Language of document : ECLI:EU:T:2012:320

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2012 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορές των φερμουάρ και των “λοιπών εξαρτημάτων για το κλείσιμο ενδυμάτων” — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Συντονισμένες αυξήσεις τιμών, καθορισμός ελάχιστων τιμών, κατανομή της πελατείας και των αγορών και ανταλλαγή άλλων εμπορικών πληροφοριών — Απόδειξη — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Παραγραφή — Δικαιώματα άμυνας — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές»

Στην υπόθεση T‑439/07,

Coats Holdings Ltd, με έδρα το Uxbridge, Middlesex (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον W. Sibree, την C. Jeffs, τους K. O’Connell, J. Boyce, solicitors, και τον D. Anderson, QC,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον F. Castillo de la Torre και την K. Mojzesowicz,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2007) 4257 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.168 — PO/Μεταλλικά [και πλαστικά] ψιλικά είδη: συνδετήρες), κατά το μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουλίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα Coats Holdings Ltd (στο εξής: Coats) είναι ένας από τους σημαντικότερους κατασκευαστές και προμηθευτές βιομηχανικών νημάτων για ράψιμο και κέντημα και ο δεύτερος προμηθευτής φερμουάρ παγκοσμίως μετά τον όμιλο YKK. Παράγει ένα πλήρες φάσμα φερμουάρ από ελαφρύ πολυεστέρα, νάιλον, μεταλλικά ή πλαστικά. Το 1988 η προσφεύγουσα εξαγόρασε την εταιρία Opti και, από την απόκτησή της και μετά, χρησιμοποίησε την επωνυμία της εν λόγω εταιρίας ως σήμα φερμουάρ. Στο πλαίσιο αυτό η δραστηριότητα «φερμουάρ» της Coats μετά το 1988 μετονομάστηκε σε Coats Opti.

2        Ο τομέας της κατασκευής εξαρτημάτων για το κλείσιμο ενδυμάτων διαιρείται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, ήτοι, αφενός, τα φερμουάρ και, αφετέρου, τα λοιπά «εξαρτήματα για το κλείσιμο ενδυμάτων», στα οποία περιλαμβάνονται διαφόρων ειδών κουμπιά-σούστες, κουμπώματα με σούστα και σούστες, καθώς επίσης εξαρτήματα για το κλείσιμο με κλιπ, πόρπες με περόνη (αγκράφες), κόπιτσες, κουμπιά για τζιν, καψούλια και μεταλλικά και πλαστικά εξαρτήματα προοριζόμενα για δερμάτινα είδη και είδη ενδύσεως.

3        Στις 7 και 8 Νοεμβρίου 2001 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διενήργησε ελέγχους δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] ΕΚ και [82] ΕΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις διαφόρων κοινοτικών κατασκευαστών μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής, λοιπών ειδών ραπτικής και νημάτων (μεταξύ των οποίων η Entaco Ltd, η Coats plc και η William Prym GmbH & Co. KG), καθώς και στις εγκαταστάσεις της Fachverband Verbindungs- und Befestigungstechnik (στο εξής: VBT).

4        Στις 26 Νοεμβρίου 2001 οι όμιλοι Prym και Coats, επικαλούμενοι την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996), υπέβαλαν αιτήσεις εφαρμογής της ως προς τον τομέα των φερμουάρ.

5        Με έγγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2002, η Coats παρέσχε ορισμένες πληροφορίες στην Επιτροπή.

6        Στις 8 Αυγούστου 2003 η Stocko (νυν YKK Stocko Fasteners), επικαλούμενη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002), υπέβαλε αίτηση εφαρμογής της ως προς τα «λοιπά εξαρτήματα για το κλείσιμο ενδυμάτων».

7        Εν συνεχεία, η Επιτροπή απηύθυνε διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε κάποια από τα ενδιαφερόμενα μέρη, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17.

8        Στις 16 Σεπτεμβρίου 2004 η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων) όσον αφορά τα «λοιπά εξαρτήματα για το κλείσιμο ενδυμάτων», τις ραπτομηχανές και τα φερμουάρ στις εταιρίες Prym Fashion, William Prym, Éclair Prym, Fiocchi Prym, Fiocchi Snaps France, YKK Stocko Fasteners, YKK Holding Europe, YKK Corp., Coats, A. Raymond, Berning & Söhne, Berning France, Scovill Fasteners Europe (πρώην Unifast), Scovill Fasteners καθώς και στη VBT.

9        Στις εν λόγω επιχειρήσεις και στην ως άνω ένωση παρασχέθηκε πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής υπό τη μορφή αντιγράφου επί CD-ROM, που τους απεστάλη την 1η Οκτωβρίου 2004.

10      Στις 12 Νοεμβρίου 2004 ο όμιλος Prym, επικαλούμενος την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από τα πρόστιμα ή, επικουρικώς, μειώσεως των προστίμων όσον αφορά τα «λοιπά εξαρτήματα για το κλείσιμο ενδυμάτων».

11      Με τηλεομοιοτυπία της 18ης Νοεμβρίου 2004, ο όμιλος Prym συμπλήρωσε την αίτησή του. Με ηλεκτρονικά μηνύματα που στάλθηκαν, αντιστοίχως, στις 3, 4 και 11 Ιανουαρίου 2005, ο όμιλος Prym απηύθυνε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 27ης Ιανουαρίου 2005, υπέβαλε αίτηση εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

12      Στις 18 Φεβρουαρίου 2005 ο όμιλος YKK, επικαλούμενος την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, υπέβαλε αίτηση μειώσεως των προστίμων όσον αφορά τα «λοιπά εξαρτήματα για το κλείσιμο ενδυμάτων».

13      Στις 25 Φεβρουαρίου 2005 ο όμιλος YKK συμπλήρωσε την αίτηση αυτή.

14      Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν προς στήριξη των αιτήσεων των ομίλων Prym και YKK για την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 έδωσαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει στις οικείες επιχειρήσεις, στις 7 Μαρτίου 2006, συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων (στο εξής: συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων).

15      Η συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, αναφορικά με τα «λοιπά εξαρτήματα για το κλείσιμο ενδυμάτων», τις ραπτομηχανές και τα φερμουάρ, απευθύνθηκε στις εταιρίες A. Raymond, Berning & Söhne και Berning France, Coats και Coats Deutschland, Éclair Prym, Prym Fashion, Fiocchi Prym, Scovill Fasteners Europe, Scovill Fasteners, William Prym, YKK Corp., YKK Holding Europe και YKK Stocko Fasteners καθώς και στη VBT. Το CD-ROM που περιείχε τον φάκελο της Επιτροπής απεστάλη στις ανωτέρω εταιρίες στις 13 Μαρτίου 2006.

16      Η συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων αφορούσε τα ίδια προϊόντα με την ανακοίνωση των αιτιάσεων και, στο μέτρο του αναγκαίου, διόρθωνε, διευκρίνιζε, συνόψιζε και διεύρυνε τις αιτιάσεις που είχαν διατυπωθεί με αυτή. Στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων η Επιτροπή δεν παρέθετε συστηματικά όλες τις παραβάσεις που περιλαμβάνονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ιδίως αν καμία μεταβολή δεν είχε μεσολαβήσει ως προς αυτές μετά την υποβολή των αιτήσεων εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

17      Στις 11 Ιουλίου 2006 πραγματοποιήθηκε ακρόαση.

18      Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων και έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 19 Σεπτεμβρίου 2007, την απόφαση C(2007) 4257 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.168 — PO/Μεταλλικά [και πλαστικά] ψιλικά είδη: συνδετήρες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ C 47, σ. 8).

19      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως καταλήγει ότι, όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ, πρώτον, YKK Holding και YKK Europe Ltd, δεύτερον, Coats Holdings και Coats Deutschland και, τρίτον, Prym Fashion και Éclair Prym Group στην αγορά των φερμουάρ (στο εξής: τριμερής συνεργασία μεταξύ των ομίλων YKK, Coats και Prym), οι ακόλουθες, ιδίως, επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ, κατά τις αναφερόμενες στην απόφαση χρονικές περιόδους, ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τις τιμές, συζητώντας μεταξύ τους τις τιμές και τις αυξήσεις των τιμών και συμφωνώντας μια μέθοδο καθορισμού ελάχιστων τιμών για τα τυποποιημένα προϊόντα στην ευρωπαϊκή αγορά:

–        η Coats Holdings, από τις 28 Απριλίου 1998 μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 1999·

–        η Coats Deutschland, από τις 28 Απριλίου 1998 μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 1999.

20      Το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως καταλήγει ότι, όσον αφορά τη διμερή συνεργασία μεταξύ Coats Holdings και William Prym/Prym Fashion στις αγορές των «λοιπών εξαρτημάτων για το κλείσιμο ενδυμάτων» και των φερμουάρ (στο εξής: διμερής συνεργασία μεταξύ των ομίλων Coats και Prym), η ακόλουθη επιχείρηση παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ, κατά τις αναφερόμενες στην απόφαση χρονικές περιόδους, συμφωνώντας με άλλες επιχειρήσεις την κατανομή της αγοράς ψιλικών ειδών και εμποδίζοντας τον όμιλο Coats να εισέλθει στην αγορά των «λοιπών εξαρτημάτων για το κλείσιμο ενδυμάτων»:

–        η Coats Holdings, από τις 15 Ιανουαρίου 1977 μέχρι τις 15 Ιουλίου 1998.

21      Βάσει των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα τα οποία υπολογίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης [ΑX] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθώς και στις ανακοινώσεις περί συνεργασίας του 1996 και του 2002.

22      Το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει, ειδικότερα, την επιβολή από κοινού και εις ολόκληρον στις Coats Holdings και Coats Deutschland προστίμου 12 155 000 ευρώ για την τριμερή συνεργασία μεταξύ των ομίλων YKK, Coats και Prym.

23      Το άρθρο 2, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει, ειδικότερα, την επιβολή σε βάρος της Coats Holdings προστίμου 110 250 000 ευρώ για τη διμερή συνεργασία μεταξύ των ομίλων Coats και Prym.

24      Με το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως οι επιχειρήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 διατάσσονται να παύσουν αμέσως, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει, τις παραβάσεις που διαπιστώνονται στο ίδιο άρθρο και να μην επαναλάβουν οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά από τις διαπιστωθείσες στο άρθρο 1 καθώς και οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά που έχει το ίδιο ή ανάλογο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

25      Με την απόφαση C(2011) 2070 τελικό, της 31ης Μαρτίου 2011, η Επιτροπή, αφού διενήργησε αξιολόγηση του αντικτύπου του προστίμου επί της οικονομικής καταστάσεως άλλης, εκτός της προσφεύγουσας, εμπλεκόμενης εταιρίας και εξέτασε τον ισχυρισμό της ότι δεν ήταν σε θέση να το πληρώσει, αποφάσισε να μειώσει εν μέρει το αρχικώς επιβληθέν σε αυτή πρόστιμο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 4 Δεκεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

28      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε στις 7 Φεβρουαρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

29      Το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

30      Με έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε ορισμένες παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου που της είχε κοινοποιηθεί στις 14 Απριλίου 2011, σχετικά με τη νομολογία περί βάρους και βαθμού αποδείξεως.

31      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Ιουλίου 2011.

32      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 4, και το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως στον βαθμό που την αφορούν·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

34      Προς στήριξη της προσφυγής της, η οποία αφορά μόνον τη διμερή συνεργασία μεταξύ των ομίλων Coats και Prym, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται:

–        ο πρώτος λόγος, από παραβίαση της υποχρεώσεως της Επιτροπής, αφενός, να αποδείξει την παράβαση και, αφετέρου, να συμμορφωθεί με τους κανόνες περί του επιβαλλόμενου βαθμού αποδείξεως·

–        ο δεύτερος λόγος, από παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003·

–        ο τρίτος λόγος, από μη απόδειξη της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως·

–        ο τέταρτος λόγος, από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)·

–        και ο πέμπτος λόγος, από εσφαλμένη εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως της Επιτροπής, αφενός, να αποδείξει την παράβαση και, αφετέρου, να τηρήσει τον απαιτούμενο συναφώς βαθμό αποδείξεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση που υπέχει να αποδείξει ότι ο όμιλος Coats μετείχε, από κοινού με τον όμιλο Prym, σε διμερή σύμπραξη για την κατανομή της αγοράς η οποία διήρκεσε από τον Ιανουάριο 1977 έως τον Ιούλιο 1998. Η Επιτροπή δεν τήρησε τις αρχές που διατύπωσε το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑36/05, Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Coats, σκέψη 71), αναφορικά με το βάρος αποδείξεως, κατά τις οποίες η Επιτροπή υποχρεούται να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τη «σταθερή πεποίθηση» ότι υφίσταται παράβαση και να αναγνωρίζει στον καθού το τεκμήριο της αμφιβολίας.

36      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

37      Στο μέτρο που οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα της μεταξύ τους κατανομής του βάρους αποδείξεως και, εν γένει, ως προς το ζήτημα της τηρήσεως ή μη των κανόνων που ισχύουν για την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, καθώς και για την απόδειξη της συμμετοχής επιχειρήσεως σε τέτοια παράβαση, επιβάλλεται, καταρχάς, η υπόμνηση των κανόνων που διέπουν το εν λόγω ζήτημα.

38      Από το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) καθώς και από πάγια νομολογία ως προς την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ προκύπτει ότι στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού, σε περίπτωση που ερίζεται η ύπαρξη παραβάσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδεικνύει τις παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει και να προσκομίζει στοιχεία που να θεμελιώνουν, επαρκώς κατά νόμο, τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και της 6ης Ιανουαρίου 2004, C‑2/01 P και C‑3/01 P, BAI και Επιτροπή κατά Bayer, Συλλογή 2004, σ. I‑23, σκέψη 62· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 688). Συναφώς, σε αυτήν εναπόκειται να συλλέγει επαρκώς ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίζει τη σταθερή πεποίθηση ότι διαπράχθηκε η προβαλλόμενη παράβαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, CRAM και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 20, και της 31ης Μαρτίου 1993, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Ahlström Osakeytiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψη 127· απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 1999, T‑185/96, T‑189/96 και T‑190/96, Riviera Auto Service κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑93, σκέψη 47).

39      Στην περίπτωση που η Επιτροπή στηρίζεται σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, στο πλαίσιο αποδείξεως της υπάρξεως παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, απόκειται στις οικείες επιχειρήσεις όχι απλώς να εκθέσουν μία εύλογη εξήγηση εναλλακτική της θέσεως της Επιτροπής, αλλά να υποστηρίξουν ότι οι αποδείξεις που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της υπάρξεως της παραβάσεως είναι ανεπαρκείς (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Τσιμέντο», Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 725 έως 728, και της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 187). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε άμεσα αποδεικτικά στοιχεία, απόκειται στις οικείες επιχειρήσεις να αποδείξουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή είναι ανεπαρκή. Έχει ήδη κριθεί ότι αυτή η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως δεν παραβιάζει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψη 181).

40      Ωστόσο, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά όσον αφορά κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Συγκεκριμένα, οι ενδείξεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με την απόφαση προκειμένου να αποδείξει την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ από μια επιχείρηση πρέπει να εκτιμώνται όχι μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, απόφαση BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι δραστηριότητες οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό ασκούνται λαθραίως και, επομένως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57).

43      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προκειμένου να αποδείξει επαρκώς τη συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή απόκειται να προσκομίσει στοιχεία εκ των οποίων να προκύπτει ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συναντήσεις δεν στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι εκείνοι (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψη 155· C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 96, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 81).

44      Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, εφόσον μετέσχε στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της, έδωσε στους λοιπούς μετασχόντες στη συνάντηση την εντύπωση ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 82).

45      Όσον αφορά την αξία των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι το μόνο πρόσφορο κριτήριο προς εκτίμηση των προσκομιζομένων αποδείξεων έγκειται στην αξιοπιστία τους (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψη 72, και JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 273). Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που διέπουν την απόδειξη, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε, τον αποδέκτη του και την αξιοπιστία του περιεχομένου του (απόφαση Τσιμέντο, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 1053· προτάσεις του δικαστή B. Vesterdorf, ασκήσαντος καθήκοντα γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, Τ-1/89, Rhône Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-867, ΙΙ-869, II‑956). Ιδιαίτερη σημασία έχει το αν το έγγραφο έχει καταρτιστεί σε άμεση χρονική συνάφεια με τα πραγματικά περιστατικά (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑157/94, Ensidesa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑707, σκέψη 312, και της 16ης Δεκεμβρίου 2003, T‑5/00 και T‑6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5761, σκέψη 181) ή από μάρτυρα που έχει άμεση γνώση των εν λόγω περιστατικών (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 207). Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η πληροφορία παρασχέθηκε από μια επιχείρηση η οποία έχει υποβάλει αίτηση εφαρμογής των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 ή του 2002 δεν θέτει εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία της.

46      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται κατά επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, το βάρος αποδείξεως των αντίθετων στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ πράξεων, το οποίο φέρει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιτηρήσεως της καλής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 192 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Μια ορισμένη δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη είναι κατανοητή, εφόσον οι μετέχοντες αυτοί θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιήσουν τη συμβολή των άλλων. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της εγγενούς λογικής της διαδικασίας που προβλέπεται από τις ανακοινώσεις περί συνεργασίας του 1996 ή του 2002, το γεγονός ότι ορισμένοι μετέχοντες ζήτησαν υπέρ αυτών την εφαρμογή της ως άνω ανακοινώσεως για να επιτύχουν μείωση του ύψους του προστίμου δεν δημιουργεί οπωσδήποτε παρότρυνση να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στην επίμαχη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας της επιχειρήσεως και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά της να επωφεληθεί πλήρως από τις εν λόγω ανακοινώσεις περί συνεργασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 70, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 58).

48      Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ομολογεί ότι έχει διαπράξει παράβαση και αναγνωρίζει έτσι πραγματικά περιστατικά που βαίνουν πέραν εκείνων των οποίων η ύπαρξη θα μπορούσε να συναχθεί άμεσα από τα επίμαχα έγγραφα συνεπάγεται a priori, ελλείψει ιδιαιτέρων περιστάσεων που να παρέχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου, ότι το πρόσωπο αυτό έλαβε την απόφαση να πει την αλήθεια. Έτσι, οι δηλώσεις που γίνονται εις βάρος των συμφερόντων του δηλώνοντος πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψεις 211 και 212· της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02 και T‑126/02, T‑128/02 και T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 166, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 59).

49      Εντούτοις, οι δηλώσεις στις οποίες προβαίνουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο αιτήσεων εφαρμογής των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 ή του 2002 πρέπει να εκτιμώνται με σύνεση και, γενικώς, δεν μπορούν να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία αν δεν επιβεβαιώνονται και με άλλα στοιχεία.

50      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 285· Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 167, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 293).

51      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την αιτιολογική σκέψη 215 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η διμερής συνεργασία μεταξύ των ομίλων Coats και Prym είχε ως σκοπό να τους επιτρέψει να κατανείμουν μεταξύ τους την αγορά των ειδών ραπτικής, εμποδίζοντας τον όμιλο Coats να εισέλθει στην ευρωπαϊκή αγορά των «λοιπών εξαρτημάτων για το κλείσιμο ενδυμάτων».

52      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των κανόνων που εκτίθενται στις σκέψεις 38 έως 50 ανωτέρω πρέπει να εξεταστεί αν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επικαλέστηκε στοιχεία αρκούντως αξιόπιστα, ακριβή και συγκλίνοντα προκειμένου, στο πλαίσιο σφαιρικής εκτιμήσεως και κατόπιν εξετάσεως των εναλλακτικών εξηγήσεων ή δικαιολογητικών λόγων που προέβαλε η προσφεύγουσα, να αποδείξει ότι η διαπιστωθείσα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως παράβαση έλαβε χώρα.

–       Επί της συναντήσεως του 1975 (αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

53      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των πρακτικών της συναντήσεως του 1975, που είχε πραγματοποιηθεί μεταξύ της προσφεύγουσας και της William Prym, καθόσον θεώρησε ότι επρόκειτο για προηγούμενο της κατανομής των αγορών στάδιο, ενώ από τα εν λόγω πρακτικά προέκυπτε ότι επρόκειτο απλώς και μόνο για ανώδυνες συζητήσεις σχετικά με την αποκλειστική και κοινή διανομή και για δεσμεύσεις εκ μέρους του διανομέα ότι δεν θα κατασκευάσει ούτε θα διανείμει ανταγωνιστικά προϊόντα. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από ένα σημείωμα της 27ης Οκτωβρίου 1975 του E. F. προς τους A. P. senior και D. P. στο οποίο γίνεται μνεία μιας συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των M. F. και B. στις 17 Οκτωβρίου 1975.

54      Από το επιχείρημα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι αυτή δεν αμφισβητεί ούτε ότι η συνάντηση πραγματοποιήθηκε ούτε ότι παρέστη σε αυτή. Αντιθέτως, αμφισβητεί την ερμηνεία από την Επιτροπή των πρακτικών της οικείας συναντήσεως.

55      Η αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Το 1975, [οι όμιλοι] Coats και Prym αποφάσισαν να συνεργαστούν στους τομείς της πωλήσεως και της διανομής σε διάφορες χώρες του κόσμου, ενεργώντας ως κοινές επιχειρήσεις διαπραγματεύσεων ή ως αποκλειστικοί διανομείς των προϊόντων ο ένας του άλλου, αναλόγως της αντίστοιχης ισχύος τους στην αγορά κάθε χώρας. Τα πρακτικά μιας συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στο Stolberg [Γερμανία] στις 16 και 17 Νοεμβρίου 1975 καθορίζουν τους γενικούς άξονες της συνεργασίας μεταξύ των δύο αυτών ομίλων.»

56      Ένα σημαντικό τμήμα των πρακτικών της συναντήσεως του Stolberg αναφέρεται στο εσωτερικό εμπόριο: «Στο πλαίσιο των αρχών αυτών, διατυπώθηκαν οι ακόλουθες γενικές γραμμές μιας συμφωνίας, με βάση τις οποίες θα διεξαχθούν μεταγενέστερες λεπτομερείς συζητήσεις, στο επίπεδο της αγοράς». Το σημείο 2, παράγραφος 5, των εν λόγω πρακτικών προβλέπει, όσον αφορά ειδικότερα την Ιταλία, τα εξής:

«[Ο όμιλος] Prym δεν θα διαθέσει στην αγορά τα φερμουάρ του.»

57      Το προαναφερθέν σημείωμα της 27ης Οκτωβρίου 1975 αντανακλά το περιεχόμενο μιας συζητήσεως με την Coats που πραγματοποιήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1975 στη Γλασκώβη (Ηνωμένο Βασίλειο) και περιλαμβάνει ένα σημείο I, με τίτλο «Marketing», το οποίο έχει ως εξής:

«Οι αρχικώς θεσπισθείσες εξαιρέσεις από τον κανόνα, όπως η Ιταλία, πρέπει να εξεταστούν διεξοδικά.»

58      Η προσφεύγουσα, στην υποσημείωση 2 της προσφυγής, επισημαίνει ότι η «Coats Italy απέκτησε συμμετοχή στο [κεφάλαιο της] Lamprom, ενός Ιταλού κατασκευαστή φερμουάρ, ανήκοντος σε ιδιώτες μετόχους, και δικαιούχου αδείας της Opti [η οποία εξαγοράσθηκε από την Coats το 1989], εν συνεχεία δε απέκτησε τον πλήρη έλεγχο το 1975/1976».

59      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα πρακτικά αναφέρονται όχι μόνο στις «ανώδυνες συζητήσεις σχετικά με την αποκλειστική και κοινή διανομή και [στις] δεσμεύσεις εκ μέρους του διανομέα ότι δεν θα κατασκευάσει ούτε θα διανείμει ανταγωνιστικά προϊόντα», όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αλλά και σε κατανομή της αγοράς των φερμουάρ σε ό,τι αφορά την ιταλική αγορά. Εξάλλου, από την κατάσταση παρουσιών προκύπτει ότι επρόκειτο για συνάντηση των ανώτερων στελεχών των δύο επιχειρήσεων.

60      Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε τη συνάντηση της 16ης και 17ης Νοεμβρίου 1975 ως ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως, αλλά στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό, το οποίο ήταν προγενέστερο της διαπιστωθείσας ημερομηνίας ενάρξεως της εν λόγω παραβάσεως (15 Ιανουαρίου 1977), προκειμένου υπό το πρίσμα του να εξετάσει καλύτερα τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση. Τίποτε δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να λάβει υπόψη της τα προκαταρκτικά στάδια αυτής καθ’ εαυτήν της δημιουργίας της συμπράξεως, προκειμένου να αντλήσει στοιχεία για την προτέρα οικονομική κατάσταση, η οποία εξηγεί τη δημιουργία της συμπράξεως, ή να αξιολογήσει τον ρόλο που είχε καθένα από τα συμπράττοντα μέρη για τη σύλληψη, τη δημιουργία και την εφαρμογή της. Περαιτέρω, για τον ίδιο λόγο η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη της την περίοδο που ακολουθεί τη διάπραξη της παραβάσεως αυτής καθεαυτήν, προκειμένου να αξιολογεί, δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας ή ενδεχόμενων ελαφρυντικών περιστάσεων, την πραγματική συνεργασία των επιχειρήσεων όσον αφορά την καταγγελία της συμπράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη Tokai I, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 304).

61      Επιπλέον, το έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 1977, το οποίο θα εξεταστεί κατωτέρω, προβλέπει τα εξής:

«Οι γενικές αρχές που διέπουν τη [διμερή συνεργασία μεταξύ των ομίλων Coats και Prym] καθορίζονται με τον τρόπο που ορίζεται στα πρακτικά της συναντήσεως του Stolberg της 16ης και 17ης Νοεμβρίου 1975, τα οποία συμπληρώνονται ως εξής […]».

–       Επί του εγγράφου της 15ης Ιανουαρίου 1977 (αιτιολογικές σκέψεις 218 έως 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

62      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 1977, επί του οποίου στηρίχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι ούτε υπογεγραμμένο ούτε πλήρες και ότι δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί το πρόσωπο εκείνο στην Coats ή στη William Prym που προέβη στην κατάρτιση του εγγράφου ή συνήνεσε προφορικώς στην κατάρτισή του, καθόσον δεν υφίσταται καμία απόδειξη περί γραπτής συναινέσεως. Τα στοιχεία αυτά συνιστούν χρήσιμες ενδείξεις για την αξιολόγηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου αυτής της μορφής. Κατά την προσφεύγουσα, από την έννοια της πλήρους συνεργασίας, εμμέσως, και από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, ρητώς, προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να ζητήσει από τη William Prym να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από πρώην υπαλλήλους της, προκειμένου αυτή να μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή της εν λόγω ανακοινώσεως.

63      Από τα επιχειρήματα αυτά προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του εγγράφου της 15ης Ιανουαρίου 1977, αλλά, αντιθέτως, την ερμηνεία του από την Επιτροπή.

64      Οι αιτιολογικές σκέψεις 218 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(218) Με αφετηρία αυτό το πλαίσιο συνεργασίας, η Coats και η William Prym συνήψαν μια γενική συμφωνία περί κατανομής της αγοράς στον τομέα των ειδών ραπτικής, όπως αποδεικνύεται από την έγγραφη συμφωνία με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1977 (στο εξής: συμφωνία του 1977), δυνάμει της οποίας η Coats δεσμεύεται “να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα παραγωγής μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής […] ούτε δραστηριότητα διανομής στην Ευρώπη ανταγωνιστικών μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της [William] Prym”. Από την πλευρά της η [William] Prym δεσμεύεται “να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα παραγωγής νημάτων για ράψιμο και νημάτων για χειροτεχνήματα, κ.λπ. […] ούτε δραστηριότητα διανομής στην Ευρώπη ανταγωνιστικών νημάτων για ράψιμο και νημάτων για χειροτεχνήματα κ.λπ., χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Coats”.

(219)      Μια ρήτρα της συμφωνίας του 1977 διευκρινίζει ότι οι διατυπούμενες σε αυτή δεσμεύσεις, μολονότι δεν είναι νομικώς εκτελεστές, “απηχούν, εντούτοις, το πνεύμα της συμφωνίας Coats-[William] Prym και συνιστούν αυτές καθεαυτές ηθική υποχρέωση που δεσμεύει τις δύο πλευρές”».

65      Το έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 1977 αναφέρει τα εξής:

«Οι γενικές αρχές που διέπουν τη [διμερή συνεργασία μεταξύ των ομίλων Coats και Prym] καθορίζονται με τον τρόπο που ορίστηκε στα πρακτικά της συναντήσεως του Stolberg της 16ης και 17ης Νοεμβρίου 1975, τα οποία συμπληρώνονται ως εξής:

Με εξαίρεση τις καταστάσεις που έχουν ήδη διαμορφωθεί [και οι οποίες απαριθμούνται στον κατάλογο a)] η Coats δεσμεύεται:

1) να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα κατασκευής μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής [που απαριθμούνται στον κατάλογο b), βάσει της ιταλικής συμφωνίας με την οποία αποκλείονται οι βελόνες για ραπτομηχανές] ούτε δραστηριότητα διανομής στην Ευρώπη ανταγωνιστικών μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της [William] Prym·

2) στον υπόλοιπο κόσμο, να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα κατασκευής μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Prym ούτε δραστηριότητα διανομής ανταγωνιστικών μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής χωρίς να ζητήσει προηγουμένως τη γνώμη της [William] Prym.

Η [William] Prym δεσμεύεται:

1) να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα κατασκευής νημάτων για ράψιμο και νημάτων για χειροτεχνήματα, κ.λπ. [που περιλαμβάνονται στον κατάλογο c)] ούτε δραστηριότητα διανομής στην Ευρώπη ανταγωνιστικών νημάτων για ράψιμο και νημάτων για χειροτεχνήματα κ.λπ. χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Coats·

2) στον υπόλοιπο κόσμο, να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα κατασκευής νημάτων για ράψιμο και νημάτων για χειροτεχνήματα κ.λπ., χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Coats, ούτε δραστηριότητα διανομής ανταγωνιστικών νημάτων για ράψιμο και νημάτων για χειροτεχνήματα κ.λπ. χωρίς να ζητήσει προηγουμένως τη γνώμη της Coats.

Γίνεται δεκτό ότι οι ως άνω δεσμεύσεις δεν είναι μεν νομικώς εκτελεστές, πλην όμως εκφράζουν το πνεύμα της συμφωνίας Coats-[William] Prym και αποτελούν, αυτές καθεαυτές, ηθική υποχρέωση που έχουν αναλάβει και οι δύο πλευρές.»

66      Από την απλή ανάγνωση του ως άνω εγγράφου προκύπτει ότι αυτό αναφέρεται στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Stolberg στις 16 και 17 Νοεμβρίου 1975 και, πιο συγκεκριμένα, ότι έχει ως αντικείμενο να συμπληρώσει τις γενικές αρχές που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτή. Το εν λόγω έγγραφο αντικατοπτρίζει τις λεπτομέρειες της συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων σε εμπορικό επίπεδο.

67      Όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας, που αντλείται από τη φερόμενη έλλειψη αποδεικτικής αξίας του εγγράφου της 15ης Ιανουαρίου 1977, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αξιοπιστία του εν λόγω εγγράφου δεν μειώνεται λόγω του αυτό ότι είναι ανυπόγραφο. Πρώτον, το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό είναι ανυπόγραφο δεν προξενεί έκπληξη, δεδομένου ότι πρόκειται για σημείωμα σχετικά με μια συνάντηση της οποίας το αντιβαίνον προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο δικαιολογούσε την επιδίωξη του συντάκτη του να αφήσει όσο το δυνατόν λιγότερα ίχνη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑757, σκέψη 86). Δεύτερον, η αναγραφόμενη επί του εγγράφου ημερομηνία («15.1.1977») επιτρέπει να συναχθεί ότι το εν λόγω έγγραφο καταρτίστηκε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 173). Τρίτον, στο μέτρο που το έγγραφο αυτό περιέχει ειδικές πληροφορίες που αντιστοιχούν σε εκείνες που περιέχονται σε άλλα έγγραφα, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα στοιχεία αυτά αλληλενισχύονται (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 275). Τέταρτον, όπως το Πρωτοδικείο επισήμανε με την απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 715), για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει και αρκεί οι οικείες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο.

68      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η αίτηση του ομίλου Prym για εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 περιλαμβάνει το ακόλουθο χωρίο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Με συμφωνία της 15ης Ιανουαρίου 1977, η οποία εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, η Coats και η [William] Prym κατένειμαν την αγορά των ειδών ραπτικής. Τα μέρη δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στο τμήμα της αγοράς του άλλου μέρους χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η Coats ήταν και εξακολουθεί να είναι αρμόδια για το τμήμα των κλωστοϋφαντουργικών ειδών ραπτικής (νήματα για ράψιμο, νήματα από βαμβάκι για κέντημα, μαλλί)· η [William] Prym ήταν και εξακολουθεί να είναι αρμόδια για το τμήμα των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής (βελόνες και κουμπιά-σούστες).

Δυνάμει της συμφωνίας-πλαισίου του 1976/1977, η Coats και η [William] Prym αποφάσισαν να συγχωνεύσουν, για τους σκοπούς της εμπορίας, τις σειρές τους συμπληρωματικών προϊόντων που περιλαμβάνουν, αφενός, νήματα για ράψιμο, νήματα από βαμβάκι για κέντημα, μαλλί (κλωστοϋφαντουργικά είδη ραπτικής) και, αφετέρου, φερμουάρ, κουμπιά-σούστες και βελόνες (μεταλλικά και πλαστικά είδη ραπτικής). Η συγχώνευση αυτή στηριζόταν στην ιδέα ότι για τη χρησιμοποίηση των νημάτων για ράψιμο ήταν αναγκαίες οι βελόνες και ότι τα δύο αυτά [είδη] προϊόντων έπρεπε να διατίθενται στο εμπόριο μαζί, μέσω του ίδιου δικτύου πωλήσεων. Σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου ήταν να διασφαλίσει την εδραίωση εκάστης επιχειρήσεως στον κύριο τομέα δραστηριότητάς της και, ειδικότερα, την ανάπτυξή της μέσω της διεθνοποιήσεως της θέσεως της στην αγορά, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα συνέργειες στον τομέα της εμπορίας, δια της αποφυγής περιττών διπλών εργασιών. Βάσει της συμφωνίας, κάθε επιχείρηση αναλάμβανε τη δέσμευση να μην επεμβαίνει στον τομέα της άλλης χωρίς τη συγκατάθεσή της.

Επιπλέον, είχε συμφωνηθεί ότι η Coats θα αποκτούσε ποσοστό 24,9 % της [William] Prym και ότι θα είχε δικαίωμα να διορίζει ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου […] και δύο μέλη του εποπτικού συμβουλίου αυτής. Η Coats άσκησε τα δύο αυτά δικαιώματα μέχρι το 1994.»

69      Το εσωτερικό έγγραφο της Coats Patons με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1977 (στο εξής: εγκύκλιος του 1977) επιβεβαιώνει την απόκτηση από την Coats ποσοστού 24,9 % στο κεφάλαιο της William Prym, καθώς και τον διορισμό ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου της (του J. G.) και δύο μελών του εποπτικού συμβουλίου της (των B. και W. H.).

70      Οι δηλώσεις του A. P. στηρίζουν, συμπληρώνουν και επιβεβαιώνουν το περιεχόμενο της συμφωνίας της 15ης Ιανουαρίου 1977 (στο εξής: συμφωνία του 1977). Όσον αφορά την αποδεικτική αξία των δηλώσεων, η οποία αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι επικρατεί γενικώς κάποια δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη, στο μέτρο που οι μετέχοντες αυτοί έχουν την τάση να ελαχιστοποιούν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιούν τη συμβολή των άλλων, εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν ανταποκρίνεται στην εγγενή λογική της διαδικασίας που προβλέπεται από τις ανακοινώσεις περί συνεργασίας του 1996 και του 2002. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ορισμένοι μετέχοντες ζήτησαν υπέρ αυτών την εφαρμογή των ως άνω ανακοινώσεων για να επιτύχουν μείωση του ύψους του προστίμου δεν δημιουργεί οπωσδήποτε παρότρυνση να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στην επίμαχη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως από την εφαρμοστέα ανακοίνωση περί συνεργασίας (βλ. σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω). Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 246 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επέδειξε, όσον αφορά τις αιτήσεις του ομίλου Prym για εφαρμογή των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 και του 2002, κάποια επιφυλακτικότητα, δεδομένου ότι προσπάθησε να ενισχύσει τη δήλωση αυτή και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό δεν δέχθηκε το έτος 2004 ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως, και τούτο παρά το γεγονός ότι ο όμιλος Prym αυτή την ημερομηνία επικαλούνταν με τις εν λόγω αιτήσεις του, αλλά τη συνάντηση της 15ης Ιουλίου 1998.

71      Εντούτοις, η από 11 Μαΐου 2006 ένορκη δήλωση του M. F. περιλαμβάνει, υπό τον τίτλο «Η συμφωνία του 1977 και οι σχέσεις Coats και [William] Prym μεταξύ των ετών 1970 και 1990», ένα σημείο 5 το οποίο έχει ως εξής:

«5      Μολονότι πριν τη [συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων] δεν γνώριζα περί της συμφωνίας του 1977, μπορώ να αντιληφθώ τους λόγους για τους οποίους η Coats και η [William] Prym οδηγήθηκαν στη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας το 1977. Τον Ιανουάριο του 1977, η Coats απέκτησε συμμετοχή 24,9 % στο κεφάλαιο της [William] Prym και μια συμφωνία θα ήταν συνεπής με αυτό το οποίο θα περιέγραφα ως το “μεγάλο σχέδιο” των […] B. και […] E. F., οι οποίοι, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, ήταν, αντίστοιχα, γενικός διευθυντής της J & P Coats Ltd (κλάδος της Coats Patons plc που ασχολούνταν με τον τομέα των νημάτων) και διαχειριστής της [William] Prym. Λαμβάνοντας υπόψη τη συνάντησή τους το 1975, την απόκτηση από την Coats συμμετοχής στο κεφάλαιο της [William] Prym και τις κοινές επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν τα έτη 1970 και 1980, θα έλεγα ότι οι […] B. και […] E. F. εξέταζαν ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το ενδεχόμενο στενής συνεργασίας μεταξύ της Coats και της [William] Prym όσον αφορά τον συνδυασμό των δραστηριοτήτων της εμπορικής προώθησης και της διανομής. Εντούτοις, δεν νομίζω ότι είχαν την πρόθεση να κατανείμουν με συμφωνία τις αγορές μεταξύ των δύο εταιριών. Στη δεκαετία του 1970, το ενδεχόμενο να δραστηριοποιηθεί η Coats στον τομέα των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής (με άλλο τρόπο πέραν της αποκτήσεως της [William] Prym) ή η [William] Prym στον τομέα των νημάτων ήταν εξαιρετικά απίθανο. Επομένως, η δέσμευση, αφενός, της Coats να μην επιδιώξει παρουσία στον τομέα των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής και, αφετέρου, της [William] Prym να μην επιδιώξει παρουσία στον τομέα των νημάτων, δεν είχε καμία αξία.»

72      Συνεπώς ο M. F. αναγνωρίζει ότι, μολονότι η ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας δεν είχε περιέλθει σε γνώση του, εντούτοις μπορούσε να κατανοήσει πλήρως τους λόγους για τους οποίους οι δύο επιχειρήσεις κατέληξαν στη σύναψή της (κατόπιν της αποκτήσεως από την Coats ποσοστού 24,9 % στο κεφάλαιο της William Prym). Αντιθέτως, κατά τον M. F., οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν είχαν την πρόθεση να κατανείμουν τις οικείες αγορές.

73      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 223 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανέφερε ότι είχε στη διάθεσή της και άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν το περιεχόμενο του διαβιβασθέντος από τον όμιλο Prym εγγράφου, και συγκεκριμένα το απόσπασμα της ομιλίας του D. P. της 9ης Νοεμβρίου 1988 (βλ. σκέψεις 87 έως 89 κατωτέρω), το σημείωμα που συνέταξε ο M. A. με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου 1991 (βλ. σκέψεις 90 έως 94 κατωτέρω), τα πρακτικά της συναντήσεως με την Coats Patons της 11ης Φεβρουαρίου 1993 (βλ. σκέψεις 95 έως 100 κατωτέρω). Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία θα εξεταστούν κατωτέρω.

74      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο από την έννοια της πλήρους συνεργασίας, εμμέσως, και από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, ρητώς, προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να ζητήσει από την William Prym να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από πρώην υπαλλήλους της, προκειμένου να μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή της εν λόγω ανακοινώσεως, επισημαίνεται ότι από την ανακοίνωση αυτή ουδόλως συνάγεται ότι η William Prym υποχρεούνταν να προσκομίσει δηλώσεις πρώην υπαλλήλων της προκειμένου να τύχει μειώσεως του ποσού του προστίμου. Επομένως, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

–       Επί του εγγράφου της 12ης Απριλίου 1977 (αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

75      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα ένα έγγραφο με ημερομηνία 12 Απριλίου 1977 του S. (διευθυντή μάρκετινγκ της Coats), με αποδέκτη τη Needles Industries Ltd (στο εξής: NIL), ως αναφερόμενο σε σύμπραξη περί κατανομής των αγορών, ενώ από την προσεκτική ανάγνωσή του προκύπτει ότι αυτό αφορούσε συμφωνίες αποκλειστικής διανομής στην Ευρώπη καθώς και την απόκτηση από την Coats στρατηγικής σημασίας συμμετοχής στο κεφάλαιο της William Prym. Το έγγραφο αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των διαφόρων σχεδίων στον τομέα της διανομής που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση της 16ης και 17ης Νοεμβρίου 1975. Τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται σε ένα σχέδιο εγγράφου του Ιανουαρίου 1976, που απευθύνεται στα διευθυντικά στελέχη.

76      Η αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Ήδη τον Απρίλιο του 1977, σε ένα έγγραφο με ημερομηνία 10 Απριλίου 1977 και αποδέκτη την NIL, η Coats είχε ρητώς αναφερθεί σε μια συμφωνία μεταξύ Coats-[William] Prym και σε μια επιτροπή εμπορίας NIL-[William] Prym η οποία μεριμνούσε ώστε “οι πράξεις να ανταποκρίνονται στο πνεύμα και στο γράμμα της συμφωνίας Coats-[William] Prym”. Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν επίσης ότι “η βασική αρχή την οποία η [NIL] όφειλ[ε] να έχει κατά νου [ήταν] ότι η Prym έ[πρεπ]ε να θεωρείται ως [εταίρος] και όχι ως φίλος ανταγωνιστής […] Σε περίπτωση σημαντικής διαφωνίας ή [προκειμένου] περί αβεβαιότητας ως προς την εφαρμογή της συμφωνίας Coats-[William] Prym σε συγκεκριμένες αγορές ή σε σχέση με ειδικά προβλήματα, η [NIL όφειλε] πάντοτε να συμβουλεύεται τον αρμόδιο για την αντίστοιχη αγορά στη Γλασκώβη [Coats]”.»

77      Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα έγγραφο με ημερομηνία 12 Απριλίου 1977.

78      Η προσφεύγουσα επικαλείται ένα έγγραφο του Ιανουαρίου 1976 καθώς και το εσωτερικό έγγραφο του 1977, προκειμένου να αποδείξει ότι τα περιλαμβανόμενα στον φάκελο της Επιτροπής αποδεικτικά στοιχεία υποδηλώνουν επίσης την ύπαρξη νόμιμης συνεργασίας, και τούτο με σκοπό την άρνηση της ισχύος άλλων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη παράνομης συνεργασίας.

79      Εντούτοις, από το έγγραφο του Ιανουαρίου 1976 προκύπτει σαφώς, πέραν της υπάρξεως νόμιμης συνεργασίας, η ανάγκη διατηρήσεως, καταρχήν, στις αγορές στις οποίες υπάρχει ήδη ανταγωνισμός με τη NIL, των παλαιότερων μεριδίων αγοράς. Συναφώς, το εν λόγω έγγραφο περιέχει το ακόλουθο χωρίο:

«Ως προς τις αγορές στις οποίες υπάρχει ήδη ανταγωνισμός με τη NIL, συνάφθηκε συμφωνία ώστε, καταρχήν, να διατηρηθούν τα υφιστάμενα μερίδια αγοράς. Στην περίπτωση των φερμουάρ, η [William] Prym ανταγωνίζεται την Opti/LF σε ορισμένες μόνον ευρωπαϊκές αγορές, ενώ συζητήσεις διεξήχθησαν με την Opti/LF προκειμένου να καταδειχθεί ότι μια συνεργασία με την [William] Prym δεν είναι αντίθετη με τις τρέχουσες συνολικότερες συμφωνίες μας.»

80      Εξάλλου, όσον αφορά το έγγραφο της 12ης Απριλίου 1977, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει τον λόγο για τον οποίο ο M. S. εμποδίστηκε να «αναφερθεί ανοιχτά σε μια συμφωνία κατανομής της αγοράς στο πλαίσιο μιας επιστολής […] με αποδέκτη τη [NIL]».

–       Επί της συμφωνίας Hugenpoet (αιτιολογικές σκέψεις 225 και 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

81      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να επιβεβαιώνεται η ύπαρξη της λεγόμενης «συμφωνίας Hugenpoet», πλην της δηλώσεως του A. P., και ότι δεν έλαβε υπόψη τα αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία απέκλειαν την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας, όπως το γεγονός ότι η William Prym εξακολούθησε να δραστηριοποιείται ως κατασκευαστής φερμουάρ. Το μόνο στοιχείο που η Επιτροπή προέβαλε, προκειμένου να στηρίξει τα περί της υπάρξεως της συμφωνίας Hugenpoet, ήταν το γεγονός ότι η William Prym είχε αναθέσει τον εφοδιασμό της με υφασμάτινες ταινίες που συναρμόζονται με οδοντώσεις στην Opti. Κατά την προσφεύγουσα, ωστόσο, η William Prym συνέχισε να κατασκευάζει φερμουάρ, δεδομένου ότι η ανάθεση του εφοδιασμού της σε τρίτους υπαγορευόταν αποκλειστικά από λόγους κόστους και δεν εντασσόταν στο πλαίσιο μιας αποχωρήσεώς της από τον τομέα των φερμουάρ (βλ., συναφώς, την απάντηση της προσφεύγουσας στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων).

82      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η ακύρωση του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή έχει ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας και της διάρκειας της φερόμενης παραβάσεως. Επομένως, στην πράξη, ακόμη και υπό την πλέον ευνοϊκή για την Επιτροπή εκδοχή της υποθέσεως, υφίσταται μια περίοδος εντεκάμισι ετών [από το έγγραφο της Coats προς τη NIL της 12ης Απριλίου 1977 έως το Beirat (εποπτικό συμβούλιο) της William Prym της 9ης Νοεμβρίου 1988] σε σχέση με την οποία δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η φερόμενη παράβαση συνεχίστηκε.

83      Οι αιτιολογικές σκέψεις 225 και 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(225)      Κατά τη [William] Prym, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, [η ίδια], η Coats και η Opti, ανεξάρτητος κατασκευαστής μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής μέχρι το 1988, συναντήθηκαν στο πλαίσιο της επονομασθείσας συμφωνίας Hugenpoet. Η [William] Prym σημειώνει συναφώς: “Τούτο σήμαινε ότι απαγορευόταν στις επιχειρήσεις του τριμερούς αυτού σχήματος να κατασκευάζουν και να εμπορεύονται τα προϊόντα που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν οι άλλες δύο. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό, η Opti μεταβίβασε στη [William] Prym το τμήμα της συσκευασίας και εμπορίας μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής στις Κάτω Χώρες […] Μια δεύτερη συνέπεια ήταν ότι η [William] Prym εξέφρασε τη βούληση να αποχωρήσει, και αυτή, από την αγορά των φερμουάρ. Σε ένα πρώτο στάδιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, διέκοψε τη μαζική παραγωγή φερμουάρ, πριν αρχίσει στη συνέχεια να εφοδιάζεται, επί σειρά ετών, από την Opti στο πλαίσιο μιας συμβάσεως προμήθειας”. Ο όμιλος Prym (βάσει της συμφωνίας την οποία η [William] Prym ονόμασε “συμφωνία περί προμήθειας οδοντώσεων για φερμουάρ”) εγκατέλειψε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 την κατασκευή του βασικού συστατικού των φερμουάρ και μετατράπηκε σε ήσσονος σημασίας παράγοντα της εν λόγω αγοράς (με παρουσία κυρίως στη Γερμανία) μέχρι την 1η Ιουλίου 1998, ημερομηνία κατά την οποία η Prym Fashion απέκτησε το 50 % της δραστηριότητας στον τομέα των φερμουάρ της Bonduel Sarl με σκοπό να προβεί σε συγχώνευση της εν λόγω δραστηριότητας με την περιορισμένη δραστηριότητα της Prym Fashion στον οικείο τομέα, στο πλαίσιο κοινής επιχειρήσεως με την επωνυμία Bonduel-Prym, η οποία, μετά την εξαγορά της στο σύνολό της από την Prym Fashion το 2001, μετονομάστηκε σε Éclair Prym.

(226)      Κατά την Coats, τα όσα υποστηρίζει η [William] Prym αναφορικά με τη συμφωνία Hugenpoet είναι αόριστα και γενικόλογα. Η [William] Prym αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται γραπτή μαρτυρία περί της συμφωνίας Hugenpoet. Πάντως, η Coats δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η [William] Prym αποχώρησε από την κατασκευή των οδοντώσεων για φερμουάρ πράγμα που, σύμφωνα με την ανακοίνωση της [William] Prym, έγινε με βάση τη συμφωνία […] Hugenpoet και αντιπροσώπευε το πρώτο στάδιο της εξόδου της από τον τομέα της κατασκευής φερμουάρ. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη της συμφωνίας Hugenpoet δεν αποδεικνύεται από κάποιο έγγραφο. Φρονεί εντούτοις ότι το γεγονός αυτό, όπως περιγράφεται από τη [William] Prym, αποτυπώνει την εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς των ειδών ραπτικής και το πως η Coats και η [William] Prym προσπαθούσαν να προσαρμόσουν τη συμφωνία τους περί κατανομής των αγορών στην εξέλιξη αυτή. Παράλληλα με τη γενική αυτή κατανομή της αγοράς των ειδών ραπτικής, τα φερμουάρ ήταν το μοναδικό πεδίο στο οποίο υπήρχε αλληλοεπικάλυψη των δραστηριοτήτων τους (με εξαίρεση τον τομέα των βελονών). Καμία από τις επιχειρήσεις δεν κατείχε ηγετική θέση στις εν λόγω γεωγραφικές αγορές. Ο όμιλος Prym κατασκεύαζε και διένεμε φερμουάρ κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία και σε μικρές μόνον ποσότητες στις γειτονικές αγορές. Η Coats, ενώ πωλούσε στην Αυστρία τα φερμουάρ της από κοινού με την Prym, ουδέποτε κατασκεύασε ή πώλησε φερμουάρ στη Γερμανία πριν την εξαγορά της από την Opti.»

84      Από την αιτιολογική σκέψη 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι τα όσα υποστηρίζει ο όμιλος Prym, με τις αιτήσεις του εφαρμογής των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 και του 2002, αναφορικά με την ύπαρξη της συμφωνίας Hugenpoet, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο. Εντούτοις, το γεγονός αυτό αποτυπώνει, κατά την Επιτροπή, την εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς και της σχέσης μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων. Κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμφωνίας του 1977, προτεραιότητά τους ήταν η διάκριση των κύριων αγορών τους, υπό την έννοια ότι η William Prym διατηρούσε την αγορά των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής και η Coats την αγορά των νημάτων, ενώ το τμήμα των φερμουάρ αποτελούσε έναν από τους δύο τομείς στους οποίους υφίστατο αλληλοεπικάλυψη των δραστηριοτήτων τους.

85      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η William Prym συνέχισε να κατασκευάζει φερμουάρ, δεδομένου ότι η ανάθεση σε τρίτους του εφοδιασμού της με υφασμάτινες ταινίες που συναρμόζονται με οδοντώσεις υπαγορευόταν αποκλειστικά από λόγους κόστους και δεν εντασσόταν στο πλαίσιο μιας αποχωρήσεώς της από τον τομέα των φερμουάρ, θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τη σύμβαση προμήθειας που συνάφθηκε μεταξύ της Opti και της William Prym και της οποίας η ισχύς έληγε στις 31 Μαρτίου 1999. Αντιθέτως, αν εξαιρέσει κανείς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας περί συνεχίσεως της δραστηριότητας της William Prym όσον αφορά την κατασκευή φερμουάρ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δικογραφία δεν περιέχει αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη συνέχιση της εν λόγω δραστηριότητας.

86      Όσον αφορά την αποδεικτική αξία των δηλώσεων του ομίλου Prym, η Επιτροπή παραδέχεται ότι οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκής απόδειξη της υπάρξεως της συμφωνίας περί κατανομής των αγορών που συνάφθηκε τη δεκαετία του 1970. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη η συμφωνία Hugenpoet, η ύπαρξη της συμφωνίας περί κατανομής των αγορών, που ανάγεται στη δεκαετία του 1970, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η ύπαρξη της συμφωνίας Hugenpoet είναι πειστική και υπό το πρίσμα των επικρίσεων που διατύπωσε ο όμιλος Prym όσον αφορά την εξαγορά της Opti. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η ύπαρξη συμφωνίας δεν επιβεβαιώθηκε με αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα στον χρόνο της παραβάσεως, πάντως, η δήλωση του ομίλου Prym συναφώς αντιστοιχούσε σε μια περίοδο (τη δεκαετία του 1980), για την οποία η Επιτροπή εκτιμά ότι διαθέτει επαρκή στοιχεία αποδεικνύοντα την παράβαση. Επιπροσθέτως, λαμβανομένου υπόψη του ότι η δήλωση του ομίλου Prym αποδείχθηκε αξιόπιστη ως προς άλλα σημεία και ότι έγινε εις βάρος των συμφερόντων του, δεν υπάρχει λόγος αμφισβητήσεως της αξιοπιστίας της ούτε ως προς την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής.

–       Επί της συναντήσεως του Beirat της 9ης Νοεμβρίου 1988 (αιτιολογικές σκέψεις 227 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

87      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα τα πρακτικά της συναντήσεως του Beirat της William Prym, της 9ης Νοεμβρίου 1988, ως παραπέμποντα στη συμφωνία του 1977. Κατά την προσφεύγουσα, επρόκειτο προφανώς για παραπομπή σε μια έκθεση που συντάχθηκε κατόπιν αιτήσεως της William Prym (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 227 και 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την προσφεύγουσα, κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκομίστηκε όσον αφορά την ύπαρξη της συμφωνίας Hugenpoet. Επομένως, υφίσταται ένα κενό έντεκα και πλέον ετών σε σχέση με την προβαλλόμενη αδιάλειπτη εφαρμογή της συμφωνίας του 1977.

88      Εν προκειμένω, πρόκειται για ομιλία που εκφώνησε ο D. P., στις 9 Νοεμβρίου 1988, ενώπιον του Beirat της William Prym, λίγο καιρό μετά την εξαγορά από την Coats του κατασκευαστή φερμουάρ Opti.

89      Συγκεκριμένα, από την ομιλία αυτή προκύπτει ότι ο D. P. προσάπτει στον M. B., πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Coats και μέλος του Beirat της William Prym, ότι η Coats, εξαγοράζοντας την Opti χωρίς προηγουμένως να συμβουλευθεί τη William Prym, δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντί της, παραβλέποντας τα συμφέροντα της William Prym όπως αυτά είχαν αποτυπωθεί εγγράφως.

–        Επί του σημειώματος της William Prym της 12ης Δεκεμβρίου 1991 (αιτιολογική σκέψη 231 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

90      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σημείωμα της William Prym της 12ης Δεκεμβρίου 1991, κατά το οποίο το περιεχόμενο της συμφωνίας του 1977 ήταν γνωστό σε δύο μόνον πρόσωπα και ότι κατόπιν, αντιστοίχως, του θανάτου και της συνταξιοδοτήσεως των προσώπων αυτών (των B. και E. F.), η εν λόγω συμφωνία δεν διαβιβάστηκε στη γενική διεύθυνση της William Prym. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η περιεχόμενη στο εν λόγω σημείωμα αναφορά σε μια συμφωνία συναφθείσα το 1975 αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα, στη συνάντηση της 16ης και 17ης Νοεμβρίου 1975, που πραγματοποιήθηκε στο Stolberg. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή προέβη στην ίδια εσφαλμένη ερμηνεία μιας νόμιμης δεσμεύσεως περί μη ασκήσεως ανταγωνισμού και στο πλαίσιο της υποθέσεως που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως C(2004) 4221 τελικό, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/F-1/38.338 — PO/Needles). Στην υπόθεση αυτή, η Coats προστατευόταν ως αποκλειστικός αγοραστής της Entaco με την επιβληθείσα στη δεύτερη υποχρέωση να μην την ανταγωνίζεται στις κυριότερες περιοχές πωλήσεών της. Η Επιτροπή θεώρησε ότι επρόκειτο περί κατανομής των αγορών, αλλά το Πρωτοδικείο, με την απόφαση Coats, σκέψη 35 ανωτέρω, ακύρωσε το συμπέρασμα αυτό, κρίνοντας ότι επρόκειτο περί νομίμου μέτρου προστασίας. Η προσφεύγουσα παραπέμπει, ειδικότερα, στη σκέψη 150 της εν λόγω αποφάσεως.

91      Η αιτιολογική σκέψη 231 της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«Η Coats επικαλείται το σημείωμα της 12ης Δεκεμβρίου 1991 το οποίο περιλαμβάνεται στον φάκελο της Επιτροπής. Αφήνει να εννοηθεί ότι το σημείωμα συντάχθηκε πιθανότατα από τον A. της [William] Prym, δεδομένου ότι τα αρχικά ‘vA’ εμφανίζονται στην άνω γωνία του σημειώματος. Η πρώτη παράγραφος του εγγράφου αναφέρεται ρητώς στις διαπραγματεύσεις του 1975 σχετικά με τη συμφωνία διανομής και κατανομής των γεωγραφικών περιοχών μεταξύ [William] Prym και Coats. Οι διαπραγματευτές ήταν ο B. (από την πλευρά της Coats) και ο E. F. (από την πλευρά της [William] Prym). Η Coats επικαλείται το έγγραφο αυτό προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι, μολονότι η συμφωνία αυτή συνάφθηκε το 1977, εντούτοις το περιεχόμενό της παρέμενε υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των διαπραγματευτών, ήτοι των B. και E. F. Από το αποδεικτικό αυτό στοιχείο προκύπτει σαφώς η ύπαρξη μιας συμφωνίας περί κατανομής της αγοράς, βάσει της οποίας γινόταν η κατανομή των αγορών μεταξύ της [William] Prym και της Coats. Επισύροντας την προσοχή της Επιτροπής στο αποδεικτικό αυτό στοιχείο, η Coats αντιφάσκει προς ό,τι είχε υποστηρίξει στο παρελθόν, ότι δηλαδή τέτοια συμφωνία δεν υφίστατο. Επιπλέον, το γεγονός ότι, το 1991, μόνον οι B. και E. F. είχαν πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι τα πρόσωπα που τους διαδέχτηκαν δεν γνώριζαν την ύπαρξή της. Το σημείωμα της 12ης Δεκεμβρίου 1991 αναφέρεται ρητώς στη συμφωνία κατανομής των αγορών, της οποίας η ύπαρξη δεν αποτελούσε εμπιστευτική πληροφορία. Επομένως, ήδη το 1991, πλείονα πρόσωπα γνώριζαν περί της υπάρξεως της συμφωνίας αυτής. Εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα που εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 232 έως 234, 237, 239, 240 και 242 αποδεικνύουν ότι η σχέση μεταξύ [William] Prym και Coats εξακολούθησε να έχει ως άξονα την κατανομή των αγορών, ακόμη και αφότου οι B. και E. F. αποσύρθηκαν από τη διεύθυνση των δύο επιχειρήσεων.»

92      Από την ανάγνωση του σημειώματος της 12ης Δεκεμβρίου 1991 προκύπτει ότι το 1975, κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των B. και E. F., συνάφθηκε μια συμφωνία περί κατανομής των αγορών ως προϋπόθεση στενότερης συνεργασίας. Επιπλέον, κατά τον συντάκτη του ως άνω σημειώματος, το αποτέλεσμα των εν λόγω διαπραγματεύσεων καταχωρήθηκε σε ένα έγγραφο εμπιστευτικού χαρακτήρα, στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνον οι διαπραγματευτές. Τέλος, στη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω σημειώματος, ο A. επισημαίνει ότι το κύριο, κατά την άποψή του, στοιχείο της συμφωνίας συνίστατο στη δέσμευση που αναλάμβανε η William Prym να μην αναπτύξει, άμεσα ή έμμεσα, εμπορική δραστηριότητα στον τομέα των νημάτων για ράψιμο και κέντημα, ενώ η Coats αναλάμβανε τη δέσμευση, πλην της εξαιρέσεως που έγινε ήδη δεκτή όσον αφορά τη NIL και την εταιρία Linhas Corrente Ltda Brasil, να μην αναπτύξει, άμεσα ή έμμεσα, εμπορική δραστηριότητα στον τομέα των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής.

93      Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας του 1977 δεν ήταν γνωστό παρά μόνο σε δύο πρόσωπα και ότι κατόπιν, αντιστοίχως, του θανάτου και της συνταξιοδοτήσεώς τους δεν διαβιβάστηκε στη γενική διεύθυνση της William Prym δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο μέτρο που αποδεικνύεται ότι, τουλάχιστον, στις 12 Δεκεμβρίου 1991, ο συντάκτης του σημειώματος είχε ενημερωθεί σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής.

94      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι στο εν λόγω σημείωμα γίνεται αναφορά στη συμφωνία του 1975, που αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα, στην πραγματοποιηθείσα στο Stolberg συνάντηση της 16ης και 17ης Νοεμβρίου 1975, επισημαίνεται απλώς ότι το γεγονός ότι η συμφωνία συνάφθηκε προφορικά το 1975 και επιβεβαιώθηκε στα πρακτικά της συναντήσεως αυτής δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αποτυπώθηκε η συμφωνία αυτή σε χαρτί το 1977 (βλ. επίσης σκέψη 67 ανωτέρω).

–       Επί της συναντήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 1993 (αιτιολογική σκέψη 232 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

95      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι μια δήλωση του J. G., εκπροσώπου της William Prym, με ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 1993, αναφερόταν σε μια συμφωνία περί κατανομής των αγορών, ενώ το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η δήλωση αυτή δεν ενέπλεκε την Coats και ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει τον «αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα της συναντήσεως» ούτε, ακόμη λιγότερο, ότι η δήλωση αναφερόταν στη συμφωνία του 1977 (απόφαση Coats, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 91).

96      Η Επιτροπή διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 91 της αποφάσεως Coats, σκέψη 35 ανωτέρω, είχε εξετάσει μεμονωμένα την επίμαχη συνάντηση, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε το προνόμιο να έχει στη διάθεσή του μια σειρά πληροφοριών που διαθέτει σήμερα το Γενικό Δικαστήριο, γεγονός που το οδήγησε να αποφανθεί, με την εν λόγω απόφαση, ότι η συνάντηση αυτή δεν είχε αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο.

97      Από το επιχείρημα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι αυτή δεν αμφισβητεί ούτε ότι η συνάντηση πραγματοποιήθηκε ούτε ότι μετέσχε σε αυτή. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα, αφενός, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα της εν λόγω συναντήσεως και, αφετέρου, αμφισβητεί την ερμηνεία της δηλώσεως του J. G. στην οποία προέβη η Επιτροπή.

98      Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο που προβάλλει η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι από το σημείο 11 των πρακτικών της συναντήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 1993 προκύπτει ότι ο J. G. αναφέρθηκε στην απαρχή των σχέσεων μεταξύ Coats και William Prym, η δεύτερη εκ των οποίων θεωρούνταν αρμόδια για τα μεταλλικά και πλαστικά είδη ραπτικής. Κατά την άποψη του J. G., η Coats είχε ηθική υποχρέωση να τακτοποιήσει την τότε κατάσταση της NIL, κατά τρόπον ώστε να καταστεί τελικώς δυνατή η πραγματοποίηση του αρχικού σχεδίου, βάσει του οποίου η Coats θα αναλάμβανε τον έλεγχο της κατασκευής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων ραπτικής και η William Prym την ευθύνη για την προμήθεια μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής.

99      Όσον αφορά τη σκέψη 91 της αποφάσεως Coats, σκέψη 35 ανωτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη αυτή, εξέτασε τις συμφωνίες, στον τομέα των βελονών, που συνάφθηκαν μεταξύ της William Prym και της Entaco, στις οποίες η Coats δεν ήταν άμεσα συμβαλλόμενη. Η Entaco και η William Prym είχαν συνάψει μια συμφωνία-πλαίσιο η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 10 Σεπτεμβρίου 1994. Η συμφωνία αυτή συνάφθηκε από τους συμβαλλομένους με σκοπό την εξαγορά των δραστηριοτήτων συσκευασίας και φινιρίσματος της NIL (που ανήκε προηγουμένως στην Coats Holdings), τέθηκε δε σε ισχύ από την ημερομηνία της οικείας εξαγοράς. Το Πρωτοδικείο έκρινε, στην περίπτωση αυτή, ότι ο αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρας της συναντήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 1993 δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφοβολίας, λόγω ιδίως του ότι η φράση κατά την οποία η «Coats είχε ηθική υποχρέωση να βάλει τάξη στην τρέχουσα κατάσταση της [NIL]» ήταν μάλλον ασαφής στο πλαίσιο της μεταβιβάσεως μιας δραστηριότητας και δεν αναφερόταν κατ’ ανάγκη σε κατανομή της αγοράς, στο μέτρο που μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι η Coats όφειλε να δεχθεί την αρχική προσφορά της William Prym αντί να πωλήσει τη NIL στην Entaco. Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε περαιτέρω ότι και το υπόλοιπο κείμενο των πρακτικών δεν ήταν κρίσιμο.

100    Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο που προβάλλει η προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι από τη δήλωση του J. G., που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της επίμαχης συναντήσεως, σε συνδυασμό με τους όρους της συμφωνίας του 1977 (βλ. σκέψη 65 ανωτέρω), προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή εξακολουθούσε να επιβάλλει σε καθένα από τους συμβαλλομένους την υποχρέωση να μην δραστηριοποιείται στις αγορές του άλλου. Για τον λόγο αυτόν, εξάλλου, η Επιτροπή επικαλέστηκε το σχετικό σημείωμα (βλ. αιτιολογική σκέψη 232 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–       Επί της μεταβιβάσεως από την Coats της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της William Prym (αιτιολογικές σκέψεις 233 έως 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

101    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η συμφωνία συνεργασίας του 1995 και η συμφωνία-πλαίσιο του Σεπτεμβρίου 1997 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο του 1997) αποτελούσαν έκφραση μιας σημαντικής μεταστροφής στις σχέσεις της Coats και της William Prym και ότι θα ήταν περιττές αν η συμφωνία του 1977 είχε υπερισχύσει.

102    Πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Coats και της William Prym είχαν αλλάξει ριζικά μετά τη μεταβίβαση από την Coats της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της William Prym στα τέλη του 1994. Δεύτερον, όσον αφορά τη συνάντηση της 11ης Ιουνίου 1996 (βλ. αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συνάντηση αυτή αφορούσε αποκλειστικά τη συνεργασία στον τομέα της διανομής. Η προσφεύγουσα αναφέρεται, ειδικότερα, στις συνέπειες του διορισμού της ως αποκλειστικού διανομέα, ήτοι στην υποχρέωσή της να μην κατασκευάζει ούτε διανέμει ανταγωνιστικά προϊόντα. Τρίτον, όσον αφορά τη θεωρία που η Επιτροπή αναπτύσσει στις αιτιολογικές σκέψεις 234 και 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η συμφωνία-πλαίσιο του 1997 επιβεβαιώνει ότι η «Coats και η [William] Prym συνέχισαν να ενεργούν στο πνεύμα της κατανομής των αγορών και στρατηγικών μη ανταγωνισμού», η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και της συμφωνίας του 1977. Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο,τιδήποτε είχε υπάρξει στο παρελθόν αντικαταστάθηκε από μια περιορισμένη συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της διανομής στις αποτελούμενες από ιδιώτες αγορές.

103    Η αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Τον Δεκέμβριο του 1994 η Coats πωλεί στην οικογένεια Prym το μερίδιό της στη William Prym· η μεταβίβαση αυτή ισχύει από την 31η Δεκεμβρίου 1994. Κατά [τις αιτήσεις του ομίλου Prym για την εφαρμογή των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 και του 2002], η συνεργασία μεταξύ της Coats και της [William] Prym στην ευρωπαϊκή αγορά ρυθμίζεται τον Φεβρουάριο του 1995, και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι θα ήταν προς το συμφέρον τους να την παρατείνουν. Εντούτοις, ο όμιλος Prym δεν παρέσχε άλλες πληροφορίες ως προς τις ακριβείς λεπτομέρειες εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας. Η [William] Prym και η Coats συναντήθηκαν στις 11 Ιουνίου 1996 στο Stolberg […]. Ο D. G. της Coats δηλώνει με την ευκαιρία αυτή:

“Η στρατηγική διανομής της [εταιρίας] Coats Craft στην Ευρώπη συνίσταται στη συνεργασία, κατά το μέτρο του δυνατού, με τους μεγάλους προμηθευτές επώνυμων προϊόντων, όπως η [William] Prym, και στη μη διάθεση προϊόντων που φέρουν τα σήματά της. Επομένως, αν δημιουργηθεί ένα σύστημα συνεργασίας, η Coats θα αποσύρει τα προϊόντα υπό την επωνυμία της”.»

104    H Επιτροπή επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως για να αποδείξει ότι, μετά το 1995, ήτοι κατόπιν της μεταβιβάσεως από την Coats της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της William Prym, οι δύο επιχειρήσεις συνέχισαν να λειτουργούν στη λογική της κατανομής των αγορών, σε συνδυασμό με στρατηγικές μη ανταγωνισμού. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τον όμιλο Prym.

105    Κατά το σημείο 9 της αιτήσεως του ομίλου Prym για εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002:

«Η [William] Prym επιθυμούσε, μέσω της συμφωνίας αυτής, να διασφαλίσει την εμπορία των προϊόντων της διά των δικτύων της Coats. Η συμφωνία-πλαίσιο διέπει τη συνεργασία τόσο στον βιομηχανικό όσο και στον εμπορικό τομέα. Η Coats, από την πλευρά της, ενδιαφερόταν για τη διάθεση και άλλων προϊόντων μέσω του υψηλού κόστους συστήματός της εμπορίας. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα αναγνωρισμένα επώνυμα προϊόντα της [William] Prym.»

106    Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η συμφωνία αυτή υπογράφηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1997 και ότι δημιούργησε ένα ευρύ πλαίσιο για την κοινή διανομή των ειδών ραπτικής που προορίζονται για τις καταναλωτικές αγορές (βλ. αιτιολογική σκέψη 235 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υποστηρίζει ότι οι λόγοι για τους οποίους η συμφωνία του 1997 ήταν αναγκαία θα ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν αν η συμφωνία-πλαίσιο του 1977 είχε πράγματι συνεχίσει να εφαρμόζεται, δεδομένου ότι αυτή «θέσπιζε την αρχή ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα προέβαινε σε διανομή προϊόντων ανταγωνιστικών προς αυτά της άλλης πλευράς» (βλ. την απάντηση της προσφεύγουσας στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων).

107    Το σημείο 5 της συμφωνίας-πλαισίου του 1997 έχει ως εξής:

«Η συμφωνία θα καλύψει τα μεταλλικά και πλαστικά είδη ραπτικής και τα ελαστικά προϊόντα, κατασκευαζόμενα ή αγοραζόμενα, συσκευασμένα και φέροντα το σήμα της [εταιρίας] Prym Consumer, καθώς και τα νήματα και συναφή με αυτά εξαρτήματα, κατασκευαζόμενα ή αγοραζόμενα, φέροντα το σήμα της Coats, καθώς και άλλα ενδεχομένως προϊόντα για συγκεκριμένες αγορές.»

108    Συναφώς, υπενθυμίζεται πρώτον ότι, κατά την Επιτροπή, το σχετικό με τη συνάντηση της 11ης Ιουνίου 1996 σημείωμα και η υπογραφή της συμφωνίας-πλαισίου του 1997 δεν αποτελούν αποδείξεις περί της υπάρξεως της συμπράξεως ούτε όμως και ενδείξεις περί της αποχωρήσεως της Coats από αυτή.

109    Δεύτερον, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστήριξε ότι η συμφωνία του 1977 προέβλεπε, πρώτον, ότι η Coats και η Prym Consumer θα συνήπταν αποκλειστικές συμβάσεις προμήθειας και διανομής για τα αντίστοιχα προϊόντα τους, ήτοι για τα μεταλλικά και πλαστικά είδη ραπτικής που κατασκευάζει η Prym Consumer και τα λοιπά είδη ραπτικής που κατασκευάζει η Coats, και, δεύτερον, ότι με συμφωνία-πλαίσιο θα καθορίζονταν οι όροι της από κοινού διανομής των προϊόντων των συμβαλλομένων, χωρίς πάντως η συμφωνία αυτή να διέπει την κατασκευή και τη διανομή των ανταγωνιστικών προϊόντων.

110    Εντούτοις, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η δεύτερη διαπίστωση είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι από το σημείο 5 της συμφωνίας-πλαισίου που παρατίθεται στη σκέψη 107 ανωτέρω, προκύπτει ότι αυτή κάλυπτε επίσης την αποκλειστική διανομή των ανταγωνιστικών προϊόντων (μεταλλικά και πλαστικά είδη ραπτικής που κατασκευάζει η William Prym και κλωστές και άλλα συναφή είδη που κατασκευάζει η Coats) καθώς και άλλων συγκεκριμένων προϊόντων.

111    Πάντως, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι από την αρχική κατανομή της αγοράς το 1977 είχαν μεσολαβήσει 20 έτη και ότι η νέα συμφωνία συνάφθηκε αφού η εμπορική σχέση μεταξύ των δύο επιχειρήσεων είχε μεταβληθεί μετά τη μεταβίβαση από την Coats της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της William Prym.

–       Επί της αποκτήσεως της Bonduel από τη William Prym και της συναντήσεως της 15ης Ιουλίου 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 237 έως 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

112    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι τα πρακτικά της συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 1998, στο Stolberg, αναφέρονταν στη συμφωνία του 1977. Κατά την προσφεύγουσα, τα εν λόγω πρακτικά αναφέρονται μόνο στη συμφωνία μεταξύ William Prym και Opti για εφοδιασμό με υφασμάτινες ταινίες που συναρμόζονται με οδοντώσεις (βλ. σκέψη 81 ανωτέρω), καθώς και στη συμφωνία-πλαίσιο του 1997.

113    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υπενθύμισε ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, είχε παραδεχθεί ότι η ύπαρξη συμπράξεως δεν αποδεικνυόταν από κανένα από τα σχετικά με την εν λόγω συνάντηση σημειώματα. Ως εκ τούτου η Επιτροπή στήριξε την απόδειξη, για το μεταγενέστερο του 1995 διάστημα, στις σημειώσεις μίας και μοναδικής συναντήσεως, ήτοι της συναντήσεως της 15ης Ιουλίου 1998.

114    Κατά την προσφεύγουσα, οι χειρόγραφες σημειώσεις που αυτή προσκόμισε είναι πολύ πιο λεπτομερείς από το σχετικό με την ανωτέρω συνάντηση δακτυλογραφημένο σημείωμα και, σε αντίθεση με αυτό, ανάγονται στον χρόνο της συναντήσεως. Όσον αφορά την αξιοπιστία του σημειώματος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι πρόκειται για ένα σημείωμα του A. P., το οποίο δεν καταγράφει λέξη προς λέξη τα λεχθέντα υπό του M. F. Άλλωστε ο τελευταίος, με τη δεύτερη ένορκη δήλωσή του, έδωσε μια απολύτως εύλογη και θεμιτή εξήγηση στις παρατηρήσεις που περιέχονται στο εν λόγω σημείωμα.

115    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 237 έως 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, αφενός, στα πρακτικά της συναντήσεως της 15ης Ιουλίου 1998 και, αφετέρου, στις αιτήσεις του ομίλου Prym για εφαρμογή των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 και του 2002.

116    Όσον αφορά τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 1998 με τον M. F., το δακτυλογραφημένο σημείωμα της 7ης Νοεμβρίου 2001, υπογεγραμμένο από τον A. P., αναφέρει τα εξής:

«Ο M. F. μιλούσε γενικώς για την υπόθεση Bonduel Prym. Εξέφρασε την απογοήτευσή του για τον λόγο ότι οι πληροφορίες τού γνωστοποιήθηκαν καθυστερημένα. Οι επικρίσεις του αφορούσαν, ειδικότερα, το γεγονός ότι ο A. P. δεν συζητούσε, κατά τις γενικές συναντήσεις, με την Coats Opti τα σχετικά με τα φερμουάρ προβλήματα και ότι δεν μας ενημέρωσε ότι η συμφωνία δεν ίσχυε πλέον.

[…]

Το στοιχείο ότι, με την εξαγορά της Opti το 1988, δεν μετέσχε στις [διαπραγματεύσεις] ούτε η [William] Prym δεν αναφέρθηκε.

[…]

Ο M. F. έθεσε το ερώτημα αν η Prym θα μπορούσε κάποια στιγμή να αποδεχθεί το ενδεχόμενο ελευθερίας κινήσεων στον βιομηχανικό αυτό τομέα, ούτως ώστε η Coats να μπορέσει να εισέλθει στην αγορά που αποτελείται από κουμπιά-σούστες όπως και η [William] Prym στην αγορά των κλωστών. Στο ερώτημα αυτό απαιτείται να δοθεί καθαρή και σαφής απάντηση.»

117    Κατά την Επιτροπή, από το σημείωμα αυτό αποδεικνύεται, πρώτον, ότι η Coats αντέδρασε στην εν λόγω εξαγορά με τον ίδιο τρόπο που η William Prym είχε αντιδράσει στην απόκτηση της Opti από την Coats το 1988 (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω). Οι αντίστοιχες αντιδράσεις τους επιβεβαιώνουν την ύπαρξη διαρκούς συμπράξεως μεταξύ των δύο επιχειρήσεων που δημιουργήθηκε το 1977 (βλ. αιτιολογική σκέψη 238 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεύτερον, εξ αυτού συνάγεται ότι ο Μ. F. αναφερόταν στην αρχική κατανομή των αγορών με τη συμφωνία του 1977 (βλ. αιτιολογική σκέψη 243 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τρίτον, εξ αυτού συνάγεται ότι η αρχική κατανομή των αγορών μεταξύ των δύο επιχειρήσεων (μεταλλικά και πλαστικά είδη ραπτικής, αφενός, και λοιπά είδη ραπτικής, αφετέρου) εξακολουθούσε να τηρείται από αυτές (βλ. αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

118    Τα πρακτικά της συναντήσεως της 15ης Ιουλίου 1998, στα οποία αναφέρεται ότι δεν έπρεπε να υπάρχει ανταγωνισμός με την Opti ως προς τις τιμές, ενισχύουν τη διαπίστωση αυτή. Επιπροσθέτως, από το ίδιο χωρίο των οικείων πρακτικών προκύπτει ότι η William Prym δεν ενδιαφερόταν για την ύπαρξη ανταγωνισμού με την Opti και ιδίως ανταγωνισμού ως προς τις τιμές. Στο πλαίσιο αυτό, η William Prym πρότεινε να συζητηθούν η σχετική με τα φερμουάρ λύση καθώς και οι υφιστάμενες συμφωνίες. Επιπλέον, υποστήριξε ότι οι οικείες επιχειρήσεις θα έπρεπε να ξεκινήσουν στρατηγικό διάλογο.

119    Το σημείο 4 των εν λόγω πρακτικών έχει ως εξής:

«Η συμφωνία-ομπρέλα μεταξύ της Coats και της [William] Prym συζητήθηκε […]

Οι δύο πλευρές εξήγησαν ότι βαρύνονταν με διάφορες δαπάνες για την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας-ομπρέλας, καθόσον καλούνταν να καταβάλουν έξοδα που αφορούσαν τη σύναψη των συμφωνιών που είχαν επεξεργαστεί, να επανασχεδιάσουν την οργάνωση και να δημιουργήσουν νέες δομές.»

120    Τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι δύο επιχειρήσεις είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν προβλήματα, στην αγορά των φερμουάρ, σε ό,τι αφορούσε το κοινό αυτό προϊόν κατόπιν μιας σειράς αλλαγών στις σχέσεις τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι ήταν ανταγωνιστές στην αγορά των φερμουάρ, εξακολούθησαν να τηρούν την ηθική δέσμευση που είχαν αναλάβει περί μη ασκήσεως ανταγωνισμού και δήλωσαν ρητώς ότι δεν τις ενδιέφερε ο ανταγωνισμός επί των τιμών στην εν λόγω αγορά.

121    Όσον αφορά την ένορκη δήλωση του M. F. της 24ης Απριλίου 2006, πρόκειται για μια δήλωση η οποία προετοιμάστηκε από έναν εκπρόσωπο της προσφεύγουσας με σκοπό την ελάφρυνση της ευθύνης της αναφορικά με τη διαπιστωθείσα παράβαση και, επομένως, το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατό να μειώσει την αποδεικτική αξία των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν κατά τους ελέγχους ούτε των εξηγήσεων που δόθηκαν όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα (απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 379).

122    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, αυτή δεν παρέσχε καμία διαβεβαίωση σχετικά με τον ανταγωνισμό ως προς τις τιμές, διαπιστώνεται, αντιθέτως, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι ο όμιλος Prym ρητώς παρέσχε μια τέτοια διαβεβαίωση. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν τα πρακτικά της συναντήσεως της 15ης Ιουλίου 1998 δεν αρκούν αυτά καθεαυτά για την απόδειξη της παραβάσεως, πάντως μπορούν ασφαλώς να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων που αποτελείται από ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία και περί της οποίας γίνεται λόγος στις σκέψεις 38 έως 40 ανωτέρω.

123    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, παραδέχθηκε ότι η ύπαρξη συμπράξεως δεν αποδεικνυόταν από κανένα από τα σχετικά με τη συνάντηση της 15ης Ιουλίου 1998 σημειώματα, διαπιστώνεται ότι, με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή περιορίστηκε να επισημάνει απλώς ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν συνιστούσαν, καθεαυτά, απόδειξη περί της υπάρξεως συμπράξεως, αλλά ούτε και ένδειξη περί του ότι η προσφεύγουσα είχε αποσυρθεί από αυτή.

–       Επί των απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων

124    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, όσον αφορά την ύπαρξη της συμφωνίας περί κατανομής των αγορών, ορισμένα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία:

–        πρώτον, τα πρακτικά μιας συναντήσεως της 1ης Αυγούστου 1989 μεταξύ της Coats και της William Prym?

–        δεύτερον, τα πρακτικά μιας συναντήσεως μεταξύ του J. G. (William Prym) και του R. H. (Coats) της 11ης Σεπτεμβρίου 1989?

–        τρίτον, το γεγονός ότι πέντε από τα έξι διευθυντικά στελέχη της Coats, υπεύθυνοι για τον οικείο τομέα στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, προέβησαν σε ένορκες δηλώσεις στις οποίες βεβαιώνουν ότι δεν γνώριζαν περί της συμφωνίας του 1977, ότι δεν είχαν ενημερωθεί σχετικώς και ότι ουδέποτε συμπεριφέρθηκαν σαν να είχε υπάρξει τέτοια συμφωνία κατανομής των αγορών.

125    Όσον αφορά το πρώτο αποδεικτικό στοιχείο, επισημαίνεται ότι τα πρακτικά της συσκέψεως της 1ης Αυγούστου 1989, που καταρτίστηκαν από τον R. H. της Coats, αναφέρουν τα εξής:

«[2)] c) Το τμήμα “Ευρωπαίος καταναλωτής” έθεσε ως στόχο “να καταστεί ο κύριος προμηθευτής και διανομέας στην Ευρώπη ενός πλήρους φάσματος όλων των προϊόντων που εντάσσονται στην κατηγορία των σχετικών με χειροτεχνήματα προϊόντων” — στην οποία περιλαμβάνονται τα νήματα για ράψιμο και τα νήματα για χειροτεχνήματα, τα φερμουάρ, τα μεταλλικά και πλαστικά είδη ραπτικής, τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα ραπτικής, είδη για το ράψιμο κ.λπ.

d) Κατά προτίμηση, αυτό θα γίνει με τη [σύμπραξη της] [William] Prym και όχι εναντίον της [William] Prym […]

e) Ο E. F επισήμανε ότι η στρατηγική της Coats —ήτοι η καθορισθείσα ανωτέρω υπό c)— δεν διαφέρει από εκείνη που υπαγόρευσε την έκδοση της αρχικής αποφάσεως του 1976 —ήτοι ότι η Coats έπρεπε να είναι ο αποκλειστικός διανομέας της [William] Prym σε ολόκληρο τον κόσμο και ότι τούτο θα ενισχυόταν με την απόκτηση από την Coats συμμετοχής 25 % στο κεφάλαιο της [William] Prym.

[…]

Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία των συμβαλλομένων να εξετάσουν σε μεταγενέστερο στάδιο τις συγκεκριμένες πτυχές της [διμερούς μεταξύ των ομίλων] Coats και Prym συνεργασίας, τηρουμένων ορισμένων όρων:

Θα πρέπει να περιορίσουμε την έρευνά μας στην Ευρώπη.

Θα πρέπει να μελετήσουμε το ζήτημα της αμοιβαίας αποκλειστικότητας —ήτοι το ότι η Coats πρέπει να είναι ο αποκλειστικός διανομέας και να πωλεί μόνον προϊόντα της [William] Prym που εντάσσονται στο φάσμα των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής.

Θα πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις σε συγκεκριμένα “προβλήματα” —

NIL

            Opti: [William] Prym — φερμουάρ

            “Τιμές παγκοσμίως” έναντι του κόστους στη Γερμανία, ήτοι συνιστά το Stolberg βιώσιμη λύση ως βάση κατασκευής μακροπρόθεσμα όλων των προϊόντων;»

126    Κατά την προσφεύγουσα, από τα ανωτέρω πρακτικά προκύπτει ότι, αν πράγματι ίσχυε η συμφωνία του 1977, ουδόλως θα χρειαζόταν να εξεταστεί η σκοπιμότητα της συνάψεως συμφωνιών περί αμοιβαίας αποκλειστικότητας. Η προσέγιση αυτή υπηρετούσε διπλό σκοπό, καθόσον είχε ήδη απαγορευθεί στην Coats η διανομή μεταλλικών ειδών ραπτικής ανταγωνιστικών εκείνων της [William] Prym.

127    Διαπιστώνεται ότι στο σημείο 2, στοιχείο e), των πρακτικών της συναντήσεως της 1ης Αυγούστου 1989, ο E. F. υπενθυμίζει ότι η προταθείσα από την Coats υπό c) στρατηγική δεν διαφέρει από εκείνη που υπαγόρευσε την αρχική απόφαση του 1976, ήτοι το να καταστεί η Coats παγκόσμιος αποκλειστικός διανομέας της William Prym και, στο πλαίσιο αυτό, να αποκτήσει συμμετοχή 25 % στο κεφάλαιο της William Prym.

128    Οι μετέχοντες στη συνάντηση της 1ης Αυγούστου 1989 συμφώνησαν να μελετήσουν την αρχή περί αμοιβαίας αποκλειστικότητας —βάσει της οποίας η Coats θα ήταν αποκλειστικός διανομέας και θα πωλούσε, στον τομέα των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής, μόνον προϊόντα της William Prym. Επιπροσθέτως, θα έπρεπε να επιλυθούν ορισμένα προβλήματα, όπως η κατάσταση Opti/William Prym. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η William Prym φρονούσε ότι, με την εξαγορά της Opti, η Coats δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις της στον εν λόγω τομέα (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

129    Το γεγονός ότι οι δύο επιχειρήσεις, δέκα έτη μετά τη σύναψη της συμφωνίας περί κατανομής των αγορών, αισθάνθηκαν την ανάγκη να συνάψουν νέα συμφωνία, ουδόλως αποκλείει την ύπαρξη της αρχικής συμφωνίας. Ειδικότερα, η νέα συμφωνία επέτρεπε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας και παρείχε στους μετέχοντες τη δυνατότητα να εξετάσουν με τρόπο εμπεριστατωμένο το ζήτημα της αποκλειστικής διανομής και να επιλύσουν ορισμένα προβλήματα όπως το σχετικό με την εξαγορά της Opti από την Coats.

130    Όσον αφορά το δεύτερο αποδεικτικό στοιχείο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το σημείο 10, με τίτλο «Ηνωμένο Βασίλειο», των πρακτικών της συναντήσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 1989, αποδεικνύεται, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα αντιπροσωπευόταν ήδη στην αγγλική αγορά των μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής και ότι φιλοδοξούσε να αναπτύξει μια νέα σειρά υπό το σήμα «Stitchpoint». Δεύτερον, μετά την απόκτηση της εταιρίας Tootal, η Coats θα αποκτούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο ένα πρόσθετο σήμα μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής. Στο πλαίσιο των σχετικών με τη NIL συζητήσεων εξετάστηκε, επίσης, το ζήτημα της κατασκευής των φερμουάρ της William Prym.

131    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το απόσπασμα που παραθέτει η προσφεύγουσα αφορά αποκλειστικώς την κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η προσφεύγουσα αντιπροσωπευόταν στην οικεία αγορά ήδη από τη δεκαετία του 1970, άρα και κατά τον χρόνο της συνάψεως της αρχικής συμβάσεως. Επομένως, η εισαγωγή ενός νέου σήματος και η απόκτηση της Tootal δεν θα μετέβαλαν ούτε τη σχέση μεταξύ των δύο επιχειρήσεων ούτε τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους. Κατ’ ακολουθία, η διατήρηση και η ενίσχυση από την Coats της θέσεώς της στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου δεν επηρεάζει, εν προκειμένω, την ύπαρξη και την εξέλιξη της συμπράξεως.

132    Όσον αφορά το τρίτο αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι τις δηλώσεις πέντε εκ των έξι διευθυντικών στελεχών της Coats, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι πρόκειται για δηλώσεις τις οποίες προετοίμασαν εκπρόσωποι της προσφεύγουσας με σκοπό την ελάφρυνση της ευθύνης της στη διαπιστωθείσα παράβαση, τούτο μόνο δεν αρκεί ώστε να τεθεί υπό αμφιβολία το αξιόπιστο των απόψεων που εκφράστηκαν. Πάντως, επιβάλλεται επίσης να σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό δεν μειώνει ούτε και την αποδεικτική αξία των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν κατά τους ελέγχους και των εξηγήσεων που δόθηκαν όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα (απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 379).

–       Συμπέρασμα

133    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συμφωνία του 1977 διατηρεί την αποδεικτική της αξία προς ενίσχυση, στο πλαίσιο της δέσμης επαρκώς ακριβών και συγκλινόντων αποδεικτικών στοιχείων που δέχθηκε Επιτροπή (βλ. σκέψεις 38 έως 40 ανωτέρω), ορισμένων από τους ουσιώδεις ισχυρισμούς που περιέχονται στις δηλώσεις του A. P. σχετικά με την ύπαρξη συμφωνίας κατανομής της αγοράς των ειδών ραπτικής η οποία συνιστά εμπόδιο για την είσοδο του ομίλου Coats στην ευρωπαϊκή αγορά των «λοιπών εξαρτημάτων για το κλείσιμο ενδυμάτων» και του ομίλου Prym στην ευρωπαϊκή αγορά των νημάτων. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλες περιστάσεις που εξετάστηκαν ανωτέρω. Πρώτον, απαιτείται εκτίμηση στο σύνολό τους των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων, ήτοι του εγγράφου της 12ης Απριλίου 1977, των πρακτικών της συναντήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 1993, των πρακτικών της συναντήσεως της 11ης Ιουνίου 1996, της συμφωνίας-πλαισίου του 1997, του από 7 Νοεμβρίου 2001 δακτυλογραφημένου σημειώματος του A. P. σχετικά με συζήτηση με τον M. F. που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 1998, καθώς και των πρακτικών της συναντήσεως της 15ης Ιουλίου 1998. Δεύτερον, επισημαίνεται ότι τα έγγραφα αυτά ενισχύονται, περαιτέρω, με τα έγγραφα που συνοδεύουν τις αιτήσεις του ομίλου Prym για εφαρμογή των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 και του 2002, ήτοι με ένα αντίγραφο της συμφωνίας του 1977, ένα απόσπασμα της ομιλίας του D. P. της 9ης Νοεμβρίου 1988 και ένα σημείωμα του M. A. με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου 1991. Όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία μαρτυρούν ότι η στενή σχέση που συνέδεε τις οικείες επιχειρήσεις στη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε τη σύναψη των συμφωνιών του 1975 και του 1977 συνεχίστηκε και ότι, κατά καιρούς, η σχέση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο αναπροσαρμογών με τη σύναψη άλλων συμφωνιών, όπως η συμφωνία εφοδιασμού του 1990 και η συμφωνία-πλαίσιο του 1997.

134    Όσον αφορά το ζήτημα αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν ή όχι να αποδείξουν την προσαπτόμενη στην προσφεύγουσα παράβαση και τη διάρκεια αυτής, υπενθυμίζεται ότι είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες και πρακτικές αυτές, να διεξάγονται με μυστικότητα οι συναντήσεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως είναι τα πρακτικά συναντήσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω).

135    Από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε επαρκείς αποδείξεις ή πειστικές εναλλακτικές εξηγήσεις προκειμένου να ανατρέψει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση και από τα οποία, αντιθέτως, προκύπτει, ότι αυτή μετέσχε σε διμερή συμφωνία κατανομής της αγοράς με τον όμιλο Prym.

136    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, σύμφωνα με τους κανόνες των οποίων υπόμνηση γίνεται στις σκέψεις 38 έως 51 ανωτέρω, και χωρίς να υποπέσει στα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως που της προσάπτονται στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

137    Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατά προτεραιότητα τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από μη απόδειξη της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, πριν εξετάσει τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003, δεδομένου ότι η διάρκεια της παραβάσεως συνιστά εγγενές και άρρηκτα συνδεόμενο με κάθε διαπίστωση παραβάσεως στοιχείο και μία από τις προϋποθέσεις που διέπουν την παραγραφή του δικαιώματος διώξεως συνεχιζόμενης παραβάσεως (απόφαση Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 21).

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από μη απόδειξη της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

138    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως, από τον Ιανουάριο του 1975 μέχρι τις 15 Ιουλίου 1998, γεγονός που θα της επέτρεπε να επιβάλει στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση που διήρκεσε 21 και μισό έτη. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 339 και 347 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση ήταν ενιαία και διαρκής, από τον Ιανουάριο του 1975 μέχρι τις 15 Ιουλίου 1998, υποστηρίζοντας ότι [είχε αποδειχθεί] η συνέχιση [της εφαρμογής] της συμφωνίας περί κατανομής των αγορών «χάρη σε διάφορα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή συγκέντρωσε στη διάρκεια των επιθεωρήσεων και στο πλαίσιο των αιτήσεων [του ομίλου Prym για εφαρμογή των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 και του 2002] και των εγγράφων αποδείξεων που παρέσχε η [τελευταία]».

139    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι από την εξέταση των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων προκύπτουν μεγάλα χρονικά κενά τα οποία είναι πολύ σημαντικά για να επιτρέψουν στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, στην πράξη, μεταξύ ενός ανυπόγραφου εγγράφου ασαφούς προέλευσης και ενός εξαιρετικά αμφίσημου εγγράφου συνταχθέντος από το ίδιο ακριβώς πρόσωπο που το κατέθεσε παρήλθε διάστημα 21 ετών. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η συμφωνία του 1977 προοριζόταν να ισχύσει επί πλείονα έτη, δεδομένου ότι αυτή ουδέν διαλαμβάνει σχετικά με την αναμενόμενη διάρκεια ισχύος της.

140    Η Επιτροπή υπενθυμίζει, όσον αφορά τη διάρκεια και τη σχέση ανάμεσα σε μια σειρά γεγονότων και μια ενιαία και διαρκή παράβαση, ότι παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί, κατά την άποψή της, να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της. Όσον αφορά τις προβαλλόμενες ελλείψεις των αποδεικτικών της παραβάσεως στοιχείων για το διάστημα μεταξύ 1978 και 1990, η Επιτροπή φρονεί ότι είχε στη διάθεσή της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία επιβεβαίωναν ότι, από το 1977, υφίστατο κατανομή της αγοράς μεταξύ των επιχειρήσεων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

141    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, με την έννοια της ενιαίας παραβάσεως, νοείται κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας πλείονες επιχειρήσεις μετέσχαν σε παράβαση συνισταμένη σε αδιάλειπτη συμπεριφορά επιδιώκουσα ένα και μόνον οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, ή ακόμη και μεμονωμένες παραβάσεις συνδεόμενες μεταξύ τους λόγω ταυτότητας αντικειμένου (ίδιος σκοπός του συνόλου των στοιχείων) και υποκειμένων (ταυτότητα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων εχουσών συνείδηση της συμμετοχής τους στον κοινό σκοπό) (απόφαση BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 257).

142    Ακολούθως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμα και από αδιάλειπτη συμπεριφορά. Η ανωτέρω ερμηνεία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της αδιάλειπτης αυτής συμπεριφοράς θα αποτελούσαν ενδεχομένως, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, θεωρούμενη στο σύνολό της (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 258).

143    Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενιαίας παραβάσεως ενδέχεται να αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών, συνισταμένων σε συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές και αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψεις 696 έως 698· της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 186, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 159).

144    Προέχει επίσης η διευκρίνιση ότι η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να καθορίζεται μέσω της γενικής αναφοράς στη στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού συνιστά, είτε ως αντικείμενο είτε ως αποτέλεσμα, ένα από τα αρρήκτως μεταξύ τους συνδεόμενα ουσιώδη στοιχεία κάθε συμπεριφοράς εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Παρόμοιος ορισμός της εννοίας του ενιαίου στόχου υπάρχει κίνδυνος να στερήσει την έννοια της ενιαίας και αδιάλειπτης παραβάσεως εν μέρει της σημασίας της, καθ’ ο μέτρο θα είχε ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με κάποιον οικονομικό τομέα συμπεριφορές, απαγορευόμενες από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται συστηματικά ως συστατικά ενιαίας παραβάσεως στοιχεία. Έτσι, προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και αδιάλειπτη παράβαση, πρέπει να επαληθεύεται αν εμφανίζουν μεταξύ τους δεσμό συμπληρωματικότητας υπό την έννοια ότι κάθε μία από αυτές σκοπεί στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και συντείνουν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου διώκοντος ενιαίο στόχο. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι δυνάμενες να αποδείξουν ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον εν λόγω δεσμό περιστάσεις, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο (συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιηθεισών μεθόδων) και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων επιδίκων ενεργειών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 143 ανωτέρω, σκέψεις 179 έως 181).

145    Έτσι, για λόγους αντικειμενικούς, η Επιτροπή δύναται να κινήσει χωριστές διαδικασίες, να διαπιστώσει πλείονες διακριτές παραβάσεις και να επιβάλει πλείονα χωριστά πρόστιμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη Tokai II, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 124).

146    Τέλος, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο χαρακτηρισμός ορισμένων αθέμιτων ενεργειών ως συνθετουσών μία και την αυτή παράβαση ή ως αποτελουσών πλείονες παραβάσεις επηρεάζει, καταρχήν, τη δυνάμενη να επιβληθεί κύρωση. Πράγματι, η διαπίστωση πλειόνων διαφορετικών παραβάσεων ενδέχεται να συνεπάγεται την επιβολή πλειόνων χωριστών προστίμων, κάθε φορά εντός των τιθεμένων από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ορίων (απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 143 ανωτέρω, σκέψη 158).

147    Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν οι πράξεις που προσάπτονται στην προσφεύγουσα εντάσσονται σε ένα γενικό σύστημα που είχε σκοπό να στρεβλώσει τη λειτουργία του ομαλού ανταγωνισμού στις αγορές των «λοιπών εξαρτημάτων για το κλείσιμο ενδυμάτων» και των φερμουάρ και αν πράγματι εμπίπτουν στην ενιαία και συνεχή παράβαση που συνιστά η σύμπραξη σε αυτές τις αγορές.

148    Εν προκειμένω ο χαρακτηρισμός, από την Επιτροπή, της διμερούς συνεργασίας μεταξύ των ομίλων Coats και Prym ως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως είχε ως συνέπεια τη διαπίστωση μίας και μόνης συμπράξεως η οποία διήρκεσε, τουλάχιστον, από τις 15 Ιανουαρίου 1977 έως τις 15 Ιουλίου 1998 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 339 έως 347 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 141 έως 146 ανωτέρω, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον χαρακτήρισε τις προσαπτόμενες στην προσφεύγουσα ενέργειες ως ενιαία και διαρκή παράβαση, στηριζόμενη στα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 217 έως 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και τα οποία εξετάστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

149    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι από την εξέταση των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων προκύπτουν μεγάλα χρονικά κενά, τα οποία είναι πολύ σημαντικά για να μπορέσει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως ως προς ορισμένα χρονικά διαστήματα δεν εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διαπράχθηκε επί χρονικό διάστημα συνολικά μεγαλύτερο από αυτά, όταν τούτο στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε περισσότερα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, μεταξύ των οποίων μεσολαβούν κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν έχει σημασία όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, αρκεί οι διάφορες πράξεις που αποτελούν μέρος της παραβάσεως να έχουν μόνον ένα σκοπό και να εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑113/04 P, Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8831, σκέψη 169).

150    Συνεπώς, μολονότι το διάστημα μεταξύ δύο εκδηλώσεων μιας συνιστώσας παράβαση συμπεριφοράς αποτελεί ουσιώδες κριτήριο προκειμένου να αποδειχθεί ο διαρκής χαρακτήρας μιας παραβάσεως, γεγονός παραμένει ότι το ζήτημα αν το εν λόγω διάστημα είναι αρκούντως μακρό ώστε να αποτελέσει διακοπή της παραβάσεως δεν μπορεί να εξετασθεί αφηρημένα. Αντιθέτως, πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο της λειτουργίας της εν λόγω συμπράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαΐου 2010, T‑18/05, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑1769, σκέψη 89).

151    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, διαπίστωσε ότι η επίμαχη συμφωνία αφορούσε τη διμερή συνεργασία μεταξύ των ομίλων Coats και Prym. Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η Coats δεσμευόταν «να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα κατασκευής μεταλλικών και πλαστικών ειδών ραπτικής […] χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της [William] Prym». Από την πλευρά της η [William] Prym δεσμευόταν «να μην ασκήσει, άμεσα ή στο πλαίσιο ενώσεως, δραστηριότητα κατασκευής νημάτων για ράψιμο και νημάτων για χειροτεχνήματα, κ.λπ. […] χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Coats». Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίδικη συμφωνία αφορά την κατανομή της αγοράς μεταξύ δύο ανταγωνιστών.

152    Σε αντίθεση προς τη συμφωνία καθορισμού των τιμών, στο πλαίσιο της οποίας οι μετέχοντες οφείλουν να συναντώνται ανά τακτά διαστήματα με σκοπό την εξέταση της κατάστασης της αγοράς, προκειμένου να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους εντός αυτής κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, η συμφωνία κατανομής της αγοράς πρέπει, εξ ορισμού, να τηρείται από τους συμβαλλομένους ήδη από τη σύναψή της, μπορεί δε, κατά καιρούς, να αναπροσαρμόζεται είτε με τροποποίηση της υφιστάμενης συμφωνίας είτε με τη σύναψη άλλων συμφωνιών.

153    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, με τη σκέψη 133 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την Επιτροπή στη διάρκεια των επιθεωρήσεων, τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις του ομίλου Prym για εφαρμογή των ανακοινώσεων περί συνεργασίας του 1996 και του 2002 καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η τελευταία μαρτυρούν ότι η στενή σχέση που συνέδεε τις οικείες επιχειρήσεις στη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε τη σύναψη των συμφωνιών του 1975 και του 1977 συνεχίστηκε και ότι, κατά καιρούς, η σχέση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο αναπροσαρμογών διά της συνάψεως άλλων συμφωνιών, όπως η συμφωνία εφοδιασμού του 1990 και η συμφωνία-πλαίσιο του 1997.

154    Επομένως, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέρη, καθορίζοντας τις γενικές γραμμές της δράσεώς τους στην αγορά, συμφώνησαν σε ένα κοινό σχέδιο που περιόριζε ή μπορούσε να περιορίσει την εμπορική αυτονομία τους (βλ. αιτιολογική σκέψη 334 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

155    Κατ’ ακολουθία, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003

 Επιχειρήματα των διαδίκων

156    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει τη συνέχιση της παραβάσεως μετά τις 19 Σεπτεμβρίου 1997, ήτοι επί δέκα έτη πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, με συνέπεια ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003, παραγράφηκε η δυνατότητα επιβολής προστίμου. Όχι μόνο το αποδεικτικό στοιχείο της 15ης Ιουλίου 1998 δεν ικανοποιεί σαφώς τις σχετικές απαιτήσεις, αλλά επιπλέον αποδυναμώνεται σοβαρά από τα αποδεικτικά στοιχεία υπό τη μορφή ενόρκων δηλώσεων, ιδίως των M. F. και K., οι οποίοι κατά το χρονικό εκείνο σημείο, ήταν τα αρμόδια διευθυντικά στελέχη της Coats.

157    Η Επιτροπή απαντά ότι συγκέντρωσε επαρκή στοιχεία προς απόδειξη του ότι η παράβαση συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι τις 15 Ιουλίου 1998. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι το άρθρο 81 ΕΚ εφαρμόζεται και επί συμφωνιών που έχουν παύσει μεν να ισχύουν, εξακολουθούν όμως να παράγουν αποτελέσματα και μετά την τυπική λήξη τους.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

158    Το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003 ορίζει πενταετή παραγραφή για παραβάσεις όπως η προσαπτόμενη στην προσφεύγουσα. Κατά την παράγραφο 2, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω άρθρου, για τις διαρκείς ή τις κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις η παραγραφή υπολογίζεται από την ημέρα παύσεως της παραβάσεως. Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, η παραγραφή διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής, σκοπούσα τη διερεύνηση της παραβάσεως ή την επιβολή κυρώσεων. Κατά το γράμμα του άρθρου 25, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, η διακοπή της παραγραφής ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση. Κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή. Ωστόσο, η παραγραφή επέρχεται το αργότερο την ημέρα παρέλευσης προθεσμίας ίσης με το διπλάσιο της προθεσμίας παραγραφής, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή δεν έχει επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή.

159    Υπενθυμίζεται ότι η διάρκεια της παραβάσεως συνιστά εγγενές και ως εκ τούτου άρρηκτα συνδεόμενο με κάθε διαπίστωση παραβάσεως στοιχείο και μία από τις προϋποθέσεις που διέπουν την παραγραφή του δικαιώματος διώξεως μιας συνεχιζόμενης παραβάσεως (απόφαση Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 21). Επομένως, η εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση των κανόνων παραγραφής προϋποθέτει ότι αυτή έχει καθορίσει ορθώς το διάστημα κατά το οποίο η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου 1997 (ήτοι επί δέκα χρόνια πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως), προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί αν η κατά το άρθρο 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003 δεκαετής προθεσμία παραγραφής είχε παρέλθει ή όχι.

160    Όσον αφορά το ζήτημα σε ποια χρονική στιγμή έπαυσε η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση, πρέπει να υπομνησθεί προκαταρκτικώς η πάγια νομολογία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει τον ισχυρισμό περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως των εν λόγω κανόνων είναι εκείνη η οποία οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα στον οποίο στηρίζεται αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, σκέψη 58, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 78).

161    Εξάλλου, η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί συστατικό στοιχείο της εννοίας της, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, κυρίως, η Επιτροπή. Συναφώς, η νομολογία απαιτεί ότι, όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, T‑43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑441, σκέψη 79).

162    Επιπλέον, στην περίπτωση συμπράξεων που έχουν παύσει να ισχύουν, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 81 ΕΚ αρκεί να εξακολουθούν να παράγουν τα αποτελέσματά τους πέρα από την τυπική τους λήξη (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1775, σκέψη 71, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑59/99, Ventouris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5257, σκέψη 182 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η διάρκεια μιας παραβάσεως δεν πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο κατά την οποία ισχύει μια συμφωνία, αλλά σε συνάρτηση με εκείνη κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις επέδειξαν συμπεριφορά απαγορευόμενη από το άρθρο 81 ΕΚ.

163    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση θεωρήθηκε ότι αποδείχθηκε όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 15 Ιανουαρίου 1977 και 15 Ιουλίου 1998. Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ανωτέρω διαπίστωση σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει τη συνέχιση της παραβάσεως μετά τις 19 Σεπτεμβρίου 1997, ήτοι επί δέκα έτη πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

164    Από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι, εν προκειμένω, υφίσταται ενιαία και διαρκής παράβαση, η οποία διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι τις 15 Ιουλίου 1998.

165    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δεκαετής προθεσμία παραγραφής έτρεξε κατά το διάστημα μεταξύ 15ης Ιουλίου 1998 και 19ης Σεπτεμβρίου 2007, δηλαδή για 9 έτη και 2 μήνες. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν την εκπνοή της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής.

166    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της ΕΣΔΑ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

167    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικονομικά της δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της ΕΣΔΑ και, πιο συγκεκριμένα, το δικαίωμα «να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας» στο πλαίσιο διαδικασιών ποινικής φύσεως, όπως εν προκειμένω.

168    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στην απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή, αφού έλαβε τη συμπληρωματική αίτηση του ομίλου Prym περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 11 ανωτέρω, κίνησε εκ νέου την έρευνα και εξέδωσε τη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, με την οποία επικαλέστηκε για πρώτη φορά έναντι της προσφεύγουσας την ύπαρξη μιας συμφωνίας κατανομής των αγορών ανά προϊόν διάρκειας 21 ετών. Τόσο το διαδικαστικό πλαίσιο όσο και το βάρος που δόθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στα νέα στοιχεία που κατατέθηκαν στη δικογραφία από τη William Prym οδηγούν κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι στα στοιχεία αυτά αποδόθηκε «καθοριστική» σημασία, κατά την έννοια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

169    Κατά την προσφεύγουσα, οι περιστάσεις στην υπό κρίση περίπτωση διαφέρουν από εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bolloré κατά Επιτροπής (σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψεις 86 έως 89). Πρώτον, η ταυτότητα του προσώπου που προέβη στη δήλωση επί της οποίας η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωση της παραβάσεως στην προκειμένη περίπτωση, ήτοι του A. P., ήταν γνωστή και η προσφεύγουσα θα μπορούσε επισήμως να ζητήσει την εξέτασή του. Δεύτερον, στο μέτρο που η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι δεν είναι δικαστήριο κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να διασφαλίσει ότι η διοικητική διαδικασία στο σύνολό της είναι σύμφωνη με το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της ΕΣΔΑ. Τρίτον, η Επιτροπή, στηριζόμενη στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 1994, T‑83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II‑755, σκέψη 235), υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις περί επιβολής προστίμων λόγω παραβάσεως διατάξεως του δικαίου του ανταγωνισμού δεν είναι ποινικού χαρακτήρα.

170    Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι ο A. P. ήταν παρών στην ακρόαση της 11ης Ιουλίου 2006 στη διάρκεια της οποίας όλοι οι μετασχόντες είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν προφορικά τα επιχειρήματά τους. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας αποφάσισε να περιορίσει την παρέμβασή του σε μια απλή διευκρίνιση επί του προγράμματος συμμορφώσεως και σε μια γενική παρατήρηση αναφορικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή και με τις δηλώσεις του ομίλου Prym. Επομένως, μολονότι είχε την ευκαιρία να υποβάλει ερωτήσεις στο πρόσωπο της επιλογής της, η προσφεύγουσα δεν αξιοποίησε την ευκαιρία αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

171    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι, ασφαλώς, το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της ΕΣΔΑ προβλέπει ότι «πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα […] να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχει την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας», προκύπτει εντούτοις από πάγια νομολογία ότι η Επιτροπή δεν είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 81, και της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 7).

172    Κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής (γνωμοδότηση 2/94 του Δικαστηρίου, της 28ης Μαρτίου 1996, Συλλογή 1996, σ. I‑1759, σκέψη 33, και απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαΐου 1997, C‑299/95, Kremzow, Συλλογή 1997, σ. I‑2629, σκέψη 14). Προς τούτο, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο εμπνέονται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και από τα στοιχεία που παρέχουν οι διεθνείς πράξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τις οποίες έχουν συνεργαστεί ή στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη. Η ΕΣΔΑ ενέχει, συναφώς, ιδιαίτερη σημασία (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 18, και προπαρατεθείσα απόφαση Kremzow, σκέψη 14). Εξάλλου, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την [ΕΣΔΑ] και όπως [απορρέουν] από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

173    Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων αυτών, η Επιτροπή παραγνώρισε τη θεμελιώδη για την κοινοτική έννομη τάξη αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 7), καθόσον δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να εξετάσει απευθείας τον μάρτυρα A. P.

174    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή επιβάλλει να παρέχεται στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά έρευνα της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των συνθηκών που επικαλείται η Επιτροπή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, η εν λόγω αρχή δεν επιβάλλει να παρέχεται στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να εξετάζουν οι ίδιες, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, τους μάρτυρες σε ακρόαση των οποίων προέβη η Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 200).

175    Συγκεκριμένα, αρκεί συναφώς οι δηλώσεις τις οποίες χρησιμοποίησε η Επιτροπή να περιλαμβάνονται στον φάκελο που διαβιβάσθηκε στην προσφεύγουσα, η οποία δύναται να τις θέσει υπό αμφισβήτηση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψεις 147 έως 149).

176    Επικουρικώς, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, μολονότι ο A. P. ήταν παρών κατά την ακρόαση της 11ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα, ωστόσο, δεν αξιοποίησε αυτήν την ευκαιρία για να του υποβάλει ερωτήσεις. Επιπροσθέτως, τίποτα δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα να ζητήσει την κλήση και εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υποβάλλοντας σχετικό αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα.

177    Με βάση τις ανωτέρω εκτιμήσεις, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει προσβολή του δικαιώματός της να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας. Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως στερούμενος πραγματικής και νομικής βάσεως.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

178    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο του καθορισμού της προσαυξήσεως του ποσού του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, όφειλε να ασκήσει την εξουσία της εκτιμήσεως εφαρμόζοντας συντελεστή προσαυξήσεως 10 % σύμφωνα με το σημείο 1 B των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Η Επιτροπή δεν έπρεπε να εφαρμόσει αυτόματα προσαύξηση 215 % λόγω της διάρκειας της παραβάσεως. Όφειλε να λάβει υπόψη, πρώτον, το γεγονός ότι οι αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε για τη διαπίστωση της παραβάσεως ήταν ισχνές, δεύτερον, τα μεγάλα διαλείμματα μεταξύ των συγκεκριμένων εκδηλώσεων της παραβάσεως, τρίτον, το γεγονός ότι η διοίκηση της προσφεύγουσας δεν γνώριζε περί της παραβάσεως και, τέταρτον, το γεγονός ότι η διάπραξη της παραβάσεως δεν αποδείχθηκε.

179    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ενεργήσει κατά τα ανωτέρω, δεδομένου ότι, κατά δήλωσή της, αποτελεί πάγια πρακτική της να καθορίζει τη μέγιστη προσαύξηση. Μολονότι στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων (σημαντικά μικρότερης διάρκειας) τα πραγματικά περιστατικά μπορούσαν να δικαιολογήσουν προσαύξηση ύψους 10 % ανά έτος, εντούτοις η Επιτροπή δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή να ασκεί ορθώς τη διακριτική της ευχέρεια.

180    Η Επιτροπή αρνείται τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

181    Πριν εξετασθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 489 και 692 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα πρόστιμα που επέβαλε η Επιτροπή λόγω της παραβάσεως επιβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Επιπλέον, η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των προστίμων εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές και στην ανακοίνωση του 1996 περί συνεργασίας.

182    Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κανόνας δικαίου, περιέχουν ωστόσο κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους, οι οποίοι πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

183    Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των επιβληθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση προστίμων, να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή παρεξέκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω παρέκκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο επικύρωσε αφενός την ίδια την αρχή των κατευθυντηρίων γραμμών και αφετέρου τη γενική μέθοδο που αυτές εκθέτουν (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 252 έως 255, 266 έως 267, 312 και 313).

184    Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι στην πραγματικότητα ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για το θεσμικό αυτό όργανο. Οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 17 και 1/2003, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 183 ανωτέρω, σκέψη 267).

185    Ως εκ τούτου, σε τομείς στους οποίους η Επιτροπή διατηρεί περιθώριο εκτιμήσεως, επί παραδείγματι όσον αφορά το αρχικό ποσό ή τον συντελεστή προσαυξήσεως λόγω διαρκείας, ο σχετικός έλεγχος νομιμότητας περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουλίου 2005, T‑241/01, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2917, σκέψεις 64 και 79).

186    Το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν, καταρχήν, την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 538), που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 60 έως 62, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2003, T‑368/00, General Motors Nederland και Opel Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4491, σκέψη 181).

187    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το απλό γεγονός ότι η Επιτροπή διατήρησε τη δυνατότητα να αυξάνει το πρόστιμο ανά έτος παραβάσεως κατά ποσοστό που ανέρχεται, στις περιπτώσεις παραβάσεων μεγάλης διαρκείας, μέχρι το 10 % του ποσού στο οποίο καταλήγει για τη σοβαρότητα της παραβάσεως, ουδόλως την υποχρεώνει να καθορίζει τον συντελεστή αυτόν βάσει της εντάσεως των δραστηριοτήτων της συμπράξεως ή των αποτελεσμάτων της ή, κατά μείζονα λόγο, της σοβαρότητας της παραβάσεως. Πράγματι, στην Επιτροπή απόκειται να επιλέγει, στο πλαίσιο του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει (βλ. σκέψη 183 ανωτέρω), τον συντελεστή προσαυξήσεως που προτίθεται να εφαρμόσει λόγω της διαρκείας της παραβάσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑19/05, Boliden κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑1843, σκέψη 98).

188    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που σκοπούν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, πρώτον, το γεγονός ότι οι αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε για τη διαπίστωση της παραβάσεως ήταν ισχνές, δεύτερον, τα μεγάλα διαλείμματα μεταξύ των συγκεκριμένων εκδηλώσεων της παραβάσεως, τρίτον, το γεγονός ότι η διοίκηση της προσφεύγουσας δεν γνώριζε περί της παραβάσεως, συγχέονται με τα επιχειρήματα που εκτίθενται στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Επομένως, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον, με βάση τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, έκρινε ότι επρόκειτο περί ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως η οποία διήρκεσε από τις 15 Ιανουαρίου 1977 έως τις 15 Ιουλίου 1998, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

189    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από μη απόδειξη της διαπράξεως της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 17 προβλέπει τη συνεκτίμηση, εκτός της σοβαρότητας της παραβάσεως, και της διάρκειάς της προκειμένου να καθορισθεί το ύψος του προστίμου. Συνεπώς, η επίπτωση της διάρκειας της παραβάσεως επί του βασικού ποσού του προστίμου πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να είναι σημαντική. Τούτο αντιτίθεται, πλην ειδικών περιστάσεων, σε μια αμιγώς συμβολική αύξηση του ποσού εκκινήσεως λόγω της διάρκειας της παραβάσεως. Έτσι, όταν μια συμφωνία που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή, ενδείκνυται, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη η διάρκεια υπάρξεως αυτής της συμφωνίας, ήτοι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της ημερομηνίας συνάψεώς της και της ημερομηνίας κατά την οποία έπαυσε να ισχύει (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 280).

190    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η διμερής συνεργασία μεταξύ των ομίλωνPrym και Coats είχε διαρκέσει επί 21 και μισό έτη, ήτοι για μακρό διάστημα κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών. Επομένως, η Επιτροπή προσαύξησε για τον λόγο αυτό το αρχικό ποσό του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου κατά 215 %. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το σημείο 1B, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, όσον αφορά τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας, προβλέπεται η δυνατότητα προσαυξήσεως του αρχικού ποσού του προστίμου που καθορίζεται με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως με συντελεστή μέχρι 10 % για κάθε έτος παραβάσεως. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή δεν παρεξέκλινε από τους κανόνες που θέσπισε με τις κατευθυντήριες γραμμές.

191    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

192    Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο να προβεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του πλήρους δικαιοδοσίας, σε μείωση του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

193    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Coats Holdings Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιουνίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως της Επιτροπής, αφενός, να αποδείξει την παράβαση και, αφετέρου, να τηρήσει τον απαιτούμενο συναφώς βαθμό αποδείξεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί της συναντήσεως του 1975 (αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί του εγγράφου της 15ης Ιανουαρίου 1977 (αιτιολογικές σκέψεις 218 έως 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί του εγγράφου της 12ης Απριλίου 1977 (αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί της συμφωνίας Hugenpoet (αιτιολογικές σκέψεις 225 και 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί της συναντήσεως του Beirat της 9ης Νοεμβρίου 1988 (αιτιολογικές σκέψεις 227 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί του σημειώματος της William Prym της 12ης Δεκεμβρίου 1991 (αιτιολογική σκέψη 231 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί της συναντήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 1993 (αιτιολογική σκέψη 232 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί της μεταβιβάσεως από την Coats της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της William Prym (αιτιολογικές σκέψεις 233 έως 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί της αποκτήσεως της Bonduel από τη William Prym και της συναντήσεως της 15ης Ιουλίου 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 237 έως 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί των απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων

– Συμπέρασμα

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από μη απόδειξη της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της ΕΣΔΑ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.