Language of document : ECLI:EU:C:2003:311

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

F. G. JACOBS

της 22ας Μα.ου 2003 (1)

Υπόθεση C-148/02

Carlos Garcia Avello

κατά

Βελγικού Δημοσίου

«Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως - Μεταβίβαση επωνύμου - Τέκνα υπηκόων κρατών μελών - Διπλή ιθαγένεια»

1.
    Η παρούσα υπόθεση αφορά το επώνυμο που φέρουν γεννημένα στο Βέλγιο τέκνα ενός εγγάμου ζεύγους κατοικούντος στη χώρα αυτή. Ο πατέρας είναι Ισπανός υπήκοος, η μητέρα Βελγίδα και τα τέκνα έχουν διπλή ιθαγένεια.

2.
    Στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς τους, τα τέκνα ενεγράφησαν στα μητρώα του Βελγίου με το διπλό επώνυμο του πατέρα τους, Garcia Avello, το οποίο συνίσταται, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία και παράδοση, στο πρώτο μέρος του επωνύμου του δικού του πατέρα και στο πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας του.

3.
    Κατόπιν αυτού, οι γονείς υπέβαλαν στις βελγικές αρχές αίτηση μεταβολής του επωνύμου των τέκνων τους σε Garcia Weber, ώστε να ανταποκρίνεται στην ισπανική πρακτική και να περιλαμβάνει το πρώτο μέρος του επωνύμου του πατέρα τους, ακολουθούμενο από το πρώτο μέρος του (πατρικού) επωνύμου της μητέρας τους. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως αντίθετη προς τη βελγική πρακτική.

4.
    Το βελγικό Conseil d'État (Συμβούλιο Επικρατείας) διερωτάται αν αυτή η απορριπτική απόφαση αντιβαίνει στις αρχές του κοινοτικού δικαίου περί υπηκοότητας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηκόων.

Συστήματα καθορισμού επωνύμου

5.
    Στην Ευρώπη, τα πρόσωπα φέρουν ονόματα δύο κατηγοριών (2). Πρόκειται για τα μικρά ονόματα, τα οποία θεωρούνται (όσο κοινά και αν είναι) ως προσωπικά και ιδιαίτερα για τον καθένα στοιχεία εξατομικεύσεως, και για τα επώνυμα (ο όρος χρησιμοποιείται υπό ευρεία έννοια), που σχεδόν πάντα εξατομικεύουν ένα πρόσωπο σε σχέση με τα μέλη της οικογένειάς του/της ή τους κατιόντες του/της και, για τον λόγο αυτό, θεωρούνται συχνά ουσιώδες στοιχείο του αναφαίρετου δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας. Πέραν όμως της γενικής αυτής κατηγοριοποιήσεως, υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις.

6.
    Η έννοια του ονόματος εμφανίζει διαφορές και δυσχέρειες. Στα ολλανδικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, για παράδειγμα, με τον γενικό όρο «όνομα» αποδίδεται το επώνυμο, κατ' αντιδιαστολή προς το μικρό όνομα. Αυτό όμως δεν εξυπηρετεί τους Ούγγρους πολίτες, συντόμως υπηκόους της Ενώσεως, οι οποίοι τοποθετούν το επώνυμο πριν από το μικρό όνομα (3). Στα ιταλικά και τα ισπανικά (και σε μεγάλο βαθμό στα αγγλικά), ο γενικός όρος «όνομα» αποδίδει την έννοια του μικρού ονόματος, για το δε επώνυμο χρησιμοποιείται άλλος όρος. Η χρησιμοποίηση της έννοιας οικογενειακό όνομα μπορεί να αποβεί παραπλανητική, καθόσον όλα τα μέλη της ίδιας οικογένειας δεν φέρουν κατ' ανάγκη το ίδιο επώνυμο. Για παράδειγμα, στην Ισλανδία (η οποία δεν είναι κράτος μέλος της Ενώσεως αλλά ανήκει στον ΕΟΧ), οι περισσότεροι πολίτες φέρουν μικρό όνομα και ένα ενδεικτικό στοιχείο από το οποίο προκύπτει ότι πρόκειται περί του υιού ή της θυγατέρας του πατέρα τους (ή της μητέρας τους), οι οποίοι επίσης φέρουν απλώς ένα μικρό όνομα (4). Ο όρος «πατρωνυμικό» δεν είναι απαραίτητα εύστοχος: ένα επώνυμο μπορεί να είναι «μητρωνυμικό», είναι δε σκόπιμη, στην παρούσα υπόθεση, η επισήμανση ότι στην Ισπανία τα τέκνα δεν φέρουν το ίδιο επώνυμο με κανέναν από τους γονείς τους, αλλά κάθε γενεά δημιουργεί νέο επώνυμο ενώνοντας μέρη του επωνύμου κάθε γονέα.

7.
    Για να εκτιμηθεί η σπουδαιότητα της παρούσας υποθέσεως, είναι χρήσιμο να εξεταστούν εν συντομία οι διάφοροι κανόνες που ισχύουν στα κράτη μέλη και διέπουν τους τρόπους καθορισμού επωνύμου και τους τρόπους μεταβολής του. Προκειμένου να απλουστευθεί η εξέταση της υποθέσεως, θα εμμείνω στο ζήτημα που αφορά η κύρια δίκη, δηλαδή στο ζήτημα του επωνύμου που δίδεται σε τέκνο εγγάμου ζεύγους. Η κατάσταση δύναται να διαφέρει σε άλλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, όταν δεν υφίσταται γάμος μεταξύ των γονέων κατά τη γέννηση του τέκνου, όταν το επώνυμο ενός γονέα μεταβάλλεται σε μεταγενέστερο στάδιο κατόπιν γάμου, διαζυγίου και/ή νέου γάμου, ή όταν το τέκνο είναι θετό.

Εφαρμοστέα νομοθεσία

8.
    Σε περίπτωση συγκρούσεως των νομικών συστημάτων που διέπουν το επώνυμο προσώπων, στην πλειονότητα των κρατών μελών δίδεται προτεραιότητα στο δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας του ενδιαφερομένου, ως δίκαιο διέπον την προσωπική κατάσταση. Η Δανία και η Φινλανδία ωστόσο εφαρμόζουν τη νομοθεσία τους στα πρόσωπα που κατοικούν στην επικράτειά τους· στη Σουηδία, η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται σε όλους τους πολίτες των βορείων χωρών που κατοικούν στο κράτος αυτό, ενώ σε όλους τους άλλους πολίτες εφαρμόζεται το δίκαιο της ιθαγένειάς τους (5). Στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υφίσταται ειδικός κανόνας διέπων τις συγκρούσεις νομοθεσιών· η ύπαρξη τέτοιου κανόνα δεν είναι αναγκαία, καθόσον η νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να καταστεί δυνατός ο καθορισμός ή η χρήση επωνύμου σύμφωνα με οποιοδήποτε σύστημα.

9.
    Στο Βέλγιο, όταν ο ενδιαφερόμενος έχει, πλην της βελγικής, και άλλη ιθαγένεια, κατισχύει το βελγικό δίκαιο. Το ισπανικό δίκαιο υιοθετεί την ίδια λύση, mutatis mutandis (6), οπότε στην παρούσα υπόθεση το βελγικό δίκαιο κατισχύει στο Βέλγιο και το ισπανικό δίκαιο στην Ισπανία.

Καθορισμός του επωνύμου τέκνου

10.
    Στα περισσότερα κράτη μέλη, τα τέκνα φέρουν πράγματι το ίδιο επώνυμο με τον πατέρα τους, διαφέρει ωστόσο ο βαθμός στον οποίο η πρακτική αυτή υπαγορεύεται από τον νόμο ή από την παράδοση κάθε κράτους.

11.
    Στην Ιταλία, ένα τέκνο έγγαμου ζεύγους πρέπει πάντα να φέρει το επώνυμο του πατέρα, μολονότι ο κανόνας αυτός απορρέει μάλλον από τα ήθη και όχι από το γραπτό δίκαιο, υπάρχει δε πρόταση νόμου σκοπούσα στο να καταστεί πιο ευέλικτη η εν λόγω πρακτική. Στα περισσότερα κράτη μέλη, οι γονείς διαθέτουν σε ορισμένο βαθμό περιθώριο επιλογής, η τελική επιλογή όμως συνήθως περιορίζεται στα επώνυμα των γονέων.

12.
    .νας γενικός κανόνας προβλέπει, κατ' ουσίαν, ότι, αν οι γονείς φέρουν το ίδιο επώνυμο (συνήθως το επώνυμο ενός από τους συζύγους), τότε το τέκνο θα φέρει το ίδιο αυτό επώνυμο, αλλά, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούν να επιλέξουν για το τέκνο είτε το επώνυμο του πατέρα είτε το επώνυμο της μητέρας. .νας άλλος κανόνας που έχει εφαρμογή σε πολλά κράτη μέλη προβλέπει ότι όλα τα τέκνα ενός ζεύγους πρέπει να φέρουν το ίδιο επώνυμο, οπότε, στην πραγματικότητα, επιλογή υφίσταται μόνο για το πρωτότοκο τέκνο.

13.
    Η δυνατότητα συνδυασμού των επωνύμων των δύο γονέων για τον σχηματισμό του επωνύμου του τέκνου αποτελεί αντικείμενο αντιφατικών κανόνων στα διάφορα κράτη μέλη. Σε ορισμένα κράτη προβλέπεται σχετική ειδική ρύθμιση ή ακόμη και σχετική υποχρέωση, σε άλλα δε σχετική ειδική απαγόρευση. Στη Δανία είναι δυνατή η ένωση των δύο επωνύμων με παύλα, όχι όμως ο συνδυασμός τους χωρίς παύλα (7). Στην Πορτογαλία ο κανόνας είναι πολύ ελαστικότερος: το τέκνο μπορεί να φέρει επώνυμο το οποίο συντίθεται κατά ανώτατο όριο από τέσσερα στοιχεία, επιλεγόμενα μεταξύ των επωνύμων ενός από τους δύο γονείς ή αμφοτέρων, ακόμη και μεταξύ των επωνύμων ενός ή περισσοτέρων από τους ανιόντες, μολονότι η γενική πρακτική σχηματισμού των επωνύμων ανταποκρίνεται στο ισπανικό σύστημα (συγκεκριμένα, κατά το μέρος που το επώνυμο της μητέρας και του πατέρα είναι αντεστραμμένα).

14.
    Η μεγαλύτερη στην Ευρωπαϊκή .νωση ελευθερία επιλογής παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου (όπως και σε άλλες χώρες του κόσμου όπου ισχύει σύστημα κοινού δικαίου) δεν προβλέπεται κανόνας δικαίου για τον καθορισμό του επωνύμου των τέκνων. Κατά συνέπεια, κατά την κατάρτιση ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως, οι γονείς μπορούν θεωρητικώς να επιλέξουν οποιοδήποτε επώνυμο επιθυμούν, ακόμη και αν, στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής, το επώνυμο του πατέρα κατεξοχήν υπερισχύει.

15.
    Στο Βέλγιο ο κανόνας που καθιερώνει το άρθρο 335 του Αστικού Κώδικα προβλέπει κατ' ουσίαν ότι ένα τέκνο φέρει μόνον το επώνυμο του πατέρα, εκτός αν δεν αποδεικνύεται η πατρότητα ή ο πατέρας έχει άλλη σύζυγο πλην της μητέρας· σε αμφότερες τις περιπτώσεις το τέκνο φέρει το επώνυμο της μητέρας.

16.
    Ορισμένες προτάσεις τροποποιήσεως της νομοθεσίας υποβλήθηκαν ενώπιον του Βελγικού Κοινοβουλίου. Αν οι προτάσεις αυτές γίνονταν δεκτές, θα αυξανόταν η ελευθερία επιλογής επωνύμου ενδεχομένως και μέσω της δυνατότητας εφαρμογής αρχών αντίστοιχων με αυτές που εφαρμόζονται στην Ισπανία. Ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Βελγικής Κυβερνήσεως τόνισε ότι οι εν λόγω προτάσεις υποβλήθηκαν με πρωτοβουλία συγκεκριμένων εκπροσώπων και όχι της Κυβερνήσεως και ότι η εξέτασή τους αναβλήθηκε sine die λόγω των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών.

17.
    Στην Ισπανία οι κρίσιμες διατάξεις περιέχονται κυρίως στα άρθρα 108 και 109 του Αστικού Κώδικα. .πως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τον γενικό και παραδοσιακό κανόνα, κάθε τέκνο εγγάμου ζεύγους φέρει διπλό επώνυμο, αποτελούμενο από το πρώτο μέρος του επωνύμου του πατέρα και από το πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας.

18.
    Το 1999 το άρθρο 109 του ισπανικού Αστικού Κώδικα τροποποιήθηκε προκειμένου να καταστεί δυνατό για τους γονείς να δίδουν στα τέκνα τους, πριν από τη γέννηση του πρώτου τέκνου, επώνυμο αποτελούμενο από τα εν λόγω στοιχεία, αλλά με αντίστροφη σειρά, να προηγείται δηλαδή το πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας.

Η μεταβολή επωνύμου

19.
    .πως συμβαίνει στην περίπτωση καθορισμού επωνύμου, υφίστανται μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα πρόσωπο μπορεί να αποκτήσει ή να χρησιμοποιήσει άλλο επώνυμο πλην αυτού που αναγράφεται στο πιστοποιητικό γεννήσεώς του. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεσμεύεται διά βίου από το επώνυμό του, τόσο από νομικής απόψεως όσο και στην κοινωνική πρακτική (με εξαίρεση τις μεταβολές που επέρχονται λόγω συστάσεως και/ή λύσεως γάμου). Προβλέπονται, ωστόσο, εξαιρέσεις από αυτή τη γενική αρχή.

20.
    .πως προαναφέρθηκε, μεγαλύτερη ευελιξία στο εν λόγω ζήτημα παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου απλώς προβλέπεται η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως διαφορετικού επωνύμου στην καθημερινή ζωή, χωρίς να απαιτείται καμία τυπική διαδικασία, ή η επίσημη μεταβολή επωνύμου με «deed poll» (μονομερή δικαιοπραξία) ή με «statutory declaration» (επίσημη δήλωση), διαδικασία για την οποία δεν απαιτείται εν γένει σχετική έγκριση. Στα περισσότερα από τα λοιπά κράτη μέλη, ωστόσο, η επίσημη μεταβολή επωνύμου προϋποθέτει έγκριση των αρχών και πρέπει να στηρίζεται σε εύλογη αιτία.

21.
    Στο Βέλγιο η μεταβολή επωνύμου επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αποδεικνύεται ότι οι λόγοι για τους οποίους ζητείται είναι σοβαροί (8). Στους λόγους αυτούς συγκαταλέγεται το ενδεχόμενο το πραγματικό επώνυμο να είναι κακόηχο ή να πρόκειται για ξενικό επώνυμο που περιπλέκει την ένταξη του προσώπου που το φέρει στη βελγική κοινωνία. Σοβαρός λόγος θεωρείται η κατάσταση κατά την οποία τα τέκνα των ίδιων γονέων φέρουν διαφορετικά επώνυμα, διότι το ένα καθορίστηκε σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο και το άλλο σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο. Στην Ισπανία οι σχετικές αιτήσεις πρέπει επίσης να στηρίζονται σε εύλογη αιτία. Σε αμφότερες τις χώρες αυτές, η δυνατότητα αιτήσεως μεταβολής επωνύμου περιορίζεται στους υπηκόους του οικείου κράτους.

22.
    Σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Γαλλία, μολονότι οι διατάξεις που διέπουν τη μεταβολή επωνύμου στα ληξιαρχικά βιβλία είναι αυστηρές, είναι δυνατή και θεμιτή η χρήση ψευδωνύμων ή φανταστικών ονομάτων στην καθημερινή ζωή και ακόμη και σε ορισμένα επίσημα έγγραφα. Τα ονόματα αυτά είναι αμιγώς προσωπικά και δεν μπορούν να μεταφερθούν στους κατιόντες. Αυτή η δυνατότητα δεν ισχύει πάντως στο Βέλγιο.

Οι κρίσιμες διατάξεις της Συνθήκης

23.
    Οι κύριες διατάξεις της Συνθήκης στις οποίες έγινε αναφορά εν προκειμένω είναι τα άρθρα 17 ΕΚ και 18 ΕΚ (9), που ορίζουν τα εξής:

«.ρθρο 17

    

1.    Θεσπίζεται ιθαγένεια της .νωσης. Πολίτης της .νωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της .νωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια (10).

2.    Οι πολίτες της .νωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη.

.ρθρο 18

1.    Κάθε πολίτης της .νωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.

[...]»

24.
    .πως επισήμανε ειδικώς η Επιτροπή, το άρθρο 12 ΕΚ μπορεί επίσης να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω. Το πρώτο εδάφιό του έχει ως εξής:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.»

25.
    .γινε επίσης αναφορά στα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ. Το άρθρο 39 ΕΚ εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και το άρθρο 43 ΕΚ απαγορεύει τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Περιορισμοί των εν λόγω ελευθεριών μπορούν ωστόσο να δικαιολογηθούν για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας (άρθρα 39, παράγραφος 3, ΕΚ και 46, παράγραφος 1, ΕΚ).

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών

26.
    Στο πλαίσιο της διαδικασίας παρατέθηκε το άρθρο 8 της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο έχει ως εξής:

«1.    Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

2.    Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

27.
    Σε πολλές υποθέσεις και ιδίως στις υποθέσεις Burghartz και Stjerna, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, μολονότι το άρθρο 8 της οικείας Συμβάσεως δεν αφορά ρητώς το ζήτημα του επωνύμου, το ζήτημα αυτό συνδέεται με την προσωπική και οικογενειακή ζωή των προσώπων, δεδομένου ότι αποτελεί μέσο εξατομικεύσεώς τους και άπτεται οικογενειακών δεσμών (11).

.λλες διεθνείς διατάξεις

28.
    Η κατάσταση που ήγειρε το πρόβλημα της προκειμένης υποθέσεως δεν είναι πρωτοφανής (αντιθέτως, η συχνότητα κατά την οποία παρατηρούνται ανάλογες καταστάσεις αυξάνεται διαρκώς), πραγματοποιήθηκαν δε επανειλημμένες προσπάθειες αντιμετωπίσεώς της στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών αφορωσών κανόνες περί συγκρούσεως νόμων.

29.
    Το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Καταστάσεως (ΔΕΠΚ) για την εφαρμοστέα νομοθεσία σε θέματα επωνύμων και ονομάτων ορίζει τα εξής (12):

«1.    Τα επώνυμα και τα ονόματα καθορίζονται από το κράτος του οποίου υπήκοος είναι ο ενδιαφερόμενος. Προς τούτο, οι σχετικές με επώνυμα και ονόματα καταστάσεις ρυθμίζονται από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους.

2.    Σε περίπτωση μεταβολής ιθαγένειας, εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους της νέας ιθαγένειας.»

30.
    Σύμφωνα με το άρθρο 2, η νομοθεσία που υποδεικνύει η σύμβαση εφαρμόζεται ακόμη και αν πρόκειται περί της νομοθεσίας μη συμβαλλόμενου κράτους και, βάσει του άρθρου 4, η εφαρμογή του νόμου αυτού μπορεί να αποκλειστεί μόνον αν είναι προδήλως ασυμβίβαστη προς τη δημόσια τάξη.

31.
    Η σύμβαση αυτή δεν καλύπτει τις περιπτώσεις διπλής ιθαγένειας. Η επεξηγηματική έκθεση επισημαίνει το πρόβλημα, εξηγεί όμως ότι έχει αποφασισθεί ότι «το ζήτημα των επωνύμων ήταν τόσο περιορισμένο ώστε δεν κατέστη δυνατή η θέσπιση σχετικού κανόνα».

32.
    Το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Χάγης όσον αφορά τη ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αναφορικά με την ιθαγένεια (13) προβλέπει ότι ένα πρόσωπο με διπλή ή πολλαπλή ιθαγένεια μπορεί να θεωρηθεί από καθένα από τα κράτη των οποίων έχει την ιθαγένεια ως υπήκοός του. Μολονότι η Ισπανία δεν έχει κυρώσει τη σύμβαση, τόσο το Βέλγιο όσο και η Ισπανία ακολουθούν την πρακτική αυτή όσον αφορά την επιλογή της νομοθεσίας βάσει της οποίας θα δοθεί επώνυμο σε τέκνο με πολλαπλή ιθαγένεια, ήτοι με τη βελγική ή την ισπανική ιθαγένεια, ανάλογα με την περίπτωση, και μία ή περισσότερες άλλες ιθαγένειες (14).

33.
    Το πρόβλημα που ανακύπτει στην παρούσα υπόθεση απασχόλησε σε διαφορετικό επίπεδο και μια άλλη Σύμβαση ΔΕΠΚ σχετική με τη χορήγηση πιστοποιητικού διαφορετικών επωνύμων (15), της οποίας το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:

«1.    Το πιστοποιητικό διαφορετικών επωνύμων που καθιερώνει η παρούσα Σύμβαση σκοπεί στη διευκόλυνση της αποδείξεως της ταυτότητας των προσώπων που, λόγω των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών ορισμένων κρατών, όσον αφορά ειδικότερα τον γάμο, τη συγγένεια ή την υιοθεσία, δεν φέρουν ένα και το ίδιο επώνυμο.

2.    Μοναδικός σκοπός του εν λόγω πιστοποιητικού είναι να βεβαιώσει ότι τα διαφορετικά επώνυμα που αναφέρει αφορούν, σύμφωνα με τις διάφορες νομοθεσίες, το ίδιο πρόσωπο. Η χρήση του πιστοποιητικού δεν πρέπει να αντιβαίνει σε έννομες διατάξεις διέπουσες τη χορήγηση επωνύμου.»

34.
    Σύμφωνα με το άρθρο 2, ένα τέτοιο πιστοποιητικό «πρέπει, κατόπιν προσκομίσεως σχετικών εγγράφων, να χορηγείται σε κάθε ενδιαφερόμενο, είτε από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου κράτους του οποίου είναι υπήκοος είτε από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία του οποίου καθορίστηκε». Το άρθρο 3 προβλέπει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό γίνεται δεκτό σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος «ως τεκμήριο, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, της ακρίβειας των στοιχείων που αφορούν τα διαφορετικά επώνυμα του οικείου προσώπου».

35.
    Αμφότερες οι προαναφερθείσες συμβάσεις της ΔΕΠΚ υπεγράφησαν από πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συμπεριλαμβανομένων του Βελγίου και της Ισπανίας. Ενώ όμως η Ισπανία έχει επίσης κυρώσει τις δύο συμβάσεις, οι οποίες ισχύουν στις σχέσεις της με τα λοιπά συμβαλλόμενα κράτη που τις έχουν επίσης κυρώσει, δεν ισχύει το ίδιο για το Βέλγιο (16).

36.
    Τέλος, μπορεί να γίνει αναφορά και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού (17). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής: «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Το άρθρο 7, παράγραφος 1, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το παιδί πρέπει να «εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννησή του και να έχει από εκείνη τη στιγμή το δικαίωμα ονόματος» και το άρθρο 8, παράγραφος 1, ορίζει ότι: «[τ]α συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητάς του, συμπεριλαμβανομένων της ιθαγένειάς του, του ονόματός του και των οικογενειακών σχέσεών του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από τον νόμο, χωρίς παράνομη ανάμιξη».

Η διαδικασία της κύριας δίκης

37.
    Ο Carlos Garcia Avello, Ισπανός υπήκοος, τέλεσε γάμο με τη Βελγίδα Isabelle Weber το 1986. Απέκτησαν δύο τέκνα γεννηθέντα στο Βέλγιο το 1988 και το 1992, αντιστοίχως, τα οποία έχουν διπλή ιθαγένεια, ισπανική και βελγική. Στα βελγικά πιστοποιητικά γεννήσεώς τους τα τέκνα φέρουν το επώνυμο Garcia Avello, σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία και πρακτική. Τα τέκνα ενεγράφησαν επίσης στην προξενική αρχή της πρεσβείας της Ισπανίας στις Βρυξέλλες, με το επώνυμο Garcia Weber, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία και πρακτική.

38.
    To 1995 οι γονείς ζήτησαν επισήμως από τις βελγικές αρχές τη μεταβολή του επωνύμου των τέκνων από Garcia Avello σε Garcia Weber. Επισήμαναν ότι το ισπανικό σύστημα στον τομέα των επωνύμων είχε βαθιές ρίζες στη νομοθεσία, την παράδοση και τα έθιμα της Ισπανίας, στοιχεία με τα οποία τα τέκνα συνδέονταν στενότερα. Το ότι τα τέκνα έφεραν το επώνυμο Garcia Avello σήμαινε, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, ότι επρόκειτο για τον αδερφό και την αδερφή του πατέρα τους και όχι για τα τέκνα του, πράγμα που τους στερούσε κάθε δεσμό με το επώνυμο της μητέρας τους. Η μεταβολή που ζητήθηκε σκοπούσε στο να μπορούν τα τέκνα να φέρουν το ίδιο επώνυμο στο Βέλγιο και την Ισπανία· δεν ήταν ικανό να προκαλέσει βλάβη σε τρίτους ή σύγχυση, η δε σταθερή παρουσία του στοιχείου «Garcia» στο επώνυμο των τέκνων αρκούσε για την επιβεβλημένη διαφύλαξη της συνέχειας του επωνύμου.

39.
    Το 1997 ο Βέλγος Υπουργός Δικαιοσύνης πρότεινε να απλοποιηθεί το επώνυμο των τέκνων σε «Garcia». Οι γονείς δεν δέχθηκαν την πρόταση αυτή (18) και τότε ο υπουργός ανακοίνωσε στον Garcia Avello ότι η Κυβέρνηση έκρινε ότι δεν υφίσταντο επαρκείς λόγοι για να προτείνει να γίνει δεκτή η αρχική αίτησή τους, διότι «κάθε αίτηση περί προσθήκης του επωνύμου της μητέρας στο επώνυμο του πατέρα για ένα τέκνο συνήθως απορρίπτεται, διότι στο Βέλγιο τα τέκνα φέρουν το επώνυμο του πατέρα τους».

40.
    Ο Garcia Avello έβαλε κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως ενώπιον του Conseil d'État, προβάλλοντας διάφορους λόγους και ιδίως το ότι η εν λόγω απόφαση αντέβαινε τόσο στο Βελγικό Σύνταγμα όσο και στο άρθρο 18 ΕΚ, διότι αντιμετώπιζε δύο διαφορετικές καταστάσεις (τέκνα με αμιγώς βελγική ιθαγένεια και τέκνα με διπλή ιθαγένεια) με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμία αντικειμενική εξήγηση.

41.
    To Βελγικό Δημόσιο αντέταξε τα ακόλουθα επιχειρήματα: i) το επώνυμο εμπίπτει στην προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, συνεπώς διέπεται από την εθνική νομοθεσία· όταν ο ενδιαφερόμενος έχει διπλή ιθαγένεια, βάσει της Συμβάσεως της Χάγης του 1930 (19) κατισχύει το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν δικαστήριο, ήτοι, εν προκειμένω, το βελγικό δίκαιο· ii) η οικεία διοικητική πρακτική δεν αφορά όλους τους Βέλγους υπηκόους, αλλά μόνον όσους έχουν διπλή ιθαγένεια, προκειμένου να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις· iii) λαμβανομένου υπόψη ότι τα τέκνα με βελγική ιθαγένεια φέρουν αποκλειστικώς το επώνυμο του πατέρα τους, η χορήγηση ετέρου επωνύμου είναι δυνατό να προκαλέσει αμφισβητήσεις περί της καταγωγής του τέκνου· iv) για να περιορισθούν τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διπλή ιθαγένεια, προτείνεται στους αιτούντες που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση να διατηρήσουν μόνον το πρώτο επώνυμο του πατέρα· είναι δυνατή, κατ' εξαίρεση, η λήψη ευνοϊκής αποφάσεως όταν δεν υφίστανται αρκετά συνδεκτικά στοιχεία με το Βέλγιο ή είναι σκόπιμη η αποκατάσταση της χρήσεως κοινού επωνύμου μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, όμως, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχαν· v) τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 18 ΕΚ, η ελεύθερη κυκλοφορία συνίσταται κυρίως στην εξάλειψη των συνόρων και την κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα, η δε ελευθερία διαμονής σημαίνει δυνατότητα εγκαταστάσεως εντός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως· η προσβαλλόμενη πράξη δεν δύναται να παραβεί τη διάταξη αυτή, δεδομένου ότι η άσκηση των εν λόγω ελευθεριών ουδόλως εξαρτάται από τη χρήση συγκεκριμένου επωνύμου.

42.
    Το Conseil d'État δέχεται ότι η οικεία διοικητική πρακτική αφορά μόνον τα πρόσωπα με διπλή ιθαγένεια και δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο αυτά τα πρόσωπα και εκείνα που δεν έχουν βελγική ιθαγένεια. Θεωρεί ωστόσο ότι το άρθρο 18 ΕΚ μπορεί να ασκήσει επιρροή, δεν ισχύει όμως το ίδιο για το άρθρο 43 ΕΚ, που αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, διότι το ζήτημα αυτό δεν τίθεται όσον αφορά τα ανήλικα τέκνα για τα οποία ζητείται η μεταβολή επωνύμου.

43.
    Κατά συνέπεια, το Conseil d'État ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:

«Πρέπει οι αρχές του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της ευρωπαϊκής ιθαγενείας και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, που προβλέπουν ειδικώς τα άρθρα 17 [ΕΚ] και 18 [ΕΚ], να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στις βελγικές διοικητικές αρχές, στις οποίες υποβλήθηκε αίτηση μεταβολής επωνύμου ανηλίκων τέκνων που κατοικούν στο Βέλγιο και έχουν διπλή ιθαγένεια, βελγική και ισπανική -αίτηση της οποίας η αιτιολογία στηρίζεται, χωρίς να συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, στο γεγονός ότι τα τέκνα αυτά πρέπει να φέρουν το επώνυμο που τους αναγνωρίζεται βάσει του ισπανικού δικαίου και της ισπανικής παραδόσεως-, να αρνηθούν την εν λόγω μεταβολή, ισχυριζόμενες, πρώτον, ότι μια τέτοια αίτηση “συνήθως απορρίπτεται, διότι στο Βέλγιο τα τέκνα φέρουν το επώνυμο του πατέρα τους” -ιδίως όταν η συνήθης στάση των αρχών προκύπτει από το ότι η χορήγηση ετέρου επωνύμου δύναται, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής στο Βέλγιο, να προκαλέσει αμφισβητήσεις περί της καταγωγής του τέκνου-, δεύτερον, ότι, για να περιορισθούν τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διπλή ιθαγένεια, προτείνεται, εξάλλου, στους αιτούντες που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση να διατηρήσουν μόνον το πρώτο επώνυμο του πατέρα και, τέλος, ότι είναι δυνατή, κατ' εξαίρεση, η λήψη ευνοϊκής αποφάσεως όταν δεν υφίστανται αρκετά συνδετικά στοιχεία με το Βέλγιο ή είναι σκόπιμη η αποκατάσταση της χρήσεως κοινού επωνύμου μεταξύ των μελών μιας οικογένειας;»

44.
    Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο Garcia Avello, η Βελγική Κυβέρνηση, η Δανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή, οι οποίοι υπέβαλαν επίσης προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Ανάλυση

45.
    Η Βελγική Κυβέρνηση, η Δανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υποστηρίζουν ότι η κατάσταση την οποία αφορά η κύρια δίκη ουδόλως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί πρώτο, πριν εκτιμηθεί αν η επίμαχη απαγόρευση προσβάλλει τα δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και αν, στην περίπτωση αυτή, είναι εντούτοις δυνατό να δικαιολογηθεί.

Εμπίπτει η κατάσταση στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου;

46.
    Επί του σημείου αυτού, σκόπιμο είναι να προσδιοριστούν τα πρόσωπα που θίγονται από την απαγόρευση μεταβολής του επωνύμου των τέκνων.

47.
    Οι τρεις κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι μόνον τα τέκνα θίγονται από την απαγόρευση και ότι πρόκειται για Βέλγους υπηκόους που κατοικούν στο Βέλγιο και ουδέποτε άσκησαν το σχετικό με την ελευθερία κυκλοφορίας δικαίωμά τους· πρόκειται, επομένως, για αμιγώς εσωτερικό ζήτημα στο Βέλγιο, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαγόρευση ασκήσεως του δικαιώματος μεταβολής επωνύμου των τέκνων επιβλήθηκε κυρίως στον Garcia Avello, ο οποίος είναι Ισπανός υπήκοος που, ερχόμενος να κατοικήσει και να εργαστεί στο Βέλγιο, άσκησε το σχετικό με την ελευθερία κυκλοφορίας δικαίωμά του, οπότε έχει εφαρμογή το κοινοτικό δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψη της Επιτροπής, η κατάσταση των τέκνων, αυτή καθαυτή, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

48.
    Αυτή η διάσταση απόψεων εντάσσεται στο πλαίσιο της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η Συνθήκη δεν αναγνωρίζει δικαιώματα, όταν δεν υφίσταται επαρκής δεσμός με το κοινοτικό δίκαιο ώστε να δικαιολογηθεί η εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων. Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας, τέτοιος δεσμός υφίσταται μόνον όταν η επίμαχη κατάσταση αφορά τις σχέσεις μεταξύ κράτους μέλους και ενός από τους υπηκόους του που δεν έχει ποτέ ασκήσει την εν λόγω ελευθερία (20). Στην απόφαση Uecker και Jacquet (21), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι «η ιθαγένεια της Ενώσεως, που προβλέπεται από το άρθρο [17 ΕΚ], δεν έχει ως σκοπό την επέκταση του καθ' ύλην πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης και σε εσωτερικές καταστάσεις, οι οποίες δεν έχουν κανένα συνδετικό στοιχείο με το κοινοτικό δίκαιο. [...] Οι ενδεχόμενες δυσμενείς διακρίσεις τις οποίες ενδεχομένως υφίστανται οι υπήκοοι κράτους μέλους έναντι του δικαίου του εν λόγω κράτους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού, οπότε πρέπει να επιλύονται στο πλαίσιο του εσωτερικού νομικού συστήματος του ως άνω κράτους.»

49.
    Συμμερίζομαι πάντως την άποψη της Επιτροπής.

50.
    Πρώτον, είναι σαφές ότι η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση αφορά πράγματι τον Garcia Avello. Η αρχική αίτηση μεταβολής επωνύμου υποβλήθηκε το 1995 από τον ίδιο και τη σύζυγό του, οι οποίοι ενήργησαν «ως γονείς και νόμιμοι εκπρόσωποι των ανήλικων τέκνων τους», αλλά οι δύο απαντήσεις του Βέλγου Υπουργού Δικαιοσύνης απευθύνθηκαν μόνο στον Garcia Avello, ο οποίος υπέβαλε την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Conseil d'État. Είναι κατά μείζονα λόγο σημαντικό ότι κρίσιμο, εν προκειμένω, δεν είναι το μεμονωμένο ζήτημα της επιλογής επωνύμου για τα τέκνα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το επώνυμο που φέρει μια γενεά καθορίζεται από το επώνυμο ή τα επώνυμα που φέρουν τα πρόσωπα της προηγούμενης γενεάς· η Βελγική Κυβέρνηση αποδίδει πράγματι μεγάλη σημασία σ' αυτή την πτυχή της διαφοράς. Το ζήτημα αυτό αφορά προφανώς αμφότερες τις γενεές, είναι δε εξίσου συμφέρον, αφενός, για τον πατέρα, το να μεταφερθεί το επώνυμό του σύμφωνα με τις αρχές βάσει των οποίων καθορίστηκε και, αφετέρου, για τα τέκνα, να αποκτήσουν επώνυμο κατά τον προσήκοντα τρόπο και τύπο.

51.
    Δεδομένου ότι ο Garcia Avello είναι υπήκοος κράτους μέλους που άσκησε το δικαίωμά του να εγκατασταθεί και να εργαστεί σε έτερο κράτος μέλος (22) και πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που άσκησε το δικαίωμά του να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, η κατάσταση εμπίπτει σαφώς στο κοινοτικό δίκαιο (23).

52.
    Δεύτερον, δεν συμμερίζομαι, εν πάση περιπτώσει, την άποψη ότι η κατάσταση των τέκνων αποτελεί αμιγώς εσωτερικού δικαίου ζήτημα στο Βέλγιο. Μολονότι τα τέκνα έχουν βελγική ιθαγένεια, γεννήθηκαν στο Βέλγιο και ουδέποτε κατοίκησαν εκτός της χώρας αυτής, εντούτοις έχουν και την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους. Αυτό το στοιχείο συνδέεται στενά με την εκ μέρους του πατέρα, από τον οποίο εξαρτώνται τα τέκνα, άσκηση του δικαιώματός του στην ελεύθερη κυκλοφορία. Καίτοι η Σύμβαση της Χάγης του 1930 παρέχει στις βελγικές αρχές τη δυνατότητα να μεταχειριστούν τα τέκνα ως Βέλγους υπηκόους στο Βέλγιο, δεν επιβάλλει στις αρχές αυτές την υποχρέωση να παραγκωνίσουν την άλλη ιθαγένεια των τέκνων. Αν η μητέρα τoυς δεν είχε βελγική ιθαγένεια, αλλά ισπανική, η κατάστασή τους ως τέκνων υπό την επιμέλεια υπηκόων κράτους μέλους που άσκησαν την ελευθερία τους κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ασκεί επιρροή το ότι τα τέκνα έχουν ιθαγένεια δύο κρατών μελών και δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μία ιθαγένεια αναιρεί την άλλη, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο βρίσκονται τα τέκνα (24).

53.
    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η κατάσταση που αφορά η κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

Υφίσταται προσβολή δικαιώματος αναγνωρισθέντος από το κοινοτικό δίκαιο;

54.
    Στο στάδιο αυτό τίθεται το ζήτημα ποια βλαπτικά αποτελέσματα προκάλεσε η επίμαχη απορριπτική απόφαση. Δύο είναι οι κρίσιμες πτυχές του ζητήματος αυτού.

55.
    Αφενός, όπως αναφέρθηκε, τόσο ο Garcia Avello όσο και τα τέκνα του μπορούν να προβάλουν αντιρρήσεις για το ότι δεν είναι δυνατή η μεταφορά του επωνύμου από τον πατέρα στα τέκνα, σύμφωνα με τις αρχές βάσει των οποίων καθορίστηκε. Δεν πρόκειται περί εντελώς αόριστης αντιρρήσεως, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η εφαρμογή του βελγικού συστήματος σε ισπανικό επώνυμο μπορεί να προκαλέσει εσφαλμένη εικόνα συγγένειας σε όσους έχουν συνηθίσει στο ισπανικό σύστημα: τα τέκνα του Garcia Avello συγχέονται με τα αδέρφια του (25).

56.
    Αφετέρου, προφανείς πρακτικές δυσκολίες μπορούν να ανακύψουν για τα τέκνα από το γεγονός ότι το επώνυμό τους, όπως έχει καταχωριστεί από τις βελγικές αρχές, διαφέρει από το επώνυμο που καταχωρίστηκε από τις ισπανικές αρχές. .να παράδειγμα, που παρέθεσαν οι συνήγοροι του Garcia Avello κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, είναι ότι η κατοχή πιστοποιητικού σπουδών χορηγηθέντος στο Βέλγιο με επώνυμο που δεν αναγνωρίζεται ότι ανήκει στον κάτοχό του στην Ισπανία· άλλα παραδείγματα παρατίθενται στην επεξηγηματική έκθεση της Συμβάσεως της Χάγης του 1930.

57.
    Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν ρυθμίζει άμεσα την εγγραφή των επωνύμων στις ληξιαρχιακές πράξεις γεννήσεως, γάμου, θανάτου ή προσωπικής καταστάσεως ή τις μεταβολές της εγγραφής στις εν λόγω πράξεις. Η ρύθμιση των ζητημάτων αυτών εμπίπτει καταρχήν στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, τα οποία πρέπει να τηρούν όλες τις εφαρμοστέες διατάξεις που διέπουν τις πτυχές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, χωρίς ωστόσο να ενεργούν κατά τρόπο αντίθετο προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο.

58.
    Tο ζήτημα μιας τέτοιας εγγραφής στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου τέθηκε σε προηγούμενη υπόθεση υποβληθείσα στην κρίση του Δικαστηρίου, την υπόθεση Κωνσταντινίδης (26). Στην υπόθεση αυτή επρόκειτο για έναν .λληνα υπήκοο που εργαζόταν στη Γερμανία ως αυτοαπασχολούμενος, του οποίου το επώνυμο ενεγράφη με λατινικούς χαρακτήρες στα γερμανικά μητρώα προσωπικής καταστάσεως κατά τρόπο εντελώς ασυνήθη, αλλά και, από όλες τις απόψεις, εντελώς ακατάλληλο, αλλά, εντούτοις, σύμφωνο με το ισχύον σύστημα μεταφοράς των χαρακτήρων του ελληνικού αλφαβήτου προς το λατινικό.

59.
    Με τις προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση, υποστήριξα, πρώτον, ότι προσεβλήθησαν τα δικαιώματα που αντλούσε ο προσφεύγων από το κοινοτικό δίκαιο, διότι υπέστη δυσμενή διάκριση, κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 12 ΕΚ και 43 ΕΚ, δεδομένου ότι στη Γερμανία μόνον οι .λληνες υπήκοοοι υποχρεούνται ουσιαστικώς να αποδεχθούν την απόδοση του επωνύμου τους με χαρακτήρες του λατινικού αλφάβητου κατά τρόπο ικανό να θίξει την αξιοπρέπειά τους και να τους προκαλέσει ζημία στην καθημερινή και επαγγελματική ζωή. Δεύτερον, υποστήριξα ότι η επίμαχη απόδοση του επωνύμου με χαρακτήρες του λατινικού αλφάβητου ήταν δυνατό να προσβάλει τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσφεύγοντος, όπως αυτά προστατεύονται, μεταξύ άλλων, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και εξασφαλίζονται σε όλους τους υπηκόους της Κοινότητας που ασκούν το σχετικό με την ελευθερία εγκαταστάσεως δικαίωμά τους.

60.
    Με την απόφασή του, το Δικαστήριο επισήμανε (27) ότι η απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που προβλέπει το νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ, επιβάλλει, στο πλαίσιο του δικαιώματος εγκαταστάσεως, υποχρέωση ίδιας μεταχειρίσεως των υπηκόων των άλλων κρατών μελών και των ημεδαπών. Στη συνέχεια, ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε (28) ότι κανόνες όπως αυτοί που ίσχυαν εν προκειμένω συνάδουν προς την εν λόγω διάταξη μόνο στο μέτρο που οι επιπτώσεις της εφαρμογής τους είναι τέτοιες ώστε προσβάλλεται το δικαίωμα εγκαταστάσεως ενός προσώπου και ότι τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που ένας .λληνας υπήκοος υποχρεούται να χρησιμοποιεί, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, συγκεκριμένη απόδοση του επωνύμου του με χαρακτήρες του λατινικού αλφάβητου, εγγραφείσα στο μητρώο προσωπικής καταστάσεως, η οποία αλλοιώνει την προφορά του επωνύμου, και εφόσον η μετατροπή αυτή ενέχει για τη δυνητική πελατεία του κίνδυνο συγχύσεως προσώπων.

61.
    Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εισαγωγή της έννοιας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η συνακόλουθη αναγνώριση των σχετικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Συνθήκη -συμπεριλαμβανομένου, κατά συνέπεια, του δικαιώματος να μην υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας- αποτελεί νέο στοιχείο που παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει επί της υποθέσεως αυτής απόφαση ευρύτερου περιεχομένου έναντι αυτού της προπαρατεθείσας αποφάσεως Κωνσταντινίδης. Θεωρώ επίσης ότι το άρθρο 17 ΕΚ καθιστά σαφέστερο το ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων έχει εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που εμπίπτουν στον τομέα του κοινοτικού δικαίου, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ειδικώς ότι παρακωλύεται συγκεκριμένη οικονομική ελευθερία.

62.
    Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί αν η επίμαχη απορριπτική απόφαση εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. Κατά το κοινοτικό δίκαιο, εισαγωγή δυσμενούς διακρίσεως σημαίνει διαφορετική αντιμετώπιση αντικειμενικώς όμοιων καταστάσεων ή όμοια αντιμετώπιση αντικειμενικώς διαφορετικών καταστάσεων. Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διοικητική πρακτική στην οποία στηρίχθηκε η απορριπτική απόφαση εφαρμόζεται σε μία μόνο κατηγορία προσώπων, η οποία διακρίνεται αντικειμενικώς από τις άλλες -πρόκειται για τα γεννηθέντα στο Βέλγιο τέκνα με διπλή ιθαγένεια, βελγική και ισπανική- και, επομένως, δεν εισάγει δυσμενή διάκριση.

63.
    Δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψη. Το επίμαχο ζήτημα είναι η απόρριψη αιτήσεως μεταβολής του επωνύμου κατά τέτοιον τρόπο ώστε i) να αποδίδεται το επώνυμο του πατέρα σύμφωνα με την πρακτική με την οποία καθορίστηκε και ii) να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγχυση λόγω του διαφορετικού επωνύμου που έχουν καταχωρίσει οι αρχές των δύο κρατών μελών των οποίων την ιθαγένεια έχει ο κάτοχος του επωνύμου. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι δεν είναι αρμόδιες να προβούν στη μεταβολή του επωνύμου ενός προσώπου που δεν έχει βελγική ιθαγένεια, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω πρόσωπο έχει, επιπλέον, έτερη ιθαγένεια. Ο πρώτος προαναφερθείς σκοπός ασκεί κυρίως επιρροή στις περιπτώσεις που υφίσταται έτερη ιθαγένεια, ο δε δεύτερος ασκεί επιρροή μόνο στην περίπτωση αυτή. Δεδομένου ότι μια μεταβολή επωνύμου μπορεί να εγκριθεί, σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο, όταν η αίτηση στηρίζεται σε σοβαρούς λόγους, η συστηματική άρνηση εγκρίσεως της μεταβολής όταν οι προβαλλόμενοι λόγοι συνδέονται ή αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της παρουσίας έτερης ιθαγένειας πρέπει να θεωρηθεί ως εισάγουσα δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. Η πρακτική αυτή πράγματι επιφυλάσσει όμοια μεταχείριση για τα πρόσωπα που έχουν άλλη ιθαγένεια πλην της βελγικής, φέρουν επώνυμο ή έχουν γονέα που φέρει επώνυμο το οποίο δεν καθορίστηκε σύμφωνα με τους βελγικούς κανόνες και για εκείνα που έχουν μόνον τη βελγική ιθαγένεια και φέρουν επώνυμο καθορισθέν σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, παρόλο που οι καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται οι δύο κατηγορίες προσώπων είναι αντικειμενικώς διαφορετικές.

64.
    Η εν λόγω δυσμενής διάκριση θίγει προφανώς τα πρόσωπα -εν προκειμένω τα τέκνα- που έχουν και έτερη ιθαγένεια, πλην της βελγικής, και για τα οποία ζητήθηκε η μεταβολή επωνύμου.

65.
    Ωστόσο, αυτή η δυσμενής διάκριση θίγει και τα πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση όμοια με αυτή του Garcia Avello, καθόσον πρόκειται για το επώνυμό τους, καθοριζόμενο σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους της ιθαγένειάς τους, που μεταφέρθηκε στα τέκνα τους κατά τρόπο ακατάλληλο σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε. Η άρνηση εγκρίσεως της μεταφοράς του επωνύμου του Garcia Avello στα τέκνα του σύμφωνα με τη μέθοδο καθορισμού του αποτελεί συνέπεια της εκ μέρους του ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, δεδομένου ότι, αν δεν είχε ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα, η κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση μεταβολής επωνύμου δεν θα είχε δημιουργηθεί. Συνεπώς, η άσκηση διοικητικής πρακτικής που οδηγεί συστηματικώς σε τέτοια απόρριψη μπορεί να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

66.
    Κατόπιν της διαπιστώσεως ότι από τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως προκύπτει δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας απαγορευόμενη από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 12 ΕΚ και 17 ΕΚ, θεωρώ ότι δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί το αν υφίσταται προσβολή ετέρου θεμελιώδους δικαιώματος αναγνωρισθέντος από το κοινοτικό δίκαιο, όπως το δικαίωμα απαγορεύσεως των επεμβάσεων στην προσωπική και οικογενειακή ζωή, που αναγνωρίζει το άρθρο 8 της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επισήμανε ότι οι νόμιμοι περιορισμοί της δυνατότητας μεταβολής επωνύμου μπορούν να δικαιολογηθούν από λόγους δημοσίου συμφέροντος και ότι τα συμβαλλόμενα κράτη απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας στον τομέα αυτό, ιδίως όταν δεν συμπίπτουν οι κανόνες που εφαρμόζονται στα διάφορα κράτη και όταν το δικαίωμα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο (29). Θεωρώ πάντως ότι η ύπαρξη ευρείας διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως δεν επηρεάζει άμεσα το εύρος της ευχέρειας που διατίθεται όταν πρόκειται για το διαφορετικό ζήτημα της υπηκοότητας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί η παράβαση;

67.
    Η διακριτική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, ανεξάρτητα της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων και ανάλογα με τον θεμιτό σκοπό που επιδιώκει το εθνικό δίκαιο ή η εθνική πρακτική (30).

68.
    Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη διοικητική πρακτική δικαιολογείται. Επισημαίνει ότι η αρχή της σταθερότητας του επωνύμου είναι θεμελιώδης αρχή της κοινωνικής τάξεως στο Βέλγιο, την οποία καθιέρωσε το διάταγμα της 6ης fructidor an II (31) και επανέλαβαν πιο πρόσφατοι νόμοι. Εξάλλου, τα αποτελέσματα της πρακτικής δεν είναι προφανώς δυσανάλογα, δεδομένου ότι τα τέκνα του Garcia Avello μπορούν να χρησιμοποιούν το επώνυμο Garcia Weber και κάθε ισπανικό έγγραφο στο οποίο αναγράφεται το επώνυμο αυτό σε κάθε κράτος της Κοινότητας πέραν του Βελγίου. Στη βελγική επικράτεια είναι προτιμότερο για τα τέκνα να χρησιμοποιούν το επώνυμο Garcia Avello προκειμένου να μην ανακύπτουν αμφιβολίες, στο πλαίσιο του βελγικού συστήματος, ως προς τη συγγένεια με τον πατέρα τους. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Δανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων σκοπεί στη διευκόλυνση της εντάξεως στο κράτος μέλος υποδοχής και ότι ένας κανόνας που απαγορεύει τις παρεκκλίσεις από το σύστημα που ισχύει στο οικείο κράτος μάλλον συμβάλλει στην ένταξη αυτή παρά την παρακωλύει. Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών επισήμανε την αναγκαιότητα, σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπάρξεως σταθερού και χαρακτηριζόμενου από συνοχή συστήματος επωνύμων για την αποφυγή κινδύνων συγχύσεως ως προς την ταυτότητα ή τη συγγένεια.

69.
    Δέχομαι ότι ο σκοπός που έγκειται στην αποτροπή ενδεχόμενης συγχύσεως ως προς την ταυτότητα μέσω του περιορισμού του δικαιώματος μεταβολής επωνύμου είναι θεμιτός. Η αποφυγή τέτοιας συγχύσεως είναι σκόπιμη τόσο στις σχέσεις μεταξύ του ενδιαφερομένου και των αρχών όσο και στις σχέσεις μεταξύ των προσώπων. Η υπερβολική ελευθερία στον τομέα αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για την εκδήλωση παράνομης ή κακόπιστης συμπεριφοράς.

70.
    Δεν πρέπει πάντως να δίδεται υπερβολική έκταση στους εν λόγω κινδύνους. Σε άλλα κράτη μέλη, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν κρίθηκε αναγκαίο να περιοριστεί η δυνατότητα μεταβολής του επωνύμου για τον λόγο αυτό. Εν πάση περιπτώσει, η επίσημη εγγραφή, αυτή καθαυτή, της μεταβολής επωνύμου είναι ικανή να μειώσει τον κίνδυνο μη ανιχνεύσεως μιας ηθελημένης ή μη συγχύσεως. Για να αποδειχθεί δε η συγγένεια, η σταθερότητα του επωνύμου δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής στην πλειονότητα των έννομων συστημάτων.

71.
    .σον αφορά την κοινωνική τάξη υπό ευρεία έννοια, δεν θεωρώ ότι το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον απαιτεί να υπερισχύει σε όλες τις περιπτώσεις ένας συγκεκριμένος τύπος μεταφοράς επωνύμων για τους πολίτες ενός κράτους μέλους στην επικράτειά του. Στον τομέα αυτό, τόσο οι νομικοί κανόνες όσο και η κοινωνική πρακτική μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και εξακολουθούν να εξελίσσονται. Η αύξηση του αριθμού των διαζυγίων και των νέων γάμων, σε συνδυασμό με την αξιοσημείωτη μείωση του κοινωνικού στιγματισμού όσον αφορά τα γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους τέκνα, περιόρισε σημαντικά την προσδοκία ταυτότητας του επωνύμου του πατέρα και του τέκνου. Η αυξανόμενη μετακίνηση των πολιτών της Ενώσεως οδήγησε σε αυξανόμενη ομοιότητα με άλλα συστήματα αναγνωρίσεως επωνύμου. Συνεπώς, μολονότι η τήρηση του κανόνα που ισχύει στο κράτος μέλος υποδοχής εξακολουθεί να αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται αν η μεταβολή του επωνύμου επηρεάζει το συμφέρον του τέκνου -ή της κοινωνίας-, δεν είναι ούτε ο μοναδικός ούτε ο καθοριστικός παράγοντας ως προς το ζήτημα αυτό.

72.
    Επιπλέον, απορρίπτω το επιχείρημα ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων σκοπεί κυρίως στην εξασφάλιση της εντάξεως των διακινούμενων πολιτών στο κράτος μέλος υποδοχής. Η έννοια της «ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών» δεν στηρίζεται στην περίπτωση μιας μόνο μετακινήσεως από ένα κράτος μέλος σε άλλο, ακολουθούμενη από την ένταξη στο τελευταίο. Αντιθέτως, σκοπεί στο να καταστεί δυνατή η ελεύθερη κυκλοφορία, ενδεχομένως επαναλαμβανόμενη ή ακόμη και μόνιμη, σε έναν ενιαίο χώρο «ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης», στον οποίο εξασφαλίζεται τόσο η πολιτιστική ποικιλομορφία όσο και η έλλειψη διακρίσεων (32).

73.
    Ομοίως, πιστεύω ότι ο βαθμός σοβαρότητας των αποτελεσμάτων της απορριπτικής αποφάσεως για τους ενδιαφερομένους ουδόλως μειώνεται από το ότι τα εν λόγω αποτελέσματα περιορίζονται στο Βέλγιο. Από πλευράς της πολιτιστικής εξαιρέσεως στην οποία εμπίπτει το ζήτημα της μεταφοράς του επωνύμου κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο έπρεπε να μεταφερθεί, τα αποτελέσματα παράγονται για όσο χρόνο η οικογένεια διαμένει στο Βέλγιο. Από πλευράς των πρακτικών δυσκολιών που απορρέουν από την απορριπτική απόφαση, τα αποτελέσματα μπορούν να παραχθούν σε όλη την έκταση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεδομένου ότι τα τέκνα φέρουν στην πραγματικότητα δύο διαφορετικά επώνυμα (33).

74.
    Τέλος, όπως τόνισε η Επιτροπή, το ζήτημα που επισήμανε το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, ότι δηλαδή οι βελγικές αρχές προτίθενται να επιτρέψουν τη μεταβολή επωνύμου, προκειμένου να το προσαρμόσουν στο ισπανικό πρότυπο, σε περιπτώσεις που διαφέρουν ελάχιστα από την κατάσταση του Garcia Avello και της οικογένειάς του, μειώνει σημαντικά την ένταση του σχετικού επιχειρήματος της Βελγικής Κυβερνήσεως.

75.
    Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι οι ανωτέρω σκέψεις δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως επικρίσεις των βελγικών κανόνων ή οποιουδήποτε άλλου κανόνα που διέπει τον καθορισμό επωνύμου. Η άποψη που υποστηρίζω είναι ότι οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντίθετο προς την κοινοτική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Στο Βέλγιο προβλέπεται μια διαδικασία μεταβολής του επωνύμου εφόσον προβάλλονται επαρκώς σοβαροί λόγοι. Το μοναδικό σημείο στο οποίο η βελγική πρακτική συγκρούεται με το κοινοτικό δίκαιο έγκειται στη συστηματική άρνηση χαρακτηρισμού μιας καταστάσεως ανάλογης αυτής του Garcia Avello και των τέκνων του ως καταστάσεως στοιχειοθετούσας σοβαρούς λόγους μεταβολής επωνύμου.

Πρόταση

76.
    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου ως εξής:

«Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 12 ΕΚ και 17 ΕΚ απαγορεύουν την εφαρμογή κανόνα ή διοικητικής πρακτικής κράτους μέλους βάσει του/της οποίου/ας η αίτηση μεταβολής επωνύμου απορρίφθηκε συστηματικώς σε υπήκοο του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία υποβλήθηκε διότι ο αιτών έχει επίσης την ιθαγένεια ετέρου κράτους μέλους, φέρει διαφορετικό επώνυμο σύμφωνα με τη νομοθεσία του ετέρου αυτού κράτους μέλους και επιθυμεί, εν πάση περιπτώσει, να αποκτήσει επώνυμο καθοριζόμενο σύμφωνα με την τελευταία αυτή νομοθεσία.»


1: -     Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2: -    Είναι επίσης δυνατό -όπως, για παράδειγμα, στη Σουηδία- για ένα πρόσωπο να φέρει «ενδιάμεσο όνομα», το οποίο εμπίπτει σε αμφότερες τις κατηγορίες.


3: -    Ακόμη και οι Γάλλοι, που αποδίδουν την έννοια του μικρού ονόματος με τον όρο «prénom», συχνά το τοποθετούν μετά το επώνυμο, κυρίως σε επίσημες ή σχεδόν επίσημες περιστάσεις.


4: -    Τα αδέρφια φέρουν συνήθως διαφορετικά «επώνυμα» ανάλογα με το φύλο τους -ο ισλανδικός όρος που χρησιμοποιείται για την έννοια επώνυμο σημαίνει στην πραγματικότητα στοιχείο εξατομικεύσεως- και στους ισλανδικούς καταλόγους ονομάτων ακολουθείται συνήθως αλφαβητική σειρά βάσει του μικρού ονόματος. Ωστόσο, ορισμένες οικογένειες στην Ισλανδία φέρουν οικογενειακό επώνυμο, το οποίο μπορεί να μεταφερθεί αμετάβλητο από γενεά σε γενεά.


5: -    Είναι ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι, τουλάχιστον στη Φινλανδία και τη Σουηδία, ο κανόνας περί «ημεδαπής νομοθεσίας» δεν εφαρμόζεται στους Ισλανδούς υπηκόους, ακριβώς λόγω της διαφοράς μεταξύ των συστημάτων καθορισμού επωνύμου.


6: -    Τουλάχιστον σε περιπτώσεις όπως αυτή των τέκνων που αφορά η παρούσα υπόθεση, στην οποία η αλλοδαπή ιθαγένεια αποκτήθηκε με τη γέννηση, βάσει της νομοθεσίας της αλλοδαπής χώρας. Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί, στο πλαίσιο άλλων κανόνων, η νομοθεσία του κράτους στο οποίο βρισκόταν η πιο πρόσφατη συνήθης κατοικία του ενδιαφερόμενου ή του κράτους του οποίου η ιθαγένεια αποκτήθηκε τελευταία.


7: -    Ωστόσο, όπως και στη Σουηδία, προβλέπεται η δυνατότητα των προσώπων να χρησιμοποιούν «ενδιάμεσο όνομα», το οποίο μπορεί να είναι το επώνυμο του γονέος που δεν έχει δοθεί στο τέκνο. Το όνομα αυτό δεν μπορεί πάντως να μεταφερθεί σε επόμενες γενιές.


8: -    Νόμος της 15ης Μα.ου 1987 περί ονομάτων και επωνύμων, άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις ήταν λιγότερο αυστηρές πριν από τη θέσπιση του νόμου αυτού: για να επιτραπεί η εν λόγω μεταβολή αρκούσε οι προβαλλόμενοι λόγοι να είναι «βάσιμοι», χωρίς να απαιτείται να είναι «σοβαροί».


9: -    Mέχρι τις 30 Απριλίου 1999 (ήτοι κατά την περίοδο εντός της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης και κινήθηκε η παρούσα διαδικασία), άρθρα 8 και 8Α· είναι ωστόσο προτιμότερο να χρησιμοποιείται, όπως πράττει το εθνικό δικαστήριο με το ερώτημά του, η σημερινή αρίθμηση.


10: -    Η τελευταία περίοδος της παραγράφου αυτής προστέθηκε με τη Συνθήκη του .μστερνταμ, που τέθηκε ισχύ την 1η Μα.ου 1999.


11: -    ΕΔΔΑ, αποφάσεις της 22ας Φεβρουαρίου 1994, Burghatz κατά Ελβετίας, σειρά Α, αριθ. 280-Β, σ. 28, § 24 και της 25ης Νοεμβρίου 1994, Stjerna κατά Φινλανδίας, σειρά Α, αριθ. 299-Α, σ. 60, § 17.


12: -    Σύμβαση ΔΕΠΚ αριθ. 19, που υπογράφηκε στο Μόναχο στις 5 Σεπτεμβρίου 1980 (στο εξής: Σύμβαση του Μονάχου). Η ΔΕΠΚ είναι ένας διακυβερνητικός οργανισμός του οποίου μέλη είναι ένδεκα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής .νωσης, δύο χώρες των οποίων επίκειται η προσχώρηση και τρεις άλλες χώρες. Από τα κράτη μέλη της .νωσης, η Δανία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Σουηδία δεν είναι μέλη της ΔΕΠΚ.


13: -    Σύμβαση της 12ης Απριλίου 1930, Συλλογή Συνθηκών της Κοινωνίας των Εθνών, τόμος 179, σ. 89 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1930)· κυρώθηκε από το Βέλγιο με νόμο της 20ής Ιανουαρίου 1939· υπογράφηκε από την Ισπανία με μία επιφύλαξη, αλλά δεν κυρώθηκε από αυτή.


14: -    Βλ., ωστόσο, ανωτέρω υποσημείωση 6.


15: -    Σύμβαση ΔΕΠΚ αριθ. 21, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 8 Σεπτεμβρίου 1982 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1982).


16: -    Μια άλλη Σύμβαση της ΔΕΠΚ σχετική με τις μεταβολές επωνύμων και ονομάτων, η υπ' αριθ. 4 σύμβαση που υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Σεπτεμβρίου 1958 (και, ομοίως, κυρώθηκε από την Ισπανία, όχι όμως και από το Βέλγιο) δεν περιέχει κρίσιμες για την παρούσα υπόθεση διατάξεις, παρά μόνο, επουσιωδώς, στο μέτρο που κάθε συμβαλλόμενο κράτος υποχρεούται να απαγορεύει τη μεταβολή επωνύμου σε υπηκόους ετέρου συμβαλλομένου κράτους, εκτός αν αυτοί είναι και δικοί του υπήκοοι.


17: -    Η σύμβαση αυτή θεσπίστηκε από τη Γενική Συνέλευση και τέθηκε προς υπογραφή, επικύρωση και προσχώρηση με το υπ' αριθ. 44/25 ψήφισμα της 20ής Νοεμβρίου 1989· κυρώθηκε από την Ισπανία στις 6 Δεκεμβρίου 1990 και από το Βέλγιο στις 16 Δεκεμβρίου 1991 και τέθηκε σε ισχύ στα εν λόγω κράτη την 30ή ημέρα μετά την ημερομηνία κατά την οποία καθένα από αυτά επικύρωσε τη σύμβαση.


18: -    Με την αιτιολογία, όπως ανέφεραν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι η μεταβολή αυτή δεν αντανακλούσε ούτε το ισπανικό ούτε το βελγικό σύστημα και ότι το επώνυμο Garcia ήταν εξαιρετικώς σύνηθες.


19: -    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13.


20: -    Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 28ης Ιουνίου 1984, 180/83, Moser (Συλλογή 1984, σ. 2539).


21: -    Aπόφαση της 5ης Ιουνίου 1997, C-64/96, C-65/96 (Συλλογή 1997, σ. I-3171, σκέψη 23). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Μα.ου 1997, C-299/95, Kremzow (Συλλογή 1997, σ. I-2629, σκέψη 16), και διάταξη της 25ης Μα.ου 1998, C-361/97, Nour (Συλλογή 1998, σ. I-3101, σκέψη 19).


22: -    Ο ενδιαφερόμενος εργάζεται ως μηχανικός στο Βέλγιο, αλλά από τη δικογραφία δεν προκύπτει αν είναι μισθωτός και, κατά συνέπεια, άσκησε το δικαίωμά του για ελεύθερη κυκλοφορία ως μισθωτός, σύμφωνα με το άρθρο 39 ΕΚ, ή μη μισθωτός και, επομένως, η κατάστασή του διέπεται από το άρθρο 43 ΕΚ.


23: -    Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98, D'Hoop (Συλλογή 2002, σ. I-6191, σκέψεις 27 έως 29).


24: -    Βλ., για παρεμφερείς περιπτώσεις μισθωτών εργαζομένων και μη μισθωτών, την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1988, 292/86, Gullung (Συλλογή 1988, σ. 111, ιδίως σκέψεις 10 έως 13)· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην υπόθεση Micheletti κ.λπ. (απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, C-369/90, Συλλογή 1992, σ. I-4239), σημείο 6, και απόφαση της 12ης Μα.ου 1998, C-336/96, Gilly (Συλλογή 1998, σ. I-2793, σκέψεις 19 έως 22).


25: -    Ακόμη τρανταχτότερο παράδειγμα, πέραν του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, είναι αυτό της γεννηθείσας στο Βέλγιο θυγατέρας Ισλανδού πατέρα και Βελγίδας μητέρας. Αν εφαρμοζόταν η βελγική νομοθεσία, ένας Ισλανδός θα θεωρούσε ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι ο υιός του παππού του και όχι η θυγατέρα του πατέρα της.


26: -    Aπόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, C-168/91, Κωνσταντινίδης (Συλλογή 1993, σ. I-1191).


27: -    Σκέψη 12.


28: -    Σκέψεις 15 έως 17.


29: -    Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις επί του παραδεκτού της 27ης Απριλίου 2000, Bijleveld κατά Κάτω Χωρών, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, GMB και ΚΒ κατά Ελβετίας.


30: -    Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23 απόφαση D'Hoop, σκέψη 36.


31: -    23ης Αυγούστου 1794 στο ημερολόγιο της Γαλλικής Επαναστάσεως που ίσχυε την εποχή εκείνη.


32: -    Βλ. προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή .νωση και άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιζ´, ΕΚ και 151, παράγραφος 4, ΕΚ.


33: -    Οι δυσκολίες αυτές θα μπορούσαν πράγματι να περιοριστούν αν οι ισπανικές αρχές είχαν χορηγήσει στα τέκνα του Garcia Avello πιστοποιητικό διαφοράς των επωνύμων σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1982. Ωστόσο, η βάσει του κοινοτικού δικαίου άποψη δεν θίγεται από μια διακυβερνητική διάσκεψη που (προς το παρόν) δεσμεύει τέσσερα μόνο κράτη μέλη. Πράγματι, το κοινοτικό δίκαιο θα έπρεπε μάλλον να αποτρέπει τέτοιες καταστάσεις στο πεδίο εφαρμογής του, παρά να επιδιώκει να περιορίσει τα αποτελέσματά τους.