Language of document : ECLI:EU:C:1999:620

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTONIO SAGGIO

της 16ης Δεκεμβρίου 1999 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-240/98 έως C-244/98

Océano Grupo Editorial SA και Salvat Editores SA

κατά

Rocío Murciano Quintero κ.λπ.

[αίτηση του Juzgado de Primera Instancia de Barcelona (Ισπανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία περί των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές - Επιλογή των αρμοδίων δικαστηρίων - Δυνατότητα αυτεπάγγελτης επικλήσεως της ακυρότητας της ρήτρας - Αποκλεισμός των αντιθέτων διατάξεων του εθνικού δικαίου»

1.
    Με διατάξεις του ιδίου περιεχομένου, της 31ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 1998, το Juzgado de Primera Instancia de Barcelona (Ισπανία) υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές (2) (στο εξής: οδηγία). Είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί σχετικά με την οδηγία αυτή. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το σύστημα προστασίας που εξασφαλίζει η οδηγία στους καταναλωτές συνεπάγεται ότι ο δικαστής, επιλαμβανόμενος διαφοράς σχετικής με μη εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή, μπορεί να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιληφθείσας στη σύμβαση αυτή. Στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για ρήτρα απονέμουσα στα δικαστήρια της έδρας της επιχειρήσεως αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή μιας συμβάσεως πωλήσεως.

Η κοινοτική ρύθμιση

2.
    Η οδηγία έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή (άρθρο 1, παράγραφος 1).

Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας, νοούνται ως «επαγγελματίας» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής και ως «καταναλωτής» κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες.

3.
    Η οδηγία αποβλέπει στην εξασφάλιση, στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, μιας ελάχιστης προστασίας του καταναλωτή, παρέχοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέψουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας μέσω εθνικών διατάξεων αυστηροτέρων από αυτές της οδηγίας (δωδέκατη και δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη· άρθρο 8).

.σον αφορά το πεδίο εφαρμογής της, η οδηγία διέπει μόνον τις συμβατικές ρήτρες που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως· δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, «θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως». Το επόμενο εδάφιο της διατάξεως αυτής διευκρινίζει ότι «το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιας ρήτρας ή για μια μεμονωμένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπομιας σύμβασης, εάν η συνολική αξιολόγηση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρ' όλα αυτά, πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης». Στη συνέχεια, το τρίτο εδάφιο προσθέτει ότι, «εάν ο επαγγελματίας ισχυρίζεται ότι για μια τυποποιημένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, φέρει το βάρος της απόδειξης».

4.
    Η οδηγία περιέχει έναν γενικό ορισμό των καταχρηστικών ρητρών. Στο άρθρο 3, παράγραφος 1, προβλέπει τα ακόλουθα: «Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση».

Το άρθρο 4 προσθέτει ότι, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 7, «ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Η εκτίμηση αυτή «δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό».

5.
    Για τον συγκεκριμένο προσδιορισμό των ρητρών που δημιουργούν σημαντική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή, το παράρτημα της οδηγίας απαριθμεί τις ρήτρες που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές. Ο κατάλογος αυτός είναι απλώς ενδεικτικός και όχι εξαντλητικός, αφήνει δε στα κράτη μέλη τη μέριμνα να τον συμπληρώσουν ή να τον αναδιατυπώσουν με περιοριστικότερους όρους στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας (δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 3, παράγραφος 3).

Μεταξύ των ρητρών που προβλέπονται στο παράρτημα περιλαμβάνονται και εκείνες που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα «να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει υποχρεωτικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή ή με το να επιβάλλουν σ' αυτόν το βάρος της απόδειξης το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος» [στοιχείο π´].

6.
    Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, «τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή [...] δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές». Η διάταξη αυτή ορίζει ότι η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλομένους «εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».

Τα κράτη μέλη οφείλουν, εξάλλου, να μεριμνούν «ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές» (άρθρο 7, παράγραφος 1). Ειδικότερα, τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που παρέχουν σε άτομα ή οργανισμούς τη δυνατότητα να προσφεύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση, έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών (άρθρο 7, παράγραφος 2). Η οδηγία δεν αναφέρει, ωστόσο, ρητώς αν τα εθνικά δικαστήρια έχουν ή όχι εξουσία να επικαλούνται αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας και, επομένως, το μη αντιτάξιμό της στον καταναλωτή.

7.
    Τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Οι διατάξεις της οδηγίας εφαρμόζονται σε όλες τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί μετά την ημερομηνία αυτή (άρθρο 10, παράγραφος 1).

Η εθνική νομοθεσία

8.
    Η οδηγία μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη με τον νόμο 7/1998 της 13ης Απριλίου 1998 (3), ήτοι με καθυστέρηση ενόψει της ταχθείσας προθεσμίας. Ο νόμος αυτός έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με το προοίμιό του, τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της κοινοτικής ρυθμίσεως όσον αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται από τους καταναλωτές και τη ρύθμιση των γενικών συμβατικών όρων. Κατ' εφαρμογήν της τρίτης τελικής διατάξεως, ο νόμος τέθηκε σε ισχύ, μετά από vacatio legis είκοσι ημερών, από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς του στο Boletín Oficial del Estado, ήτοι από 3ης Μα.ου 1998.

9.
    Ο νόμος του 1998 τροποποίησε τον νόμο 26/1984, της 9ης Ιουλίου 1984, για την προστασία των καταναλωτών (4), προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, ένα νέο άρθρο 10 bis που περιέχει τον ορισμό των καταχρηστικών ρητρών, στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι διατάξεις οι οποίες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και δημιουργούν εις βάρος του καταναλωτή, κατά παράβαση των επιταγών της καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπει ότι είναι αυτοδικαίως άκυρες καιθεωρούνται ως μηδέποτε συνομολογηθείσες οι ρήτρες, όροι ή διατάξεις που έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα.

Κατά την έννοια και για την εφαρμογή του άρθρου 10 bis, θεωρούνται ως καταχρηστικές οι ρήτρες που προβλέπονται σε πρόσθετες διατάξεις, μεταξύ των οποίων, στο σημείο 27, αναφέρονται οι διατάξεις που απονέμουν αρμοδιότητα σε δικαστήριο άλλο από εκείνο της κατοικίας του καταναλωτή ή του τόπου εκπληρώσεως της παροχής.

Οι προβλεπόμενες από τον νόμο αγωγές μπορούν να ασκηθούν, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νόμου, ακόμα και όσον αφορά τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή. Ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, ο νόμος δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι ενάγουσες εταιρίες ενήγαγαν τους καταναλωτές, οπότε οι νέες διατάξεις δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω. Προηγουμένως, η προστασία των καταναλωτών έναντι των καταχρηστικών ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες με επαγγελματία εξασφαλιζόταν από τον προμνησθέντα νόμο 26/1984. Ο νόμος αυτός επέβαλλε να είναι οι διατάξεις των εν λόγω συμβάσεων, μεταξύ άλλων, σύμφωνες με την καλή πίστη και να εξασφαλίζουν την προσήκουσα ισορροπία μεταξύ των εκατέρωθεν παροχών. Συνεπώς, εθεωρούντο αυτοδικαίως άκυρες οι καταχρηστικές ρήτρες, νοούμενες ως ρήτρες οι οποίες προξενούν δυσανάλογη και άδικη ζημία στον καταναλωτή ή δημιουργούν ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος των καταναλωτών ή χρηστών [άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο c, σημείο 3].

10.
    Πρέπει, τέλος, να προστεθεί ότι οι ισπανικές διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του νόμου με τον οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, δεν ρυθμίζουν ρητώς το θέμα της δυνατότητας αυτεπάγγελτης επικλήσεως της ακυρότητας των καταχρηστικών ρητρών. Δεν φαίνεται να υφίσταται, στο ισπανικό δίκαιο, νομική βάση προς θεμελίωση της αρμοδιότητας του δικαστή να εξετάσει την ακυρότητα αυτή εν απουσία πρωτοβουλίας των διαδίκων. Στην ισπανική νομολογία, στο εν λόγω ζήτημα έχουν δοθεί μέχρι τώρα αντιφατικές λύσεις, καθόσον ορισμένοι δικαστές έκριναν ότι μπορούν να αντλήσουν την εξουσία αυτή απευθείας από την οδηγία.

Το ιστορικό της διαφοράς και τα προδικαστικά ερωτήματα

11.
    Σε διάφορες ημερομηνίες, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1995 έως τον Απρίλιο του 1996, η εταιρία Océano Grupo Editorial SA, αφενός, και η R. Murciano Quintero, κάτοικος El Ejido (Almeria), αφετέρου, καθώς και η εταιρία Salvat Editores SA, αφενός, και οι J. M. Sánchez-Alcón Prades, J. L. Copano Badillo, M. Berroane και E. Viρas Feliu, άπαντες κάτοικοι Ισπανίας, συνήψαν σύμβαση αγοράς εγκυκλοπαίδειας με δόσεις.

12.
    Οι συμβάσεις πωλήσεως με δόσεις, τις οποίες οι πωλητές είχαν προκαταρτίσει υπό μορφή τυποποιημένης συμβάσεως προσχωρήσεως, οι συμβαλλόμενοι δέχονταν, σε περίπτωση γενέσεως διαφοράς, την αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Βαρκελώνης, πόλεως στην οποία βρισκόταν η κύρια έδρα των προμνησθεισών εταιριών.

13.
    Επειδή οι αγοραστές δεν κατέβαλαν τις οφειλόμενες δόσεις κατά τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, η εταιρία Océano Grupo Editorial SA, στις 25 Ιουλίου, και η εταιρία Salvat Editores SA, αντιστοίχως στις 18 Σεπτεμβρίου, 16 Δεκεμβρίου και 19 Δεκεμβρίου 1997, προσέφυγαν ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia de Barcelona και ζήτησαν να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των οφειλομένων ποσών.

Κατά την άσκηση των αγωγών αυτών, η οδηγία δεν είχε ακόμα μεταφερθεί στο ισπανικό δίκαιο. Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει, ωστόσο, ως προς το έγκυρον της ρήτρας περί κατά παρέκταση αρμοδιότητας που περιέχει η σύμβαση, στο μέτρο που η ρήτρα αυτή θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί «καταχρηστική» σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας. Κατά την άποψή του, αρμόδιο θα έπρεπε να είναι το δικαστήριο της κατοικίας των εναγομένων. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1997, το δικαστήριο διαβίβασε τη δικογραφία στο Ministerio Fiscal προκειμένου να γνωμοδοτήσει ως προς τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης κηρύξεως της ακυρότητας της ρήτρας περί κατά παρέκταση αρμοδιότητας. Η εν λόγω υπηρεσία απάντησε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας «juicio de cognición» (ειδικής διαδικασίας μικροδιαφορών) (5), η οποία είχε εφαρμογή εν προκειμένω, δεν είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη διαπίστωση της ελλείψεως αρμοδιότητας, όταν το δικαστήριο που έχουν ορίσει τα μέρη μιας συμβάσεως είναι το δικαστήριο του τόπου κατοικίας ενός τουλάχιστον εξ αυτών (6).

14.
    Με διατάξεις της 31ης Μαρτίου 1998 (C-240/98 και C-241/98) και της 1ης Απριλίου 1998 (C-242/98, C-243/98 και C-244/98), το Juzgado de Primera Instancia de Barcelona αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιτρέπει η έννοια της προστασίας του καταναλωτή, όπως αυτή εξασφαλίζεται από την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, να εξετάζουν τα εθνικά δικαστήρια αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήραρήτρας της συμβάσεως που υποβάλλεται στην κρίση τους κατά την εξέταση του παραδεκτού αγωγής ασκηθείσας ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων;»

15.
    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Ιουλίου 1998, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί της ουσίας

16.
    Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, ελλείψει εμπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, μπορεί να κρίνει εαυτό αναρμόδιο αυτεπαγγέλτως, στο μέτρο που η αρμοδιότητα του απονέμεται με ρήτρα της συμβάσεως την οποία θεωρεί «καταχρηστική» υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Για να εξεταστεί το ζήτημα αυτό και να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο λυσιτελής απάντηση, θεωρώ απαραίτητο να γίνουν διαδοχικά δύο πράγματα: πρώτον, να ερμηνευθούν οι διατάξεις της οδηγίας, ώστε να διευκρινιστεί κατά πόσον η ρήτρα που απονέμει αρμοδιότητα στα δικαστήρια του τόπου της έδρας της επιχειρήσεως είναι καταχρηστική και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, κατά πόσον η οδηγία ή άλλοι κανόνες του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουν στα εθνικά δικαστήρια να κηρύσσουν αυτεπαγγέλτως εαυτά αναρμόδια όταν καλούνται να κρίνουν βάσει ρήτρας του είδους αυτού, έστω και μη εφαρμόζοντας εσωτερικό δικονομικό κανόνα που θα οδηγούσε σε διαφορετική λύση από πλευράς της κατά τόπον αρμοδιότητας. Δεύτερον, θα πρέπει να εκτιμηθεί αν αυτή η αδυναμία εφαρμογής μπορεί ενδεχομένως να ισχύσει σε μια διαφορά όπως οι διαφορές των κυρίων δικών, στην οποία οι διάδικοι είναι ιδιώτες, έστω και αν ο κοινοτικός κανόνας, το περιεχόμενο του οποίου διαφέρει από τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες, περιλαμβάνεται σε οδηγία μη μεταφερθείσα στην εσωτερική έννομη τάξη.

17.
    .σον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίδικης συμβατικής ρήτρας, λέγω ευθύς εξαρχής ότι η ρήτρα αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως «καταχρηστική ρήτρα» ενόψει της οδηγίας. Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για ρήτρα, περιεχόμενη σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή, που προβλέπει ότι αποκλειστικώς αρμόδιο για τις εκ της συμβάσεως διαφορές είναι το δικαστήριο του τόπου της έδρας της επιχειρήσεως. .πως παρατήρησε η Γαλλική Κυβέρνηση, οι ρήτρες του είδους αυτού δεν προβλέπονται μεν ρητώς στον κατάλογο των «καταχρηστικών ρητρών» του παραρτήματος της οδηγίας, το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικής σημασίας, και τούτο για διαφόρους λόγους. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η εν λόγω ρήτρα εμπίπτει στη γενική κατηγορία του προμνησθέντος στοιχείου π´ του παραρτήματος, στο μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό «[της προσφυγής] ενώπιον δικαστηρίου ή [της ασκήσεως] ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή». Ωστόσο, εν προκειμένω ουσιώδη σημασία έχει το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, τοπαράρτημα περιέχει «ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές» (7), καθόσον τα κράτη μέλη μπορούν να προσθέσουν και άλλες ρήτρες, οι οποίες, προφανώς, θα υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς το οποίο η οδηγία προβλέπει γενικώς για τις λοιπές ρήτρες. Τελικά, η οδηγία απαιτεί μόνον, για να εμπίπτει μια ρήτρα στο πεδίο εφαρμογής της, να μην έχει αποτελέσει η ρήτρα αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή και να δημιουργεί, εις βάρος του καταναλωτή, «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση» (άρθρο 3, παράγραφος 1). Στο πλαίσιο αυτών των γενικών παραμέτρων, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν και άλλες, ειδικότερες ρήτρες πέραν εκείνων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο: στην περίπτωση αυτή, οι ρήτρες θα είναι «καταχρηστικές» από πλευράς της οδηγίας και, συνεπώς, θα υπόκεινται, όπως ήδη ανέφερα, στο καθεστώς που προβλέπει η οδηγία για τις ρήτρες αυτές.

18.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εκτίμηση του κατά πόσον μια ρήτρα όπως η επίδικη στις κύριες δίκες είναι «καταχρηστική» ή όχι προϋποθέτει αποκλειστικά και μόνον ερμηνεία της οδηγίας και, ειδικότερα, των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσαρτημένος στην οδηγία κατάλογος έχει απλώς ενδεικτική αξία. Κατόπιν αυτού, θεωρώ ότι μια ρήτρα την οποία έχει μεν υπογράψει ο καταναλωτής αλλά η οποία δεν υπήρξε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως στο μέτρο που περιλαμβάνεται σε σύμβαση προσχωρήσεως, και η οποία του επιβάλλει να ενάγει ή να ενάγεται ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της έδρας της επιχειρήσεως για όλες τις εκ της συμβάσεως διαφορές, συνεπάγεται αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα για την επιχείρηση αυτή και, αντιθέτως, ενέχει κίνδυνο αισθητής μειώσεως των δικαιωμάτων άμυνας του καταναλωτή. Πράγματι, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής, βάσει της συγκεκριμένης εμπειρίας των δικαστηρίων, η υποχρέωση του καταναλωτή να υπαχθεί στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων του τόπου της έδρας της επιχειρήσεως, ο οποίος μπορεί να είναι πολύ απομακρυσμένος από τον τόπο κατοικίας του, ενέχει τον κίνδυνο να καταστήσει αδύνατη στην πράξη την άμυνα του καταναλωτή, ενόψει των υψηλών εξόδων που συνεπάγεται η παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για μικροδιαφορά. Επιπλέον, τα πρόσωπα που εμπλέκονται στις υποθέσεις αυτές είναι, στην πλειονότητά τους άτομα χαμηλών τάξεων με μάλλον περιορισμένα οικονομικά μέσα. Αντιθέτως, η επίδικη ρήτρα συνεπάγεται αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα για τον επαγγελματία ο οποίος, με τον τρόπο αυτόν, αποφεύγει την προσφυγή σε διάφορα δικαστήρια αρμόδια βάσει των δικονομικών κανόνων, συγκεντρώνοντας τις διαφορές εκ των συμβάσεων με τους καταναλωτές στον τόπο της έδρας του, πράγμα βολικότερο γι' αυτόν και λιγότερο επαχθές απόοικονομικής απόψεως. Θεωρώ ότι καταστάσεις αυτού του είδους δημιουργούν χωρίς αμφιβολία σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών. Συνεπώς, η επίδικη ρήτρα πρέπει να χαρακτηριστεί «καταχρηστική» υπό την έννοια της οδηγίας, οπότε το ευνοϊκό για τον καταναλωτή καθεστώς που προβλέπει η οδηγία, και ειδικότερα ο κατά το άρθρο 6 μη δεσμευτικός χαρακτήρας της ρήτρας περί κατά παρέκταση αρμοδιότητας, έχει οπωσδήποτε εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση.

19.
    Δεν στερείται επίσης σημασίας το γεγονός ότι, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή όταν έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί το περιεχόμενο της γενικής αρχής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, η Ισπανία, σύμφωνα με τις λύσεις που υιοθετήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη (8), θέλησε ρητώς να περιλάβει στον κατάλογο των καταχρηστικών ρητρών τη ρήτρα που επιβάλλει την άσκηση της αγωγής ενώπιον δικαστηρίου άλλου από το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή ή της εκπληρώσεως της παροχής (9). Υπό το φως αυτής της επιχειρηματολογίας, μπορεί βασίμως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ρήτρα που περιέχεται σε σύμβαση συναπτόμενη μεταξύ ενός καταναλωτή και μιας επιχειρήσεως και η οποία, για οποιαδήποτε εκ της συμβάσεως διαφορά, προβλέπει ως αποκλειστικώς αρμόδια τα δικαστήρια του τόπου της έδρας της επιχειρήσεως συνιστά «καταχρηστική ρήτρα» κατά την έννοια της οδηγίας.

20.
    Αφού κατέδειξα ότι η επίλυση των διαφορών των κυρίων δικών συνεπάγεται εκτίμηση της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου, εκτίμηση η οποία πρέπει να γίνει υπό το φως των διατάξεων της οδηγίας, θα πρέπει τώρα να εξετάσω το επόμενο κατά τη λογική σειρά ζήτημα, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος. Πρόκειται για το αν το εθνικό δικαστήριο μπορεί να κηρύξει αυτεπαγγέλτως εαυτό αναρμόδιο όταν καλείται να κρίνει επί διαφοράς βάσει ρήτρας, περιληφθείσας σε σύμβαση μεταξύ ενός καταναλωτή και ενός επαγγελματία, την οποία θεωρεί καταχρηστική στο μέτροπου απονέμει αποκλειστική αρμοδιότητα στα δικαστήρια της έδρας του τελευταίου.

21.
    Επί της ουσίας, κρίνω αναγκαίο να υπογραμμίσω, καταρχάς, ότι ο εναγόμενος στη διαφορά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου (ο καταναλωτής) δεν παρέστη στη δίκη, παραιτούμενος έτσι από το να επικαλεστεί την έλλειψη αρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου στο μέτρο που η αρμοδιότητα αυτή ερείδεται σε καταχρηστική ρήτρα. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, θα πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στη στάση του διαδίκου αυτού. Πράγματι, δεδομένου ότι η εκτίμηση των εξουσιών που απονέμονται στο εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά βάσει της εθνικής νομοθεσίας, η οποία, όπως ήδη ανέφερα, δεν αναγνωρίζει στο δικαστήριο τέτοια εξουσία στο πλαίσιο διαδικασίας όπως αυτή της κύριας δίκης, το δικαστήριο αυτό βρίσκεται σε αδυναμία να επικαλεστεί αυτεπαγγέλτως το ανεφάρμοστο της συμβατικής ρήτρας.

22.
    Σπεύδω να δηλώσω ότι η ερμηνεία αυτή δεν μου φαίνεται πειστική. Συμφωνώντας με την Επιτροπή και τη Γαλλική Κυβέρνηση, θεωρώ ορθότερη μια γενικότερη ανάλυση, η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από το ίδιο το σύστημα προστασίας του καταναλωτή, ήτοι του ασθενέστερου συμβαλλομένου, προκύπτει η ανάγκη αναγνωρίσεως στο εθνικό δικαστήριο της εξουσίας να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως το ανεφάρμοστο μιας καταχρηστικής ρήτρας κατά την έννοια της οδηγίας. Με άλλες λέξεις, η ανάγκη προσδώσεως «πρακτικής αποτελεσματικότητας» στις διατάξεις αυτές συνηγορεί υπέρ μιας ερμηνείας η οποία δεν επιβάλλει στον ασθενέστερο συμβαλλόμενο να αμυνθεί ενώπιον του δικαστηρίου επικαλούμενος το ανεφάρμοστο συμβατικών ρητρών που τον βλάπτουν· αυτό δε - θα προσθέσω πάραυτα - ισχύει κυρίως όταν, κατ' εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας, ο καταναλωτής είναι υποχρεωμένος να εναχθεί σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της κατοικίας του.

23.
    Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το σύστημα προστασίας που εξασφαλίζουν οι διατάξεις της οδηγίας εκκινεί από τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία, στις συμβάσεις που συνάπτονται με επαγγελματία, ο καταναλωτής πρέπει να θεωρείται ως «ο ασθενέστερος συμβαλλόμενος» ο οποίος χρήζει ειδικής προστασίας: σκοπός της οδηγίας αυτής είναι, συνεπώς, να αποκαταστήσει, στις σχέσεις αυτές, τη συμβατική ισορροπία, προασπίζοντας συγχρόνως το γενικό συμφέρον της τηρήσεως της προσήκουσας εμπορικής πρακτικής. Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη μια υποχρέωση αποτελέσματος, εν προκειμένω την αποτροπή της δεσμεύσεως των καταναλωτών με ρήτρες που κρίνονται καταχρηστικές, τηρουμένων των όρων της εθνικής νομοθεσίας (άρθρο 6). Κατά συνέπεια, εναπόκειται μεν στα κράτη μέλη να επιλέξουν την ειδική κύρωση από πλευράς αστικού δικαίου που θα ισχύει για τις ρήτρες αυτές - ανεφάρμοστο, ακυρότητα, ακυρώσιμο -, τους ζητείται όμως, εν πάση περιπτώσει, να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα που να αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του καταναλωτή.

Ο σκοπός αυτός, όπως προσφυώς επισημαίνει η Επιτροπή, δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί αν δεν αναγνωριστεί στο δικαστήριο η δυνατότητα να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας. Στην πραγματικότητα, το σύστημα προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου, όπως αυτό καθορίζεται από την οδηγία, φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά του καταναλωτή. Παραδείγματος χάριν, καμία σημασία δεν δίδεται στο ότι ο καταναλωτής έχει αποδεχθεί τη ρήτρα με την υπογραφή της συμβάσεως προσχωρήσεως: πράγματι, η ρήτρα αυτή, παρά την υπογραφή, δεν μπορεί να δεσμεύει τον καταναλωτή. Θεωρώ ότι με το ίδιο πνεύμα θα μπορούσε να αποκλεισθεί η απόδοση καθοριστικής σημασίας στη συμπεριφορά που τηρεί ο καταναλωτής ενώπιον των δικαστηρίων: ο καταναλωτής μπορεί να μην επικαλεστεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας λόγω άγνοιας, ή διότι κρίνει υπερβολικά επαχθές να αμυνθεί ενώπιον δικαστηρίου απομακρυσμένου από τον τόπο της κατοικίας του, όπως συμβαίνει με την επίδικη εν προκειμένω ρήτρα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός δεν θα επιτυγχανόταν, στο μέτρο που η ρήτρα, καίτοι προδήλως επιβλαβής για τα συμφέροντα του ασθενέστερου συμβαλλομένου, θα επετύγχανε τον σκοπό της. Θα θιγόταν έτσι ανεπανόρθωτα η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας.

24.
    Επιπλέον, είναι ασφαλώς σημαντικό ότι, για να αντιμετωπίσει την κατάσταση ουσιαστικής ανισορροπίας μεταξύ των δύο συμβαλλομένων, η οδηγία ζητεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα σύστημα προστασίας το οποίο να προβλέπει την ενεργό ανάμιξη υποκειμένων ξένων προς τη συμβατική σχέση. Βάσει του προδήλου αξιώματος σύμφωνα με το οποίο η αντίδραση των καταναλωτών στις ρήτρες που βλάπτουν τα συμφέροντά τους δεν αποτελεί αποτελεσματικό μέσο αντιμετωπίσεως της καταστάσεως, λόγω του κόστους της μεμονωμένης ένδικης προσφυγής και της μικρής προδιαθέσεως των καταναλωτών να εμπλακούν σε πολύπλοκες διαφορές στρεφόμενοι κατά ισχυροτέρων και καλύτερα οργανωμένων επαγγελματιών, το άρθρο 7 της οδηγίας επιβάλλει τα εξής: «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η εκτίμηση του «κατάλληλου» και «αποτελεσματικού» χαρακτήρα των μέσων προστασίας που ζητεί η οδηγία από τα κράτη μέλη (10)συνδέεται με τη συγκεκριμένη αξιολόγηση της χρησιμότητας των μέσων σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο, ο οποίος, υπενθυμίζω, είναι η αποφυγή της δεσμεύσεως των καταναλωτών από τις καταχρηστικές ρήτρες. .μως, βάσει των σκέψεων που εξέθεσα, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η αυτεπάγγελτη επέμβαση του δικαστή συνιστά όχι μόνον άκρως αποτελεσματικό κατασταλτικό μέσο, αλλά και μέσο ικανό να αποτρέψει αποτελεσματικά την πρόβλεψη τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές.

Σ' αυτό προστίθεται το ότι ο αποκλεισμός της αυτεπάγγελτης επεμβάσεως του δικαστή όταν ο καταναλωτής δεν επικαλείται τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας θα είχε παράδοξα αποτελέσματα σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, όπου αμφισβητείται η απονομή αποκλειστικής αρμοδιότητας στο δικαστήριο της έδρας του επαγγελματία προς εκδίκαση των εκ της συμβάσεως διαφορών. Υπενθυμίζεται ότι, στις διαφορές των κυρίων δικών, το αιτούν δικαστήριο, το Juzgado de Primera Instancia de Barcelona, επιλήφθηκε διαφορών μεταξύ επαγγελματιών (των εταιριών Océano Grupo Editorial SA και Salvat Editores SA, των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται στην πώληση εγκυκλοπαιδειών με δόσεις) και διαφόρων καταναλωτών που κατοικούν σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας, πολλές απέχουσες περί τα εκατό χιλιόμετρα από την έδρα του επιληφθέντος δικαστηρίου. .μως, υπό τις περιστάσεις αυτές, αν θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση μη εμφανίσεως του εναγομένου, το δικαστήριο δεν μπορεί να εκτιμήσει με δική του πρωτοβουλία το εφαρμοστό μιας προδήλως «καταχρηστικής» ρήτρας, θα καταλήξουμε στο παράδοξο αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένος ο καταναλωτής να παραστεί ενώπιον δικαστηρίου σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της κατοικίας του ακριβώς για να υποστηρίξει ότι η συμβατική ρήτρα που τον υποχρεώνει να το πράξει είναι καταχρηστική! Προφανώς, ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν όλως αναποτελεσματικό ως μέσο προστασίας του καταναλωτή, στο μέτρο που ο καταναλωτής, για να μπορεί να τύχει της προστασίας που του παρέχει η οδηγία, θα ήταν ούτως ή άλλως υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει όλες τις αρνητικές συνέπειες (δαπάνες παραστάσεως σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της κατοικίας του, υποχρέωση να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας, προσφυγή στις υπηρεσίες δικηγόρου για μικροδιαφορά, κ.λπ.) οι οποίες ώθησαντα κράτη μέλη να περιλάβουν την υποχρεωτική επιλογή του δικαστηρίου της έδρας της επιχειρήσεως μεταξύ των συμβατικών ρητρών που βλάπτουν τον καταναλωτή.

25.
    Πρέπει, τέλος, να προστεθεί ότι η απονομή στον δικαστή της εξουσίας να επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως φαίνεται απολύτως συνεπής με το καθεστώς αστικού δικαίου το οποίο η οδηγία υποδεικνύει ως κύρωση των ρητρών που περιλαμβάνονται στις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές. Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέψουν ότι, υπό τους όρους των εθνικών τους νομοθεσιών, οι ρήτρες αυτές δεν μπορούν να δεσμεύσουν τον καταναλωτή (άρθρο 6, παράγραφος 1). Αν η οδηγία, εντός των ορίων μιας «ελάχιστης» εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών, περιορίζεται να υποδείξει με γενικό τρόπο ένα αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί (να «μη δεσμεύουν» οι καταχρηστικές ρήτρες), αφήνοντας στις εθνικές έννομες τάξεις την επιλογή της συγκεκριμένης νομικής κυρώσεως που επιφυλάσσεται στις ρήτρες αυτές (11), είναι προφανές ότι η επιλογή που υποκρύπτει αυτή η διατύπωση συνεπάγεται ότι στις διατάξεις της οδηγίας αναγνωρίζεται ότι έχουν τη φύση «επιτακτικών» κανόνων «οικονομικής δημοσίας τάξεως», φύση η οποία δεν μπορεί να μην αντικατοπτρίζεται στις εξουσίες που παρέχονται στα εθνικά δικαστήρια (12).

26.
    Τελικά, θεωρώ ότι η αναγνώριση στον δικαστή της εξουσίας να κηρύσσει αυτεπαγγέλτως ανενεργό μια καταχρηστική ρήτρα της συμβάσεως εντάσσεται πλήρως στο γενικό πλαίσιο της ειδικής προστασίας την οποία η οδηγία αναγνωρίζει υπέρ των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου τα οποία, όντας μέρος της οικονομικής δημοσίας τάξεως, βαίνουν πέραν των μεμονωμένων συμφερόντων των συμβαλλομένων. Υφίσταται, με άλλες λέξεις, ένα δημόσιο συμφέρον να παραμένουν ανενεργές οι ρήτρες που βλάπτουν τον καταναλωτή. Το συμφέρον αυτό υπαγορεύει, από ουσιαστικής απόψεως, την κύρωση της μη παραγωγής αποτελεσμάτων για τις καταχρηστικές ρήτρες παρά την τυχόν υπογραφή τους από τον καταναλωτή, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, και, από δικονομικής απόψεως, την επέμβαση του δικαστή, ο οποίος, εκτιμώντας τη βλάβη που υφίσταται ο καταναλωτής, μπορεί να μην εφαρμόσει τη ρήτρα ανεξαρτήτως της στάσεως που τηρεί ο τελευταίος στη δίκη.

27.
    Δεδομένου ότι το σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία δεν θα ήταν «αποτελεσματικό» αν δεν επιτρεπόταν στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τη ρήτρα της συμβάσεως από πλευράς των διατάξεων της οδηγίας, η μόνη λύση είναι να μπορεί το δικαστήριο να αποκλείσει την εφαρμογή των εθνικών δικονομικών διατάξεων που δεν καθιστούν δυνατή μια τέτοια εκτίμηση, ενόψει της υποχρεώσεως συνεργασίας που υπέχουν όλα τα εθνικά όργανα - συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο των οικείων αρμοδιοτήτων, των δικαιοδοτικών οργάνων - κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ). Πρόκειται, εξάλλου, για μία αρχή η οποία επανειλημμένως έχει εφαρμοστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και σύμφωνα με την οποία, δυνάμει της γενικής αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου (13), οι εθνικές δικονομικές διατάξεις δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής από το δικαστήριο αν δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που απονέμει το κοινοτικό δίκαιο (14).

Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, ο κοινοτικός κανόνας που υποτίθεται ότι παράγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα περιλαμβάνεται σε οδηγία μη μεταφερθείσα εμπροθέσμως στο εσωτερικό δίκαιο. Εφόσον η υπόθεση στην κύρια δίκη αφορά διαφορά μεταξύ ιδιωτών, τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα του κατά πόσον η περίσταση αυτή μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στον καθορισμό των εξουσιών του εθνικού δικαστηρίου.

28.
    Συναφώς, παρατηρείται καταρχάς ότι, εν προκειμένω, δεν είναι εύκολη η «σύμφωνη ερμηνεία» των διατάξεων του εθνικού δικαίου σε σχέση προς τον σκοπό και το γράμμα της οδηγίας, στην οποία το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να προβεί σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν μια οδηγία δεν έχει μεταφερθεί προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Είναι μεν αληθές ότι η πιο συγκεκριμένη και σύμφωνη με την οδηγία εκτίμηση εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, φαίνεται, ωστόσο, προφανές ότι - ενώ η προ της μεταφοράς της οδηγίας ισπανική νομοθεσία μπορούσε εύκολα να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα το ελάττωμα αυτό μεταξύ εκείνων που καθιστούν τη συμβατική ρήτρα «αυτοδικαίως άκυρη» (15) - μεταξύ των εσωτερικών δικονομικών κανόνων και της οδηγίας υφίσταται σαφής και πρόδηλη αντίφαση, καθόσον η εφαρμογή τους έχει όλως διαφορετικά αποτελέσματα: αφενός, οι δικονομικοί κανόνες του εσωτερικού δικαίου επιτρέπουν, ακόμα και για τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, την επιλογή, ως αποκλειστικώς αρμοδίου δικαστηρίου για τις εκ της συμβάσεως διαφορές, του δικαστηρίου της έδρας του επαγγελματία, παρεκκλίνοντας έτσι από τα γενικά κριτήρια δωσιδικίας· αφετέρου, οι γενικές αρχές από τις οποίες εμπνέεται το σύστημα προστασίας του καταναλωτή που προβλέπει η οδηγία, όπως τις εξέθεσα προηγουμένως, υπαγορεύουν να μη δεσμεύει τον καταναλωτή η ρήτρα που επιβάλλει μια τέτοια λύση, στο μέτρο που η ρήτρα αυτή είναι καταχρηστική κατά την έννοια της οδηγίας. Προφανώς, δεν υφίσταται στο εθνικό δίκαιο διάταξη που να μπορεί να «ερμηνευθεί» κατά τρόπονώστε να επιτυγχάνεται ο σκοπός της οδηγίας (16). Ωστόσο - επαναλαμβάνω - στο εθνικό δικαστήριο ανήκει η ακριβέστερη εκτίμηση του ζητήματος αυτού.

29.
    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι δύο κανόνες δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους, δεν απομένει στο δικαστήριο που καλείται να επιλύσει τη διαφορά παρά να επιλέξει μεταξύ δύο «ανταγωνιστικών» αρχών του δικαίου: της, εσωτερικής προελεύσεως, αρχής που επιτρέπει επιλογή του δικαστηρίου και της, κοινοτικής προελεύσεως, αρχής που επιβάλλει στο δικαστήριο να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Συνεπώς, τίθεται ζήτημα εκτιμήσεως του κατά πόσον μια οδηγία η οποία δεν έχει μεταφερθεί εμπροθέσμως στο εσωτερικό δίκαιο μπορεί να χρησιμεύσει ως παράμετρος της νομιμότητας των εσωτερικών δικονομικών κανόνων, οπότε το εθνικό δικαστήριο θα υποχρεούτο να μην εφαρμόσει τους κανόνες αυτούς προκειμένου να εξασφαλίσει την υπεροχή των κοινοτικών διατάξεων και, επομένως, την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που απονέμουν οι διατάξεις αυτές, και τούτο παρά το γεγονός ότι η διαφορά της κύριας δίκης αποτελεί στην πραγματικότητα διαφορά μεταξύ δύο ιδιωτών, μη αποδιδομένης, προφανώς, στο πλαίσιο αυτό καμίας σημασίας στο γεγονός ότι ένας εκ των διαδίκων δεν παρέστη ενώπιον του δικαστηρίου. Αντιθέτως, αν θεωρηθεί ότι μια μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία δεν μπορεί να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το εθνικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε παρά να δεχθεί ως έγκυρη την παρέκταση αρμοδιότητας που προβλέπει η ρήτρα, την οποία το ίδιο το δικαστήριο θεωρεί καταχρηστική.

30.
    Επ' αυτού, θεωρώ ότι η ορθή εφαρμογή της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί του εσωτερικού δικαίου καθώς και η ανάγκη εξασφαλίσεως της ομοιόμορφης εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων συνεπάγονται ότι οι μη μεταφερθείσες στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίες, εφόσον έχει εκπνεύσει η προθεσμία μεταφοράς τους στην εσωτερική έννομη τάξη, μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφαρμογής του αντιθέτου κανόνα του εθνικού δικαίου, έστω και αν, ελλείψει ακριβούς προβλέψεως ή λόγω του ότι δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα στις «οριζόντιες σχέσεις», οι οδηγίες αυτές δεν απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία οι τελευταίοι να μπορούν ναεπικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων. Η υποχρέωση συνεργασίας που ανέφερα προηγουμένως και την οποία υπέχει κάθε όργανο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, επιβάλλει στα δικαιοδοτικά όργανα και στη διοίκηση να μη λαμβάνουν υπόψη την ασυμβίβαστη με την οδηγία εθνική νομοθεσία. Το συμπέρασμα αυτό, όπως θα καταδείξω, διαφαίνεται ήδη στη νομολογία του Δικαστηρίου, πέραν του ότι ήδη από πολλού χρόνου εξετάζεται από τη σχετική θεωρία (17).

31.
    Για να αιτιολογήσει το Δικαστήριο το συμπέρασμα αυτό, παρατηρώ ότι, αφού καταρχάς υπογράμμισε, αφενός, τον δεσμευτικό χαρακτήρα της οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249 ΕΚ), ο οποίος συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να επιτύχουν το αποτέλεσμα στο οποίο αποβλέπει η οδηγία, και, αφετέρου, την επιβαλλόμενη από το άρθρο 5 της Συνθήκης υποχρέωση λήψεως όλων των γενικών ή ειδικών μέτρων που είναι πρόσφορα προς εξασφάλιση της επιτεύξεως του αποτελέσματος αυτού, διευκρίνισε ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις ισχύουν για όλα τα όργανα των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο των οικείων αρμοδιοτήτων, των δικαιοδοτικών οργάνων. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αναγνώρισε κυρίως ότι, κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για διατάξεις προγενέστερες ή μεταγενέστερες της οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας. Κατά συνέπεια, μεταξύ δύο δυνατών ερμηνειών των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, ο δικαστής θα πρέπει να ευνοήσει εκείνη που επιτρέπει την επίτευξη του αποτελέσματος που προβλέπει η οδηγία (18). Πέραν της - στην ουσία όχι και τόσο επαναστατικής - αρχής της «σύμφωνης ερμηνείας», το Δικαστήριο εξέτασε, πιο πρόσφατα, και άλλες συνέπειες της υπεροχής, στην ιεραρχία των πηγών δικαίου, των οδηγιών σε σχέση προς τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου. Πρέπει δε να υπομνησθεί ότι το έπραξε και στο πλαίσιο διαφορών στις οποίες εμπλέκονταν αποκλειστικώς και μόνον ιδιώτες, επιχειρώντας ως προς το θέμα αυτό, έστω και εμμέσως, μια ορθή διάκριση μεταξύ του αμέσου αποτελέσματος μιας διατάξεως κοινοτικού δικαίου, το οποίο νοείται, εν στενή εννοία, ως η ευχέρεια επικλήσεως της διατάξεως αυτής κατ' άλλου προσώπου ενώπιον των δικαστηρίων, και της δυνατότητας να ληφθεί η διάταξηαυτή ως παράμετρος της νομιμότητας μιας ήσσονος διατάξεως στην ιεραρχία των πηγών του δικαίου (19).

32.
    Συναφώς, μπορεί λυσιτελώς να παρατεθεί η απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International (20). Στην υπόθεση εκείνη, το Tribunal du commmerce de Liège ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (21), σχετικά με διατάξεις του εθνικού δικαίου που επιβάλλουν τη λήψη αδείας για τις εγκαταστάσεις και τα συστήματα συναγερμού. Στη δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, μια επιχείρηση (η CIA Security International SA, στο εξής: CIA), της οποίας η δραστηριότητα συνίστατο στην εμπορία συστημάτων συναγερμού, ενήγαγε λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού δύο επιχειρήσεις οι οποίες, κατά την ενάγουσα, είχαν διαδώσει δυσφημιστικές πληροφορίες σχετικά με τα συστήματα συναγερμού που εμπορευόταν. Οι δύο εναγόμενες επιχειρήσεις υποστήριζαν, μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα αυτό δεν ήταν σύμφωνο με την ισχύουσα βελγική νομοθεσία, καθόσον δεν είχε εγκριθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή. Η CIA υποστήριζε, αντιθέτως, ότι η εσωτερική νομοθεσία δεν μπορούσε να εφαρμοστεί καθόσον δεν είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή κατ' εφαρμογήν της οδηγίας. Καίτοι επρόκειτο για διαφορά μεταξύ ιδιωτών, το Δικαστήριο δικαίως υπενθύμισε την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία, «σε όλες τις περιπτώσεις που οι διατάξεις οδηγίας εμφανίζονται, από απόψεως περιεχομένου, ανεπιφύλακτες και αρκούντως σαφείς, μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων αυτών, έναντι κάθε εθνικής διατάξεως μη σύμφωνης προς τηνοδηγία» (σκέψη 42· η υπογράμμιση δική μου). Η παράβαση της οδηγίας από το κράτος (εν προκειμένω, η παράλειψη κοινοποιήσεως των τεχνικών κανόνων, κατά παράβαση της υποχρεώσεως που επιβάλλει η οδηγία), ενόψει των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία, συνιστά «διαδικαστική πλημμέλεια κατά τη θέσπιση των οικείων τεχνικών κανόνων [η οποία] συνεπάγεται τη μη εφαρμογή των τεχνικών αυτών κανόνων, με αποτέλεσμα να μην είναι αντιτάξιμοι έναντι των ιδιωτών» (σκέψη 45). Τελικά, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι ένας ιδιώτης δεν μπορεί να αντιτάξει σε άλλον ιδιώτη τη μη τήρηση διατάξεως θεσπισθείσας κατά παράβαση της οδηγίας. Η οδηγία λειτουργεί σαν «ασπίδα» κατά της εφαρμογής διατάξεως ασυμβίβαστης προς αυτήν, χωρίς να ενδιαφέρει αν η εφαρμογή του αντιθέτου νόμου ζητείται ενώπιον του δικαστηρίου από το κράτος (π.χ., από έναν κρατικό οργανισμό ελέγχου ή από την εισαγγελική αρχή) ή από ιδιώτη (22).

33.
    Αντιθέτως, στην υπόθεση Ruiz Bernáldez (23), η Audiencia Provincial de Sevilla ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (24). Στην υπόθεση εκείνη, ο R. Ruiz Bernáldez είχε καταδικαστεί ποινικώς για οδήγηση σε κατάσταση μέθης, με υποχρέωση να αποκαταστήσει τις ζημίες που είχε υποστεί τρίτος. Η εταιρία στην οποία ο R. Ruiz Bernáldez ήταν ασφαλισμένος απηλλάγη, αντιθέτως, από την υποχρέωση καταβολής in solidum της αποζημιώσεως προς τον ζημιωθέντα, κατ' εφαρμογήν των ισπανικών διατάξεων περί ασφαλίσεως ζημιών σχετικών με την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων. Οι διατάξεις αυτές δεν προέβλεπαν τέτοια υποχρέωση όταν ο ασφαλισμένος τελούσε σε κατάσταση μέθης κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Απαντώντας στο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές ήταν ασυμβίβαστες με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας και, συνεπώς, κατέληξε στο ότι το άρθρο αυτό «αποκλείει τη δυνατότητα του ασφαλιστή να επικαλεστεί νομοθετικές διατάξεις ή συμβατικές ρήτρες για να αρνηθεί να αποζημιώσει τους τρίτους, θύματα ατυχήματος προκληθέντος από το ασφαλισμένο όχημα» (σκέψη 20). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο ζήτησε επίσης από το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις εσωτερικές διατάξεις που αντέβαιναν στην οδηγία, καίτοι η οδηγία αυτή δεν είχε ορθώς μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο. Ο ιδιώτης - εν προκειμένω, η ασφαλιστική εταιρία - υποχρεώθηκε, συνεπώς, να αντιμετωπίσει μια χρηματική υποχρέωση την οποία το εθνικό δίκαιο δεν του επέβαλλε.

34.
    Και άλλα παραδείγματα, από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνουν ότι η νομολογία θεωρεί ότι η οδηγία συνιστά παράμετρο βάσει τηςοποίας εκτιμάται η νομιμότητα της εθνικής νομοθεσίας, ανεξαρτήτως του κατά πόσον μπορεί να απονείμει στους ιδιώτες «ενεργά» δικαιώματα τα οποία να μπορούν οι ιδιώτες να επικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων. Με απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995, Επιτροπή κατά Γερμανίας (25), το Δικαστήριο απέρριψε σαφώς τη θέση του εν λόγω κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία «η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων οδηγίας μόνον στις περιπτώσεις που αυτές παρέχουν ατομικά δικαιώματα σε ιδιώτες» (σκέψη 24). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρούσε ότι, εφόσον τα άρθρα 2, 3 και 8 της οδηγίας περί εκτιμήσεως των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (26) δεν παρέχουν τέτοια δικαιώματα στους ιδιώτες, δεν υπείχε υποχρέωση να τα εφαρμόσει πριν από τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, οπότε μια απόφαση παροχής αδείας για την επέκταση θερμοηλεκτικού σταθμού χωρίς προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας παραβάσεως. Το Δικαστήριο απέρριψε την άποψη αυτή διακρίνοντας σαφώς μεταξύ, αφενός, της τηρήσεως της οδηγίας και της επιδράσεως της τελευταίας επί της εθνικής νομοθεσίας και, αφετέρου, της δυνατότητας απευθείας επικλήσεως της οδηγίας εκ μέρους των ιδιωτών (27). Το ζήτημα της υποχρεώσεως του κράτους να τηρεί την οδηγία «είναι ξένο» προς τη δυνατότητα απευθείας επικλήσεως, από ιδιώτες κατά του κράτους, των διατάξεων οδηγίας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο (σκέψη 26).

35.
    Η λύση στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, Bellone (28), φαίνεται ακόμα περισσότερο σημαντική όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Με την ευκαιρία εκείνη, το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (29). Στη διαφορά της κύριας δίκης, η εμπορική αντιπρόσωπος B. Bellone προσέφυγε ενώπιον του Pretore di Bologna προκειμένου να της αναγνωριστεί δικαίωμα επί ορισμένων ποσών τα οποία ισχυριζόταν ότι της οφείλονταν εκ της δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου την οποία είχε ασκήσει προς όφελος της εταιρίας Yokohama· η τελευταία επεκαλείτο, αντιθέτως, την ακυρότητα της συμβάσεως πρακτορίας λόγω του ότι ο εμπορικός πράκτορας δεν ήταν εγγεγραμμένος στο ειδικό μητρώο που προέβλεπε η ιταλική νομοθεσία.Συνεπώς, ήταν προφανές ότι επρόκειτο για διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Το Δικαστήριο, αφού διευκρίνισε ότι το εθνικό δίκαιο εξαρτά το κύρος της συμβάσεως από την εγγραφή του εμπορικού αντιπροσώπου στο μητρώο αυτό (σκέψη 12), ερμήνευσε τις διατάξεις της οδηγίας κατά τρόπο αποκλείοντα τη δυνατότητα εφαρμογής ενός τέτοιου όρου προκειμένου να μπορεί ο αντιπρόσωπος να τύχει της προστασίας που προβλέπει η οδηγία. Το Δικαστήριο επεσήμανε, συνεπώς, το ασυμβίβαστο μεταξύ των δύο καθεστώτων το οποίο απέκλειε, προφανώς, κάθε προσφυγή σε «σύμφωνη ερμηνεία» (30). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε ότι «εθνική ρύθμιση που εξαρτά το κύρος συμβάσεως πρακτορίας από την εγγραφή του εμπορικού πράκτορα σε προβλεπόμενο προς τούτο μητρώο αντιβαίνει προς την οδηγία». Η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί, ενόψει του διαδικαστικού πλαισίου της, παρά ως υπόδειξη προς το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει την αντίθετη εθνική νομοθεσία, η οποία είναι ασυμβίβαση με τη μη μεταφερθείσα εμπροθέσμως στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία (31).

36.
    Πρέπει, εξάλλου, να προστεθεί ότι, αν δεν αναγνωριστεί στις κοινοτικές οδηγίες, βάσει των θεμελιωδών αρχών της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της ομοιόμορφης εφαρμογής του εντός των κρατών μελών, θέση υπεροχής στην ιεραρχία των πηγών του δικαίου, με συνακόλουθη υποχρέωση των δικαιοδοτικών και διοικητικών οργάνων να μην εφαρμόζουν τις αντίθετες διατάξεις του εθνικού δικαίου, αυτό θα έχει συνέπειες που δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές. Ας αναλογισθούμε, π.χ., την περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος, το οποίο σε μια πρώτη φάση είναι «εν τάξει» από πλευράς υποχρεώσεων του άρθρου 189 της Συνθήκης (στο μέτρο που η προ ή η μεταγενέστερη της οδηγίας νομοθεσία του είναι σύμφωνη με το περιεχόμενό της), θεσπίζει στη συνέχεια διατάξεις που προβλέπουν καθεστώς προδήλως αντίθετο προς την οδηγία. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια καθόλου απίθανη περίπτωση (32). Σε μια τέτοια περίπτωση, αν δεν αναγνωριστεί στις οδηγίες, μετά την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς τους στην εσωτερική έννομη τάξη, η δυνατότητα επηρεασμού της έγκυρης καταρτίσεως των εθνικών κανόνων, σε μια διαφορά μεταξύ ιδιωτών το εθνικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε παρά να εφαρμόσει τις μεταγενέστερες εθνικές διατάξεις, έστω και αν αυτές έχουν θεσπιστεί κατά παράβαση της οδηγίας, και να αναγνωρίσει στον ιδιώτη, εφόσον πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, μόνο δικαίωμα σε αποζημίωση. Είναι προφανές ότι λύσεις αυτού του είδους ουδόλως ικανοποιούν. .σον αφορά, εξάλλου, τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την ισχύουσα ιεραρχική σχέση μεταξύ κοινοτικού και εσωτερικού δικαίου, είναι προφανές ότι το αν ο αντίθετος προς την οδηγία νόμος έχει θεσπιστεί πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας για την εφαρμογή της οδηγίας δεν δημιουργεί καμία διαφορά (33).

37.
    Τελικά, τα καθήκοντα των εθνικών δικαστηρίων, υπό την ιδιότητά τους ως κοινών κοινοτικών δικαστηρίων, συνεπάγονται τη λεπτή αποστολή της εξασφαλίσεως της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι του εσωτερικού δικαίου. Η ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η εναρμόνιση την οποία επιδιώκουν οι κοινοτικές οδηγίες δεν κινδυνεύει από μονομερείς συμπεριφορές των κρατών μελών, είτε πρόκειται για παραλείψεις (μη εμπρόθεση εφαρμογή μιας οδηγίας) είτε για ενέργειες (θέσπιση εθνικών κανόνων ασυμβιβάστων με την οδηγία), συνεπάγεται τον αποκλεισμό της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων που δεν είναι σύμφωνες με την οδηγία. Για να μπορεί να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα, ο «αποκλεισμός» επιβάλλεται κάθε φορά που ένας εθνικός κανόνας λαμβάνεταιυπόψη για την επίλυση μιας διαφοράς, ανεξαρτήτως της δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως των εμπλεκομένων.

38.
    Πρέπει, στη συνέχεια, να σημειωθεί ότι μια λύση αυτού του είδους, η οποία διακρίνει μεταξύ «αποτελέσματος υποκαταστάσεως» και «αποτελέσματος αποκλεισμού» μιας οδηγίας μη μεταφερθείσας εμπροθέσμως στο εσωτερικό δίκαιο, διαφαίνεται ήδη in nuce στη νομολογία του Δικαστηρίου περί των συνεπειών της αναγνωρίσεως παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. Ως γνωστόν, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η αναγνώριση της παραβάσεως μιας υποχρεώσεως επιβαλλομένης από το κοινοτικό δίκαιο συνεπάγεται υποχρέωση των δικαιοδοτικών και διοικητικών αρχών του οικείου κράτους μέλους να μην εφαρμόζουν τις αντίθετες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου. Η υποχρέωση αυτή, η οποία αρχικά αναγνωρίστηκε όσον αφορά τις παραβάσεις των διατάξεων της Συνθήκης (34), στη συνέχεια επεκτάθηκε και στις παραβάσεις των διατάξεων οδηγίας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο (35). Δεδομένου ότι μια απόφαση του Δικαστηρίου εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ) δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα, καθόσον περιορίζεται στην αναγνώριση της παραβάσεως του κράτους, η επέμβαση του Δικαστηρίου δεν είναι απαραίτητη ώστε το αποτέλεσμα «αποκλεισμού», το οποίο απορρέει άμεσα από την υποχρέωση συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 5 της Συνθήκης, να υφίσταται σε κάθε περίπτωση στην οποία γίνεται επίκληση του κανόνα αυτού, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, των διαφορών μεταξύ ιδιωτών.

39.
    Με βάση το σύνολο των ανωτέρω παρατηρήσεων, και για να επανέλθω στην υπό κρίση περίπτωση, θεωρώ ότι δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία, αλλ' αντιθέτως είναι απολύτως συνεπές με τις γενικές αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ κοινοτικού και εθνικού δικαίου, να ζητηθεί από τον δικαστή να «αγνοήσει» τον εσωτερικό δικονομικό κανόνα προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, ακόμα και υπό περιστάσεις στις οποίες ο εν λόγω μηχανισμός οδηγεί στον αποκλεισμό, σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών, της εφαρμογής μιας δικονομικής διατάξεως αντίθετης προς τις διατάξεις οδηγίας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο. Ο αποκλεισμός του αντίθετου κανόνα δεν δημιουργεί, εν προκειμένω, κανένα «κενό δικαίου» - το οποίο, εν πάση περιπτώσει, μπορεί εύκολα να καλυφθεί με κατ' αναλογίαν εφαρμογή ή με προσφυγή στις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου, στο μέτρο που οι εθνικές αυτές διατάξεις αντικατοπτρίζουν τις αρχές από τις οποίες εμπνέεται η οδηγία -, καθόσον η εφαρμογή του γενικού δικονομικού κανόνα που επιβάλλει την άσκηση της αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του οφειλέτη θα καλύψει αυτό το ενδεχόμενο «κενό».

Πρόταση

40.
    Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο ερώτημα που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia de Barcelona:

«Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρητρας που υποβάλλεται στην κρίση του όταν εξετάζει το παραδεκτό αγωγής ασκηθείσας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.»


1: -     Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2: -     ΕΕ L 95, σ. 29.


3: -     Ley de 13 Abril 1998 de Condiciones Generales de la Contratación (BOE της 14ης Απριλίου 1998).


4: -     Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios (BOE αριθ. 176 της 24ης Ιουλίου 1984).


5: -     Πρόκειται για συνοπτική διαδικασία για διαφορές μη υπερβαίνουσες μια περιορισμένη αξία (80 000 έως 800 000 ισπανικές πεσέτες).


6: -     Βλ. το άρθρο 1 του νόμου της 17ης Ιουλίου 1948, περί της αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων (ΒΟΕ αριθ. 200, της 18ης Ιουλίου 1948), και το άρθρο 32 του διατάγματος της 21ης Νοεμβρίου 1952, περί της διαδικασίας «juicio de cognición» (ΒΟΕ αριθ. 337, της 2ας Δεκεμβρίου 1952).


7: -     Βλ. επίσης τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη, η οποία διευκρινίζει τα εξής: «για τις ανάγκες της παρούσας οδηγίας, ο κατάλογος των ρητρών που περιέχεται στο παράρτημα είναι, κατ' ανάγκην, ενδεικτικός και, επομένως, δεκτικός προσθηκών ή αυστηρότερης διατύπωσης ιδίως όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής αυτών των ρητρών από τα κράτη μέλη στα πλαίσια της νομοθεσίας τους».


8: -     Το άρθρο 1469-bis του ιταλικού αστικού κώδικα, που προστέθηκε με τον νόμο 25 της 6ης Φεβρουαρίου 1996 περί εφαρμογής της οδηγίας, προβλέπει ότι λογίζεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, καταχρηστική η ρήτρα που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα «να ορίζεται ως τόπος του αρμοδίου δικαστηρίου τόπος διαφορετικός από αυτόν της κατοικίας ή μόνιμης διαμονής του καταναλωτή» (βλ. άρθρο 19, παράγραφος 3). Στη Γαλλία, η «recommandation de synthèse» αριθ. 91-02, που εκδόθηκε από την Commission des clauses abusives η οποία συστάθηκε με το άρθρο L-132.2 του code de la consommation, περιλαμβάνει μεταξύ των ρητρών που λογίζονται καταχρηστικές εκείνες που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα «de déroger aux règles légales de compétence territoriale ou d'attribution».


9: -     Βλ. την πρώτη προσθήκη του προμνησθέντος νόμου 7/1998, σημείο 27. Η προϊσχύσασα νομοθεσία περιείχε μια γενικής φύσεως διατύπωση η οποία, κατά τη γνώμη μου, μπορούσε να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα μεταξύ των απαγορευομένων συμβατικών ρητρών και αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως [άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο c, σημείο 3, του προμνησθέντος νόμου 26/1984].


10: -     Σημειώνεται ότι η εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται απευθείας από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, όπως αναφέρονται τα εξής: «Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών». Πρόκειται προφανώς για ένδειξη που παρατίθεται υπό τύπον παραδείγματος και δεν αποκλείει άλλες μορφές παρεμβάσεως, μεταξύ τωνοποίων και η αυτεπάγγελτη επέμβαση του δικαστή, η οποία όμως ενέχει ιδιαίτερη σημασία στο σύστημα προστασίας που εξασφαλίζει η οδηγία, στο μέτρο που απονέμει σε οργανώσεις ή ενώσεις καταναλωτών τη δυνατότητα αναλήψεως αποτρεπτικής δράσεως για προληπτικούς σκοπούς και, συνεπώς, μη συνδεομένης με συγκεκριμένη διαφορά. Μια τέτοια μορφή προστασίας, ιδιαίτερα αποτελεσματική λόγω του γενικού της χαρακτήρα, αντιπροσωπεύει απόλυτη καινοτομία σε ορισμένες έννομες τάξεις των κρατών μελών, ιδίως αυτές που εντάσσονται στην παράδοση του ρωμαϊκού δικαίου, λόγος για τον οποίο γίνεται αντιληπτό γιατί ζητήθηκε ρητώς από τα κράτη μέλη να την προβλέψουν στο εσωτερικό τους δίκαιο. .πως παρατήρησε η Γαλλική Κυβέρνηση, δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια ερμηνεία της οδηγίας βάσει της οποίας, αφενός, θα γίνονταν δεκτές «προληπτικές» συλλογικές ένδικες προσφυγές που θα είχαν ευεργετικά αποτελέσματα για όλους τους καταναλωτές και, αφετέρου, θα αποκλειόταν η αυτεπάγγελτη επέμβαση του δικαστή που καλείται να εφαρμόσει ρήτρα προδήλως καταχρηστική σε συγκεκριμένη διαφορά στο πλαίσιο της οποίας ο καταναλωτής βλάπεται άμεσα.


11: -     Βλ., συναφώς, τη συγκριτική εκτίμηση στην οποία προβαίνει ο G. Paisant, «La lutte contre les clauses abusives des contrats dans l'Union européenne» στο Vers un code européen de la consommation, sous la direction de F. Osman, Βρυξέλλες 1998, σ. 165 επ., και συγκεκριμένα σ. 174, από την οποία προκύπτει ότι τα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπουν την κύρωση της ακυρότητας για τις καταχρηστικές ρήτρες.


12: -    Παρατηρώ συναφώς ότι, στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, ο Γάλλος νομοθέτης όρισε ρητώς ότι οι διατάξεις περί προστασίας των καταναλωτών από τις καταχρηστικές ρήτρες είναι «δημοσίας τάξεως» (βλ. code de la consommation, άρθρο L-132.1). Στη σχετική βιβλιογραφία υποστηρίζεται ότι, λόγω του χαρακτηρισμού αυτού, «ο δικαστής οφείλει πλέον να διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας» (Α. Karimi, «Les modifications des dispositions du code de la consommation concernant les clauses abusives par la loi n° 95-96 du 1er février 1995» στο Les petites affiches n° 54, 1995, σ. 4 επ.). Στην Ιταλία, το νέο άρθρο 1469-quinquies του αστικού κώδικα διευκρινίζει ότι οι ρήτρες που κρίνονται καταχρηστικές «είναι ανενεργές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει κατά τα λοιπά», και, στη συνέχεια, προσθέτει ότι «[οι ρήτρες αυτές] είναι ανενεργές μόνον έναντι του καταναλωτή, η δε απουσία αποτελεσμάτων μπορεί να διαπιστωθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο». .σον αφορά το βελγικό σύστημα, βλ. E. Balate, «Le contrôle des clauses abusives: premier bilan», στο Droit de la consommation, 1997, σ. 321 επ., ειδικότερα σ. 131 και 140, όπου αναφέρεται ότι από τον χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων ως διατάξεων δημοσίας τάξεως προκύπτει ότι, ακόμα και αν ο καταναλωτής δεν παρίσταται στο δικαστήριο, ο δικαστής υποχρεούται να τις εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως. Για μια γενικής φύσεως εκτίμηση, βλ. M. Tenreiro, «The Community Directive on Unfair Terms and National Legal Systems» στο European Review of Private Law, 1995, σ. 273 επ., ειδικότερα σ. 282, όπου διευκρινίζεται ότι από τη μη τεχνικής φύσεως έκφραση σύμφωνα με την οποία οι καταχρηστικές ρήτρες «δεν δεσμεύουν» τον καταναλωτή συνάγονται συγκεκριμένες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και η ακόλουθη: «the judge shall declare a term as unfair and refuse to enforce it ex officio, without any need for special demand fromthe consumer».


13: -     Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψεις 17 έως 24).


14: -     Υπενθυμίζω ότι, όσον αφορά το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ των καθηκόντων του εθνικού δικαστηρίου και των εσωτερικών δικονομικών αρχών, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι, ελλείψει συναφούς κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ενδίκων προσφυγών που αποβλέπουν στην προάσπιση των δικαιωμάτων τα οποία οι διοικούμενοι αντλούν από το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου. Πάντως, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που διέπουν τις συγκρίσιμες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου, ούτε να καθιστούν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη. Βλ., επί του ζητήματος αυτού, τις αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewe (Συλλογή τόμος 1976, σ. 747, σκέψη 5), και της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 45/76, Comet (Συλλογή τόμος 1976, σ. 765, σκέψεις 12 έως 16)· της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253, σκέψη 25)· της 9ης Νοεμβρίου 1983, 199/82, San Giorgio (Συλλογή 1983, σ. 3595, σκέψη 14)· της 25ης Φεβρουαρίου 1988, 331/85, 376/85 και 378/85, Bianco και Girard (Συλλογή 1988, σ. 1099, σκέψη 12)· της 24ης Μαρτίου 1988, 104/86, Επιτροπή κατάΙταλίας (Συλλογή 1988, σ. 1799, σκέψη 7)· της 14ης Ιουλίου 1988, 123/87 και 330/87, Jeunehomme και EGI (Συλλογή 1988, σ. 4517, σκέψη 17)· της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-5357, σκέψη 43)· της 9ης Ιουνίου 1992, C-96/91, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1992, σ. Ι-3789, σκέψη 12)· της 1ης Απριλίου 1993, C-31/91 έως C-44/91, Lageder κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι-1761, σκέψεις 27 έως 29)· της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-430/93 και C-431/93, Van Schijndel και Van Veen (Συλλογή 1995, σ. Ι-4705, σκέψεις 16 και 17), και C-312/93, Peterbroeck (Συλλογή 1995, σ. Ι-4599, σκέψη 12)· της 17ης Ιουλίου 1997, C-242/95, GT-Link (Συλλογή 1997, σ. Ι-4449, σκέψεις 24 και 27), και της 1ης Ιουνίου 1999, C-126/97, Eco Swiss (Συλλογή 1999, σ. Ι-3055, σκέψεις 31 έως 41).


15: -     Βλ. άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 4, του νόμου 26/1984.


16: -     Στην απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-168/95, Arcaro (Συλλογή 1996, σ. Ι-4705, συγκεκριμένα, σ. Ι-4719), το Δικαστήριο, αφού ορθώς έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να μη λαμβάνουν υπόψη διατάξεις του εθνικού δικαίου αντιβαίνουσες σε διατάξη οδηγίας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο, προσέθεσε ότι η υποχρέωση «σύμφωνης ερμηνείας» περιορίζεται όταν η ερμηνεία αυτή έχει ως αποτέλεσμα να θέτει τον ιδιώτη ενώπιον υποχρεώσεως προβλεπομένης από τη μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία ή, κατά μείζονα λόγο, όταν έχει ως αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ή να επιτείνεται, βάσει της οδηγίας και ελλείψει νόμου που να έχει θεσπιστεί για την εφαρμογή της, η ποινική ευθύνη όσων ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της (σκέψη 42). Συνεπώς, το Δικαστήριο ορθώς απέκλεισε τη δυνατότητα επιβολής, εν ονόματι μιας «σύμφωνης ερμηνείας» του εσωτερικού δικαίου σε σχέση προς μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία, μιας κυρώσεως, ιδίως ποινικής φύσεως, σε ιδιώτη λόγω παραβάσεως οδηγίας μη μεταφερθείσας στην εσωτερική έννομη τάξη.


17: -     Χωρίς να θέλω να είμαι εξαντλητικός, θα περιοριστώ να μνημονεύσω τον D. Simon, La directive européenne, Παρίσι 1997, σ. 4 επ., όπου υποστηρίζει ότι «l'obligation d'écarter les règles nationales contaires au droit communautaire s'impose au juge national en vertu du principe de primauté, y compris si la norme en cause est dépourvue d'effet direct. Si le juge national [...] ne peut se substituer à l'autorité de transposition, rien ne lui interdit en revanche d'écarter l'application d'une règle nationale incompatible avec une norme qui lui est hiérarchiquement supérieure en vertu du principe de primauté. A contrario, toute autre solution, qui aurait pour conséquence d'autoriser les juridictions nationales à faire prévaloir une norme interne incompatible avec le droit communautaire remettrait directement en cause la primauté du droit communautaire, et plus précisément, en l'occurrence, l'effet obligatoire et l'uniformité d'application des directives. Certes, l'analyse proposée suppose un découplage entre effet direct et primauté, mais cette dissociation paraît précisément constituer l'un des axes dominants de l'évolution récente de la jurisprudence de la Cour de Justice comme des juridictions nationales» (η υπογράμμιση δική μου)· Prechal, «Directives», στο European Community Law, .μστερνταμ 1955, συγκεκριμένα σ. 121 και 122: «if the theoretical underpinning of the principle of supremacy is the conception of an autonomous Community legal order involving a transfer of powers to the Community and consequent limitations of Member States' sovereign rights [...], national legal rules which are contrary to a directive cannot apply or cannot validly be adopted, as they are ultra vires. [...] in practice the construction often amounts to giving directivers and Community law in general a higher ranking in the hierarchy of norms which are valid within a national legal system»· Α. Ruggeri, «Continuo e discontinuo nella giurisprudenza costituzionale, a partire dalla sent. n. 170 del 1984, in tema di rapporti tra ordinamento comunitario e ordinamento interno: dalla ”teoria” della separazione alla ”prassi” dell'integrazione intersistemica?», στο Giurisprudenza costituzionale, 1991, σ. 1583, 1608: «scaduto inutilmente il termine stabilito peri la loro attuazione, per una rigorosa, coerente affermazione della primauté, le leggi difformi, e non prontamente aggiornate agli impegni comunitari, dovranno considerarsi affette da vizio di illegitimità costituzionale sopravvenuta, così come illegittime si dimostrano quelle contrarie eventualmente adottate in un tempo successivo». Βλ. επίσης Timmermans, «Directives: their Effects within the National Legal Systems», στο Common Market Law Review, 1979, σ. 533 επ.· Galmot και Bonichot «La Cour de justice européenne et la transposition des directives en droit national», στο Revue française de Droit administratif, 1988, σ. 4 επ.· Manin, «L'invocabilité des directives: quelques interrogations», στο Revue trimestrielle de droit européen, 1990, σ. 669 και 690· Bach, Direkte Wirkung von EG-Richtlinien, JZ, 1990, σ. 1108 επ.· Lenaerts, «L'égalité de traitement en droit communautaire», στο Cahiers de droit européen, 1991, σ. 38 και υποσημείωση 120· Slot, «Commento alla sentenza CIA Security International SA», στο Common Market Law Review, 1996, σ. 1036, 1049; Timmermans, Community Directives Revisited, Yearbook of European Law, 1998, σ. 1 επ., και Barav, Rapport Général, XVIII Congrès FIDE, Στοκχόλμη 1998, τόμος III (Les directives communautaires: effets; efficacité, justiciabilité), σ. 433 επ.. .σον αφορά τις αμφιβολίες που γεννά η νομολογία του Δικαστηρίου, βλ. C. Holson και Τ. Downes, «Making Sense of Rights: Community Rights», στο EC Law, European Law Review, 1999, σ. 121 επ.


18: -     Αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984, 14/83, Von Colson και Kamann (Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 26)· της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8)· της 16ης Δεκεμβρίου 1993, C-334/92, Wagner Miret (Συλλογή 1993, σ. Ι-6911, σκέψη 20), και της 25ης Φεβρουαρίου 1999, C-131/97, Carbonari κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. Ι-1103, σκέψη 48). Σημειώνεται ότι, στην απόφαση Marleasing, το Δικαστήριο ζήτησε από το εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει τον αστικό κώδικα κατά τρόπο αποκλείοντα την εφαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που προβλέπουν περιπτώσεις ακυρότητας μιας πράξεως συστάσεως κεφαλαιουχικής εταιρίας τις οποίες δεν επέτρεπε μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία. Θεωρώ, ως εκ τούτου, ότι μπορεί να μνημονευθεί η απόφαση αυτή μεταξύ των αποφάσεων στις οποίες το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι μια μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία, ανεξαρτήτως της «κάθετης» ή «οριζόντιας» φύσεως της σχέσεως, έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφαρμογής διατάξεων του εσωτερικού δικαίου ασυμβιβάστων προς την οδηγία. Βλ. Louis, L'ordre juridique communautaire, Βρυξέλλες 1993, σ. 147 έως 149.


19: -     Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε διαφορετικό πλαίσιο, η διάκριση αυτή εμφανίζεται σαφώς στην απόφαση Racke (απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, C-162/96, Συλλογή 1998, σ. Ι-3655), όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ κοινοτικής πράξεως του παραγώγου δικαίου και διατάξεως του γενικού διεθνούς δικαίου. Δεδομένου ότι οι κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου περί λήξεως ή αναστολής των συμβατικών σχέσεων συνεπεία ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων δεσμεύουν τα όργανα της Κοινότητας και αποτελούν μέρος της κοινής έννομης τάξεως (σκέψη 46), το Δικαστήριο τόνισε ότι «εν προκειμένω, ο ιδιώτης θέτει, παρεπιμπτόντως, ζήτημα κύρους κοινοτικού κανονισμού έναντι αυτών των κανόνων για να επικαλεστεί δικαιώματα που αντλεί ευθέως από συμφωνία της Κοινότητας με τρίτη χώρα. Επομένως, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των κανόνων» (η υπογράμμιση δική μου). Τελικά, όπως στην επίδικη περίπτωση, ο ανώτερος κανόνας χρησιμοποιείται ως παράμετρος νομιμότητας του ήσσονος κανόνα, ανεξαρτήτως του αν ο ιδιώτης έχει ή όχι δικαίωμα το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων. Είναι μεν αληθές ότι η υπό κρίση υπόθεση, αντίθετα προς την υπόθεση Racke, αφορά τις σχέσεις μεταξύ κοινοτικής έννομης τάξεως και εθνικής έννομης τάξεως· θεωρώ, ωστόσο, ότι αυτό δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε διαφορετική λύση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η καθαρά «μονιστική» αντίληψη την οποία ανέκαθεν δέχεται το Δικαστήριο όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών εννόμων τάξεων.


20: -     C-194/94, Συλλογή 1996, σ. Ι-2201.


21: -     ΕΕ L 109, σ. 8, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 88/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1988 (ΕΕ L 81, σ. 75).


22: -     Η υπόθεση C-443/98, Unilever Italia, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αφορά πραγματικό πλαίσιο ανάλογο εκείνου της υποθέσεως CIA Security International.


23: -     Απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, C-129/94 (Συλλογή 1996, σ. Ι-1829).


24: -     ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 136.


25: -     C-431/92 (Συλλογή 1995, σ. Ι-2189 επ.). Βλ. επίσης την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-5403, σκέψεις 59 επ.).


26: -     Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985 (ΕΕ L 175, σ. 40).


27: -     Υπέρ της ερμηνείας αυτής, βλ. D. Edward, «Direct Effect, The Separation of Powers and the Judicial Enforcement of Obligations», στο Studi in onore di Giuseppe Frederico Mancini, τόμος ΙΙ, Diritto dell'Unione europea, Μιλάνο 1998, σ. 423 και 438.


28: -     C-215/97 (Συλλογή 1998, σ. Ι-2191).


29: -     ΕΕ L 382, σ. 17.


30: -    Σημειώνεται, συναφώς, ότι το Δικαστήριο ερμηνεύει συχνά τις διατάξεις οδηγιών στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών χρησιμοποιώντας τις διατάξεις αυτές ανεξαρτήτως των εσωτερικών κανόνων μεταφοράς τους στην εθνική έννομη τάξη, ως το καθεστώς που ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μνημονεύω τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 1999, C-60/98, Butterfly Music (Συλλογή 1999, σ. Ι-3939), και της 2ας Δεκεμβρίου 1999, C-234/98, Allen (Συλλογή 1999, σ. Ι-8643). .μως, καίτοι, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, «ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της οδηγίας, σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, μια ερμηνεία της οδηγίας μπορεί να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο προκειμένου να εξασφαλιστούν στον νόμο που έχει εκδοθεί κατ' εφαρμογήν την οδηγίας ερμηνεία και εφαρμογή σύμφωνες προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου» (απόφαση της 20ής Μα.ου 1976, 111/75, Mazzalai, Συλλογή τόμος 1976, σ. 271, σκέψη 10), η διευκρίνιση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη όταν διαπιστώνεται, όπως στην υπό κρίση περίπτωση ή στην προμνησθείσα υπόθεση Bellone, μη θεραπεύσιμη ασυμφωνία μεταξύ του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου. Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου θα μπορούσε να εκληφθεί ως χρήσιμη εκτίμηση για τυχόν θεμελίωση της ευθύνης του κράτους μέλους λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως εφαρμογής της οδηγίας, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, δεν θα λαμβανόταν υπόψη η επίδικη διαφορά, στην οποία εμπλέκονται δύο ιδιώτες και όχι το κράτος μέλος, και θα επιφορτιζόταν το Δικαστήριο με την υποχρέωση - την οποία ουδέποτε δέχθηκε το Δικαστήριο - να αποφανθεί επί υποθετικών ζητημάτων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-343/90, Lοurenço Dias, Συλλογή 1992, σ. Ι-4673). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης υποθέσεως διαφέρουν από αυτά της υποθέσεως Spano κ.λπ. (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-472/93, Συλλογή 1995, σ. Ι-4321), με την οποία το Δικαστήριο, σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών, ερμήνευσε το περιεχόμενο μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας στο μέτρο που το εθνικό δικαστήριο επιθυμούσε να πληροφορηθεί «κατά πόσον η εφαρμογή του εθνικού δικαίου, ειδικότερα δε του άρθρου 2112 του αστικού κώδικα, μπορεί να συνάδει προς την οδηγία» (σκέψη 18).


31: -     Πράγματι, κατ' αυτόν τον τρόπο ερμήνευσε το ιταλικό δικαστήριο την απόφαση. Βλ. απόφαση αριθ 4817 του Corte suprema di cassazione, sez. Lavoro, της 18ης Μα.ου 1999, η οποία απέκλεισε την εφαρμογή, σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών, της διατάξεως του εθνικού δικαίου την οποία το Δικαστήριο θεώρησε αντίθετη προς την οδηγία.


32: -     .να τέτοιο ζήτημα αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως C-343/98, Collino και Chiappero, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, στην οποία το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, την οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171).


33: -     Προμνησθείσα απόφαση Simmenthal, σκέψη 17.


34: -     Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1972, 48/71, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 85, σκέψη 7).


35: -     Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1993, C-101/91, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1993, σ. Ι-191, σκέψη 23).