Language of document : ECLI:EU:C:2011:432

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 29ης Ιουνίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑162/10

Phonographic Performance (Ireland) Ltd

κατά

Ιρλανδίας κ.λπ.

[αίτηση του High Court (Commercial Division) (Ιρλανδία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα — Οδηγίες 92/100/ΕΟΚ και 2006/115/ΕΚ — Δικαιώματα των εκτελεστών και ερμηνευτών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων — Άρθρο 8, παράγραφος 2 — Παρουσίαση στο κοινό — Έμμεση παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων στο πλαίσιο εκπομπών οι οποίες λαμβάνονται μέσω συσκευών ραδιοφώνου και τηλεοράσεως σε δωμάτια ξενοδοχείων — Παρουσίαση στο κοινό μέσω της διαθέσεως συσκευών αναπαραγωγής ήχου και φωνογραφημάτων σε δωμάτια ξενοδοχείων — Χρήστες — Εύλογη αμοιβή — Άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ — Περιορισμός των δικαιωμάτων — Ιδιωτική χρήση»






Περιεχόμενα


I —   Εισαγωγή

II — Εφαρμοστέο δίκαιο

Α —   Το διεθνές δίκαιο

1.     Η σύμβαση της Ρώμης

2.     Η συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα

Β —   Το δίκαιο της Ένωσης 

1.     Η οδηγία 92/100

2.     Η οδηγία 2006/115

3.     Η οδηγία 2001/29

Γ —   Η εθνική νομοθεσία

III — Τα πραγματικά περιστατικά

IV — Η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

V —   Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

VI — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

VII — Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

Α —   Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

Β —   Νομική εκτίμηση

1.     Επί της ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29

2.     Επί της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115

α)     Αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης

β)     Η σχέση διεθνούς δικαίου και δικαίου της Ένωσης

γ)     Η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό

i)     Επί της εννοίας της παρουσιάσεως

ii)   Επί της εννοίας του κοινού

iii) Συμπέρασμα

δ)     Επί της εννοίας του χρήστη

ε)     Επί της υποχρεώσεως καταβολής εύλογης και ενιαίας αμοιβής

i)     Επί της εννοίας των λέξεων «ή» και «ενιαία»

ii)   Επί του εύλογου χαρακτήρα περαιτέρω αμοιβής

iii) Επί του περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών

iv)   Επί των επιπτώσεων τυχόν ραδιοτηλεοπτικών τελών

v)     Συμπέρασμα

3.     Συμπέρασμα

VIII — Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

Α —   Ουσιώδη επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

Β —   Νομική εκτίμηση

IX — Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

Α —   Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

Β —   Νομική εκτίμηση

1.     Επί της εννοίας της παρουσιάσεως

2.     Επί της εννοίας του κοινού

3.     Επί της εννοίας του χρήστη

4.     Συμπέρασμα

X —   Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

Α —   Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

Β —   Νομική εκτίμηση

XI — Πρόταση


I –    Εισαγωγή

1.        Όπως ακριβώς η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο είχε, σε τελευταία ανάλυση, ως αποτέλεσμα την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού γραπτών έργων, η εφεύρεση του φωνογράφου από τον Έντισον ενίσχυσε όχι μόνον την οικονομική σημασία της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού μουσικών έργων, αλλά προετοίμασε επίσης το έδαφος για την εισαγωγή των συγγενικών δικαιωμάτων για τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς φωνογραφημάτων. Η χρήση ενός φωνογραφήματος δεν αφορά μόνον το δικαίωμα του δημιουργού επί του παρουσιαζόμενου έργου το οποίο προστατεύεται από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων.

2.        Η παρούσα αίτηση του High Court of Ireland (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (2), και της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (κωδικοποίηση) (3), η οποία πρέπει να καταβάλλεται για την παρουσίαση στο κοινό ενός φωνογραφήματος το οποίο έχει ήδη εκδοθεί για εμπορικούς σκοπούς.

3.        Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, πρώτον, εάν μια τέτοια υποχρέωση υφίσταται και στην περίπτωση που μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα τοποθετεί στα δωμάτια συσκευές τηλεοράσεως και/ή ραδιοφώνου διανέμοντας σε αυτές το αντίστοιχο ραδιοτηλεοπτικό σήμα. Η απάντηση επί του ερωτήματος αυτού εξαρτάται από το εάν η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα χρησιμοποιεί για παρουσίαση στο κοινό τα φωνογραφήματα τα οποία μεταδίδονται στο πλαίσιο των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών.

4.        Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα χρησιμοποιεί τα εν λόγω φωνογραφήματα για παρουσίαση στο κοινό και στην περίπτωση στην οποία δεν τοποθετεί εντός των δωματίων συσκευές ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, αλλά συσκευές αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου, καθώς και τα αντίστοιχα φωνογραφήματα.

5.        Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν ένα κράτος μέλος, το οποίο στις περιπτώσεις αυτές δεν προβλέπει την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής, μπορεί να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/100, ήτοι της οδηγίας 2006/115, βάσει της οποίας τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, σε σχέση με την ιδιωτική χρήση, περιορισμούς του δικαιώματος εύλογης αμοιβής.

6.        Το περιεχόμενο των ερωτημάτων αυτών τελεί σε στενή συνάφεια προς την απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles (4). Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (5), υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα διανέμει, μέσω συσκευών τηλεοράσεως που είναι τοποθετημένες στα δωμάτια, σήμα, και δη ανεξαρτήτως της τεχνικής που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος. Περαιτέρω, έκρινε ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας των δωματίων ξενοδοχειακού συγκροτήματος δεν κωλύει το να αποτελεί η εν λόγω πράξη παρουσίαση στο κοινό. Εν προκειμένω, τίθεται μεταξύ άλλων το ερώτημα εάν η νομολογία αυτή, η οποία αφορά την παρουσίαση στο κοινό προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού έργων βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, μπορεί να μεταφερθεί επί της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100, ήτοι της οδηγίας 2006/115, η οποία αφορά τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων.

7.        Επίσης, η παρούσα υπόθεση παρουσιάζει στενή συνάφεια προς την υπόθεση C‑135/10, SCF επί της οποίας θα αναγνώσω τις προτάσεις μου σήμερα. Στην υπόθεση SCF τίθεται μεταξύ άλλων το ερώτημα εάν ένας οδοντίατρος, στο ιατρείο του οποίου ακούονται ραδιοφωνικές εκπομπές από συσκευή ραδιοφώνου που είναι τοποθετημένη σε αυτό, υποχρεούται να καταβάλει εύλογη αμοιβή βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100, ήτοι της οδηγίας 2006/115, εκ του λόγου ότι η πράξη αυτή συνιστά έμμεση παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων τα οποία μεταδίδονται στο πλαίσιο του ραδιοφωνικού προγράμματος.

II – Εφαρμοστέο δίκαιο

 Α —      Το διεθνές δίκαιο

1.      Η σύμβαση της Ρώμης

8.        Το άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης, της 26ης Οκτωβρίου 1961, περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης (στο εξής: σύμβαση της Ρώμης) (6) προβλέπει:

«Οσάκις ένα φωνογράφημα κυκλοφορεί για εμπορικούς σκοπούς ή η αναπαραγωγή του χρησιμοποιείται ευθέως για τη ραδιοφωνική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίασή του στο κοινό, ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και εφάπαξ αμοιβή στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές ή στους παραγωγούς των φωνογραφημάτων ή και σε αμφοτέρους. Η εθνική νομοθεσία επιτρέπεται, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, να θεσπίζει τους όρους για την κατανομή της εν λόγω αμοιβής.»

9.        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της συμβάσεως της Ρώμης προβλέπει:

«1.      Κάθε συμβαλλόμενο κράτος έχει την ευχέρεια να προβλέψει στην εσωτερική του νομοθεσία εξαιρέσεις από την προστασία που κατοχυρώνει η παρούσα Σύμβαση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      εφόσον πρόκειται για ιδιωτική χρήση».

10.      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της συμβάσεως της Ρώμης προβλέπει:

«1.      Κάθε κράτος που συμβάλλεται στην παρούσα Σύμβαση αποδέχεται όλες τις υποχρεώσεις και αποκτά όλα τα πλεονεκτήματα που προβλέπει η Σύμβαση αυτή. Πάντως κάθε κράτος μπορεί οποτεδήποτε με γνωστοποίησή του που κατατίθεται στον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να καθορίσει:

α)      όσον αφορά το άρθρο 12:

i)       ότι δεν θα εφαρμόσει καμία από τις διατάξεις του άρθρου αυτού·

ii)       ότι δεν θα εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου αυτού ως προς ορισμένες χρήσεις·

iii)  ότι δεν θα εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου αυτού σε φωνογραφήματα, των οποίων ο παραγωγός δεν είναι υπήκοος ενός των συμβαλλόμενων κρατών·

iv)       ότι σχετικά με φωνογραφήματα, των οποίων ο παραγωγός είναι υπήκοος άλλου συμβαλλόμενου κράτους, θα περιορίσει την έκταση και τη διάρκεια προστασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό στο μέτρο της προστασίας, που το τελευταίο αυτό κράτος παρέχει στα φωνογραφήματα, που έγιναν για πρώτη φορά από υπήκοο του κράτους, που προβαίνει στην παρούσα δήλωση: πάντως, όταν το συμβαλλόμενο κράτος, του οποίου ο παραγωγός είναι υπήκοος, δεν παρέχει προστασία στον ίδιο δικαιούχο ή στους ίδιους δικαιούχους με το κράτος που προβαίνει στην παρούσα γνωστοποίηση, αυτό δεν θεωρείται ότι αποτελεί διαφορά ως προς την έκταση της προστασίας·

[…]»

11.      Η Ιρλανδική Δημοκρατία αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση της Ρώμης, πλην όμως έχει καταθέσει γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο ii.

12.      Η Ένωση δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβασης της Ρώμης. Στη σύμβαση αυτή μπορούν να προσχωρήσουν μόνο κράτη.

2.      Η συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα

13.      Η συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (στο εξής: συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1996 (7) περιλαμβάνει ορισμένους κανόνες διεθνούς δικαίου σε σχέση με τα συγγενικά δικαιώματα οι οποίοι βαίνουν πέραν των όσων ορίζει η σύμβαση της Ρώμης.

14.      Το άρθρο 1 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα προβλέπει τα εξής:

«Σχέση με άλλες συμβάσεις

1.      Από την παρούσα συνθήκη δεν προκύπτει καµία παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα συµβαλλόµενα µέρη µεταξύ τους βάσει της ∆ιεθνούς Σύµβασης για την Προστασία των Ερµηνευτών ή Εκτελεστών Καλλιτεχνών, των Παραγωγών Φωνογραφηµάτων και των Οργανισµών Ραδιοτηλεόρασης που έγινε στη Ρώµη στις 26 Οκτωβρίου 1961 (στο εξής: “Σύµβαση της Ρώµης”).

2.      Η προστασία που προβλέπεται από την παρούσα συνθήκη αφήνει ακέραιη και δεν επηρεάζει κατά κανένα τρόπο την προστασία της πνευµατικής ιδιοκτησίας στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα. Εποµένως, καµία διάταξη της παρούσας συνθήκης δεν µπορεί να ερµηνευτεί κατά τρόπο που θίγει την προστασία αυτή.

3.      Η παρούσα συνθήκη δεν συνδέεται με άλλες συνθήκες και δεν θίγει κανένα από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπουν.»

15.      Το άρθρο 2 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, το οποίο περιλαμβάνει ορισμούς εννοιών, ορίζει στα στοιχεία του στ΄ και ζ΄ τα εξής:

«Στο πλαίσιο της παρούσας συνθήκης νοούνται ως:

[…]

στ)       “ραδιοτηλεοπτική εκπομπή”, η μετάδοση ήχων ή εικόνων και ήχων ή των παραστάσεών τους με ασύρματα μέσα με σκοπό τη λήψη τους από το κοινό·

ζ)       “παρουσίαση στο κοινό” μιας εκτέλεσης ή φωνογραφήματος, η μετάδοση στο κοινό με κάθε μέσο, εκτός από την ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, των ήχων μιας εκτέλεσης ή των ήχων ή των παραστάσεων ήχων που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα. Στο πλαίσιο του άρθρου 15, η “παρουσίαση στο κοινό” περιλαμβάνει την παροχή της δυνατότητας ακοής από το κοινό των ήχων ή των παραστάσεών τους που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα.»

16.      Το κεφάλαιο II της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα περιλαμβάνει τα δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και το κεφάλαιο III τα δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων. Το κεφάλαιο IV της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα περιλαμβάνει τις κοινές διατάξεις που ισχύουν τόσο για τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες όσο και για τους παραγωγούς φωνογραφημάτων. Το άρθρο 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο αυτό, αφορά το δικαίωμα αμοιβής για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό και προβλέπει τα εξής:

«1.       Οι ερµηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και οι παραγωγοί φωνογραφηµάτων έχουν δικαίωµα ενιαίας και εύλογης αµοιβής για την άµεση ή έµµεση χρήση των φωνογραφηµάτων τους που δηµοσιεύονται για εµπορικούς σκοπούς, για ραδιοτηλεοπτική µετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό.

2.       Τα συµβαλλόµενα µέρη µπορούν να ορίσουν στις εθνικές νοµοθεσίες τους ότι η ενιαία και εύλογη αµοιβή µπορεί να ζητηθεί από τον χρήστη εκ µέρους του ερµηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη ή εκ µέρους του παραγωγού του φωνογραφήµατος ή και από τους δύο. Τα συµβαλλόµενα µέρη µπορούν να θεσπίσουν εθνικές νοµοθετικές διατάξεις οι οποίες, ελλείψει συµφωνίας µεταξύ του ερµηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη και του παραγωγού φωνογραφήµατος, προβλέπει τους όρους σύµφωνα µε τους οποίους κατανέµεται η ενιαία και εύλογη αµοιβή µεταξύ των ερµηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφηµάτων.

3.      Κάθε συµβαλλόµενο µέρος µπορεί, µε γνωστοποίηση του που κατατίθεται στον Γενικό Γραµµατέα του ΠΟ∆Ι, να δηλώσει ότι θα εφαρµόσει τις διατάξεις της παραγράφου 1 µόνο για ορισµένες χρήσεις, ή ότι θα περιορίσει την εφαρµογή τους κατά ορισµένο τρόπο ή ότι δεν θα εφαρµόσει αυτές τις διατάξεις καθόλου.

4.      Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, τα φωνογραφήµατα που διατίθενται στο κοινό, µε ενσύρµατα ή ασύρµατα µέσα, κατά τρόπο ώστε τα µέλη του κοινού να µπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά από τον τόπο και κατά τον χρόνο της ατοµικής τους επιλογής, θεωρούνται ότι έχουν δηµoσιευθεί για εµπορικούς σκοπούς.»

17.      Το άρθρο 16 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, το οποίο επιγράφεται «Περιορισμοί και εξαιρέσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα συµβαλλόµενα µέρη µπορούν, στις εθνικές τους νοµοθεσίες, να προβλέψουν τους ίδιους περιορισµούς ή εξαιρέσεις, όσον αφορά την προστασία των ερµηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφηµάτων, µε αυτές που προβλέπουν στις εθνικές τους νοµοθεσίες για την προστασία της πνευµατικής ιδιοκτησίας των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων.

2.      Κατά τη θέσπιση περιορισµών ή εξαιρέσεων από τα δικαιώµατα που προβλέπει η παρούσα συνθήκη, τα συµβαλλόµενα µέρη περιορίζονται σε ορισµένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν έρχονται σε σύγκρουση µε την κανονική εκµετάλλευση της εκτέλεσης ή του φωνoγραφήµατος και δεν θίγουν αδικαιολόγητα τα έννοµα συµφέροντα του ερµηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη ή του παραγωγού του φωνογραφήµατος.»

18.      Η Ιρλανδική Δημοκρατία και η Ένωση είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Ούτε η Ιρλανδική Δημοκρατία ούτε η Ένωση έχουν καταθέσει γνωστοποίηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15, παράγραφος 3, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα.

 Β —      Το δίκαιο της Ένωσης (8)

1.      Η οδηγία 92/100

19.      Οι αιτιολογικές σκέψεις πέντε, επτά έως δέκα, δεκαπέντε έως δεκαεπτά και είκοσι της οδηγίας 92/100 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας:]

(5)      ότι η προσήκουσα προστασία των έργων που καλύπτονται από την πνευματική ιδιοκτησία και του προστατευόμενου αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω των δικαιωμάτων εκμίσθωσης και δανεισμού, καθώς και η προστασία του αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω του δικαιώματος υλικής ενσωμάτωσης, του δικαιώματος αναπαραγωγής, του δικαιώματος διανομής, του δικαιώματος ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και παρουσίασης στο κοινό είναι δυνατό να θεωρηθούν ως θεμελιώδους σημασίας για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Κοινότητας·

[…]

(7)      ότι για τη συνέχεια του δημιουργικού και καλλιτεχνικού έργου των δημιουργών και των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών είναι αναγκαία η ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος και ότι οι επενδύσεις που απαιτούνται, ιδίως για την παραγωγή φωνογραφημάτων και ταινιών, είναι ιδιαίτερα υψηλές και ριψοκίνδυνες· ότι η δυνατότητα πραγματοποίησης του εν λόγω εισοδήματος και απόσβεσης των επενδυόμενων ποσών μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά μόνο με την ενδεδειγμένη έννομη προστασία των εν λόγω δικαιούχων·

(8)      ότι αυτές οι δημιουργικές, καλλιτεχνικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες αποτελούν σε σημαντικό βαθμό δραστηριότητες ελεύθερων επαγγελματιών· ότι η άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων πρέπει να διευκολυνθεί με την παροχή εναρμονισμένης έννομης προστασίας εντός της Κοινότητας·

(9)      ότι, επειδή οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν κυρίως υπηρεσίες, η παροχή τους πρέπει να διευκολυνθεί με την καθιέρωση εναρμονισμένου νομικού πλαισίου εντός της Κοινότητας·

(10)      ότι πρέπει να υπάρξει προσέγγιση στις νομοθεσίες των κρατών μελών, με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες βασίζεται η πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα πολλών κρατών μελών.

[…]

(15)      ότι είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σύστημα με το οποίο θα διασφαλίζεται ότι οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές λαμβάνουν εύλογη αμοιβή από την οποία δεν χωρεί παραίτηση·

(16)      ότι η εύλογη αμοιβή μπορεί να καταβάλλεται με βάση μια ή περισσότερες πληρωμές καταβλητέες ανά πάσα στιγμή, κατά τη σύναψη της συμβάσεως ή αργότερα·

(17)      ότι γι’ αυτή την εύλογη αμοιβή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα της συμβολής των ενεχομένων δημιουργών και καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών στο φωνογράφημα ή στην ταινία·

[…]

(20)      ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ευρύτερη προστασία από αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας για τους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων.»

20.      Το άρθρο 8 της οδηγίας 92/100 επιγράφεται «Ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και παρουσίαση στο κοινό». Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοφωνική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό των εκτελέσεών τους, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση αποτελεί ήδη μέρος ραδιοφωνικής εκπομπής ή γίνεται από υλική ενσωμάτωση.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιοδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους.

3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου.»

21.      Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/100 προβλέπει τα εξής:

«Περιορισμοί των δικαιωμάτων

«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν περιορισμούς των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ σε σχέση με:

α)      την ιδιωτική χρήση

[…]

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προβλέπει σχετικά με την προστασία των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών, των παραγωγών φωνογραφημάτων, των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των παραγωγών των πρώτων υλικών ενσωματώσεων ταινιών, περιορισμούς της ίδιας φύσεως με αυτούς που προβλέπονται στη νομοθεσία του για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην περίπτωση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Ωστόσο, η χορήγηση υποχρεωτικών αδειών μπορεί να προβλέπεται μόνο στο βαθμό που οι άδειες αυτές συμβιβάζονται με τη σύμβαση της Ρώμης.

3. Η παράγραφος 1, στοιχείο α΄, εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των ισχυουσών ή μελλοντικών νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τη χορήγηση αμοιβής στην περίπτωση της αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση.»

2.      Η οδηγία 2006/115

22.      Με την οδηγία 2006/115 κωδικοποιήθηκε η οδηγία 1992/100. Οι αιτιολογικές σκέψεις τρία, πέντε έως επτά, δώδεκα, δεκατρία και δεκαέξι της οδηγίας 2006/115 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας τα εξής:]

[…]

(3)      ότι η προσήκουσα προστασία των έργων που καλύπτονται από την πνευματική ιδιοκτησία και του προστατευόμενου αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω των δικαιωμάτων εκμίσθωσης και δανεισμού, καθώς και η προστασία του αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω του δικαιώματος υλικής ενσωμάτωσης, του δικαιώματος διανομής, του δικαιώματος ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και παρουσίασης στο κοινό είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως θεμελιώδους σημασίας για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Κοινότητας·

[…]

(5)      ότι για τη συνέχεια του δημιουργικού και καλλιτεχνικού έργου των δημιουργών και των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών είναι αναγκαία η ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος και ότι οι επενδύσεις που απαιτούνται, ιδίως για την παραγωγή φωνογραφημάτων και ταινιών, είναι ιδιαίτερα υψηλές και ριψοκίνδυνες· ότι η δυνατότητα πραγματοποίησης του εν λόγω εισοδήματος και απόσβεσης των επενδυόμενων ποσών μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά μόνο με την ενδεδειγμένη έννομη προστασία των εν λόγω δικαιούχων·

(6)      οι εν λόγω δημιουργικές, καλλιτεχνικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες αποτελούν σε σημαντικό βαθμό δραστηριότητες ελεύθερων επαγγελματιών. Η άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων θα πρέπει να διευκολυνθεί με την παροχή εναρμονισμένης έννομης προστασίας εντός της Κοινότητας. Καθόσον οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν κυρίως υπηρεσίες, η παροχή τους θα πρέπει να διευκολυνθεί με εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο εντός της Κοινότητας·

(7)      πρέπει να υπάρξει προσέγγιση στις νομοθεσίες των κρατών μελών, με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες βασίζεται η πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα πολλών κρατών μελών.

[…]

(12)      Είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σύστημα με το οποίο θα διασφαλίζεται ότι οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές λαμβάνουν εύλογη αμοιβή από την οποία δεν χωρεί παραίτηση και έχουν τη δυνατότητα να αναθέτουν τη διαχείριση αυτού του δικαιώματος σε εταιρείες συλλογικής διαχείρισης που τους εκπροσωπούν.

(13)      Αυτή η εύλογη αμοιβή μπορεί να καταβάλλεται με βάση μία ή περισσότερες πληρωμές ανά πάσα στιγμή, κατά τη σύναψη της σύμβασης ή αργότερα. Γι' αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα της συμβουλής των ενεχομένων δημιουργών και καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών στο φωνογράφημα ή στην ταινία.

[…]

(16)      Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να προβλέπουν, για τους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων, ευρύτερη προστασία από αυτή που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και την παρουσίαση στο κοινό.»

23.      Το κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας ρυθμίζει τα συγγενικά προς το δικαίωμα του δημιουργού δικαιώματα. Το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο αφορά τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και την παρουσίαση στο κοινό, προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοφωνική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό των εκτελέσεών τους, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση αποτελεί ήδη μέρος ραδιοφωνικής εκπομπής ή γίνεται από υλική ενσωμάτωση.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους.

3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου.»

24.      Το άρθρο 10 της οδηγίας επιγράφεται «Περιορισμοί των δικαιωμάτων» και προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν περιορισμούς των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο σε σχέση με:

α)      την ιδιωτική χρήση·

[…]

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προβλέπει σχετικά με την προστασία των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών, των παραγωγών φωνογραφημάτων, των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των παραγωγών των πρώτων υλικών ενσωματώσεων ταινιών, περιορισμούς της ίδιας φύσεως με αυτούς που προβλέπονται στη νομοθεσία του για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην περίπτωση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων.

Ωστόσο, η χορήγηση υποχρεωτικών αδειών μπορεί να προβλέπεται μόνο στο βαθμό που οι άδειες αυτές συμβιβάζονται με τη σύμβαση της Ρώμης.

3. Οι περιορισμοί κατά τις παραγράφους 1 και 2 εφαρμόζονται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις που δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση των προστατευομένων αντικειμένων και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα νόμιμα συμφέροντα του δικαιούχου.»

25.      Το άρθρο 14 της οδηγίας επιγράφεται «Κατάργηση» και προβλέπει τα εξής:

«Η οδηγία 92/100/ΕΟΚ καταργείται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις κατά το παράρτημα Ι, μέρος Β, προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ.»

3.      Η οδηγία 2001/29

26.      Οι αιτιολογικές σκέψεις εννέα έως δώδεκα, δεκαπέντε, είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα και είκοσι επτά της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας τα ακόλουθα:]

(9)      Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία· η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

(10)      Για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, όπως και οι παραγωγοί για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες· οι απαιτούμενες επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων, όπως τα φωνογραφήματα, οι ταινίες ή τα προϊόντα πολυμέσων, και υπηρεσιών όπως οι “κατ' αίτησιν” υπηρεσίες, είναι σημαντικές· χρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων.

(11)      Ένα αποτελεσματικό και αυστηρό σύστημα προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων αποτελεί βασικό μηχανισμό, ώστε η ευρωπαϊκή πολιτιστική δημιουργικότητα και παραγωγή να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους πόρους και να διασφαλιστεί η αυτονομία και η αξιοπρέπεια των δημιουργών και των ερμηνευτών.

(12)      Η επαρκής προστασία των έργων που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού και των αντικειμένων που καλύπτονται από τα συγγενικά δικαιώματα έχει επίσης μεγάλη πολιτιστική σημασία. Tο άρθρο 151 της συνθήκης απαιτεί από την Κοινότητα να συνυπολογίζει τις πολιτιστικές πτυχές όταν αναλαμβάνει δράση.

[…]

(15)      Η διπλωματική διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) τον Δεκέμβριο του 1996 κατέληξε στην έγκριση δύο νέων συνθηκών, της “συνθήκης του ΠΟΔΙ για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας” και της “συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις ερμηνείες και εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα”, που αφορούν την προστασία των δημιουργών και την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων αντίστοιχα· οι εν λόγω συνθήκες προσαρμόζουν σημαντικά τη διεθνή προστασία του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του “ψηφιακού θεματολογίου”, και βελτιώνουν τα μέσα καταπολέμησης της πειρατείας σε παγκόσμιο επίπεδο· η Κοινότητα και τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη υπογράψει τις εν λόγω συνθήκες, ενώ παράλληλα προχωρεί η διαδικασία επικύρωσής τους από τα κράτη μέλη και την Κοινότητα· η παρούσα οδηγία συμβάλλει επίσης στην εκπλήρωση ορισμένων από τις νέες αυτές διεθνείς υποχρεώσεις.

[…]

(23)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει περαιτέρω το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό· το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης· το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πράξεις.

(24)  Το δικαίωμα διάθεσης στο κοινό προστατευομένων αντικειμένων που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει όλες τις πράξεις διάθεσης των προστατευομένων αντικειμένων σε κοινό, το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο όπου διενεργείται η πράξη διάθεσης, και ότι δεν καλύπτει άλλες πράξεις.

[…]

(27)      Η απλή παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης δεν αποτελεί καθαυτή παρουσίαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

27.      Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

2. Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:

α)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους·

β)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους·

[…]

δ)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»

 Γ —      Η εθνική νομοθεσία

28.      Οι κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου περιλαμβάνονται στον Copyright and Related Rights Act 2000-2007 (στο εξής: νόμος του 2000).

29.      Το δεύτερο μέρος του νόμου του 2000 επιγράφεται «Το δικαίωμα του δημιουργού».

30.      Σε σχέση με τα φωνογραφήματα, το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νόμου του 2000 ορίζει ότι υπάρχει δικαίωμα του δημιουργού επί των φωνογραφημάτων. Κατά τα άρθρα 21(a) και 23(1), ο παραγωγός φωνογραφήματος είναι ο δημιουργός και, υπό την ιδιότητά του αυτή, ο πρώτος δικαιούχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί ηχογραφήματος.

31.      Το τέταρτο κεφάλαιο του νόμου του 2000 επιγράφεται «Δικαιώματα του δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας».

32.      Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, στοιχείο b, του κεφαλαίου αυτού, ο δικαιούχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (συμπεριλαμβανομένου του παραγωγού ενός ηχογραφήματος) έχει το αποκλειστικό δικαίωμα «να καθιστά το έργο προσιτό στο κοινό». Συνεπώς, βάσει του ιρλανδικού δικαίου, οι παραγωγοί φωνογραφημάτων απολαύουν εν μέρει ενός ευρύτερου δικαιώματος σε σχέση με όσα ορίζουν οι οδηγίες 92/100 και 2006/115.

33.      Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 2, του νόμου του 2000, το δικαίωμα του δημιουργού επί του έργου προσβάλλεται από κάθε πρόσωπο το οποίο, χωρίς άδεια του δικαιούχου του δικαιώματος του δημιουργού, ενεργεί ή εξουσιοδοτεί άλλον να ενεργήσει οποιαδήποτε από τις πράξεις των οποίων η άσκηση περιορίζεται από το δικαίωμα του δημιουργού.

34.      Πάντως, το άρθρο 38 του νόμου του 2000 προβλέπει την παραχώρηση δικαιωμάτων χρήσεως σε σχέση με τη δημόσια μετάδοση ηχογραφημάτων, καθώς και την ενσωμάτωσή τους σε εκπομπή ή σε καλωδιακό πρόγραμμα. Κατά την ανωτέρω διάταξη, η δυνατότητα αυτή υφίσταται αυτοδικαίως οσάκις συμφωνείται η καταβολή εύλογης αμοιβής για τη μετάδοση ή την ενσωμάτωση σε εκπομπή ή σε καλωδιακό πρόγραμμα και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 38 του νόμου του 2000.

35.      Το κεφάλαιο 6 του νόμου του 2000 ρυθμίζει ποιες πράξεις επιτρέπονται σε σχέση με προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού έργα.

36.      Το άρθρο 97 του κεφαλαίου αυτού προβλέπει τα εξής:

«(1) Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού επί ηχογραφήματος, εκπομπή ή καλωδιακό πρόγραμμα που περιλαμβάνει ηχογράφημα, εκπομπή ή καλωδιακό πρόγραμμα που πρόκειται να αποτελέσει ή που αποτελεί αντικείμενο ακροάσεως ή τηλεθεάσεως

(a)      σε τμήμα του κτιρίου όπου υπάρχουν δωμάτια για τους ενοίκους ή τροφίμους, και

(b)      ως τμήμα των ανέσεων που παρέχονται αποκλειστικώς ή κυρίως στους ενοίκους ή τροφίμους.

(2)      Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε τμήμα του κτιρίου στο οποίο κατ’ αρχήν θα εφαρμοζόταν, οσάκις προβλέπεται χωριστή επιβάρυνση για την είσοδο στο τμήμα του κτιρίου όπου ηχογράφημα, εκπομπή ή καλωδιακό πρόγραμμα πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο ακροάσεως ή τηλεθεάσεως.»

37.      Το τρίτο μέρος του νόμου του 2000 αφορά τα δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών. Το άρθρο 246 του νόμου του 2000, το οποίο περιλαμβάνεται στο εν λόγω μέρος, περιέχει μία παρεμφερή προς αυτήν του άρθρου 97 εξαίρεση σε σχέση με τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες.

38.      Αντίστοιχη εξαίρεση δεν απαντά ούτε στο άρθρο 97 ούτε στο άρθρο 246 για τους δημιουργούς λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, θεατρικών ή μουσικών έργων κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29.

III – Τα πραγματικά περιστατικά

39.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης είναι εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως πνευματικών δικαιωμάτων. Τα μέλη της είναι παραγωγοί φωνογραφημάτων που έχουν συγγενικά δικαιώματα επί φωνογραφημάτων. Με εντολή των μελών της, η ενάγουσα προβάλλει τα δικαιώματά τους τα οποία απορρέουν από την παρουσίαση των φωνογραφημάτων τους στο κοινό.

40.      Εναγόμενο της κύριας δίκης είναι το ιρλανδικό κράτος.

41.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης φρονεί ότι το ιρλανδικό κράτος δεν μετέφερε ορθώς στην εσωτερική του νομοθεσία τις οδηγίες 92/100 και 2006/115. Κατά την άποψή της, το άρθρο 97, παράγραφος 1, του νόμου του 2000 δεν συνάδει προς το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 και 2006/115, καθό μέτρο αυτό προβλέπει ότι δεν μπορεί να προβληθεί αξίωση για καταβολή εύλογης αμοιβής λόγω της παρουσιάσεως φωνογραφημάτων μέσω συσκευών ραδιοφώνου, τηλεοράσεως και μέσω ηχοσυστημάτων στα δωμάτια των ξενοδοχείων και των πανσιόν της Ιρλανδίας ως αποτελούσας τμήμα των υπηρεσιών τους.

42.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε αγωγή κατά του ιρλανδικού κράτους με την οποία ζητεί, πρώτον, να διαπιστωθεί ότι το ιρλανδικό κράτος, προβαίνοντας στη θέσπιση του άρθρου 97, παράγραφος 1, του νόμου του 2000, παρέβη την υποχρέωσή του προς μεταφορά του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100, ήτοι της οδηγίας 2006/115, καθώς επίσης παρέβη το άρθρο 10 ΕΚ. Δεύτερον, ζητεί την καταβολή αποζημιώσεως λόγω της ζημίας που αυτή υπέστη.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

43.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η βάσει των άρθρων 97, παράγραφος 1, στοιχείο a, και 246 του νόμου του 2000 ισχύουσα εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής συνάδει προς το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100, ήτοι της οδηγίας 2006/115, καθό μέτρο η εξαίρεση αυτή απαλλάσσει τη μετάδοση ηχογραφημάτων, ραδιοφωνικών εκπομπών ή καλωδιακού προγράμματος σε δωμάτια ξενοδοχείων ή πανσιόν από την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      Συνιστά μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία παρέχει, εντός των δωματίων, συσκευές τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου στις οποίες διανέμει ραδιοτηλεοπτικό σήμα, “χρήστη” προβαίνοντα σε “παρουσίαση στο κοινό” φωνογραφήματος δυνάμενου να αποτελέσει αντικείμενο ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ την υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν, για τη μετάδοση του φωνογραφήματος, δικαίωμα εισπράξεως εύλογης αμοιβής από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, επιπλέον της εύλογης αμοιβής την οποία καταβάλλει ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, επιτρέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/115/ΕΚ στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες από την υποχρέωση καταβολής “εύλογης και ενιαίας αμοιβής”, λόγω “ιδιωτικής χρήσεως” υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ;

4)      Συνιστά μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα η οποία παρέχει, εντός των δωματίων, συσκευές άλλες (πλην συσκευών τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου) και φωνογραφήματα σε υλική ή ψηφιακή μορφή δυνάμενα να μεταδοθούν ή να καταστούν αντικείμενο ακροάσεως μέσω αυτών των συσκευών “χρήστη” προβαίνοντα σε “παρουσίαση στο κοινό” των φωνογραφημάτων υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, επιτρέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/115/ΕΚ στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες από την υποχρέωση καταβολής “εύλογης και ενιαίας αμοιβής”, λόγω “ιδιωτικής χρήσεως”, υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ;

44.      Βάσει των στοιχείων του αιτούντος δικαστηρίου, η υπόθεση δεν αφορά τους προσιτούς στο κοινό χώρους ξενοδοχείων και πανσιόν, αλλά μόνον τα δωμάτια ξενοδοχείων και πανσιόν. Περαιτέρω, η υπόθεση δεν αφορά τις μεταδόσεις που πραγματοποιούνται με διαλογική μορφή ή κατόπιν αιτήματος (on demand).

V –     Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

45.      Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου 2010.

46.      Στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας υπέβαλαν παρατηρήσεις η ενάγουσα της κύριας δίκης, η Ιρλανδική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

47.      Στην κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση της παρούσας υποθέσεως και της υποθέσεως C‑135/10, SCF, που διεξήχθη στις 7 Απριλίου 2011, μετέσχον οι εκπρόσωποι της ενάγουσας της κύριας δίκης, της SFC, του Marco del Corso, της Ιταλικής, της Ιρλανδικής, της Ελληνικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής.

VI – Εισαγωγικές παρατηρήσεις

48.      Στο πλαίσιο της κύριας δίκης η ενάγουσα ζητεί να της επιδικαστεί αποζημίωση λόγω της ευθύνης που υπέχει το ιρλανδικό κράτος για παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, μια τέτοια απαίτηση υφίσταται, κατ’ αρχήν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, όταν υπάρχει κατάφωρη παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης, ο οποίος έχει ως σκοπό την απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, και όταν υπάρχει άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της προκληθείσας ζημίας (9). Το αιτούν δικαστήριο σκοπίμως περιόρισε τα προδικαστικά ερωτήματά του στο κατά πόσον το ιρλανδικό κράτος παρέβη την υποχρέωσή του προς μεταφορά του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ήτοι 2006/115. Εάν τούτο γίνει δεκτό συνεπεία των κατωτέρω αναπτύξεων σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων αυτών, τότε θα πρέπει, καθό μέτρο προτίθεται να στηριχθεί στην αξίωση που απορρέει από την ευθύνη που υπέχει το κράτος βάσει του δικαίου της Ένωσης, να εξετάσει περαιτέρω εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ανωτέρω ευθύνη.

49.      Περαιτέρω, πρέπει να επισημάνω ότι προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων θα παραπέμπω εν συνεχεία μόνο στην οδηγία 2006/115. Το ζήτημα σχετικά με την παράβαση του δικαίου της Ένωσης αφορά μεν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 όσο και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Ωστόσο, η οδηγία 2006/115 αποτελεί απλώς κωδικοποίηση της οδηγίας 92/100 και, ως εκ τούτου, σε αμφότερες τις οδηγίες το άρθρο 8, παράγραφος 2, είναι πανομοιότυπο. Ως εκ τούτου, θα εξετάσω εν συνεχεία μόνον το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, ωστόσο οι αναπτύξεις αυτές ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100. Επίσης, εν συνεχεία προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων θα αναφέρομαι μόνο στις ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες, ωστόσο οι αναπτύξεις αυτές ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τις πανσιόν.

VII –  Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

50.      Με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα η οποία παρέχει, εντός των δωματίων, συσκευές τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου στις οποίες διανέμει ραδιοτηλεοπτικό σήμα, πρέπει να καταβάλει εύλογη αμοιβή για την έμμεση μετάδοση ηχογραφημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στις εκπομπές.

51.      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 προβλέπει ότι πρέπει να καταβάλλεται εύλογη αμοιβή στην περίπτωση κατά την οποία ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό. Εν συνεχεία, προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων και μόνο θα εξετάσω την περίπτωση κατά την οποία ένα φωνογράφημα εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς, οι δε αναπτύξεις αυτές ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για την αναπαραγωγή ενός τέτοιου φωνογραφήματος.

52.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ αρχάς, εάν σε περίπτωση όπως η παρούσα η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα προβαίνει σε «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως και εάν αποτελεί «χρήστη» κατά την έννοια αυτή. Περαιτέρω, ερωτά εάν μια τέτοια υποχρέωση μπορεί να υφίσταται και στην περίπτωση που ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει ήδη καταβάλει εύλογη αμοιβή προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα φωνογραφήματα για τις εκπομπές του.

 Α —      Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

53.      Κατά την ενάγουσα της κύριας δίκης και τη Γαλλική Κυβέρνηση, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα υποχρεούται, σε περίπτωση όπως η παρούσα, να καταβάλει εύλογη αμοιβή.

54.      Κατά την άποψή τους, πρώτον, υπάρχει παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Η έννοια αυτή αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται όπως η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί το γεγονός ότι είναι ίδια η διατύπωση σε αμφότερες τις διατάξεις. Το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ του επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί επιχείρημα κατά της ταυτόσημης ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό. Βάσει των επιδιωκόμενων σκοπών των διατάξεων, πρέπει να καταβάλλεται εύλογη αμοιβή όχι μόνο στους δημιουργούς, αλλά και στους ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες και στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, σε αυτούς δε τους τελευταίους πρέπει να διασφαλίζεται η καταβολή εύλογης αμοιβής για την ανάληψη επενδυτικών κινδύνων στον τομέα της παραγωγής φωνογραφημάτων. Στη συνάφεια αυτή, η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι και ο σκοπός της οδηγίας 2001/29, ήτοι η αποσόβηση των στρεβλώσεων εξαιτίας νομοθετικών διατάξεων με διαφορετικό περιεχόμενο, συνηγορεί υπέρ της ταυτόσημης ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό. Οι στρεβλώσεις που προκαλούνται από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη είχαν ήδη τη δυνατότητα να προβλέψουν εξαιρέσεις και περιορισμούς θα ενισχυθούν εάν η ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Η ομοιόμορφη ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό επιβάλλεται και εκ του λόγου ότι είναι σημαντική, βάσει της οδηγίας 2006/116/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων (10), για τη διάρκεια της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων. Η ενάγουσα της κύριας δίκης επισημαίνει ότι καλύπτονται και έμμεσες μεταδόσεις. Με την απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles, το Δικαστήριο απεφάνθη, στο πλαίσιο μιας παρεμφερούς υποθέσεως, ότι υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Αρκεί το γεγονός ότι το ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα καθίσταται προσιτό διά της τοποθετήσεως συσκευών ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως και της περαιτέρω διανομής σήματος στις συσκευές αυτές. Το αν οι πελάτες του ξενοδοχείου πράγματι χρησιμοποιούν τις συσκευές αυτές είναι άνευ σημασίας. Συγκεκριμένα, παρέχοντας πρόσβαση στο ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα, οι ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες παρέχουν μια πρόσθετη υπηρεσία και, ως εκ τούτου, σκοπούν στην επίτευξη κέρδους.

55.      Δεύτερον, κατά την ενάγουσα της κύριας δίκης και τη Γαλλική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 προβλέπει την καταβολή μίας μόνον ενιαίας αμοιβής δεν αναιρεί την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής. Συγκεκριμένα, τούτο δεν σημαίνει ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν υποχρεούται να καταβάλει αμοιβή για παρουσίαση στο κοινό, όταν έχει ήδη καταβληθεί αμοιβή από τον ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Αντιθέτως, πρέπει να καταβάλλεται εύλογη αμοιβή για κάθε χρήση που εμπίπτει στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας, και δη ανεξαρτήτως από το εάν πρόκειται για άμεση ή έμμεση χρήση. Καθό μέτρο η διάταξη αυτή κάνει λόγο για ενιαία εύλογη αμοιβή, τούτο σημαίνει απλώς ότι η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα πρέπει να καταβάλει ενιαία μόνον αμοιβή η οποία εν συνεχεία πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των παραγωγών και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών. Μια τέτοια ερμηνεία δεν είναι αντίθετη ούτε στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως SENA (11), δεδομένου ότι το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφασή του ερμήνευσε μόνον τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που αφορούν την έκταση της αμοιβής.

56.      Κατά την Ιρλανδική και την Ελληνική Κυβέρνηση, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, σε περίπτωση όπως η παρούσα, υποχρεούται να καταβάλει εύλογη αμοιβή.

57.      Πρώτον, κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, το ερώτημα εάν υφίσταται παρουσίαση στο κοινό πρέπει να απαντηθεί βάσει του εθνικού δικαίου.

58.      Δεύτερον, κατά την Ιρλανδική και την Ελληνική Κυβέρνηση, δεν υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Με τον όρο αυτόν νοούνται μόνον παρουσιάσεις σε νυχτερινά κέντρα, στο πλαίσιο συναυλιών ή σε ποτοπωλεία. Συναφώς, η Ιρλανδική Κυβέρνηση τονίζει ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν μπορεί να ερμηνευθεί όπως ακριβώς ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφασή του SGAE κατά Rafael Hoteles η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Κατ’ αρχάς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει για τους δημιουργούς ένα απόλυτο δικαίωμα. Αντιθέτως, για τους παραγωγούς φωνογραφημάτων προβλέπεται απόλυτο δικαίωμα μόνο για τη διάθεση στο κοινό βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29, ενώ για την παρουσίαση στο κοινό βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 προβλέπεται μόνον ένα οικονομικό δικαίωμα. Περαιτέρω, τα δικαιώματα αυτά εντάσσονται σε διαφορετικό πλαίσιο υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου. Μεταξύ άλλων, η οριζόμενη στο άρθρο 2, στοιχείο η΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό είναι στενότερη από την έννοια που χρησιμοποιείται στο άρθρο 8 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία. Στη συνάφεια αυτή, η Ιρλανδική Κυβέρνηση τονίζει ότι βάσει του άρθρου 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για της εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως των φωνογραφημάτων, πράγμα το οποίο συμβαίνει μόνο στην περίπτωση που είναι πράγματι σε λειτουργία η συσκευή ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο στήριξε την ερμηνεία του της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 στο γεγονός ότι η έννοια αυτή καλύπτει και το δικαίωμα της διαθέσεως στο κοινό. Αντιθέτως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν προβλέπει δικαίωμα εύλογης αμοιβής για τη «διάθεση στο κοινό» ενός φωνογραφήματος. Περαιτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2001/29, αφενός, και της οδηγίας 2006/115, αφετέρου, αποτελούν επιχείρημα κατά της πανομοιότυπης ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό. Πέραν αυτού, στο πλαίσιο της κωδικοποιήσεως της οδηγίας 92/100 μέσω της οδηγίας 2006/115 δεν γίνεται παραπομπή στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ούτε διευκρινίζεται το κατά πόσον καλύπτονται και έμμεσες παρουσιάσεις. Κατά τα λοιπά, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σύμβαση της Ρώμης καθώς και η συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα παρέχουν τη δυνατότητα προβλέψεως εξαιρέσεων. Τέλος, επιχείρημα κατά της πανομοιότυπης ερμηνείας αποτελεί το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ευρύτερα δικαιώματα. Η Ελληνική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό θα κατέληγε σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα, διότι στην περίπτωση αυτή η τοποθέτηση κεντρικής κεραίας σε μια κατοικία και η εκμίσθωση συσκευών ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παρουσίαση στο κοινό. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται μόνο για τη λήψη εκπομπής η οποία προστατεύεται στο πλαίσιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Περαιτέρω, πρέπει να συνεκτιμηθούν τα συμφέροντα του τομέα του τουρισμού.

59.      Τρίτον, κατά την Ελληνική και την Ιρλανδική Κυβέρνηση, μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, όπως είναι αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, δεν αποτελεί χρήστη κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Κατ’ αρχάς, η Ιρλανδική Κυβέρνηση τονίζει ότι η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα παρέχει απλώς τις συσκευές και την τεχνική υποστήριξη για τη λήψη του αντίστοιχου ραδιοτηλεοπτικού σήματος. Καθό μέτρο η εν λόγω μονάδα δεν θέτει σε λειτουργία τις συσκευές αυτές, δεν αποτελεί χρήστη. Περαιτέρω, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, εν αντιθέσει προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, λαμβάνει υπόψη τον χρήστη. Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, μόνον ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας αποτελεί χρήστη, η δε ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα παρέχει απλώς τη δυνατότητα λήψεως των εκπομπών. Κατά την άποψή της, η λήψη αυτή προστατεύεται στο πλαίσιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, είναι άνευ σημασίας για το δικαίωμα του δημιουργού.

60.      Τέταρτον, κατά την Ελληνική και την Ιρλανδική Κυβέρνηση, η απαίτηση για καταβολή εύλογης αμοιβής δεν πρέπει να γίνει δεκτή και για τον λόγο ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν υποχρεούται βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 να καταβάλει εκ νέου αμοιβή, όταν ήδη ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει καταβάλει εύλογη αμοιβή για τη χρήση. Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, τούτο απορρέει από τη χρήση των λέξεων «ή» και «ενιαία», καθώς και από τη συστηματική συνάφεια των επιμέρους παραγράφων του άρθρου 8 της οδηγίας. Η καταβολή μιας τέτοιας αμοιβής δεν είναι ούτε εύλογη, δεδομένου ότι ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας υποχρεώθηκε ήδη να καταβάλει αμοιβή. Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, η αμοιβή, την οποία καταβάλλει ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας, καλύπτει και τη λήψη εκπομπών από συσκευές ραδιοφώνου και τηλεοράσεως στα δωμάτια ξενοδοχείων. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως είναι π.χ. η Ελλάδα, πρέπει να καταβληθεί ορισμένο τέλος προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα λήψεως ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Το τέλος αυτό καταβάλλεται και από τα ξενοδοχεία και, ως εκ τούτου, επιβαρύνει εμμέσως, μέσω της τιμής του δωματίου, και τους πελάτες.

61.      Και η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, έχει την υποχρέωση να προβλέψει την καταβολή εύλογης αμοιβής.

62.      Κατά την άποψή της, η νομολογία του Δικαστηρίου επί του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν μπορεί να μεταφερθεί άνευ ετέρου επί του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Αντιθέτως, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ αυτών των δύο διατάξεων. Ενώ στον δημιουργό αναγνωρίζεται το υψηλότερο επίπεδο προστασίας και, ως εκ τούτου, ένα αποκλειστικό δικαίωμα, στον παραγωγό φωνογραφημάτων παρέχεται ένα ασθενέστερο δικαίωμα το οποίο συνίσταται στην είσπραξη εύλογης αμοιβής. Περαιτέρω, αμφότερες οι διατάξεις εντάσσονται σε διαφορετικό πλαίσιο από απόψεως διεθνούς δικαίου.

63.      Παρά τις διαφορές αυτές, η Επιτροπή φρονεί ότι σε περίπτωση όπως η παρούσα, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Κατ’ αρχάς, θεωρεί ότι η διάταξη αυτή καλύπτει και έμμεσες μεταδόσεις. Περαιτέρω, από το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα συνάγεται ότι για την ύπαρξη παρουσίασης κατά την έννοια του άρθρου 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως του φωνογραφήματος. Περαιτέρω, η παρουσίαση απευθύνεται σε κοινό. Το κατά πόσον υπάρχει κοινό εξαρτάται από το αν ο τόπος στον οποίον ακούγεται το φωνογράφημα είναι ιδιωτικός ή δημόσιος, από το εάν η παρουσίαση έχει οικονομική αξία, καθώς και από τον κύκλο των ακροατών. Βάσει των κριτηρίων αυτών, μπορεί να θεωρηθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση υπάρχει παρουσίαση στο κοινό βάσει της αποφάσεως SGAE κατά Rafael Hoteles.

64.      Πάντως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η καταβολή πρόσθετης αμοιβής από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν είναι εύλογη εν προκειμένω. Πρώτον, τα κράτη μέλη είχαν περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Τούτο προκύπτει από τις αναγνωριζόμενες σε επίπεδο διεθνούς δικαίου δυνατότητες των κρατών μελών να προβλέψουν περιορισμούς και εξαιρέσεις. Αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως τους παρέχει τη δυνατότητα όχι μόνο να αποφασίζουν πότε η αμοιβή είναι εύλογη, αλλά επίσης και το αν μια τέτοια αμοιβή είναι πράγματι εύλογη. Δεύτερον, στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει ήδη προβεί στην καταβολή εύλογης αμοιβής, το να υποχρεωθεί η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα να καταβάλει περαιτέρω αμοιβή αντιβαίνει στο διαφορετικό επίπεδο προστασίας, αφενός, του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και, αφετέρου, του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Αντιθέτως, δεν ασκεί επιρροή το κατά πόσον το κοινό ενδιαφέρεται για την παρουσίαση ή όχι.

 Β —      Νομική εκτίμηση

65.      Τα ανωτέρω προδικαστικά ερωτήματα τέθηκαν επ’ αφορμή αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως SGAE κατά Rafael Hoteles (12). Με την εν λόγω απόφαση του, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, που διανέμει τηλεοπτικό σήμα μέσω συσκευών τηλεοράσεως οι οποίες είναι τοποθετημένες στα δωμάτια του ξενοδοχείου, προβαίνει σε παρουσίαση των χρησιμοποιούμενων στην τηλεοπτική εκπομπή έργων στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει το αποκλειστικό δικαίωμα ενός δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την παρουσίαση των έργων του στο κοινό. Εν προκειμένω, οι διάδικοι ερίζουν μεταξύ άλλων για το αν αυτή η ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 μπορεί να μεταφερθεί επί της ιδίας εννοίας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Για τον λόγο αυτόν θα αναλύσω, κατ’ αρχάς, την απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles (υπό 1), προτού υπεισέλθω στην ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 (υπό 2).

1.      Επί της ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29

66.      Με την απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μετάδοση σήματος μέσω συσκευών τηλεοράσεως που είναι τοποθετημένες στα δωμάτια των πελατών, στην οποία προβαίνει ένα ξενοδοχείο, αποτελεί παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας, ανεξαρτήτως της τεχνικής που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος. Η συλλογιστική του είχε ως εξής:

67.      Πρώτον, έκανε μνεία των αιτιολογικών σκέψεων της οδηγίας 2001/29. Κατ’ αρχάς, παρέπεμψε στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη κατά την οποία η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό πρέπει να νοείται εν ευρεία εννοία (13). Περαιτέρω, υπογράμμισε ότι μόνο με τον τρόπο αυτόν μπορεί να επιτευχθεί ο μνημονευόμενος στην ένατη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη σκοπός της καθιερώσεως ενός υψηλού επιπέδου προστασίας υπέρ των δημιουργών και της διασφαλίσεως εύλογης αμοιβής για τη χρήση των έργων τους (14).

68.      Δεύτερον, το Δικαστήριο παρέθεσε τη νομολογία του επί ορισμένων άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (15).

69.      Τρίτον, έλαβε υπόψη του τα σωρευτικά αποτελέσματα τα οποία προκύπτουν από το γεγονός ότι οι πελάτες του ξενοδοχείου εναλλάσσονται ταχέως στους χώρους στους οποίους υπάρχει συσκευή τηλεοράσεως, καθώς και από το γεγονός ότι, ως εκ τούτου, η διάθεση των έργων μπορεί να αποκτήσει μεγάλη σημασία (16).

70.      Τέταρτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι βάσει του άρθρου 11α, πρώτο εδάφιο, σημείο ii, της αναθεωρημένης συμβάσεως της Βέρνης (στο εξής: σύμβαση της Βέρνης), υπάρχει αυτοτελής παρουσίαση στο κοινό όταν μια εκπομπή, η οποία μεταδίδεται από τον αρχικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, διανέμεται περαιτέρω από άλλον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό. Πράγματι, με τον τρόπο αυτόν το έργο μεταδίδεται εμμέσως, διά της παρουσιάσεως της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, σε ένα νέο κοινό (17).

71.      Πέμπτον, το Δικαστήριο προέβη, στη συνάφεια αυτή, στον ορισμό του κοινού μιας έμμεσης παρουσιάσεως στηριζόμενο στο επεξηγηματικό έγγραφο που κατάρτισε ο ΠΟΔΙ σε σχέση με την ήδη χορηγηθείσα άδεια του δημιουργού. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η άδεια του δημιουργού για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση του έργου του καλύπτει μόνον τους άμεσους χρήστες, ήτοι τους κατόχους συσκευών λήψεως οι οποίοι, μεμονωμένα ή στο πλαίσιο του ιδιωτικού ή οικογενειακού τους περιβάλλοντος, λαμβάνουν τις εκπομπές. Ωστόσο, από τη στιγμή που η λήψη γίνεται για να μεταδοθεί σε ακροατήριο μεγαλύτερης κλίμακας, και ενίοτε με κερδοσκοπικό σκοπό, ένα νέο τμήμα του κοινού αποκτά πρόσβαση στην ακρόαση ή στη θέαση του έργου. Η παρουσίαση της εκπομπής μέσω μεγαφώνου ή ανάλογου μέσου παύει να αποτελεί απλή λήψη αυτής καθ’ εαυτήν της εκπομπής, αλλά ανεξάρτητη πράξη με την οποία το μεταδιδόμενο έργο παρουσιάζεται σε ένα νέο κοινό (18).

72.      Έκτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πελατεία ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος αποτελεί νέο κοινό. Το ξενοδοχειακό συγκρότημα είναι ο οργανισμός που παρεμβάλλεται, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, για να δώσει στους πελάτες του πρόσβαση στο προστατευόμενο έργο (19).

73.      Έβδομον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, για να υπάρξει παρουσίαση στο κοινό, αρκεί να τεθεί το έργο στη διάθεση του κοινού με αποτέλεσμα τα πρόσωπα που το συνθέτουν να έχουν πρόσβαση σε αυτό (20).

74.      Όγδοον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η μεσολάβηση προκειμένου να παρασχεθεί πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο αποτελεί παροχή πρόσθετης υπηρεσίας η οποία πραγματοποιείται με σκοπό τον προσπορισμό ορισμένου οφέλους. Στο πλαίσιο ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος η παροχή της υπηρεσίας αυτής εξυπηρετεί κερδοσκοπικούς σκοπούς, δεδομένου ότι η υπηρεσία αυτή επηρεάζει την ποιοτική κατάταξη του ξενοδοχείου και, επομένως, την τιμή των δωματίων (21).

75.      Ένατον, το Δικαστήριο διευκρίνισε, πάντως, κατά τρόπο συσταλτικό ότι η παροχή απλώς των συσκευών λήψεως δεν αποτελεί, από μόνη της, παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Αντιθέτως, η διανομή σήματος μέσω συσκευών τηλεοράσεως τοποθετημένων στα δωμάτια του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, στην οποία αυτό προβαίνει για τους πελάτες του, αποτελεί παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, και δη ανεξαρτήτως της τεχνικής που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος (22).

2.      Επί της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115

76.      Προτού προχωρήσω στην ερμηνεία των χρησιμοποιούμενων στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 εννοιών της παρουσιάσεως στο κοινό (υπό γ) και του χρήστη (υπό δ), καθώς και πριν από την εξέταση της υποχρεώσεως προς καταβολή εύλογης αμοιβής (υπό ε), πρέπει προηγουμένως να διευκρινίσω ότι οι έννοιες αυτές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης (υπό α) οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένης υπόψη της συνάφειάς τους προς το διεθνές δίκαιο (υπό β).

 α)     Αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης

77.      Ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία επισημαίνουν ότι η ομοιόμορφη ερμηνεία ορισμένων εννοιών του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, όπως είναι π.χ. η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό, δεν επιβάλλεται από το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να προβούν στον ορισμό των εννοιών αυτών.

78.      Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι χρησιμοποιούμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας έννοιες αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης ελλείψει παραπομπής στο δίκαιο των κρατών μελών. Προς το συμφέρον της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη και προς διαφύλαξη της αρχής της ισότητας σε ολόκληρη την Ένωση οι έννοιες αυτές πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ομοιόμορφο (23). Μόνο με τον τρόπο αυτόν μπορεί να επιτευχθεί ο μνημονευόμενος στην έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/115 σκοπός της διευκολύνσεως της ασκήσεως των δημιουργικών, καλλιτεχνικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω ενός εναρμονισμένου νομικού πλαισίου σε όλη την έκταση της Κοινότητας.

79.      Ωστόσο, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις, παρά την ύπαρξη αυτοτελούς εννοίας του δικαίου της Ένωσης, να επιχειρηθεί μια πολύ περιορισμένη εναρμόνιση και, ως εκ τούτου, η ρυθμιστική εμβέλεια της εννοίας να είναι πολύ ισχνή. Στις περιπτώσεις αυτές, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει μόνον ένα ευρύ ρυθμιστικό πλαίσιο το περιεχόμενο του οποίου καλούνται να συμπληρώσουν τα κράτη μέλη (24). Από την αφετηρία αυτή εκκινεί το Δικαστήριο στην περίπτωση της εννοίας της εύλογης αμοιβής του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 (25). Ωστόσο, δεδομένου ότι η ρυθμιστική εμβέλεια μιας εννοίας πρέπει να εκτιμάται χωριστά για κάθε έννοια που χρησιμοποιείται σε μια διάταξη, δεν μπορούν να συναχθούν εντεύθεν συμπεράσματα για τις περαιτέρω έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

 β)      Η σχέση διεθνούς δικαίου και δικαίου της Ένωσης

80.      Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 που αφορά το δικαίωμα εύλογης αμοιβής πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το διεθνές δίκαιο.

81.      Πράγματι, το δικαίωμα εύλογης αμοιβής ρυθμίζεται, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, στο άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης και στο άρθρο 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τις ανωτέρω διατάξεις του διεθνούς δικαίου.

82.      Όσον αφορά τη συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, τούτο προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι η ίδια η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως μιας συνθήκης του διεθνούς δικαίου, ιδίως όταν η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος και όταν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση (26).

83.      Βεβαίως, όσον αφορά τη σύμβαση της Ρώμης, πρέπει να τονιστεί ότι η ίδια η Ένωση δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν. Ωστόσο, από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/115, κατά την οποία η εναρμόνιση δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο ώστε οι νομοθετικές διατάξεις να αντιβαίνουν στη σύμβαση της Ρώμης, συνάγεται ότι πρέπει να συνεκτιμώνται οι διατάξεις της συμβάσεως της Ρώμης.

 γ)     Η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό

84.      Βάσει της διατυπώσεώς του, η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό περιλαμβάνει δύο στοιχεία. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει παρουσίαση, δεύτερον η παρουσίαση αυτή πρέπει να απευθύνεται σε κοινό.

i)      Επί της εννοίας της παρουσιάσεως

85.      Το περιεχόμενο της εννοίας της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν ορίζεται μεν ρητώς στην εν λόγω οδηγία. Ωστόσο, από τη διατύπωση και τη συνάφεια της εν λόγω διατάξεως μπορούν να αντληθούν ορισμένα στοιχεία για τον τρόπο ερμηνείας της εννοίας αυτής.

86.      Όπως προελέχθη (27), για την ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως που χρησιμοποιεί η διάταξη αυτή πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 12 της συμβάσεως της Ρώμης και του άρθρου 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Για την έννοια της παρουσιάσεως έχουν σημασία μεταξύ άλλων το άρθρο 15, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, προβλέπει ότι οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων, σε περίπτωση άμεσης ή έμμεσης χρήσεως για μια εκπομπή ή για παρουσίαση στο κοινό, έχουν αξίωση καταβολής ενιαίας και εύλογης αμοιβής. Στο άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό ενός φωνογραφήματος ορίζεται ως η μετάδοση στο κοινό με κάθε μέσο, εκτός από τη ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, των ήχων μιας εκτελέσεως ή των ήχων ή των αναπαραστάσεων ήχων που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι για να υπάρχει παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την εκτέλεση και τα φωνογραφήματα αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται η δυνατότητα ακοής από το κοινό των ήχων ή των παραστάσεών τους που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα.

87.      Εντεύθεν συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα για την έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

88.      Πρώτον, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 καλύπτει τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες παρουσιάσεις. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορούν κατ’ αρχάς η ευρεία διατύπωση και το ιστορικό γενέσεως της διατάξεως. Πράγματι, από το ιστορικό γενέσεως της οδηγίας 92/100 συνάγεται ότι η περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση της εννοίας της παρουσιάσεως διά της προσθήκης των λέξεων «άμεσα ή έμμεσα» δεν κρίθηκε αναγκαία, δεδομένου ότι με τη χρήση της εννοίας της παρουσιάσεως είναι προφανές ότι καλύπτονται και οι έμμεσες παρουσιάσεις (28). Υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας συνηγορεί πλέον, από της θέσεώς του σε ισχύ, και το άρθρο 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, βάσει των διατάξεων του οποίου πρέπει να υφίσταται αξίωση και για έμμεσες μεταδόσεις (29).

89.      Δεύτερον, για την ύπαρξη παρουσιάσεως αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως ήχων ενσωματωμένων σε φωνογράφημα. Το εάν ο πελάτης πράγματι προβεί σε ακρόαση των ήχων είναι άνευ σημασίας. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί, κατ’ αρχάς, το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, το οποίο κάνει λόγο για ακρόαση. Περαιτέρω, βάσει του πνεύματος και του σκοπού του οδηγίας 2006/115, θα πρέπει να εξαρκεί το γεγονός ότι ο πελάτης έχει τη νομική και πρακτική δυνατότητα να απολαύσει τα φωνογραφήματα (30). Μια τέτοια ερμηνεία έχει το πλεονέκτημα ότι συμπίπτει, ως προς το σημείο αυτό, με την ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

90.      Στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων αυτών επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι μια τέτοια παρουσίαση υφίσταται όταν μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα τοποθετεί στα δωμάτια των πελατών συσκευές τηλεοράσεως και/ή ραδιοφώνου και μεταδίδει σε αυτές ραδιοτηλεοπτικό σήμα. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή υπάρχει έμμεση παρουσίαση, χωρίς να εξαρτάται από το εάν οι πελάτες έχουν πράγματι λάβει το τηλεοπτικό ή το ραδιοφωνικό πρόγραμμα.

91.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, στη συνάφεια αυτή, ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν πρέπει κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται πιο διασταλτικά από ό,τι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Κατά την άποψή της, πρέπει να συνεκτιμάται το γεγονός ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να προβλέψει ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας για τα δικαιώματα του δημιουργού από ό,τι για τα συγγενικά δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και ότι, ως εκ τούτου, είναι αντίθετο προς το σύστημα το οποίο αυτός οργανώνει να αναγνωριστούν στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, ευρύτερα δικαιώματα από αυτά που αναγνωρίζονται στους δημιουργούς δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγία 2001/29. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να συνεκτιμώνται η εικοστή τρίτη και εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29.

92.      Ωστόσο, η εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 δεν εμποδίζει να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρουσίαση σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση. Πράγματι, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπα τα οποία παρέχουν συσκευές αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας, χωρίς ταυτόχρονα να έχουν έλεγχο επί της προσβάσεως σε έργα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού, δεν προβαίνουν με τον τρόπο αυτόν σε παρουσίαση σε κοινό. Τούτο συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία πωλούνται ή εκμισθώνονται συσκευές τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου ή στην περίπτωση κατά την οποία ένας πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου παρέχει απλώς πρόσβαση στο διαδίκτυο. Πάντως, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν περιορίζεται απλώς να παράσχει τις συσκευές αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας. Αντιθέτως, παρέχει στον πελάτη του ξενοδοχείου εμμέσως μόνον, πλην όμως σκοπίμως, πρόσβαση στα φωνογραφήματα (31).

93.      Καθό μέτρο η Επιτροπή υποστηρίζει, παραπέμποντας στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, την άποψη ότι η απλή λήψη ραδιοτηλεοπτικού σήματος από συσκευές λήψεως δεν μπορεί να αποτελεί παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, το ζήτημα αυτό μπορεί να μην εξεταστεί περαιτέρω για τους σκοπούς του υπό κρίση ερωτήματος. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν περιορίστηκε στην υπό κρίση υπόθεση στη λήψη του ραδιοτηλεοπτικού σήματος, αλλά προέβη η ίδια σε αναμετάδοσή του (32).

ii)    Επί της εννοίας του κοινού

94.      Ούτε η οδηγία 2006/115 ορίζει την έννοια του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση.

95.      Εν αντιθέσει προς τον ορισμό της εννοίας της παρουσιάσεως, ο νομικός ορισμός της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα δεν προσφέρει καμία βοήθεια ως προς το σημείο αυτό. Πράγματι, η έννοια του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση, το οποίο αποτελεί το στοιχείο που πρέπει να οριστεί, δεν συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω στο τμήμα της διατάξεως που περιέχει τον ορισμό. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η ακρόαση πρέπει να είναι δημόσια και, ως εκ τούτου, ο νομικός ορισμός είναι, ως προς το σημείο αυτό, άνευ ουσίας.

96.      Πάντως, τίθεται το ερώτημα εάν στη συνάφεια αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη η προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου (33) επί της ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, κατά την οποία μια παρουσίαση σε δωμάτιο ξενοδοχείου μπορεί να απευθύνεται στο κοινό όταν η ταχεία εναλλαγή των πελατών του στα δωμάτια έχει ως συνέπεια να καθίσταται ιδιαιτέρως σημαντική η χρήση του προστατευόμενου έργου.

97.      Κατ’ εμέ, στο ερώτημα αυτό προσήκει καταφατική απάντηση (34).

98.      Πρώτον, υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί το γεγονός ότι η ίδια έννοια χρησιμοποιείται τόσο στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 όσο και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Στο επιχείρημα αυτό η Ιρλανδική Κυβέρνηση αντιτάσσει μεν ότι μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως SGAE κατά Rafael Hoteles δεν διευκρινίστηκε, στο πλαίσιο της κωδικοποιήσεως της οδηγίας 92/100 με την οδηγία 2006/115, το κατά πόσον η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να ερμηνεύεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως ερμηνεύεται η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Ωστόσο, η ένσταση αυτή δεν με πείθει. Αντιθέτως, φρονώ ότι το γεγονός ότι μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως SGAE κατά Rafael Hoteles η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 διατηρήθηκε χωρίς άλλες διευκρινίσεις συνηγορεί, ακριβώς, υπέρ της ίδιας ερμηνείας της εννοίας αυτής σε αμφότερες τις διατάξεις.

99.      Δεύτερον, θεωρώ ότι η στενή συνάφεια, από ουσιαστικής και νομικής απόψεως, μεταξύ του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων συνηγορεί υπέρ της ταυτόσημης ερμηνείας αμφοτέρων των εννοιών.

100. Πράγματι, πρέπει κατ’ αρχάς να τονιστεί ότι η οδηγία 2006/115 και η οδηγία 2001/29 συνδέονται μεταξύ τους στον βαθμό που τα δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων ρυθμίζονται όχι μόνο στην οδηγία 2006/115, αλλά και στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29. Πράγματι, η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει, για την ειδική περίπτωση της διαθέσεως στο κοινό βάσει ελεύθερης επιλογής του τόπου και του χρόνου, ένα αποκλειστικό δικαίωμα των καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων, ενώ η πρώτη διάταξη προβλέπει απλώς, στην περίπτωση της παρουσιάσεως στο κοινό, δικαίωμα εύλογης αμοιβής. Βάσει των ανωτέρω φρονώ ότι δεν ενδείκνυται η διαφορετική ερμηνεία των ιδίων εννοιών στις ανωτέρω οδηγίες.

101. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη η συνάφεια, από απόψεως ουσίας, μεταξύ του δικαιώματος του δημιουργού, αφενός, και των συγγενικών δικαιωμάτων των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων, αφετέρου. Προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού μουσικά έργα καθίστανται προσιτά στο ευρύ κοινό σε πολλές περιπτώσεις, το πρώτον, μέσω ερμηνείας από ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη η οποία έχει ενσωματωθεί σε φωνογράφημα. Εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι αυτή η συμβολή των εκτελεστών ή ερμηνευτών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων πρέπει να τυγχάνει ανταμοιβής μέσω του δικαιώματος εύλογης αμοιβής του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας, τότε πολλά είναι αυτά τα οποία συνηγορούν υπέρ της εκτιμήσεως ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

102. Τρίτον, υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/115 κατά την οποία πρέπει να διασφαλίζεται επαρκές εισόδημα στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, καθώς επίσης να παρέχεται η δυνατότητα στους παραγωγούς φωνογραφημάτων να αποσβέσουν σε επαρκή έκταση τα ποσά που επένδυσαν. Εάν ληφθεί υπόψη η ανωτέρω στενή συνάφεια μεταξύ του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, τότε δεν μπορώ να αντιληφθώ για ποιον λόγο, στην περίπτωση της παρουσιάσεως στο κοινό ενός φωνογραφήματος, ο δημιουργός μπορεί να έχει αποκλειστικό δικαίωμα βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, ενώ αντιθέτως οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες καθώς και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων δεν μπορούν να λάβουν εύλογη αμοιβή δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

103. Οι ενστάσεις που προβάλλονται κατά μιας τέτοιας πανομοιότυπης ερμηνείας δεν είναι πειστικές.

104. Πρώτον, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει ένα αποκλειστικό δικαίωμα των δημιουργών, ενώ το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 απλώς ένα οικονομικό δικαίωμα των εκτελεστών ή ερμηνευτών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων για την είσπραξη εύλογης αμοιβής, πρέπει να δικαιολογεί τη διαφορετική ερμηνεία της εννοίας του κοινού.

105. Η ιδιαιτερότητα του παραχωρούμενου δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αποκλειστικού δικαιώματος έγκειται στο γεγονός ότι το δικαίωμα αυτό παρέχει τη δυνατότητα στον δημιουργό να απαγορεύσει τη χρήση της μουσικής του από μη δικαιούμενα πρόσωπα. Πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν να αναγνωρίσει ένα εξίσου ευρύ δικαίωμα στην περίπτωση φωνογραφημάτων τα οποία έχουν ήδη εκδοθεί για εμπορικούς σκοπούς όσον αφορά τα συγγενικά δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών τα οποία είναι ενσωματωμένα σε αυτά. Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης παρέσχε στα πρόσωπα αυτά ως αντιστάθμισμα το δικαίωμα εύλογης αμοιβής. Επομένως, η ρύθμιση του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας μπορεί να νοηθεί ως ένα είδος υποχρεωτικής αδείας (35). Εάν ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω σκέψεις περί αντισταθμίσματος και υποχρεωτικής αδείας, τότε είναι εύλογο, σε περίπτωση παρουσιάσεως ενός φωνογραφήματος στο κοινό, να παρασχεθεί στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και στους εκτελεστές ή ερμηνευτές καλλιτέχνες δικαίωμα εύλογης αμοιβής σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο δημιουργός θα είχε αποκλειστικό δικαίωμα.

106. Δεύτερον, από το γεγονός ότι βάσει της ένατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ισχύσει για τον δημιουργό ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, ενώ για τους εκτελεστές ή ερμηνευτές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς φωνογραφημάτων πρέπει, βάσει της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2006/115, να ισχύσει απλώς ένα εύλογο επίπεδο προστασίας δεν μπορεί να συναχθεί κατ’ ανάγκην ότι το στοιχείο του δημόσιου χαρακτήρα της παρουσιάσεως πρέπει να ερμηνεύεται πιο συσταλτικά όσον αφορά τα συγγενικά δικαιώματα. Φρονώ ότι είναι πιο εύλογο να θεωρηθεί ότι τούτο αποτελεί ένδειξη για το ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει για τους δημιουργούς ένα αποκλειστικό δικαίωμα, ενώ το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν προβλέπει για τους εκτελεστές ή ερμηνευτές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς φωνογραφημάτων ένα αποκλειστικό δικαίωμα, αλλά απλώς ένα δικαίωμα εύλογης αμοιβής.

107. Τρίτον, υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο στήριξε την ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, κατά την οποία το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποια παρεμφερής αιτιολογική σκέψη στην οδηγία 2006/115, πρέπει η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό στην εν λόγω οδηγία να ερμηνεύεται συσταλτικά.

108. Και η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί σε τελευταία ανάλυση.

109. Βεβαίως, είναι ορθόν ότι στην απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην πράξη σε αυτήν την αιτιολογική σκέψη προκειμένου να ερμηνεύσει την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό, καθώς και ότι δεν υπάρχει κάποια παρεμφερής αιτιολογική σκέψη στην οδηγία 2006/115.

110. Ωστόσο, τούτο δεν δικαιολογεί την πιο συσταλτική ερμηνεία της εννοίας του κοινού στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Πράγματι, οι προδιαληφθείσες εκτιμήσεις και οι αναφερόμενοι στην τρίτη, την τέταρτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/115 σκοποί της καταβολής εύλογης αμοιβής στους δικαιούχους στηρίζουν την προσέγγιση βάσει της οποίας η έννοια του κοινού του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ταυτόσημο. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο στήριξε την ανάγκη διασταλτικής ερμηνείας και στο γεγονός ότι, βάσει της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29, πρέπει να διασφαλίζεται η εύλογη αμοιβή των δημιουργών. Ωστόσο, ως προς το σημείο αυτό, παρεμφερές είναι το περιεχόμενο της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2006/115 κατά την οποία πρέπει στους δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων να διασφαλίζεται επίσης ένα επαρκές εισόδημα καθώς και η δυνατότητα αποσβέσεως των επενδύσεών τους.

111. Η διαπίστωση που συνάγεται μέχρι τούδε είναι ότι η έννοια του κοινού του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αρχήν (36) όπως ακριβώς η έννοια του κοινού στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Συνεπώς, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση υπάρχει κοινό, στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση, εκ του γεγονότος ότι στα δωμάτια του ξενοδοχείου εναλλάσσονται ταχέως οι πελάτες, πράγμα το οποίο μπορεί να έχει ως συνέπεια την ιδιαιτέρως σημαντική χρήση του προστατευόμενου έργου.

iii) Συμπέρασμα

112. Για τους προαναφερθέντες λόγους, ο όρος της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία τοποθετεί στα δωμάτια του ξενοδοχείου συσκευές ραδιοφώνου και τηλεοράσεως και διανέμει σε αυτές ραδιοτηλεοπτικό σήμα, προβαίνει σε έμμεση παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.

113. Στη συνάφεια αυτή, πρέπει να επισημάνω ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διατυπώθηκαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις σε σχέση με το εάν είναι δυνατό να υπάρχει παρουσίαση στο κοινό και στην περίπτωση κατά την οποία δεν επιδιώκεται με την παρουσίαση κάποιος κερδοσκοπικός σκοπός. Πάντως, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως η παροχή της δυνατότητας ακροάσεως των φωνογραφημάτων συνιστά πρόσθετη υπηρεσία, η οποία επηρεάζει την ποιοτική αξιολόγηση του ξενοδοχείου και την τιμή των δωματίων, υπάρχει κερδοσκοπικός σκοπός και, ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό δεν χρήζει περαιτέρω διερευνήσεως για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως (37).

 δ)      Επί της εννοίας του χρήστη

114. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα αποτελεί «χρήστη» κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Συγκεκριμένα, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι η αξίωση για την καταβολή εύλογης αμοιβής, η οποία γεννάται κατά τη χρήση φωνογραφήματος για την παρουσίαση στο κοινό, στρέφεται κατά του χρήστη.

115. Χρήστης κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας είναι όποιος χρησιμοποιεί τα φωνογραφήματα για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό.

116. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Ιρλανδική Κυβέρνηση, από το γεγονός ότι στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 χρησιμοποιείται η έννοια του χρήστη, ενώ αντιθέτως η έννοια αυτή δεν χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Πράγματι, ο λόγος της διαφοροποιήσεως αυτής στη διατύπωση των δύο διατάξεων είναι ο εξής: το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας παρέχει ένα αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο δημιουργός έναντι οποιουδήποτε. Για τον λόγο αυτόν δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός του οφειλέτη της παροχής στη διάταξη αυτή. Αντιθέτως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν παρέχει κάποιο αποκλειστικό δικαίωμα, αλλά απλώς μια αξίωση για καταβολή εύλογης αμοιβής. Ως εκ τούτου, στη διάταξη αυτή πρέπει να προσδιοριστεί και ο οφειλέτης της παροχής.

117. Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα είναι ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία προβαίνει εμμέσως σε παρουσίαση φωνογραφημάτων στο κοινό, αποτελεί χρήστη κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να καταβάλλει την εύλογη αμοιβή που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

 ε)     Επί της υποχρεώσεως καταβολής εύλογης και ενιαίας αμοιβής

118. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένας ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει ήδη καταβάλει εύλογη αμοιβή για τη χρήση φωνογραφημάτων στην εκπομπή, και η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές στα δωμάτια του ξενοδοχείου και, ως εκ τούτου, προβαίνει εμμέσως σε παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων που χρησιμοποιούνται σε εκπομπές, έχει επίσης υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής για τη χρήση των φωνογραφημάτων.

119. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 προβλέπει ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοφωνική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους.

120. Από τη διατύπωση και τη συστηματική διάρθρωση της διατάξεως συνάγεται ότι η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα πρέπει στην περίπτωση αυτή επίσης να καταβάλλει εύλογη αμοιβή.

121. Πράγματι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Ιρλανδική Κυβέρνηση, από τις λέξεις «ή» και «ενιαία» δεν συνάγεται ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν υποχρεούται να καταβάλει στην περίπτωση αυτή αμοιβή (υπό i). Περαιτέρω, δεν είναι πειστική ούτε η άποψη της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής ότι η καταβολή περαιτέρω αμοιβής δεν θα ήταν εύλογη (υπό ii) όπως πειστική δεν είναι ούτε η επίκληση από την Επιτροπή του περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών (υπό iii). Τέλος, το γεγονός το οποίο επισημαίνει η Ελληνική Κυβέρνηση, ότι σε ορισμένα κράτη μέλη είναι υποχρεωτική η καταβολή ραδιοτηλεοπτικών τελών, δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αυτή καθ’ εαυτήν, κάποια απόκλιση από την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής (υπό iv).

i)      Επί της εννοίας των λέξεων «ή» και «ενιαία»

122. Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, από τις λέξεις «ή» και «ενιαία» του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 συνάγεται ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν υποχρεούται να καταβάλει αμοιβή για την έμμεση παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων, όταν ήδη ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει καταβάλει εύλογη αμοιβή για τη χρήση των φωνογραφημάτων στις εκπομπές του.

123. Η άποψη αυτή δεν είναι πειστική.

124. Με τη χρήση της λέξεως «ενιαία» στο άρθρο 8, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2006/115, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν απλώς να εκφράσει ότι δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής χωριστής αμοιβής στους εκτελεστές ή ερμηνευτές καλλιτέχνες και στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, αλλά μόνο μιας ενιαίας αμοιβής, η οποία εν συνεχεία πρέπει να κατανέμεται μεταξύ των εκτελεστών ή ερμηνευτών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων.

125. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν, πρώτον, το γράμμα και η συστηματική διάρθρωση της διατάξεως, και δη, μεταξύ άλλων, η συνάφεια προς το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2006/115, όπου ρυθμίζεται ο τρόπος κατανομής της ενιαίας και εύλογης αμοιβής στις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των παραγωγών φωνογραφημάτων και των εκτελεστών ή ερμηνευτών καλλιτεχνών.

126. Δεύτερον, θεωρώ ότι μόνον αυτή η ερμηνεία συνάδει προς την προπαρατεθείσα εκτίμηση, ότι η αξίωση εύλογης αμοιβής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να νοηθεί ως ένα είδος υποχρεωτικής αδείας. Με αφετηρία την ερμηνεία αυτή, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση που υπάρχει χρήση φωνογραφήματος κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ήτοι τόσο στην περίπτωση της εκπομπής όσο και στην περίπτωση εν συνεχεία παρουσιάσεως στο κοινό, να καταβάλλεται κάποιο αντιστάθμισμα για την προσβολή των συγγενικών δικαιωμάτων έτσι ώστε κάθε φορά να γεννάται αξίωση εύλογης αμοιβής.

127. Τρίτον, φρονώ ότι επιχείρημα κατά της απόψεως της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως είναι και η διεθνούς δικαίου διάταξη του άρθρου 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, από την οποία προκύπτει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να καλύπτει και τις έμμεσες παρουσιάσεις. Στην περίπτωση έμμεσης παρουσιάσεως γεννάται κατά κανόνα αξίωση για την καταβολή εύλογης αμοιβής κατά του προσώπου το οποίο προέβη στη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή την άμεση παρουσίαση. Στην περίπτωση αυτή, εάν θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση για το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην έμμεση παρουσίαση των φωνογραφημάτων εκ του λόγου ότι ήδη έχει καταβληθεί εύλογη αμοιβή για την εκπομπή ή την άμεση παρουσίαση, τότε στην περίπτωση της έμμεσης παρουσιάσεως στο κοινό δεν θα γεννάται κατά κανόνα αξίωση αμοιβής. Φρονώ ότι τούτο δεν συνάδει προς τη διεθνούς δικαίου διάταξη του άρθρου 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα.

128. Ως εκ τούτου, οι λέξεις «ή» και «ενιαία» στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν αναιρούν, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, την υποχρέωση της ξενοδοχειακής επιχειρηματικής μονάδας να καταβάλει εύλογη αμοιβή.

ii)    Επί του εύλογου χαρακτήρα περαιτέρω αμοιβής

129. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή επικαλούνται ότι δεν είναι εύλογη κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, η υποχρέωση καταβολής περαιτέρω αμοιβής από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα. Τέλος, υποστηρίζουν ότι οι παραγωγοί φωνογραφημάτων και οι εκτελεστές ή ερμηνευτές καλλιτέχνες έχουν ήδη αξίωση κατά της επιχειρήσεως που προβαίνει στη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση.

130. Η άποψη αυτή δεν είναι πειστική.

131. Πράγματι, πρώτον, η άποψη αυτή δεν συνάδει προς τη θεμελιώδη εκτίμηση του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, ότι πρέπει να καταβάλλεται αμοιβή σε κάθε περίπτωση που ένα επιπλέον μέρος του κοινού αποκτά τη δυνατότητα ακροάσεως των φωνογραφημάτων. Πράγματι, η εύλογη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται για τη χρήση του φωνογραφήματος σε μια ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή, καλύπτει μόνο τη λήψη της εκπομπής εντός του ιδιωτικού ή οικογενειακή κύκλου. Η διεύρυνση αυτού του κύκλου ακροατών, όπως είναι οι πελάτες ενός ξενοδοχείου, βαίνει πέραν της χρήσεως αυτής και, ως εκ τούτου, αποτελεί επιπλέον χρήση υπό τη μορφή έμμεσης παρουσιάσεως στο κοινό. Βάσει της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, για αυτήν την επιπλέον χρήση προβλέπεται ως ένα είδος αντισταθμιστικής υποχρεωτικής αδείας η καταβολή επιπλέον εύλογης αμοιβής.

132. Δεύτερον, φρονώ ότι η άποψη αυτή δεν συνάδει προς τις διεθνούς δικαίου διατάξεις του άρθρου 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Όπως προελέχθη (38), η διάταξη αυτή προβλέπει ότι και στην περίπτωση έμμεσης παρουσιάσεως στο κοινό ενός φωνογραφήματος πρέπει να καταβάλλεται εύλογη αμοιβή. Μια προσέγγιση βάσει της οποίας η καταβολή εύλογης αμοιβής για έμμεση παρουσίαση δεν είναι εύλογη για τον λόγο ότι υπάρχει ήδη υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής για την άμεση παρουσίαση καταστρατηγεί, κατά την άποψή μου, αυτή τη διάταξη του διεθνούς δικαίου.

133. Τρίτον, φρονώ ότι η προσέγγιση της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής μπορεί να οδηγήσει σε αξιολογικές αντιφάσεις. Έτσι, ο έχων την εκμετάλλευση ποτοπωλείου, εστιατορίου ή νυχτερινού κέντρου, ο οποίος χρησιμοποιεί φωνογραφήματα, θα πρέπει να καταβάλει προς τούτο εύλογη αμοιβή. Ωστόσο, το ίδιο πρόσωπο δεν θα πρέπει να καταβάλει καμία αμοιβή εάν προβαίνει στην παρουσίαση ραδιοτηλεοπτικού φορέα ο οποίος περιορίζεται στη μετάδοση φωνογραφημάτων.

iii) Επί του περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών

134. Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο εκτιμήσεως σε σχέση με το εάν θα προβλέψουν ότι, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, πέραν της αξιώσεως για καταβολή εύλογης αμοιβής από τον ραδιοτηλεοπτικό φορέα, υφίσταται επίσης αξίωση και κατά της ξενοδοχειακής επιχειρηματικής μονάδας.

135. Η άποψη αυτή πρέπει να απορριφθεί.

136. Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα τέτοιο περιθώριο εκτιμήσεως δεν στηρίζεται στο γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Βεβαίως, τα κράτη μέλη διαθέτουν, λόγω της ισχνής ρυθμιστικής εμβέλειας της εννοίας του εύλογου χαρακτήρα (39), μεγάλο περιθώριο εκτιμήσεως σε σχέση με το τι συνιστά εύλογη αμοιβή. Ωστόσο, η διάταξη δεν τους παρέχει περιθώριο εκτιμήσεως σε σχέση με το εάν υποχρεούνται να προβλέψουν αμοιβή. Αντιθέτως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέψουν την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής τόσο στην περίπτωση της χρήσεως ενός φωνογραφήματος για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές όσο και στην περίπτωση της χρήσεως για παρουσίαση στο κοινό.

137. Δεύτερον, μια ερμηνεία βάσει της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται μεν να προβλέψουν την καταβολή αμοιβής, πλην όμως αυτή μπορεί ονομαστικά να εκμηδενιστεί, πρέπει να θεωρηθεί ότι ακροβατεί στο όριο της γραμματικής διατυπώσεως της διατάξεως αυτής. Περαιτέρω, επιχείρημα κατά μιας τέτοιας ερμηνείας αποτελεί ο σκοπός του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 που είναι η διασφάλιση στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και στους εκτελεστές ή ερμηνευτές καλλιτέχνες εύλογου αντισταθμίσματος για το γεγονός ότι η έμμεση παρουσίαση των φωνογραφημάτων συνιστά περαιτέρω προσβολή των συγγενικών δικαιωμάτων τους.

138. Τρίτον, πειστικό δεν είναι ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι στο περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών, το οποίο αυτά διαθέτουν βάσει του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν βάσει του διεθνούς δικαίου.

139. Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει βάσει του διεθνούς δικαίου όταν υπόκειται σε αυστηρότερες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Συνεπώς, φρονώ ότι η προσέγγιση της Επιτροπής εκκινεί από εσφαλμένη αφετηρία.

140. Περαιτέρω, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η ίδια η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα και, ως εκ τούτου, υπόκειται στις διεθνούς δικαίου υποχρεώσεις που έχει αναλάβει από την εν λόγω συνθήκη. Βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, ένα κράτος μέλος πρέπει να απέχει από τη λήψη όλων των μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την παράβαση από την Ένωση των υποχρεώσεων που υπέχει από το διεθνές δίκαιο.

141. Η Ένωση δεσμεύεται από το άρθρο 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα το οποίο προβλέπει δικαίωμα εύλογης αμοιβής και για τις έμμεσες παρουσιάσεις. Δεν μπορεί να επικαλεστεί εξαίρεση ή περιορισμό σε σχέση με την εν λόγω διάταξη. Το άρθρο 15, παράγραφος 3, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα δεν ασκεί επιρροή. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να προβεί σε γνωστοποίηση στον Γενικό Γραμματέα του ΠΟΔΙ σε σχέση με την πρόθεσή του να εφαρμόσει τις διατάξεις σχετικά με την αξίωση εύλογης αμοιβής του άρθρου 15, παράγραφος 1, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα μόνο σε σχέση με ορισμένα είδη χρήσεως ή να περιορίσει την εφαρμογή κατά άλλον τρόπο ή ουδόλως να εφαρμόσει τις διατάξεις αυτές. Ωστόσο, η Ένωση δεν έχει προβεί σε μια τέτοια γνωστοποίηση. Στη συνάφεια αυτή δεν μπορεί να γίνει επίκληση ούτε του άρθρου 16 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Πράγματι, η πρώτη παράγραφος της διατάξεως αυτής παρέχει μόνον τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη να προβλέψουν και για τα συγγενικά δικαιώματα περιορισμούς και εξαιρέσεις που έχουν προβλεφθεί για τα δικαιώματα του δημιουργού. Συνεπώς, δεν πρόκειται για κανόνα ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα επιβολής αυτοτελούς περιορισμού ή εξαιρέσεως μόνο σε σχέση με τα συγγενικά δικαιώματα. Και η δεύτερη παράγραφος της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να αποτελέσει καθ’ εαυτήν νομική βάση για την επιβολή περιορισμού ή την εισαγωγή εξαιρέσεως. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει τη δυνατότητα περιορισμού ή εξαιρέσεως, αλλά αντιθέτως οριοθετεί το περιθώριο εκτιμήσεως των συμβαλλομένων μερών σε σχέση με τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς τους οποίους προβλέπει η συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα.

142. Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα της Επιτροπής που στηρίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών.

iv)     Επί των επιπτώσεων τυχόν ραδιοτηλεοπτικών τελών

143. Τέλος, το επιχείρημα που προβάλλει η Ελληνική Κυβέρνηση, ότι σε ορισμένα κράτη μέλη είναι υποχρεωτική η καταβολή ραδιοτηλεοπτικών τελών, τα οποία πρέπει να καταβάλουν και τα ξενοδοχεία, δεν είναι πειστικό. Πράγματι, καθό μέτρο τα τέλη αυτά δεν αφορούν την εύλογη αμοιβή των εκτελεστών ή ερμηνευτών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων, αλλά άλλους σκοπούς, όπως είναι π.χ. η χρηματοδότηση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, η ύπαρξη τέτοιων τελών δεν πρέπει να αποβαίνει εις βάρος των εκτελεστών ή ερμηνευτών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων.

v)      Συμπέρασμα

144. Συνεπώς, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένας ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει ήδη καταβάλει εύλογη αμοιβή για τη χρήση των φωνογραφημάτων στην εκπομπή, και η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση, εντός των δωματίων, σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και, ως εκ τούτου, προβαίνει σε έμμεση παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων που χρησιμοποιούνται στις εκπομπές, υποχρεούται επίσης να καταβάλει εύλογη αμοιβή για τη χρήση των φωνογραφημάτων.

 3.     Συμπέρασμα

145. Εν συνόψει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία τοποθετεί στα δωμάτια συσκευές τηλεοράσεως και/ή ραδιοφώνου και διανέμει σε αυτές ραδιοτηλεοπτικό σήμα, υποχρεούται να καταβάλει εύλογη αμοιβή για την έμμεση παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων που χρησιμοποιούνται στις εκπομπές, έστω και αν ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει ήδη, από την πλευρά του, καταβάλει εύλογη αμοιβή για τη χρήση των φωνογραφημάτων αυτών στις εκπομπές του.

VIII – Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

146. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν επιτρέπεται στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 να απαλλάξουν τις ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες από την υποχρέωση καταβολής «εύλογης και ενιαίας αμοιβής». Τούτο θα προϋπέθετε ότι η έμμεση παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων μέσω συσκευών ραδιοφώνου και τηλεοράσεως συνιστά «ιδιωτική χρήση» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

 Α —      Ουσιώδη επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

147. Κατά την ενάγουσα της κύριας δίκης, δεν έχει εφαρμογή σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου SGAE κατά Rafael Hoteles, δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή ιδιωτική χρήση κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Το ξενοδοχείο χρησιμοποιεί τα φωνογραφήματα για επιχειρηματικούς σκοπούς προβαίνοντας σε παρουσίασή τους στο κοινό προς εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων του. Ο ιδιωτικός χαρακτήρας της χρήσεως από τον πελάτη του ξενοδοχείου ή του τόπου της χρήσεως δεν ασκεί επιρροή. Ούτως ή άλλως, το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/115, το οποίο ως διάταξη που εισάγει εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, επιτρέπει μόνον περιορισμούς της αξιώσεως εύλογης αμοιβής και, ως εκ τούτου, όχι μια τόσο εκτεταμένη εξαίρεση όπως αυτή που εισάγει η ιρλανδική ρύθμιση. Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ελέγχου των τριών σταδίων που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας.

148. Κατά την Ιρλανδική και την Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και την Επιτροπή, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 επιτρέπει σε κράτος μέλος να εισαγάγει μια εξαίρεση όπως είναι αυτή της ιρλανδικής ρυθμίσεως. Κατ’ αρχάς, η Ιρλανδική και η Ελληνική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι η χρήση συσκευών ραδιοφώνου και τηλεοράσεως από τον πελάτη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου είναι ιδιωτική, δεδομένου ότι το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου ανήκει στην προστατευόμενη από τα θεμελιώδη δικαιώματα ιδιωτική σφαίρα. Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένοι τηλεθεατές στα διάφορα δωμάτια. Η απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Ούτως ή άλλως, το Δικαστήριο έκρινε με την ανωτέρω απόφασή του ότι δεν υπάρχει κάποια αντίφαση στο γεγονός ότι τα δωμάτια του ξενοδοχείου έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα και όμως πραγματοποιείται παρουσίαση σε κοινό. Στη συνάφεια αυτή, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η οδηγία 2006/115 δεν περιέχει κάποιον ορισμό της εννοίας της ιδιωτικής χρήσεως και ότι, εκ του λόγου αυτού, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ορίσουν συγκεκριμένους τόπους ως ιδιωτικούς κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/115. Περαιτέρω, κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεν εμποδίζει ούτε ο έλεγχος των τριών σταδίων του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115.

 Β —      Νομική εκτίμηση

149. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, στην περίπτωση ιδιωτικής χρήσεως, να περιορίζουν τα δικαιώματα του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας τα οποία περιλαμβάνουν και το δικαίωμα εύλογης αμοιβής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

150. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, η υποχρέωση μιας ξενοδοχειακής επιχειρηματικής μονάδας να καταβάλει, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, εύλογη αμοιβή για την παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων δεν μπορεί να περιοριστεί.

151. Πράγματι, στο πλαίσιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 σημασία έχει η εκτίμηση της εκάστοτε χρήσεως. Περαιτέρω, ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας της εκάστοτε χρήσεως έχει αποφασιστική σημασία, όχι όμως ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας του τόπου στον οποίον πραγματοποιείται η χρήση αυτή (40).

152. Η χρήση των φωνογραφημάτων, η οποία είχε ως συνέπεια στη συγκεκριμένη υπόθεση να γεννηθεί αξίωση εύλογης αμοιβής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, είναι η χρήση από τη ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα υπό τη μορφή παρουσιάσεως στο κοινό. Φρονώ ότι η χρήση αυτή δεν μπορεί να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 για τον λόγο ότι μια χρήση από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα υπό τη μορφή παρουσιάσεως στο κοινό δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ταυτόχρονα ιδιωτική χρήση από την εν λόγω μονάδα. Πράγματι, οι έννοιες «ιδιωτικός» και «κοινό» είναι προφανώς αντίθετες (41).

153. Αντιθέτως, το αν η συμπεριφορά ενός πελάτη του ξενοδοχείου στο δωμάτιό του πρέπει να χαρακτηριστεί ως ιδιωτική χρήση είναι άνευ σημασίας για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως. Η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 επί της χρήσεως στην οποία προβαίνει ο πελάτης ενός ξενοδοχείου, αλλά τη χρήση από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα. Πράγματι, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, η χρήση φωνογραφημάτων από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα μπορεί να αποτελεί παρουσίαση στο κοινό, ενώ αντιθέτως για τον πελάτη του ξενοδοχείου μπορεί να αποτελεί ιδιωτική χρήση. Υπό το πρίσμα αυτό θεωρώ ότι πρέπει να ερμηνευθούν και οι αναπτύξεις του Δικαστηρίου στην απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles στην οποία, παρά την επισήμανση του ιδιωτικού χαρακτήρα των δωματίων ξενοδοχείου, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει παρουσίαση σε κοινό (42).

154. Έναντι αυτής της ερμηνείας του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι η διάταξη αυτή καθίσταται με τον τρόπο αυτόν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή διατηρεί αυτοτελές πεδίο εφαρμογής και δη, μεταξύ άλλων, σε σχέση με χρήσεις οι οποίες δεν συνίστανται σε παρουσίαση σε κοινό, αλλά έχουν άλλο περιεχόμενο όπως είναι π.χ. η υλική ενσωμάτωση κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 2006/115.

155. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και η προσέγγιση της Επιτροπής βάσει της οποίας, ελλείψει νομικού ορισμού της εννοίας της ιδιωτικής χρήσεως στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115, τα κράτη μέλη έχουν κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να ορίζουν συγκεκριμένους τόπους ως ιδιωτικούς κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Πρώτον, η έννοια της ιδιωτικής χρήσεως στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται σε ολόκληρη την Ένωση κατά τρόπο ομοιόμορφο (43). Συνεπώς, η έλλειψη νομικού ορισμού στην οδηγία δεν έχει άνευ ετέρου ως συνέπεια ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως σε σχέση με την ερμηνεία της εννοίας της ιδιωτικής χρήσεως. Όπως προελέχθη, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για μια διάταξη με τόσο ισχνή ρυθμιστική εμβέλεια ώστε τα κράτη μέλη να διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου του πλαισίου που χαράσσει το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, η έννοια της ιδιωτικής χρήσεως έχει ένα εξίσου αυστηρό περίγραμμα όπως ακριβώς η έννοια του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση, δεδομένου ότι οι έννοιες του ιδιωτικού και του κοινού αλληλοαποκλείονται.

156. Εν συμπεράσματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στην περίπτωση κατά την οποία μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα προβαίνει σε παρουσίαση φωνογραφημάτων σε κοινό η υποχρέωσή της να καταβάλει εύλογη αμοιβή δεν μπορεί να αποκλειστεί, βάσει της διατάξεως αυτής, διότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για ιδιωτική χρήση από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα.

IX – Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

157. Με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία παρέχει εντός των δωματίων συσκευές (πλην συσκευών τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου) και φωνογραφήματα σε υλική ή ψηφιακή μορφή δυνάμενα να μεταδοθούν ή να καταστούν αντικείμενο ακροάσεως μέσω αυτών των συσκευών, συνιστά «χρήστη» προβαίνοντα σε «παρουσίαση στο κοινό» των φωνογραφημάτων υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

 Α —      Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

158. Κατά την ενάγουσα της κύριας δίκης, στο ερώτημα αυτό προσήκει καταφατική απάντηση. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα προβαίνει στην περίπτωση αυτή σε παρουσίαση στο κοινό που αποτελούν οι πελάτες του ξενοδοχείου οι οποίοι, άλλως, δεν θα είχαν πρόσβαση στα φωνογραφήματα αυτά. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για απλή παροχή υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσιάσεως, παροχή η οποία κατά την εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 δεν αποτελεί καθ’ εαυτήν παρουσίαση.

159. Η Ιρλανδική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση παραπέμπει στις αναπτύξεις της σε σχέση με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν την άποψη ότι δεν αποτελεί παρουσίαση στο κοινό το γεγονός ότι η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα θέτει στη διάθεση του πελάτη συσκευές αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου και φωνογραφήματα και ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω ξενοδοχειακή μονάδα δεν αποτελεί χρήστη ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει αμοιβή δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

 Β —      Νομική εκτίμηση

160. Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία παρέχει, εντός των δωματίων, συσκευές για την αναπαραγωγή φωνογραφημάτων καθώς και τα αντίστοιχα φωνογραφήματα σε υλική ή ψηφιακή μορφή, υποχρεούται να καταβάλει εύλογη αμοιβή βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν πρόκειται για περιπτώσεις μεταδόσεως πραγματοποιούμενες με διαλογική μορφή ή κατ’ αίτηση (on demand). Και στη συνάφεια αυτή, κρίσιμο είναι το εάν η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα χρησιμοποιεί στην περίπτωση αυτή φωνογραφήματα προκειμένου να τα παρουσιάσει στο κοινό. Εν συνεχεία, θα εξετάσω κατ’ αρχάς την έννοια της παρουσιάσεως (υπό 1), προτού αναλύσω την έννοια του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση (υπό 2).

1.      Επί της εννοίας της παρουσιάσεως

161. Όπως προελέχθη (44), παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 υπάρχει στην περίπτωση που πραγματοποιείται άμεση ή έμμεση μετάδοση των ήχων φωνογραφήματος ή της εκτελέσεως ήχων με άλλον τρόπο πέραν της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, τούτο δε περιλαμβάνει και την παροχή της δυνατότητας ακροάσεως των ενσωματωμένων σε φωνογράφημα ήχων ή των εκτελέσεων ήχων. Συνεπώς, κρίσιμο δεν είναι το εάν παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως των ενσωματωμένων στο φωνογράφημα ήχων (45).

162. Συνεπώς, φρονώ ότι σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση στην οποία η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα θέτει στη διάθεση των πελατών τόσο τα μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου όσο και τα συναφή φωνογραφήματα συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη παρουσιάσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

163. Στη συνάφεια αυτή, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αρχήν πιο διασταλτικά από ό,τι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Κατά την Επιτροπή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να προβλέψει υψηλότερου επιπέδου προστασία για τα δικαιώματα του δημιουργού από ό,τι για τα συγγενικά δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και ότι, ως εκ τούτου, αντιβαίνει στο σύστημα αυτό η αναγνώριση ευρύτερων δικαιωμάτων, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες από ό,τι στους δημιουργούς βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να συνεκτιμηθούν οι αιτιολογικές σκέψεις είκοσι τρία και είκοσι επτά της οδηγίας 2001/29.

164. Ωστόσο, εν προκειμένω, η εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 δεν εμποδίζει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για παρουσίαση. Πράγματι, αυτή η αιτιολογική σκέψη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπα, τα οποία παρέχουν συσκευές αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου, χωρίς ταυτόχρονα να έχουν τον έλεγχο επί της προσβάσεως στα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού έργα, δεν προβαίνουν με τον τρόπο αυτόν σε παρουσίαση στο κοινό. Τούτο συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση που πωλούνται ή εκμισθώνονται συσκευές τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου ή στην περίπτωση που ένας πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου παρέχει απλώς πρόσβαση στο διαδίκτυο. Πάντως, εν προκειμένω, η ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα δεν περιορίζεται απλώς στην παροχή συσκευών αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου. Αντιθέτως, θέτει στη διάθεση των πελατών του ξενοδοχείου, στοχευμένα, και φωνογραφήματα και, ως εκ τούτου, τους παρέχει απευθείας πρόσβαση σε ήχους που είναι αποθηκευμένοι στα φωνογραφήματα.

165. Εν κατακλείδι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία θέτει στη διάθεση των πελατών της όχι μόνον τις συσκευές αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου, αλλά και τα αντίστοιχα φωνογραφήματα, παρέχει πρόσβαση στα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού έργα τα οποία είναι ενσωματωμένα στα φωνογραφήματα, καθώς και τη δυνατότητα ακροάσεως των φωνογραφημάτων και ότι, ως εκ τούτου, υπάρχει παρουσίαση στο κοινό τόσο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 όσο και κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

2.      Επί της εννοίας του κοινού

166. Όπως προελέχθη (46), οι έννοιες του κοινού στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθούν κατ’ αρχήν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ούτως ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή των κριτηρίων που έχει επεξεργαστεί το Δικαστήριο με την απόφασή του SGAE κατά Rafael Hoteles.

167. Ακόμη και στην περίπτωση της παραχωρήσεως συσκευών αναπαραγωγής ήχου και φωνογραφημάτων σε υλική ή ψηφιακή μορφή τα φωνογραφήματα παρέχονται σε ένα νέο κοινό, πράγμα το οποίο, σε περίπτωση ταχείας εναλλαγής των πελατών του ξενοδοχείου, λειτουργεί αθροιστικά και, ως εκ τούτου, έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει ιδιαιτέρας σημασίας διάθεση.

168. Κατά τα λοιπά, τα πραγματικά περιστατικά είναι παρεμφερή με αυτά της ανωτέρω αποφάσεως, διότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία εν απολύτω επιγνώσει των συνεπειών της συμπεριφοράς της, παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση στα προστατευόμενα έργα, έχει ως σκοπό να ψυχαγωγήσει έναν ευρύ κύκλο προσώπων. Περαιτέρω, και στην υπό κρίση υπόθεση, η παροχή προσβάσεως στα έργα συνιστά επιπλέον υπηρεσία που παρέχεται για την άντληση συγκεκριμένου οφέλους και η οποία, ως εκ τούτου, ενδέχεται να επηρεάζει το ύψος των τιμών των δωματίων.

169. Ως επιχείρημα κατά της παραδοχής περί υπάρξεως παρουσιάσεως στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν μπορεί να προβληθεί ούτε η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29.

170. Πρώτον, με αυτήν την αιτιολογική σκέψη σκοπείται απλώς να διευκρινιστεί ότι απευθείας εκτελέσεις και αναπαραστάσεις του έργου δεν πρέπει να εμπίπτουν στην έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (47). Εν προκειμένω, δεν υπάρχει απευθείας εκτέλεση ή αναπαράσταση ενός έργου.

171. Δεύτερον, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να μεταφερθεί άνευ ετέρου επί της παρουσιάσεως ενός φωνογραφήματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Πράγματι, η έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένης υπόψη της ειδικής συνάφειας της εν λόγω διατάξεως και, ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 15 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Βάσει των διατάξεων αυτών, παρουσίαση φωνογραφημάτων υπάρχει στην περίπτωση που παρέχεται η δυνατότητα δημόσιας ακροάσεως ήχων που είναι ενσωματωμένοι σε φωνογράφημα. Σκοπός των συμβαλλομένων μερών στη συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα ήταν να διευκρινίσουν με τον ορισμό αυτόν ότι υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα και στην περίπτωση που η παρουσίαση του φωνογραφήματος πραγματοποιείται ενώπιον κοινού το οποίο είναι παρόν στον τόπο της παρουσιάσεως του φωνογραφήματος (48).

172. Για μια ενδελεχέστερη ανάλυση της σημασίας της εικοστής τρίτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29 για την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 παραπέμπω στα σημεία 90 έως 109, καθώς και 114 έως 125 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C‑135/10, SCF.

173. Συνεπώς, εν προκειμένω υφίσταται και παρουσίαση σε κοινό.

3.      Επί της εννοίας του χρήστη

174. Όπως προελέχθη (49), οποιοσδήποτε ο οποίος προβαίνει σε παρουσίαση των φωνογραφημάτων σε κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να θεωρείται ως χρήστης κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

4.      Συμπέρασμα

175. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία θέτει στη διάθεση των πελατών, εντός των δωματίων της, συσκευές αναπαραγωγής ήχου για φωνογραφήματα, καθώς και τα αντίστοιχα φωνογραφήματα σε υλική ή ψηφιακή μορφή, χρησιμοποιεί τα φωνογραφήματα αυτά για παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 και, ως εκ τούτου, πρέπει να καταβάλει εύλογη αμοιβή για τον λόγο αυτόν βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

X –    Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

176. Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν, στην περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο τέταρτο ερώτημα, επιτρέπεται στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας 2006/115, να απαλλάσσουν τις ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες από την υποχρέωση καταβολής «εύλογης και ενιαίας αμοιβής», εκ του λόγου ότι πρόκειται για «ιδιωτική χρήση» κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115.

 Α —      Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

177. Η ενάγουσα της κύριας δίκης φρονεί ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση για τους ίδιους λόγους που παρατέθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος. Κατά την Ιρλανδική και την Ελληνική Κυβέρνηση, στο ερώτημα αυτό προσήκει καταφατική απάντηση. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι υπάρχει ιδιωτική χρήση εν προκειμένω. Η Ελληνική Κυβέρνηση παραπέμπει στα επιχειρήματα τα οποία ανέπτυξε στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος. Κατά την Επιτροπή, λόγω της απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα παρέλκει η εξέταση αυτού του τελευταίου ερωτήματος.

 Β —      Νομική εκτίμηση

178. Στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Όπως προελέχθη στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος, στην περίπτωση που η χρήση έχει τη μορφή παρουσιάσεως στο κοινό δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο περιορισμός που ισχύει για την ιδιωτική χρήση τον οποίον προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115.

XI – Πρόταση

179. Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής επί των προδικαστικών ερωτημάτων:

«1)      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα της διανοίας (κωδικοποίηση), ήτοι της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα της διανοίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα ή μια πανσιόν, η οποία τοποθετεί εντός των δωματίων συσκευές τηλεοράσεως και/ή ραδιοφώνου, στις οποίες διανέμει ραδιοτηλεοπτικό σήμα, κάνει χρήση των φωνογραφημάτων που ακούγονται στις εκπομπές προκειμένου να προβεί σε έμμεση παρουσίαση στο κοινό.

2)      Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας 2006/115, ήτοι της οδηγίας 92/100, να προβλέψουν ότι υπάρχει αξίωση έναντι των ξενοδοχειακών επιχειρηματικών μονάδων ή των πανσιόν προς καταβολή εύλογης αμοιβής και στην περίπτωση που ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας έχει ήδη καταβάλει εύλογη αμοιβή για τη χρήση των φωνογραφημάτων στις εκπομπές του.

3)      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, ήτοι της οδηγίας 92/100, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, η οποία θέτει στη διάθεση των πελατών, εντός των δωματίων της, συσκευές αναπαραγωγής φωνογραφημάτων, πλην των συσκευών τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου, καθώς και τα συναφή φωνογραφήματα υπό υλική ή ψηφιακή μορφή, τα οποία μπορούν μέσω της συσκευής αυτής να αναπαραχθούν ή να ακουστούν, κάνει χρήση των φωνογραφημάτων αυτών προκειμένου να προβεί σε παρουσίαση στο κοινό.

4)      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2006/115, ήτοι της οδηγίας 92/100, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα ή μια πανσιόν, η οποία χρησιμοποιεί φωνογράφημα για παρουσίαση στο κοινό, δεν προβαίνει σε ιδιωτική χρήση του φωνογραφήματος αυτού, καθώς και ότι τυχόν εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν είναι δυνατή ούτε στην περίπτωση κατά την οποία η χρήση από τον πελάτη εντός του δωματίου του έχει ιδιωτικό χαρακτήρα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 346, σ. 61.


3 –      ΕΕ L 376, σ. 28.


4 –      Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05, SGAE κατά Rafael Hoteles (Συλλογή 2006, σ. I‑11519).


5 –      ΕΕ L 167, σ. 10.


6 –      Η υποσημείωση αυτή δεν αφορά την ελληνική μετάφραση.


7 –      Βλ. απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (ΕΕ L 89, σ. 6).


8 –      Βάσει των όρων που χρησιμοποιούνται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η έννοια «δίκαιο της Ένωσης» χρησιμοποιείται προκειμένου να υποδηλώσει τόσο το κοινοτικό δίκαιο όσο και το δίκαιο της Ένωσης. Στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, οσάκις κρίσιμες είναι οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, θα παραπέμπω στις ratione temporis ισχύουσες διατάξεις.


9 –      Αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, C‑6/90 και C‑9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I‑5357, σκέψη 35), της 5ης Μαρτίου 1996, C‑46/93 και C‑48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame (Συλλογή 1996, σ. I‑1029, σκέψη 31), και της 9ης Δεκεμβρίου 2010, C‑568/08, Combinatie Spijker Infrabouw κατά De Jonge Konstruktie κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I‑12655, σκέψη 87).


10 –      ΕΕ L 372, σ. 12.


11 –      Απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑245/00, SENA (Συλλογή 2003, σ. I‑1251).


12 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


13 –      Όπ.π., σκέψη 36.


14 –      Όπ.π., σκέψη 36.


15 –      Όπ.π., σκέψη 37. Συναφώς, παρέπεμψε κατ’ αρχάς στην απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, C‑89/04, Mediakabel (Συλλογή 2005, σ. I-4891, σκέψη 30), με την οποία ερμήνευσε, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), την έννοια της λήψεως μιας τηλεοπτικής εκπομπής από το κοινό υπό την έννοια ότι με τον όρο αυτόν νοείται ένας ακαθόριστος αριθμός δυνητικών τηλεθεατών. Περαιτέρω, παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2005, C‑192/04, Lagardère Active Broadcast (Συλλογή 2005, σ. I‑7199, σκέψη 31) στην οποία ερμήνευσε, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ L 248, σ. 15), την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό μέσω δορυφόρου αποφαινόμενο ότι με τον όρο αυτόν νοείται ένας ακαθόριστος αριθμός εν δυνάμει ακροατών.


16 –      Όπ.π., σκέψεις 38 επ.


17 –      Όπ.π., σκέψη 40.


18 –      Όπ.π., σκέψη 41.


19 –      Όπ.π., σκέψη 42.


20 –      Όπ.π., σκέψη 43.


21 –      Όπ.π., σκέψη 44.


22 –      Όπ.π., σκέψεις 45 επ.


23 –      Όπ.π., σκέψη 31.


24 –      Απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑245/00, SENA (Συλλογή 2003, σ. I‑1251, σκέψη 34).


25 –      Όπ.π., σκέψεις 34 έως 38.


26 –      Αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52), SGAE κατά Rafael Hoteles (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 35). Βλ., συναφώς, Rosenkranz, F., «Die völkerrechtliche Auslegung des EG-Sekundärrechts dargestellt am Beispiel der Urheberrechts», Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht, 2007, σ. 238 επ., 239 επ.


27 –      Βλ. σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.


28 – Reinbothe, J., Lewinski, S., The E.C. Directive on Rental and Lending Rights and on Piracy, Sweet & Maxwell, 1993, σ. 97.


29 –      Το άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης προβλέπει μια τέτοια αξίωση μόνο για τις άμεσες μεταδόσεις. Τα συμβαλλόμενα μέρη της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα υπερέβησαν, εν επιγνώσει τους, ως προς το σημείο αυτό τα όσα ορίζει η σύμβαση της Ρώμης.


30 –      Βλ., στη συνάφεια αυτή, το σημείο 67 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 13ης Ιουλίου 2006 επί της υποθέσεως Rafael Hoteles (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4), καθώς και το σημείο 22 των προτάσεων του A. La Pergola της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 επί της υποθέσεως C‑293/98, Egeda (Συλλογή 2000, σ. I‑629).


31 –      Απόφαση SGAE κατά Rafael Hoteles (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 45 επ.).


32 –      Στο σημείο αυτό παραπέμπω στα σημεία 90 έως 109, καθώς και στα σημεία 114 έως 125 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C‑135/10, SCF, στα οποία εξετάζω αυτό το νομικό ζήτημα.


33 –      Βλ. τα σημεία 66 έως 75 των παρουσών προτάσεων.


34 –      Στην ίδια κατεύθυνση και οι Walter, M., Lewinsky, S., EuropeanCopyrightLaw, Oxford University Press, 2010, σ. 989.


35 – ΠΟΔΙ, WIPO Intellectual Property Handbook, 2004, σ. 318.


36 –      Για μια ανάλυση των ζητημάτων που σχετίζονται με τον τρόπο ερμηνείας της εννοίας του κοινού στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 σε περίπτωση που υπάρχει συσκευή λήψεως, καθώς και με το κατά πόσον η ερμηνεία αυτή μπορεί να μεταφερθεί στην έννοια του κοινού του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, βλ. τα σημεία 114 έως 125 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C‑135/10, SCF.


37 –      Για περισσότερες λεπτομέρειες παραπέμπω στα σημεία 128 έως 135 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C‑135/10, SCF στις οποίες αναλύω αυτό το νομικό ζήτημα.


38 –      Βλ. σημείο 127 των παρουσών προτάσεων.


39 –      Βλ. σημείο 78 των παρουσών προτάσεων.


40 –      Βλ. Mahr, F. E., «Die öffentliche Wiedergabe von Rundfunksendung im Hotelzimmer», MedienundRecht, 2006, σ. 372 επ., σ. 376, ο οποίος τονίζει ότι κρίσιμος δεν είναι ο τόπος της παρουσιάσεως, αλλά η πράξη της εκμεταλλεύσεως. Συγκεκριμένα, ο ιδιωτικός χαρακτήρας του τόπου εξαρτάται από τις τεχνικές συγκυρίες της συγκεκριμένης περιπτώσεως.


41 –      Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και σε σχέση με τα συναφή εννοιολογικά ζεύγη του διεθνούς δικαίου, βλ. Ricketson, S., Ginsburg, J., InternationalCopyrightandNeighbouringRights, Τόμος I, Οξφόρδη, 2η έκδοση, 2006, πλαγιάριθμος 12.02, σε σχέση πάντως με τη σύμβαση της Βέρνης.


42 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 50 έως 54.


43 –      Βλ. σημεία 78 επ. των παρουσών προτάσεων.


44 –      Βλ. σημεία 85 έως 89 των παρουσών προτάσεων.


45 –      Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.


46 –      Βλ. σημεία 94 έως 110 των παρουσών προτάσεων.


47 –      Βλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (SEC/2000/1734 τελικό).


48 – Lewinsky, S., International Copyright and Policy, Oxford University Press, 2008, σ. 481.


49 –      Βλ. σημεία 114 έως 117 των παρουσών προτάσεων.