Language of document : ECLI:EU:C:2017:676

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2017 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Γεωργία – Γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές – Μέτρα έκτακτης ανάγκης – Εθνικό μέτρο απαγόρευσης καλλιέργειας γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου MON 810 – Διατήρηση ή ανανέωση του μέτρου – Κανονισμός (ΕΚ) 1829/2003 – Άρθρο 34 – Κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 – Άρθρα 53 και 54 – Όροι εφαρμογής – Αρχή της προφυλάξεως»

Στην υπόθεση C-111/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Udine (πρωτοδικείο του Udine, Ιταλία) με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Φεβρουαρίου 2016, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

Giorgio Fidenato,

Leandro Taboga,

Luciano Taboga,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Βηλαρά, J. Malenovský, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Φεβρουαρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Giorgio Fidenato καθώς και οι Leandro και Luciano Taboga, εκπροσωπούμενοι από τον F. Longo, avvocato,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο και τη Δ. Ντουρντουρέκα,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον C. Zadra καθώς και από τις K. Herbout-Borczak και C. Valero,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (ΕΕ 2003, L 268, σ. 1), καθώς και των άρθρων 53 και 54 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων (ΕΕ 2002, L 31, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του Giorgio Fidenato καθώς και των Leandro και Luciano Taboga που αφορούσε την εκ μέρους τους καλλιέργεια της ποικιλίας γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου MON 810, κατά παράβαση της εθνικής αποφάσεως που απαγορεύει την καλλιέργεια αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 1829/2003

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 του κανονισμού 1829/2003 έχουν ως εξής:

«(1)      Η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίμων και ζωοτροφών είναι θεμελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς και συμβάλλει σημαντικά στην υγεία και την ευημερία των πολιτών και διασφαλίζει τα κοινωνικά και οικονομικά τους συμφέροντα.

(2)      Θα πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας κατά την άσκηση των κοινοτικών πολιτικών.

(3)      Για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και της υγείας των ζώων, τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς […] θα πρέπει να υπόκεινται σε μια αξιολόγηση ασφάλειας μέσω κοινοτικής διαδικασίας προτού διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας.»

4        Κατά το άρθρο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω κανονισμού, αυτός έχει ως σκοπό, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κανονισμού 178/2002, να αποτελέσει τη βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ζωής και της υγείας του ανθρώπου, της υγείας και της καλής διαβίωσης των ζώων, του περιβάλλοντος και των συμφερόντων των καταναλωτών σε σχέση με τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και τις γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές, εξασφαλίζοντας παράλληλα την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, καθώς και να θεσπίσει κοινοτικές διαδικασίες για την έγκριση και την εποπτεία των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών.

5        Το άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέτρα έκτακτης ανάγκης», ορίζει τα εξής:

«Όταν είναι προφανές ότι προϊόντα που έχουν εγκριθεί από τον παρόντα κανονισμό ή δυνάμει αυτού είναι πιθανό να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον […], λαμβάνονται μέτρα σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 53 και 54 του κανονισμού [178/2002].»

 Ο κανονισμός 178/2002

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 20 και 21 του κανονισμού 178/2002 έχουν ως εξής:

«(20)            Η αρχή της προφύλαξης έχει χρησιμοποιηθεί για να εξασφαλιστεί η προστασία της υγείας στην Κοινότητα, προκαλώντας εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων ή των ζωοτροφών. Ως εκ τούτου, είναι ανάγκη να υιοθετηθεί μια ενιαία βάση σε όλη την Κοινότητα για τη χρησιμοποίηση της αρχής αυτής.

(21)      Στις ειδικές περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, η αρχή της προφύλαξης παρέχει ένα μηχανισμό για τον προσδιορισμό μέτρων για τη διαχείριση του κινδύνου ή άλλων ενεργειών, προκειμένου να εξασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας που επιθυμεί η Κοινότητα.»

7        Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«1.      Προκειμένου να επιτευχθεί ο γενικός στόχος για υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ζωής του ανθρώπου, η νομοθεσία για τα τρόφιμα θα βασιστεί στην ανάλυση του κινδύνου, εκτός όταν αυτό δεν είναι κατάλληλο για τις συνθήκες ή τη φύση του μέτρου.

2.      Η αξιολόγηση του κινδύνου βασίζεται στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και διεξάγεται με τρόπο ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή.

3.      Η διαχείριση του κινδύνου λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του κινδύνου και ιδίως τις γνώμες της [Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων] του άρθρου 22, άλλους παράγοντες, όπως αρμόζει στο εκάστοτε θέμα, καθώς και την αρχή της προφύλαξης όπου συντρέχουν οι όροι του άρθρου 7, παράγραφος 1, προκειμένου να επιτευχθούν οι γενικοί στόχοι της νομοθεσίας για τα τρόφιμα που προβλέπονται στο άρθρο 5.»

8        Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχή της προφύλαξης», ορίζει τα εξής:

«1.      Στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου.

2.      Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 είναι ανάλογα και όχι πιο περιοριστικά για το εμπόριο από όσο απαιτείται για την επίτευξη του υψηλού επιπέδου προστασίας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, ενώ παράλληλα λαμβάνουν υπόψη την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα και άλλους παράγοντες όπως αρμόζει στο εκάστοτε ζήτημα. Αυτά τα μέτρα αναθεωρούνται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη φύση του κινδύνου που προσδιορίζεται όσον αφορά τη ζωή ή την υγεία και του είδους των επιστημονικών πληροφοριών που απαιτούνται για τη διασαφήνιση της επιστημονικής αβεβαιότητας και τη διεξαγωγή μιας πιο εμπεριστατωμένης αξιολόγησης του κινδύνου.»

9        Το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, το οποίο επιγράφεται «Μέτρα έκτακτης ανάγκης για τρόφιμα και ζωοτροφές που προέρχονται από την Κοινότητα ή εισάγονται από τρίτη χώρα», έχει ως εξής:

«1.      Όταν είναι προφανές ότι τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές που προέρχονται από την Κοινότητα ή εισάγονται από τρίτη χώρα είναι πιθανό να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, και ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να περιορισθεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνει(-ουν) το (τα) αφορώμενο(-α) κράτος(-η) μέλος(-η), η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 58, παράγραφος 2, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, θεσπίζει αμέσως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης:

α)      στην περίπτωση τροφίμων ή ζωοτροφών κοινοτικής προέλευσης:

i)      αναστολή της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης των εν λόγω τροφίμων,

ii)      αναστολή της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης των εν λόγω ζωοτροφών,

iii)      καθορισμός ειδικών όρων για τα εν λόγω τρόφιμα ή ζωοτροφές,

iv)      κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό μέτρο.

β)      στην περίπτωση τροφίμων ή ζωοτροφών που εισάγονται από τρίτη χώρα:

i)      ανάκληση των εισαγωγών των εν λόγω τροφίμων ή ζωοτροφών από ολόκληρη ή μέρος της επικράτειας της εν λόγω τρίτης χώρας και, εάν ενδείκνυται, από την τρίτη χώρα διαμετακόμισης,

ii)      καθορισμός ειδικών όρων για τα εν λόγω τρόφιμα ή ζωοτροφές από ολόκληρη ή μέρος της επικράτειας της εν λόγω τρίτης χώρας,

iii)      κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό μέτρο.

2.      Εντούτοις, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει προσωρινά τα μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, αφού διαβουλευθεί με το (τα) αφορώμενο(-α) κράτος(-η) μέλος(-η) και ενημερώσει τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

[…]»

10      Το άρθρο 54 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άλλα μέτρα έκτακτης ανάγκης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν ένα κράτος μέλος πληροφορεί επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης και η Επιτροπή δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 53, το κράτος μέλος μπορεί να εγκρίνει προσωρινά μέτρα προστασίας. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει αμέσως τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή.

2.      Εντός 10 εργάσιμων ημερών, η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα στη [μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων], με σκοπό την παράταση, τροποποίηση ή κατάργηση των εθνικών προσωρινών μέτρων προστασίας.

3.      Το κράτος μέλος μπορεί να διατηρήσει τα εθνικά προσωρινά μέτρα προστασίας που έχει λάβει έως ότου θεσπιστούν τα κοινοτικά μέτρα.»

11      Το άρθρο 58, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή επικουρείται από μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, […], την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής. Η επιτροπή [αυτή] θα οργανωθεί σε τμήματα προκειμένου να εξετάζει όλα τα συναφή θέματα.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Με απόφαση της 22ας Απριλίου 1998, για τη διάθεση στην αγορά γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου (Zea mays L. σειρά ΜΟΝ 810), σύμφωνα με την οδηγία 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 1998, L 131, σ. 32), η Επιτροπή ενέκρινε τη διάθεση του αραβοσίτου MON 810 στην αγορά.

13      Στις 11 Απριλίου 2013, η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 53 του κανονισμού 178/2002, τα έκτακτα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003 για την απαγόρευση καλλιέργειας του εν λόγω αραβόσιτου. Προς υποστήριξη του αιτήματός της, η Ιταλική Κυβέρνηση υπέβαλε επιστημονικές μελέτες που εκπόνησαν το Consiglio per la ricerca e la sperimentazione in agricoltura (συμβούλιο για την έρευνα και τα πειράματα στον τομέα της γεωργίας) (CRA) και το Istituto superiore per la protezione e la ricerca ambientale (ανώτατο ίδρυμα για την περιβαλλοντική έρευνα και την προστασία του περιβάλλοντος) (ISPRA).

14      Στην από 17 Μαΐου 2013 απάντησή της, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατόπιν προκαταρκτικής αξιολόγησης των υποβληθέντων στοιχείων, έκρινε ότι η ανάγκη λήψεως έκτακτων μέτρων σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 του κανονισμού 178/2002 δεν επιβεβαιωνόταν.

15      Εντούτοις, προκειμένου να προβεί σε διεξοδικότερη ανάλυση των επιστημονικών στοιχείων που παρέσχε το εν λόγω κράτος μέλος, η Επιτροπή ζήτησε, στις 29 Μαΐου 2013, από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων να αξιολογήσει τα σχετικά στοιχεία μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2013.

16      Η Ιταλική Κυβέρνηση, με το decreto Adozione delle misure d’urgenza ai sensi dell’art. 54 del regolamento (CE) n. 178/2002, concernente la coltivazione di varietà di mais geneticamente modificato MON 810 [υπουργική απόφαση σχετικά με τη θέσπιση μέτρων έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 54 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 όσον αφορά την καλλιέργεια ποικιλιών γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου ΜΟΝ 810], της 12ης Ιουλίου 2013 (GURI αριθ. 187, της 10ης Αυγούστου 2013), απαγόρευσε την καλλιέργεια της ποικιλίας MON 810 γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου.

17      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2013, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων εξέδωσε τη γνώμη αριθ. 3371, στην οποία ανέφερε ότι η ομάδα εργασίας για τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς (στο εξής: ΓΤΟ) δεν εντόπισε, στα έγγραφα που παρέσχε η Ιταλία προς υποστήριξη των μέτρων έκτακτης ανάγκης σχετικά με τον αραβόσιτο MON 810, οποιοδήποτε νέο επιστημονικό στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί τα μέτρα έκτακτης ανάγκης τα οποία αυτή ζήτησε. Κατά συνέπεια, η εν λόγω ομάδα εργασίας έκρινε ότι τα προηγούμενα συμπεράσματά της σχετικά με την αξιολόγηση του κινδύνου από τον αραβόσιτο MON 810 εξακολουθούσαν να ισχύουν.

18      Από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία καθώς και από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η τελευταία ενημέρωσε τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων σχετικά με την κοινοποίηση, εκ μέρους της Ιταλικής Κυβερνήσεως, των προσωρινών μέτρων προστασίας που αυτή έλαβε, χωρίς ωστόσο να υποβάλει στη μόνιμη επιτροπή σχέδιο αποφάσεως για την παράταση, τροποποίηση ή κατάργηση των εθνικών προσωρινών μέτρων προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002.

19      Στο πλαίσιο αυτό, ασκήθηκε σε βάρος του G. Fidenato καθώς και των Leandro και Luciano Taboga δίωξη ενώπιον του Tribunale di Udine (πρωτοδικείο του Udine, Ιταλία) για καλλιέργεια, σε ημερομηνία η οποία δεν προσδιορίζεται, μιας ποικιλίας γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου, συγκεκριμένα της ποικιλίας MON 810, κατά παράβαση της εθνικής αποφάσεως που απαγορεύει την καλλιέργειά του.

20      Ο προανακριτής του Tribunale di Udine (πρωτοδικείο του Udine) εξέδωσε, σε ημερομηνία που δεν προσδιορίζεται, καταδικαστική ποινική απόφαση σε βάρος των ενδιαφερομένων.

21      Αυτοί προσέβαλαν την ως άνω καταδικαστική απόφαση επικαλούμενοι τον παράνομο χαρακτήρα της εθνικής ρυθμίσεως βάσει της οποίας εκδόθηκε, για τον λόγο ότι η ρύθμιση αυτή συνιστά παράβαση του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003 καθώς και των άρθρων 53 και 54 του κανονισμού 178/2002.

22      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunale di Udine (πρωτοδικείο του Udine) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 54, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002 την έννοια ότι η Επιτροπή υποχρεούται[,] όταν το ζητήσει κράτος μέλος, καίτοι αυτή εκτιμά ότι δεν υφίστανται, για συγκεκριμένα τρόφιμα ή συγκεκριμένες ζωοτροφές, σοβαροί και προφανείς κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον, να θεσπίσει μέτρα έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 53 του κανονισμού 178/2002;

2)      Όταν η Επιτροπή γνωστοποιεί στο αιτούν κράτος μέλος την αξιολόγησή της, η οποία είναι αντίθετη προς τα αιτήματά του και κατά την οποία, βάσει των γενικών κριτηρίων, δεν συντρέχει ανάγκη λήψεως μέτρων έκτακτης ανάγκης, και για τον λόγο αυτό δεν λαμβάνει τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στο άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003 τα οποία ζήτησε το εν λόγω κράτος μέλος, δικαιούται το αιτούν κράτος μέλος να θεσπίσει προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002;

3)      Μπορούν λόγοι αναγόμενοι στην αρχή της προφυλάξεως και μη αφορώντες τις παραμέτρους του σοβαρού και προφανούς κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον από τη χρήση τροφίμων ή ζωοτροφών να δικαιολογήσουν τη λήψη προσωρινών μέτρων έκτακτης ανάγκης από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003;

4)      Οσάκις είναι σαφές και πρόδηλο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη λήψη έκτακτων μέτρων αναφορικά με τρόφιμα ή ζωοτροφές, συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώθηκε εν συνεχεία από την επιστημονική γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και γνωστοποιήθηκε εγγράφως στο αιτούν κράτος μέλος, μπορεί το κράτος μέλος να συνεχίσει να διατηρεί σε ισχύ τα προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης τα οποία έλαβε ή/και να ανανεώσει την ισχύ των εν λόγω προσωρινών μέτρων έκτακτης ανάγκης όταν λήξει το προσωρινό διάστημα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

23      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, έχει την έννοια ότι η Επιτροπή υποχρεούται να θεσπίσει μέτρα έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του τελευταίου άρθρου, όταν κράτος μέλος την πληροφορεί επίσημα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 54, παράγραφος 1, του δεύτερου αυτού κανονισμού, για την ανάγκη λήψης τέτοιων μέτρων, μολονότι δεν είναι προφανές ότι ένα προϊόν που έχει εγκριθεί από τον κανονισμό 1829/2003 ή δυνάμει αυτού είναι πιθανό να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον.

24      Αμφότεροι οι κανονισμοί 1829/2003 και 178/2002 σκοπούν, ειδικότερα, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των συμφερόντων των καταναλωτών σε σχέση με τα τρόφιμα, εξασφαλίζοντας παράλληλα την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

25      Επομένως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 1829/2003, καίτοι η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίμων και ζωοτροφών είναι θεμελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς, τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την καλλιέργεια ΓΤΟ για τους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τον κανονισμό 1829/2003 και οι οποίοι έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (ΕΕ 2002, L 193, σ. 1), στις περιπτώσεις που προβλέπει ρητά το δίκαιο της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Pioneer Hi Bred Italia, C-36/11, EU:C:2012:534, σκέψεις 63 και 70).

26      Μεταξύ των εξαιρέσεων αυτών καταλέγονται, ειδικότερα, τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003.

27      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003, όταν είναι προφανές ότι προϊόντα που έχουν εγκριθεί από τον παρόντα κανονισμό ή δυνάμει αυτού είναι πιθανό να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, λαμβάνονται μέτρα σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 53 και 54 του κανονισμού 178/2002. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002 αφορά τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που μπορούν να ληφθούν από την Επιτροπή, η δε λήψη τέτοιων μέτρων από τα κράτη μέλη εμπίπτει στο άρθρο 54 του κανονισμού αυτού.

28      Κατά συνέπεια, εφόσον δεν προκύπτει ότι ένα προϊόν που έχει εγκριθεί από τον κανονισμό 1829/2003 ή δυνάμει αυτού είναι προφανώς πιθανό να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, να θεσπίσει μέτρα έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια των εν λόγω άρθρων.

29      Το γεγονός ότι η θέσπιση τέτοιων μέτρων ζητήθηκε από κράτος μέλος δεν ασκεί επιρροή επί της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή ως προς το ζήτημα αυτό.

30      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, έχει την έννοια ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να θεσπίσει μέτρα έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του τελευταίου άρθρου, όταν κράτος μέλος την πληροφορεί επίσημα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 54, παράγραφος 1, του δεύτερου αυτού κανονισμού, για την ανάγκη λήψης τέτοιων μέτρων, εφόσον δεν είναι προφανές ότι ένα προϊόν που έχει εγκριθεί από τον κανονισμό 1829/2003 ή δυνάμει αυτού είναι πιθανό να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον.

 Επί του δεύτερου και του τέταρτου ερωτήματος

31      Με το δεύτερο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 54 του κανονισμού 178/2002, έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, αφού πληροφορήσει επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης και εφόσον αυτή δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, αφενός, να λάβει τέτοια μέτρα σε εθνικό επίπεδο και, αφετέρου, να τα διατηρήσει ή να τα ανανεώσει, μέχρι την έκδοση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 2, του τελευταίου κανονισμού, αποφάσεως που να επιβάλλει την παράταση, την τροποποίηση ή την κατάργησή τους.

32      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003 επιτρέπει σε κράτος μέλος να λάβει μέτρα έκτακτης ανάγκης βάσει του άρθρου αυτού υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως όχι μόνον των ουσιαστικών προϋποθέσεων του εν λόγω άρθρου, αλλά και των διαδικαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 54 του κανονισμού 178/2002 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ., C-58/10 έως C-68/10, EU:C:2011:553, σκέψεις 66 έως 69).

33      Κατά το άρθρο 54, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, όταν ένα κράτος μέλος πληροφορεί επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης και η Επιτροπή δεν ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 53 του εν λόγω κανονισμού, το κράτος μέλος αυτό μπορεί να εγκρίνει προσωρινά μέτρα προστασίας.

34      Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις διευκρινίζονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 54, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη, αφενός, να πληροφορήσουν «επίσημα» την Επιτροπή για την ανάγκη λήψεως των μέτρων έκτακτης ανάγκης και, αφετέρου, στην περίπτωση που αυτή δεν έχει ενεργήσει βάσει του άρθρου 53, να ενημερώσουν «αμέσως» την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα προσωρινά μέτρα προστασίας που έλαβαν. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα της παρεμβάσεως του περί ου πρόκειται κράτους μέλους καθώς και του σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας που επιδιώκει ο κανονισμός 1829/2003, το άρθρο 54, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002 έχει την έννοια ότι επιβάλλει η προβλεπόμενη ενημέρωση της Επιτροπής να γίνεται, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, το αργότερο παράλληλα με τη λήψη των μέτρων έκτακτης ανάγκης από το περί ου πρόκειται κράτος μέλος (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ., C-58/10 έως C-68/10, EU:C:2011:553, σκέψη 73).

35      Το άρθρο 54, παράγραφος 3, του κανονισμού 178/2002 προβλέπει, εξάλλου, ότι τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που έχουν θεσπιστεί από τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρηθούν έως ότου θεσπιστούν τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

36      Η μνεία στο άρθρο αυτό της διατηρήσεως των μέτρων πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα και την ανανέωση των εν λόγω μέτρων σε περίπτωση που αυτά θεσπίστηκαν ως προσωρινά μέτρα. Συγκεκριμένα, αφενός, από τον εν λόγω κανονισμό δεν προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει τα μέσα με τα οποία το οικείο κράτος μέλος μπορεί να συνεχίσει να διατηρεί σε ισχύ τα μέτρα τα οποία έλαβε και, αφετέρου, η αντίθετη ερμηνεία θα συνιστούσε εμπόδιο για την αντιμετώπιση του κινδύνου που ενδέχεται να συνιστούν για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές που προέρχονται από την Ένωση ή εισάγονται από τρίτη χώρα.

37      Εντούτοις, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, με τη σκέψη 78 της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ. (C-58/10 έως C-68/10, EU:C:2011:553), υπό το πρίσμα του όλου συστήματος του κανονισμού 1829/2003 και του σκοπού αποφυγής τεχνητών διαφορών στην αντιμετώπιση ενός σοβαρού κινδύνου, η αξιολόγηση και η διαχείριση ενός σοβαρού και προφανούς κινδύνου πρέπει να εμπίπτουν, σε τελευταίο στάδιο, στην αρμοδιότητα μόνο της Επιτροπής και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης.

38      Επομένως, στο στάδιο της λήψεως και της εφαρμογής από τα κράτη μέλη των μέτρων έκτακτης ανάγκης που προβλέπει το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, όσο δεν έχει εκδοθεί συναφώς απόφαση στο επίπεδο της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να εξακριβώσουν τη νομιμότητα τέτοιων μέτρων είναι αρμόδια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα των μέτρων αυτών με γνώμονα τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003 και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 54 του κανονισμού 178/2002, η δε ομοιομορφία του δικαίου της Ένωσης μπορεί να διασφαλιστεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, δεδομένου ότι, όταν εθνικό δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, δύναται ή οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 267, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ., C-58/10 έως C-68/10, EU:C:2011:553, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, αντίθετα προς τις επιταγές του άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, καμία απόφαση δεν εκδόθηκε σε επίπεδο Ένωσης με σκοπό την παράταση, τροποποίηση ή κατάργηση του εν λόγω εθνικού προσωρινού μέτρου προστασίας.

40      Πλην όμως, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι, εντός 10 εργάσιμων ημερών, η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων που συγκροτείται βάσει του άρθρου 58, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 58, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, με σκοπό την παράταση, τροποποίηση ή κατάργηση των εθνικών προσωρινών μέτρων προστασίας.

41      Αντιθέτως, όταν, σε ορισμένη περίπτωση, η Επιτροπή έχει φέρει την υπόθεση στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και έχει εκδοθεί απόφαση στο επίπεδο της Ένωσης, οι σχετικές με την περίπτωση αυτή πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια απόφαση δεσμεύουν όλα τα όργανα του κράτους μέλους αποδέκτη της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, και μάλιστα περιλαμβανομένων των δικαστηρίων του που καλούνται να αξιολογήσουν τη νομιμότητα των μέτρων που ελήφθησαν σε εθνικό επίπεδο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ., C-58/10 έως C-68/10, EU:C:2011:553, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 54 του κανονισμού 178/2002, έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, αφού πληροφορήσει επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης και εφόσον αυτή δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, αφενός, να λάβει τέτοια μέτρα σε εθνικό επίπεδο και, αφετέρου, να τα διατηρήσει ή να τα ανανεώσει, μέχρι την έκδοση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 2, του τελευταίου κανονισμού, αποφάσεως που να επιβάλλει την παράταση, την τροποποίηση ή την κατάργησή τους.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

43      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με την αρχή της προφυλάξεως, έχει την έννοια ότι παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού 178/2002, προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης βάσει και μόνον της εν λόγω αρχής, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002 ορίζει την αρχή της προφυλάξεως στον τομέα της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί στην Ένωση, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου.

45      Το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003 θέτει, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις βάσει των οποίων μέτρα έκτακτης ανάγκης μπορούν να ληφθούν σε σχέση με προϊόν που έχει εγκριθεί από τον εν λόγω κανονισμό ή σύμφωνα με αυτόν, προσδιορίζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, με ακρίβεια την ένταση των απαιτήσεων από τις οποίες εξαρτάται η λήψη των μέτρων αυτών.

46      Συγκεκριμένα, καίτοι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 78 των προτάσεών του, η αρχή της προφυλάξεως, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002, παραμένει γενική αρχή της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, εντούτοις ο νομοθέτης της Ένωσης, στο άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, έθεσε έναν συγκεκριμένο κανόνα για τη λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 53 και 54 του κανονισμού 178/2002.

47      Ασφαλώς, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τη σκέψη 71 της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ. (C-58/10 έως C-68/10, EU:C:2011:553), οι προϋποθέσεις του άρθρου 54, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002, από τις οποίες εξαρτάται η λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης, πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της αρχής της προφυλάξεως, προς τον σκοπό διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας, καταβαλλομένης ταυτοχρόνως φροντίδας να κατοχυρώνεται η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και καθαρών τροφίμων και ζωοτροφών, η οποία αποτελεί ουσιώδη πτυχή της εσωτερικής αγοράς.

48      Εντούτοις, η αρχή αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη μη εφαρμογή ή την τροποποίηση, διά της αμβλύνσεώς τους, των προϋποθέσεων του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003.

49      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να εξακριβώσουν τη νομιμότητα των εθνικών μέτρων έκτακτης ανάγκης που προβλέπει το άρθρο 34 του ως άνω κανονισμού είναι αρμόδια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα των μέτρων αυτών με γνώμονα τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 54 του κανονισμού 178/2002.

50      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 68 των προτάσεών του, τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που μπορούν να θεσπιστούν βάσει της αρχής της προφυλάξεως και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003 δεν υπακούουν στους ίδιους κανόνες. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002 προκύπτει ότι η λήψη των προσωρινών αυτών μέτρων εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία αλλά ότι εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα. Αντιθέτως, το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003 καθιστά δυνατή τη λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που «είναι προφανές» ότι προϊόντα που έχουν εγκριθεί από τον εν λόγω κανονισμό ή δυνάμει αυτού είναι πιθανό να θέσουν σε «σοβαρό» κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον.

51      Συναφώς, το Δικαστήριο, με τις σκέψεις 76 και 77 της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ. (C-58/10 έως C-68/10, EU:C:2011:553), έκρινε ότι οι εκφράσεις «είναι προφανές» και «σοβαρός κίνδυνος», κατά την έννοια του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003, πρέπει να θεωρηθούν ότι αναφέρονται σε μια κατάσταση η οποία προδήλως θέτει σε σημαντικό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον. Η κατάσταση αυτή πρέπει να διαπιστώνεται επί τη βάσει νέων στοιχείων που στηρίζονται σε αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, μέτρα προστασίας που λαμβάνονται βάσει του εν λόγω άρθρου 34 δεν μπορούν να αιτιολογηθούν βάσιμα με μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου, στηριζόμενη σε απλές υποθέσεις που από επιστημονικής απόψεως δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί. Αντιθέτως, τέτοια μέτρα προστασίας, παρά τον προσωρινό χαρακτήρα τους και ακόμη και αν έχουν προληπτικό χαρακτήρα, δύνανται να ληφθούν μόνον αν στηρίζονται σε όσο το δυνατόν πληρέστερη αξιολόγηση των κινδύνων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, που δείχνουν ότι τα μέτρα αυτά είναι επιβεβλημένα.

52      Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 74 έως 76 των προτάσεών του, η διαφορά όσον αφορά το επίπεδο κινδύνου το οποίο απαιτείται από το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, αφενός, και από το άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002, αφετέρου, πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικαστική λειτουργία των διατάξεων αυτών, ήτοι την εφαρμογή του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003 στα προϊόντα που έχουν εγκριθεί από τον κανονισμό αυτό και του άρθρου 7 του κανονισμού 178/2002 στο σύνολο του τομέα της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων τα οποία έχουν διατεθεί στην αγορά χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε διαδικασία εγκρίσεώς τους.

53      Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο το άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002 να περιορίσει τον βαθμό αβεβαιότητας που απαιτείται από τον κανόνα του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003 για τη λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια τέτοια αυτοτελής εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002, χωρίς να πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003 με σκοπό τη λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στο τελευταίο αυτό άρθρο.

54      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με την αρχή της προφυλάξεως, όπως η αρχή αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002, έχει την έννοια ότι δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού 178/2002, προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης βάσει και μόνον της εν λόγω αρχής, χωρίς να πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές, σε συνδυασμό με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων, έχει την έννοια ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν υποχρεούται να θεσπίσει μέτρα έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του τελευταίου άρθρου, όταν κράτος μέλος την πληροφορεί επίσημα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 54, παράγραφος 1, του δεύτερου αυτού κανονισμού, για την ανάγκη λήψης τέτοιων μέτρων, εφόσον δεν είναι προφανές ότι ένα προϊόν που έχει εγκριθεί από τον κανονισμό 1829/2003 ή δυνάμει αυτού είναι πιθανό να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον.

2)      Το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 54 του κανονισμού 178/2002, έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, αφού πληροφορήσει επίσημα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης και εφόσον αυτή δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, αφενός, να λάβει τέτοια μέτρα σε εθνικό επίπεδο και, αφετέρου, να τα διατηρήσει ή να τα ανανεώσει, μέχρι την έκδοση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 2, του τελευταίου κανονισμού, αποφάσεως που να επιβάλλει την παράταση, την τροποποίηση ή την κατάργησή τους.

3)      Το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003, σε συνδυασμό με την αρχή της προφυλάξεως, όπως η αρχή αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 178/2002, έχει την έννοια ότι δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού 178/2002, προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης βάσει και μόνον της εν λόγω αρχής, χωρίς να πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.