Υπόθεση C‑610/10
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
Βασιλείου της Ισπανίας
«Παράβαση κράτους μέλους — Κρατικές ενισχύσεις — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση — Ένσταση απαραδέκτου — Άρθρα 228, παράγραφος 2, ΕΚ και 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Μη εκτέλεση — Χρηματικές κυρώσεις»
Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 11ης Δεκεμβρίου 2012
1. Συνθήκες της Ένωσης — Διαχρονική εφαρμογή — Διαδικαστικοί κανόνες — Τροποποίηση της διαδικασίας που εφαρμόζεται επί παραβάσεως κράτους μέλους να εκτελέσει απόφαση του Δικαστηρίου — Εφαρμογή επί των προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασιών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της — Παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής της μη αναδρομικής εφαρμογής των αυστηρότερων διατάξεων και της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας — Δεν υφίστανται
(Άρθρο 228 § 2 ΕΚ· άρθρο 260 § 2 ΣΛΕΕ)
2. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση — Προθεσμία εκτελέσεως — Κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της υπάρξεως παραβάσεως
(Άρθρο 228 § 2 ΕΚ· άρθρο 260 § 2 ΣΛΕΕ)
3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως — Επιχειρήσεις οι οποίες έλαβαν ενισχύσεις και εν συνεχεία κηρύχθηκαν σε πτώχευση — Προσδιορισμός του οφειλέτη σε περίπτωση μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού
(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ)
4. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση — Παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως — Χρηματικές κυρώσεις — Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου — Προτάσεις και κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής — Ζήτημα κατά πόσον έχουν σημασία
(Άρθρο 260 § 2 ΣΛΕΕ)
5. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση — Παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως — Χρηματικές κυρώσεις — Χρηματική ποινή — Καθορισμός του ποσού — Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου — Κριτήρια
(Άρθρα 3 § 3 ΣΕΕ και 51 ΣΕΕ· άρθρο 260 § 2 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο 27 των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ)
6. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση — Παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως — Χρηματικές κυρώσεις — Υποχρέωση καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού — Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου — Κριτήρια εκτιμήσεως
(Άρθρο 260 § 2 ΣΛΕΕ)
1. Κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ τροποποίησε τη διεξαγωγή της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής από την Επιτροπή για μη εκτέλεση από κράτος μέλος αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία είχε διαπιστωθεί παράβασή του, καταργώντας το στάδιο της έκδοσης αιτιολογημένης γνώμης, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ. Στο εξής, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει ένα και μοναδικό στάδιο, ήτοι το στάδιο της οχλήσεως του οικείου κράτους μέλους.
Η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία που κινήθηκε μεν πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της ως άνω τροποποιήσεως, πλην όμως παραμένει εκκρεμής μετά την εν λόγω ημερομηνία, διέπεται από τους νέους αυτούς κανόνες οι οποίοι, ως διαδικαστικοί κανόνες, εφαρμόζονται επί όλων των προσφυγών λόγω παραβάσεως οι οποίες έχουν ασκηθεί μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους, ανεξαρτήτως αν η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία είχε κινηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή.
Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από λόγους σχετικούς με την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Πράγματι, τα κράτη μέλη είχαν πλήρη επίγνωση τόσο της υποχρεώσεώς τους να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβασή τους όσο και των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει η αθέτηση της ως άνω υποχρεώσεως, δεδομένου ότι το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης έκανε λόγο για τις συνέπειες αυτές πολύ πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Το ίδιο ισχύει επίσης τόσο ως προς την αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής των αυστηρότερων διατάξεων όσο και ως προς την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», δεδομένου ότι η Συνθήκη ΛΕΕ ουδεμία αλλαγή επέφερε όσον αφορά, αφενός, την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως παραβάσεως και, αφετέρου, τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν στα κράτη μέλη σε περίπτωση αθετήσεως της υποχρεώσεως αυτής. Ούτε τίθεται ζήτημα προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των κρατών μελών, αφού τους παρέχεται η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε απάντηση του εγγράφου οχλήσεως.
(βλ. σκέψεις 42-44, 46-48, 50-52)
2. Δεδομένου ότι με τη Συνθήκη ΛΕΕ καταργήθηκε, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ για παραβάσεις των κρατών μελών, το στάδιο της εκδόσεως αιτιολογημένης γνώμης, ως κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση του ζητήματος αν υπήρξε τέτοια παράβαση πρέπει να θεωρηθεί η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με το έγγραφο οχλήσεως το οποίο εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως.
(βλ. σκέψη 67)
3. Στην περίπτωση όπου κηρύσσεται σε πτώχευση η εταιρία που ωφελήθηκε από τις ενισχύσεις οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασύμβατες προς την κοινή αγορά, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και η εξάλειψη των αποτελεσμάτων της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από τη χορήγηση παράνομων ενισχύσεων μπορούν κατ’ αρχήν να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα κατατάξεως της απαιτήσεως η οποία αφορά την επιστροφή των ενισχύσεων αυτών.
Εντούτοις, η εγγραφή στον πίνακα κατατάξεως της απαιτήσεως προς επιστροφή των οικείων ενισχύσεων συνεπάγεται εκπλήρωση της υποχρεώσεως αναζητήσεως των σχετικών ποσών μόνον αν, σε περίπτωση που οι κρατικές αρχές δεν θα μπορούσαν να ανακτήσουν τις ενισχύσεις στο σύνολό τους, η πτωχευτική διαδικασία καταλήγει στην εκκαθάριση της επιχειρήσεως η οποία υπήρξε αποδέκτης των παράνομων ενισχύσεων, δηλαδή στην οριστική παύση της δραστηριότητάς της. Επομένως, όταν επιχείρηση η οποία υπήρξε αποδέκτης παράνομων ενισχύσεων κηρύσσεται σε πτώχευση και έχει συσταθεί μια άλλη εταιρία προκειμένου να συνεχίσει τμήμα των δραστηριοτήτων της πρώτης επιχειρήσεως, η συνέχιση της δραστηριότητας αυτής, χωρίς οι οικείες ενισχύσεις να έχουν ανακτηθεί στο σύνολό τους, μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διαιώνιση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο διέθετε η ως άνω εταιρία έναντι των ανταγωνιστών της στην αγορά. Έτσι, δεν αποκλείεται η νεοσυσταθείσα εταιρία να υποχρεωθεί να επιστρέψει την επίμαχη ενίσχυση, αν εξακολουθεί να επωφελείται του πλεονεκτήματος αυτού. Αυτό μπορεί να συμβεί ιδίως σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η εν λόγω εταιρία, στην πράξη, απολαύει ακόμη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος το οποίο συνδέεται με τις ενισχύσεις, ειδικότερα δε όταν έχει αγοράσει στοιχεία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση εταιρίας χωρίς να καταβάλει τίμημα σύμφωνο με τους όρους της αγοράς ή εφόσον διαπιστωθεί ότι η σύστασή της είχε ως αποτέλεσμα να καταστρατηγηθεί η υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων. Τούτο ισχύει ιδίως όταν η καταβολή αντιτίμου σύμφωνου με τους όρους της αγοράς δεν θα αρκούσε για να εξουδετερωθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συνδέεται με τη χορήγηση των παράνομων ενισχύσεων.
Στην τελευταία περίπτωση, η εγγραφή της απαιτήσεως που αφορά την επιστροφή τέτοιων ενισχύσεων στον πίνακα κατατάξεως δεν αρκεί, αυτή καθ’ εαυτήν, για να εξαλειφθεί η προκληθείσα από τη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(βλ. σκέψεις 72, 99, 104, 106, 107)
4. Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 115, 116)
5. Όταν πρόκειται για την επιβολή σε κράτος μέλος χρηματικής ποινής ως κυρώσεως για την παράλειψη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου επί προσφυγής λόγω παραβάσεως, η κύρωση αυτή πρέπει να είναι ανάλογη προς τον βαθμό πιέσεως που απαιτείται ώστε το κράτος μέλος το οποίο δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή του, να εκτελέσει την απόφαση περί διαπιστώσεως της παραβάσεως και να μεταβάλει τη συμπεριφορά του, θέτοντας τέρμα στην προσαπτόμενη παράβαση. Συναφώς, απόκειται στο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς του στον τομέα αυτό, να καθορίζει το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε να είναι, αφενός μεν, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις, αφετέρου δε, ανάλογο τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους.
Συνεπώς, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που πραγματοποιεί το Δικαστήριο, τα βασικά κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται ο χαρακτήρας της χρηματικής ποινής ως μέτρου εξαναγκασμού, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, είναι κατ’ αρχήν η διάρκεια της παραβάσεως, η σοβαρότητά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, το Δικαστήριο καλείται να συνεκτιμά ιδίως τις συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως τόσο επί του δημοσίου συμφέροντος όσο και επί των συμφερόντων των ιδιωτών, καθώς και τον βαθμό του επείγοντος σε σχέση με την ανάγκη να παρακινηθεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του.
Ως προς την ικανότητα πληρωμής του συγκεκριμένου κράτους μέλους, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πλέον πρόσφατες εξελίξεις σε σχέση με τον πληθωρισμό και το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του εν λόγω κράτους μέλους, δηλαδή η κατάσταση ως έχει κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο. Συναφώς, σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως κράτους μέλους να λάβει τα αναγκαία μέτρα προς συμμόρφωσή του με απόφαση της Επιτροπής, το γεγονός ότι το κράτος μέλος ανέθεσε στις περιφέρειές του τη μέριμνα για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής ουδεμία επίπτωση έχει επί της εφαρμογής του άρθρου 260 ΣΛΕΕ. Πράγματι, μολονότι κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να κατανέμει κατά την κρίση του τις αρμοδιότητες μεταξύ της κεντρικής κυβερνήσεως και των περιφερειακών αρχών σε εθνικό επίπεδο, εντούτοις βάσει του ίδιου αυτού άρθρου παραμένει το ίδιο και μόνον υπεύθυνο, έναντι της Ένωσης, για την τήρηση των υποχρεώσεών του οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.
Ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, αυτή πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον χρόνο κατά τον οποίο το Δικαστήριο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά, και όχι τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής της Επιτροπής
Τέλος, όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, όταν η ανεκτέλεστη απόφαση του Δικαστηρίου αφορά την ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να συνεκτιμάται η θεμελιώδης σημασία που έχουν οι περί κρατικών ενισχύσεων διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, οι οποίες συνιστούν έκφραση μίας εκ των βασικών αποστολών, ήτοι της εγκαθιδρύσεως της εσωτερικής αγοράς, που ανατίθενται στην Ένωση τόσο με το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ όσο και με το πρωτόκολλο αριθ. 27 σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό, το οποίο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51 ΣΕΕ, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των Συνθηκών και ορίζει ότι η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει σύστημα που εξασφαλίζει ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός. Πιο συγκεκριμένα, με την επιστροφή των ενισχύσεων οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασύμβατες προς την κοινή αγορά, αφενός εξαλείφεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού που οφειλόταν στο απορρέον από τη χορήγησή τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και, αφετέρου, ο αποδέκτης τους χάνει το πλεονέκτημα το οποίο διέθετε έναντι των ανταγωνιστών του στην αγορά.
(βλ. σκέψεις 117-120, 125-127, 131, 132)
6. Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 141, 143-145)