Language of document : ECLI:EU:C:2017:196

Υπόθεση C‑342/15

Leopoldine Gertraud Piringer

(αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Δυνατότητα των κρατών μελών να επιφυλάσσουν σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων τη σύνταξη επίσημων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων – Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία απαιτείται να βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο το γνήσιο της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2017

1.        Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δικηγόροι – Οδηγία 77/249 – Πεδίο εφαρμογής – Παρεκκλίσεις – Ευχέρεια των κρατών μελών να επιφυλάσσουν σε ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων τη σύνταξη επίσημων εγγράφων σχετικών με εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων – Εφαρμογή στην περίπτωση κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους κατά την οποία απαιτείται να βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο το γνήσιο της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο – Αποκλείεται

(Άρθρο 56 ΣΛΕΕ· οδηγία 77/249 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1, εδ. 2)

2.        Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παρεκκλίσεις – Δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας – Έννοια – Βεβαίωση από συμβολαιογράφο του γνησίου της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο – Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 51 ΣΛΕΕ, 52 ΣΛΕΕ και 62 ΣΛΕΕ)

3.        Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Νομικές υπηρεσίες – Εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία απαιτείται να βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο το γνήσιο της υπογραφής σε αίτηση εγγραφής στο κτηματολόγιο – Επιτρέπεται

(Άρθρο 56 ΣΛΕΕ)

1.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η παρέκκλιση του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249 δεν αφορά γενικώς τις διάφορες κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να έχουν τα κράτη μέλη την ευχέρεια, επικαλούμενα τη διάταξη αυτή, να επιτρέπουν την άσκηση της δραστηριότητας που συνίσταται στην κατάρτιση δημοσίων εγγράφων σχετικών με την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ορισμένες μόνο κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι, απαγορεύοντας έτσι στους αλλοδαπούς δικηγόρους να ασκούν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών. Η παρέκκλιση αυτή σκοπεί, συνεπώς, όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 34 των προτάσεών του, να αποκλείσει τη δυνατότητα δικηγόρων άλλων κρατών μελών να ασκήσουν τις εν λόγω δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στην Ιρλανδία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η παρέκκλιση του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/249 αφορά μόνο ορισμένες κατηγορίες δικηγόρων, στους οποίους το οικείο κράτος μέλος έχει επιτρέψει να ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες υπό μία από τις ονομασίες που προβλέπει η ίδια η οδηγία, και όχι άλλα επαγγέλματα εκτός των δικηγόρων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης.

(βλ. σκέψεις 40, 44, 46, 47, διατακτ. 1)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 53-55)

3.      Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν είναι αντίθετο σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία επιφυλάσσεται στους συμβολαιογράφους η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής επί των εγγράφων που απαιτούνται για την κτήση ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και, ως εκ τούτου, αποκλείεται η αναγνώριση στο κράτος μέλος αυτό βεβαίωσης η οποία έχει διενεργηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος κατά το οικείο εθνικό δίκαιο.

Ωστόσο, κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την αναγνώριση της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής η οποία έχει διενεργηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω στην Τσεχική Δημοκρατία, όπου παρέχει νομίμως τέτοιες υπηρεσίες, η εν λόγω επιφύλαξη αρμοδιότητας είναι ικανή να εμποδίσει τον επαγγελματία να παράσχει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες σε πελάτες που σκοπεύουν να τις χρησιμοποιήσουν στην Αυστρία. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 34 και 35 της παρούσας απόφασης, μια τέτοια επιφύλαξη αρμοδιότητας περιορίζει επίσης την ελευθερία του Αυστριακού υπηκόου που είναι ο αποδέκτης της υπηρεσίας να μεταβεί στην Τσεχική Δημοκρατία και να κάνει χρήση μιας υπηρεσίας η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Αυστρία για την εγγραφή στο κτηματολόγιο. Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που διασφαλίζεται με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

Ωστόσο, αφενός, όπως επισήμαναν, μεταξύ άλλων, η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση, σε ορισμένα ιδίως κράτη μέλη που εφαρμόζουν το λατινικό συμβολαιογραφικό σύστημα, το κτηματολόγιο έχει κεφαλαιώδη σημασία, ιδίως στο πλαίσιο των συναλλαγών επί ακινήτων. Ειδικότερα, κάθε εγγραφή σε κτηματολόγιο όπως το αυστριακό έχει συστατικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι το δικαίωμα του προσώπου που ζητεί την εγγραφή γεννάται μόνο με αυτήν. Επομένως, το περιεχόμενο του κτηματολογίου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προληπτικής απονομής της δικαιοσύνης, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του νόμου και στην ασφάλεια δικαίου των πράξεων μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες συγκαταλέγονται στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του κράτους. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας με τις οποίες επιβάλλεται να διενεργείται από ορκωτούς επαγγελματίες, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι, η πιστοποίηση της ακρίβειας των εγγραφών στο κτηματολόγιο συμβάλλουν στην εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου των συναλλαγών επί ακινήτων, καθώς και στην εύρυθμη λειτουργία του κτηματολογίου και σχετίζονται εν γένει με την προστασία της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Reisebüro Broede, C‑3/95, EU:C:1996:487, σκέψη 36). Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι σκοποί τους οποίους επικαλείται η Αυστριακή Κυβέρνηση αποτελούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν οι αυστριακές αρχές κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπό κρίση υπόθεσης, η παρέμβαση του συμβολαιογράφου είναι σημαντική και απαραίτητη για την εγγραφή στο κτηματολόγιο, κατά το μέτρο που η συμμετοχή του εν λόγω επαγγελματία δεν περιορίζεται στη βεβαίωση της ταυτότητας του υπογράφοντος ένα έγγραφο, αλλά συνεπάγεται επίσης ότι ο συμβολαιογράφος λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της συγκεκριμένης πράξης, προκειμένου να διαπιστώσει το σύννομο της σχεδιαζόμενης συναλλαγής και να ελέγξει εάν ο ενδιαφερόμενος διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιφύλαξη της άσκησης δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την επικύρωση πράξεων κτήσης ή μεταβίβασης εμπράγματων δικαιωμάτων σε συγκεκριμένη κατηγορία επαγγελματιών, η οποία περιβάλλεται με δημόσια εμπιστοσύνη και επί της οποίας το οικείο κράτος μέλος ασκεί ιδιαίτερο έλεγχο, αποτελεί κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών της εύρυθμης λειτουργίας του κτηματολογίου, καθώς και για τη νομιμότητα και την ασφάλεια δικαίου των πράξεων μεταξύ ιδιωτών. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η δικηγορική δραστηριότητα που συνίσταται στη βεβαίωση του γνησίου των υπογραφών δεν είναι συγκρίσιμη προς αυτή της επικύρωσης που διενεργείται από τους συμβολαιογράφους και ότι το σύστημα των επικυρώσεων διέπεται από αυστηρότερες διατάξεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, εάν, για λόγους σχετιζόμενους με την ελεύθερη παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, καταργούνταν εν γένει ο κρατικός έλεγχος και δεν διασφαλιζόταν πραγματικά ο έλεγχος των εγγραφών στο κτηματολόγιο, θα διαταρασσόταν η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος του κτηματολογίου και θα υπήρχαν αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα και την ασφάλεια δικαίου των δικαιοπραξιών μεταξύ ιδιωτών.

(βλ. σκέψεις 51, 52, 58, 59, 62, 64-66, 69, 71, διατακτ. 2)