Language of document : ECLI:EU:C:2016:863

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 10ης Νοεμβρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑568/15

Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main e.V.

κατά

comtech GmbH

[αίτηση του Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείου Στουτγάρδης, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Προστασία των καταναλωτών – Τηλεφωνική επικοινωνία – Χρησιμοποίηση τηλεφωνικής γραμμής από τον έμπορο, προκειμένου να έχει ο καταναλωτής δυνατότητα επικοινωνίας μαζί του σχετικά με συναπτόμενες συμβάσεις – Απαγόρευση εφαρμογής τιμής χρέωσης ανώτερης της βασικής τιμής χρέωσης – Έννοια του όρου “βασική τιμή χρέωσης”»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην παρούσα υπόθεση ζητείται από το Δικαστήριο να παράσχει διευκρινίσεις στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, και, ειδικότερα, τη διάθεση, από έμπορο, τηλεφωνικής γραμμής εξυπηρετήσεως μετά την πώληση για τους πελάτες του.

2.        Τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του όρου «βασική τιμή χρέωσης» κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ (2), ενώ η ίδια η οδηγία δεν περιέχει κανέναν ορισμό του όρου αυτού. Η υπό κρίση υπόθεση δίνει, επομένως, στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί, για πρώτη φορά, ως προς την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου και, μεταξύ άλλων, ως προς την έννοια του όρου «βασική τιμή χρέωσης» που περιλαμβάνεται σε αυτό.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/83, που επιγράφεται «Επίπεδο εναρμόνισης», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών διατάξεων για την εξασφάλιση διαφορετικού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.»

4.        Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, που επιγράφεται «Απαιτήσεις ενημέρωσης για συμβάσεις εξ αποστάσεως και συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«1.      Πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής με σύμβαση συναπτόμενη εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος ή με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά, ο έμπορος παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες με ευκρινή και κατανοητό τρόπο:

[…]

στ)      το κόστος χρησιμοποιήσεως του μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως για τη σύναψη της σύμβασης, όταν αυτό υπολογίζεται με βάση άλλη εκτός των βασικών τιμολογίων·

[…]».

5.        Κατά το άρθρο 21 της οδηγίας αυτής, που επιγράφεται «Τηλεφωνική επικοινωνία»:

«Τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνήσουν ώστε όταν ο έμπορος χρησιμοποιεί τηλεφωνική γραμμή για τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του σχετικά με τις συναπτόμενες συμβάσεις, ο καταναλωτής –τη στιγμή που επικοινωνεί με τον έμπορο– [να μην] υποχρεούται να πληρώσει παραπάνω από τη βασική τιμή χρέωσης.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος των παρόχων των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να επιβάλλουν χρέωση για αυτές τις κλήσεις.»

 Β –      Το γερμανικό δίκαιο

6.        Το άρθρο 312a του Bürgerliches Gesetzbuch (Αστικού Κώδικα, στο εξής: BGB), που επιγράφεται «Γενικές υποχρεώσεις και αρχές σχετικά με τις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές. Όρια κατά τη συνομολόγηση της αμοιβής», το οποίο συνιστά μεταφορά του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 στο εσωτερικό δίκαιο, ορίζει στην παράγραφο 5 τα εξής:

«Συμφωνία βάσει της οποίας ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει ορισμένο ποσό για την πραγματοποίηση κλήσεως προς τον έμπορο, για την υποβολή ερωτημάτων ή την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση, σε τηλεφωνικό αριθμό τον οποίο ο έμπορος διαθέτει για τέτοιους σκοπούς, είναι άκυρη, αν το συμφωνηθέν ποσό υπερβαίνει το αντίτιμο που καταβάλλεται για την απλή χρήση της τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας. Αν η συμφωνία είναι άκυρη κατά το εδάφιο 1, ο καταναλωτής δεν υποχρεούται σε καταβολή αντιτίμου για την κλήση ούτε έναντι του παρόχου της τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας. Ο πάροχος της τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει το αντίτιμο για την απλή χρήση της τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας από τον έμπορο ο οποίος συνήψε την άκυρη συμφωνία με τον καταναλωτή.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

7.        Η comtech GmbH είναι γερμανική εταιρία της οποίας η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται στην εμπορία ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών. Αναρτά στον ιστότοπό της έναν τηλεφωνικό αριθμό που αντιστοιχεί σε υπηρεσία εξυπηρετήσεως και αφορά πελάτες οι οποίοι έχουν ήδη συνάψει σύμβαση πωλήσεως με αυτή και επιθυμούν διευκρινίσεις ή επεξηγήσεις σε σχέση με τη σύμβασή τους. Ο τηλεφωνικός αυτός αριθμός είναι ειδικός αριθμός που περιέχει το πρόθεμα 0180, το οποίο χρησιμοποιείται στη Γερμανία για τις υπηρεσίες εξυπηρετήσεως με ενιαίο εθνικό τιμολόγιο. Το κόστος μιας κλήσεως προς αυτόν τον ειδικό (όχι γεωγραφικό) αριθμό υπερβαίνει το ποσό που θα κατέβαλλε ο καταναλωτής για μια κλήση σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας με βάση τις συνήθεις τιμές συνδέσεως (3).

8.        Η Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main e.V. είναι μια ένωση για την προώθηση των εμπορικών συμφερόντων των μελών της, στα οποία συγκαταλέγονται, ιδίως, ενώσεις και επιχειρήσεις. Η Zentrale άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή παραλείψεως κατά της comtech λόγω παραβάσεως του άρθρου 312a, παράγραφος 5, του BGB, το οποίο συνιστά μεταφορά του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 στο εσωτερικό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτής της αγωγής, η Zentrale προέβαλε ότι η διάθεση τηλεφωνικής γραμμής εξυπηρετήσεως μετά την πώληση σε τιμή ανώτερη από αυτή των τυπικών κλήσεων συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική (4).

9.        Η comtech αντικρούει την αγωγή παραλείψεως. Η εταιρία αυτή προέβαλε ότι το άρθρο 312a, παράγραφος 5, του BGB, θεωρούμενο υπό το φως του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83, συνεπάγεται ότι ο έμπορος δεν πραγματοποιεί κέρδος μέσω μιας τηλεφωνικής γραμμής εξυπηρετήσεως. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την comtech, δεν απαγορεύεται το κόστος των κλήσεων να υπερβαίνει την τιμή των λεγόμενων «τυπικών» κλήσεων, προκειμένου να καλύπτεται η αμοιβή που οφείλεται στον τηλεπικοινωνιακό φορέα για τη διάθεση γραμμής εξυπηρετήσεως, καθόσον ο έμπορος δεν πραγματοποιεί κέρδος από αυτό (5).

10.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί η έννοια του «αντιτίμου για την απλή χρήση της τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας» κατά το άρθρο 312a, παράγραφος 5, του BGB. Δεδομένου ότι οι χρεώσεις για τις τηλεφωνικές γραμμές όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη έχουν αποτελέσει το αντικείμενο εναρμονίσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με το άρθρο 21 της οδηγίας 2011/83, πρέπει να ερμηνευθεί και η διάταξη αυτή της οδηγίας 2011/83. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να πληρώσει παραπάνω από τη «βασική τιμή χρέωσης» για τηλεφωνικές επικοινωνίες μετά τη σύναψη συμβάσεως.

11.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο Γερμανός νομοθέτης είχε ως στόχο να αποτραπεί το ενδεχόμενο να πραγματοποιεί ο έμπορος κέρδος από τη διάθεση μη γεωγραφικής τηλεφωνικής γραμμής. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 και, επομένως, του άρθρου 312a, παράγραφος 5, του BGB, δεν αποκλείει να πληρώνει ο καταναλωτής περισσότερο για μια κλήση σε μη γεωγραφική γραμμή απ’ ό,τι για μια τυπική κλήση, εφόσον τα έσοδα δεν υπερβαίνουν το κόστος διαθέσεως μιας τέτοιας γραμμής.

12.      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί, όμως, αμφιβολίες ως προς αυτή την ερμηνεία και διερωτάται αν επιβάλλεται η ερμηνεία του όρου «βασική τιμή χρέωσης» να είναι στενότερη από αυτή του Γερμανού νομοθέτη, προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλότερο επίπεδο προστασίας για τον καταναλωτή. Εκτιμά ότι το γράμμα του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83, καθώς και ο σκοπός του υποδεικνύουν μια τέτοια πιο συσταλτική ερμηνεία. Πράγματι, μολονότι η επίδικη εθνική διάταξη απαγορεύει, όπως είδαμε, την πραγματοποίηση κέρδους μέσω της εκμεταλλεύσεως μιας μη γεωγραφικής τηλεφωνικής γραμμής, δεν εμποδίζει παρά ταύτα οι κλήσεις που πραγματοποιούνται στην εν λόγω γραμμή να τιμολογούνται πιο ακριβά από αυτές που πραγματοποιούνται σε τυπικές γραμμές.

13.      Ευρισκόμενο προ αυτών των ζητημάτων, το Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείο Στουτγάρδης, Γερμανία), με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2015, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 την έννοια ότι η τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, την οποία έχει εγκαταστήσει ο έμπορος για να επικοινωνούν μαζί του οι καταναλωτές για θέματα που αφορούν τις μεταξύ τους συναφθείσες συμβάσεις, δεν πρέπει να συνεπάγεται για τον καταναλωτή κόστος υψηλότερο από εκείνο με το οποίο θα βαρυνόταν για την κλήση σε έναν τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας;

2)      Αντιτίθεται το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 σε εθνική διάταξη κατά την οποία, εφόσον ο έμπορος έχει εγκαταστήσει γραμμή εξυπηρετήσεως με πρόθεμα 0180 για την τηλεφωνική επικοινωνία με καταναλωτές σχετικά με συναφθείσες συμβάσεις, ο καταναλωτής βαρύνεται με το κόστος που του χρεώνει ο πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών για τη χρησιμοποίηση της συγκεκριμένης τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας ακόμη και αν το κόστος αυτό υπερβαίνει το κόστος με το οποίο θα βαρυνόταν ο καταναλωτής για την τηλεφωνική επικοινωνία μέσω τυπικού (γεωγραφικού) αριθμού σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας;

Εν πάση περιπτώσει, συμβιβάζεται με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας μία τέτοια εθνική διάταξη, εφόσον ο πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δεν αποδίδει στον έμπορο μέρος του αντιτίμου το οποίο χρεώνει στον καταναλωτή για την τηλεφωνική επικοινωνία μέσω του αριθμού με το πρόθεμα 0180;»

14.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Zentrale, η Εσθονική, η Λιθουανική, η Ολλανδική και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεδομένου ότι κανείς από τους διαδίκους δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, το Δικαστήριο αποφάσισε να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

IV – Ανάλυση

 Επί της από κοινού εξετάσεως των προδικαστικών ερωτημάτων

15.      Με τα προδικαστικά του ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, αφενός, αν ο όρος «βασική τιμή χρέωσης» έχει την έννοια ότι το κόστος που χρεώνεται στον καταναλωτή, όταν καλεί τον έμπορο στο πλαίσιο κλήσεως μέσω τηλεφωνικής γραμμής υπηρεσίας μετά την πώληση, δεν μπορεί να υπερβαίνει το τίμημα που θα είχε καταβάλει για μια κλήση σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας και, αφετέρου, ποια σημασία πρέπει να αποδοθεί στο ζήτημα αν ο έμπορος πραγματοποιεί ή όχι κέρδος μέσω της τηλεφωνικής αυτής γραμμής.

16.      Νομίζω ότι ενδείκνυται, όπως πρότεινε εμμέσως και η Επιτροπή, τα ερωτήματα αυτά να εξετασθούν από κοινού, εφόσον αφορούν την ερμηνεία ενός και του αυτού όρου.

17.      Με τα δύο αυτά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, πώς πρέπει να ερμηνευθεί ο όρος «βασική τιμή χρέωσης» που περιέχεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2011/83.

18.      Πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινισθεί ότι η Zentrale, η Εσθονική και η Λιθουανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή υποστήριξαν, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, την άποψη ότι ο καταναλωτής, όταν καλεί τον έμπορο στο πλαίσιο κλήσεως μέσω τηλεφωνικής γραμμής υπηρεσίας μετά την πώληση, δεν οφείλει να καταβάλει για την τηλεφωνική επικοινωνία τίμημα ανώτερο από αυτό που θα κατέβαλλε για μια κλήση σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας.

 Ως προς τον όρο «βασική τιμή χρέωσης» κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83

1.      Η διατύπωση του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83

19.      Κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83, «[τ]α κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνήσουν ώστε όταν ο έμπορος χρησιμοποιεί τηλεφωνική γραμμή για τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του σχετικά με τις συναπτόμενες συμβάσεις, ο καταναλωτής –τη στιγμή που επικοινωνεί με τον έμπορο– [να μην] υποχρεούται να πληρώσει παραπάνω από τη βασική τιμή χρέωσης».

20.      Ελλείψει οποιουδήποτε ορισμού του όρου «βασική τιμή χρέωσης» στην οδηγία 2011/83, καθώς και στο νομικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει ο νομοθέτης της Ένωσης στον τομέα της παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών (6), από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της σημασίας και του περιεχομένου όρων ως προς τους οποίους το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει κανέναν ορισμό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων ταυτοχρόνως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελούν τμήμα (7).

21.      Ο όρος «βασική τιμή χρέωσης», κατά το σύνηθες νόημα που του αποδίδεται στη γερμανική γλώσσα, θυμίζει, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, τον όρο «τοπική τιμή», ο οποίος αναφέρεται στο κόστος κλήσεως προς ένα συνήθη τοπικό αριθμό τηλεφώνου. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επιπλέον ότι ο όρος αυτός δεν τυγχάνει ενιαίας ερμηνείας στη Γερμανία (8).

22.      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνη βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, ούτε μπορεί να χαρακτηρίζεται ως υπερέχουσα έναντι των άλλων γλωσσικών αποδόσεων. Πράγματι, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο, λαμβανομένων υπόψη των αποδόσεών τους σε όλες τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται (9).

23.      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ακόμη και αν δεν υφίσταται, κατ’ αρχήν, αμφισημία από απόψεως κειμένου στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις (10), λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της διαφοράς των τιμών που προτείνονται στους τελικούς χρήστες για τη διάθεση των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών εντός των κρατών μελών (11) και, αφετέρου, της ταχείας εξελίξεως που παρατηρείται στον δυναμικό τομέα των τηλεπικοινωνιών, προκύπτει ότι δεν είναι δυνατό να ορισθεί μία χρήση στην καθημερινή γλώσσα για τον όρο «βασική τιμή χρέωσης». Κατά συνέπεια, με βάση μόνο το κοινό νόημα του χρησιμοποιούμενου στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις όρου δεν είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

24.      Επομένως, ο όρος «βασική τιμή χρέωσης» πρέπει να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με την όλη οικονομία και τον σκοπό, καθώς και το κανονιστικό πλαίσιο, της οδηγίας 2011/83. Το ιστορικό γενέσεως της οδηγίας αυτής μπορεί επίσης να συνιστά αξιόπιστη πηγή που καθιστά δυνατό να ανιχνευθεί, σε ορισμένο βαθμό, η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης σε έναν ευαίσθητο τομέα, όπως είναι αυτός της προστασίας των καταναλωτών.

2.      Η ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83, θεωρούμενου εντός του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται

25.      Για την ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις που περιβάλλουν αυτό το άρθρο στην εν λόγω οδηγία.

26.      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83, το οποίο αφορά τις απαιτήσεις ενημερώσεως για συμβάσεις εξ αποστάσεως και συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «βασικ[ά] τιμολ[όγια]» [βασική τιμή χρέωσης]. Κατά τη διάταξη αυτή, ο έμπορος έχει την υποχρέωση να πληροφορεί τον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, για το «κόστος χρησιμοποιήσεως του μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως για τη σύναψη της σύμβασης, όταν αυτό υπολογίζεται με βάση άλλη εκτός των βασικών τιμολογίων» (12).

27.      Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω υποχρέωση πληροφορήσεως του καταναλωτή του παρέχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αν δέχεται ή όχι να συνάψει τη σύμβαση με τον έμπορο, έχοντας γνώση του κόστους χρησιμοποιήσεως του μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως (13). Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι ως «βασικό τιμολόγιο» [βασική τιμή χρέωσης] κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83 μπορεί να θεωρηθεί μόνο το κόστος που πρέπει να αναμένει ο καταναλωτής, δηλαδή αυτό μιας συνήθους τηλεφωνικής επικοινωνίας, που χρεώνεται για μια κλήση σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας. Δεδομένου ότι ο καταναλωτής γνωρίζει αυτό το κόστος με βάση τη σύμβαση που συνήψε με τον πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, καμία υποχρέωση πληροφορήσεως δεν επιβάλλεται στον έμπορο στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Αντιστρόφως, αν η τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του καταναλωτή και του εμπόρου πραγματοποιείται με αριθμό κλήσεως που συνεπάγεται για τον καταναλωτή κόστος το οποίο υπερβαίνει αυτό μιας συνήθους τηλεφωνικής επικοινωνίας, σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, ο καταναλωτής πρέπει να ενημερώνεται από τον έμπορο με ευκρινή και κατανοητό τρόπο.

28.      Αν, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2001/83, η ερμηνεία αυτής της διατάξεως και του όρου «βασικ[ά] τιμολ[όγια]» [βασική τιμή χρέωσης] που περιέχεται σ’ αυτή συνηγορεί υπέρ του ότι περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο το κόστος το οποίο συνεπάγεται συνήθως μια τηλεφωνική επικοινωνία σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να ισχύει κάτι διαφορετικό ως προς την ερμηνεία του όρου «βασική τιμή χρέωσης» κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας αυτής.

29.      Επομένως, θεωρούμενο εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, το άρθρο 21 της οδηγίας 2001/83 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο κόστος που προκύπτει για τον καταναλωτή κατά την κλήση σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας.

30.      Η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει την πραγματοποίηση των σκοπών που επιδιώκονται με την οδηγία 2011/83, όπως θα προσπαθήσω να καταδείξω στη συνέχεια.

3.      Ως προς την έννοια του όρου «βασική τιμή χρέωσης» υπό το πρίσμα του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών

31.      Ο σκοπός της οδηγίας 2011/83, έκφραση του οποίου αποτελεί και το άρθρο 1 αυτής, είναι να «συμβάλει μέσω της επίτευξης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (14).

32.      Συναφώς, οι αιτιολογικές σκέψεις 3 (15) έως 5 και 7 της οδηγίας 2011/83 υπενθυμίζουν ότι σκοπός της οδηγίας είναι να συμβάλει σε ένα «υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών». Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας αυτής τονίζει ότι οι «καταναλωτές θα πρέπει να απολαύουν υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση» (16).

33.      Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η επίμαχη στην κύρια δίκη γερμανική νομοθεσία δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 21 της οδηγίας 2011/83 και, ιδίως, προς τον σκοπό της προστασίας των καταναλωτών, που αναγνωρίζεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 και 7 και το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής. Πράγματι, σε αντίθεση προς την Εσθονική (17) και τη Λιθουανική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η έννοια της «βασικής τιμής χρέωσης» περιλαμβάνει το συμπληρωματικό κόστος της χρεώσεως παροχής πληροφοριών το οποίο απορρέει από τη διάθεση του εν λόγω αριθμού εξυπηρέτησης (18).

34.      Το επιχείρημα αυτό δεν με πείθει.

35.      Η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2011/83 υπογραμμίζει ότι η οδηγία αυτή απομακρύνεται από την προσέγγιση ελάχιστης εναρμονίσεως που προβλεπόταν στις οδηγίες 85/577/ΕΟΚ (19) και 97/7, υπέρ μια πλήρους εναρμονίσεως. Επομένως, χάριν της ασφάλειας δικαίου, ο σκοπός να «απολαύουν [οι καταναλωτές] υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση» επιτυγχάνεται με την πλήρη εναρμόνιση ορισμένων ουσιωδών πτυχών των συμβάσεων μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών (20). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/83, «[τ]α κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών διατάξεων για την εξασφάλιση διαφορετικού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία», θυμίζω δε ότι δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο ως προς το άρθρο 21 αυτής (21).

36.      Όπως, ορθώς, τόνισαν η Εσθονική και η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το άρθρο 21 της οδηγίας 2011/83 αφορά την περίπτωση κατά την οποία, μετά τη σύναψη συμβάσεως, ο καταναλωτής απευθύνεται στον έμπορο σε σχέση με αυτή τη σύμβαση, για τη διευκρίνιση, ιδίως, ζητημάτων που αφορούν την εκτέλεσή της (22) ή, μετά την εκτέλεσή της, για να προβάλει δικαιώματα εγγυήσεως ή για να προετοιμάσει την άσκηση ενδίκου βοηθήματος. Δεδομένου ότι ο έμπορος είναι αυτός που εγκαθιστά την τηλεφωνική γραμμή επικοινωνίας με τον καταναλωτή, έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει το ύψος του κόστους που επιρρίπτεται στους καταναλωτές, όταν λαμβάνει μια κλήση. Πράγματι, αν ο έμπορος επιλέξει έναν τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, η κλήση του καταναλωτή προς τον έμπορο συνεπάγεται μόνο το κόστος που υπολογίζεται με βάση τη συναφθείσα μεταξύ του καταναλωτή και του παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών συμφωνία. Αντιθέτως, αν ο έμπορος επιλέξει ειδική τηλεφωνική γραμμή, της οποίας οι τιμές επικοινωνίας είναι υψηλότερες από τις συνήθεις τιμές της αγοράς, υφίσταται ο κίνδυνος ο καταναλωτής, για λόγους οικονομίας, να αποφεύγει, επί ζημία του, τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον έμπορο, διότι αυτό θα συνεπαγόταν για τον ίδιο πρόσθετο κόστος.

37.      Κατά συνέπεια, τίμημα ανώτερο από αυτό που καταβάλλεται σε συνήθη τηλεφωνική γραμμή θα μπορούσε να αποτρέπει τον καταναλωτή από το να επικοινωνεί με τον έμπορο, λόγω του πρόσθετου κόστους που αυτό συνεπάγεται (23). Επιπλέον, από τη γενική οικονομία της οδηγίας προκύπτει ότι η τηλεφωνική υπηρεσία εξυπηρετήσεως θεωρείται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι περιλαμβάνεται στις προσδοκώμενες από τους συμβαλλόμενους υπηρεσίες και, επομένως, καλύπτεται από το τίμημα που ήδη κατέβαλε ο καταναλωτής. Η χρήση υπερτιμολογημένου αριθμού θα ισοδυναμούσε με εξαναγκασμό του καταναλωτή να καταβάλει πρόσθετα έξοδα για την ίδια υπηρεσία (24). Αυτό αληθεύει, κατά μείζονα λόγο, όταν η αξία του αποτελούντος το αντικείμενο της συμβάσεως αγαθού είναι χαμηλή.

38.      Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω του δεύτερου εδαφίου του άρθρου, το οποίο απλώς διευκρινίζει ότι το πρώτο εδάφιο «ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος των παρόχων των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να επιβάλλουν χρέωση για αυτές τις κλήσεις». Συμφωνώ με το επιχείρημα της Λιθουανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, ότι ο καθοριστικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι το αντίτιμο που χρεώνεται στον καταναλωτή δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το καταβαλλόμενο για μια κλήση σταθερής τηλεφωνίας στις συνήθεις τιμές της αγοράς.

39.      Κατά τη γνώμη μου, το πλήρες σύστημα εναρμονίσεως που θεσπίσθηκε με την οδηγία 2011/83 και το υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές θα κινδύνευαν να χάσουν την πρακτική τους αποτελεσματικότητα, αν το Δικαστήριο δεχόταν εν προκειμένω ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 που θα παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εισάγουν σε εθνικό επίπεδο διατάξεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν αποκλειστικά και μόνο το σύνηθες κόστος της αγοράς για τηλεφωνικές επικοινωνίες σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας.

40.      Όπως θα εξηγήσω τώρα, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται επίσης από το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83.

4.      Η ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 υπό το πρίσμα του ιστορικού θεσπίσεώς της

41.      Η συστηματική και η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83, που εκτέθηκαν στα σημεία 29 και 39 των προτάσεών μου, συνάδουν επίσης προς το ιστορικό γενέσεως της οδηγίας αυτής.

42.      Πράγματι, έχοντας διαπιστώσει, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας (25), την απουσία ομοιόμορφων κανόνων, σχετικών με τα ζητήματα που αφορούν τις επί πληρωμή τηλεφωνικές υπηρεσίες εξυπηρετήσεως πελατών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε, με την υπ’ αριθ. 1378 τροπολογία του, να προστεθεί το άρθρο 28α (νέο), επιγραφόμενο «Επικοινωνία και δυνατότητα ελεύθερης χρήσεως» (26). Η αιτιολόγηση αυτής της τροπολογίας ήταν ότι «[ο]ι έμποροι μεταφέρουν όλο και περισσότερο τις υπηρεσίες εξυπηρετήσεως της πελατείας και παραπόνων προς κέντρα κλήσεων. Οι καταναλωτές διαπιστώνουν τότε ότι χρεώνονται με κόστος ενίοτε όχι αμελητέο, όταν παραπέμπονται σε επί πληρωμή ειδικούς αριθμούς […]. Επομένως, η επικοινωνία και η δυνατότητα ελεύθερης χρήσεως θα πρέπει να προβλέπονται από τη νομοθεσία ως παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις, για τις οποίες δεν απαιτείται καμία πρόσθετη αμοιβή κατά της διάρκεια της υφιστάμενης συμβατικής σχέσεως ή κατά τη διάρκεια της εγγυήσεως» (27).

43.      Συναφώς, η Επιτροπή προέβαλε, με τα δικόγραφά της, ότι ο όρος «βασική τιμή χρέωσης» εισήχθη κατά την έγκριση και την αναδιατύπωση της προτάσεως του Κοινοβουλίου (28). Συγκεκριμένα, κατά την πρώτη ανάγνωση, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγινε δεκτή η πρόταση οδηγίας που περιείχε το άρθρο 21 (29). Ο σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν, επομένως, να προστατεύονται οι καταναλωτές από υπερτιμολογημένο κόστος επικοινωνίας, όταν επιθυμούν να καλέσουν τηλεφωνικώς τον έμπορο ή την υπηρεσία εξυπηρετήσεως σε σχέση με ήδη συναφθείσα σύμβαση.

44.      Η βούληση αυτή του νομοθέτη της Ένωσης επιρρωννύεται, επιπλέον, από το έγγραφο καθοδηγήσεως της ΓΔ Δικαιοσύνη αναφορικά με την οδηγία 2011/83 (30). Στο σημείο 10 αυτού του εγγράφου υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι ο σκοπός του άρθρου 21 της οδηγίας αυτής είναι «να προστατεύεται ο καταναλωτής από την επιβολή πρόσθετων δαπανών στην περίπτωση κατά την οποία θα είχε ανάγκη να καλέσει τον έμπορο με τον οποίο συνήψε σύμβαση, παραδείγματος χάριν αν επιθυμεί να διαμαρτυρηθεί, και, δεύτερον, ότι αυτό το είδος τηλεφωνικής κλήσεως δεν πρέπει να αναγκάζει τον καταναλωτή να πληρώνει περισσότερο από τη “βασική τιμή χρέωσης”». Μολονότι η οδηγία δεν παρέχει ρητώς ορισμό του όρου «βασική τιμή χρέωσης», στόχος της είναι να απαιτείται από τους εμπόρους να μεριμνούν, ώστε οι καταναλωτές να μη πληρώνουν περισσότερο από το καθαρό κόστος της υπηρεσίας ηλεκτρονικών υπηρεσιών για τις κλήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21» (31). Το έγγραφο αυτό διευκρινίζει, επιπλέον, ότι, για να συμμορφωθούν στην απαίτηση αυτή όσον αφορά τη βασική τιμή χρεώσεως, «οι έμποροι θα πρέπει να χρησιμοποιούν αριθμούς τηλεφώνου όπως οι τυπικοί (γεωγραφικοί) αριθμοί σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας οι οποίοι υπόκεινται σε ειδική τιμολόγηση. Οι μη γεωγραφικοί αριθμοί τους οποίους οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών περιλαμβάνουν συνήθως στις κατ’ αποκοπήν προσφορές τους για διάρκεια που αντιστοιχεί σε σταθερή μηνιαία τιμή και οι αριθμοί που δεν έχουν κόστος υψηλότερο από τις κλήσεις προς τους γεωγραφικούς αριθμούς συνιστούν παραδείγματα αριθμών που τιμολογούνται με τη βασική τιμή χρέωσης» (32).

45.      Εκτιμώ ότι από τα σημεία 25 έως 40 των προτάσεών μου προκύπτει σαφώς ότι ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 υπό την έννοια ότι ο όρος «βασική τιμή χρέωσης» καλύπτει όλες τις δαπάνες που προκαλεί η χρήση της υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών, τούτο δε ανεξαρτήτως του ποσού των δαπανών αυτών, θα αντέβαινε στον επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπό του κανονιστικού πλαισίου.

 Ως προς το ζήτημα αν ο έμπορος αντλεί όφελος από την τηλεφωνική γραμμή, στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83

46.      Όπως εξέθεσα στο σημείο 38 των προτάσεών μου, ο καθοριστικός παράγοντας για την ερμηνεία του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 και του όρου «βασική τιμή χρέωσης» είναι ότι το αντίτιμο που βαρύνει τον καταναλωτή δεν μπορεί να είναι ανώτερο από αυτό που απαιτείται για μια τυπική κλήση στις συνήθεις τιμές της αγοράς. Κατά συνέπεια, όπως επιβεβαιώνεται από τη συστηματική και την τελολογική ερμηνεία καθώς και από το ιστορικό θεσπίσεως της διατάξεως αυτής, εάν το κόστος που προκαλείται για τον καταναλωτή υπερβαίνει τις συνήθεις τιμές για τις τυπικές τηλεφωνικές κλήσεις, δεν πρόκειται για «βασική τιμή χρέωσης» υπό την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83.

47.      Πράγματι, όπως ορθώς παρατήρησαν η Εσθονική, η Λιθουανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ο σκοπός προστασίας του καταναλωτή από την υπερτίμηση του κόστους των κλήσεων στο πλαίσιο των συμβατικών ή μετασυμβατικών επικοινωνιών με τον έμπορο κατισχύει, ανεξαρτήτως του ζητήματος ποιος εισπράττει τελικώς το αντίτιμο που οφείλει ο καταναλωτής για τη χρήση της υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών (33). Επιπλέον, το άρθρο 21 της οδηγίας 2011/83 θα έχανε την πρακτική του αποτελεσματικότητα εάν η προστασία του καταναλωτή από το υπερτιμημένο κόστος επικοινωνίας εξηρτάτο από το αν ο έμπορος εισπράττει ή όχι ποσοστό του καταβαλλόμενου αντιτίμου.

V –    Πρόταση

48.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Landgericht Stuttgart (διοικητικό πρωτοδικείο Στουτγκάρδης, Γερμανία) ως ακολούθως:

Ο όρος «βασική τιμή χρεώσης», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι, όταν ο καταναλωτής καλεί τον έμπορο στον πλαίσιο υπηρεσίας μετά την πώληση, μέσω τηλεφωνικής γραμμής που έχει εγκαταστήσει ο έμπορος για να επικοινωνούν μαζί του οι καταναλωτές για θέματα που αφορούν τις μεταξύ τους συναφθείσες συμβάσεις, το κόστος με το οποίο βαρύνεται ο καταναλωτής δεν πρέπει να είναι υψηλότερο από τη συνήθη τιμή με την οποία θα βαρυνόταν για την κλήση σε έναν τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).


3      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι για τις κλήσεις στον ειδικό αριθμό με πρόθεμα 0180 ο καταναλωτής χρεώνεται 0,14 ευρώ ανά λεπτό από το γερμανικό δίκτυο σταθερής τηλεφωνίας και 0,42 ευρώ ανά λεπτό από δίκτυο κινητής τηλεφωνίας.


4      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι, καλώντας τον εν λόγω αριθμό, ο καταναλωτής εκδηλώνει τη συμπεριφορά του αυτή την πρόθεσή του να αποδεχτεί την προσφορά της comtech για σύναψη συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 312a, παράγραφος 5, του BGB, κατά την οποία, αν ο καταναλωτής καλέσει τον ειδικό αναγραφόμενο αριθμό με την προβλεπόμενη στη δήλωση αμοιβή δίνονται τηλεφωνικώς απαντήσεις σε ερωτήσεις σχετικά με συναφθείσα με τον καταναλωτή σύμβαση και δίνονται ή λαμβάνονται σχετικές διευκρινίσεις.


5      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο πάροχος των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στον οποίο η εναγομένη έχει αναθέσει τη διάθεση της γραμμής τηλεφωνικής εξυπηρετήσεως, δεν της καταβάλλει κανένα μέρος του αντιτίμου που εισπράττει από τους καταναλωτές για τις κλήσεις στον εν λόγω ειδικό αριθμό.


6      Βλ., μεταξύ άλλων, οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 51).


7      Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, Hotel Sava Rogaška (C‑207/14, EU:C:2015:414, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8      Κατά μία ερμηνεία, το άρθρο 312a, παράγραφος 5, του BGB δεν αποτελεί πιστή μεταφορά του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83, καθόσον, καίτοι αποκλείει άμεσες και προφανείς για τον καλούντα επιστροφές, προς τον έμπορο, ποσών για τη χρησιμοποίηση της τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας, εντούτοις δεν αποκλείει τη συχνά εμφανιζόμενη περίπτωση της «σταυροειδούς χρηματοδοτήσεως», κατά την οποία ο έμπορος λαμβάνει φθηνές ή και δωρεάν τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες του ίδιου παρόχου ως αντιστάθμισμα για την υπερβολικά ακριβή γραμμή εξυπηρετήσεως πελατών. Αντιθέτως, κατά μία άλλη άποψη, η «βασική τιμή χρέωσης» πρέπει να έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει και το ποσό που καταβάλλεται στον πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών για τη χρησιμοποίηση γραμμής εξυπηρετήσεως σε εκείνες, τουλάχιστον, τις περιπτώσεις, στις οποίες ο πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δεν αποδίδει στον έμπορο κανένα αντίτιμο για τη συνδιάλεξη.


9      Αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau (30/77, EU:C:1977:172, σκέψη 14), της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 74), και της 7ης Ιουλίου 2016, Ambisig (C‑46/15, EU:C:2016:530, σκέψη 48).


10      Μεταξύ άλλων, στις γλωσσικές αποδόσεις στα βουλγαρικά (основната тарифа), στα γερμανικά (Grundtarif), στα εσθονικά (põhitariifi), στα ισπανικά (tarifa básica), στα ιταλικά (tariffa di base), στα λιθουανικά (bazinė kaina), στα πολωνικά (taryfa podstawowa) και στα αγγλικά (basic rate).


11      Οι τιμές μπορούν να υπολογίζονται, μεταξύ άλλων, σε συνάρτηση με το είδος (τοπική ή μακράς αποστάσεως) και τη διάρκεια των κλήσεων, ενδεχομένως σε συνδυασμό με ένα κατ’ αποκοπήν ποσό (flatrate). Κατά την Επιτροπή, καμία από τις διαφορετικές αυτές ερμηνείες δεν μπορεί να αποκλεισθεί με βάση τη συνήθη έννοια του όρου «βασική τιμή χρέωσης». Συναφώς, από τις παρατηρήσεις της Φινλανδικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι ο Kuluttajansuojalaki (νόμος για την προστασία των καταναλωτών) ορίζει, στο κεφάλαιο 2, άρθρο 14, ότι με την έκφραση «βασική τιμή χρέωσης» νοείται, μεταξύ άλλων, κάθε τιμή που προβλέπεται στη συναφθείσα με καταναλωτή σύμβαση συνδρομής.


12      Η διάταξη αυτή είναι ανάλογη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19), η οποία καταργήθηκε με την οδηγία 2011/83. Η υπογράμμιση δική μου.


13      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 97/7, «σε περίπτωση τηλεφωνικής επικοινωνίας, είναι σκόπιμο να λαμβάνει ο καταναλωτής επαρκείς πληροφορίες κατά την αρχή της συνομιλίας προκειμένου να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει ή όχι».


14      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αυτής.


15      Υπενθυμίζω ότι η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2011/83 ορίζει ρητώς ότι το «άρθρο 169, παράγραφος 1, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, στοιχείο α), της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι η Ένωση πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή με μέτρα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 114 [της Συνθήκης]».


16      Υπενθυμίζω, ομοίως, ότι το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι «[ο]ι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή».


17      Η Εσθονική Κυβέρνηση υπογραμμίζει με τις γραπτές της παρατηρήσεις ότι, κατά το άρθρο 281, παράγραφος 3, του Võlaõigusseadus (νόμου περί ενοχικού δικαίου), που συνιστά μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83, ο έμπορος δεν μπορεί να απαιτεί πρόσθετη πληρωμή από τον καταναλωτή, όταν αυτός επικοινωνεί μαζί του. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση αυτή τονίζει ότι κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2011/83 στο εσθονικό δίκαιο στηρίχθηκε στη ratio του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, που συνίσταται στην εξασφάλιση ότι ο καταναλωτής δεν υποχρεούται, όταν επικοινωνεί με τον έμπορο, να καταβάλλει πρόσθετο τίμημα σε σχέση με αυτό μιας συνήθους τηλεφωνικής επικοινωνίας.


18      Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, το συνολικό κόστος κλήσεως αριθμού εξυπηρετήσεως για τον καταναλωτή υποδιαιρείται σε δύο τιμές. Πρόκειται, αφενός, για την τιμή κινήσεως, δηλαδή το τίμημα που καταβάλλει ο καταναλωτής για την καθεαυτή υπηρεσία ηλεκτρονικής επικοινωνίας, ιδίως το κόστος που χρεώνεται για μια κλήση σε τυπικό (γεωγραφικό) αριθμό σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, και, αφετέρου, για την τιμή πληροφορήσεως, δηλαδή το πρόσθετο τίμημα που καθορίζεται από τον έμπορο και συνίσταται σε προσαύξηση του κόστους που διαμορφώνεται από τον έμπορο λόγω της παροχής υπηρεσίας πληροφορήσεως, εν προκειμένω του αριθμού εξυπηρετήσεως. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, οι πρόσθετες υπηρεσίες που παρέχει ο πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στον έμπορο είναι, μεταξύ άλλων, οι λειτουργίες σε κατάσταση αναμονής και οι πίνακες επιλογών.


19      Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ 1985, L 372, σ. 31).


20      Στην αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2011/83 εκτίθεται ότι «[η] πλήρης εναρμόνιση ορισμένων βασικών ρυθμιστικών πτυχών θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την ασφάλεια δικαίου τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους εμπόρους. […] Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εναρμόνισης θα πρέπει να είναι να εξαλειφθούν οι φραγμοί που προκύπτουν από τον κατακερματισμό των κανόνων και να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά σε αυτόν τον τομέα. Οι φραγμοί αυτοί μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με τη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων σε επίπεδο Ένωσης. Περαιτέρω, οι καταναλωτές θα πρέπει να απολαύουν υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση».


21      Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2011/83, τα κράτη μέλη «δύνανται […] να διατηρούν ή να εισάγουν εθνική νομοθεσία αντίστοιχη προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή προς ορισμένες από τις διατάξεις της για συμβάσεις ευρισκόμενες εκτός του πεδίου της παρούσας οδηγίας». Παρά ταύτα, αυτό το περιθώριο ελευθερίας αφορά αποκλειστικώς τομείς που δεν διέπονται από την οδηγία, πράγμα που, επιμένω, δεν συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 21 της οδηγίας αυτής.


22      Μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό ημερομηνίας παραδόσεως ή για ζητήματα που έχουν σχέση με την τιμολόγηση.


23      Σε αυτή τη γραμμή, η επιστήμη υπογραμμίζει ότι το «διακύβευμα του άρθρου 21 της οδηγίας 2011/83 είναι […] να εμποδίζεται η υπερτιμολόγηση κλήσεων σε υπηρεσίες εξυπηρετήσεως που προτείνονται από τον έμπορο. Η προστατευτική αυτή διάταξη κρούει επομένως τον κώδωνα του κινδύνου προ των προσαυξήσεων για τις τηλεφωνικές υπηρεσίες μετά την πώληση […]». Βλ., Pôle de droit privé de l’Université Saint-Louis – Bruxelles, «La directive 2011/83/UE du 25 octobre 2011 relative aux droits des consommateurs», Revue générale de droit civil belge, 2013, αριθ. 4, σ. 174 έως 207, και, ιδίως, σ. 204 και 206. Βλ., επίσης, Laffineur, J., και Stretmans, G., «La directive 2011/83 relative aux droits des consommateurs: les modifications de la réglementation concernant les ventes aux consommateurs et les ‘autres droits des consommateurs’», Revue européenne de droit de la consommation, 2013, αριθ. 3, σ. 475 έως 498. Οι συγγραφείς αυτοί υπογραμμίζουν ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει προσεγγίσει το ζήτημα που αφορά τις περιόδους τηλεφωνικής αναμονής, ενίοτε μακρές, που προηγούνται μιας ουσιαστικής απαντήσεως από τον συνομιλητή. Βλ., συναφώς, Rott, P., «More coherence? A higher level of consumer protection? A review of the new Consumer Rights Directive 2011/83/EU», European Journal of Consumer Law, 2012, αριθ. 3, σ. 371 έως 392, και, ιδίως, σ. 391.


24      Βλ., συναφώς, σημείο 42 των προτάσεών μου.


25      Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών, COM(2008) 614 τελικό.


26      PE452.545v01-00, αιτιολόγηση της τροπολογίας 1378.


27      PE452.545v01-00, αιτιολόγηση της τροπολογίας 1378. Η υπογράμμιση δική μου.


28      Βλ. την τροπολογία 165, πρόταση οδηγίας, άρθρο 28α (νέο), doc. P7_TA (2011) 0116 (ΕΕ 2012, C 247 E, σ. 99).


29      Βλ. το έγγραφο 9507/11 CONSOM 65 JUSTCIV 107, σ. 4 και 15.


30      Έγγραφο καθοδηγήσεως της ΓΔ Δικαιοσύνη όσον αφορά την οδηγία 2011/83/ΕΕ, Ιούνιος 2014, σ. 70.


31      Η υπογράμμιση δική μου.


32      Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι, αντιθέτως, «οι έμποροι θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποφεύγουν τη χρήση των αριθμών τηλεφώνου που τους παρέχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν ή να καλύπτουν εν μέρει το κόστος των τηλεφωνικών κέντρων ή να αντλούν πρόσθετα έσοδα από τις εν λόγω τηλεφωνικές κλήσεις μέσω κατανομής των εσόδων με παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, όπως, ιδίως, των αριθμών για υπηρεσίες πρόσθετου τέλους». Βλ. έγγραφο καθοδηγήσεως της ΓΔ Δικαιοσύνη σχετικά με την οδηγία 2011/83/ΕΕ, Ιούνιος 2014, σ. 71. Η υπογράμμιση δική μου.


33      Εκτιμώ, επιπλέον, ότι ορισμένοι τύποι έμμεσων αμοιβών που πρέπει να επιστραφούν στον έμπορο ως αντιστάθμισμα για τη χρήση της υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών όπως, ιδίως, οι διασταυρούμενες επιδοτήσεις, δεν μπορούν να ελεγχθούν ευχερώς.