Language of document : ECLI:EU:C:2013:511

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2013 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Μεταφορές – Οδηγία 91/440/ΕΟΚ – Ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων – Οδηγία 2001/14/ΕΚ – Κατανομή της χωρητικότητας της σιδηροδρομικής υποδομής – Άρθρο 6, παράγραφος 3, και παράρτημα II της οδηγίας 91/440 – Άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14 – Διαχειριστής της υποδομής – Συμμετοχή στην κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων – Διαχείριση της κυκλοφορίας των συρμών – Άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2001/14 – Μη ύπαρξη μέτρων που να παρέχουν κίνητρα για την εκ μέρους των διαχειριστών της υποδομής μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του επιπέδου των τελών πρόσβασης – Άρθρα 7, παράγραφος 3, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 – Κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών – Άρθρο 11 της οδηγίας 2001/14 – Σύστημα βελτίωσης των επιδόσεων»

Στην υπόθεση C‑627/10,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παράβασης κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2010,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Støvlbæk, D. Kukovec και M. Žebre, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Σλοβενίας, εκπροσωπούμενης από τις N. Pintar Gosenca, A. Vran και J. Kampoš,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και T. Müller,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την S. Centeno Huerta,

παρεμβαίνοντα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet (εισηγητή), E. Levits, J.-J. Kasel και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 20ής Σεπτεμβρίου 2012,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί με την προσφυγή της από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, μη θεσπίζοντας τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί:

–        με το άρθρο 6, παράγραφος 3, και το παράρτημα II της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (ΕΕ L 237, σ. 25, και –διορθωτικό– ΕΕ L 271, σ. 70), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 164, σ. 164, και –διορθωτικό– ΕΕ L 220, σ. 58, στο εξής: οδηγία 91/440), καθώς και με το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής (ΕΕ L 75, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 164, σ. 44, στο εξής: οδηγία 2001/14),

–        με τα άρθρα 6, παράγραφοι 2 έως 5, 7, παράγραφος 3, 8, παράγραφος 1, και 11 της οδηγίας 2001/14 και

–        με το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις αυτές.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 91/440

2        Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/440 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι τα απαριθμούμενα στο παράρτημα ΙΙ καθήκοντα, που είναι καθοριστικά [ή: βασικά] για μία δίκαιη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στην υποδομή, ανατίθενται σε φορείς ή επιχειρήσεις που δεν παρέχουν οι ίδιες καμία υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών. Ανεξάρτητα από τις οργανωτικές δομές, ο στόχος αυτός πρέπει να αποδειχθεί ότι επιτεύχθηκε.

Τα κράτη μέλη μπορούν πάντως να αναθέτουν σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα την είσπραξη των τελών και την ευθύνη της διαχείρισης της σιδηροδρομικής υποδομής, όπως επενδύσεις, συντήρηση και χρηματοδότηση.»

3        Το παράρτημα II της οδηγίας 91/440 περιλαμβάνει τον «κατάλογο των βασικών καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3:

–        προετοιμασία και λήψη αποφάσεων σχετικά με τη χορήγηση αδειών στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης και της χορήγησης ατομικών αδειών,

–        λήψη αποφάσεων σχετικά με την κατανομή των διαδρομών, συμπεριλαμβανομένων τόσο του ορισμού όσο και της εκτίμησης της διαθεσιμότητας, καθώς και της κατανομής των επιμέρους διαδρομών των συρμών,

–        λήψη αποφάσεων σχετικά με τη χρέωση για την υποδομή,

–        έλεγχος της τήρησης των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας που συνεπάγεται η παροχή ορισμένων υπηρεσιών.»

 Η οδηγία 2001/14

4        Το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2001/14 πρόβλεπε τα εξής:

«2.      Στους διαχειριστές υποδομής, με τη δέουσα προσοχή σε θέματα ασφάλειας και συντήρησης και βελτίωσης της ποιότητας εξυπηρέτησης της υποδομής, παρέχονται κίνητρα για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του επιπέδου τελών πρόσβασης.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται είτε μέσω συμβατικής συμφωνίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του διαχειριστή υποδομής που να καλύπτει περίοδο τουλάχιστον τριών ετών και να προβλέπει την κρατική χρηματοδότηση είτε μέσω της θέσπισης κατάλληλων ρυθμιστικών μέτρων με τις δέουσες εξουσίες.

4.      Όταν υπάρχει συμβατική συμφωνία, οι όροι της σύμβασης και η οργάνωση των πληρωμών που θα συμφωνηθούν για την παροχή χρηματοδότησης στον διαχειριστή υποδομής συμφωνούνται εκ των προτέρων, ώστε να καλύπτουν ολόκληρη τη διάρκεια της σύμβασης.

5.      Καθορίζεται μέθοδος για τον επιμερισμό του κόστους. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν προηγούμενη έγκριση. Η μέθοδος αυτή θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται από καιρού εις καιρόν σύμφωνα προς την καλύτερη διεθνή πρακτική.»

5        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής:

«Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 ή 5 ή του άρθρου 8, το τέλος για την ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και [την] τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών ορίζεται ίσο με το κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών.»

6        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 πρόβλεπε τα εξής:

«Ένα κράτος μέλος, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη [κάλυψη] του κόστους που προκύπτει για τον διαχειριστή υποδομής, δύναται, εφόσον η αγορά μπορεί να το ανεχθεί, να εισπράττει υψηλότερα τέλη με βάση αποτελεσματικές, διαφανείς και χωρίς διακρίσεις αρχές, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη βέλτιστη ανταγωνιστικότητα, ιδίως όσον αφορά τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές φορτίου. Το σύστημα χρέωσης πρέπει να σέβεται τις αυξήσεις της παραγωγικότητας που επιτυγχάνουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις.

Οι χρεώσεις δεν πρέπει, ωστόσο, να είναι τόσο υψηλές ώστε να αποκλείονται από τη χρήση της υποδομής τομείς της αγοράς οι οποίοι μπορούν να καταβάλλουν τουλάχιστον τη δαπάνη που προκύπτει άμεσα, λόγω της εκμετάλλευσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών, συν ένα ποσοστό απόδοσης που μπορεί να ανεχθεί η αγορά.»

7        Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας είχε ως εξής:

«Τα συστήματα χρέωσης υποδομής ενθαρρύνουν, μέσω συστήματος [βελτίωσης των] επιδόσεων, τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και τον διαχειριστή υποδομής να ελαχιστοποιούν τη διαταραχή και [να] βελτιώνουν την επίδοση του σιδηροδρομικού δικτύου. Αυτό [το σύστημα] μπορεί να προβλέπει κυρώσεις για πράξεις που διαταράσσουν τη λειτουργία του δικτύου, αποζημίωση των επιχειρήσεων που πλήττονται από τη διαταραχή και πριμοδότηση για ανταμοιβή της επίδοσης που είναι καλύτερη από την προγραμματισμένη.»

8        Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας πρόβλεπε τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώνουν πλαίσιο για την κατανομή της χωρητικότητας υποδομής, σεβόμενα τη διαχειριστική ανεξαρτησία, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ. Πρέπει να ορίζονται οι εκάστοτε [ειδικοί] κανόνες κατανομής χωρητικότητας. Ο διαχειριστής της υποδομής [εφαρμόζει] τις διαδικασίες κατανομής χωρητικότητας. Ειδικότερα, ο διαχειριστής υποδομής εξασφαλίζει ότι η χωρητικότητα υποδομής κατανέμεται σε δίκαιη και χωρίς διακρίσεις βάση και σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

2.      Όταν ο διαχειριστής υποδομής, ως προς τη νομική του μορφή, την οργάνωση ή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, δεν είναι ανεξάρτητος από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση, τότε το έργο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και περιγράφεται στο παρόν κεφάλαιο εκτελείται από φορέα κατανομής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση ως προς τη νομική του μορφή, την οργάνωση και τη λήψη αποφάσεων.»

 Το σλοβενικό δίκαιο

 Ο νόμος για τις σιδηροδρομικές μεταφορές

9        Το άρθρο 21 του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές (Zakon o železniškem prometu), της 26ης Απριλίου 2007 (Uradni list RS, αριθ. 44/2007), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (Uradni list RS, αριθ. 58/2009, στο εξής: νόμος για τις σιδηροδρομικές μεταφορές), ορίζει στο άρθρο 21 τα εξής:

«(1)      Για την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, η Κυβέρνηση ιδρύει ένα δημόσιο οργανισμό σιδηροδρομικών μεταφορών [στο εξής: Οργανισμός Σιδηροδρομικών Μεταφορών].

[…]

(3)      Ο οργανισμός αυτός ασκεί τα καθήκοντά του κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζει την χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή, πρόσβαση στην οποία περιλαμβάνονται:

–        η κατανομή των διαδρομών των συρμών,

[…]

–        η κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων στο δίκτυο.»

10      Κατά το άρθρο 11 του εν λόγω νόμου:

«(1)      Η συντήρηση της δημόσιας σιδηροδρομικής υποδομής και η ρύθμιση των σιδηροδρομικών μεταφορών για τις οποίες χρησιμοποιείται η υποδομή αυτή αποτελούν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας.

(2)      Ο διαχειριστής εκπληρώνει τις κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

[…]

(4)      Η ρύθμιση των σιδηροδρομικών μεταφορών για τις οποίες χρησιμοποιείται η δημόσια σιδηροδρομική υποδομή περιλαμβάνει κυρίως:

–        τη διαχείριση της κυκλοφορίας των συρμών,

–        την κατάρτιση και εφαρμογή του πίνακα δρομολογίων,

–        […]».

 Η κανονιστική απόφαση της 10ης Απριλίου 2008

11      Η κανονιστική απόφαση για την κατανομή των διαδρομών των συρμών και για τα τέλη χρήσης της δημόσιας σιδηροδρομικής υποδομής (uredba o dodeljevanju vlakovnih poti in uporabnini na javni železniški infrastrukturi), της 10ης Απριλίου 2008 (Uradni list RS, αριθ. 38/08, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 10ης Απριλίου 2008), ορίζει στο άρθρο 9 τα εξής:

«(1)      Ο Οργανισμός [Σιδηροδρομικών Μεταφορών], ο διαχειριστής και οι αιτούντες τηρούν, στο πλαίσιο της κατάρτισης του πίνακα διαδρομών των συρμών και της κατανομής των διαδρομών, τις ακόλουθες προθεσμίες και αρχές:

[…]

–        Ο διαχειριστής καταρτίζει ένα σχέδιο πίνακα νέων τακτικών δρομολογίων και νέων δρομολογίων των συρμών το αργότερο πέντε μήνες πριν από την έναρξη ισχύος του νέου πίνακα δρομολογίων και το υποβάλλει στον Οργανισμό [Σιδηροδρομικών Μεταφορών].

–        Κατά την κατάρτιση του σχεδίου αυτού ο διαχειριστής διαβουλεύεται με τους ενδιαφερόμενους και με όλους όσους επιθυμούν να διατυπώσουν σχόλια σχετικά με το πώς θα μπορούσε ο πίνακας δρομολογίων να επηρεάσει την ικανότητά τους να παρέχουν υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών κατά την περίοδο ισχύος του πίνακα δρομολογίων.

–        Ο Οργανισμός [Σιδηροδρομικών Μεταφορών] αποστέλλει το σχέδιο πίνακα νέων δρομολογίων σε όσους έχουν ζητήσει να τους επιτραπεί η χρήση δρομολογίων και στους λοιπούς ενδιαφερόμενους που επιθυμούν να διατυπώσουν σχόλια σχετικά με το πώς θα μπορούσε ο πίνακας δρομολογίων να επηρεάσει την ικανότητά τους να παρέχουν υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών κατά την περίοδο ισχύος του πίνακα δρομολογίων και τους τάσσει προθεσμία ενός τουλάχιστον μηνός για να του υποβάλουν τα σχόλιά τους.»

12      Το άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 5, της κανονιστικής απόφασης της 10ης Απριλίου 2008 ορίζει τα εξής:

«(2)      Στους διαχειριστές υποδομής παρέχονται κίνητρα για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του επιπέδου τελών πρόσβασης, ενώ παράλληλα καταβάλλεται η δέουσα προσοχή σε θέματα ασφάλειας και συντήρησης και βελτίωσης της ποιότητας εξυπηρέτησης της υποδομής. Προς τούτο, η τριετής σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του Οργανισμού [Σιδηροδρομικών Μεταφορών] και του διαχειριστή προβλέπει ότι ένα μέρος των κερδών που προκύπτουν από άλλες εμπορικές δραστηριότητες του διαχειριστή κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των τελών, αλλά παραμένει στον διαχειριστή, προκειμένου να λειτουργεί ως κίνητρο.

[…]

(5)      Η μέθοδος υπολογισμού των τελών λαμβάνει επίσης υπόψη όλα τα στοιχεία σχετικά με το σύστημα χρέωσης, καθώς και επαρκή στοιχεία για τις τιμές των υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 23 και 24, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από έναν μόνο πάροχο. Κατά τη μέθοδο αυτή, λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο τα στοιχεία σχετικά με το ισχύον σύστημα χρέωσης, αλλά και οι ενδείξεις για πιθανές μεταβολές των τελών κατά τα τρία επόμενα έτη. Ομοίως, λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα που παρέχουν κίνητρα προκειμένου οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και ο διαχειριστής της υποδομής να μειώνουν στο ελάχιστο τα προβλήματα λειτουργίας του δικτύου και να βελτιώνουν την εκμετάλλευση της υποδομής.

Ενδέχεται τα μέτρα αυτά να συνίστανται σε κυρώσεις για πράξεις που διαταράσσουν τη λειτουργία του δικτύου, σε αποζημίωση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων που πλήττονται από τη διατάραξη της λειτουργίας αυτή και σε πριμοδότηση για ανταμοιβή των επιδόσεων που είναι καλύτερες από τις προβλεπόμενες.»

13      Κατά το άρθρο 21 της ίδιας αυτής κανονιστικής απόφασης:

«(1)      Για τον καθορισμό του ύψους των τελών, ο Οργανισμός [Σιδηροδρομικών Μεταφορών] εφαρμόζει τα κριτήρια που προβλέπει ο νόμος.

(2)      Κατά τη στάθμιση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, ο εν λόγω οργανισμός βασίζεται στο κόστος εκμετάλλευσης του συγκεκριμένου τύπου συρμού, το οποίο συνίσταται κυρίως στο κόστος συντήρησης των σιδηροτροχιών και της υποδομής που έχει σχέση με την κυκλοφορία των συρμών και στο κόστος διαχείρισης των σιδηροδρομικών μεταφορών.

(3)      Ο Οργανισμός [Σιδηροδρομικών Μεταφορών] μεριμνά ώστε όλες οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες παρόμοιας φύσης σε παρόμοιο τμήμα της αγοράς να υπέχουν την υποχρέωση καταβολής τελών που να είναι αντικειμενικώς ισοδύναμα και να μη δημιουργούν διακρίσεις.»

 Η διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής

14      Στις 10 Μαΐου 2007 η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, προκειμένου να ελέγξει αν το κράτος μέλος αυτό είχε μεταφέρει ορθά στο εσωτερικό της δίκαιο τις οδηγίες 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 91/440 (ΕΕ L 75, σ. 1), 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (ΕΕ L 75, σ. 26), και 2001/14 (οι οποίες στο εξής θα αναφέρονται από κοινού ως «πρώτη δέσμη μέτρων για τους σιδηροδρόμους»). Οι σλοβενικές αρχές απάντησαν στο ερωτηματολόγιο αυτό στις 11 Ιουλίου 2007.

15      Στις 21 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές διευκρινίσεις, τις οποίες της παρέσχε η Δημοκρατία της Σλοβενίας με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2008.

16      Στις 26 Ιουνίου 2008 η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που της είχε κοινοποιήσει η Δημοκρατία της Σλοβενίας, όχλησε αυτό το κράτος μέλος καλώντας το να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις των οδηγιών της πρώτης δέσμης μέτρων για τους σιδηροδρόμους. Οι κυριότερες πλημμέλειες που επισήμαινε η Επιτροπή αφορούσαν την έλλειψη ανεξαρτησίας του διαχειριστή της υποδομής, τη χρέωση της πρόσβασης στη σιδηροδρομική υποδομή και τον ρυθμιστικό φορέα στον τομέα των σιδηροδρόμων.

17      Στις 22 Αυγούστου 2008 η Δημοκρατία της Σλοβενίας απάντησε στο εν λόγω έγγραφο όχλησης της Επιτροπής. Στη συνέχεια το κράτος μέλος αυτό διαβίβασε στην Επιτροπή, με έγγραφα της 16ης Μαρτίου και της 8ης Ιουλίου 2009, ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία.

18      Στις 9 Οκτωβρίου 2009 η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Σλοβενίας αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία αφενός της καταλόγιζε ότι δεν είχε μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη της τις οδηγίες της πρώτης δέσμης μέτρων για τους σιδηροδρόμους και αφετέρου την καλούσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη αυτή γνώμη εντός δύο μηνών από την παραλαβή της.

19      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας δήλωσε, με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2009, ότι είχε αντιληφθεί ποιες παραβάσεις τής καταλόγιζε η Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη και ότι είχε την πρόθεση να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την παύση των παραβάσεων αυτών.

20      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας με την απάντηση που απέστειλε στην αιτιολογημένη γνώμη στις 8 Μαρτίου 2010, επανέλαβε κατά γράμμα το περιεχόμενο του εγγράφου της της 8ης Δεκεμβρίου 2009, διευκρινίζοντας ότι σύντομα θα εκδίδονταν οι αναγκαίες νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις για την παύση των παραβάσεων που της καταλογίζονταν.

21      Κατόπιν αυτών, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2011 επιτράπηκε στην Τσεχική Δημοκρατία και στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβουν υπέρ της Δημοκρατίας της Σλοβενίας.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή δήλωσε ότι, κατόπιν του εγγράφου της 10ης Φεβρουαρίου 2011 με το οποίο η Δημοκρατία της Σλοβενίας της κοινοποίησε το μέτρο με το οποίο μεταφέρονταν στη σλοβενική έννομη τάξη οι υποχρεώσεις που το εν λόγω κράτος μέλος υπέχει από το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, παραιτούνταν από την αιτίαση που είχε διατυπώσει με την προσφυγή της σχετικά με παράβαση της εν λόγω διάταξης.

 Επί της προσφυγής

 Επί της πρώτης αιτίασης, η οποία αφορά την ανεξαρτησία του φορέα που ασκεί τα βασικά καθήκοντα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 91/440

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, και το παράρτημα II της οδηγίας 91/440, καθώς και από το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14, καθόσον ο διαχειριστής της υποδομής, ο οποίος παρέχει και ο ίδιος υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς, αφενός συμβάλλει στην κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων και αφετέρου είναι αρμόδιος να ρυθμίζει την κυκλοφορία των συρμών. Συνεπώς, ο διαχειριστής αυτός συμμετέχει στην άσκηση του καθήκοντος της λήψης των αποφάσεων για την κατανομή των διαδρομών των συρμών ή για την κατανομή της χωρητικότητας της υποδομής.

25      Η Επιτροπή ισχυρίζεται συναφώς ότι, μολονότι το άρθρο 21 του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές αναθέτει το έργο της κατανομής των διαδρομών των συρμών στον Οργανισμό Σιδηροδρομικών Μεταφορών, ο διαχειριστής της υποδομής, δηλαδή οι Σλοβενικοί Σιδηρόδρομοι, μετέχει στη λήψη των αποφάσεων για την κατανομή των διαδρομών των συρμών ή την κατανομή της χωρητικότητας της υποδομής, αφού, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, του νόμου αυτού, η κατάρτιση και εφαρμογή του πίνακα δρομολογίων εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

26      Η Επιτροπή τονίζει επιπλέον ότι οι Σλοβενικοί Σιδηρόδρομοι εξακολουθούν να μετέχουν στην κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων, αφού το άρθρο 9 της κανονιστικής απόφασης της 10ης Απριλίου 2008 προβλέπει ότι ο διαχειριστής της υποδομής καταρτίζει σχέδιο πίνακα νέων δρομολογίων και διαβουλεύεται με τους ενδιαφερόμενους σχετικά με το σχέδιο αυτό, πριν το διαβιβάσει στον Οργανισμό Σιδηροδρομικών Μεταφορών, ο οποίος το αποστέλλει σε όσους έχουν ζητήσει να τους επιτραπεί η χρήση δρομολογίων και λαμβάνει στη συνέχεια την οριστική απόφαση για την κατανομή.

27      Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στον διαχειριστή της υποδομής έχει επίσης ανατεθεί η ρύθμιση της κυκλοφορίας των συρμών, αφού το άρθρο 11, παράγραφος 4, του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές ορίζει ότι η διαχείριση της κυκλοφορίας των συρμών εμπίπτει στη ρύθμιση των σιδηροδρομικών μεταφορών για τις οποίες χρησιμοποιείται η δημόσια σιδηροδρομική υποδομή.

28      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, το κράτος μέλος αυτό ισχυρίζεται ότι το άρθρο 3 του νόμου για την τροποποίηση του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές (zakon o spremembah in dopolnitvah zakona o železniškem prometu), της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (Uradni list RS, αριθ. 106/2010, στο εξής: νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2010), αφαίρεσε κάθε αρμοδιότητα από τον διαχειριστή της υποδομής, όσον αφορά την κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων στο δίκτυο, και ότι η αρμοδιότητα αυτή μεταβιβάστηκε πλήρως στον Οργανισμό Σιδηροδρομικών Μεταφορών.

29      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστηρίζει εξάλλου ότι η διαχείριση της κυκλοφορίας των συρμών δεν καταλέγεται μεταξύ των «βασικών καθηκόντων» που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 91/440. Το εν λόγω κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι τα ωράρια των δρομολογίων καθορίζονται από τον Οργανισμό Σιδηροδρομικών Μεταφορών και ότι ο διαχειριστής της υποδομής δεν έχει πρόσβαση, ως διαχειριστής της κυκλοφορίας των συρμών, παρά μόνο στον έλεγχο των διαδρομών στην πράξη, και μάλιστα μόνο στα στοιχεία των οποίων μπορούν επίσης να λαμβάνουν γνώση οι άλλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις συμβουλευόμενες τον πίνακα δρομολογίων που εκτελούνται στο σχετικό δίκτυο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30      Με το πρώτο σκέλος της πρώτης αιτίασης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/440, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας αυτής, και από το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14, καθόσον ο διαχειριστής της υποδομής, ο οποίος παρέχει και ο ίδιος υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς, συμμετέχει στην κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων και, συνεπώς, συμμετέχει στην άσκηση του καθήκοντος της κατανομής των διαδρομών των συρμών ή της χωρητικότητας της υποδομής.

31      Στο σημείο αυτό επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι ο νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2010, ο οποίος, κατά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, αφαίρεσε κάθε αρμοδιότητα από τον διαχειριστή της υποδομής, όσον αφορά την κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων στο δίκτυο, και τη μεταβίβασε πλήρως στον Οργανισμό Σιδηροδρομικών Μεταφορών, εκδόθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή, με την αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Οκτωβρίου 2009, στο κράτος μέλος αυτό για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων συμμόρφωσής του με τη γνώμη αυτή.

32      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη παράβασης κράτους μέλους πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη και οι επερχόμενες στη συνέχεια μεταβολές δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, C‑206/10, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2011, σ. I‑3573, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Κατά συνέπεια, ο νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2010 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση από το Δικαστήριο του βασίμου της υπό κρίση προσφυγής λόγω παράβασης κράτους μέλους.

34      Στη συνέχεια υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 91/440 σηματοδότησε την αρχή της ελευθέρωσης των σιδηροδρομικών μεταφορών, με σκοπό τη δίκαιη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων στην υποδομή. Για να διασφαλιστεί η πρόσβαση αυτή, το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής καθιέρωσε την αρχή ότι το όργανο στο οποίο ανατίθενται τα βασικά καθήκοντα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της εν λόγω οδηγίας πρέπει να έχει ανεξαρτησία (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑473/10, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκέψη 44).

35      Κατά το εν λόγω παράρτημα ΙΙ, η λήψη των αποφάσεων σχετικά με την κατανομή των διαδρομών, συμπεριλαμβανομένων τόσο του ορισμού όσο και της εκτίμησης της διαθεσιμότητας, νοείται ως βασικό καθήκον κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3. Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε σιδηροδρομική επιχείρηση ο ορισμός και η εκτίμηση της διαθεσιμότητας με σκοπό τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την κατανομή των διαδρομών.

36      Εν προκειμένω το άρθρο 9 της κανονιστικής απόφασης της 10ης Απριλίου 2008 καθιστά τον διαχειριστή της υποδομής, δηλαδή τους Σλοβενικούς Σιδηροδρόμους, αρμόδιο για την κατάρτιση του σχεδίου πίνακα νέων δρομολογίων και του νέου πίνακα δρομολογίων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει επίσης ότι, κατά την κατάρτιση του σχεδίου αυτού, ο διαχειριστής της υποδομής οφείλει να διαβουλεύεται με τους ενδιαφερόμενους και με όλους όσους επιθυμούν να διατυπώσουν σχόλια σχετικά με το πώς θα μπορούσε ο πίνακας δρομολογίων να επηρεάσει την ικανότητά τους να παρέχουν υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών κατά την περίοδο ισχύος του πίνακα δρομολογίων.

37      Οι Σλοβενικοί Σιδηρόδρομοι ενεργούν βέβαια υπό τον έλεγχο του Οργανισμού Σιδηροδρομικών Μεταφορών, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος για την κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων και την κατανομή των επιμέρους διαδρομών των συρμών. Με δεδομένο όμως ότι, σύμφωνα με το γράμμα του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 91/440, «ο ορισμός και η εκτίμηση της διαθεσιμότητας» περιλαμβάνονται ρητά μεταξύ των βασικών καθηκόντων, δεν επιτρέπεται να ανατίθεται σε σιδηροδρομική επιχείρηση το σύνολο των προπαρασκευαστικών εργασιών που οδηγούν στη λήψη αποφάσεων που αφορούν βασικά καθήκοντα.

38      Τέλος, από το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14 προκύπτει ότι, όταν ο διαχειριστής της υποδομής δεν είναι ανεξάρτητος από κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση, πράγμα που συμβαίνει στη Σλοβενία, το καθήκον της κατανομής της χωρητικότητας της υποδομής πρέπει να ασκείται από φορέα κατανομής ανεξάρτητο από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση ως προς τη νομική του μορφή, την οργάνωση και τη λήψη των αποφάσεών του.

39      Όπως όμως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή, οι Σλοβενικοί Σιδηρόδρομοι εξακολουθούν να μετέχουν στην κατάρτιση του πίνακα δρομολογίων, άρα και στην άσκηση του καθήκοντος της κατανομής των διαδρομών των συρμών ή της χωρητικότητας της υποδομής.

40      Από τις παραπάνω σκέψεις συνάγεται ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη κατά το πρώτο σκέλος της.

41      Με το δεύτερο σκέλος της πρώτης αιτίασης, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/440, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας αυτής, και από το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14, καθόσον η ρύθμιση της κυκλοφορίας των συρμών έχει ανατεθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 4, του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, στον διαχειριστή της υποδομής.

42      Με το υπόμνημα απάντησης η Επιτροπή ισχυρίστηκε επιπλέον ότι, σε περίπτωση διατάραξης της κυκλοφορίας, ο διαχειριστή της υποδομής οφείλει να προβεί σε νέα κατανομή δρομολογίων. Η Επιτροπή αναφέρθηκε συναφώς στο πρόγραμμα δικτύου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας του 2011, κατά το οποίο, «σε περίπτωση ανάγκης ή προσωρινής αδυναμίας χρησιμοποίησης της υποδομής, ο διαχειριστής μπορεί να μην επιτρέψει προσωρινά τη χρήση διαδρομών που έχουν ήδη κατανεμηθεί, και συγκεκριμένα για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση της λειτουργίας του συστήματος». Το ίδιο αυτό πρόγραμμα προβλέπει επίσης ότι, «σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων που δημιουργούν αποκλίσεις από την ισχύουσα κατανομή δρομολογίων, ο διαχειριστής έχει το δικαίωμα, κατά τη διαβούλευση που διεξάγει προηγουμένως με τον μεταφορέα, να προσαρμόζει τα δρομολόγια κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι επικοινωνίες που έχουν προσδιοριστεί εξαρχής».

43      Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η διαχείριση της κυκλοφορίας δεν μπορεί να θεωρηθεί βασικό καθήκον που πρέπει να ανατίθεται σε ανεξάρτητο φορέα (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκέψη 55). Όπως όμως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 91/440, η ευθύνη της διαχείρισης της υποδομής, όταν δεν πρόκειται για βασικά καθήκοντα, μπορεί να ανατίθεται σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Η διαχείριση της κυκλοφορίας μπορεί συνεπώς να ανατίθεται σε διαχειριστή της υποδομής που αποτελεί επίσης σιδηροδρομική επιχείρηση, όπως συμβαίνει στη Σλοβενία.

44      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο διαχειριστής της υποδομής στη Σλοβενία είναι αρμόδιος για τη νέα κατανομή των δρομολογίων σε περίπτωση διατάραξης της κυκλοφορίας, υπενθυμίζεται ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να μεταβάλλουν το αντικείμενο της διαφοράς κατά τη διάρκεια της δίκης και ότι το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξετάζεται μόνον σε σχέση με τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, C‑543/08, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2010, σ. I‑11241, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, δυνάμει των άρθρων 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 120, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου αυτού, η Επιτροπή υποχρεούται, σε κάθε δικόγραφο προσφυγής που ασκεί δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, να διατυπώνει επακριβώς τις αιτιάσεις επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, C‑132/09, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2010, σ. I‑8695, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Τα αιτήματα αυτά πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτίασης (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, υποστήριζε ότι η διαχείριση της κυκλοφορίας των συρμών έπρεπε να ανατεθεί σε φορέα που να μην παρέχει ο ίδιος υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς, χωρίς να αναφερθεί όμως, πράγμα που έπραξε με το υπόμνημα απάντησης, στη νέα κατανομή δρομολογίων σε περίπτωση διατάραξης της κυκλοφορίας.

48      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή διεύρυνε το αντικείμενο της προσφυγής της, καθόσον βάλλει κατά της νέας κατανομής των δρομολογίων σε περίπτωση διατάραξης της κυκλοφορίας.

49      Το δεύτερο σκέλος της πρώτης αιτίασης της Επιτροπής πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως αβάσιμο κατά το μέρος κατά το οποίο στηρίζεται στη συλλογιστική αυτή.

50      Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει αφενός να θεωρηθεί βάσιμη κατά το πρώτο σκέλος της και αφετέρου να απορριφθεί κατά το δεύτερο σκέλος της ως εν μέρει απαράδεκτη και ως εν μέρει αβάσιμη.

 Επί της δεύτερης και της τρίτης αιτίασης, οι οποίες αφορούν αφενός τη μη ύπαρξη μέτρων που να παρέχουν κίνητρα στον διαχειριστή της υποδομής για μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του ύψους των τελών πρόσβασης και αφετέρου τη μη ύπαρξη συστήματος βελτίωσης των επιδόσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

51      Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, μη προβλέποντας κανένα μηχανισμό που να παρέχει κίνητρα για να μειώνουν οι διαχειριστές της υποδομής το κόστος παροχής της υποδομής και το ύψος των τελών πρόσβασης στην υποδομή αυτή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2001/14.

52      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το κράτος μέλος αυτό, μη θεσπίζοντας σύστημα βελτίωσης των επιδόσεων που να παρέχει κίνητρα προκειμένου οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και ο διαχειριστής της υποδομής να μειώνουν τα προβλήματα λειτουργίας και να βελτιώνουν την εκμετάλλευση της υποδομής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 11 της οδηγίας 2001/14.

53      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας ισχυρίζεται, όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2001/14, ότι το άρθρο 10 του νόμου της 16ης Δεκεμβρίου 2010 προβλέπει μέτρα που, ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις ασφάλειας, συντήρησης και βελτίωσης της ποιότητας εξυπηρέτησης της υποδομής, λειτουργούν ως κίνητρα για να μειώνει ο διαχειριστής της υποδομής το κόστος διασφάλισης της υποδομής και το επίπεδο των τελών.

54      Το κράτος μέλος αυτό προσθέτει ότι η αναδιάρθρωση των Σλοβενικών Σιδηροδρόμων, κατόπιν της οποίας η εταιρία αυτή χωρίστηκε σε τρεις εταιρίες, οι οποίες έχουν ως έργο τη μεταφορά των επιβατών, τις εμπορευματικές μεταφορές και την άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή της υποδομής αντίστοιχα, θα παράσχει στον διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής πολύ μεγαλύτερη εμπορική αυτονομία, με αποτέλεσμα να πληρούνται οι προϋποθέσεις διασφάλισης της αποτελεσματικότητας του συστήματος κινήτρων.

55      Όσον αφορά την αιτίαση για πλημμελή μεταφορά του άρθρου 11 της οδηγίας 2001/14 στο εθνικό δίκαιο, η Δημοκρατία της Σλοβενίας ισχυρίζεται ότι ο νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2010 πρόσθεσε στο άρθρο 15d του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές δύο νέες παραγράφους, οι οποίες παρέχουν νομική βάση για τη θέσπιση κανονιστικών διατάξεων για την περαιτέρω διαμόρφωση του συστήματος βελτίωσης των επιδόσεων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

56      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία παρατέθηκε παραπάνω στη σκέψη 32, η ύπαρξη παράβασης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ότι οι μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο.

57      Εν προκειμένω επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Σλοβενίας στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στις τροποποιήσεις που επήλθαν στην εθνική νομοθεσία μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή στο εν λόγω κράτος μέλος με την αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Οκτωβρίου 2009.

58      Υπό τις συνθήκες αυτές, η δεύτερη και η τρίτη αιτίαση που διατυπώνει η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της πρέπει να θεωρηθούν βάσιμες.

 Επί της τέταρτης αιτίασης, η οποία αφορά τον υπολογισμό του τέλους για την ελάχιστη δέσμη πρόσβασης στη σιδηροδρομική υποδομή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, μη προβλέποντας μέθοδο υπολογισμού των τελών για την ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και για την τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών, η οποία να στηρίζεται στο κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14.

60      Η Επιτροπή διατυπώνει επίσης κατά της Δημοκρατίας της Σλοβενίας την αιτίαση ότι έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, διότι δεν έχει θεσπίσει κανόνες με βάση τους οποίους να εξακριβώνεται αν καθένας από τους τομείς της αγοράς μπορεί πράγματι να αντιμετωπίσει αυξήσεις που επιβάλλονται με σκοπό την πλήρη κάλυψη του κόστους που προκύπτει για τον διαχειριστή.

61      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας ισχυρίζεται ότι ο νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2010 πρόσθεσε στο άρθρο 15d, παράγραφος 3, του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές μια διάταξη που προβλέπει ότι το ύψος του τέλους για την ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και την τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών ισούται με το κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών.

62      Το εν λόγω κράτος μέλος προσθέτει ότι, κατ’ εφαρμογή της κανονιστικής απόφασης για την κατανομή των διαδρομών των συρμών και για τα τέλη χρήσης της δημόσιας σιδηροδρομικής υποδομής (uredba o dodeljevanju vlakovnih poti in uporabnini na javni železniški infrastrukturi), της 24ης Δεκεμβρίου 2009 (Uradni list RS, αριθ. 113/09), το ύψος των τελών καθορίζεται με βάση το κόστος εκμετάλλευσης του συγκεκριμένου τύπου συρμού, το οποίο συνίσταται κυρίως στο κόστος συντήρησης των σιδηροτροχιών και στο κόστος που έχει σχέση με την κυκλοφορία των συρμών και με τη διαχείριση της κυκλοφορίας αυτής.

63      Τέλος, η Δημοκρατία της Σλοβενίας ισχυρίζεται ότι η κανονιστική αυτή απόφαση τελεί υπό αναμόρφωση και ότι προβλέπεται να προστεθεί μια διάταξη σχετικά με τον τρόπο εξακρίβωσης του αν ένας τομέας της αγοράς μπορεί πράγματι να αντιμετωπίσει αυξήσεις που επιβάλλονται με σκοπό την πλήρη κάλυψη του κόστους που προκύπτει για τον διαχειριστή της υποδομής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64      Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία παρατέθηκε παραπάνω στη σκέψη 32, η ύπαρξη παράβασης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ενώ οι μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο.

65      Εν προκειμένω η Δημοκρατία της Σλοβενίας βασίζει την επιχειρηματολογία της σε τροποποιήσεις των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεών της που επήλθαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή στο εν λόγω κράτος μέλος με την αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Οκτωβρίου 2009 και συνεπώς η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

66      Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14, τα τέλη για την ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και την τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών πρέπει να ισούνται με το κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 4 ή 5 ή του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας.

67      Από την άποψη αυτή, το άρθρο 21, παράγραφος 2, της κανονιστικής απόφασης της 10ης Απριλίου 2008, καθόσον προβλέπει ότι το ύψος των τελών καθορίζεται με βάση το κόστος που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών, πρέπει να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14.

68      Δεν αμφισβητείται εντούτοις ότι το άρθρο 15 του νόμου για τις σιδηροδρομικές μεταφορές πρόβλεπε, πριν αρχίσει να ισχύει ο νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2010, ότι για τον υπολογισμό του τέλους πρόσβασης στην υποδομή έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη το «τέλος για την υποδομή των μεταφορών σε άλλα υποσυστήματα, και ιδίως στις οδικές μεταφορές». Είναι όμως προφανές ότι ένα τέτοιο κριτήριο δεν έχει άμεση σχέση με την εκτέλεση των σιδηροδρομικών υπηρεσιών.

69      Κατά συνέπεια, η τέταρτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη κατά το πρώτο σκέλος της, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14.

70      Όσον αφορά, τέλος, το δεύτερο σκέλος της τέταρτης αιτίασης, το οποίο αφορά την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη κάλυψη του κόστους που προκύπτει για τον διαχειριστή υποδομής, να εισπράττουν υψηλότερα τέλη, εφόσον η αγορά μπορεί πράγματι να αντιμετωπίσει τα αυξημένα αυτά τέλη. Αντίθετα, η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν με τη νομοθεσία τους αφενός τους τρόπους με τους οποίους ο διαχειριστής της υποδομής οφείλει να εξακριβώνει αν τα επιμέρους τμήματα της αγοράς μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ενδεχόμενες αυξήσεις του κόστους και αφετέρου τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να γίνεται η εξακρίβωση αυτή (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑556/10, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 89).

71      Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή στη Δημοκρατία της Σλοβενίας με την αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Οκτωβρίου 2009 δεν υπήρχε καμία διάταξη της σλοβενική νομοθεσίας που να προβλέπει ότι είναι αναγκαίο να εξακριβώνεται, προς τον σκοπό της πλήρους κάλυψης του κόστους που προκύπτει για τον διαχειριστή της υποδομής, ότι καθένας από τους τομείς της αγοράς μπορεί πράγματι να αντιμετωπίσει αυξήσεις.

72      Κατά συνέπεια, η τέταρτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει επίσης να θεωρηθεί βάσιμη ως προς το δεύτερο σκέλος της, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14.

73      Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, πρέπει αφενός να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, μη θεσπίζοντας τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί

–        με το άρθρο 6, παράγραφος 3, και το παράρτημα II της οδηγίας 91/440, καθώς και με το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14, και

–        με τα άρθρα 6, παράγραφοι 2 έως 5, 7, παράγραφος 3, 8, παράγραφος 1, και 11 της οδηγίας 2001/14,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις αυτές και αφετέρου να απορριφθεί η προσφυγή της Επιτροπής κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Δεδομένου ότι τόσο η Επιτροπή όσο και η Δημοκρατία της Σλοβενίας ηττήθηκαν εν μέρει, καθεμία πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

75      Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, η Τσεχική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Δημοκρατία της Σλοβενίας, μη θεσπίζοντας τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί:

–        με το άρθρο 6, παράγραφος 3, και το παράρτημα II της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, καθώς και με το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, και

–        με τα άρθρα 6, παράγραφοι 2 έως 5, 7, παράγραφος 3, 8, παράγραφος 1, και 11 της οδηγίας 2001/14, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/49,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις αυτές.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Δημοκρατία της Σλοβενίας, η Τσεχική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβενική.