Language of document : ECLI:EU:C:2012:658

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 23ης Οκτωβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑401/11

Blanka Soukupová

κατά

Ministerstvo zemědělství

[αίτηση του Nejvyšší správní soud (Τσεχική Δημοκρατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Γεωργία – ΕΓΤΠΕ – Κανονισμός 1257/1999 – Ίση μεταχείριση – Έννοια της “συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης” – Διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδότησης για άνδρες και γυναίκες – Ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση γεωργών – Οδηγία 79/7»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση διαφορά αφορά το ζήτημα αν, και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, με ποιον τρόπο, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών παραβιάσθηκε από την Τσεχική Δημοκρατία με μια διοικητική απόφαση περί αρνήσεως καταβολής ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (στο εξής: κανονισμός 1257/1999) (2).

2.        Η Blanka Soukupová, γεωργός τσεχικής υπηκοότητας, υποστηρίζει ότι υπήρξε παραβίαση της ως άνω αρχής. Οι διοικητικές αρχές του ως άνω κράτους μέλους αρνήθηκαν να χορηγήσουν στην εν λόγω γεωργό ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση διότι αυτή είχε ήδη συμπληρώσει την ισχύουσα για τις γυναίκες κατά το τσεχικό δίκαιο ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία είναι μικρότερη από αυτήν που ισχύει για τους άνδρες. Κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά της ως άνω διοικητικής αποφάσεως, το επιληφθέν Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας) υπέβαλε σειρά προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο όσον αφορά την ερμηνεία του κανονισμού 1257/1999. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν εθνικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν οι αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ίση μεταχείριση αποκλείουν την άρνηση χορηγήσεως ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση υπό συνθήκες στις οποίες η εν λόγω ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση θα είχε καταβληθεί αν επρόκειτο για άνδρα ενδιαφερόμενο.

3.        Ο σκοπός του συστήματος της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στην ενθάρρυνση των γεωργών να μεταβιβάσουν τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις τους σε νεότερους γεωργούς προτού συμπληρώσουν τη συνήθη ηλικία συνταξιοδοτήσεώς τους. Στην υπό κρίση υπόθεση, το πρόβλημα ανακύπτει λόγω του ότι στην Τσεχική Δημοκρατία η ηλικία συνταξιοδοτήσεως των γυναικών είναι μικρότερη από αυτήν που ισχύει για τους άνδρες, και ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που έχει αναθρέψει μια γυναίκα. Τούτο σημαίνει, με τη σειρά του, ότι η επιλεξιμότητα για τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση διαφέρει όσον αφορά τις ίδιες παραμέτρους. Επομένως, ανακύπτει το ενδιαφέρον ζήτημα αν η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση εμπίπτει στις «άλλες παροχές» που μπορούν να χορηγηθούν στους άνδρες και στις γυναίκες με άνισες προϋποθέσεις, όπως προβλέπεται στην οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (στο εξής: οδηγία 79/7) (3).

II – Νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

4.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)      στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:

[…]

–        γήρατος·

[…]

β)      στις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική πρόνοια, κατά το μέτρο που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τα συστήματα που αναφέρονται στην περίπτωση α΄.»

5.        Το άρθρο 7 της οδηγίας 79/7 προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της:

α)      τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατό να προκύψουν για άλλες παροχές·

β)      τα πλεονεκτήματα που παρέχονται επί ασφαλίσεως γήρατος στα πρόσωπα που έχουν αναθρέψει τέκνα. Την απόκτηση δικαιωμάτων επί παροχών μετά από περιόδους διακοπής της εργασίας, λόγω μορφώσεως των τέκνων·

[…]

2.      Τα κράτη μέλη προβαίνουν περιοδικά στην εξέταση των θεμάτων που εξαιρούνται κατά την παράγραφο 1, προκειμένου να εξακριβώσουν αν δικαιολογείται, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής εξελίξεως, η διατήρηση των εν λόγω εξαιρέσεων.»

6.        Η αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1257/1999 έχει ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η πρόωρη συνταξιοδότηση των γεωργών με στόχο τη βελτίωση της βιωσιμότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 2079/92·»

7.        Η αιτιολογική σκέψη 40 του κανονισμού 1257/1999 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[εκτιμώντας] ότι θα πρέπει να στηρίζονται μέτρα για την εξάλειψη των ανισοτήτων και την προώθηση ίσων ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών·»

8.        Το άρθρο 2, ενδέκατη περίπτωση, του κανονισμού 1257/1999 προβλέπει τα εξής:

«Η στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης, η σχετική με τις γεωργικές δραστηριότητες και τη μετατροπή τους, μπορεί να αφορά:

[…]

–      την εξάλειψη των ανισοτήτων και την προώθηση ίσων ευκαιριών για τους άνδρες και τις γυναίκες, ιδίως μέσω της στήριξης σχεδίων που προωθούνται και υλοποιούνται από γυναίκες.»

9.        Το άρθρο 10 του κανονισμού 1257/1999 ορίζει:

«1.      Η στήριξη της πρόωρης συνταξιοδότησης των γεωργών πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη των ακόλουθων στόχων:

–      στην παροχή εισοδήματος στους ηλικιωμένους γεωργούς οι οποίοι αποφασίζουν να παύσουν τη γεωργική τους δραστηριότητα,

–      στην ενθάρρυνση της αντικατάστασης των ηλικιωμένων αυτών γεωργών από άλλους, οι οποίοι θα μπορέσουν να βελτιώσουν, εφόσον απαιτείται, την οικονομική βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που εναπομένουν,

–      στην αναδιάθεση των γεωργικών εκτάσεων για μη γεωργικές χρήσεις, όταν δεν είναι δυνατή η χρήση τους για γεωργικούς σκοπούς υπό ικανοποιητικούς όρους οικονομικής βιωσιμότητας.

2.      Η στήριξη της πρόωρης συνταξιοδότησης μπορεί να περιλαμβάνει μέτρα για την παροχή εισοδήματος στους γεωργικούς εργάτες.»

10.      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999 προβλέπει τα εξής:

«Ο αποχωρών γεωργός πρέπει:

–      να παύσει οριστικά να ασκεί οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα για εμπορικούς σκοπούς· μπορεί ωστόσο να εξακολουθήσει να ασκεί γεωργική δραστηριότητα για μη εμπορικούς σκοπούς και να διατηρήσει τη χρήση των κτισμάτων,

–      να είναι τουλάχιστον 55 ετών, χωρίς να έχει φθάσει τη συνήθη ηλικία συνταξιοδότησης κατά τη στιγμή της αποχώρησής του και

–      να έχει ασκήσει τη γεωργική δραστηριότητα τα δέκα τελευταία χρόνια πριν από την αποχώρησή του.»

11.      Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999 ορίζει:

«Η διάρκεια χορήγησης της ενίσχυσης για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τη δεκαπενταετία για τον αποχωρούντα γεωργό και τη δεκαετία για τον γεωργικό εργάτη. Δεν μπορεί να χορηγείται πέραν του εβδομηκοστού πέμπτου έτους του αποχωρούντος γεωργού ούτε της συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης του γεωργικού εργάτη.

Εάν, στην περίπτωση αποχωρούντος γεωργού, καταβάλλεται από το κράτος μέλος κανονική σύνταξη, η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση χορηγείται ως συμπληρωματική σύνταξη, λαμβάνοντας υπόψη το ποσό της εθνικής σύνταξης.»

12.      Το άρθρο 2 του κανονισμού (EK) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (4), προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως “διαρθρωτικά Ταμεία” νοούνται: το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Προσανατολισμού, και το Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ), εφεξής καλούμενα “Ταμεία”.

[…]

5.      […] Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη συνέπεια των πράξεων των Ταμείων προς τις λοιπές κοινοτικές πολιτικές και ενέργειες, ιδίως στους τομείς της απασχόλησης, της ισότητας ανδρών και γυναικών, της κοινωνικής πολιτικής, της παιδείας και της επαγγελματικής εκπαίδευσης, της κοινής γεωργικής πολιτικής, της κοινής αλιευτικής πολιτικής, των μεταφορών, της ενέργειας και των διευρωπαϊκών δικτύων, καθώς και για την ενσωμάτωση των απαιτήσεων προστασίας του περιβάλλοντος στον ορισμό και την εφαρμογή των πράξεων των Ταμείων.»

13.      Το άρθρο 12 του κανονισμού 1260/1999 προβλέπει τα εξής:

«Οι πράξεις που χρηματοδοτούνται από τα Ταμεία, από την ΕΤΕπ ή από άλλο χρηματοδοτικό όργανο, πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις της συνθήκης και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής, καθώς και προς τις κοινοτικές πολιτικές και δράσεις, περιλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, την προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος, την εξάλειψη των ανισοτήτων, καθώς και την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.»

 Β –      Το εθνικό δίκαιο

14.      Συμφώνως προς τον κανονισμό 1257/1999, η Τσεχική Δημοκρατία εξέδωσε, στις 26 Ιανουαρίου 2005, την κυβερνητική απόφαση 69/2005 σχετικά με τον καθορισμό των προϋποθέσεων για τη χορήγηση επιδοτήσεως για την πρόωρη παύση της γεωργικής δραστηριότητας εκ μέρους ενός επιχειρηματία που κατέχει μια γεωργική εκμετάλλευση. Κατά το άρθρο 1 της εν λόγω κυβερνητικής αποφάσεως, αυτή έχει ως σκοπό τη χορήγηση επιδοτήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος για την υποστήριξη της πρόωρης παύσεως των γεωργικών δραστηριοτήτων εκ μέρους ενός επιχειρηματία που κατέχει μια γεωργική εκμετάλλευση.

15.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της κυβερνητικής αποφάσεως 69/2005, ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως αν, μεταξύ άλλων, κατά την ημέρα υποβολής της αιτήσεως για υπαγωγή στο ως άνω σύστημα έχει ήδη συμπληρώσει τουλάχιστον την ηλικία των 55 ετών και αν κατά την ημέρα υποβολής της αιτήσεως για υπαγωγή στο ως άνω σύστημα δεν έχει συμπληρώσει την απαιτούμενη ηλικία για την απόκτηση δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως.

16.      Κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 του νόμου 155/1995 σχετικά με το συνταξιοδοτικό ασφαλιστικό σύστημα, όπως αυτός ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009, διατάξεις στις οποίες παραπέμπει η κυβερνητική απόφαση 69/2005, ο ασφαλισμένος δικαιούται να λάβει σύνταξη γήρατος αν έχει συμπληρώσει περίοδο ασφαλίσεως όχι μικρότερη από α) 25 έτη και αν έχει φθάσει τουλάχιστον την απαιτούμενη ηλικία για την απόκτηση δικαιώματος συνταξιοδότησης ή αν έχει συμπληρώσει περίοδο ασφαλίσεως όχι μικρότερη από β) 15 έτη και αν έχει φθάσει τουλάχιστον την ηλικία των 65 ετών, σε περίπτωση που δεν πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται υπό στοιχείο α΄.

17.      Κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, του νόμου 155/1995 σχετικά με το συνταξιοδοτικό ασφαλιστικό σύστημα, διάταξη στην οποία επίσης παραπέμπει η κυβερνητική απόφαση 69/2005, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως ήταν τα 60 έτη για τους άνδρες και μεταξύ του 53ου έτους και του 57ου έτους για τις γυναίκες (ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων). Οι κανόνες αυτοί ίσχυαν για τους ασφαλισμένους που είχαν συμπληρώσει την ως άνω ηλικία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995. Περαιτέρω, το άρθρο 32, παράγραφος 2, του νόμου 155/1995 προβλέπει τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν τα ως άνω όρια ηλικίας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1996 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012 και το άρθρο 32, παράγραφος 3, του νόμου 155/1995 καθιερώνει ως ηλικία συνταξιοδοτήσεως, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012, τα 63 έτη για τους άνδρες και από το 59ο έτος μέχρι το 63ο έτος για τις γυναίκες (ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων).

III – Τα πραγματικά περιστατικά και τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα

18.      Η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, Blanka Soukupová, η οποία γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1947, υπέβαλε αίτηση για υπαγωγή στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως γεωργών (στο εξής: σύστημα πρόωρης συνταξιοδότησης) στις 3 Οκτωβρίου 2006.

19.      Στις 20 Δεκεμβρίου 2006 η αίτηση της Β. Soukupová για τη χορήγηση ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση απορρίφθηκε από το Státní zemědělský intervenční fond (κρατικό ταμείο παρεμβάσεων στον τομέα της γεωργίας) διότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της, η Β. Soukupová είχε ήδη συμπληρώσει την ηλικία βάσει της οποίας αποκτούσε δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 155/1995 σχετικά με το συνταξιοδοτικό ασφαλιστικό σύστημα, η Β. Soukupová, ως γυναίκα που έχει αναθρέψει δύο τέκνα, απέκτησε το ως άνω δικαίωμα στις 24 Μαΐου 2004. Ωστόσο, αν η Β. Soukupová είχε μόνον ένα τέκνο ή αν δεν είχε αποκτήσει τέκνα, θα εδικαιούτο να λάβει σύνταξη μόνον έπειτα από τις 24 Μαΐου 2004.

20.      Ωστόσο, ο άνδρας ο οποίος θα είχε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία με την Β. Soukupová και ο οποίος θα υπέβαλλε αίτηση για υπαγωγή στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως δεν θα εδικαιούτο να λάβει σύνταξη γήρατος στις 3 Οκτωβρίου 2006. Επομένως, αυτός θα ελάμβανε ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση. Δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως θα αποκτούσε μόλις το 2009. Περαιτέρω, ουδεμία διάταξη του τσεχικού δικαίου προέβλεπε μεταβολή της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ενός ανδρός ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που αυτός έχει αναθρέψει.

21.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η Β. Soukupová έχει σημαντικό οικονομικό συμφέρον να μετάσχει στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως διότι, το 2005, η μέση σύνταξη γήρατος για τις γυναίκες ανερχόταν σε 7 030 τσεχικές κορώνες (CZK) (287,02 ευρώ) και το 2007 ανερχόταν σε 8 747 CZK (357,09 ευρώ), ενώ οι μετέχοντες στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μπορούσαν να εξασφαλίσουν μέγιστη στήριξη του εισοδήματός τους ανερχόμενη περίπου (καθαρά) σε 13 500 CZK (551,15 ευρώ) είτε επί 15 έτη είτε μέχρι την ηλικία των 75 ετών, ανάλογα με το όριο που θα συμπληρωνόταν ενωρίτερα.

22.      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Β. Soukupová υπέβαλε ένσταση κατά της απορρίψεως της ως άνω αιτήσεώς της για τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση ενώπιον του Υπουργείου Γεωργίας, αλλά το σχετικό αίτημά της απορρίφθηκε με απόφαση της 12ης Απριλίου 2007. Στη συνέχεια, η Β. Soukupová άσκησε προσφυγή ενώπιον του Městský soud v Praze (Δικαστήριο της Περιφέρειας της Πράγας). Η Β. Soukupová υποστήριξε ότι η τσεχική νομοθεσία έχει ως συνέπεια ότι οι γυναίκες, οι οποίες έχουν αναθρέψει πλείονα τέκνα, έχουν αντικειμενικώς βραχύτερη προθεσμία στη διάθεσή τους για την υποβολή αιτήσεως για τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση απ’ ό,τι είτε οι γυναίκες που έχουν αναθρέψει λιγότερα τέκνα είτε οι άνδρες.

23.      Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2009 το Městský soud v Praze ακύρωσε την απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας αποκλείοντας οποιαδήποτε ερμηνεία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδικαιολόγητες διαφορές στην αντιμετώπιση αφενός των ανδρών γεωργών και αφετέρου των γυναικών γεωργών. Το Městský soud v Praze επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι μία από τις προβλεπόμενες από το τσεχικό δίκαιο προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος είναι η συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Για κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως των ανδρών και των γυναικών είναι διαφορετική, λαμβανομένου υπόψη ότι η ηλικία συνταξιοδοτήσεως των γυναικών καθορίζεται βάσει του αριθμού των τέκνων που έχει αναθρέψει μια γυναίκα. Το Městský soud v Praze εκτίμησε ότι δεν υπήρχε καμία νομική βάση για οποιαδήποτε διαφορά στην αντιμετώπιση όσον αφορά την ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση με γνώμονα την ηλικία, το φύλο ή τον αριθμό των γεννηθέντων τέκνων και ανέπεμψε τη σχετική με την Β. Soukupová υπόθεση στο Υπουργείο Γεωργίας προς επανεξέταση.

24.      Το Υπουργείο Γεωργίας άσκησε αναίρεση ως προς ένα νομικό ζήτημα κατά της αποφάσεως του Městský soud v Praze ενώπιον του Nejvyšší správní soud. Το εν λόγω υπουργείο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου προβλέπει ρητώς μόνον το κατώτατο όριο (και όχι το ανώτατο όριο) ηλικίας του αιτούντος τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση, ότι η συνήθης ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθορίζεται χωριστά σε κάθε κράτος μέλος και ότι ο όρος «συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης» στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999 και ο όρος «ηλικία συνταξιοδότησης» στον νόμο 155/1995 σχετικά με το συνταξιοδοτικό ασφαλιστικό σύστημα έχουν παρόμοια έννοια.

25.      Το Nejvyšší správní soud αποφάσισε να υποβάλει τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών, την έννοια ότι πρόκειται για την “ηλικία που απαιτείται”, κατά την εθνική νομοθεσία, “για την απόκτηση δικαιώματος λήψης σύνταξης γήρατος” από τον συγκεκριμένο αιτούντα;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα: Συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις γενικές αρχές του δικαίου αυτού ο προσδιορισμός της “συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση κατά διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το φύλο του συγκεκριμένου αιτούντος και τον αριθμό των τέκνων που έχει αναθρέψει;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμόζει το εθνικό δικαστήριο κατά την ερμηνεία του όρου “συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών;»

26.      Η Β. Soukupová, η Τσεχική Κυβέρνηση, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή μετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα στις 28 Ιουνίου 2012.

IV – Ανάλυση

 Α –      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

27.      Στην υπό κρίση διαφορά τίθεται το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος, το οποίο έχει ασκήσει το προβλεπόμενο από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαίωμά του να ορίσει διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες σε σχέση με τη δυνατότητα χορηγήσεως συντάξεως γήρατος, μπορεί να στηριχθεί στους ίδιους κανόνες του εθνικού δικαίου, οι οποίοι εισάγουν διάκριση, προκειμένου να προσδιορίσει τη «συνήθη ηλικία συνταξιοδότησης» κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση θέτει ορισμένα περίπλοκα ζητήματα, λόγω του περιθωρίου που παρέχεται στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά τον προσδιορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως προς τον σκοπό της χορηγήσεως συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει, και λόγω των συνεπειών που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές.

28.      Ωστόσο, το πρώτο ερώτημα εκφέρεται με ευκρινέστερους όρους, οι οποίοι δεν υπογραμμίζουν την ως άνω περιπλοκότητα. Ερωτάται απλώς αν η «συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης», κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να ερμηνευθεί ως «η ηλικία που απαιτείται για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος» κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά τη γνώμη μου, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτός ο κανονισμός 1257/1999 και στο πλαίσιο αυτό πρέπει, ως εκ τούτου, να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

29.      Εντούτοις, το ζήτημα δεν εξαντλείται στο σημείο αυτό. Ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμεύονται από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών. Οποιοδήποτε τμήμα της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σύμφωνο προς την αρχή αυτή, καθίσταται ανίσχυρο (5). Επίσης, βάσει γενικής ερμηνευτικής αρχής, μια κοινοτική πράξη πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, ειδικότερα δε με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (6).

30.      Επομένως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η θέση των κρατών μελών, όπως της Τσεχικής Δημοκρατίας, τα οποία έχουν ασκήσει το προβλεπόμενο από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαίωμά τους να ορίσουν διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες στο πλαίσιο της συντάξεως γήρατος. Τούτο σημαίνει ότι είναι επιβεβλημένη μια γενική προσέγγιση που να λαμβάνει προσηκόντως υπόψη τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ισότητας.

 Β –      Το πρώτο ερώτημα

31.      Κατ’ αρχήν, ο όρος «συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης» κατά το χρονικό σημείο της αποχωρήσεως του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999, έχει την έννοια ότι πρόκειται για την «ηλικία που απαιτείται για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος». Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τους επιδιωκόμενους από τον κανονισμό 1257/1999 σκοπούς και από το γράμμα των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

32.      Η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν αποσκοπεί στην παροχή συμπληρώματος της συντάξεως γήρατος για κοινωνικούς λόγους ούτε αποβλέπει ευθέως στη χορήγηση πρόσθετου εισοδήματος για τους ηλικιωμένους γεωργούς. Οι συνέπειες αυτές είναι εγγενείς συνέπειες του κανονισμού 1257/1999, ως μέσα για την επίτευξη του πρωταρχικού σκοπού του συστήματος της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση, ο οποίος συνίσταται στο να παρασχεθεί οικονομικό κίνητρο στους μεγάλους σε ηλικία γεωργούς για να παύσουν τις δραστηριότητές τους ενωρίς, και υπό συνθήκες στις οποίες κανονικά δεν θα έπαυαν τις εν λόγω δραστηριότητες.

33.      Επομένως, ο στόχος του συστήματος της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση συνίσταται στη διευκόλυνση του διαρθρωτικού μετασχηματισμού του γεωργικού τομέα προκειμένου να διασφαλισθεί με καλύτερο τρόπο η βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, υπάρχει ένα τεκμήριο επί του οποίου στηρίζεται ο κανονισμός 1257/1999 και κατά το οποίο οι μεγάλοι σε ηλικία γεωργοί είναι λιγότερο διατεθειμένοι να ασχοληθούν με τη σύγχρονη τεχνολογία, η οποία θα αυξήσει την παραγωγικότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, απ’ ό,τι οι νεότεροι γεωργοί. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1257/1999, η πρόωρη συνταξιοδότηση των γεωργών ενθαρρύνεται με στόχο τη βελτίωση της βιωσιμότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

34.      Ωστόσο, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, υπό ομαλές συνθήκες, ένας γεωργός δεν θα παύσει τις δραστηριότητές του προτού αποκτήσει δικαίωμα σε μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος υπό ορισμένη μορφή συντάξεως. Επομένως, θα προέκυπτε ότι είναι σύμφωνο προς τη συλλογιστική αυτή το να επιβληθεί, ως όρος για την καταβολή ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση, η προϋπόθεση ότι η αίτηση για την ως άνω ενίσχυση πρέπει να υποβάλλεται προτού συμπληρωθεί η ηλικία κατά την οποία υπάρχει επιλεξιμότητα για τη λήψη της κανονικής συντάξεως γήρατος.

35.      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999 αποσαφηνίζει ότι, όταν καταβάλλεται από το κράτος μέλος κανονική σύνταξη, η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση χορηγείται ως συμπληρωματική σύνταξη, πράγμα το οποίο έχει ως συνέπεια ότι αποφεύγεται, ως εκ τούτου, η υπέρμετρη αντιστάθμιση υπό τη μορφή μιας παροχής που καταβαλλόταν ταυτοχρόνως με τη σύνταξη γήρατος. Το γεγονός ότι η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση εξακολουθεί να καταβάλλεται μετά την κανονική συνταξιοδότηση καταδεικνύει ότι η εν λόγω ενίσχυση αποσκοπεί στο να παράσχει επαρκές κίνητρο στους γεωργούς των οποίων οι εθνικές συντάξεις γήρατος είναι πενιχρές και οι οποίοι, σε διαφορετική περίπτωση, θα εξακολουθούσαν τη γεωργική δραστηριότητά τους μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης.

36.      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999, η μέγιστη διάρκεια της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση είναι τα 15 έτη στην περίπτωση των αποχωρούντων γεωργών και η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να καταβάλλεται μέχρι το 75ο έτος των εν λόγω αποχωρούντων γεωργών. Αφετέρου, εφόσον το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999 εμποδίζει τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως γεωργούς που έχουν ήδη συμπληρώσει τη «συνήθη ηλικία συνταξιοδότησης», από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι τα κράτη μέλη κωλύονται να συμπεριλάβουν στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως γεωργούς που έχουν συμπληρώσει τη συνήθη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αλλά ότι, παρά ταύτα, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να καταβάλλουν την ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση μετά την εκ μέρους των γεωργών συμπλήρωση της ως άνω ηλικίας.

37.      Η έννοια της «συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης» κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, και βεβαίως κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999 πρέπει να ερμηνεύεται, κατά τη γνώμη μου, κατά ενιαίο τρόπο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, και όπως συμβαίνει όσον αφορά πολλές άλλες έννοιες που χρησιμοποιούνται σε άμεσα εφαρμοστέους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή η προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έννοια παραπέμπει έμμεσα σε διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες δεν είναι εναρμονισμένες. Επομένως, έστω και αν η προβλεπόμενη από τον κανονισμό έννοια της «συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης» πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη στην ηλικία που απαιτείται για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος και όχι ως αναφερόμενη, παραδείγματος χάριν, σε ένα όριο ηλικίας που αφορά συγκεκριμένα εθνικά συστήματα πρόωρης συνταξιοδότησης, η εν λόγω ηλικία καθορίζεται συγκεκριμένα δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (7).

38.      Ωστόσο, η εφαρμογή της έννοιας της συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης υπόκειται στην τήρηση των επιταγών της ίσης μεταχειρίσεως. Ενώ οι ως άνω διατάξεις επιτρέπουν, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη να συνδέσουν τη «συνήθη ηλικία συνταξιοδότησης» κατά τον κανονισμό 1257/1999 με «την ηλικία που απαιτείται για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος» κατά την εθνική νομοθεσία, το σχετικό δικαίωμα πρέπει να ασκείται τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό με την απάντησή μου στο δεύτερο ερώτημα.

39.      Κατά συνέπεια, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

«Ο όρος “συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 11 του κανονισμού 1257/1999, έχει την έννοια ότι πρόκειται για την “ηλικία που απαιτείται”, κατά την εθνική νομοθεσία, “για την απόκτηση δικαιώματος λήψης σύνταξης γήρατος” από τον συγκεκριμένο αιτούντα.»

 Γ –     Το δεύτερο ερώτημα

1.      Εισαγωγικά σχόλια

40.      Με το δεύτερο ερώτημα, το Nejvyšší správní soud επιθυμεί να πληροφορηθεί αν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο προσδιορισμός της «συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης» κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση κατά διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το φύλο του συγκεκριμένου αιτούντος και τον αριθμό των τέκνων που έχει αναθρέψει.

41.      Εν προκειμένω, είναι αναγκαίο να υπομνησθεί ότι, κατά το τσεχικό δίκαιο, «η ηλικία που απαιτείται για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος» είναι διαφορετική όσον αφορά τους άνδρες και όσον αφορά τις γυναίκες. Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό της ως άνω ηλικίας λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των τέκνων που έχει αναθρέψει μια γυναίκα, αλλά δεν λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των τέκνων που έχει αναθρέψει ένας άνδρας. Είναι δυνατόν το γεγονός αυτό να δικαιολογήσει το ότι η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1257/1999 ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση καταβάλλεται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις;

42.      Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να εξετασθεί το ζήτημα αν η διαφορετική μεταχείριση των ανδρών γεωργών και των γυναικών γεωργών κατά το τσεχικό δίκαιο, στο πλαίσιο της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση, μπορεί να «θεωρηθεί αποδεκτή» με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3 και 7 της οδηγίας 79/7. Έτσι, είναι αναγκαίο να εξετασθούν τα ακόλουθα ζητήματα:

i)      Υπάρχει ένα ειδικό νομικό καθεστώς, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που να διέπει την καταβολή της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση, ή πρέπει το ζήτημα αυτό να επιλυθεί με γνώμονα τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την απαγόρευση της άνισης μεταχειρίσεως;

ii)      Αντιμετωπίζεται η B. Soukupová κατά διαφορετικό τρόπο από αυτόν κατά τον οποίο θα αντιμετωπιζόταν ένας άνδρας ο οποίος θα βρισκόταν σε συγκρίσιμη θέση;

iii)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπάρχει αντικειμενική δικαιολόγηση για την εν λόγω διαφορετική μεταχείριση (8);

iv)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, είναι αυτή η διαφορετική μεταχείριση ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (9);

2.      Η οδηγία 79/7 δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς

43.      Προκαταρκτικώς, δέχομαι ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 79/7 πράγματι προστατεύει το δικαίωμα των κρατών μελών να προσδιορίζουν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως προς τον σκοπό της χορηγήσεως συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει, και τις συνέπειες που είναι δυνατό να προκύψουν για άλλες παροχές (συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων για άτομα τα οποία έχουν αναθρέψει τέκνα) (10). Όπως επισημάνθηκε στις γραπτές παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβερνήσεως, δίδεται η εντύπωση, ως εκ τούτου, ότι υπάρχει πεδίο για να υποστηριχθεί ότι η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση αποτελεί παρεπόμενη παροχή που απορρέει από μια (σύννομη) διαφορά μεταξύ της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των ανδρών και της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των γυναικών κατά το τσεχικό δίκαιο.

44.      Ωστόσο, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν εμπίπτει στα προβλεπόμενα από τον νόμο συστήματα τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 79/7 (11). Επομένως, εξ αυτού ανακύπτει το ζήτημα αν η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση ισοδυναμεί με «άλλες παροχές» κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 79/7, ως προς τις οποίες τα κράτη μέλη πράγματι απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών.

45.      Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 7 της οδηγίας 79/7 ερμηνεύεται, κατά πάγιο τρόπο, συσταλτικώς. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι «σε περίπτωση κατά την οποία […] ένα κράτος μέλος προβλέπει διαφορετική ηλικία για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος και συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα όρια της επιτρεπόμενης παρεκκλίσεως περιορίζονται στις διακρίσεις οι οποίες συνδέονται αναγκαίως και αντικειμενικώς με τη διαφορά της ηλικίας συνταξιοδότησης» (12).

46.      Κατά τη γνώμη μου, υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας, η επιλεξιμότητα για τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν μπορεί να συνδέεται, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, με τη διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών από την άποψη της ηλικίας κατά την οποία αποκτούν δικαίωμα λήψεως συντάξεως γήρατος. Τούτο συμβαίνει διότι οι «άλλες παροχές», για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και οι οποίες μπορούν συννόμως να εισάγουν διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών με βάση την ηλικία, μπορούν να εμπερικλείουν μόνο διακρίσεις οι οποίες «είναι αντικειμενικώς αναγκαίες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή για να εξασφαλισθεί η συνοχή μεταξύ του συστήματος συντάξεων γήρατος και του συστήματος των άλλων παροχών» (13).

47.      Όπως προαναφέρθηκε, η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν είναι παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά παροχή που αποσκοπεί στη βελτίωση της παραγωγικότητας της γεωργίας, δηλαδή, με άλλα λόγια, είναι ένα μέσον της κοινής γεωργικής πολιτικής. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ούτε από οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν προκύπτει ότι υπήρχαν οι απαιτούμενοι οικονομικοί σύνδεσμοι μεταξύ, αφενός, της καταβολής της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση και, αφετέρου, τόσο του συστήματος των συντάξεων γήρατος της Τσεχικής Δημοκρατίας όσο και εν γένει του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους μέλους, ή ότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από την ανάγκη διατηρήσεως μιας τέτοιας συνοχής. Επιπλέον, τιθεμένης κατά μέρος της καταβολής της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση ως συμπληρώματος της συντάξεως γήρατος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1257/1999, οι δύο καταβολές είναι απολύτως ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν δύναμαι να συμφωνήσω με τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Πολωνική Κυβέρνηση και κατά τα οποία το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 79/7 μπορεί να δικαιολογήσει οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση αφενός της Β. Soukupová και αφετέρου ενός ανδρός γεωργού που έχει την ίδια ηλικία με αυτήν.

48.      Πράγματι, όπως επισήμανε η Β. Soukupová με τις γραπτές παρατηρήσεις της, καίτοι το τσεχικό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η άνιση μεταχείριση ανδρών και γυναικών είναι δικαιολογημένη στο πλαίσιο του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξ αυτού δεν συνάγεται ότι η εν λόγω άνιση μεταχείριση θα πρέπει να εφαρμόζεται και σε άλλους τομείς της ζωής των Τσέχων πολιτών, όπως είναι ο προσδιορισμός του αν κάποιος είναι επιλέξιμος για τη λήψη της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση (14).

49.      Περαιτέρω, ουδεμία προβλεπόμενη από τη νομοθεσία δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως αφενός της Β. Soukupová και αφετέρου ενός ανδρός, ο οποίος βρίσκεται σε συγκρίσιμη θέση με αυτήν, μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 79/7, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της «β) τα πλεονεκτήματα που παρέχονται επί ασφαλίσεως γήρατος στα πρόσωπα που έχουν αναθρέψει τέκνα». Τούτο συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι η Β. Soukupová περιέρχεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την επιλεξιμότητά της για τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση, εξαιτίας του ότι έχει αναθρέψει τέκνα. Η Β. Soukupová έχει σημαντικό οικονομικό συμφέρον να μετάσχει στο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Επομένως, η Τσεχική Κυβέρνηση εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η Β. Soukupová δεν θα υφίστατο κάποια ιδιαίτερα αρνητική συνέπεια εάν συνταξιοδοτείτο και ελάμβανε πλήρη εθνική σύνταξη. Αντιθέτως, σύμφωνα με τις πληροφορίες τις οποίες παρέσχε η Επιτροπή και στις οποίες ήδη αναφέρθηκα, η Β. Soukupová πρόκειται να υποστεί μείζονα οικονομική απώλεια λόγω της αποκλεισμού της από την ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση.

50.      Επιπλέον, όπως ακριβώς η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν εμπίπτει στον αποκλεισμό που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ως άνω οδηγίας, φρονώ επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν παρέχεται «επί ασφαλίσεως γήρατος» για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της ως άνω οδηγίας. Κατά πάσα πιθανότητα, η εν λόγω ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση είναι μια καταβολή που απορρέει από το ΕΓΤΠΕ.

51.      Επομένως, μολονότι δέχομαι ότι ο προσδιορισμός της «συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης» κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999 συνδέεται με την εθνική νομοθεσία περί συντάξεων, εντούτοις δεν είμαι σε θέση να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα το οποίο θα παρείχε στα κράτη μέλη, κατά την εκ μέρους τους εφαρμογή του κανονισμού 1257/1999, το δικαίωμα να παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φύλου (15). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι «μια διάταξη κοινοτικής πράξεως θα μπορούσε να προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα, εάν επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση ή τους επέτρεπε ρητώς ή σιωπηρώς να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ εθνικούς νόμους που προσβάλλουν τα εν λόγω δικαιώματα» (16). Εξάλλου, όπως έχει παρατηρήσει η γενική εισαγγελέας J. Kokott, «ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν μέτρα που ενδεχομένως προσβάλλουν τα κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα» (17).

52.      Έτσι, η διαφορετική μεταχείριση αφενός των ανδρών γεωργών και αφετέρου των γυναικών γεωργών στο πλαίσιο της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν μπορεί να «θεωρηθεί αποδεκτή» με βάση τα άρθρα 3 και 7 της οδηγίας 79/7. Επομένως, όπως ήδη επισήμανα, είναι αναγκαίο να εξετασθούν τα τέσσερα ζητήματα που εξέθεσα ανωτέρω στο σημείο 42.

3.      Το ενδεδειγμένο νομικό καθεστώς

53.      Όπως επισήμανε το Nejvyšší správní soud, είναι κάθε άλλο παρά προφανές ότι οποιαδήποτε διάκριση, την οποία ενδεχομένως υπέστη η Β. Soukupová σε σχέση με την πρόσβαση στην ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής οποιουδήποτε από τα νομοθετικά μέτρα που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση προς καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου (18). Συμφωνώ, επίσης, με το επιχείρημα το οποίο προβλήθηκε με τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής και κατά το οποίο η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «αμοιβή» κατά το άρθρο 157 ΣΛΕΕ διότι δεν αποτελεί σύνταξη που καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως μεταξύ αυτού και ενός προηγούμενου εργοδότη του, όπως απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (19).

54.      Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η Τσεχική Δημοκρατία, αρνούμενη να χορηγήσει στην Β. Soukupová ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση, ενήργησε στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 1257/1999. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών μνημονεύεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 40, στο άρθρο 2, ενδέκατη περίπτωση, του κανονισμού 1257/1999, καθώς και στα άρθρα 2, παράγραφος 5, και 12 του κανονισμού 1260/1999. Είναι αναμφισβήτητο ότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της γεωργίας (20).

55.      Επομένως, τούτο σημαίνει ότι ο προσδιορισμός του αν η Β. Soukupová υπέστη μη σύννομη δυσμενή διάκριση κατά παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να γίνει με γνώμονα τη γενική αρχή της ισότητας.

4.      Αντιμετωπίζεται η Β. Soukupová κατά διαφορετικό τρόπο από αυτόν κατά τον οποίο θα αντιμετωπιζόταν ένας άνδρας ο οποίος θα βρισκόταν σε συγκρίσιμη θέση;

56.      Κατά τη γνώμη μου, η Β. Soukupová μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου καθόσον για τον υπολογισμό της ηλικίας συνταξιοδότησής της συνεκτιμάται ο αριθμός των τέκνων που απέκτησε ενώ για τον υπολογισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης των ανδρών δεν συνεκτιμάται ο παράγοντας αυτός (η δε ηλικία συνταξιοδότησης των ανδρών είναι, εν πάση περιπτώσει, μεγαλύτερη από την ηλικία συνταξιοδότησης των γυναικών). Πράγματι, κατά το τσεχικό δίκαιο, η Β. Soukupová αντιμετωπίζεται κατά διαφορετικό τρόπο από αυτόν κατά τον οποίο θα αντιμετωπιζόταν ένας άνδρας της ίδιας ηλικίας ο οποίος θα είχε τον ίδιο αριθμό τέκνων με αυτήν, καθόσον η Β. Soukupová έχει στη διάθεσή της βραχύτερη προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως για τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, με τη σειρά του, τη δημιουργία σημαντικών και δυσμενών οικονομικών συνεπειών. Όπως επισημάνθηκε στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, το πλεονέκτημα το οποίο παρασχέθηκε στην Β. Soukupová και το οποίο συνίστατο στο ότι αυτή απέκτησε πρόωρη πρόσβαση στη σύνταξη, μέσω της συνεκτιμήσεως του φύλου της και του γεγονότος ότι είχε αποκτήσει δύο τέκνα, μετατράπηκε σε μειονέκτημα στο πλαίσιο της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση. Όπως έχω ήδη επισημάνει, τούτο είναι εύλογο λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των μέσων ποσών που καταβλήθηκαν στις γυναίκες στο πλαίσιο του συστήματος των συντάξεων γήρατος, κατά τα έτη 2005 και 2007, και των μεγίστων ποσών που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση.

57.      Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η Β. Soukupová δεν βρίσκεται στην ίδια θέση με έναν άνδρα που έχει συμπληρώσει την ίδια ηλικία με αυτήν. Τούτο συμβαίνει διότι, στην περίπτωση ενός ανδρός ενδιαφερομένου, ο κανονισμός 1257/1999 είναι ικανός να επιτύχει τον σκοπό του που συνίσταται στο να ενθαρρυνθεί η πρόωρη συνταξιοδότηση, ενώ, στην περίπτωση της Β. Soukupová, τα ίδια αυτά μέτρα είναι αλυσιτελή διότι αυτή έχει ήδη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Εξάλλου, όπως υποστήριξε η Πολωνική Κυβέρνηση, δεδομένου ότι ο σκοπός του κανονισμού 1257/1999 συνίσταται στην ενθάρρυνση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με ζητούμενο τη βελτίωση της βιωσιμότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, ο επιδιωκόμενος από τον κανονισμό 1257/1999 στόχος δεν επιτυγχάνεται άπαξ και η Β. Soukupová έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τον νόμο ηλικία συνταξιοδοτήσεως, η οποία είναι μικρότερη από την ισχύουσα για έναν άνδρα ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

58.      Δεν δύναμαι να δεχθώ τα επιχειρήματα αυτά. Πρώτον, φρονώ ότι το σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως δεν αποσκοπεί σε αυτή καθαυτήν την πρόωρη συνταξιοδότηση, αλλά στη μεταβίβαση των γεωργικών δραστηριοτήτων σε νεότερους γεωργούς. Τα επιχειρήματα της Τσεχικής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως είναι έωλα, εκτός αν υπάρχει κάποιος εθνικός κανόνας που να απαγορεύει σε έναν γεωργό ή σε μία γεωργό, που έχει συμπληρώσει τη συνήθη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, να εξακολουθήσει να ασκεί τις γεωργικές δραστηριότητές του/της και που να εξαναγκάζει τον ενδιαφερόμενο γεωργό ή την ενδιαφερόμενη γεωργό να μεταβιβάσει τις εν λόγω δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι μια γυναίκα γεωργός έχει συμπληρώσει την ισχύουσα γι’ αυτήν ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα ότι η εν λόγω γεωργός πρόκειται να μεταβιβάσει τις δραστηριότητές της σε έναν νεότερο γεωργό. Επομένως, η εφαρμογή μικρότερης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως όσον αφορά τις γυναίκες γεωργούς ελαττώνει στην πραγματικότητα τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες η μεταβίβαση της γεωργικής εκμεταλλεύσεως αποτελεί μια βιώσιμη, από οικονομικής απόψεως, εναλλακτική λύση αντί της εξακολουθήσεως της δραστηριότητας εκ μέρους του μεγαλύτερου σε ηλικία γεωργού και μάλιστα για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Πράγματι, η τσεχική νομοθεσία αποκλείει τις γυναίκες γεωργούς, οι οποίες έχουν αποκτήσει πολλά τέκνα, από το πεδίο εφαρμογής του συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει την εξασφάλιση πρακτικής αποτελεσματικότητας του συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

59.      Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το μειονέκτημα που προκλήθηκε στην Β. Soukupová εξαιτίας των επίμαχων εθνικών διατάξεων έχει ένα αποτέλεσμα το οποίο βρίσκεται σε πρόδηλη αντίφαση με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Δεν αμφισβητήθηκε ούτε με τις γραπτές παρατηρήσεις ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το ότι ένας άνδρας, ο οποίος θα είχε τον ίδιο αριθμό τέκνων με την Β. Soukupová, θα ελάμβανε την ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση. Τούτο είναι σαφώς επαρκές προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως.

5.      Υπάρχει αντικειμενική δικαιολόγηση για την εν λόγω διαφορετική μεταχείριση;

60.      Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη, ιδίως λόγω του επιδιωκόμενου από τον κανονισμό 1257/1999 σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην ενθάρρυνση των μεγαλύτερων σε ηλικία γεωργών να παύσουν πρόωρα τις γεωργικές δραστηριότητές τους εντασσόμενοι σε καθεστώς πρόωρης συνταξιοδοτήσεως (21). Η Πολωνική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η άρνηση χορηγήσεως στην Β. Soukupová ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση ήταν δικαιολογημένη διότι η Β. Soukupová ελάμβανε ήδη την παροχή της συντάξεως γήρατος, οπότε δεν στερήθηκε τα προς το ζην αφότου αποχώρησε από τη γεωργική δραστηριότητα.

61.      Δεν δύναμαι να δεχθώ τα επιχειρήματα αυτά. Οι αναγόμενοι στη διαρθρωτική πολιτική σκοποί των διατάξεων του κανονισμού 1257/1999 μπορούν κάλλιστα να επιτευχθούν χωρίς να υιοθετήσουν τα κράτη μέλη συμπεριφορά εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις. Περαιτέρω, το γεγονός η Β. Soukupová εισπράττει μειωμένα χρηματικά ποσά, υπό τη μορφή συντάξεως χωρίς το συμπλήρωμα της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση, δεν παρουσιάζει λογικό ειρμό με την απαιτούμενη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικειμενική δικαιολόγηση προκειμένου να είναι δυνατό να καταστεί σύννομη μια συμπεριφορά εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις. Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση, η οποία επιφυλάχθηκε στην Β. Soukupová, δεν είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην εξασφάλιση μεγαλύτερης παραγωγικότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μέσω της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως) (22).

62.      Δεδομένου ότι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει αντικειμενική δικαιολόγηση για την ως άνω διαφορετική μεταχείριση, δεν είναι αναγκαίο να εξετάσω αν η ως άνω διαφορετική μεταχείριση συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαφωνήσει με τις προτάσεις μου και προχωρήσει στο στάδιο αυτό, αρκεί, κατά τη γνώμη μου, να γίνει στάθμιση μεταξύ, αφενός, της κλίμακας της οικονομικής απώλειας, την οποία υπέστη η Β. Soukupová, και, αφετέρου, οποιωνδήποτε οφελών απορρέουν από το γεγονός ότι αυτή απέκτησε πρόωρα δικαίωμα για τη λήψη συντάξεως γήρατος. Δεδομένου ότι η ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση είναι πληρωτέα για μέγιστη περίοδο 15 ετών, η Β. Soukupová πρόκειται όντως να απέχει πολύ από την οικονομική κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ένας άνδρας ο οποίος θα είχε την ίδια ηλικία και την ίδια επαγγελματική σταδιοδρομία με αυτήν. Το χάσμα αυτό είναι υπερβολικό σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από τον κανονισμό 1257/1999 σκοπούς.

63.      Επομένως, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο δεύτερο ερώτημα:

«Ο προσδιορισμός της “συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, για τους σκοπούς της ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πρόωρη συνταξιοδότηση, κατά διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το φύλο του συγκεκριμένου αιτούντος, δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

 Δ –      Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα

64.      Κατά τη γνώμη μου, το τρίτο ερώτημα χρειάζεται μια μικρής εκτάσεως αναδιατύπωση, καθόσον ζητείται από το Δικαστήριο να απαντήσει στο εν λόγω ερώτημα μόνο σε περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Όπως ήδη διευκρίνισα, η υπό κρίση υπόθεση είναι μια υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας είναι αδύνατο να δοθεί απλώς μια μονολεκτική, καταφατική ή αρνητική, απάντηση. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, θα ήταν σκόπιμο να διαγράψω τις λέξεις «σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα» και να παράσχω απλώς στο εθνικό δικαστήριο την απαιτούμενη πλήρη κατατόπιση όσον αφορά τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ερμηνεία του όρου «συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης», όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 11 του κανονισμού 1257/1999.

65.      Όπως επισημάνθηκε στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, το ενδεδειγμένο κριτήριο αναφοράς για τον προσδιορισμό του αν η Β. Soukupová δικαιούται να λάβει ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση είναι το κριτήριο της «συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης», κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1257/1999, ενός ανδρός της ηλικίας της.

66.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με τη χορήγηση στα πρόσωπα που ανήκουν στην ευρισκόμενη σε δυσμενέστερη θέση κατηγορία των ιδίων πλεονεκτημάτων με εκείνα που χορηγούνται στα πρόσωπα της ευνοημένης κατηγορίας (23). Το πρόσωπο το οποίο ανήκει στην ευρισκόμενη σε δυσμενέστερη θέση κατηγορία πρέπει να περιέρχεται στην ίδια θέση με το πρόσωπο στο οποίο χορηγείται το σχετικό πλεονέκτημα. Τούτο σημαίνει ότι, ενώ προτάθηκε από το Nejvyšší správní soud μια σειρά εναλλακτικών κριτηρίων, στην υπό κρίση υπόθεση η Β. Soukupová πρέπει απλώς να αντιμετωπισθεί ωσάν να επρόκειτο για έναν άνδρα της ηλικίας της όταν οι τσεχικές εθνικές αρχές εξετάζουν την επιλεξιμότητα της Β. Soukupová για τη λήψη ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση.

67.      Επομένως, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο τρίτο ερώτημα:

«Κατά την εφαρμογή της έννοιας της “συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 1257/1999, η ισχύουσα για τους άνδρες γεωργούς προϋπόθεση συμπλήρωσης μεγαλύτερης ηλικίας για τη συνταξιοδότησή τους πρέπει επίσης να ισχύει και για τις γυναίκες γεωργούς.»

V –    Πρόταση

68.      Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Nejvyšší správní soud ως εξής:

«1.      Ο όρος “συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών, έχει την έννοια ότι πρόκειται για την “ηλικία που απαιτείται”, κατά την εθνική νομοθεσία, “για την απόκτηση δικαιώματος λήψης σύνταξης γήρατος” από τον συγκεκριμένο αιτούντα.

2.      Ο προσδιορισμός της “συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, για τους σκοπούς της ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πρόωρη συνταξιοδότηση, κατά διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το φύλο του συγκεκριμένου αιτούντος, δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.      Κατά την εφαρμογή της έννοιας της “συνήθους ηλικίας συνταξιοδότησης” κατά το χρονικό σημείο της αποχώρησης του γεωργού από τη γεωργική εκμετάλλευση, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 1257/1999, η ισχύουσα για τους άνδρες γεωργούς προϋπόθεση συμπλήρωσης μεγαλύτερης ηλικίας για τη συνταξιοδότησή τους πρέπει επίσης να ισχύει και για τις γυναίκες γεωργούς.»


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      ΕΕ L 160 της 26ης Ιουνίου 1999, σ. 80. Όλες οι διατάξεις του κανονισμού 1257/1999, οι οποίες αφορούν την υπό κρίση διαφορά, καταργήθηκαν από 1ης Ιανουαρίου 2007 με το άρθρο 93 του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (EE L 277, σ. 1). Ωστόσο, δεδομένου ότι οι διοικητικές αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσουν στην Β. Soukupová ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση στις 20 Δεκεμβρίου 2006, ο κανονισμός 1257/1999 είναι εφαρμοστέος ratione temporis.


3 –      ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160.


4 –      ΕΕ 1999, L 161, σ. 1. Ο κανονισμός 1260/1999 του Συμβουλίου καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2007, δυνάμει του άρθρου 107 του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (ΕΕ L 210, σ. 25). Ωστόσο, δεδομένου ότι οι διοικητικές αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσουν στην Β. Soukupová ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση στις 20 Δεκεμβρίου 2006, ο κανονισμός 1260/1999 διέπει εν προκειμένω το επίμαχο ζήτημα ratione temporis. Πάντως, επισημαίνεται περαιτέρω ότι ο κανονισμός 1083/2006 προστατεύει την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών με ακόμη σαφέστερο τρόπο στο άρθρο 16 αυτού.


5 – Βλ., π.χ., απόφαση της 1ης Μαρτίου 2011, C‑236/09, Association belge des Consommateurs Test‑Achats κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-773).


6 – Απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑149/10, Χατζή κατά Υπουργού Οικονομικών (Συλλογή 2010, σ. I‑8489, σκέψη 43).


7 – Βλ., όσον αφορά μια παρόμοια κατάσταση που αφορούσε μια έννοια προβλεπόμενη από μια οδηγία, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑467/08, Padawan (Συλλογή 2010, σ. I‑10055, σκέψη 37).


8 –      Βλ. π.χ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, C‑21/10, Nagy (Συλλογή 2011, σ. Ι-6769, σκέψη 47).


9 –      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑540/03, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου [απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σημείο 107, όπου παρατίθενται, μεταξύ άλλων, η απόφαση της 23ης Μαρτίου 1994, T‑8/93, Huet (Συλλογή 1994, σ. II-103, σκέψη 45), και η απόφαση της 2ας Μαρτίου 2004, T-14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-43 και II‑167, σκέψη 83)]. Για ένα παράδειγμα της λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της εκ μέρους ενός κράτους μέλους εφαρμογής του κανονισμού 1257/1999, βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, C‑241/07, JK Otsa Talu OÜ (Συλλογή 2009, σ. I‑4323).


10 – Απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2001, C-366/99, Griesmar (Συλλογή 2001, σ. I‑9383).


11 – Τα προβλεπόμενα από τον νόμο συστήματα που εμφαίνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 79/7 εξασφαλίζουν προστασία από τους κινδύνους της ασθενείας, της αναπηρίας, του γήρατος, των εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών και της ανεργίας. Η οδηγία είναι επίσης εφαρμοστέα επί της κοινωνικής πρόνοιας, κατά το μέτρο που προορίζεται να συμπληρώσει ή να υποκαταστήσει τα συστήματα αυτά.


12 – Απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑377/96 έως C‑384/96, August De Vriendt (Συλλογή 1998, σ. I‑2105, σκέψη 25).


13 –      Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1995, C‑137/94, Richardson (Συλλογή 1995, σ. I‑3407, σκέψη 19).


14 – Έτσι, η Τσεχική Κυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίζεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 20ής Ιουνίου 2011 στην υπόθεση Andrle κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, η οποία αφορούσε το διακριτό ζήτημα της συμβατότητας των σχετικών με τις συντάξεις γήρατος νόμων που εισήγαν διάκριση ως προς την ηλικία, με γνώμονα τον αριθμό των τέκνων που είχαν αναθρέψει οι μητέρες, προς το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και προς το άρθρο 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η απόφαση στην υπόθεση Andrle δεν τυγχάνει εφαρμογής ratione materiae στην υπό κρίση υπόθεση διότι στην υπόθεση Andrle το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ασχολήθηκε πρωτίστως με το ζήτημα του προσδιορισμού του αν η παροχή ενός πλεονεκτήματος στις γυναίκες ισοδυναμούσε με θεμιτό σκοπό που μπορούσε να δικαιολογήσει την κατά το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ άνιση μεταχείριση.


15 – Βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978, 149/77, Defrenne κατά Sabena (Συλλογή τόμος 1978, σ. 419, σκέψεις 26 και 27). Περαιτέρω, βλ. άρθρα 2 και 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, άρθρα 8 και 10 ΣΛΕΕ, και άρθρα 21 και 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. επίσης, στο ειδικό πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης, την αιτιολογική σκέψη 40 του κανονισμού 1257/1999, και το άρθρο 2, ενδέκατη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού, καθώς και τα άρθρα 2, παράγραφος 5, και 12 του κανονισμού 1260/1990.


16 –      Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. Ι‑5769, σκέψη 23).


17 – Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 30ής Δεκεμβρίου 2010 στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5 υπόθεση Association Belge des Consommateurs Test‑Achats κ.λπ. (σημείο 30).


18 – Το μόνο νομοθετικό μέτρο το οποίο διασφαλίζει την ίση μεταχείριση και ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση των γυναικών γεωργών, που απασχολούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, και το οποίο είναι εφαρμοστέο ratione temporis είναι η οδηγία 86/613/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της γεωργικής, καθώς και για την προστασία της μητρότητας (ΕΕ L 359, σ. 56). Ωστόσο, καμία από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει τις διακρίσεις στο πλαίσιο της ενισχύσεως για πρόωρη συνταξιοδότηση. Η οδηγία 86/613 καταργήθηκε από τις 5 Αυγούστου 2012 δυνάμει του άρθρου 17 της οδηγίας 2010/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν αυτοτελή επαγγελματική δραστηριότητα και για την κατάργηση της οδηγίας 86/613/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 180, σ. 1).


19 –      Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2008, C‑46/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2008, σ. I‑151, σκέψη 35).


20 –      Έτσι, η υπό κρίση υπόθεση αφορά την αντίστροφη κατάσταση σε σχέση με αυτήν που ήταν επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑309/96, Annibaldi (Συλλογή 1997, σ. I‑7493), στην οποία κρίθηκε ότι η κρίσιμη εθνική νομοθεσία η οποία τέθηκε υπό αμφισβήτηση με βάση, μεταξύ άλλων, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν εμπίπτει «στο κοινοτικό δίκαιο» (βλ. σκέψη 24) για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους ήταν το γεγονός ότι δεν υπήρχε «στην προκειμένη περίπτωση κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να συναχθεί ότι ο περιφερειακός νόμος είχε ως σκοπό να θέσει σε εφαρμογή διάταξη του κοινοτικού δικαίου είτε στον γεωργικό τομέα είτε στον τομέα του περιβάλλοντος ή του πολιτισμού» (βλ. σκέψη 21).


21 – Επισημαίνεται ότι, με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 2010, C‑356/09, Kleist (Συλλογή 2010, σ. I‑11939, σκέψεις 30 και 31), η δυσμενής διάκριση την οποία υπέστη η Β. Soukupová δίδει την εντύπωση ότι είναι άμεση. Τούτο σημαίνει ότι, αν το ζήτημα διείπετο από τις συνθήκες ή από τις οδηγίες περί ίσης μεταχειρίσεως, εξαιρουμένων των θετικών ενεργειών, οι λόγοι δικαιολογήσεως θα περιορίζονταν σε αυτούς που περιλαμβάνονται στις συνθήκες και στο σχετικό παράγωγο δίκαιο. Ωστόσο, εν προκειμένω, η επίμαχη δυσμενής διάκριση υπάρχει στο πλαίσιο της εφαρμογής και της θέσεως σε εφαρμογή, εκ μέρους ενός κράτους μέλους, ενός γενικού τμήματος της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί ειδική εκδήλωση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία πάντοτε εμπίπτει στην ευρεία κατηγορία της «αντικειμενικής δικαιολογήσεως». Βλ., παραδείγματος χάρη, την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση Association belge des Consommateurs Test‑Achats κ.λπ. (σκέψη 28).


22 –      Απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, C‑123/10, Brachner (Συλλογή 2011, σ. Ι-10003, σκέψεις 70 και 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιβάλλεται, επίσης, η παρατήρηση ότι στη σκέψη 69 της εν λόγω αποφάσεως το Δικαστήριο επισήμανε ότι του ετέθη το ερώτημα αν για τη δυσμενέστερη μεταχείριση των συνταξιούχων γυναικών μπορούσε να προβληθεί ως δικαιολογητικός λόγος το γεγονός ότι για τις εργαζόμενες γυναίκες, στην επίμαχη υπόθεση, ίσχυε χαμηλότερο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στις σκέψεις 76 έως 79 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να προβληθεί ως δικαιολογητικός λόγος για την εν λόγω δυσμενέστερη μεταχείριση.


23 –      Βλ., παραδείγματος χάρη, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2011, C‑399/09, Landtová (Συλλογή 2011, σ. Ι-5573, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. επίσης απόφαση της 21ης Ιουνίου 2007, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑231/06 έως C‑233/06, Jonkman κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑5149, σκέψεις 36 έως 40), σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων τους, όταν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη διακρίσεως που παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.