε συνδυασμό με την υποχρέωση που το θεσμικό όργανο υπέχει από την εν λόγω διάταξη να αρνείται την πρόσβαση όταν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό μπορεί να θίξει τα συμφέροντα αυτά, η απόφαση που πρέπει να λάβει το θεσμικό όργανο είναι περίπλοκη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή και ότι, επομένως, για την έκδοση τέτοιας αποφάσεως, το όργανο αυτό πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 35). Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 είναι διατυπωμένες κατά τρόπο επιτακτικό και, ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να αρνούνται την πρόσβαση στα έγγραφα που εμπίπτουν στις υποχρεωτικές αυτές εξαιρέσεις όταν αποδεικνύονται οι περιστάσεις τις οποίες καλύπτουν οι εν λόγω εξαιρέσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβούν σε στάθμιση της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος με ένα υπέρτερο γενικό συμφέρον (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2007, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, T‑264/04, EU:T:2007:114, σκέψεις 44 και 45, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψη 44).

39      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι τα κριτήρια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 είναι πολύ γενικά, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, η αίτηση προσβάσεως πρέπει να απορρίπτεται όταν η γνωστοποίηση του ζητούμενου εγγράφου «θα έθιγε» την προστασία του «δημοσίου συμφέροντος», όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη «δημόσια ασφάλεια» ή τις «διεθνείς σχέσεις» και όχι μόνο, όπως είχε προταθεί στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται πράγματι ότι η γνωστοποίηση θίγει «σοβαρά» την προστασία αυτή (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψεις 36 έως 38).

40      Επομένως, ο κανόνας της συσταλτικής ερμηνείας των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 δεν απαγορεύει, όσον αφορά τις εξαιρέσεις περί δημοσίου συμφέροντος που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού, να διαθέτει το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν αποφασίζει αν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει η διάταξη αυτή και, συνακόλουθα, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφο, την οποία έχει λάβει θεσμικό όργανο βάσει των εξαιρέσεων αυτών, πρέπει να περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τηρήθηκαν οι κανόνες σχετικά με τη διαδικασία και την αιτιολογία της σχετικής αποφάσεως, σχετικά με το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, καθώς και σχετικά με την απουσία πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 64, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψη 34).

41      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω αν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέσχε πειστικές εξηγήσεις ως προς το πώς ακριβώς η πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα θα μπορούσε να θίξει, συγκεκριμένα και ουσιαστικά, την προστασία των διεθνών σχέσεων της Ένωσης και αν, εντός των ορίων της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την εφαρμογή των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, η προβαλλόμενη προσβολή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευλόγως προβλέψιμη και όχι ως αμιγώς υποθετική.

42      Συναφώς, για να αρνηθεί την πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή προέβαλε ως δικαιολογητικό λόγο το ότι, κατά την άποψή της, τυχόν γνωστοποίηση των ως άνω εγγράφων στο κοινό θα έθιγε τις κρίσιμες σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας όσον αφορά ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, και συγκεκριμένα τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσεως.

43      Όσον αφορά το πρώτο επίδικο έγγραφο, και συγκεκριμένα το από 7 Μαρτίου 2016 κοινό υπηρεσιακό σημείωμα της νομικής υπηρεσίας και της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», το οποίο καταρτίστηκε υπόψη του γραφείου του J.‑C. Juncker, Προέδρου της Επιτροπής, αναφορικά με το ζήτημα της επιστροφής των αιτούντων άσυλο στην Τουρκία, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το εν λόγω έγγραφο, μολονότι περιείχε μια παράγραφο που υπενθυμίζει συνοπτικώς το περιεχόμενο των άρθρων 33 και 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60, στο εξής: οδηγία περί διαδικασιών), εξέθετε κατά βάση τους πολιτικούς στόχους της Ένωσης για τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσεως, ενώ περιλάμβανε επίσης ανάλυση κινδύνου.

44      Όπως έχει κριθεί συναφώς, η γνωστοποίηση στοιχείων συνδεόμενων με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η Ένωση και τα κράτη μέλη της στο πλαίσιο των λαμβανόμενων αποφάσεων, ιδίως δε όταν τα στοιχεία αυτά αφορούν το ειδικό περιεχόμενο σχεδιαζόμενης συμφωνίας ή τους στρατηγικούς στόχους που επιδιώκει η Ένωση στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων, θα διατάρασσε το κλίμα εμπιστοσύνης στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα που περιέχουν τέτοια στοιχεία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Μαΐου 2012, in ’t Veld κατά Συμβουλίου, T‑529/09, EU:T:2012:215, σκέψεις 35, 36 και 39).

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στηρίχτηκε, όσον αφορά το πρώτο επίδικο έγγραφο, στην εξαίρεση περί προστασίας των διεθνών σχέσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001.

46      Το δεύτερο επίδικο έγγραφο χαρακτηρίζεται, με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις», ως παρουσίαση των «προκαταρκτικ[ών] σκέψε[ων] [της ΓΔ αυτής] σχετικά με τον τρόπο υλοποιήσεως των σημείων της δηλώσεως των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων που αφορούν την επιστροφή και την επανεγκατάσταση» και επεστράφη στην εν λόγω ΓΔ από τη νομική υπηρεσία μαζί με παρατηρήσεις προς διευκρίνιση ορισμένων σημείων.

47      Το πρώτο παράρτημα του δεύτερου επίδικου εγγράφου περιγράφει πώς θα πραγματοποιηθεί η επιστροφή, από την Ελλάδα προς την Τουρκία, των παράτυπων μεταναστών και των αιτούντων άσυλο των οποίων η αίτηση απορρίφθηκε, ιδίως βάσει των άρθρων 33 και 38 της οδηγίας περί διαδικασιών, και εκθέτει λεπτομερώς ένα σύνολο επιχειρησιακών δράσεων που θα πρέπει να συζητηθούν και να συμφωνηθούν μεταξύ των δύο αυτών κρατών. Το δεύτερο παράρτημα του εν λόγω εγγράφου εκθέτει λεπτομερώς τους διάφορους τρόπους κατά τους οποίους μπορεί νομικώς να υλοποιηθεί η δήλωση ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016, συμπεριλαμβανομένων της ενεργοποιήσεως του εθελοντικού ανθρωπιστικού προγράμματος επανεισδοχής που συμφωνήθηκε με την Τουρκία και της σκοπιμότητας τροποποιήσεως της αποφάσεως 2015/1601, καθώς και τις συναφείς συνέπειες για τον προϋπολογισμό.

48      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, ειδικώς στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων, οι θέσεις που λαμβάνει η Ένωση ενδέχεται, εξ ορισμού, να εξελιχθούν αναλόγως της πορείας των διαπραγματεύσεων αυτών, των παραχωρήσεων και των συμβιβασμών στους οποίους προβαίνουν, στο πλαίσιο αυτό, οι διάφοροι συμμετέχοντες. Ειδικότερα, η διατύπωση των διαπραγματευτικών θέσεων είναι δυνατόν να απαιτεί ορισμένες τακτικές εκτιμήσεις εκ μέρους των διαπραγματευτών, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της Ένωσης, οπότε η γνωστοποίηση των θέσεων της Ένωσης στο πλαίσιο διεθνών διαπραγματεύσεων είναι δυνατόν να θίξει την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψεις 70 και 72).

49      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το περιεχόμενο του δεύτερου επίδικου εγγράφου, του οποίου η αποκάλυψη σε μεγαλύτερη έκταση θα έθιγε το συμφέρον που προστατεύει η διάταξη αυτή, καλύπτεται από την προστασία των διεθνών σχέσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, διότι το έγγραφο αυτό αποτελούσε για τον αποδέκτη του, και συγκεκριμένα το γραφείο του Προέδρου της Επιτροπής, έγγραφο στρατηγικής σημασίας για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ένωσης, των κρατών μελών της και της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Επομένως, η Επιτροπή, αρνούμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση να επιτρέψει την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

50      Όσον αφορά το τρίτο επίδικο έγγραφο, τα ανταλλαγέντα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που το συναποτελούν έχουν ως αντικείμενο τη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας επί εγγράφου συνημμένου στα μηνύματα αυτά. Το έγγραφο αυτό αφορά ευθέως το περιεχόμενο της θέσεως της Ένωσης στις σχέσεις της με την Τουρκία αναφορικά με τη μεταναστευτική κρίση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αρνούμενη, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, να επιτρέψει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στο έγγραφο αυτό, επίσης δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

51      Το τέταρτο επίδικο έγγραφο συνίσταται σε ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με τα οποία η ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις» ζήτησε από τη νομική υπηρεσία να της παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με το κατά πόσον «η [Ελληνική Δημοκρατία] [είχε] τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις διαδικασίες για την έκδοση αποφάσεων απαραδέκτου πριν από την ενεργοποίηση της διαδικασίας του κανονισμού “Δουβλίνο”». Επομένως, σε αντίθεση με όσα εξέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, το έγγραφο αυτό, έστω και αν ζητήθηκε στο πλαίσιο της υλοποιήσεως της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016 και ενόψει της προετοιμασίας της δηλώσεως της 18ης Μαρτίου 2016, δεν περιλάμβανε, αυτό καθεαυτό, διατύπωση θέσεως της Ένωσης σε σχέση με τη Δημοκρατία της Τουρκίας και, γενικότερα, δεν αφορούσε τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αρνούμενη, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, να επιτρέψει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στο έγγραφο αυτό, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

52      Το πέμπτο επίδικο έγγραφο συνίσταται σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις» και της νομικής υπηρεσίας, με τα οποία η εν λόγω ΓΔ ζήτησε, ενόψει συσκέψεως με τις ελληνικές αρχές, τη γνώμη της νομικής υπηρεσίας επί διαφόρων πτυχών της ελληνικής νομοθεσίας υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 46 της οδηγίας περί διαδικασιών, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, σε αντίθεση με όσα εξέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και μολονότι η κατάρτισή του ζητήθηκε στο πλαίσιο της υλοποιήσεως της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016, το πέμπτο επίδικο έγγραφο, στο οποίο η Επιτροπή επέτρεψε πάντως μερική πρόσβαση, δεν περιλάμβανε, αυτό καθεαυτό, διατύπωση θέσεως της Ένωσης σε σχέση με τη Δημοκρατία της Τουρκίας και, γενικότερα, δεν αφορούσε τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αρνούμενη εν μέρει, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, να επιτρέψει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στο έγγραφο αυτό, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

53      Το έκτο και το έβδομο επίδικο έγγραφο συνίστανται σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις» και της νομικής υπηρεσίας σχετικά με τις λεπτομέρειες της υλοποιήσεως της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 και με σκοπό την ικανοποίηση αιτήματος των ολλανδικών αρχών, που ασκούσαν κατά τον χρόνο εκείνο την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου αυτές να απαντήσουν στις τουρκικές αρχές ως προς μία από τις λεπτομερείς ρυθμίσεις την οποία δεν επιθυμούσαν να αποδεχτούν στο πλαίσιο της καταρτίσεως ερμηνευτικού μνημονίου μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας, μνημονίου το οποίο ήταν συνημμένο στα ανταλλαγέντα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

54      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, λόγω του περιεχομένου τους, το οποίο δεν πρέπει να αποκαλυφθεί περαιτέρω για τις ανάγκες εξετάσεως της υπό κρίση προσφυγής, το έκτο και το έβδομο επίδικο έγγραφο καλύπτονται από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, οπότε η Επιτροπή, αρνούμενη την πρόσβαση της προσφεύγουσας στα δύο αυτά έγγραφα, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

55      Εξάλλου, το γεγονός ότι στο έκτο επίδικο έγγραφο γίνεται εν συντομία αναφορά στο ζήτημα της συμμετοχής της Ένωσης στο ερμηνευτικό μνημόνιο μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας δεν ανατρέπει την ως άνω διαπίστωση. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα επίδικα έγγραφα δεν περιέχουν εκτιμήσεις ή προβληματισμούς όσον αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών για τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσεως και την έκδοση των δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016.

56      Το όγδοο επίδικο έγγραφο συνίσταται σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ της ΓΔ «Εσωτερικές Υποθέσεις» και της νομικής υπηρεσίας, προκειμένου η υπηρεσία αυτή να παράσχει συνδρομή στην εν λόγω ΓΔ για την εκ μέρους της κατανόηση του ακριβούς τρόπου εφαρμογής της οδηγίας περί διαδικασιών σε ορισμένα κράτη, υπό το πρίσμα των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών των οποίων η ΓΔ είχε γνώση κατά τον χρόνο εκείνο. Το έγγραφο αυτό αποτελεί παροχή λεπτομερών νομικών συμβουλών επί των ζητημάτων αυτών. Εντούτοις, μολονότι το εν λόγω έγγραφο περιέχει εκτιμήσεις σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ασύλου στα κράτη αυτά, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή, παρά την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς, δεν απέδειξε για ποιον λόγο η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης.

57      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση στο πρώτο έως το τρίτο και στο έκτο και το έβδομο από τα επίδικα έγγραφα, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή, αφενός, προβάλλοντας ως δικαιολογητικό λόγο για την άρνηση αυτή το γεγονός ότι τυχόν γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών ενείχε συγκεκριμένο κίνδυνο να περιπλέξει τη θέση της Ένωσης στον διάλογό της με τη Δημοκρατία της Τουρκίας και, ως εκ τούτου, να θίξει τις σχέσεις της Ένωσης, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, αφετέρου, μπορούσε νομίμως να περιοριστεί σε συνοπτική έκθεση του δικαιολογητικού αυτού λόγου δεδομένου ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, τυχόν παροχή εκτενέστερων εξηγήσεων θα συνεπαγόταν την αποκάλυψη, κατά παράβαση της επιτακτικής προστασίας που έχει προβλέψει ο νομοθέτης με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, αυτού καθεαυτό του περιεχομένου εγγράφων τα οποία καλύπτονται από την προστασία που καθιερώνει η ως άνω διάταξη.

58      Αντιθέτως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, κατά το μέρος που αφορά τη στηριζόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στο τέταρτο, το πέμπτο και το όγδοο από τα επίδικα έγγραφα.

59      Στο μέτρο κατά το οποίο η άρνηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα στηρίχτηκε επίσης στους λόγους που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, θα πρέπει ακόμη να εξεταστεί αν οι λοιποί αυτοί προβληθέντες λόγοι αρνήσεως τύγχαναν εφαρμογής εν προκειμένω και αν, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογούσαν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001

60      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε τρία σκέλη τα οποία πρέπει να εξεταστούν κατά σειρά.

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την προστασία των ενδίκων διαδικασιών

61      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, στο μέτρο κατά το οποίο, εν προκειμένω, εφάρμοσε γενικό τεκμήριο αποκλεισμού της προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα. Συγκεκριμένα, αφενός, η νομολογία αναγνωρίζει τη δυνατότητα εφαρμογής τέτοιου τεκμηρίου μόνον όσον αφορά τις εκκρεμείς ένδικες διαδικασίες. Όμως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εκκρεμούσε καμία ένδικη διαδικασία. Αφετέρου, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, το γενικό τεκμήριο περί προσβολής της προστασίας των ενδίκων διαδικασιών αφορά μόνο τα δικόγραφα και υπομνήματα που κατατίθενται στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών, κατηγορία στην οποία δεν εμπίπτουν τα επίδικα έγγραφα.

62      Επίσης, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέδειξε κατά ποιον τρόπο η γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων θα μπορούσε να θίξει, συγκεκριμένα και ουσιαστικά, την προστασία των ενδίκων διαδικασιών. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει συναφώς ότι τα επίδικα έγγραφα δεν καταρτίστηκαν για τις ανάγκες ορισμένης ένδικης διαδικασίας. Ειδικότερα, παρά την άσκηση, σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας υποβολής της δεύτερης αιτήσεως προσβάσεως, των προσφυγών επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις στις υποθέσεις ασύλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επίδικα έγγραφα καταρτίστηκαν με σκοπό την εξέταση του σχετικού κεκτημένου της Ένωσης, αντικείμενο που είναι σημαντικά ευρύτερο από εκείνο των προσφυγών αυτών.

63      Εν πάση περιπτώσει, αφενός, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι η Επιτροπή δεν ήταν αντίδικος στις υποθέσεις ασύλου και ότι, ως εκ τούτου, δεν δύναται να επικαλεστεί την αρχή της ισότητας των όπλων ούτε, γενικότερα, την προστασία των ενδίκων διαδικασιών σε σχέση με όλα τα έγγραφα που έχουν σχέση με το αντικείμενο των προαναφερθεισών ενδίκων διαδικασιών οι οποίες εκκρεμούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο. Αφετέρου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, καθόσον επικαλείται εν προκειμένω την προστασία αυτή, υποπίπτει σε αντίφαση, διότι υποστηρίζει μεν ότι τα επίδικα έγγραφα έχουν σχέση με τις εν λόγω υποθέσεις, πλην όμως δέχεται ότι τα έγγραφα αυτά αφορούσαν κατά βάση την τροποποίηση της αποφάσεως 2015/1601 και του κανονισμού 539/2001. Στην πραγματικότητα, τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν απλώς αντικειμενικά δεδομένα των οποίων η γνωστοποίηση δεν ήταν ικανή, κατά την προσφεύγουσα, να θίξει τη θέση της Επιτροπής στις προαναφερθείσες ένδικες διαδικασίες.

64      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, επισημαίνοντας εκ προοιμίου ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν στηρίχτηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε γενικό τεκμήριο μη γνωστοποιήσεως βασιζόμενο στην εξαίρεση περί προστασίας των ένδικων διαδικασιών ή σε κάποια άλλη εξαίρεση του κανονισμού 1049/2001. Ειδικότερα, η απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως λήφθηκε κατόπιν εξατομικευμένης εξετάσεως του περιεχομένου των επίδικων εγγράφων και, όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα επίδικα έγγραφα δεν συνιστούν δικόγραφα ή υπομνήματα κατατεθειμένα στο πλαίσιο ενδίκων διαδικασιών, η Επιτροπή επικαλείται τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής (T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 88), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής (T‑18/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:487, σκέψη 64), που η προσφεύγουσα θεωρεί αντίθετες προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εξαίρεση περί προστασίας των ενδίκων διαδικασιών καλύπτει επίσης έγγραφα τα οποία δεν έχουν καταρτιστεί αποκλειστικώς για τους σκοπούς ορισμένης ένδικης διαδικασίας.

65      Κατά την Επιτροπή, όμως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, που είναι η μόνη κρίσιμη εν προκειμένω, η γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων θα είχε αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του περιεχομένου των υπομνημάτων παρεμβάσεως που επρόκειτο να καταθέσει στο πλαίσιο των υποθέσεων ασύλου και τα οποία μνημονεύονται ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι τα επίδικα έγγραφα είχαν, κατά τον χρόνο εκείνο, όντως συνάφεια με τις υποθέσεις αυτές. Επομένως, για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της ισότητας των όπλων και μολονότι δεν υπήρξε αντίδικος στις ως άνω υποθέσεις ούτε, εν τέλει, παρεμβαίνουσα, διότι το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επί των υποθέσεων με την έκδοση διατάξεων, οπότε αυτή δεν υπέβαλε υπομνήματα παρεμβάσεως, η Επιτροπή ήταν αναγκαίο και δικαιολογημένο να αρνηθεί, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα υπομνήματα παρεμβάσεως που επρόκειτο να καταθέσει θα περιείχαν κατ’ ανάγκην εκτιμήσεις ως προς την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι, στις προαναφερθείσες υποθέσεις, περιορίστηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά το άρθρο 24 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

66      Υπενθυμίζεται συναφώς, αφενός, ότι, όταν το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, τότε οφείλει καταρχήν να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με το ζήτημα πώς η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται από κάποια εξαίρεση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 την οποία επικαλείται το θεσμικό αυτό όργανο, με την επισήμανση ότι η προσβολή του συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμη και όχι αμιγώς υποθετική (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά in ’t Veld, C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψη 52).

67      Αφετέρου, το θεσμικό όργανο οφείλει, όταν εφαρμόζει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, να σταθμίζει το ειδικό συμφέρον που πρέπει να προστατευθεί μέσω της μη γνωστοποιήσεως του περιεχομένου του οικείου εγγράφου με το γενικό συμφέρον να επιτραπεί η πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο, ιδίως υπό το πρίσμα των πλεονεκτημάτων τα οποία απορρέουν, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1049/2001, από την αυξημένη διαφάνεια και συνίστανται στην καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, καθώς και στη μεγαλύτερη νομιμοποίηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά in ’t Veld, C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψη 53).

68      Η εξαίρεση περί προστασίας των «δικαστικών διαδικασιών», κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, έχει την έννοια ότι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος αντίκειται στη γνωστοποίηση του περιεχομένου όχι μόνο των εγγράφων που έχουν καταρτιστεί αποκλειστικώς για μια συγκεκριμένη ένδικη διαδικασία (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψεις 88 και 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 3ης Οκτωβρίου 2012, Jurašinović κατά Συμβουλίου, T‑63/10, EU:T:2012:516, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και συγκεκριμένα του περιεχομένου των κατατεθειμένων δικογράφων ή υπομνημάτων ή των κατατεθειμένων λοιπών διαδικαστικών εγγράφων, αλλά και του περιεχομένου εσωτερικών εγγράφων του θεσμικού οργάνου που αφορούν την έρευνα της εκκρεμούς υποθέσεως καθώς και του περιεχομένου της συναφούς με την υπόθεση επικοινωνίας μεταξύ της ενδιαφερομένης ΓΔ και της νομικής υπηρεσίας ή ορισμένου δικηγορικού γραφείου, δεδομένου ότι η οριοθέτηση αυτή του πεδίου εφαρμογής της εξαιρέσεως σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση έχει ως σκοπό να διασφαλίσει, αφενός, την προστασία των εσωτερικών εργασιών της Επιτροπής και, αφετέρου, την εμπιστευτικότητα και την προστασία της αρχής του επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 76, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑18/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:487, σκέψη 52).

69      Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναγνωριστεί η ύπαρξη γενικού τεκμηρίου μη γνωστοποιήσεως για τα δικόγραφα ή υπομνήματα που συνδέονται με ένδικη διαδικασία, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, εφόσον εκκρεμεί ακόμη η εν λόγω διαδικασία (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 94· της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 77, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑18/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:487, σκέψη 53), έστω και αν το προμνησθέν τεκμήριο ισχύει αποκλειστικώς για μια συγκεκριμένη εκκρεμή διαδικασία και δεν μπορεί καταρχήν να εφαρμοστεί από το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο όταν η σχετική διαδικασία έχει περατωθεί με δικαστική απόφαση (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 130).

70      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η εξαίρεση περί προστασίας των ενδίκων διαδικασιών προϋποθέτει την εξασφάλιση της τηρήσεως των αρχών της ισότητας των όπλων των διαδίκων και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Πράγματι, η εκ μέρους διαδίκου πρόσβαση στα έγγραφα θα μπορούσε να νοθεύσει την επιβαλλόμενη ισορροπία μεταξύ των διαδίκων, ισορροπία στην οποία στηρίζεται η αρχή της ισότητας των όπλων των διαδίκων, διότι η υποχρέωση γνωστοποιήσεως θα δέσμευε μόνο το θεσμικό όργανο το οποίο αφορά η σχετική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα, και όχι το σύνολο των διαδίκων (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 85 έως 87).

71      Γι’ αυτόν ιδίως τον λόγο το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο υποθέσεων με αντικείμενο την πρόσβαση σε προκαταρκτικές εργασίες θεσμικών οργάνων σχετικές με την κατάρτιση προτάσεως νομοθετικής πράξεως, έκρινε ότι, παρά τα όσα είχε δεχτεί με την απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψεις 88 έως 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η νομολογία που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και άλλα έγγραφα πέραν των δικογράφων ή υπομνημάτων και των εγγράφων που ανταλλάσσονται με τη νομική υπηρεσία θεσμικού οργάνου ειδικώς σε σχέση με ορισμένη εκκρεμή υπόθεση να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως περί προστασίας των ενδίκων διαδικασιών. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, υπογραμμίζοντας ότι η αρχή της ισότητας των όπλων καθώς και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης βρίσκονται στο επίκεντρο της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, έκρινε ότι η ανάγκη εξασφαλίσεως της ισότητας των όπλων ενώπιον του δικαστή δικαιολογεί την προστασία όχι μόνον των εγγράφων που καταρτίζονται αποκλειστικώς για τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης ένδικης διαφοράς, όπως είναι τα δικόγραφα ή υπομνήματα, αλλά και των εγγράφων των οποίων η γνωστοποίηση είναι ικανή να θίξει, στο πλαίσιο συγκεκριμένης ένδικης διαφοράς, την ισότητα αυτή, που συνδέεται στενά με την ίδια την έννοια της δίκαιης δίκης (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 88, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑18/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:487, σκέψη 64).

72      Πράγματι, στις δύο αυτές περιπτώσεις, μολονότι τα σχετικά έγγραφα δεν έχουν καταρτιστεί στο πλαίσιο συγκεκριμένης ένδικης διαδικασίας, η ακεραιότητα της ένδικης διαδικασίας και η ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων θα μπορούσαν να θιγούν σοβαρά αν οι διάδικοι είχαν προνομιούχο πρόσβαση σε εσωτερικές πληροφορίες του αντιδίκου έχουσες στενή σχέση με τις νομικές πτυχές εκκρεμούς διαφοράς ή διαφοράς ενδεχόμενης μεν, πλην όμως επικείμενης (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 90, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑18/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:487, σκέψη 65).

73      Εντούτοις, για να είναι δυνατή η εφαρμογή της ως άνω εξαιρέσεως πρέπει τα ζητούμενα έγγραφα, κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως που αρνείται την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα, να έχουν όντως συνάφεια με εκκρεμή ένδικη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, για την οποία το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο επικαλείται την εξαίρεση αυτή ή για εκκρεμή υπόθεση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση η υπόθεση αυτή να εγείρει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους πράξεως του δικαίου της Ένωσης και, επομένως, λαμβανομένης υπόψη της όλης αλληλουχίας της υποθέσεως, να υφίσταται ισχυρό ενδεχόμενο υποβολής προδικαστικού ερωτήματος (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψεις 88 και 89, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑18/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:487, σκέψη 64).

74      Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί ακριβώς υπό το πρίσμα των ως άνω νομολογιακών εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εμπεριστατωμένη νομολογία επί της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω και όπως περιλαμβάνεται στις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής (T‑796/14, EU:T:2016:483), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής (T‑18/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:487), δεν στηρίζεται σε διασταλτική ερμηνεία της εξαιρέσεως αυτής αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο, εξάλλου, δεν έχει μέχρι σήμερα επιληφθεί ευθέως τέτοιου ζητήματος.

75      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επίδικα έγγραφα δεν καταρτίστηκαν ειδικώς σε σχέση με ορισμένη εκκρεμή ένδικη διαδικασία.

76      Εντούτοις, αφενός, επισημαίνεται ότι, τη 19η Σεπτεμβρίου 2016, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία είναι η μόνη κρίσιμη εν προκειμένω (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 54), εκκρεμούσαν τρεις ένδικες διαδικασίες, και συγκεκριμένα οι υποθέσεις ασύλου, οι οποίες αφορούσαν ειδικώς τη νομιμότητα της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016, η οποία εκδόθηκε σε συνέχεια της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης Μαρτίου 2016. Εξάλλου, στις υποθέσεις εκείνες, η Επιτροπή, η οποία δεν ήταν αντίδικος, είχε, κατά την ημερομηνία αυτή, υποβάλει αίτηση παρεμβάσεως δυνάμει του άρθρου 143 του Κανονισμού Διαδικασίας.

77      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα επίδικα έγγραφα καταρτίστηκαν από τη νομική υπηρεσία, η οποία ήταν επιφορτισμένη με την εκπροσώπηση της Επιτροπής στις ως άνω ένδικες διαδικασίες, και έχουν στενή σχέση με τις νομικές πτυχές της διαφοράς που βρισκόταν στο επίκεντρο των ενδίκων διαδικασιών αυτών. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά αφορούν τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την επιστροφή, υπό την τήρηση των προβλεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης διαδικασιών χορηγήσεως ασύλου, των μεταναστών που δεν έχουν άδεια διαμονής και, μεταξύ άλλων, την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας», η οποία βρισκόταν στο επίκεντρο των υποθέσεων ασύλου. Ως εκ τούτου, υφίστατο προβλέψιμος και μη υποθετικός κίνδυνος η γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων να θίξει τη θέση της Επιτροπής ως παρεμβαίνουσας, στον βαθμό που στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνεται η διατύπωση προκαταρκτικών, κατά βάση, νομικών απόψεων ως προς τις διάφορες αμφισβητούμενες πτυχές των υποθέσεων ασύλου.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να στηριχτεί στην εξαίρεση περί προστασίας των ενδίκων διαδικασιών, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σε σχέση με το σύνολο των επίδικων εγγράφων.

79      Συναφώς, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τεκμήριο μη γνωστοποιήσεως στηριζόμενο στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών, αλλά προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση καθενός από τα επίδικα έγγραφα. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή επέτρεψε τη μερική πρόσβαση της προσφεύγουσας στο πέμπτο επίδικο έγγραφο.

80      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την προστασία της παροχής νομικών συμβουλών

81      Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι νομικές συμβουλές και οι νομικές αναλύσεις τις οποίες αφορά η δεύτερη αίτηση προσβάσεως αφορούν τη θέσπιση των νομικών πράξεων που εκδόθηκαν ή πρόκειται να εκδοθούν για την υλοποίηση της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016, οπότε, κατά την άποψή της, τα έγγραφα αυτά συνδέονται με νομοθετική διαδικασία, εν προκειμένω τη διαδικασία τροποποιήσεως της αποφάσεως 2015/1601 και του κανονισμού 539/2001, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν επιτρεπόταν να αρνηθεί τη γνωστοποίησή τους.

82      Ανεξαρτήτως της ως άνω πτυχής και ακόμη και αν υποτεθεί ότι «το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονταν οι περιλαμβανόμενες στα ζητούμενα έγγραφα προκαταρκτικές απόψεις δεν αφορούσε τις προαναφερθείσες νομοθετικές διαδικασίες», η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε πώς ακριβώς η γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων θα της αφαιρούσε τη δυνατότητα να λάβει ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις συμβουλές κατά την έννοια της νομολογίας. Ειδικότερα, η Επιτροπή περιορίστηκε συναφώς στην κατηγορηματική δήλωση ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών «θα την αποστερούσε από ένα ουσιώδες στοιχείο για την υλοποίηση της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας». Εντούτοις, με την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψεις 57 έως 64), το Δικαστήριο καθιέρωσε τον κανόνα ότι η παροχή νομικών συμβουλών που αφορούν το νομοθετικό έργο πρέπει να γνωστοποιείται. Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που, κατά την προσφεύγουσα, τα επίδικα έγγραφα προορίζονταν να παράσχουν διευκρινίσεις στην Επιτροπή ως προς την αρμοδιότητα της Ένωσης να εκδώσει τις δηλώσεις ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016 και ως προς το κεκτημένο της Ένωσης στον τομέα του ασύλου, το θεσμικό αυτό όργανο δεν μπορούσε ευλόγως να προσδοκά ότι οι παρασχεθείσες νομικές συμβουλές θα παραμείνουν απόρρητες. Αντιθέτως, όφειλε να προβλέψει ότι οι συμβουλές αυτές κάποια στιγμή θα δίδονταν στη δημοσιότητα και, στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα δεν αντιλαμβάνεται πώς θα ήταν γενικώς δυνατόν η γνωστοποίηση εγγράφων όπως είναι τα επίδικα να εμποδίσει το θεσμικό όργανο αυτό από το να ζητήσει νομικές συμβουλές.

83      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, ακόμη και αν η προστασία της παροχής νομικών συμβουλών ήταν δυνατόν να αποτελέσει δικαιολογητική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση αυτή πρέπει, πάντως, να ακυρωθεί λόγω «ελλείψεως νομικού συλλογισμού» («lack of reasoning») οφειλόμενης στην άνευ συνοχής περιγραφή και στη συγκεχυμένη επιχειρηματολογία της Επιτροπής όσον αφορά τη φύση, το περιεχόμενο και το πλαίσιο καταρτίσεως των επίδικων εγγράφων.

84      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου, διευκρινίζοντας ευθύς εξ αρχής ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα επίδικα έγγραφα δεν καταρτίστηκαν ούτε παραλήφθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών για την έκδοση νομικώς δεσμευτικών πράξεων εντός των κρατών μελών ή με αποδέκτες τα κράτη μέλη, κατά την έννοια της σκέψεως 68 της αποφάσεως της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374). Ειδικότερα, τα έγγραφα αυτά συνιστούν απλώς προκαταρκτικές απόψεις επί ζητημάτων τα οποία βρίσκονταν συγχρόνως υπό συζήτηση στο πλαίσιο των διαδικασιών ψηφίσεως των προτάσεων τροποποιήσεως της αποφάσεως 2015/1601 και του κανονισμού 539/2001. Επομένως, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έγγραφα καταρτισθέντα για τους σκοπούς των νομοθετικών διαδικασιών που είχαν ως αντικείμενο τις δύο αυτές πράξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως ισχύουν σήμερα. Κατά την Επιτροπή, τα έγγραφα αυτά, δεδομένου ότι συνιστούν απλώς ενδοϋπηρεσιακές προκαταρκτικές νομικές απόψεις του θεσμικού οργάνου, ενδέχεται, αν γνωστοποιούνταν εκτός του πλαισίου στο οποίο καταρτίστηκαν, να παρερμηνεύονταν ή να προκαλούσαν παρανόηση.

85      Η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επισήμανε στην προσφεύγουσα την ύπαρξη εν εξελίξει εργασιών σε συνεννόηση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές για το ευαίσθητο ζήτημα της προσφυγικής κρίσεως. Επομένως, η γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων, τα οποία αφορούσαν την ερμηνεία του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα του ασύλου, θα είχε σοβαρή επίπτωση στο συμφέρον της Επιτροπής να λάβει ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις συμβουλές, δεδομένου μάλιστα ότι, από τον Μάρτιο του 2016, το θεσμικό όργανο αυτό βρισκόταν σε εντατικές και διαρκείς επαφές με τις αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών, ιδίως δε της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε σχέση με τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστούν η υλοποίηση των δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016 καθώς και ο έλεγχος της μεταναστευτικής κρίσεως.

86      Συναφώς, το προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα επιχείρημα ότι τα επίδικα έγγραφα περιέχουν ερμηνεία που φέρεται να στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και ότι τα εξεταζόμενα με τα έγγραφα αυτά ζητήματα αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ ειδικών δεν είναι ικανό να εμποδίσει την Επιτροπή από το να προστατεύει τη δυνατότητά της να λαμβάνει ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις συμβουλές επί ενός ευαίσθητου ζητήματος και σε ένα πολύ κρίσιμο χρονικό σημείο για την υλοποίηση της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016, ενώ υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή μερίμνησε για την, σε τακτική βάση, διάθεση πληροφοριών στο κοινό όσον αφορά την υλοποίηση της εν λόγω δηλώσεως.

87      Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά την προβαλλόμενη «έλλειψη νομικού συλλογισμού» στην προσβαλλόμενη απόφαση προβλήθηκε στο πλαίσιο και μόνο του υπομνήματος απαντήσεως και, ελλείψει πειστικών εξηγήσεων από την προσφεύγουσα για την εκ μέρους της εκπρόθεσμη προβολή του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ουδόλως τεκμηριώνει τον λόγο αυτό, ο οποίος, ως εκ τούτου, είναι προδήλως αβάσιμος.

88      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι η σχετική με την παροχή νομικών συμβουλών εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 αποσκοπεί στην προστασία του συμφέροντος που έχει ένα θεσμικό όργανο να ζητεί νομικές συμβουλές και να λαμβάνει συμβουλές ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις, για να μπορεί δε το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο να επικαλεστεί την εξαίρεση αυτή, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψεις 42 και 43).

89      Συναφώς, όσον αφορά το ενδεχόμενο η γνωστοποίηση απόψεως της νομικής υπηρεσίας επί προτάσεως νομοθετικής πράξεως να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της εκδοθείσας νομοθετικής πράξεως, έχει κριθεί ότι ακριβώς η διασφαλιζόμενη στο πλαίσιο αυτό διαφάνεια, η οποία παρέχει τη δυνατότητα να τίθενται σε ανοικτό διάλογο οι διάφορες διιστάμενες απόψεις, συμβάλλει στο να αποκτούν τα θεσμικά όργανα μεγαλύτερη νομιμοποίηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και στο να αυξάνεται η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών προς αυτά. Πράγματι, αμφιβολίες στους πολίτες δημιουργεί κυρίως η έλλειψη πληροφορήσεως και διαλόγου τόσο επί της νομιμότητας μεμονωμένης πράξεως όσο και επί της νομιμότητας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στο σύνολό της (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 59).

90      Εντούτοις, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με όσα προβάλλει η προσφεύγουσα στηριζόμενη στην αναφορά, εντός της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε σχέση με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, στις προτάσεις τροποποιήσεως της αποφάσεως 2015/1601 και του κανονισμού 539/2001, τα επίδικα έγγραφα δεν συνιστούν παροχή νομικών συμβουλών επί συγκεκριμένης προτάσεως νομοθετικής πράξεως. Πράγματι, μολονότι στο δεύτερο επίδικο έγγραφο γίνεται λόγος για ενδεχόμενη ανάγκη τροποποιήσεως της αποφάσεως 2015/1601, τα έγγραφα αυτά συνιστούν διατύπωση προκαταρκτικών απόψεων της νομικής υπηρεσίας επί διαφόρων πτυχών του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του ασύλου και επί των πολιτικών δεσμεύσεων που επιτεύχθηκαν κατόπιν διαπραγματεύσεων και συνομολογήθηκαν, υπό τη μορφή «δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας», μεταξύ των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ένωσης και του Τούρκου ομολόγου τους.

91      Πάντως, η μη νομοθετική δραστηριότητα των θεσμικών οργάνων δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001. Αρκεί συναφώς να υπομνησθεί ότι στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού διευκρινίζεται ότι αυτός «εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της […] Ένωσης» (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψεις 87, 88 και 109, και της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά in ’t Veld, C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψη 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Εν προκειμένω, τα επίδικα έγγραφα περιέχουν νομικές απόψεις που αντηλλάγησαν μεταξύ των εσωτερικών υπηρεσιών της Επιτροπής και δεν συνιστούν παροχή νομικών συμβουλών βάσει των οποίων καθορίστηκε η οριστική θέση του θεσμικού αυτού οργάνου ούτε αποτελούν, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, νομικές συμβουλές που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο νομοθετικών διαδικασιών, όπως οι διαδικασίες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374). Οι εν λόγω νομικές απόψεις, που είχαν αποκλειστικώς ως αποδέκτες τα γραφεία του Προέδρου της Επιτροπής και του μέλους της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις εσωτερικές υποθέσεις, ζητήθηκαν σε σύντομη προθεσμία, προς επικουρία των εκπροσώπων της Επιτροπής κατά τις συσκέψεις τους με τους εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας τις σχετικές με τα μέτρα τα οποία έπρεπε να ληφθούν στο πλαίσιο της υλοποιήσεως των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν βάσει των δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016.

93      Συναφώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η γνωστοποίηση τέτοιων προπαρασκευαστικών και ενδοϋπηρεσιακών νομικών συμβουλών, οι οποίες καταρτίστηκαν για τους σκοπούς πολιτικού διαλόγου μεταξύ του ενδιαφερόμενου θεσμικού οργάνου και εκπροσώπων ενός κράτους μέλους και ενός τρίτου κράτους θα μπορούσε πράγματι να θίξει, κατά τρόπο προβλέψιμο, το συμφέρον της Επιτροπής να ζητεί και να λαμβάνει από τις διάφορες υπηρεσίες της ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις νομικές συμβουλές, προκειμένου να προετοιμάσει την οριστική θέση της ως θεσμικό όργανο, και μάλιστα σε έναν ιδιαιτέρως ευαίσθητο πολιτικό τομέα και ενόψει της επείγουσας ανάγκης να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση του κρίσιμου μεταναστευτικού ζητήματος. Πράγματι, οι ενδοϋπηρεσιακές διαβουλεύσεις τις οποίες αποτυπώνουν τα επίδικα έγγραφα και οι οποίες πάντως συνοδεύτηκαν από τηλεφωνικές συνδιαλέξεις αποτελούν προπαρασκευαστικό έργο αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία του οργάνου αυτού.

94      Όντως, η ειλικρίνεια, η αντικειμενικότητα, η πληρότητα όπως και η ταχύτητα προετοιμασίας των νομικών συμβουλών αυτών, οι οποίες παρασχέθηκαν υπό επείγουσες συνθήκες –όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ενίοτε προχωρημένη ώρα κατά την οποία τα μέλη της νομικής υπηρεσίας απέστειλαν τα σχετικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Προεδρία της Επιτροπής και στη ΓΔ που υπάγεται στο μέλος της Επιτροπής το οποίο είναι αρμόδιο για τις εσωτερικές υποθέσεις– θα διακυβεύονταν εν προκειμένω, αν οι συντάκτες των συμβουλών αυτών, οι οποίες καταρτίστηκαν εσπευσμένα με σκοπό την προπαρασκευή των συναντήσεων των υπεύθυνων του θεσμικού οργάνου με τους εκπροσώπους κράτους μέλους και τρίτου κράτους, έπρεπε να αναμένουν ότι τα σχετικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα μπορούσαν να τεθούν στη διάθεση του κοινού.

95      Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση που διατύπωσε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως και η οποία αφορά «έλλειψη νομικού συλλογισμού» εκ μέρους της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση ή ανεπαρκή αιτιολογία, αρκεί η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η περιγραφή της φύσεως και του περιεχομένου των εγγράφων στα οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση, καθώς και οι λόγοι αρνήσεως που εξέθεσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της εκθέσεως του πλαισίου εντός του οποίου καταρτίστηκαν τα έγγραφα αυτά, δεν ενέχουν αντιφάσεις και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο λόγος απαραδέκτου που προβάλλει συναφώς η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

96      Κατόπιν των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων

97      Για την περίπτωση κατά την οποία αναγνωριστεί, στην υπό κρίση υπόθεση, η ύπαρξη γενικού τεκμηρίου προσβολής ή συγκεκριμένης προσβολής της προστασίας των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζει επικουρικώς ότι υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον προς γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία φράση, του κανονισμού 1049/2001. Ειδικότερα, για να καταστεί δυνατή η λογοδοσία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και η απόδειξη της νομιμοποιητικής βάσεως των αποφάσεων που λαμβάνουν στο όνομα των πολιτών της Ένωσης, οι πολίτες πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνονται οι αποφάσεις αυτές. Επομένως, θα πρέπει να επιτραπεί η πρόσβαση των πολιτών στα επίδικα έγγραφα, έστω και αν η γνωστοποίηση αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να θίξει την προστασία της παροχής νομικών συμβουλών και των ενδίκων διαδικασιών.

98      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία φράση, του κανονισμού 1049/2001, κατά το μέρος που η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος προς γνωστοποίηση και, γενικότερα, να προβεί σε στάθμιση των συμφερόντων που εξυπηρετούνται από τη γνωστοποίηση και εκείνων που αντιτίθενται στη γνωστοποίηση αυτή. Συναφώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το επιχείρημα του θεσμικού οργάνου αυτού ότι, στις αιτήσεις της, διατύπωσε απλώς γενικές εκτιμήσεις από τις οποίες δεν προέκυπτε ότι η αρχή της διαφάνειας είχε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδιαιτέρως επιτακτικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, η προβληθείσα ιδιαιτερότητα της μεταναστευτικής κρίσεως και των μέτρων για την αντιμετώπισή της θα αρκούσε για να αποδειχτεί, εν προκειμένω, η ύπαρξη ειδικού δημοσίου συμφέροντος προς γνωστοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία φράση, του κανονισμού 1049/2001.

99      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου, υπογραμμίζοντας ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι, στις αιτήσεις της, είχε απλώς επικαλεστεί την αρχή της διαφάνειας, χωρίς να αποδείξει από ποια ακριβώς άποψη η αρχή αυτή είχε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο επιτακτικό χαρακτήρα ώστε να μπορεί να κατισχύσει των θεμιτών λόγων που δικαιολογούσαν τη μη γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων.

100    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέτασε αν υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, πλην όμως, κατά το θεσμικό όργανο αυτό, η προσφεύγουσα είναι εκείνη που όφειλε να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου συμφέροντος. Ως προς την πτυχή αυτή, όμως, η προσφεύγουσα περιορίστηκε απλώς σε γενικές εκτιμήσεις σχετικές με το δικαίωμα της κοινωνίας στην πληροφόρηση και το δικαίωμα των πολιτών να κατανοήσουν το επίμαχο νομικό πλαίσιο, οι οποίες, κατά την άποψη της Επιτροπής, ουδόλως ήταν ικανές να αποδείξουν ότι η αρχή της διαφάνειας είχε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο επιτακτικό χαρακτήρα ώστε να μπορεί να κατισχύσει των λόγων που δικαιολογούσαν τη μη γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων, δεδομένου μάλιστα ότι η Επιτροπή μερίμνησε για την πληροφόρηση των πολιτών, με την παροχή επικαιροποιημένων στοιχείων, όπως η ανακοίνωση της 16ης Μαρτίου 2016, με τίτλο «Επόμενα επιχειρησιακά στάδια της συνεργασίας ΕΕ‑Τουρκίας στον τομέα της μετανάστευσης». Εξάλλου, η διεξαγωγή ακαδημαϊκών συζητήσεων δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία φράση, του κανονισμού 1049/2001.

101    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για ορισμένα από τα επίδικα έγγραφα, εφαρμοζόταν η εξαίρεση περί προστασίας των διεθνών σχέσεων. Αναφορικά, όμως, με την εξαίρεση αυτή, η οποία διέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει προβλέψει στάθμιση με κάποιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον προς γνωστοποίηση.

102    Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, όταν θεσμικό όργανο εφαρμόζει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, οφείλει να σταθμίζει το ειδικό συμφέρον που πρέπει να προστατευτεί μέσω της μη γνωστοποιήσεως του οικείου εγγράφου ιδίως με το γενικό συμφέρον να επιτραπεί η πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο, λαμβανομένων υπόψη των πλεονεκτημάτων τα οποία απορρέουν, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1049/2001, από μια αυξημένη διαφάνεια και συνίστανται στην καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, καθώς και στη μεγαλύτερη νομιμοποίηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Εντούτοις, απόκειται στον αιτούντα την πρόσβαση να επικαλεστεί κατά τρόπο συγκεκριμένο στοιχεία που να θεμελιώνουν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 94· της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψη 90, και της 23ης Ιανουαρίου 2017, Justice & Environment κατά Επιτροπής, T‑727/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:18, σκέψη 49).

104    Συναφώς, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δύναται να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση εγγράφου δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να διαφοροποιείται από τις αρχές από τις οποίες διαπνέεται ο κανονισμός 1049/2001 (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 92, και της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψη 92).

105    Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της διαφάνειας, από την οποία διαπνέεται ο κανονισμός 1049/2001 και την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοκρατίας παρέχοντας στον πολίτη τη δυνατότητα να ελέγχει το σύνολο των πληροφοριών που αποτέλεσαν τη βάση μιας νομοθετικής πράξεως. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα του πολίτη να γνωρίζει τις βάσεις της νομοθετικής δράσεως συνιστά προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δημοκρατικών του δικαιωμάτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 46).

106    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι τα επίδικα έγγραφα δεν καταρτίστηκαν στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας κατά την έννοια της Συνθήκης ΛΕΕ.

107    Εντούτοις, η προσφεύγουσα διατύπωσε γενικές εκτιμήσεις περί της αρχής της διαφάνειας, σχετικές με τη διασφάλιση, προς το γενικό συμφέρον, της καλύτερης συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων καθώς και της μεγαλύτερης νομιμοποιήσεως, αποτελεσματικότητας και υπευθυνότητας της διοικήσεως έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 45).

108    Συναφώς, καταρχάς, στον βαθμό που διαπιστώθηκε ότι η άρνηση γνωστοποιήσεως του πρώτου έως του τρίτου και του έκτου και του έβδομου από τα επίδικα έγγραφα καλυπτόταν από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές σε σχέση με τα έγγραφα αυτά. Πράγματι, στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να αρνούνται την πρόσβαση στα έγγραφα που εμπίπτουν στις υποχρεωτικές αυτές εξαιρέσεις, όταν αποδεικνύονται οι περιστάσεις τις οποίες καλύπτουν οι εν λόγω εξαιρέσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβούν σε στάθμιση της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος με ένα υπέρτερο γενικό συμφέρον (αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2007, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, T‑264/04, EU:T:2007:114, σκέψεις 44 και 45, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψη 44).

109    Περαιτέρω, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη τις σχετικές με την αρχή της διαφάνειας γενικές εκτιμήσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα με την επιβεβαιωτική αίτηση, πλην όμως έκρινε ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν ήταν ικανές να αποδείξουν ότι η αρχή της διαφάνειας είχε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο επιτακτικό χαρακτήρα ώστε να μπορεί να κατισχύσει των θεμιτών λόγων που δικαιολογούσαν τη μη γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων.

110    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι συντάκτες των επίδικων εγγράφων δεν διατύπωσαν σε αυτά οποιαδήποτε εκτίμηση σχετική με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της ενόψει της εκδόσεως των δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας της 8ης και της 18ης Μαρτίου 2016.

111    Η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι στα επίδικα έγγραφα, στον βαθμό που το περιεχόμενό τους επιτρέπεται να αποκαλυφθεί χωρίς να θιγεί η προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, και συγκεκριμένα, στο μεν έκτο επίδικο έγγραφο, υπάρχει μια φράση στην οποία αναφέρεται ότι ορισμένα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο του ερμηνευτικού μνημονίου μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας ενδέχεται να εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Ένωσης και, ως εκ τούτου, να καθιστούν αναγκαία τη συμμετοχή της Ένωσης στο εν λόγω υπόμνημα, στο δε έβδομο επίδικο έγγραφο, επισημαίνεται εν συντομία ότι η συμμετοχή της Ένωσης, βάσει των λεπτομερών ρυθμίσεων του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, ενδέχεται να καταστεί αναγκαία, αν προβλεφθούν υποχρεώσεις σε σχέση με τη συμφωνία επανεισδοχής που συνομολογήθηκε μεταξύ των δύο αυτών κρατών. Πράγματι, οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν την υλοποίηση της δηλώσεως ΕΕ‑Τουρκίας, αλλά δεν έχουν σχέση με το προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα ζήτημα της αρμοδιότητας της Ένωσης να εκδώσει τις δηλώσεις αυτές, με την υπόμνηση ότι, στις υποθέσεις ασύλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η δήλωση ΕΕ‑Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πράξη εκδοθείσα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ούτε εξάλλου από κάποιο άλλο θεσμικό όργανο, άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης.

112    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα, πρέπει να διαπιστωθεί ότι αυτή δεν απέδειξε από ποια ακριβώς άποψη η αρχή της διαφάνειας είχε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο επιτακτικό χαρακτήρα ώστε να δικαιολογεί, τουλάχιστον όσον αφορά τα έγγραφα που δεν καλύπτονται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, τη γνωστοποίηση των επίδικων εγγράφων τα οποία καλύπτονταν από την προστασία των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή έθεσε, σε τακτική βάση, γενικές πληροφορίες στη διάθεση του κοινού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2017, Justice & Environment κατά Επιτροπής, T‑727/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:18, σκέψη 60). Ως εκ περισσού, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ως άνω εκτίμηση ισχύει επίσης για τα έγγραφα που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001.

113    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001

114    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, τον οποίο προβάλλει επικουρικώς και ο οποίος θα πρέπει να εξεταστεί πριν από τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν ήταν δυνατή η μερική πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των εγγράφων αυτών, είναι αδύνατο το σύνολο του περιλαμβανόμενου σε αυτά κειμένου να καλυπτόταν από τις εξαιρέσεις στις οποίες στηρίχτηκε η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, αρνούμενη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να επιτρέψει στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

115    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως αυτού, υπογραμμίζοντας ότι, όπως διευκρίνισε με την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα, πλην όμως το απέρριψε με την αιτιολογία ότι το σύνολο του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων καλυπτόταν από τις εξαιρέσεις που δικαιολογούν τη μη γνωστοποίηση βάσει του κανονισμού 1049/2001.

116    Συναφώς, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, «[ε]άν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα».

117    Κατά πάγια νομολογία, η εξέταση της δυνατότητας μερικής προσβάσεως σε έγγραφο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να διενεργείται βάσει της αρχής της αναλογικότητας (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψη 83· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Συμβούλιο κατά Hautala, C‑353/99 P, EU:C:2001:661, σκέψεις 27 και 28).

118    Από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξετάζουν αν πρέπει να επιτρέψουν μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αφορά η σχετική αίτηση, περιορίζοντας την ενδεχόμενη άρνηση προσβάσεως μόνο σε εκείνα τα στοιχεία τα οποία καλύπτονται από τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Το θεσμικό όργανο οφείλει να επιτρέπει τη μερική πρόσβαση αν ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την άρνηση παροχής προσβάσεως στο έγγραφο μπορεί να επιτευχθεί και διά της απλής αποκρύψεως των χωρίων που ενδέχεται να βλάψουν το προστατευόμενο δημόσιο συμφέρον (αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2007, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, T‑264/04, EU:T:2007:114, σκέψη 50, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψη 84· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Συμβούλιο κατά Hautala, C‑353/99 P, EU:C:2001:661, σκέψη 29).

119    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση και όπως η ίδια επισήμανε στο κείμενο της αποφάσεως αυτής, εξέτασε τη δυνατότητα να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση της προσφεύγουσας στα επίδικα έγγραφα. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή επέτρεψε τη μερική πρόσβαση της προσφεύγουσας στο πέμπτο επίδικο έγγραφο.

120    Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή, όπως ακριβώς έπραξε σε σχέση με το πέμπτο επίδικο έγγραφο, ήταν δυνατόν να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση στην πρώτη φράση του τμήματος με τίτλο «Legal framework», το οποίο περιλαμβάνεται στο πρώτο επίδικο έγγραφο, καθώς και στην πρώτη φράση του σημείου I, στοιχείο αʹ, με τίτλο «EU Legal Framework», το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του δεύτερου επίδικου εγγράφου. Πράγματι, τα χωρία αυτά περιορίζονται αμιγώς σε περιγραφή των επίμαχων διατάξεων, αλλά δεν περιέχουν διατύπωση απόψεως νομικού ή στρατηγικού περιεχομένου που να καλύπτεται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001.

121    Αντιθέτως, από τα επίδικα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι θα ήταν δυνατόν να επιτραπεί η μερική πρόσβαση στα λοιπά έγγραφα χωρίς μια τέτοια απόφαση να έχει ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν τα τμήματα εκείνα των εγγράφων σε σχέση με τα οποία η άρνηση προσβάσεως ήταν δικαιολογημένη και, μεταξύ άλλων, οι στρατηγικοί στόχοι στους οποίους θα στηρίζονταν οι συζητήσεις σχετικά με την υλοποίηση, υπό την καθοδήγηση της Ένωσης, των δηλώσεων ΕΕ‑Τουρκίας από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Τουρκίας.

122    Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν συναφώς αναγνωρίσει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το καθού θεσμικό όργανο, εν προκειμένω η Επιτροπή, δεν υποχρεούται, στην αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, να προσδιορίσει το ευαίσθητο περιεχόμενο των επίδικων εγγράφων το οποίο δεν είναι δυνατόν να δοθεί στη δημοσιότητα μέσω γνωστοποιήσεως, εφόσον ο προσδιορισμός αυτός θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν πληροφορίες στην προστασία των οποίων αποσκοπεί η προβαλλόμενη εξαίρεση περί προστασίας του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 82, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψη 106).

123    Η ως άνω διαπίστωση ισχύει επίσης για το τέταρτο και το όγδοο από τα επίδικα έγγραφα καθώς και για το τμήμα εκείνο του πέμπτου επίδικου εγγράφου, το περιεχόμενο των οποίων δεν ήταν δυνατόν να γνωστοποιηθεί εν μέρει, διότι άλλως θα θιγόταν η προστασία των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών.

124    Επομένως, με την επιφύλαξη όσων διαπιστώθηκαν στη σκέψη 120 της παρούσας αποφάσεως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001

125    Στο μέτρο κατά το οποίο, αφενός, από την απόρριψη του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως καθώς και από τη μερική απόρριψη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως –με εξαίρεση τα σημεία εκείνα των εγγράφων τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 120 της παρούσας αποφάσεως– να στηριχτεί στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, και, αφετέρου, οι εκτιμήσεις επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως ισχύουν ακόμη και αν υποτεθεί ότι τυγχάνει εφαρμογής η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί το βάσιμο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την τελευταία αυτή εξαίρεση.

126    Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι αναγκαίο να διατυπωθεί κρίση επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει:

–        να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν επέτρεψε τη μερική πρόσβαση στην πρώτη φράση του τμήματος με τίτλο «Legal framework», το οποίο περιλαμβάνεται στο πρώτο επίδικο έγγραφο, καθώς και στην πρώτη φράση του σημείου I, στοιχείο αʹ, με τίτλο «EU Legal Framework», το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του δεύτερου επίδικου εγγράφου·

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

127    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού αυτού, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

128    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε εν μέρει όσον αφορά τα αιτήματά της, πρέπει να αποφασιστεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2016) 6029 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2016, κατά το μέρος που με αυτή δεν επετράπη η μερική πρόσβαση της Access Info Europe στην πρώτη φράση του τμήματος με τίτλο «Legal framework», το οποίο περιλαμβάνεται στο έγγραφο της Επιτροπής με στοιχεία Ares(2016) 2453347, καθώς και στην πρώτη φράση του σημείου I, στοιχείο αʹ, με τίτλο «EU Legal Framework», το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του εγγράφου της Επιτροπής με στοιχεία Ares(2016) 2453181.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Pelikánová

Nihoul

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Φεβρουαρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.