Language of document : ECLI:EU:T:2011:752

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (EΚ) 1049/2001 – Πίνακας περιεχομένων του φακέλου υποθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου συμπράξεως – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτων – Εξαίρεση σχετική με την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου»

Στην υπόθεση T‑437/08,

CDC Hydrogene Peroxide Cartel Damage Claims (CDC Hydrogene Peroxide), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από την R. Wirtz, στη συνέχεια, από τις Wirtz και S. Echement και τελικώς εκπροσωπούμενη από τις T. Funke, A. Kirschstein και D. Stein, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, K. Petkovska και S. Johannesson,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις P. Costa de Oliveira και A. Αντωνιάδη και τον O. Weber, στη συνέχεια από τον A. Bouquet και τις Costa de Oliveira και Αντωνιάδη,

καθής,

υποστηριζόμενη από

την Evonik Degussa GmbH, με έδρα το Essen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον C. Steinle, στη συνέχεια από τους Steinle και M. Holm-Hadulla, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο την ακύρωση της από 8 Αυγούστου 2008 αποφάσεως της Επιτροπής SG.E3/MM/psi D (2008) 6658, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση πλήρους προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της διαδικασίας COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα CDC Hydrogene Peroxide Cartel Damage Claims (στο εξής: CDC Hydrogene Peroxide) είναι ανώνυμη εταιρία με κύριο καταστατικό σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων και την ικανοποίηση, διά της δικαστικής και της εξώδικης οδού, των χρηματικών αξιώσεων των επιχειρήσεων που εθίγησαν από τη σύμπραξη ως προς την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση C (2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006 , σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/C.38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας) (στο εξής: απόφαση για το υπεροξείδιο του υδρογόνου).

2        Στην απόφαση αυτή η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι εννέα επιχειρήσεις είχαν συμμετάσχει σε σύμπραξη στην αγορά του υπεροξειδίου του υδρογόνου, στο πλαίσιο της οποίας αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και τον όγκο πωλήσεων, κατέληξαν σε συμφωνία ως προς τις τιμές και τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας και έθεσαν σε εφαρμογή μηχανισμό παρακολουθήσεως της εφαρμογής των ως άνω συμφωνιών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επέβαλε στις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην εν λόγω σύμπραξη πρόστιμο, το ύψος του οποίου ανερχόταν σε 388 εκατομμύρια ευρώ.

3         Στις 14 Μαρτίου 2008 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της διαδικασίας που αφορούσε την απόφαση περί υπεροξειδίου του υδρογόνου (στο εξής: πίνακας περιεχομένων) βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (EΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

4        Στις 11 Απριλίου 2008 η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων με την αιτιολογία ότι δεν συνιστούσε έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001.

5        Στις 15 Απριλίου 2008 η προσφεύγουσα εξέθεσε σε επιστολή της προς την Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους ο πίνακας περιεχομένων πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001. Στις 16 Απριλίου 2008 η Επιτροπή διευκρίνισε ότι θα εξέταζε την επιστολή αυτή ως συμπληρωματική και όχι ως επιβεβαιωτική της αρχικής αιτήσεως.

6        Στις 6 Μαΐου 2008 η Επιτροπή απέρριψε την επίμαχη αίτηση, καθότι η γνωστοποίηση του πίνακα περιεχομένων θα έθιγε την προστασία του σκοπού έρευνας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

7        Στις 20 Μαΐου 2008 η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση.

8        Στις 13 Ιουνίου 2008 η Επιτροπή παρέτεινε κατά 15 επιπλέον εργάσιμες ημέρες την προβλεπόμενη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να απαντήσει στην επιβεβαιωτική αίτηση της προσφεύγουσας. Στις 3 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν μπορούσε να εξετάσει την αίτησή της εντός της παραταθείσας προθεσμίας.

9        Στις 8 Αυγούστου 2008 η Επιτροπή απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), αλλά έθεσε στη διάθεσή της μη εμπιστευτική εκδοχή του πίνακα περιεχομένων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 6 Οκτωβρίου 2008 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με δικόγραφο το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Ιανουαρίου 2009 το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας. Στις 24 Ιανουαρίου 2009 η Evonik Degussa GmbH ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

12      Με τις από 18 Μαρτίου 2009 διατάξεις ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου έκανε δεκτές τις εν λόγω παρεμβάσεις.

13      Στις 27 Μαΐου και 5 Ιουνίου 2009 το Βασίλειο της Σουηδίας και η Evonik Degussa κατέθεσαν αντιστοίχως τα υπομνήματα παρεμβάσεώς τους.

14      Με διάταξη της 15ης Απριλίου 2010 και κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση έως την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση T‑399/07, Basell Polyolefine κατά Επιτροπής. Η απόφαση ελήφθη με την από 25 Ιανουαρίου 2011 διάταξη περί διαγραφής και η διαδικασία συνεχίστηκε από την ίδια ημερομηνία.

15      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

16      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Evonik Degussa, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

18      Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή στις 16 Μαρτίου 2009 ενώπιον του Landgericht Dortmund (περιφερειακό δικαστήριο του Dortmund, Γερμανία) κατά πλειόνων εταιριών αποδεκτών της αποφάσεως για το υπεροξείδιο του υδρογόνου, και αντιστοίχως κατά των διαδόχων τους, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και η παρεμβαίνουσα Evonik Degussa.

19      Το φθινόπωρο του 2009, κατόπιν της συμφωνίας στην οποία κατέληξε με την Evonik Degussa, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από την αγωγή της ενώπιον του Landgericht Dortmund κατά της εν λόγω εταιρίας. Η εκδίκαση της αγωγής εξακολουθεί να εκκρεμεί, καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά των λοιπών εταιριών.

20      Στο από 2 Φεβρουαρίου 2011 έγγραφο προς το Γενικό Δικαστήριο η Επιτροπή επισήμανε ότι ενδεχομένως η προσφεύγουσα να έχει ήδη στη διάθεσή της, κατόπιν της συμφωνίας της με την Evonik Degussa συνεπεία της οποίας παραιτήθηκε εν μέρει από την ασκηθείσα ενώπιον του Landgericht Dortmund αγωγή, πληροφορίες που ευελπιστούσε να αποσπάσει από τον πίνακα περιεχομένων και, ιδίως, πληροφορίες που θα της επέτρεπαν να υποδείξει κατά τρόπο συγκεκριμένο τα έγγραφα του φακέλου της σχετικής με την απόφαση για το υπεροξείδιο του υδρογόνου διαδικασίας, προκειμένου να ζητήσει την κοινοποίησή τους είτε από την Επιτροπή είτε από τα εθνικά δικαστήρια. Η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καλέσει την προσφεύγουσα να τοποθετηθεί όσον αφορά το έννομο συμφέρον της [να της κοινοποιηθεί ο πίνακας περιεχομένων].

21      Η προσφεύγουσα παρατήρησε, συναφώς, ότι ακόμη και μετά τη συμφωνία της με την Evonik Degussa δεν είχε στη διάθεσή της όλα τα έγγραφα που απαιτούνταν για την περαιτέρω εκδίκαση των αγωγών της για την παροχή αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ειδικότερα δεν είχε πρόσβαση ούτε στο πλαίσιο της αγωγής της ενώπιον του Landgericht Dortmund ούτε στο πλαίσιο της συμφωνίας της με την Evonik Degussa στον πίνακα περιεχομένων ούτε στο σύνολο της αποφάσεως για το υπεροξείδιο του υδρογόνου. Φρονούσε, συνεπώς, ότι εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον να συνεχιστεί η εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς.

22      Η Evonik Degussa επιβεβαίωσε με τη σειρά της την ύπαρξη της συμφωνίας, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως ότι δεν είχε κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα ούτε τον πίνακα περιεχομένων ούτε την απόφαση για το υπεροξείδιο του υδρογόνου.

23      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

 Επί της ουσίας

24      Προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως που αφορούν, πρώτον, την προσβολή των θεμελιωδών αρχών του κανονισμού 1049/2001, δεύτερον, την παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τρίτον, την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και, τέταρτον, την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

25      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι με τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, η προσφεύγουσα καταλογίζει κατά τρόπο γενικό στην Επιτροπή ότι παραβίασε αρχές του δικαίου, χωρίς όμως να συναρτά κατά τρόπο ειδικό τις εν λόγω αιτιάσεις με συγκεκριμένους κανόνες δικαίου ή με συγκεκριμένα σημεία του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Είναι, πάντως, αυτονόητο ότι κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή των κανόνων δικαίων επίκληση των οποίων γίνεται στο πλαίσιο του τρίτου και τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι γενικότερες αρχές που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Επομένως, σκόπιμο είναι να εξετασθούν απευθείας ο τρίτος και τέταρτος λόγος ακυρώσεως, λαμβανομένων υπόψη, ανά περίπτωση, των αιτιάσεων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου και δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

26      Άλλωστε, στον βαθμό που η Επιτροπή βάσισε την προσβαλλόμενη απόφαση τόσο στην πρώτη όσο και στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η ακύρωσή της προϋποθέτει ότι θα γίνουν δεκτοί ο τρίτος και τέταρτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

27      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, διατείνεται ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση η σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου νομικού προσώπου εξαίρεση, καθόσον ο πίνακας περιεχομένων δεν εμπίπτει ούτε στο επιχειρηματικό ούτε στο επαγγελματικό απόρρητο.

28      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στάθμισε κατά εσφαλμένο τρόπο, αφενός, τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη, αφετέρου, τα συμφέροντα των θυμάτων του καρτέλ, δεδομένου ότι προέταξε την προστασία των συμφερόντων των επιχειρήσεων που ήταν αποδέκτριες της αποφάσεως για το υπεροξείδιο του υδρογόνου, ενώ, κατά τη νομολογία, τα συμφέροντα αυτά δεν πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας.

29      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Evonik Degussa, υποστηρίζει ότι ορισμένες πληροφορίες του πίνακα περιεχομένων, συσχετιζόμενες με άλλες πληροφορίες δημοσιευθείσες στο πλαίσιο της μη εμπιστευτικής εκδοχής της αποφάσεώς του για το υπεροξείδιο του υδρογόνου, είναι πιθανό να δημιουργήσουν στα θύματα του καρτέλ την εντύπωση ότι κάποια από τα καταλογογραφημένα στον πίνακα περιεχομένων έγγραφα περιέχουν περισσότερα επιβαρυντικά στοιχεία και, επομένως, να αποφασίσουν να ασκήσουν αγωγές αποζημιώσεως.

30      Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο πίνακας περιεχομένων περιέχει έγγραφα τα οποία δεν περιελήφθησαν στη μη εμπιστευτική εκδοχή της αποφάσεώς της για το υπεροξείδιο του υδρογόνου και εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001. Η άμυνα των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη σύμπραξη στο πλαίσιο της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας πρέπει να διασφαλίζεται δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού.

31      Όσον αφορά την έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου, που περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έννοια των εμπορικών συμφερόντων, η Επιτροπή φρονεί ότι το ενδεχόμενο ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως συνιστά ζημία σοβαρή, ικανή να οδηγήσει μελλοντικώς τις μετέχουσες σε σύμπραξη επιχειρήσεις στην παύση της συνεργασίας τους. Κατ’ αυτή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα βασιζόμενη αποκλειστικώς στα συμφέροντα του ιδιωτικού δικαίου ασκεί επιρροή στην προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ή των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που συνεργάζονται με αυτή στο πλαίσιο της διαδικασίας στον τομέα των συμπράξεων.

32      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη και το πρώτο του άρθρο, ο κανονισμός 1049/2001 αποσκοπεί στη χορήγηση στο κοινό του ευρύτερου δυνατού δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα. Η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού υπενθυμίζει ότι το εν λόγω δικαίωμα προσβάσεως συναρτάται προς τον δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων.

33      Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. Ι-1233, σκέψη 62∙ της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, Συλλογή 2010, σ. Ι-5885, σκέψη 53, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κατά API και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 70).

34      Ειδικότερα, και σε συμφωνία προς την ενδέκατη αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, στο άρθρο του 4, ότι τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε κάποιο από τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει το άρθρο αυτό.

35      Έτσι, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο το οποίο της ζητήθηκε να γνωστοποιήσει, οφείλει να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν το κατά ποιον τρόπο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 το οποίο επικαλείται το θεσμικό αυτό όργανο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑4723, σκέψη 49∙ Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 53, και Σουηδία κατά API και Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 72).

36      Δεδομένου ότι συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, οι προβλεπόμενες από το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς (αποφάσεις του Δικαστηρίου Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 63· της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑11389, σκέψη 66, και Σουηδία και Turko κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 36).

37      Εξάλλου, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Μαρτίου 2000, T‑251/97, T. Port κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑1775, σκέψη 38, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3495, σκέψη 248 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία με μία εκ των δύο εταιριών, των οποίων τα συμφέροντα επεδίωκε να προστατεύσει η Επιτροπή, δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου.

38      Ακριβώς υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξετασθεί ο τρόπος κατά τον οποίο εφάρμοσε η Επιτροπή την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

39      Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, εκτός εάν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εγγράφου.

40      Κατά πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση του εγγράφου στο οποίο ζητεί πρόσβαση η προσφεύγουσα. Ειδικότερα, οι διάδικοι συμφωνούν ότι πρόκειται για τον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της υποθέσεως κατά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία, όπως τέθηκε στη διάθεση των αποδεκτών των περιεχομένων των αιτιάσεων στην υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας. Αντιθέτως, η πρόσβαση σε αυτά καθεαυτά τα έγγραφα που έχουν καταλογογραφηθεί στον πίνακα περιεχομένων δεν ζητείται από την προσφεύγουσα, με αποτέλεσμα κάθε κρίση σχετική με το περιεχόμενο των ίδιων των εγγράφων και όχι με το περιεχόμενο του πίνακα περιεχομένων να είναι εν προκειμένω άνευ σημασίας.

41      Κατά δεύτερον, καθόσον η Επιτροπή έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα επιχειρήσεων μνεία των οποίων γίνεται σε αυτόν, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, αποφαινόμενη ότι ο πίνακας περιεχομένων εμπίπτει στην έννοια των εμπορικών συμφερόντων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

42      Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται την ανακοίνωση της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, C 325, σ. 7, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης), προς στήριξη του επιχειρήματος ότι οι πληροφορίες του πίνακα περιεχομένων δεν είναι δυνατό να συνιστούν επιχειρηματικό απόρρητο. Όπως επισήμανε ορθώς η Επιτροπή, το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν μνημονεύει την έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου. Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης, διευκρινίζει, στο σημείο 2, ότι το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης, όπως ορίζεται στο πλαίσιο της εν λόγω ανακοίνωσης, είναι διαφορετικό από το γενικό δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, το οποίο υπόκειται σε διαφορετικά κριτήρια και εξαιρέσεις και επιδιώκει διαφορετικό σκοπό. Κατά συνέπεια, η έννοια των «εμπορικών συμφερόντων» πρέπει να ερμηνεύεται μόνο υπό το πρίσμα του εν λόγω κανονισμού.

43      Συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηρίζεται στην ανακοίνωση σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης, προκειμένου να αμφισβητήσει την επίκληση από την Επιτροπή της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

44      Πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι δεν έχει ορισθεί νομολογιακώς η έννοια των εμπορικών συμφερόντων, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε εντούτοις ότι κάθε σχετική με εταιρίες και τις εμπορικές τους σχέσεις πληροφορία δεν μπορεί να θεωρείται ότι απολαύει της προστασίας η παροχή της οποίας πρέπει να διασφαλίζεται στα εμπορικά συμφέροντα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, εκτός αν θίγεται η εφαρμογή της γενικής αρχής της πρόσβασης των πολιτών στα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 2008, T‑380/04, Tερεζάκης κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 93).

45      Διαπιστώνεται ότι ο πίνακας περιεχομένων, ο οποίος περιέχει αποκλειστικώς παραπομπές στα έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως της Επιτροπής, δεν μπορεί να θεωρείται ότι εμπίπτει αυτός καθεαυτόν στα εμπορικά συμφέροντα των εταιριών μνεία των οποίων γίνεται σε αυτόν, ιδίως υπό την ιδιότητά τους ως συντακτών ορισμένων από τα εν λόγω έγγραφα. Ειδικότερα, μόνον στην περίπτωση που μία από τις στήλες του πίνακα περιεχομένων, οι οποίες αναφέρουν, μεταξύ άλλων, κατά τη μη εμπιστευτική εκδοχή που η Επιτροπή έθεσε στη διάθεση της προσφεύγουσας, την προέλευση, τον αποδέκτη και την περιγραφή των καταλογογραφημένων εγγράφων, περιέχει, για ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω έγγραφα, πληροφορίες σχετικές με τις εμπορικές σχέσεις των ενεχόμενων εταιριών, τις τιμές των προϊόντων τους, τη δομή του κόστους τους, τα μερίδιά τους στην αγορά ή παρόμοια στοιχεία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων θίγει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των εν λόγω εταιριών. Η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ότι αυτό συνέβαινε εν προκειμένω.

46      Αντιθέτως, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσία, ότι λόγω των πληροφοριών του πίνακα περιεχομένων θα υπήρχε αυξημένος κίνδυνος ασκήσεως αγωγών αποζημιώσεως κατά των επιχειρήσεων στις οποίες πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες επαληθεύσεις και οι οποίες συνεργάστηκαν με αυτήν με αντάλλαγμα τη μείωση του προστίμου τους. Κατά την Επιτροπή, καίτοι το κοινό γνώριζε ότι ορισμένα έγγραφα αποκτήθηκαν κατά τρόπο σύμφωνο με την ανακοίνωση για τη συνεργασία, ο πίνακας περιεχομένων περιέχει συναφώς περισσότερες διευκρινίσεις έναντι της δημοσιοποιημένης εκδοχής της αποφάσεως για το υπεροξείδιο του υδρογόνου.

47      Διαπιστώνεται ότι οι κρίσεις αυτές αφορούν αποκλειστικώς το ενδεχόμενο να ασκηθούν μετά τη δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων αγωγές αποζημιώσεως κατά της παρεμβαίνουσας ή άλλων ενεχόμενων στη σύμπραξη για το υπεροξείδιο του υδρογόνου εταιριών. Η Επιτροπή βασίζεται, συνεπώς, μόνον στον τρόπο κατά τον οποίο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες του πίνακα περιεχομένων, αλλά δεν ισχυρίστηκε ότι οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν αυτές καθεαυτές, λόγω του περιεχομένου τους, στα εμπορικά συμφέροντα των επίμαχων εταιριών.

48      Πρέπει να διευκρινισθεί, συναφώς, ότι ο πίνακας περιεχομένων είναι απλώς ένας κατάλογος εγγράφων ο οποίος, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως κατά των επίμαχων εταιριών, έχει, αυτός καθεαυτόν, εντελώς σχετική αποδεικτική ισχύ. Καίτοι αληθεύει ότι ο κατάλογος αυτός θα παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ταυτοποιήσει τα έγγραφα που θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμα για την άσκηση τέτοιου είδους αγωγής, εντούτοις στον αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής δικαστή απόκειται να κρίνει αν θα διατάξει ή όχι την προσκόμιση των εγγράφων. Δεν μπορεί, επομένως, να υποστηριχθεί ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων θίγει, αυτή καθεαυτήν, τα συμφέροντα που επικαλείται η Επιτροπή, προκειμένου να δικαιολογήσει την απορριπτική της απόφαση.

49      Επιπλέον, καίτοι το γεγονός ότι η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά εταιρίας αφεύκτως συνεπάγεται πρόσθετα έξοδα, τουλάχιστον για αμοιβές δικηγόρων, έστω και αν οι αγωγές αυτές απορριφθούν τελικώς ως αβάσιμες, εντούτοις το συμφέρον εταιρίας που μετείχε σε σύμπραξη να αποφύγει τέτοιου είδους αγωγές δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως εμπορικό συμφέρον και, εν πάση περιπτώσει, δεν συνιστά άξιο προστασίας συμφέρον, δεδομένου, ιδίως, ότι κάθε υποκείμενο δικαίου δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑453/99, Courage και Crehan, Συλλογή 2001, σ. I‑6297, σκέψεις 24 και 26, και της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψεις 59 και 61).

50      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων θα έθιγε πράγματι και κατά τρόπο συγκεκριμένο τα εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη και, ιδίως, της Evonik Degussa.

51      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

52      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, διατείνεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε επικαλεστεί αποκλειστικώς το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον στη μη εμπιστευτική εκδοχή που τέθηκε στη διάθεση της προσφεύγουσας, αυτή είχε απλώς προβάλει, για έκαστο των καταλογογραφημένων εγγράφων, την προστασία του επαγγελματικού και του επιχειρηματικού απορρήτου. Όπως συνάγεται από την επεξήγηση των συντομογραφιών που προηγείται της μη εμπιστευτικής εκδοχής του πίνακα περιεχομένων, η Επιτροπή δεν βασίστηκε στην προστασία των σκοπών έρευνας, προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

53      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις που θέτει η συγκεκριμένη διάταξη δεν πληρούνται εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες έρευνας ολοκληρώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας COMP/F/38.620. Διευκρινίζει ότι δεν νοείται επανάληψή τους, καθόσον οι αγωγές που άσκησαν οι επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη δεν αφορούν την ύπαρξη περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών.

54      Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται, αφενός, την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της δημοσιοποιήσεως του πίνακα περιεχομένων και, αφετέρου, την υπονόμευση της αποστολής της Επιτροπής να καταστέλλει τις περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές. Υπογραμμίζει ότι, παρά τον αυξανόμενο αριθμό των αγωγών αποζημιώσεως, οι αιτήσεις περί ασυλίας δεν μειώνονται.

55      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Evonik Degussa, διατείνεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι η έρευνα στην υπόθεση COMP/F/38.620 εξακολουθεί να εκκρεμεί, καθόσον η απόφαση για το υπεροξείδιο του υδρογόνου δεν είναι ακόμη οριστική.

56      Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η αποστολή της να καταστέλλει τις περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία των επιχειρήσεων, η οποία θα διακυβευόταν αν δημοσιεύονταν τα έγγραφα που προσκομίζουν οι αιτούντες επιεική μεταχείριση. Υποστηρίζει ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση θα έθετε ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων χωρίς αυτή η μειονεκτική μεταχείριση να δικαιολογείται αντικειμενικώς.

57      Η Επιτροπή φρονεί ότι η αλληλεξάρτηση μεταξύ, αφενός, της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων των επίμαχων επιχειρήσεων και, αφετέρου, του γενικού συμφέροντος της καταστολής των περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών δικαιολογεί γιατί επικαλέστηκε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων στο πλαίσιο του ελέγχου του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

58      Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν βάσισε την άρνηση να δοθεί πρόσβαση στη σχετική με την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας εξαίρεση. Ειδικότερα, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι κανένας από τους κωδικούς που αναφέρονται στη μη εμπιστευτική εκδοχή του πίνακα περιεχομένων, προκειμένου να προσδιορισθούν οι λόγοι αρνήσεως της προσβάσεως, δεν σχετίζεται με την προστασία των σκοπών της έρευνας. Πρέπει, καταρχάς, να ληφθεί υπόψη το ίδιο το κείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο σημείο 3.2 της οποίας προβάλλονται η προστασία των σκοπών έρευνας καθώς και η προστασία του αντικειμένου των ερευνών στον τομέα των συμπράξεων ως λόγοι αρνήσεως της προσβάσεως. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, οι κωδικοποιημένες ενδείξεις που εμφαίνονται στη μη εμπιστευτική εκδοχή του πίνακα περιεχομένων έχουν απλώς δευτερεύοντα χαρακτήρα. Επιπλέον, σύμφωνα με τη συλλογιστική της Επιτροπής, τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στο υπόμνημα αντικρούσεως, οι επιπτώσεις ενδεχόμενης δημοσιοποιήσεως του πίνακα περιεχομένων στον σκοπό της έρευνας εξαρτώνται από τις επιπτώσεις που θα είχε τέτοιου είδους δημοσιοποίηση στα εμπορικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα οι δύο παράγοντες να αλληλεξαρτώνται.

59      Περαιτέρω, όσον αφορά το βάσιμο της επικλήσεως από την Επιτροπή της εξαιρέσεως που αφορά την προσβολή της προστασίας των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας, πρέπει, κατά πρώτον, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθ’ εαυτών, αλλά του αντικειμένου των δραστηριοτήτων αυτών, το οποίο συνίσταται στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού στον έλεγχο του αν διαπράχθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ και, ανά περίπτωση, στον κολασμό των υπεύθυνων επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, τα έγγραφα του φακέλου που αφορούν διάφορες πράξεις έρευνας εξακολουθούν ενδεχομένως να καλύπτονται από την επίδικη εξαίρεση ενόσω δεν επιτυγχάνεται ο σχετικός σκοπός, ακόμη και αν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα ή η ειδική επιθεώρηση που έδωσε λαβή για τη σύνταξη του εγγράφου στο οποίο ζητείται η πρόσβαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-36/04, API κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-3201, σκέψη 133· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T-391/03 και T-70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-2023, σκέψη 110, και, όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑20/99, Denkavit Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3011, σκέψη 48).

60      Εν προκειμένω, όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή είχε ήδη προ δύο και πλέον ετών εκδώσει την απόφαση για το υπεροξείδιο του υδρογόνου με την οποία διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις που η Επιτροπή προσήψε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και με την οποία περατώθηκε επομένως η διαδικασία COMP/F/38.620. Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι κατά την ως άνω ημερομηνία δεν εκκρεμούσε καμία δραστηριότητα έρευνας προς απόδειξη της υπάρξεως των επίδικων παραβάσεων, δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο με την κοινολόγηση των αιτηθέντων εγγράφων.

61      Βεβαίως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγές κατά της αποφάσεως για το υπεροξείδιο του υδρογόνου, με αποτέλεσμα σε περίπτωση ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως από το Πρωτοδικείο να ήταν πιθανή η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας.

62      Εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δραστηριότητες έρευνας στο πλαίσιο συγκεκριμένης υποθέσεως ολοκληρώνονται με την έκδοση της τελικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως της τυχόν μεταγενέστερης ακυρώσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως από τα δικαστήρια, καθώς στο σημείο εκείνο έκρινε το ίδιο το θεσμικό όργανο ότι περατώθηκε η διαδικασία.

63      Σκόπιμο είναι ακόμη να υπομνησθεί στο πλαίσιο αυτό ότι, επειδή οποιαδήποτε εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται συσταλτικώς, το γεγονός ότι τα αιτηθέντα έγγραφα αφορούν προστατευόμενο συμφέρον δεν μπορεί αφ’ εαυτού να δικαιολογήσει την εφαρμογή της προβληθείσας εξαιρέσεως, η δε Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι υπήρχε όντως η πιθανότητα η κοινολόγησή τους να θίξει την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων της έρευνας σχετικά με την επίδικη παράβαση (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 127).

64      Επιπλέον, το να γίνει δεκτό ότι τα αφορώντα δραστηριότητες έρευνας διάφορα έγγραφα καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ενόσω όλα τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο των ως άνω διαδικασιών δεν έχουν ολοκληρωθεί, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα οδηγούσε ενδεχομένως στην εκ νέου κίνηση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, ισοδυναμεί με την εξάρτηση της προσβάσεως στα ως άνω έγγραφα από αστάθμητους παράγοντες, ήτοι την έκβαση της ως άνω προσφυγής και τις συνέπειες που αυτή θα μπορούσε να έχει για την Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για αφορώντες το μέλλον και αβέβαιους παράγοντες, οι οποίοι εξαρτώνται, αφενός, από τις αποφάσεις των εταιριών που είναι αποδέκτες της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεων σε σύμπραξη και, αφετέρου, από τις ενδιαφερόμενες αρχές.

65      Παρόμοια λύση θα προσέκρουε στον στόχο διασφαλίσεως υπέρ του κοινού της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που προέρχονται από τα θεσμικά όργανα, με σκοπό την παροχή στους πολίτες της δυνατότητας να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τη νομιμότητα της ασκούμενης δημόσιας εξουσίας (βλ., απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 140∙ βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 112).

66      Πρέπει να προστεθεί ότι, εν προκειμένω, μέσω των λόγων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των προσφυγών κατά της αποφάσεως για το υπεροξείδιο του υδρογόνου δεν επιδιώχθηκε να αμφισβητηθεί το υποστατό των διαπιστωθεισών από την Επιτροπή περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών, αλλά κατ’ ουσίαν προβλήθηκαν απλώς και μόνον σφάλματα σχετικά με τη διάρκεια των προαναφερθεισών πρακτικών, τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες της συμπεριφοράς των θυγατρικών τους και τον υπολογισμό των προστίμων ή την προσβολή διαδικαστικών δικαιωμάτων. Επομένως, η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, ικανή να καταλήξει στην υιοθέτηση διαφορετικής θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως και τη συμμετοχή των διαφόρων παραγωγών που ενέχονταν στη σύμπραξη για το υπεροξείδιο του υδρογόνου, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να καταλήξει σε από νομικής απόψεως επανεκτίμηση των ήδη διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής ορισμένων επιχειρήσεων στην παράβαση ή τον καταλογισμό της παραβατικής συμπεριφοράς σε ορισμένες εταιρίες.

67      Συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων δεν ήταν δυνατό να θίξει την προστασία του σκοπού των δραστηριοτήτων έρευνας που αφορούσε την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία για τη σύμπραξη στον τομέα του υπεροξειδίου του υδρογόνου.

68      Κατά δεύτερον, την κρίση αυτή δεν αναιρεί το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η έννοια των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας έχει πολύ ευρύτερο περιεχόμενο, καταλαμβάνοντας κατ’ αποτέλεσμα το σύνολο της πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα της καταστολής και της προλήψεως των συμπράξεων.

69      Κατά την Επιτροπή, η στηριζόμενη στην έννοια αυτή εξαίρεση είναι κατ’ ουσία ανεξάρτητη από κάθε συγκεκριμένη διαδικασία και επίκλησή της μπορεί να γίνεται γενικώς, προκειμένου να απορριφθεί η κοινοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου δύναται να θίξει την πολιτική της Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων και, ειδικότερα, το πρόγραμμα επιείκειας. Ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία οι αιτούντες επιεική μεταχείριση διαβλέπουν ότι, μετά τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που απαριθμούνται στο πλαίσιο της αιτήσεώς τους, οι θιγείσες από τη σύμπραξη εταιρίες θα ασκήσουν προεχόντως κατ’ αυτών αγωγές αποζημιώσεως, είναι πιθανό να μην συνεργαστούν στο μέλλον με την Επιτροπή, ενδεχόμενο που θα μπορούσε να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος της επιείκειας.

70      Εντούτοις, η αποδοχή της προτεινόμενης από την Επιτροπή ερμηνείας θα της παρείχε ουσιαστικά τη δυνατότητα να μην εφαρμόζει άνευ χρονικών περιορισμών τον κανονισμό 1049/2001 σε όσα έγγραφα περιέχονται σε φάκελο υποθέσεως στον τομέα του ανταγωνισμού, επικαλούμενη απλώς και μόνον πιθανή μελλοντική προσβολή του προγράμματος της επιείκειας. Η υπό κρίση υπόθεση αποτυπώνει, εξάλλου, τον διασταλτικό τρόπο κατά τον οποίο αυτή προτίθεται να εφαρμόσει την εν λόγω ερμηνεία, καθόσον αρνείται, εν προκειμένω, να δημοσιοποιήσει έγγραφο μη προσκομισθέν από τον αιτούντα επιεική μεταχείριση το οποίο δεν περιέχει καμία πληροφορία δυνάμενη να θίξει, αυτή καθεαυτήν, τα συμφέροντα των εταιριών που υπέβαλαν αιτήσεις επιεικούς μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε απλώς και μόνον ότι ορισμένες πληροφορίες που περιέχονται σε μη εμπιστευτική εκδοχή της αποφάσεως για το υπεροξείδιο του υδρογόνου μπορούν να συσχετιστούν με άλλες πληροφορίες του πίνακα περιεχομένων, παρέχοντας κατά τον τρόπο αυτό στα θύματα περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών τη δυνατότητα να πληροφορηθούν ποια έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως ενδέχεται να περιέχουν περισσότερα επιβαρυντικά στοιχεία.

71      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τόσο διασταλτική ερμηνεία της έννοιας των δραστηριοτήτων έρευνας είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κανονισμός 1049/2001 αποσκοπεί, κατά την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, στο να προσδοθεί «όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύς στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα» (βλ. την παρατιθέμενη στη σκέψη 36 ανωτέρω νομολογία).

72      Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι από κανένα σημείο του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι η πολιτική ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να τυγχάνει, στο πλαίσιο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ευμενέστερης μεταχειρίσεως έναντι των λοιπών πολιτικών της Ένωσης. Δεν υφίσταται επομένως κανένας λόγος η έννοια των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού διαφορετικά σε σχέση με τις άλλες πολιτικές της Ένωσης.

73      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή οφείλεται σε σύγχυση της σχετικής με την προστασία του σκοπού έρευνας εξαίρεση με την εξαίρεση που συναρτάται προς την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

74      Ειδικότερα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, σύμφωνα με τη συλλογιστική που πρότεινε η Επιτροπή στη σκέψη 3.2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι επιπτώσεις τυχόν δημοσιοποιήσεως του πίνακα περιεχομένων στους σκοπούς της έρευνάς της εξαρτώνται από τις επιπτώσεις που τέτοιου είδους δημοσιοποίηση θα είχε στα εμπορικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, καθότι, προκειμένου ακριβώς οι επιχειρήσεις να προστατέψουν τα εμπορικά τους συμφέροντα, ενδέχεται, κατά την Επιτροπή, να παύσουν να συνεργάζονται μελλοντικώς με την Επιτροπή. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία η Επιτροπή βάσισε την προσβολή του σκοπού έρευνας ταυτίζονται κατ’ ουσία με αυτά που επικαλέστηκε προς στήριξη της σχετικής με την προσβολή της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων εξαιρέσεως.

75      Επομένως, τα χωρία της σκέψεως 3.2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αφορούν την προστασία των ερευνητικών δραστηριοτήτων υπό την ευρεία έννοια του όρου, έχουν το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Εξάλλου, η συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να εξετασθεί μεμονωμένως. Η δημοσιοποίηση ολόκληρου του καταλόγου των εγγράφων θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο, καθόσον θα καθιστούσε σαφές στις επιχειρήσεις ότι η Επιτροπή μπορεί να δημοσιοποιεί πληροφορίες όσον αφορά υποθέσεις στον τομέα του ανταγωνισμού, ακόμη και αν τέτοιου είδους κοινοποίηση μπορεί να προσβάλει τα εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που αφορά η διαδικασία. Τούτο θα ωθούσε τις επιχειρήσεις να περιορίσουν τη συνεργασία τους στο ελάχιστο δυνατό μέτρο και να διστάζουν πολύ περισσότερο να προσκομίζουν πληροφορίες, τις οποίες χρειάζεται η Επιτροπή στον αγώνα της κατά των συμπράξεων. Τέτοιου είδους επενέργεια θα επηρέαζε σημαντικά την ικανότητα της Επιτροπής να διεξάγει έρευνες στον τομέα του ανταγωνισμού και, επομένως, να εκπληρώνει τα καθήκοντα που της αναθέτει η Συνθήκη ΕΚ.

Για τους προεκτεθέντες λόγους, η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 τυγχάνει εφαρμογής στα μη δημοσιευθέντα δεδομένα στο πλαίσιο της [μη εμπιστευτικής εκδοχής του πίνακα περιεχομένων].»

76      Ήδη διαπιστώθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 45 έως 50 ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς, από νομικής απόψεως, ότι υπήρχε το ενδεχόμενο η πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων να θίξει πράγματι και κατά τρόπο συγκεκριμένο τα εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που είχαν μετάσχει στη σύμπραξη και, ιδίως, τα συμφέροντα της Evonik Degussa.

77      Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι τα προγράμματα επιείκειας και συνεργασίας, την αποτελεσματικότητα των οποίων προσπαθεί να προστατεύσει η Επιτροπή, δεν είναι τα μοναδικά μέσα, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τηρούνται οι κανόνες περί του ανταγωνισμού της Ένωσης. Ειδικότερα, οι ασκούμενες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αγωγές αποζημιώσεως μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης (απόφαση Courage και Crehan, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 27).

78      Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο το γεγονός ότι ο πίνακας περιεχομένων καταρτίστηκε αποκλειστικώς με σκοπό να δοθεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους αποκλείει τη δημοσιοποίησή του, «λαμβανομένου υπόψη του σκοπού [χρήσεως] εγγράφων και του εμπιστευτικού χαρακτήρα που είναι σύμφυτος με τη διαδικασία [στον τομέα] συμπράξεως», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο σκοπός για τον οποίο η Επιτροπή κατήρτισε το έγγραφο είναι περίσταση που, αυτή καθεαυτήν, δεν ελήφθη υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεως για την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001. Ειδικότερα, το άρθρο 4 του ως άνω κανονισμού, που απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τις περιπτώσεις οι οποίες δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο, προβλέπει απλώς και μόνον τις περιστάσεις που σχετίζονται με την κοινοποίηση των αιτούμενων εγγράφων και δεν κάνει καμία μνεία στον σκοπό των εγγράφων αυτών. Τέτοιου είδους κρίση απάδει συνεπώς προς το σύστημα προσβάσεως στα έγγραφα που καθιέρωσε ο κανονισμός 1049/2001, τουλάχιστον όσον αφορά τα έγγραφα που συνέταξε η ίδια η Επιτροπή.

79      Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε κατά επαρκή από νομικής απόψεως τρόπο ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων θα έθιγε πράγματι και κατά τρόπο συγκεκριμένο την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει εν προκειμένω παρανομία.

80      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

81      Δεδομένου ότι η απόρριψη από την Επιτροπή της αιτήσεως προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων δεν μπορεί να βασιστεί σε καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις που επικαλέστηκε η Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

83      Το Βασίλειο του Βελγίου και η Evonik Degussa φέρουν τα έξοδά τους, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SG.E3/MM/psi D (2008) 6658 της Επιτροπής, της 8ης Αυγούστου 2008, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση πλήρους προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της διαδικασίας COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα της CDC Hydrogene Peroxide Cartel Damage Claims (CDC Hydrogene Peroxide).

3)      Το Βασίλειο της Σουηδίας και η Evonik Degussa GmbH φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Δεκεμβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.