Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 3 Οκτωβρίου 2011 η ENI SpAκατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα)στις 13 Ιουλίου 2011 στην υπόθεση T-39/07, ENI κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-508/11 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: ENI SpA (εκπρόσωποι: G. M. Roberti, D. Durante, R. Arras, E. D'Amico, I. Perego, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

Να αναιρέσει, εν όλω ή εν μέρει, την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η προσφυγή της ENI στην υπόθεση T-39/07 και, κατά συνέπεια:

να ακυρώσει, εν όλων ή εν μέρει, την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2006 (υπόθεση COMP/F/38.638 - BR/ESBR)·

και/ή να ακυρώσει ή τουλάχιστον να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ENI με την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2006 (υπόθεσηCOMP/F/38.638 - BR/ESBR)·

επικουρικώς, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η προσφυγή της ENI στην υπόθεση T-39/07 και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας, υπό το πρίσμα των στοιχείων που θα του παράσχει το Δικαστήριο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας στην υπόθεση T-39/07.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, που περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη, η ENI υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε πολλάκις σε πλάνη περί το δίκαιο και δεν τήρησε ούτε την υποχρέωση αιτιολογίας που υπέχει, ούτε τις θεμελιώδεις αρχές που προβλέπουν ο Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ και η ΕΣΔΑ, σε βάρος των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας. Η ENI διατείνεται ότι:

το τεκμήριο της αποφασιστικής επιρροής που ασκεί μια μητρική εταιρία δεν δικαιολογείται υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν τον καταλογισμό ευθύνης από πλευράς ανταγωνισμού και των αρχών στον τομέα των τεκμηρίων που απορρέουν από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων· εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής όσον αφορά το περιεχόμενο της απαιτήσεως περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής·

τα αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε η ENI για να ανατρέψει το τεκμήριο ευθύνης δεν εκτιμήθηκαν ορθώς. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τους νομικούς κανόνες που προβλέπει επί του σημείου αυτού η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου·

το Γενικό Δικαστήριο, ενώ δέχεται, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι το τεκμήριο ευθύνης είναι μαχητό, στρέβλωσε το πραγματικό περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου κατά την εφαρμογή του, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό αδύνατη την απόδειξη του αντιθέτου, την οποία ζήτησε η ENI και η οποία οδηγεί στην εφαρμογή καθεστώτος αντικειμενικής ευθύνης·

το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς αιτιολόγηση, ότι δεν υποχρεούται να εξετάσει τα επιχειρήματα που προέβαλε η ENI σχετικά με την ανάγκη εφαρμογής της αρχής της περιορισμένης ευθύνης των εταιριών για τον καταλογισμό ευθύνης στη μητρική εταιρία βάσει του τεκμηρίου ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των νομικών κριτηρίων που απορρέουν από τη νομολογία στον τομέα της διαδοχής επιχειρήσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, που περιλαμβάνει δύο σκέλη, η ENI προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, την αρχή της αναλογικότητας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Ειδικότερα, η ENI υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο:

υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, κρίνοντας, χωρίς αιτιολόγηση, ότι δεν ασκούν καμία επιρροή τα στοιχεία που επικαλέστηκε επ' αυτού η ENI, καθώς και τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν όσον αφορά τον δυσανάλογο χαρακτήρα του εφαρμοσθέντος για τον υπολογισμό του προστίμου συντελεστή·

έκρινε βάσιμο τον αποκλεισμό της Syndial από τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, μη τηρώντας τα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία περί διαδοχής των επιχειρήσεων και μη λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες στον καθορισμό του ανώτατου ορίου προστίμου.

____________