Language of document : ECLI:EU:C:2010:481

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 2ας Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 87 ΕΚ – Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη – Μέτρα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπέρ της Deutsche Post AG – Άρθρο 86 ΕΚ – Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος – Αντιστάθμιση πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα – Ύπαρξη πλεονεκτήματος – Μέθοδος εξακριβώσεως που χρησιμοποίησε η Επιτροπή – Βάρος αποδείξεως – Άρθρο 230 ΕΚ – Έκταση του εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου δικαστικού ελέγχου»

Στην υπόθεση C‑399/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2008,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz, J. Flett και B. Martenczuk, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Deutsche Post AG, με έδρα τη Βόννη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Sedemund, Rechtsanwalt,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Bundesverband Internationaler Express- und Kurierdienste eV, με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τον R. Wojtek, Rechtsanwalt,

UPS Europe SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον E. Henny, advocaat,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και B. Klein, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, M. Ilešič, M. Safjan και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: R. Grass

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 1ης Ιουλίου 2008, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T‑266/02 (Συλλογή 2008, σ. II‑1233, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2002/753/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2002, για την κρατική ενίσχυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα γερμανικά ταχυδρομεία Deutsche Post AG (ΕΕ L 247, σ. 27, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Όπως προκύπτει από το εθνικό νομικό πλαίσιο, όπως αυτό αναλύεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του Postverfassungsgesetz (νόμου σχετικά με την οργάνωση των ταχυδρομείων) της 8ης Ιουνίου 1989 (BGBl. 1989 I, σ. 1026, στο εξής: PostVerfG), η Deutsche Bundespost (η γερμανική ταχυδρομική υπηρεσία) διασπάστηκε σε τρεις διακριτές νομικές οντότητες, ήτοι την Deutsche Bundespost Postdienst (στο εξής: DB Postdienst), την Deutsche Bundespost Telekom (στο εξής: DB-Telekom) και την Deutsche Bundespost Postbank (στο εξής: DB-Postbank). Δεδομένου ότι το άρθρο 65, παράγραφος 2, του PostVerfG προέβλεπε ότι οι εν λόγω οντότητες υποχρεούνταν να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες που προσέφερε η Deutsche Bundespost, η DB-Postdienst ανέλαβε τις δραστηριότητες της Deutsche Bundespost στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

3        Το άρθρο 37, παράγραφος 3, του PostVerfG προέβλεπε την καταβολή μεταξύ των τριών αυτών νομικών οντοτήτων χρηματοοικονομικής αντιστάθμισης, για την περίπτωση που μία από αυτές δεν μπορούσε να καλύψει εξ ιδίων τις δαπάνες της. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του PostVerfG, η Deutsche Bundespost, παρά τη διάσπασή της, εξακολουθούσε να υπέχει την υποχρέωση επιστροφής στο Δημόσιο, μέχρι το 1995, χρηματοοικονομικής αντιστάθμισης η οποία αντιστοιχούσε σε ποσοστό των εμπορικών κερδών της.

4        Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της Postdienst-Pflichtleistungsverordnung (κανονιστικής αποφάσεως περί των ελαχίστων υποχρεωτικών παροχών) της 12ης Ιανουαρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 86, στο εξής: PPfLV), η DB-Postdienst όφειλε να παρέχει «τις ελάχιστες υποχρεωτικές υπηρεσίες της» σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, σύμφωνα με την αρχή του ενιαίου τιμολογίου. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη μεταφορά δεμάτων, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της PPfLV προέβλεπε ότι η DB-Postdienst όφειλε να εξασφαλίζει, στο σύνολο της επικράτειας, την παραλαβή, τη μεταφορά και την παράδοση των δεμάτων με μέγιστο βάρος 20 χιλιόγραμμα και με συγκεκριμένες μέγιστες διαστάσεις. Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 2, περίπτωση 3, της PPfLV εξουσιοδοτούσε την DB-Postdienst να καθορίζει τιμολόγιο χαμηλότερο από το ενιαίο για την περίπτωση που ο πελάτης ανελάμβανε ο ίδιος την προδιαλογή των δεμάτων ή που παρέδιδε ορισμένο τουλάχιστον αριθμό δεμάτων.

5        Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Postumwandlungsgesetz (νόμου για την αναδιοργάνωση των ταχυδρομείων) της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 2339), οι τρεις νομικές οντότητες που προήλθαν από τη διάσπαση της Deutsche Bundespost μετατράπηκαν, από 1ης Ιανουαρίου 1995, σε ανώνυμες εταιρίες [«Aktiengesellschaft» (AG)] ήτοι σε Deutsche Post AG (στο εξής: DP AG), Deutsche Telekom AG και Deutsche Postbank AG.

6        Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του Postgesetz (νόμου περί ταχυδρομείων) της 22ας Δεκεμβρίου 1997 (BGBl. 1997 I, σ. 3294) προέβλεπε ότι η μεταφορά των δεμάτων των οποίων το βάρος δεν υπερέβαινε τα 20 χιλιόγραμμα συνιστούσε καθολική υπηρεσία.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

7        Η DP AG δραστηριοποιείται τόσο στον τομέα της μεταφοράς αλληλογραφίας, στον οποίο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών είχε μονοπώλιο, όσο και σε δύο ακόμη τομείς ταχυδρομικών υπηρεσιών, ήτοι στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων και στον τομέα της μεταφοράς περιοδικών και εφημερίδων, οι οποίοι και οι δύο είναι, αντίθετα, ανοιχτοί στον ανταγωνισμό.

8        Στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων, η DP AG παρέχει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες μεταφοράς μεγαλύτερου αριθμού δεμάτων οι οποίες δεν διεκπεραιώνονται απευθείας στις θυρίδες των ταχυδρομείων (στο εξής: τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα). Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει δύο βασικά τμήματα, ήτοι, αφενός, τη μεταφορά δεμάτων από πόρτα σε πόρτα μεταξύ των επαγγελματιών πελατών που προβαίνουν σε προδιαλογή των δεμάτων ή παραδίδουν ορισμένο τουλάχιστον αριθμό δεμάτων και, αφετέρου, τη μεταφορά δεμάτων κατ’ εντολήν επιχειρήσεων που κάνουν εμπόριο δι’ αλληλογραφίας, οι οποίες αποστέλλουν εμπορεύματα που παραγγέλθηκαν από διαφημιστικό κατάλογο ή διά της ηλεκτρονικής οδού.

9        Το 1994, η ιδιωτική επιχείρηση μεταφοράς δεμάτων UPS Europe SA (στο εξής: UPS) και ο Bundesverband Internationaler Express-und Kurierdienste eV (στο εξής: BIEK) υπέβαλαν ενώπιον της Επιτροπής καταγγελία. Κατ’ ουσίαν, η UPS και ο BIEK κατηγόρησαν την DB Postdienst, αφενός, ότι εφαρμόζει πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, η οποία συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, και, αφετέρου, ότι καλύπτει το έλλειμμά της στον εν λόγω τομέα είτε με τα έσοδα από τον προστατευόμενο τομέα είτε με κρατικούς πόρους που της χορηγήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ.

10      Στις 20 Μαρτίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2001/354/ΕΚ σχετικά με διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 82 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/35.141 – Deutsche Post AG) (ΕΕ L 125, σ. 27), με την οποία έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η DB Postdienst, και εν συνεχεία η DP AG, παρέβη το άρθρο 82 ΕΚ στο μέτρο που καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στο τμήμα της μεταφοράς δεμάτων κατ’ εντολήν επιχειρήσεων που κάνουν εμπόριο δι’ αλληλογραφίας και αποστέλλουν εμπορεύματα που παραγγέλθηκαν από διαφημιστικό κατάλογο ή διά της ηλεκτρονικής οδού, εφαρμόζοντας μεταξύ άλλων, από το 1990 έως το 1995, πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους, προτείνοντας τιμές χαμηλότερες του κόστους που συνδέεται με την παροχή αυτού του είδους υπηρεσιών.

11      Στις 19 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία έκρινε ότι το ύψος των ποσών που μετέφερε –κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 37, παράγραφος 3, του PostVerfG– η DB Telekom και, εν συνεχεία, η Deutsche Telekom AG προς την DB Postdienst, κατόπιν DP AG, ως αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (στο εξής: ΥΓΟΣ) ήταν μεγαλύτερο από το ειδικό καθαρό πρόσθετο κόστος που έχουν οι δύο τελευταίες εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό της υπεραντιστάθμισης αυτής είχε χρησιμοποιηθεί προς κάλυψη των ελλειμμάτων του τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα οι οποίες υπόκειντο σε ανταγωνισμό. Κατά την εν λόγω απόφαση, τα ελλείμματα αυτά ανέρχονταν συνολικά σε ποσό 1 118,7 εκατ. γερμανικών μάρκων (DEM) και συνιστούσαν απόρροια της διαπιστωθείσας με την απόφαση 2001/354 πολιτικής πωλήσεων κάτω του κόστους που εφάρμοσε η DB Postdienst και εν συνεχεία η DP AG κατά την περίοδο 1994-1999.

12      Κατ’ ακολουθία, η Επιτροπή κατέληξε ότι η υπεραντιστάθμιση αυτή συνιστούσε κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη ΕΚ και διέταξε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να απαιτήσει από την DP AG την επιστροφή της εν λόγω ενισχύσεως.

 Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

13      Η DP AG άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, στο μέτρο που αυτή δεν απέδειξε ότι παρασχέθηκε πλεονέκτημα στην DP AG.

14      Ειδικότερα, με την πρώτη αιτίαση, η DP AG υποστήριξε ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει αν το συνολικό ύψος των εκ μέρους της DB Telekom μεταφερθέντων ποσών υπερέβαινε το συνολικό ύψος του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την DP AG η παροχή ΥΓΟΣ. Με τη δεύτερη αιτίαση, η DP AG υποστήριξε ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι οι εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών της επέτρεψαν να καλύψει το πρόσθετο κόστος που συνεπαγόταν η πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους την οποία αυτή εφάρμοζε.

15      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, το Πρωτοδικείο περιέγραψε, καταρχάς, τη μέθοδο που ακολούθησε η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην DP AG είχε παρασχεθεί πλεονέκτημα.

16      Συναφώς, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι η Επιτροπή, πρώτον, είχε διαπιστώσει ότι η DP AG είχε λάβει, από το 1990 έως το 1995, από την DB Telekom ποσό ύψους 11 081 εκατ. DEM, το οποίο θεώρησε ως τους μόνους κρατικούς πόρους οι οποίοι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Δεύτερον, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η DP AG είχε επιβαρυνθεί με καθαρό πρόσθετο κόστος ύψους 1 118,7 εκατ. DEM, το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, από το 1994 έως το 1999, στους τομείς των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα που υπόκειντο σε ανταγωνισμό και ότι αυτό το πρόσθετο κόστος δεν συνδεόταν με την παροχή ΥΓΟΣ. Τρίτον, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι, από το 1990 έως το 1998, η DP AG εμφάνισε συνολικό έλλειμμα, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, ποσού 2 289 εκατ. DEM, γεγονός που είχε ως συνέπεια ότι δεν ήταν σε θέση να καλύψει εξ ιδίων το ως άνω καθαρό πρόσθετο κόστος. Βάσει των ανωτέρω τριών διαπιστώσεων και ελλείψει αποδείξεως εκ μέρους της DP AG περί του ότι το επίμαχο καθαρό πρόσθετο κόστος είχε καλυφθεί με άλλους πόρους πλην των μεταφορών ποσών εκ μέρους της DB Telekom, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω καθαρό πρόσθετο κόστος που προέκυψε για την DP AG είχε κατ’ ανάγκην αντισταθμιστεί με τις ως άνω μεταφορές ποσών, γεγονός που σήμαινε ότι η DP AG είχε λάβει κρατική ενίσχυση αντίστοιχου ποσού.

17      Εν συνεχεία, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο μια τέτοια μέθοδος ήταν ορθή, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 80 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι η Επιτροπή, χωρίς να εξετάσει τα παρασχεθέντα συναφώς από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχεία, δεν αποφάνθηκε ως προς το ζήτημα αν ο τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα συνιστούσε ΥΓΟΣ, πλην όμως αναγνώρισε, τουλάχιστον σιωπηρώς, ότι η DP AG είχε επίσης παρουσιάσει, πέραν του καθαρού πρόσθετου κόστους το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή ΥΓΟΣ.

18      Το Πρωτοδικείο επισήμανε επίσης, με τη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε παράσχει στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με τα βάρη που αποτελούσαν καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την εκ μέρους της DP AG παροχή ΥΓΟΣ και τα οποία ανέρχονταν σε 20 426 εκατ. DEM, ήτοι σε ποσό σαφώς μεγαλύτερο του ποσού των 11 081 εκατ. DEM, το οποίο αντιστοιχεί στις εκ μέρους τις DB Telekom μεταφορές ποσών προς την DP AG.

19      Τέλος, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ελέγξει αν το συνολικό ύψος των εν λόγω μεταφερθέντων ποσών ήταν χαμηλότερο του συνολικού ύψους του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπαγόταν για την DP AG η παροχή ΥΓΟΣ, περίπτωση στην οποία η εν λόγω μεταφορά ποσών δεν θα είχε παράσχει κανένα πλεονέκτημα στην DP AG.

20      Κατά συνέπεια, με τη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η εκ μέρους της DB Telekom μεταφορά ποσών προς την DP AG παρέσχε στη δεύτερη πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, EΚ.

21      Συναφώς, το Πρωτοδικείο, απαντώντας στους ισχυρισμούς της Επιτροπής, διευκρίνισε, με τη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να μπορεί το εν λόγω θεσμικό όργανο να συναγάγει ότι η εκ μέρους της DB Telekom μεταφορά ποσών είχε παράσχει πλεονέκτημα στην DP AG, χωρίς προηγουμένως να έχει εξετάσει αν το συνολικό ύψος των μεταφερθέντων ποσών υπερέβαινε το συνολικό ύψος του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται η παροχή ΥΓΟΣ, και τούτο παρά το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές είχαν παράσχει σχετικά στοιχεία.

22      Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 93 και 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να προβεί σε μια τέτοια εξέταση, ακόμη και στην περίπτωση που, όπως αυτή υποστήριξε ότι συνέβαινε εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις που θέτουν οι αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2001, C‑53/00, Ferring (Συλλογή 2001, σ. I‑9067), καθώς και της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747), δεν πληρούνταν. Εντούτοις, η Επιτροπή περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι το καθαρό πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που εφάρμοσε η DP AG δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντισταθμίσεως, δεδομένου ότι δεν συνδεόταν με την παροχή ΥΓΟΣ, παρέλειψε όμως να εξετάσει αν η DP AG δεν παρουσίασε κάποιο άλλο καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή ΥΓΟΣ, για το οποίο εδικαιούτο να αξιώσει αντιστάθμιση συνιστάμενη στο σύνολο των ποσών που της μετέφερε η DB Telekom.

23      Βάσει αυτών των σκέψεων, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αιτίαση που προέβαλε η DP AG.

24      Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο εξέτασε, ως εκ περισσού, τη δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η DP AG. Ειδικότερα, με τις σκέψεις 102 έως 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε, με βάση τα περιεχόμενα στην επίδικη απόφαση και τα παρασχεθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχεία, αν οι εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών, μεταξύ 1990 και 1995, ύψους 11 081 εκατ. DEM, είχαν επιτρέψει στην DP AG να καλύψει το καθαρό πρόσθετο κόστος που προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, ύψους 1 118,7 εκατ. DEM. Με τη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι αυτό δεν συνέβη, λαμβανομένων υπόψη των ελλειμμάτων που η DP AG παρουσίασε κατά την ίδια περίοδο και τα οποία ανέρχονταν σε 16 363 εκατ. DEM.

25      Με βάση τα ανωτέρω, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απεφάνθη ότι η συλλογιστική της Επιτροπής, κατά την οποία στην DP AG χορηγήθηκε πλεονέκτημα 1 118,7 εκατ. DEM, αναιρoύνταν από τη διαπίστωση ότι τα οριστικά ελλείμματα που η εν λόγω εταιρία παρουσίασε από το 1990 έως το 1994 ή από το 1990 έως το 1995 ανέρχονταν σε ποσό τέτοιο ώστε η εκ μέρους της DB Telekom μεταφορά ποσών προς την DP AG δεν αρκούσε για να καλύψει το καθαρό πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999.

26      Καθόσον δέχθηκε τις δύο αυτές αιτιάσεις, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση, χωρίς να εξετάσει τις λοιπές αιτιάσεις της DP AG.

 Αιτήματα των διαδίκων

27      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, εν συνεχεία δε να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως της DP AG ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] και να καταδικάσει την DP AG στα δικαστικά έξοδα.

28      Ο «BIEK» και η UPS άσκησαν ανταναίρεση με την οποία ζήτησαν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να καταδικάσει την DP AG στα δικαστικά έξοδα.

29      Η DP AG ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής στο σύνολό της και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας. Επιπροσθέτως, εμμένει στα αιτήματα που διατύπωσε σε πρώτο βαθμό περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως και καταδίκης της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας. Η DP AG ζητεί, επίσης, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι στο πλαίσιο των ανταναιρέσεων λόγοι.

30      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

31      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους, οι οποίοι αντλούνται, ο μεν πρώτος, από παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 86, παράγραφος 2, ΕΚ, κατά το μέτρο που το Πρωτοδικείο έκρινε παράνομη τη μέθοδο που αυτή χρησιμοποίησε προκειμένου να καταλήξει στην ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, ο δε δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 230 ΕΚ, λόγω του ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη την αρμοδιότητά του, υποκαθιστώντας τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή με τη δική του μέθοδο υπολογισμού του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνδέεται με την παροχή ΥΓΟΣ.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 86, παράγραφος 2, ΕΚ

 Επί του πρώτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Κατά την Επιτροπή, τον BIEK και την UPS, το Πρωτοδικείο παρέβη τα άρθρα 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 86, παράγραφος 2, ΕΚ, στο μέτρο που, χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν ορθή η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς απόδειξη της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί άλλη μέθοδος αναλύσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον ένα τέτοιο πλεονέκτημα υφίστατο εν προκειμένω.

33      Η Επιτροπή φρονεί ότι η μέθοδος που ακολούθησε στην επίδικη απόφαση ήταν λογικώς ορθή, στο μέτρο που στηριζόταν στην προκείμενη ότι το «χρήμα έχει συγκεκριμένη προέλευση, τουλάχιστον μεσοπροθέσμως ή μακροπροθέσμως προσδιορίσιμη, και ότι δεν πηγάζει εκ του μηδενός». Το συμπέρασμα ότι η πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους την οποία εφάρμοσε η DP AG χρηματοδοτήθηκε από την κρατική ενίσχυση που αυτή εισέπραξε επιβάλλεται a fortiori καθόσον, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, η δραστηριότητα στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα ασκούνταν με ζημία, λόγω μιας επιθετικής πολιτικής τιμών η οποία δεν επέτρεπε την κάλυψη του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών και καθόσον η DP AG δεν είχε πλεονάσματα από άλλους τομείς δραστηριοτήτων τα οποία θα μπορούσε να διαθέσει στον εν λόγω τομέα.

34      Υπό τις περιστάσεις αυτές, από την αναμφισβήτητη διαπίστωση ελλειμμάτων, μεσοπροθέσμως και μακροπροθέσμως, στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, καθώς και από την έλλειψη ιδίων πόρων, προκύπτει «κατ’ ανάγκην» ότι, όσον αφορά τον οικείο τομέα, η DP AG εξαρτιόταν από χρηματοοικονομικές αντισταθμίσεις προερχόμενες από άλλους τομείς δραστηριότητας της επιχειρήσεως, στους οποίους χορηγούνταν κρατικές ενισχύσεις. Κατά συνέπεια, αβίαστα προκύπτει η σχέση που υφίσταται μεταξύ της κρατικής χρηματοδοτήσεως και της πολιτικής πωλήσεων κάτω του κόστους, ώστε να παρέλκει οποιαδήποτε άλλη απόδειξη.

35      Η DP AG αντιτείνει ότι το Πρωτοδικείο δεν είχε την υποχρέωση να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η μέθοδος που επέλεξε η Επιτροπή δεν ήταν ορθή, δεδομένου ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως είναι αντικειμενική έννοια. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, με τη σκέψη 92 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, ότι, για να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή για υπηρεσίες παρεχόμενες εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να μην υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους του κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων. Ο προσδιορισμός αυτός είναι απαραίτητος και κάθε μέθοδος που τον παραλείπει είναι, κατ’ ανάγκην, εσφαλμένη.

36      Εν πάση περιπτώσει, κατά την DP AG, η μέθοδος που ακολούθησε η Επιτροπή είναι ακατάλληλη προς απόδειξη του ότι το προβαλλόμενο έλλειμμα του τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα χρηματοδοτείται «κατ’ ανάγκην» από τις εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών προς αυτή. Συγκεκριμένα, μια τέτοια μέθοδος δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, στην οικονομική πραγματικότητα, όταν οι ζημίες που αφορούν ορισμένο έτος δεν μπορούν να καλυφθούν με ίδιους πόρους, εγγράφονται ως ζημίες στον ισολογισμό του επόμενου έτους. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι ορισμένη ζημία δεν μπορεί να καλυφθεί με ίδιους πόρους στη διάρκεια του έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκην, ότι αντισταθμίστηκε με εξωτερικούς πόρους.

37      Κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά απλώς το ζήτημα της εφαρμοστέας εν προκειμένω μεθόδου, αλλά έχει ως αντικείμενο την έκταση του βάρους αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή, όσον αφορά τη χορήγηση στην DP AG πλεονεκτήματος. Κατά το οικείο κράτος μέλος, η προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg επιβάλλει τον υπολογισμό του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγονται οι υποχρεώσεις παροχής ΥΓΟΣ και τη σύγκρισή του με τους πόρους που χορηγήθηκαν ως αντιστάθμιση των εν λόγω υποχρεώσεων. Η διαπίστωση περί ενδεχόμενης χορηγήσεως υπεραντιστάθμισης καθίσταται δυνατή βάσει του αποτελέσματος και μόνον της οικείας συγκρίσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό μιας παροχής ως «ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαιτείται η συνδρομή όλων των προβλεπομένων στη διάταξη αυτή προϋποθέσεων (βλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Tubemeuse», Συλλογή 1990, σ. Ι-959, σκέψη 25· της 1ης Ιουλίου 2008, C‑341/06 P και C‑342/06 P, Chronopost και La Poste κατά Ufex κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑4777, σκέψη 125, καθώς και της 17ης Ιουλίου 2008, C‑206/06, Essent Netwerk Noord κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-5497, σκέψη 63).

39      Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου εθνικό μέτρο να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, πρέπει, πρώτον, να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων, δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα στον δικαιούχο και, τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2006, C‑237/04, Enirisorse, Συλλογή 2006, σ. I‑2843, σκέψεις 38 και 39· της 30ής Μαρτίου 2006, C‑451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I‑2941, σκέψη 56, καθώς και της 17ης Νοεμβρίου 2009, C‑169/08, Presidente del Consiglio dei Ministri, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).

40      Δεδομένου ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως αφορά μόνον την τρίτη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα που η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό ομαλές συνθήκες αγοράς (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Enirisorse, σκέψη 30, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 59, καθώς και Essent Netwerk Noord κ.λπ., σκέψη 79).

41      Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά επιχειρήσεις επιφορτισμένες με την παροχή ΥΓΟΣ, στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρείται αντιστάθμιση αντιπροσωπεύουσα την αντιπαροχή για υπηρεσίες που παρέσχον οι ωφελούμενες επιχειρήσεις για την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας, οπότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν απολαύουν, στην πραγματικότητα, οικονομικού πλεονεκτήματος και η εν λόγω παρέμβαση δεν έχει συνεπώς ως αποτέλεσμα να τίθενται οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη από άποψη ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, μια τέτοια παρέμβαση δεν εμπίπτει στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Ferring, σκέψη 27, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 87, Enirisorse, σκέψη 31, καθώς και Essent Netwerk Noord κ.λπ., σκέψη 80).

42      Ωστόσο, για να μπορεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αντιστάθμιση να μη χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (προπαρατεθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburgpoint, σκέψη 88, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 61, καθώς και Essent Netwerk Noord κ.λπ., σκέψη 81).

43      Ειδικότερα, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσόν που είναι αναγκαίο για την κάλυψη όλων ή μέρους των δαπανών που προκύπτουν από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 92, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 66, καθώς και Essent Netwerk Noord κ.λπ., σκέψη 84).

44      Επομένως, οσάκις η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει το κύρος συστήματος χρηματοδοτήσεως ΥΓΟΣ υπό το πρίσμα του άρθρου 87 ΕΚ, οφείλει ιδίως να ελέγξει αν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

45      Συναφώς, όσον αφορά την αιτίαση κατά την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν επισημαίνει ελλείψεις της μεθόδου που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, τονίζεται ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε καταρχάς, με τη σκέψη 85 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ελέγξει αν το συνολικό ύψος των μεταφερθέντων από την DB Telekom ποσών υπερέβαινε το συνολικό ύψους του καθαρού πρόσθετου κόστους το οποίο προέκυπτε για την DP AG από την παροχή ΥΓΟΣ.

46      Εν συνεχεία, από τις σκέψεις 91 και 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να συναγάγει ότι οι εν λόγω μεταφορές ποσών συνιστούσαν πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ακριβώς διότι παρέλειψε αν εξετάσει, αφενός, αν το συνολικό ύψος των εκ μέρους της DB Telekom μεταφερθέντων ποσών υπερέβαινε το συνολικό ύψος του μη αμφισβητούμενου πρόσθετου κόστους που προέκυψε για την DP AG και, αφετέρου, αν για την DP AG είχε ανακύψει κάποιο άλλο καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή ΥΓΟΣ για το οποίο εδικαιούτο να αξιώσει αντιστάθμιση μέσω του συνόλου των εν λόγω μεταφερθέντων ποσών, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί λυσιτελώς στο Πρωτοδικείο ότι δεν επισήμανε τις ελλείψεις της μεθόδου που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο επισήμανε τις ελλείψεις αυτές κατά την εκ μέρους του εξέταση του νομίμου της εν λόγω μεθόδου, υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

48      Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση ήταν ανεπαρκής, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

49      Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του υπό κρίση λόγου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον BIEK και την UPS, ισχυρίζεται ότι μη ορθώς το Πρωτοδικείο τής προσάπτει ότι δεν εξέτασε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων τα προσκομισθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τους κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως.

50      Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η DP AG δεν διέθετε ίδιους πόρους συνιστούσε αυτό καθαυτό απόδειξη του ότι χρησιμοποίησε τους κρατικούς πόρους που είχε λάβει προκειμένου να χρηματοδοτήσει το καθαρό πρόσθετο κόστος που προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή και την UPS, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε εξετάσει το σύνολο των στοιχείων και αποδεικτικών μέσων στα οποία αναφέρεται το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν θα είχε λογικώς καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα.

51      Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι απόκειτο στην DP AG να αποδείξει ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση ήταν παράνομη και ότι δεν υπήρχε άλλη μέθοδος η οποία θα μπορούσε επίσης να έχει χρησιμοποιηθεί. Εν πάση περιπτώσει, αντίθετα προς ό, τι έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν απόκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η εφαρμογή της μεθόδου την οποία προέκρινε το Πρωτοδικείο ήταν αδύνατη.

52      Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της Επιτροπής και της UPS ότι η εξέταση των προσκομισθέντων από την DP AG και από την ίδια στοιχείων σχετικά με το ύψος του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων γενικού συμφέροντος στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών δεν θα είχε, εν πάση περιπτώσει, επιτρέψει στην Επιτροπή να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, καθώς και ότι αντιβαίνει στα αριθμητικά δεδομένα που παρουσίασε η DP AG και το οικείο κράτος μέλος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53      Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα κατά το οποίο το Πρωτοδικείο, προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, δεν τήρησε τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως επισημαίνεται ότι, αφενός, με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι η Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση, δεν είχε λάβει υπόψη τα παρασχεθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχεία σχετικά με το καθαρό πρόσθετο κόστος που συνδεόταν με την παροχή ΥΓΟΣ. Αφετέρου, με τη σκέψη 86 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε, επίσης, ότι η Επιτροπή δεν είχε επισημάνει ή αποδείξει ότι το οικείο κράτος μέλος και η DP AG δεν της είχαν παράσχει τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να είναι σε θέση να εξετάσει ότι το ύψος των μεταφερθέντων εκ μέρους της DB Telekom ποσών δεν υπερέβαινε το ύψος του μη αμφισβητούμενου καθαρού πρόσθετου κόστους.

54      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 85 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προσήψε, ορθώς, στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν υποβάλει οι μετέχοντες στη διοικητική διαδικασία, στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποδειχθούν κρίσιμα στο πλαίσιο της αναλύσεως σχετικά με την ύπαρξη «πλεονεκτήματος», κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, υπέρ της DP AG, όπως υποστήριζε η Επιτροπή. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο ουδόλως παρέβη τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως.

55      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, ακόμη και αν είχε εξετάσει το σύνολο των στοιχείων και αποδεικτικών μέσων στα οποία αναφέρθηκε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν θα είχε καταλήξει λογικώς σε άλλο συμπέρασμα, αρκεί η διαπίστωση ότι λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό στο οποίο είχε καταλήξει η επίδικη απόφαση. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

56      Δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επέρριψε παρά τον νόμο στην Επιτροπή το βάρος αποδείξεως της «αδυναμίας» εφαρμογής της μεθόδου την οποία το ίδιο επέλεξε, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός αυτός απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

57      Συγκεκριμένα, με την εν λόγω σκέψη, το Πρωτοδικείο απλώς εκθέτει ότι θα είχε δεχτεί ως δικαιολογία για τη χρησιμοποίηση διαφορετικής μεθόδου από αυτή που απορρέει από την εφαρμογή των κριτηρίων της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg το γεγονός ότι η Επιτροπή εμποδίστηκε για αντικειμενικούς λόγους να εξετάσει τα παρασχεθέντα από την DP AG και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχεία.

58      Επομένως, με την εν λόγω σκέψη 87, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε να επισημάνει ότι η Επιτροπή δεν είχε επικαλεστεί κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι εμποδίστηκε για οποιονδήποτε λόγο να προβεί στην εν λόγω εξέταση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί ομοίως να γίνει δεκτό.

59      Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον BIEK και την UPS, προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο στοιχείων της δικογραφίας κρίνοντας, αφενός, με τη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, στην επίδικη απόφαση, δεν είχε διαπιστώσει ότι τα παρασχεθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα αποτελούσε ΥΓΟΣ, ήταν ανακριβή και, αφετέρου, ότι είχε αναγνωρίσει, τουλάχιστον σιωπηρώς, ότι η DP AG είχε επίσης παρουσιάσει, πέραν του καθαρού πρόσθετου κόστους το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή ΥΓΟΣ. Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, με το σημείο 76 της επίδικης αποφάσεως, είχε διαπιστωθεί ότι ο επίμαχος τομέας δεν αποτελούσε ΥΓΟΣ και ότι το ζήτημα της υπάρξεως καθαρού πρόσθετου κόστους συνδεόμενου με την παροχή ΥΓΟΣ δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, κρίσιμο στο πλαίσιο της επιλεγείσας μεθόδου αναλύσεως.

61      Η DP AG φρονεί ότι το σκέλος αυτό είναι προδήλως αβάσιμο, στο μέτρο που, αφενός, όσον αφορά το εν λόγω καθαρό πρόσθετο κόστος, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε στο σημείο 43 του σκεπτικού της επίδικης αποφάσεως, όπου γίνεται αναφορά στο σύνολο των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων, των οποίων ο τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα αποτελεί απλώς τμήμα. Αφετέρου, η αιτίαση της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση με το σκεπτικό ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή είχε παραλείψει να εξετάσει αν οι εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών δικαιολογούνταν από το καθαρό πρόσθετο κόστος που συνδεόταν με την παροχή ΥΓΟΣ.

62      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι η Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση, αποφάνθηκε μόνον ως προς ορισμένες συγκεκριμένες υπηρεσίες του τομέα της μεταφοράς δεμάτων, όσον αφορά τον χαρακτήρα τους ως ΥΓΟΣ, αλλά όχι ως προς την υπηρεσία μεταφοράς δεμάτων στο σύνολό της. Επιπροσθέτως, με το σημείο 72 του σκεπτικού της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε αναμφισβήτητα σε «επακριβώς ορισθείσα εντολή της DP AG» και σε «εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας». Επομένως, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η Επιτροπή είχε σιωπηρώς αναγνωρίσει το γεγονός ότι, και στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, υφίστανται υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας υπό τη μορφή υποχρεώσεως μεταφοράς έναντι της εφαρμογής προσιτού ενιαίου τιμολογίου.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

63      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, C‑419/08 P, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη συλλογή, σκέψεις 30 και 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η Επιτροπή, με την πρώτη αιτίαση, αμφισβητεί την περιεχόμενη στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση κατά την οποία αυτή δεν αποφάνθηκε ως προς τα στοιχεία που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε σχετικά με το ότι ο τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα συνιστούσε ΥΓΟΣ, ενώ, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο εν λόγω τομέας δεν συνιστούσε ΥΓΟΣ.

66      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με το σημείο 76 του σκεπτικού της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις σκέψεις του προοιμίου της PPfLV κατά τις οποίες το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 3, της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως εξαιρεί από τη γενική υποχρέωση μεταφοράς τα μικροδέματα στα οποία εφαρμόζονται ειδικές διατάξεις, στο πλαίσιο ειδικών συμφωνιών με ορισμένους πελάτες –για παράδειγμα με αυτούς οι οποίοι προπαρασκευάζουν οι ίδιοι τα δέματα ή με όσους έχουν συνάψει σύμβαση συνεργασίας– επαγγελματίες πελάτες οι οποίοι μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση μεταφοράς, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός που ασκείται στον εν λόγω τομέα καθιστά την υποχρέωση αυτή περιττή.

67      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή, στο προπαρατεθέν σημείο του σκεπτικού, αναφέρθηκε σε ορισμένες συγκεκριμένες υπηρεσίες του τομέα της μεταφοράς δεμάτων, υπό το πρίσμα του χαρακτήρα τους ως ΥΓΟΣ, αλλά όχι στην υπηρεσία μεταφοράς δεμάτων στο σύνολό της. Επιπλέον, πρέπει ομοίως να τονισθεί ότι, όπως επισήμανε και η DP AG, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση όχι λόγω της προσεγγίσεως της Επιτροπής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίμαχων υπηρεσιών ως ΥΓΟΣ, αλλά λόγω του ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει αν οι μεταφορές ποσών εκ μέρους της DB Telekom συνιστούσαν υπεραντιστάθμιση σε σχέση με το μη αμφισβητούμενο καθαρό πρόσθετο κόστος που συνδεόταν με την παροχή ΥΓΟΣ.

68      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί λυσιτελώς στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

69      Επομένως, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

70      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, που αναφέρεται στην εκ μέρους της Επιτροπής σιωπηρή αναγνώριση του ότι η DP AG είχε επιβαρυνθεί με καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή ΥΓΟΣ, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, με το σημείο 73 του σκεπτικού της επίδικης αποφάσεως, επισήμανε ότι «υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό καθαρού πρόσθετου κόστους της DPAG που δεν έχει καμιά σχέση με την εκπλήρωση υποχρεώσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος». Από τη διαπίστωση αυτή, το Πρωτοδικείο συνήγαγε, χωρίς αυτό να συνιστά παραμόρφωση των περιστατικών, ότι η Επιτροπή είχε αναγνωρίσει, τουλάχιστον σιωπηρώς, ότι η DP AG βαρυνόταν επίσης με κάποιο κόστος συνδεόμενο με ΥΓΟΣ.

71      Δεδομένου ότι από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε τα υποβληθέντα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ομοίως ως αβάσιμο.

 Επί του τέταρτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

72      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την BIEK και την UPS, αμφισβητεί τις αιτιολογίες που ανέπτυξε το Πρωτοδικείο, ως εκ περισσού, στις σκέψεις 101 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες εξέτασε, πλην των περιεχομένων στην επίδικη απόφαση στοιχείων, τα παρασχεθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχεία. Οι ως άνω διάδικοι φρονούν ότι τα εν λόγω στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται αυτά τα οποία αφορούν τις επιστροφές χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων από την DP AG προς το γερμανικό Δημόσιο, καθώς και τις μεταφορές ποσών εκ μέρους της DB Telekom, δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή της μεθόδου που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, γεγονός που δικαιολογεί γιατί η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια των εν λόγω στοιχείων. Εν πάση περιπτώσει, η κρίση που διατύπωσε το Πρωτοδικείο είναι ανεπαρκής και εσφαλμένη, στο μέτρο που, αφενός, δεν προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η DP AG θα είχε επιβιώσει οικονομικά χωρίς αντισταθμίσεις εκ μέρους της DB Telekom και, αφετέρου, δεν εξετάζεται κατά πόσον η DP AG διέθετε επαρκή ρευστότητα προς αντιστάθμιση του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπαγόταν η πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που η εταιρία αυτή εφάρμοσε, και τούτο παρά το συνολικό έλλειμμα που παρουσίασε.

73      Συναφώς, η DP AG υποστήριξε ότι είναι άνευ σημασίας το ότι η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν διαπίστωσε ότι η DP AG θα είχε επιβιώσει χωρίς χρηματοοικονομική αντιστάθμιση. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο μπορούσε να περιοριστεί στο να αποκλείσει ότι οι πόροι που προέρχονταν από τις εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών, στη διάρκεια των ετών 1990 έως 1994, χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη του καθαρού πρόσθετου κόστους που δημιουργήθηκε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους, μεταξύ 1995 και 1999, με το σκεπτικό ότι είχαν πλέον εξαντληθεί.

74      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η επίμαχη κρατική συνεισφορά συνιστούσε υπεραντιστάθμιση του καθαρού πρόσθετου κόστους το οποίο συνδεόταν με την παροχή ΥΓΟΣ. Επιπλέον, καμία δαπάνη, θεωρούμενη αυτοτελώς, δεν θα μπορούσε να καλυφθεί από άλλους ίδιους πόρους της DP AG, δεδομένου ότι αυτή παρουσίασε ελλείμματα κατά την οικεία περίοδο. Στην πραγματικότητα, η προσέγγιση της Επιτροπής θα οδηγούσε στο παράλογο συμπέρασμα ότι κάθε δαπάνη θα έπρεπε να χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται ως εκ περισσού σε απόφαση του Πρωτοδικείου δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και συνεπώς είναι αλυσιτελείς (αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2002, C‑184/01 P, Hirschfeldt κατά AEE, Συλλογή 2002, σ. I‑10173, σκέψη 48, της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 148, καθώς και διάταξη της 9ης Μαρτίου 2007, C‑188/06 P, Schneider Electric κατά Επιτροπής, σκέψη 64).

76      Συναφώς, από την ανάλυση των τριών πρώτων σκελών του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς κατά νόμον δέχθηκε την πρώτη αιτίαση που η DP AG προέβαλε στο πλαίσιο της προσφυγής της ακυρώσεως και κατά την οποία η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι οι εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών είχαν παράσχει πλεονέκτημα στην DP AG, παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

77      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι περιεχόμενες στις σκέψεις 101 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογίες είναι νομικά εσφαλμένες, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η διαπίστωση αυτή ουδεμία επίπτωση έχει όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως ως προς την αιτίαση περί παράνομου χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τέταρτο σκέλος του υπό κρίση λόγου είναι αλυσιτελές.

79      Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 230 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπερέβη τα κατά άρθρο 230 ΕΚ όρια της αρμοδιότητάς του, καθόσον υποκατέστησε τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή με τη δική του μέθοδο υπολογισμού του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνδέεται με την παροχή ΥΓΟΣ. Εντούτοις, οσάκις η Επιτροπή επιλέγει μια μέθοδο η οποία της επιτρέπει να χειρίζεται ταχέως και αποτελεσματικώς τις αντιρρήσεις των καταγγελλόντων, στο πλαίσιο μιας ορθής εσωτερικής διοικητικής πρακτικής, δεν θα μπορούσε το Πρωτοδικείο να αποφασίζει αντ’ αυτής όσον αφορά την επιλογή της μεθόδου.

81      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηριζόμενη από τον BIEK και την UPS, υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, με την αιτιολογία που περιέχεται στις σκέψεις 101 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποκατέστησε την Επιτροπή, καθόσον εξέτασε στοιχεία τα οποία δεν είχαν εξεταστεί στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως.

82      Αντιθέτως, η DP AG φρονεί ότι το Πρωτοδικείο περιορίστηκε να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο η οποία πρέπει υποχρεωτικώς να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο και τη διοικητική πρακτική της Επιτροπής, η διαπίστωση της υπάρξεως πλεονεκτήματος στην περίπτωση κρατικών ενισχύσεων, λόγω της καταβολής κρατικών πόρων ως αντισταθμίσεως για την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, προϋποθέτει, καταρχάς, τον προσδιορισμό του κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων γενικού συμφέροντος.

83      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν υποκατέστησε παρανόμως την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του. Με τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων στρέφεται ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε σε μια εξέταση από λογιστικής απόψεως, έχοντας ήδη προβεί, με τις σκέψεις 78 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε ανάλυση της επίδικης αποφάσεως από νομικής απόψεως. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αλυσιτελής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

84      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 230 ΕΚ, αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως αποτελεί ο έλεγχος της νομιμότητας των απαριθμούμενων στο εν λόγω άρθρο πράξεων των κοινοτικών οργάνων, η δε εξέταση των προβαλλομένων στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής λόγων δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της πλήρους έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 103).

85      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τις σκέψεις 68 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, προκειμένου ιδίως να ελέγξει αν οι εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών υπέρ της DP AG μπορούσαν να θεωρηθούν ως πλεονέκτημα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως καθώς και της συναφούς νομολογίας.

86      Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο επισήμανε, με τις σκέψεις 80 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα σφάλματα του υπολογισμού στον οποίο προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως, εξαιτίας των οποίων δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι οι εν λόγω μεταφορές ποσών είχαν παράσχει τέτοιο πλεονέκτημα στην DP AG.

87      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν υποκατέστησε τη μέθοδο της Επιτροπής με τη δική του μέθοδο, αλλά ότι προέβη σε εξέταση η οποία περιορίστηκε στον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως.

88      Όσον αφορά την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο υποκατέστησε την Επιτροπή, καθόσον εξέτασε στοιχεία τα οποία ουδόλως είχαν εξεταστεί στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ενόψει, αφενός, των παρατηρήσεων που περιέχονται στις σκέψεις 76 έως 78 της παρούσας περί του ότι οι περιλαμβανόμενες στις σκέψεις 101 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου εκτίθενται ως εκ περισσού και, αφετέρου, της παρατιθέμενης στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, η δεύτερη αυτή αιτίαση είναι αλυσιτελής.

89      Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί λυσιτελώς στο Πρωτοδικείο ότι υπερέβη τις αρμοδιότητές του, κατά παράβαση του άρθρου 230 ΕΚ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

90      Δεδομένου ότι κανένας από τους δύο λόγους που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως δεν γίνεται δεκτός, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των ανταναιρέσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

91      Με τις ανταναιρέσεις τους, ο BIEK και η UPS υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, στο μέτρο που παρέλειψε να κρίνει ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις που η εν λόγω απόφαση θέτει, προκειμένου οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων να μην τύχουν εφαρμογής επί των αντισταθμίσεων που χορηγούνται για την παροχή ΥΓΟΣ. Συγκεκριμένα, πρώτον, η πρακτική που ακολούθησε η DP AG και η οποία συνίστατο στην εφαρμογή τιμών χαμηλότερων του προβλεπομένου από τον νόμο ενιαίου τιμολογίου, όσον αφορά τον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, δεν αντιστοιχούσε σε αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Δεύτερον, οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι εκ μέρους της DB Telekom μεταφορές ποσών δεν είχαν προσδιορισθεί εκ των προτέρων, αντικειμενικά και με διαφάνεια. Τρίτον, ελλείψει συγκεκριμένου προορισμού, δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί αν οι εν λόγω μεταφορές ποσών συνιστούσαν υπεραντιστάθμιση. Τέλος, η αντιστάθμιση που θεωρείται ότι συνιστούν οι εν λόγω μεταφορές ποσών παρασχέθηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε ανάλυση του κόστους που συνεπάγεται η παροχή ΥΓΟΣ.

92      Η DP AG απαντά στα επιχειρήματα αυτά ότι το Πρωτοδικείο δεν ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει κατά πόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει η προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει αν η DP AG έπρεπε να επιβαρυνθεί με το καθαρό πρόσθετο κόστος που συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής ΥΓΟΣ αρκούσε για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

93      Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας καταρχάς ότι η Επιτροπή είχε αναγνωρίσει, τουλάχιστον σιωπηρώς, ότι η DP AG βαρυνόταν με δαπάνες εν μέρει συνδεόμενες με την παροχή ΥΓΟΣ, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 66 έως 73 της παρούσας αποφάσεως, ορθώς εξέτασε εν συνεχεία, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, την αιτίαση που προέβαλε η DP AG όσον αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό τυχόν υπεραντιστάθμισης, κατά την έννοια της τρίτης προϋποθέσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, η οποία υπομνήστηκε στις σκέψεις 41 έως 43 της παρούσας αποφάσεως.

94      Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε, ιδίως, με τη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω μέθοδος, καθόσον παρέλειπε να εξετάσει αν η DP AG είχε επιβαρυνθεί με κάποιο άλλο καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή ΥΓΟΣ, δεν επέτρεπε τον επαρκή κατά νόμον προσδιορισμό των προσθέτων αυτών δαπανών και, συνακόλουθα, απεφάνθη ότι, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας αποφάσεως Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί.

95      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 125 έως 128 των προτάσεών του, το Πρωτοδικείο προέβη σε έλεγχο νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως εντός των ορίων της κατά το άρθρο 230 ΕΚ αρμοδιότητάς του και υπό το πρίσμα της συναφούς νομολογίας που αναφέρεται στον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως καθώς και αυτής που αφορά τις αντισταθμίσεις που χορηγούνται για την παροχή ΥΓΟΣ, νομολογία στην οποία περιλαμβάνεται η προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg.

96      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι σε περίπτωση ακριβώς που το Πρωτοδικείο θα είχε εξετάσει την επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα των λοιπών κριτηρίων που η προπαρατεθείσα απόφαση θέτει, όπως ο BIEK και η UPS υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να έχει κάνει, θα είχε ουσιαστικά υποκαταστήσει την Επιτροπή, προβαίνοντας σε εξέταση αντ’ αυτής, όπως το ίδιο ορθώς επισήμανε με τη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

97      Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά πάγια νομολογία, ο έλεγχος τον οποίο ασκούν τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα στις περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις της Επιτροπής περιορίζεται κατ’ ανάγκη στην επαλήθευση της τηρήσεως των περί διαδικασίας και αιτιολογήσεως κανόνων, καθώς και της ακριβείας των πραγματικών περιστατικών και της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 279, καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 85).

98      Κατά συνέπεια, καθόσον το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τον παράνομο χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως υπό το πρίσμα κάποιας από τις προϋποθέσεις αυτές, δεν ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει όλα τα κριτήρια που το Δικαστήριο έθεσε με την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg.

99      Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, οι ανταναιρέσεις πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή κατ’ αναίρεση δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, τα παρεμβάντα στη διαφορά κράτη μέλη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

101    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα όσον αφορά την αναίρεση, σύμφωνα με το αίτημα της DP AG.

102    Όσον αφορά τις ανταναιρέσεις, καίτοι ο BIEK και η UPS ηττήθηκαν, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η DP AG, με το υπόμνημα αντικρούσεως των ανταναιρέσεων, δεν ζήτησε την καταδίκη τους στα δικαστικά έξοδα που αφορούν τις οικείες ανταναιρέσεις. Κατά συνέπεια, έκαστος των διαδίκων αυτών φέρει τα δικαστικά του έξοδα που αφορούν τις οικείες ανταναιρέσεις.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως και τις ανταναιρέσεις.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Deutsche Post AG στο πλαίσιο της αναιρέσεως.

3)      Ο Bundesverband Internationaler Express- und Kurierdienste eV και η UPS Europe SA φέρουν τα σχετικά με την αναίρεση δικαστικά τους έξοδα.

4)      Η Deutsche Post AG, ο Bundesverband Internationaler Express- und Kurierdienste eV και η UPS Europe SA φέρουν τα σχετικά με τις ανταναιρέσεις δικαστικά τους έξοδα.

5)      Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά της έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.