Language of document : ECLI:EU:C:2009:200

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 26ης Μαρτίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑32/08

Fundación Española para la Innovación de la Artesanía (FEIA)

κατά

Cul de Sac Espacio Creativo SL

και

Acierta Product & Position SA

[αίτηση του Juzgado de lo Mercantil n. 1 de Alicante (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Κάτοχος του δικαιώματος – Σχέδια και υποδείγματα που δημιουργούνται επί παραγγελία»





1.         Με την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Juzgado de lo Mercantil n. 1 de Alicante υποβάλλει στο Δικαστήριο ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 14 και 88 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (2) (στο εξής: κανονισμός).

2.        Tα εν λόγω ερωτήματα υποβάλλονται στο πλαίσιο δίκης με αντικείμενο την προβαλλόμενη παραποίηση/απομίμηση μη καταχωρισμένων κοινοτικών υποδειγμάτων τα οποία παραγγέλθηκαν και δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο προγράμματος με σκοπό την προώθηση της ενσωματώσεως του βιομηχανικού σχεδίου στον βιοτεχνικό τομέα. Είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει τις διατάξεις του κανονισμού στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (3).

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

3.        Το ενδιαφέρον της Κοινότητας για τα ζητήματα που συνδέονται με την προστασία του βιομηχανικού σχεδίου χρονολογείται από το 1959, όταν η Επιτροπή πρότεινε στις κυβερνήσεις των έξι κρατών μελών της εποχής εκείνης τη δημιουργία ομάδων εργασίας επιφορτισμένων με τη χάραξη κοινοτικής προστασίας των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, προκειμένου να υπερνικηθούν τα προβλήματα τα οποία προκαλούσε ο εδαφικός περιορισμός της προστασίας, που προβλεπόταν σε εθνικό επίπεδο, στην ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς. Δημιουργήθηκαν τρεις χωριστές ομάδες εργασίας, στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, των σημάτων και των σχεδίων. Η ομάδα εργασίας για τα σχέδια, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ιταλός Roscioni, υπέβαλε το 1962 έκθεση με την οποία συνιστούσε τη θέσπιση ενιαίας ρυθμίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, ενώ παράλληλα υπογράμμιζε τις δυσχέρειες που θα αντιμετώπιζε μια διαδικασία νομοθετικής εναρμονίσεως λόγω των σημαντικών διαφορών που χαρακτήριζαν τις συναφείς εθνικές νομοθεσίες.

4.        Μετά μακρά περίοδο στασιμότητας, η Επιτροπή έφερε και πάλι το θέμα στο προσκήνιο με την Πράσινη βίβλο για το βιομηχανικό σχέδιο (στο εξής: Πράσινη βίβλος), που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1991 και η οποία, σύμφωνα με τις προθέσεις του θεσμικού οργάνου, θα έπρεπε να χρησιμεύσει ως βάση διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερόμενους κύκλους. Στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή εξέθεσε τις διάφορες πτυχές της νομικής προστασίας του βιομηχανικού σχεδίου και τις λύσεις που ακολουθούσαν οι εθνικές νομοθεσίες σχετικά και χάραξε τις γενικές γραμμές αυτής που θα έπρεπε να είναι κατά τη γνώμη της η κοινοτική προσέγγιση για το θέμα. Βάσει των σκέψεων που εκτέθηκαν στην Πράσινη βίβλο, η Επιτροπή πρότεινε, αφενός, τη θέσπιση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος που να ισχύει σε ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας και να υπόκειται σε ενιαίο καθεστώς και, αφετέρου, την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περιοριζόμενη στις σημαντικότερες πτυχές του θέματος. Σε ευθυγράμμιση με τις προτάσεις αυτές, η Πράσινη βίβλος περιελάμβανε σχέδιο προτάσεως κανονισμού για το κοινοτικό σχέδιο και σχέδιο προτάσεως οδηγίας για την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη νομική προστασία του σχεδίου.

5.        Κατόπιν των προτάσεων αυτών, η Επιτροπή υπέβαλε το 1993 στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο πρόταση κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα (4) και πρόταση οδηγίας για τη νομική προστασία των σχεδίων και υποδειγμάτων (5). Η οδηγία εγκρίθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1998 (6), ενώ η νομοθετική διαδρομή του κανονισμού υπήρξε πιο μακρά και περιπετειώδης και απαίτησε την υποβολή άλλων δύο προτάσεων το 1999 και το 2000.

6.        Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού, η θέσπιση ενός κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος που θα διέπεται από ενιαία νομοθεσία σε ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας έχει ως σκοπό να αρθούν τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία θέτει ο γεωγραφικός περιορισμός της προστασίας των σχεδίων και υποδειγμάτων που προβλέπεται σε εθνικό επίπεδο και να αποφευχθεί η προστασία πανομοιότυπων σχεδίων και υποδειγμάτων με διαφορετικό τρόπο και υπέρ διαφορετικών δικαιούχων στις διάφορες εθνικές τάξεις, λόγω των σημαντικών διαφορών που εξακολουθούν να υπάρχουν μεταξύ των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών (7).

7.        Προκειμένου η προστασία στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις όλων των οικονομικών τομέων της Κοινότητας, ο κανονισμός προβλέπει δύο μορφές αυτής: η πρώτη, λιγότερο εκτεταμένη και σύντομης διάρκειας, χορηγείται στα μη καταχωρισμένα σχέδια και υποδείγματα, ενώ η δεύτερη χορηγείται για μακρότερη περίοδο στα καταχωρισμένα σχέδια και υποδείγματα και παρέχει στον δικαιούχο προστατευόμενα δικαιώματα αποκλειστικότητας (8).

8.        Ο τίτλος II του κανονισμού υποδιαιρείται σε πέντε τμήματα. Το τρίτο τμήμα, το οποίο έχει τον τίτλο «Δικαίωμα επί κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος», περιλαμβάνει το άρθρο 14, το οποίο έχει τον ίδιο τίτλο και ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Δικαίωμα σε κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ο δημιουργός ή ο εξ αυτού έλκων δικαίωμα.

2. Εάν ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει γίνει από κοινού από πλείονα πρόσωπα, το δικαίωμα στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα ανήκει σε όλους από κοινού.

3. Ωστόσο, όταν το σχέδιο ή υπόδειγμα έχει γίνει από μισθωτό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη του, το δικαίωμα επί του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ανήκει στον εργοδότη, εκτός αντίθετου συμφωνίας ή διάταξης της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας.»

9.        Ο τίτλος IX του κανονισμού περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν τη «Δικαιοδοσία και διαδικασία σε αγωγές που αφορούν κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα». Σύμφωνα με το άρθρο 81 του δεύτερου τμήματος του εν λόγω τίτλου, τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, τα οποία ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 80, έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία επί αγωγών παραποιήσεως/απομιμήσεως και περί ακυρότητας των κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων. Όσον αφορά το δίκαιο το οποίο εφαρμόζουν τα εν λόγω δικαστήρια, το άρθρο 88, παράγραφοι 1 και 2, ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2. Tο δικαστήριο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων εφαρμόζει, σε όσα θέματα δεν καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το εθνικό του δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.» (9)      

 Β –       Το εθνικό δίκαιο

10.      Η ισπανική έννομη τάξη προβλέπει την προστασία μόνον των καταχωρισμένων σχεδίων. Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 4, του νόμου 20 της 7ης Ιουλίου 2003 για τη νομική προστασία των σχεδίων, το οποίο έχει περιληφθεί στον τίτλο III, «Κυριότητα επί του σχεδίου» και επιγράφεται «Δικαίωμα καταχωρίσεως», ορίζει τα εξής:

«1. Δικαίωμα καταχωρίσεως του σχεδίου έχει ο δημιουργός ή ο εξ αυτού έλκων δικαίωμα.

[…]

4. Στις διαδικασίες ενώπιον του ισπανικού δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων (Oficina Española de Patentes y Marcas) τεκμαίρεται ότι ο αιτών δικαιούται να καταχωρίσει το σχέδιο.»

11.      Κατά το άρθρο 15 του ίδιου νόμου:

«Όταν το σχέδιο έχει δημιουργηθεί από μισθωτό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη, ή κατά παραγγελία στο πλαίσιο σχέσεως παροχής υπηρεσιών, το δικαίωμα καταχωρίσεως ανήκει στον εργοδότη ή στον αντισυμβαλλόμενο ο οποίος έχει αναθέσει τη δημιουργία του σχεδίου, εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλως.»

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.      To ίδρυμα Fundación española para la innovación de la Αrtesanía (στο εξής: FEIA), ενάγον στην κύρια δίκη, ήταν χορηγός του προγράμματος με τίτλο «D’Artes, Diseño y Artesanía de incorporación del Diseño al Sector Artesiano», στόχος του οποίου ήταν η δημιουργία και η διάθεση στο εμπόριο μιας σειράς αντικειμένων τα οποία θα κατασκεύαζαν ορισμένα βιοτεχνικά εργαστήρια βάσει σχεδίων ή υποδειγμάτων που θα δημιουργούσαν επαγγελματίες του βιομηχανικού σχεδίου.

13.      Στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, το FEIA ανέθεσε στην εταιρία AC&G, S.A. να επιλέξει τους σχεδιαστές και να συνάψει συμφωνίες με αυτούς για τη δημιουργία σχεδίου ή υποδείγματος και την παροχή τεχνικής βοήθειας στους βιοτέχνες κατά τη φάση κατασκευής του προϊόντος. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που της είχαν ανατεθεί, η AC&G, S.A. συνήψε σύμβαση με την εταιρία Cul de sac espacio creativo, S.L. (στο εξής: Cul de sac), σε εκτέλεση της οποίας η τελευταία σχεδίασε μια σειρά ωρολογίων τοίχου με κούκο για τη βιοτεχνία Veronica Palomares. Τα ωρολόγια αυτά παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο της πρώτης εκδόσεως του προγράμματος D’Artes με το γενικό όνομα συλλογή «Santamaría».

14.      Το 2006 η Cul de Sac και η εταιρία Acierta Product & Position, S.A. (στο εξής: Acierta) διέθεσαν στο εμπόριο μια σειρά ωρολογίων τοίχου με κούκο, την οποία παρουσίασαν ως συλλογή «Timeless». Κρίνοντας ότι η πράξη αυτή συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων επί των υποδειγμάτων των ωρολογίων της συλλογής «Santamaría» των οποίων θεωρεί ότι είναι κάτοχος, η FEIA άσκησε αγωγή κατά των δύο εταιριών ενώπιον του Juzgado de lo Μercantil n° 1 de Alicante, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί για διάφορους λόγους (10) κάτοχος των δικαιωμάτων επί των εν λόγω υποδειγμάτων, επικαλούμενη τόσο τις διατάξεις του κανονισμού όσο και την ισπανική νομοθεσία. Οι εναγόμενες εταιρίες επικαλέστηκαν έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του FEIA, το οποίο θεωρούν ότι δεν είναι κάτοχος δικαιωμάτων επί των επίμαχων υποδειγμάτων.

15.      Φρονώντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του κανονισμού, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ:

«1)      Πρέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή στα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα που έχουν γίνει στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας στην οποία ο δημιουργός/σχεδιαστής συνδέεται με σύμβαση υποκείμενη στο εργατικό δίκαιο που πληροί τα κριτήρια της εξαρτήσεως και της παρεχόμενης σε άλλον εργασίας; ή

2)      Πρέπει οι όροι “μισθωτός” και “εργοδότης” του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 να ερμηνευθούν ευρέως για να καλύπτουν περιπτώσεις διαφορετικές εκείνης της σχέσεως εργασίας, όπως εκείνες στις οποίες, βάσει αστικής/εμπορικής συμβάσεως (και, κατά συνέπεια, ελλείψει εξαρτήσεως, εργασίας παρεχόμενης σε άλλον και τακτικά), ένα πρόσωπο (ο δημιουργός) υποχρεούται να πραγματοποιήσει, για τρίτο, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα με ορισμένη τιμή και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτό το σχέδιο ή υπόδειγμα ανήκει στο πρόσωπο που το παραγγέλλει, εκτός αντίθετης συμφωνίας;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα για τον λόγο ότι τα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο μιας σχέσεως εργασίας και τα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο μιας σχέσεως η οποία δεν είναι σχέση εργασίας συνιστούν διαφορετικές πραγματικότητες:

α)      Έχει εφαρμογή ο γενικός κανόνας του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα σχέδια ή υποδείγματα ανήκουν στον δημιουργό, εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών; ή

β)      Το δικαστήριο κοινοτικών σχεδίων [ή υποδειγμάτων] πρέπει να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία που διέπει τα σχέδια και τα υποδείγματα, κατά παραπομπή του άρθρου 88, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002;

4)      Είναι δυνατή η εφαρμογή του εθνικού δικαίου στην περίπτωση κατά την οποία η παραπομπή στην εθνική νομοθεσία είναι προσήκουσα, εφόσον η νομοθεσία αυτή εξομοιώνει (όπως στο ισπανικό δίκαιο) τα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο μια σχέσεως εργασίας (ανήκουν στον εργοδότη, εκτός αντίθετης συμφωνίας) προς τα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται επί παραγγελία (ανήκουν στο πρόσωπο που τα παραγγέλλει, εκτός αντίθετης συμφωνίας);

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, η λύση αυτή (τα σχέδια ή υποδείγματα ανήκουν στο πρόσωπο που τα παραγγέλλει, εκτός αντίθετης συμφωνίας) δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς την αρνητική απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα;»

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.      Γραπτές παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας δίκης υπέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 23, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το FEIA, η Cul de Sac, η Acierta, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή. Η υπόθεση συζητήθηκε προφορικώς στις 29 Ιανουαρίου 2009.

IV – Ανάλυση

 Α –       Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

17.      Τα δύο πρώτα ερωτήματα τα οποία θέτει το αιτούν δικαστήριο και τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν από κοινού αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού. Με τα ερωτήματα αυτά το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να πληροφορηθεί αν η εν λόγω διάταξη διέπει αποκλειστικά την περίπτωση σχεδίων ή υποδειγμάτων που δημιουργούνται από τον μισθωτό στο πλαίσιο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή αν, αντιθέτως, είναι εφαρμοστέα και στα λεγόμενα «σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται κατά παραγγελία», με άλλα λόγια από ανεξάρτητο δημιουργό στο πλαίσιο συμβάσεως έργου.

18.      Υπέρ της εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και στα τελευταία αυτά σχέδια και υποδείγματα τάχθηκε το ενάγον της κύριας δίκης και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία φρονούν ότι η εν λόγω διάταξη δεν πρέπει να ερμηνευθεί αποκλειστικά βάσει του γράμματός της, αλλά και υπό το πρίσμα της γενικής οικονομίας και των στόχων του συστήματος στο οποίο εντάσσεται. Η ερμηνεία την οποία προτείνουν δικαιολογείται, ιδίως, από την ανάγκη συντονισμού των διατάξεων του κανονισμού με τις διατάξεις της οδηγίας 98/71, η οποία εναρμονίζει μόνον εν μέρει τις εθνικές νομοθεσίες περί προστασίας των βιομηχανικών σχεδίων. Ελλείψει μιας τέτοιας εναρμονίσεως, η σώρευση κοινοτικής και εθνικής προστασίας, την οποία επιτρέπουν οι διατάξεις του κανονισμού, θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναγνώριση δικαιωμάτων αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως σε διαφορετικά πρόσωπα για το ίδιο σχέδιο ή υπόδειγμα. Αντιθέτως, η Επιτροπή, η Cul de sac και η Acierta προτείνουν να δοθεί στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα η απάντηση ότι ο κανόνας που θεσπίζει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμόζεται αποκλειστικά στα σχέδια και υποδείγματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας. Η Επιτροπή και η Cul de sac υπογραμμίζουν, ιδίως, ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που δεν παραπέμπουν ρητώς στο εθνικό δίκαιο για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής τους και της έννοιας των όρων που περιέχουν, όπως η εξεταζόμενη διάταξη, πρέπει να ερμηνεύονται αυτόνομα και ενιαία σε ολόκληρη την Κοινότητα. Η Acierta και η Επιτροπή επισημαίνουν, επίσης, ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 14 περιέχει κανόνα που εισάγει παρέκκλιση σε σχέση με τον γενικό κανόνα της παραγράφου 1 και, υπ’ αυτή την έννοια, δεν επιδέχεται ευρεία ερμηνεία ή αναλογική εφαρμογή σε περιπτώσεις που δεν τις προβλέπει ρητώς. Το παρεμβαίνον όργανο φρονεί, τέλος, ότι η προτεινόμενη ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες και από τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού και είναι συνεπής με την κοινοτική και διεθνή νομοθεσία σχετικά με άλλα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

19.      Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, όταν «το σχέδιο ή υπόδειγμα έχει γίνει από μισθωτό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη του, το δικαίωμα επί του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ανήκει στον εργοδότη, εκτός αντιθέτου συμφωνίας ή διάταξης της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας».

20.      Όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενες της κύριας δίκης και η Επιτροπή, το γράμμα της διατάξεως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κανόνας αυτής διέπει αποκλειστικά τα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας. Με την άποψη αυτή συνάδει, ιδίως, η χρησιμοποίηση των όρων «μισθωτός» και «εργοδότης», από τους οποίους προκύπτει η σαφής πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη να θέσει ως προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα την ύπαρξη δεσμού εξαρτήσεως κατά την έννοια της εργατικής νομοθεσίας.

21.      Μια διαφορετική ερμηνεία, όπως αυτή που υποστηρίζει το FEIA και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την οποία στο πραγματικό του κανόνα υπάγονται και οι συμβάσεις έργου αναπόφευκτα καταστρατηγεί το γράμμα της διατάξεως επεκτείνοντας το σημασιολογικό πλαίσιο των χρησιμοποιούμενων όρων πέραν της συνήθους έννοιας που τους αποδίδεται και είναι, κατά τη γνώμη μου, αντίθετη προς το γράμμα του νόμου.

22.      Μια τέτοια ερμηνεία δεν νομίζω ότι μπορεί να θεμελιωθεί, όπως υποστηρίζει το FEIA, ούτε στο ότι το κείμενο της διατάξεως διακρίνει μεταξύ σχεδίων ή υποδειγμάτων που δημιουργούνται στο πλαίσιο της εκτελέσεως των καθηκόντων του μισθωτού και συνδέονται με την εκτέλεση της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και σχεδίων ή υποδειγμάτων που αναπτύσσονται σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη και ανατίθενται κατά παραγγελία στον μισθωτό στο πλαίσιο άλλης συμβατικής σχέσεως. Πράγματι, και οι δύο αυτές περιπτώσεις συνδέονται με την εξέλιξη της σχέσεως εργασίας και αφορούν η μεν πρώτη τα καθήκοντα που αναλαμβάνει ο μισθωτός στο πλαίσιο της εκτελέσεως της ατομικής συμβάσεως απασχολήσεως, η δε δεύτερη τις πραγματικές εργασίες που αναθέτει ο εργοδότης στον εργαζόμενο. Η διευκρίνιση σκοπεί στο να περιορίζεται η απόκτηση δικαιωμάτων από τον εργοδότη αποκλειστικά στις δημιουργίες του μισθωτού που μπορούν πράγματι να αναχθούν στην εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας. Για τον λόγο αυτό, δεν είναι κατά τη γνώμη μου δυνατό να ερμηνευθεί η αναφορά σε σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται από τον μισθωτό «σύμφωνα με τις οδηγίες» του εργοδότη ως έκφραση της βουλήσεως του κοινοτικού νομοθέτη να επεκτείνει το καθεστώς που προβλέπει η εν λόγω διάταξη στα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο συμβάσεως έργου.

23.      Αφ’ ης στιγμής διευκρινίστηκε ότι το καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, αφορά μόνον την περίπτωση σχεδίων ή υποδειγμάτων που δημιουργούνται στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας, μένει να επαληθευθεί αν είναι δυνατό να εξαχθεί από τη διάταξη αυτή κανόνας εφαρμοστέος αναλογικώς στη διαφορετική περίπτωση των σχεδίων ή υποδειγμάτων που δημιουργούνται «κατά παραγγελία». Συναφώς πρέπει να γίνει αναφορά, αφενός, στη ratio της διατάξεως και, αφετέρου, στις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού.

24.      Από την πρώτη άποψη, ο κανόνας ότι ο επιχειρηματίας αποκτά δικαιώματα περιουσιακής καρπώσεως του αποτελέσματος της εργασίας που παρέχει ο μισθωτός, χωρίς να απαιτείται ad hoc πράξη μεταβιβάσεως, χρησιμοποιείται ευρέως τόσο από τις εθνικές όσο και από τις διεθνείς ρυθμίσεις που διέπουν διάφορους τομείς της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Στο κοινοτικό δίκαιο ο κανόνας αυτός εκφράζεται, εκτός από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού, και στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 87/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με τη νομική προστασία των τοπογραφιών προϊόντων ημιαγωγών (11), στο άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1991, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (12) και στο άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (13), καθώς και στο σχέδιο κανονισμού για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ανταποκρίνεται κυρίως στην ανάγκη εξισορροπήσεως των αντιτιθεμένων συμφερόντων που διακυβεύονται: αφενός, του συμφέροντος του επιχειρηματία να οικειοποιηθεί το αποτέλεσμα μιας δραστηριότητας της οποίας κατά κανόνα φέρει το κόστος και, αφετέρου, του συμφέροντος του εργαζομένου να αμειφθεί ικανοποιητικά για τη δραστηριότητά του. Η απόκτηση περιουσιακών δικαιωμάτων επί των έργων του μισθωτού απευθείας από τον επιχειρηματία επιτρέπει στον μισθωτό να λαμβάνει την αμοιβή του ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δραστηριότητας οικονομικής καρπώσεως του έργου –για την οποία ο μισθωτός ίσως να μη διαθέτει επίσης τα απαραίτητα χρηματοδοτικά και οργανωτικά μέσα– και εξασφαλίζει στον εργοδότη ότι ο μισθωτός του δεν θα εκχωρήσει τα περιουσιακά δικαιώματα επί των έργων που δημιουργεί σε άλλον επιχειρηματία.

25.      Η επιλογή που έγινε με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού, να δοθεί στον εργοδότη το δικαίωμα να διαδώσει και να καταχωρίσει το σχέδιο ή υπόδειγμα που δημιούργησε ο μισθωτός του, έτσι ώστε να μπορεί να αποκτήσει τα δικαιώματα αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως που απορρέουν από την ολοκλήρωση των εν λόγω ενεργειών, βασίζεται σε μια αντίληψη που προσδίδει στη σχέση εργασίας «ολοκληρωτικό» χαρακτήρα, ο οποίος δικαιολογεί τη μεταφορά στον επιχειρηματία, ως αποτέλεσμα της συμβάσεως απασχολήσεως, όλων των δικαιωμάτων οικονομικής καρπώσεως των έργων που δημιουργεί ο μισθωτός.

26.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το καθεστώς που προβλέπει η εξεταζόμενη διάταξη, το οποίο θεσπίστηκε με αναφορά σε ένα συγκεκριμένο συμβατικό πλαίσιο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά σε διαφορετικά συμβατικά σχήματα.

27.      Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού.

28.      Το σχέδιο προτάσεως κανονισμού που είχε προσαρτηθεί στην Πράσινη βίβλο δεν περιλάμβανε διάταξη ανάλογη με το άρθρο 14, παράγραφος 3. Το άρθρο 11 του εν λόγω σχεδίου είχε το ίδιο περιεχόμενο με το ισχύον άρθρο 14, παράγραφος 1, ενώ το επόμενο άρθρο 12, το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο που δημιουργείται από μισθωτό ή κατά παραγγελία», απλώς προέβλεπε, σύμφωνα με την πρόταση που είχε διατυπώσει το ινστιτούτο Max Planck (14), τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου βάσει των οποίων θα έπρεπε να καθορίζεται το εθνικό δίκαιο που καθορίζει ποιος αποκτά το δικαίωμα επί του κοινοτικού σχεδίου στην περίπτωση που το σχέδιο έχει δημιουργηθεί από μισθωτό (παράγραφος 1) ή κατά παραγγελία (παράγραφος 3) (15).

29.      Στα σχόλιά της για το άρθρο 12, παράγραφος 1, του σχεδίου που περιλαμβάνονται στην Πράσινη βίβλο, η Επιτροπή υπογράμμισε τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει οι διαπραγματευτές της Συμβάσεως για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του 1973 και της Συμφωνίας για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του 1989 όσον αφορά την επίτευξη συναινέσεως για έναν ενιαίο κανόνα ουσιαστικού δικαίου που να προσδιορίζει σε ποιον ανήκουν τα δικαιώματα επί των έργων που δημιουργούνται από τον μισθωτό στο πλαίσιο της εκτελέσεως συμβάσεως απασχολήσεως. Η Επιτροπή, μολονότι συνιστούσε μακροπρόθεσμα τη θέσπιση ενός τέτοιου κανόνα, έκρινε ικανοποιητική, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε τότε και προκειμένου να αποφευχθούν καθυστερήσεις της διαδικασίας εκδόσεως του κανονισμού, την παρεμβολή στο σχέδιο ενός κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αναλόγου με το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Όσον αφορά, αντιθέτως, τα σχέδια που δημιουργούνται κατά παραγγελία, η Πράσινη βίβλος περιλάμβανε απλώς ένα σχόλιο, στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του σχεδίου, το οποίο επισήμαινε την ανάγκη να εξασφαλίζεται στα μέρη «η ευρύτερη δυνατή δυνατότητα επιλογής όσον αφορά την κτήση του δικαιώματος επί του σχεδίου και το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση» (16) και πρότεινε τη θέσπιση πιο συγκεκριμένου συνδετικού κριτηρίου σε σχέση με τη «στενότερη σύνδεση» που προβλέπει η Σύμβαση της Ρώμης. Δεν αναφέρθηκε καν το ενδεχόμενο θεσπίσεως, έστω και μεσο-μακροπρόθεσμα, ενιαίας ρυθμίσεως ουσιαστικού δικαίου για το θέμα.

30.      Συνεπώς, με την Πράσινη βίβλο, η Επιτροπή είχε ήδη υιοθετήσει προσέγγιση εντελώς διαφορετική από την προβληματική σχετικά με την κτήση των αποκλειστικών δικαιωμάτων επί των σχεδίων και υποδειγμάτων που καταρτίζονται στο πλαίσιο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως έργου.

31.      Η διαφορετική αυτή προσέγγιση αντικατοπτρίστηκε και στη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού. Στην πρότασή της του 1993 (17) η Επιτροπή ακολούθησε, όσον αφορά τα σχέδια και υποδείγματα που δημιουργούνται από μισθωτό, τον πιο φιλόδοξο στόχο που αναφερόταν στην Πράσινη βίβλο και εισήγαγε, με το άρθρο 14, παράγραφος 2, έναν κανόνα ουσιαστικού δικαίου (18) για την αντικατάσταση του κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 12, παράγραφος 1, του σχεδίου προτάσεως κανονισμού που είχε επισυναφθεί στην Πράσινη βίβλο, ενώ κατάργησε τον κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 12, παράγραφος 3, του εν λόγω σχεδίου σχετικά με τα σχέδια που δημιουργούνται κατά παραγγελία.

32.      Το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 14, παράγραφος 2, της προτάσεως του 1993 παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο στις επόμενες προτάσεις (19) –με μόνη εξαίρεση την προσθήκη της μνείας της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας– και στο τελικό κείμενο του κανονισμού, ενώ το ζήτημα της κτήσεως των δικαιωμάτων επί των σχεδίων ή υποδειγμάτων που δημιουργούνται κατά παραγγελία δεν ρυθμίστηκε, όπως προαναφέρθηκε, ούτε καν από την άποψη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

33.      Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται δύσκολο να δικαιολογηθεί η προσφυγή στην αναλογική ερμηνεία προκειμένου να επεκταθεί στα εν λόγω σχέδια και υποδείγματα το ενιαίο καθεστώς που προέβλεψε ο κοινοτικός νομοθέτης μόνο για τα σχέδια και υποδείγματα που δημιουργεί ο μισθωτός.

34.      Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να απαντήσει στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα ότι ο κανόνας του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 είναι εφαρμοστέος μόνο στα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται από μισθωτό στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας.

 Β –       Επί του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

35.      Με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, τα οποία θα εξετάσω από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο αν, στην περίπτωση που δοθεί στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού δεν εφαρμόζεται στα σχέδια και υποδείγματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο συμβάσεως έργου, ο κάτοχος των δικαιωμάτων επί των εν λόγω σχεδίων ή υποδειγμάτων πρέπει να προσδιορίζεται βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου ή υπάρχει κενό στον κανονισμό όσον αφορά το σημείο αυτό, το οποίο πρέπει να πληρωθεί από τη νομοθεσία των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, του κανονισμού.

36.      Το FEIA φρονεί ότι το άρθρο 14 πρέπει να ερμηνευθεί στο σύνολό του υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού και λαμβανομένης υπόψη της βουλήσεως του νομοθέτη να θεσπίσει απλώς μια ελάχιστη ρύθμιση για το θέμα. Υπενθυμίζει, ιδίως, αφενός, τα άρθρα 27, 88 και 96 του κανονισμού, τα οποία παραπέμπουν στην εθνική νομοθεσία και επιτρέπουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν προστασία των κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων ευρύτερη από την προστασία που προβλέπει ο κανονισμός και, αφετέρου, την έκτη, την όγδοη και την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, στις οποίες μνημονεύονται οι απαιτήσεις που συνδέονται με τον σεβασμό των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και τίθεται ο στόχος της ευθυγραμμίσεως των ουσιαστικών διατάξεων του κανονισμού με τις διατάξεις της οδηγίας 98/71. Το ενάγον της κύριας δίκης υποστηρίζει επίσης ότι η έννοια του «έλκοντος δικαίωμα» στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφορά στους διαφόρους πιθανούς τρόπους κτήσεως του δικαιώματος επί του σχεδίου ή υποδείγματος τους οποίους προβλέπουν οι νομοθεσίες των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου τον οποίο προβλέπει η ισπανική νομοθεσία για την κτήση από τον εντολέα. Το Ηνωμένο Βασίλειο, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι, εφόσον το Δικαστήριο αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, στα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται κατά παραγγελία, η κτήση των δικαιωμάτων επί των εν λόγω σχεδίων ή υποδειγμάτων θα πρέπει, δυνάμει της αρχής που θέτει το άρθρο 88, παράγραφος 2, του κανονισμού, να προσδιοριστεί βάσει της νομοθεσίας των κρατών μελών.

37.      Σύμφωνα με την Επιτροπή, την Acierta και την Cul de sac, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού περιέχει μια γενική διάταξη η οποία ευνοεί την αναγνώριση του δικαιώματος επί του σχεδίου ή υποδείγματος στον δημιουργό. Η μοναδική εξαίρεση του κανόνα αυτού είναι η επόμενη παράγραφος 3 και αφορά αποκλειστικά την περίπτωση σχεδίων και υποδειγμάτων που δημιουργούνται από τον μισθωτό στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας. Συνεπώς, ο κανονισμός δεν παρουσιάζει κανένα κενό όσον αφορά τον προσδιορισμό του κατόχου του δικαιώματος επί του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος και συνεπώς δεν επιτρέπεται η προσφυγή στο άρθρο 88, παράγραφος 2.

38.      Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού, «δικαίωμα σε κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ο δημιουργός ή ο εξ αυτού έλκων δικαίωμα».

39.      Θα πρέπει να διευκρινιστεί, πρώτον, ότι το δικαίωμα επί κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 14 στο σύνολό του, έγκειται στο δικαίωμα διαδόσεως του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ή στην κατάθεσή του ενόψει καταχωρίσεως. Συνεπώς, το εν λόγω δικαίωμα επιτρέπει στον δικαιούχο να προβεί στις ενέργειες από τις οποίες απορρέουν τα δικαιώματα αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως, τα οποία προβλέπει ο κανονισμός και τα οποία έχουν λειτουργικό χαρακτήρα για την περιουσιακή κάρπωση του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

40.      Όσον αφορά τον κάτοχο των εν λόγω δικαιωμάτων, το άρθρο 14, παράγραφος 1, προβλέπει γενικό κανόνα υπέρ του δημιουργού και όσων έλκουν δικαίωμα από αυτόν (20). Η διάταξη αντιμετωπίζει τις δύο αυτές κατηγορίες προσώπων με απόλυτη ισότητα.

41.      Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι, για τους σκοπούς της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να διευκρινιστεί, ιδίως, το εύρος του όρου «έλκων δικαίωμα» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

42.      Η έννοια αυτή συναντάται και σε άλλες διατάξεις του κανονισμού (21), αν και επιτελεί διαφορετική λειτουργία στα κείμενα του κανονισμού στις διάφορες γλώσσες, στα οποία χρησιμοποιούνται διαφορετικές κάθε φορά εκφράσεις (22). Μολονότι το ζήτημα τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν κρίνω απαραίτητο να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό η έννοια που περιέχεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, αντιστοιχεί στην έννοια που χρησιμοποιείται σε άλλες διατάξεις του κανονισμού, οι οποίες χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο ή άλλες ανάλογες εκφράσεις, διότι μια τέτοια αξιολόγηση θα προϋπέθετε μια πολύπλοκη σύγκριση του κειμένου του κανονισμού στις διάφορες γλώσσες, τα αποτελέσματα της οποίας δεν θα είχαν, ούτως ή άλλως, μεγάλη σημασία.

43.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο όρος «έλκων δικαίωμα» ή «δικαιοδόχος» έχει την ίδια έννοια σε όλες τις διατάξεις του κανονισμού και αναφέρεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις διαδοχής αιτία θανάτου ή σε περιπτώσεις διαδοχής επιχειρήσεων ή συγχωνεύσεως, ενώ δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις συμβατικής μεταβιβάσεως του δικαιώματος επί του σχεδίου ή υποδείγματος.

44.      Δεν θεωρώ την ερμηνεία αυτή πειστική.

45.      Ακόμα και αν αγνοηθεί το γεγονός ότι στο κείμενο του κανονισμού σε ορισμένες γλώσσες (για παράδειγμα, αγγλική, γερμανική, ιταλική και πορτογαλική) η ίδια έκφραση που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, χρησιμοποιείται και στο άρθρο 28 και προσδιορίζει τον δικαιοδόχο του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, η άποψη του παρεμβαίνοντος οργάνου φαίνεται να διαψεύδεται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση του κανονισμού.

46.      Συναφώς θα πρέπει ιδίως να επισημανθεί ότι η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 14, παράγραφος 1, περιλαμβανόταν ήδη στο άρθρο 11 του σχεδίου προτάσεως κανονισμού που είχε επισυναφθεί στην Πράσινη βίβλο, καθώς και στην πρώτη πρόταση κανονισμού την οποία υπέβαλε η Επιτροπή το 1993, και δεν τροποποιήθηκε κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού.

47.      Σχολιάζοντας το προαναφερθέν άρθρο 11, τα κυριότερα σημεία του οποίου θα εκθέσω στη συνέχεια, η Επιτροπή επισήμανε, στην Πράσινη βίβλο, τα εξής:

«The basic principle, common to many national legislations, is that the right originates in the person of the designer. The principle is, however, qualified by the subsidiary principle that the original right may be transferred or assigned in its entirety to another person, the successor in title. The Community design needs probably to apply the same principles (…). These principles express the common sense solution one would look for in case where a person, having created a design, has to choose between exploiting the design himself (whether personally or through a licensee) or assigning it to a manufacturer» (23).

48.      Συνεπώς ο όρος «successor in title» προσδιόριζε, κατά τα πρώτα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού, τον δικαιοδόχο των δικαιωμάτων περιουσιακής καρπώσεως του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, το πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάζονται συμβατικά από τον δημιουργό τα εν λόγω δικαιώματα τα οποία είχε αποκτήσει πρωτοτύπως ο δημιουργός.

49.      Εφόσον ο όρος «έλκων δικαίωμα» του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού νοηθεί κατ’ αυτή την έννοια –και κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της αντίθετης απόψεως–, θα πρέπει να απορριφθεί η ερμηνευτική άποψη την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει τον γενικό κανόνα ότι το δικαίωμα επί του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ανήκει στον δημιουργό, κανόνας ο οποίος δεν επιδέχεται άλλες εξαιρέσεις εκτός από την εξαίρεση που προβλέπεται ρητώς με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, αλλά ούτε και συμπλήρωση από τη νομοθεσία των κρατών μελών.

50.      Πράγματι, ο κανονισμός θέτει τον δημιουργό και τον έλκοντα δικαίωμα από αυτόν, κατά την προεκτεθείσα έννοια του όρου, στην ίδια θέση όσον αφορά τον σεβασμό της κτήσεως των δικαιωμάτων περιουσιακής καρπώσεως επί του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, με τη μόνη προφανή διαφορά ότι, όσον αφορά τον πρώτο, η κτήση των δικαιωμάτων αυτών είναι πρωτότυπη, ως συνέπεια της δημιουργίας του σχεδίου ή υποδείγματος, ενώ όσον αφορά τον δεύτερο παράγωγη, ως αποτέλεσμα μεταβιβαστικής πράξεως.

51.      Στο πλαίσιο αυτό, τόσο ο εργοδότης όσο και ο εντολέας έλκουν και οι δύο δικαίωμα από τον δημιουργό του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

52.      Στην πρώτη περίπτωση, εντούτοις, ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να θεσπίσει ενιαίο καθεστώς βάσει του οποίου, εφόσον δεν προβλέπεται συγκεκριμένα από τα μέρη κατά τη σύναψη της συμβάσεως απασχολήσεως ή από την εφαρμοστέα στη σύμβαση αυτή εθνική νομοθεσία ότι ο μισθωτός αποκτά το δικαίωμα επί του σχεδίου ή του υποδείγματος που δημιούργησε, το δικαίωμα αυτό ανήκει στον εργοδότη χωρίς να απαιτείται πράξη μεταβιβάσεως ad hoc. Υπ’ αυτήν την έννοια, το άρθρο 14, παράγραφος 3, δεν θεσπίζει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, εξαίρεση του κανόνα της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, αλλά συμπληρώνει τον κανόνα αυτόν, προβλέποντας αυτόνομη ρύθμιση για την περίπτωση κατά την οποία η κτήση του δικαιώματος επί του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ρυθμίζεται στο πλαίσιο συγκεκριμένης συμβατικής σχέσεως.

53.      Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, ελλείψει ειδικής διατάξεως του κανονισμού που να ρυθμίζει ενιαία την κτήση του δικαιώματος επί του σχεδίου ή του υποδείγματος που δημιουργείται κατά παραγγελία, η έκταση και ο τρόπος της ενδεχόμενης μεταβιβάσεως του εν λόγω δικαιώματος από τον δημιουργό στον εντολέα ρυθμίζονται βάσει της βουλήσεως των μερών όπως εκφράστηκε με τη σχετική σύμβαση ή σύμφωνα με το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Εφόσον, εξάλλου, ο κανονισμός, αντιθέτως προς ό,τι προβλεπόταν αρχικά στο σχέδιο προτάσεως που είχε επισυναφθεί στην Πράσινη βίβλο, δεν περιλαμβάνει ούτε ενιαίο κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να προσδιορίζει το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση με την οποία ανατέθηκε σε εργολάβο η δημιουργία σχεδίου ή υποδείγματος ενόψει της οικονομικής καρπώσεώς του, το δίκαιο αυτό θα πρέπει λογικά να προσδιορίζεται βάσει των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών.

54.      Συνεπώς, στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, του κανονισμού, να εφαρμόσει τις οικείες διατάξεις του ισπανικού δικαίου, δηλαδή του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στη συναφθείσα μεταξύ της AC&G, S.A. και της Cul de sac σύμβαση, προκειμένου να καθορίσει σε ποιον ανήκει το δικαίωμα επί του μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως που άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου το FEIA.

V –    Πρόταση

55.      Για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n° 1 de Alicante ως εξής:

«1. Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το καθεστώς που προβλέπει έχει εφαρμογή μόνο στα σχέδια ή υποδείγματα τα οποία δημιουργούνται από μισθωτό στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας.

2. Τα άρθρα 14 και 88 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ο κάτοχος του δικαιώματος επί σχεδίων και υποδειγμάτων που δημιουργούνται στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως διαφορετικής από τη σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως τα σχέδια και τα υποδείγματα που δημιουργούνται από εργολάβο για λογαριασμό του εντολέα του, πρέπει να καθορίζεται βάσει της εκπεφρασμένης βουλήσεως των μερών και της εφαρμοστέας στη σύμβαση νομοθεσίας. Δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 14, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού νομοθεσία κράτους μέλους που επιφυλάσσει, για τον καθορισμό του κατόχου του δικαιώματος επί του σχεδίου ή του υποδείγματος, την ίδια μεταχείριση στα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται από εργολάβο για λογαριασμό του εντολέα του και στα σχέδια ή υποδείγματα που δημιουργούνται από μισθωτό στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας».


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2 – ΕΕ 2002, L 3, σ. 1.


3 – Η μη γνωστοποίηση του καταλόγου των δικαστηρίων κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 80, παράγραφος 2, του κανονισμού απετέλεσε αντικείμενο δύο διαδικασιών παραβάσεως, κατά της Γαλλίας, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Ιουνίου 2008, C‑507/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας και κατά του Λουξεμβούργου, η οποία περατώθηκε με την έκδοση διατάξεως περί διαγραφής. Επίσης εκκρεμούν ενώπιον του Πρωτοδικείου δύο προσφυγές κατά ισάριθμων αποφάσεων του ΓΕΕΑ οι οποίες αφορούν αγωγές ακυρότητας κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων (υποθέσεις T-9/07, Grupo Promer Mon Graphice κατά ΓΕΕΑ και T-10/08, Kwang Yang Motor κατά ΓΕΕΑ).


4 – COM(93) 342 τελικό (ΕΕ 1994, C 29, σ. 21).


5 – COM(93) 344 τελικό (ΕΕ C 34, σ. 14).


6 – Οδηγία 98/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, για τη νομική προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων (ΕΕ L 289, σ. 28).


7 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4 του προοιμίου του κανονισμού.


8 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 17 και άρθρα 11 και 12.


9 –      Επισημαίνω ότι ορισμένοι παρεμβαίνοντες επέσυραν με τις παρατηρήσεις τους την προσοχή του Δικαστηρίου σε διάφορες άλλες διατάξεις του κανονισμού οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που θέτει το αιτούν δικαστήριο. Για λόγους συντομίας, εντούτοις, έκρινα σκόπιμο να παραθέσω εδώ μόνον το κείμενο των άρθρων τα οποία αφορούν τα ερωτήματα.


10 – Ως χορηγός του προγράμματος D’Artes στο πλαίσιο του οποίου δημιουργήθηκαν τα υποδείγματα, εντολέας της Cul de sac και δικαιοδόχος της Acierta.


11 – ΕΕ L 24, σ. 36.


12 – ΕΕ L 122, σ. 42.


13 – ΕΕ L 227, σ. 1.


14 – Βλ. International Review of Intellectual Property and Competition Law, αριθ. 4/1991, σ. 523 επ.


15 – Ολόκληρο το κείμενο του άρθρου 12 στα αγγλικά έχει ως εξής:


«(1) If a design has been developed by an employee, the right to the Community Design shall be determined, to the extent that the parties to the contract of employment have not chosen a different law, in accordance with the law of the State in which the employee habitually carries out his work, even if he is temporarily employed in another country; if the employee does not habitually carry out his work in any one country, the right to the Community Design shall be determined in accordance with the law of the State in which the employer has his place of business to which the employee is attached


(2) A choice of law made by the parties to govern a contract of employment shall not have the result of depriving the employee of the protection afforded to him by any mandatory rules of the law which would be applicable under paragraph (1) in the absence of choice.


(3) If the design has been developed in pursuance of a commission, the right to the Community Design shall be determined, in the absence of a different choice of law by the parties to the contract, in accordance with the law of the State in which the commissioner has his domicile or his seat».


16 – Στο αγγλικό κείμενο «the widest possibile choice to decide on the entitlement to the design and as regards the law applicable to the contract».


17 – Βλ. ανωτέρω σημείο 5.


18 – Η εν λόγω διάταξη είχε ως εξής: «Ωστόσο, όταν το σχέδιο ή υπόδειγμα έχει γίνει από μισθωτό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη του, το δικαίωμα επί του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ανήκει στον εργοδότη, εκτός αντίθετου συμφωνίας».


19 – Βλ. ανωτέρω σημείο 5.


20 – Αντιθέτως, το μη περιουσιακό δικαίωμα πατρότητας του σχεδίου ή υποδείγματος ανήκει αποκλειστικά στον δημιουργό του ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού «έχει δικαίωμα [...] να μνημονεύεται ως έχων αυτή την ιδιότητα ενώπιον του Γραφείου και στο Μητρώο», ακόμα και αν έχει εκχωρήσει σε τρίτους τα δικαιώματα περιουσιακής χρησιμοποιήσεως του σχεδίου ή υποδείγματος.


21 – Μεταξύ άλλων και στην εικοστή αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, η οποία έχει ως εξής: «Είναι επίσης απαραίτητο να επιτρέπεται στον δημιουργό ή τον εξ αυτού έλκοντα δικαίωμα να δοκιμάζει στην αγορά προϊόντα που ενσωματώνουν το σχέδιο ή υπόδειγμα, πριν αποφασίσει αν επιθυμεί την προστασία που παρέχεται από την κοινοτική καταχώρηση. Για τον σκοπό αυτόν, είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι η γνωστοποίηση του σχεδίου ή υποδείγματος, στην οποία προβαίνει ο δημιουργός ή ο εξ αυτού έλκων δικαίωμα [...], δεν θα πρέπει να επηρεάζουν την αξιολόγηση του νεωτερισμού ή του ατομικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου σχεδίου ή υποδείγματος».


22 – Στο ιταλικό, το γερμανικό και το αγγλικό κείμενο, για παράδειγμα, η ίδια έκφραση («avente causa», «successor in title», «Rechtsnachfolger») απαντάται τόσο στο άρθρο 14, παράγραφος 1, όσο και στο άρθρο 28, το οποίο αφορά τη μεταβίβαση του καταχωρισμένου σχεδίου ή υποδείγματος, ενώ στο γαλλικό και στο ισπανικό κείμενο χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικές εκφράσεις («ayant droit» και «causa habiente», στο άρθρο 14, παράγραφος 1, και «ayant cause» και «cesionario» στο άρθρο 28).


23 –      Η υπογράμμιση δική μου.