Language of document : ECLI:EU:T:2011:588

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2011(*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Βελγική αγορά της ενέργειας – Απόφαση κηρύσσουσα μια συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά – Δεσμεύσεις κατά την πρώτη φάση εξετάσεως – Απόφαση απορρίπτουσα τη μερική παραπομπή της εξετάσεως μιας συγκεντρώσεως στις εθνικές αρχές – Προσφυγή ακυρώσεως – Ένωση καταναλωτών – Έννομο συμφέρον – Μη κίνηση της διαδικασίας εμπεριστατωμένου ελέγχου – Διαδικαστικά δικαιώματα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑224/10,

Association belge des consommateurs test-achats ASBL, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους A. Fratini και F. Filpo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον N. Khan, την Α. Αντωνιάδη και τον R. Sauer,

καθής,

υποστηριζομένης από την

Électricité de France (EDF), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους C. Lazarus, A. Amsellem και A. Fontanille και στη συνέχεια από τους C. Lazarus και A. Creus Carreras, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων C(2009) 9059 και C(2009) 8954 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2009, εκ των οποίων η μεν πρώτη κηρύσσει μια συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά (Υπόθεση COMP/M.5549 – EDF/Segebel) βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1), η δε δεύτερη απορρίπτει την αίτηση των αρμοδίων βελγικών αρχών για παραπομπή της εν λόγω υποθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Moavero Milanesi (εισηγητή), πρόεδρο, N. Wahl και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Μαΐου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Association belge des consommateurs test-achats ASBL, είναι μη κερδοσκοπική ένωση με κύριο σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, ιδίως στο Βέλγιο. Είναι ανεξάρτητη από τις δημόσιες αρχές και χρηματοδοτείται από τα μέλη της μέσω συνδρομών. Αριθμώντας περίπου 350 000 μέλη, αποτελεί τη μεγαλύτερη ένωση καταναλωτών στο Βέλγιο.

2        Τον Ιούνιο του 2009, η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε ότι η Électricité de France (EDF) είχε αναγγείλει την πρόθεσή της να αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της Segebel SA (στο εξής: επίδικη συγκέντρωση), εταιρίας χαρτοφυλακίου της οποίας το μόνο στοιχείο ενεργητικού ήταν η συμμετοχή της κατά 51 % στην SPE SA, τη δεύτερη μεγαλύτερη επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας στο Βέλγιο, με πρώτη την παλαιόθεν παρούσα στην αγορά Electrabel SA, η οποία ελέγχεται από την GDF Suez SA. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, το Γαλλικό Δημόσιο κατείχε το 84,6 % των μετοχών της EDF. Όσον αφορά την GDF Suez, το Γαλλικό Δημόσιο κατείχε ποσοστό μειοψηφίας 35,91 %. Τις συμμετοχές αυτές διαχειρίζονταν η Agence des participations de l’État, μέσω δύο χωριστών διευθύνσεων.

3        Στις 23 Ιουνίου 2009, η προσφεύγουσα απηύθυνε επιστολή στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκφράζοντας τις ανησυχίες της σχετικά με την επίδικη συγκέντρωση (στο εξής: επιστολή της 23ης Ιουνίου 2009). Με την ευκαιρία αυτή, κάλεσε την Επιτροπή να αναλύσει τις προβαλλόμενες ολέθριες για τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμμετοχής του Γαλλικού Δημοσίου στο κεφάλαιο της EDF και της GDF Suez, ιδίως στις βελγικές αγορές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Η προσφεύγουσα ανέφερε επίσης ότι, εφόσον η επίδικη συγκέντρωση επηρέαζε τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούν οι τελικοί καταναλωτές, επιθυμούσε να τύχει ακροάσεως, δυνάμει του άρθρου 11, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 133, σ. 1).

4        Η Επιτροπή απάντησε στην προσφεύγουσα, στις 20 Ιουλίου 2009, ότι θα ελάμβανε υπόψη τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της αναλύσεως της επίδικης συγκεντρώσεως, εφόσον η συγκέντρωση αυτή θα εθεωρείτο ως συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση.

5        Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, η EDF κοινοποίησε στην Επιτροπή την επίδικη συγκέντρωση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1). Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009, δημοσιεύθηκε γνωστοποίηση συγκεντρώσεως (στο εξής: γνωστοποίηση συγκεντρώσεως) στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 235, σ. 26), με την οποία καλούνταν οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στη γνωστοποίηση αυτή.

6        Στις 14 Οκτωβρίου 2009, η Autorité belge de concurrence κατέθεσε στην Επιτροπή αίτηση μερικής παραπομπής της επίδικης συγκεντρώσεως, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 139/2004, όσον αφορά τη βελγική αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: αίτηση παραπομπής).

7        Η Επιτροπή προέβη στην ανάλυση της επίδικης συγκεντρώσεως αποστέλλοντας ερωτηματολόγια σε πελάτες, ανταγωνιστές, προμηθευτές και επαγγελματικές ενώσεις καθώς και στην Commission de régulation de l’électricité et du gaz belge (CREG). Εξάλλου, οι δεσμεύσεις που πρότεινε η EDF στις 23 Οκτωβρίου 2009 υποβλήθηκαν σε τεστ αγοράς στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως με 20 διαφορετικούς συντελεστές, μεταξύ άλλων ορισμένους παραγωγούς και προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, την CREG και την Autorité belge de concurrence.

8        Στις 12 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε, αφενός, την απόφαση C(2009) 8954 (υπόθεση COMP/M.5549 – EDF/Segebel) (στο εξής: απόφαση περί μη παραπομπής), με την οποία απέρριψε την αίτηση των αρμοδίων βελγικών αρχών περί μερικής παραπομπής της εν λόγω υποθέσεως, και, αφετέρου, την απόφαση C(2009) 9059 (υπόθεση COMP/M.5549 – EDF/Segebel) (στο εξής: απόφαση περί εγκρίσεως), με την οποία κήρυξε συμβατή με την κοινή αγορά την επίδικη συγκέντρωση. Η απόφαση περί εγκρίσεως εκδόθηκε βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. Συγκεκριμένα, κατόπιν των δεσμεύσεων που πρότεινε η EDF, όπως αυτές τροποποιήθηκαν, η Επιτροπή θεώρησε ότι η επίδικη συγκέντρωση δεν δημιουργούσε πλέον σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό της με την κοινή αγορά και μπορούσε να εγκριθεί στο πλαίσιο της φάσεως της διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων η οποία διέπεται από τις εν λόγω διατάξεις (στο εξής: φάση 1), χωρίς να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού (στο εξής: φάση ΙΙ).

9        Με την απόφαση περί εγκρίσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η επίδικη συγκέντρωση αφορούσε μόνον ορισμένες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες. Όσον αφορά τις βελγικές αγορές, επρόκειτο, πρώτον, για την αγορά της παραγωγής, του χονδρικού εμπορίου και της πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας (αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 117), δεύτερον, για την αγορά των υπηρεσιών εξισορροπήσεως και των παρεπομένων υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 118 έως 130) και, τρίτον, για την αγορά λιανικής πωλήσεως για τον εφοδιασμό των μικρών και μεγάλων βιομηχανιών (αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 152). Δεδομένου ότι μόνον η SPE, αλλά όχι η EDF, δραστηριοποιούνταν στην αγορά της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στους ιδιώτες πελάτες, δεν θεωρήθηκε ότι η αγορά αυτή επηρεαζόταν από την συγκέντρωση (αιτιολογικές σκέψεις 11 και 139).

10      Όσον αφορά τα τυχόν μονομερή αποτελέσματα της επίδικης συγκεντρώσεως, η απόφαση περί εγκρίσεως διαπιστώνει ότι, πριν από την κοινοποιηθείσα πράξη, η EDF είχε αρχίσει να αναπτύσσει, στο Βέλγιο, δύο εγκαταστάσεις προκειμένου να κατασκευάσει μονάδες παραγωγής με στρόβιλο φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου, χωρίς, ωστόσο, να έχουν ακόμα ληφθεί οι συναφείς τελικές αποφάσεις για την επένδυση, και είχε επίσης προσπαθήσει να υλοποιήσει διάφορα σχέδια ώστε να αποκτήσει πρόσβαση σε ικανότητα παραγωγής (αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 45). Δεδομένου ότι η EDF διέθετε περιορισμένη μόνο λειτουργική ικανότητα, η οποία ήταν, εξάλλου, συμβατικώς δεσμευμένη έως το 2015, δεν υπήρχε σημαντική επικάλυψη μεταξύ της αγοράς παραγωγής και της αγοράς χονδρικού εμπορίου από πλευράς ενεστώσας ικανότητας παραγωγής (αιτιολογική σκέψη 62). Πάντως, δεδομένου ότι η SPE υλοποιούσε ήδη διάφορα σχέδια αναπτύξεως της ικανότητας παραγωγής, η απόφαση περί εγκρίσεως διατύπωνε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τα κίνητρα του φορέα που θα προερχόταν από την επίδικη συγκέντρωση να συνεχίσει την ανάπτυξη των δύο προμνησθεισών εγκαταστάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 63 και 116). Οι αμφιβολίες αυτές διαλύθηκαν με τις δεσμεύσεις που πρότεινε η EDF, όπως αυτές τροποποιήθηκαν (αιτιολογικές σκέψεις 206 έως 246).

11      Όσον αφορά τα τυχόν συντονισμένα αποτελέσματα, η απόφαση περί εγκρίσεως λαμβάνει υπόψη, ιδίως, τα επιχειρήματα της Autorité belge de concurrence σχετικά με το ότι η συμμετοχή του Γαλλικού Δημοσίου στην EDF και στην GDF Suez δημιουργεί κίνδυνο συντονισμού μεταξύ της τελευταίας και της οντότητας που θα προκύψει από την επίδικη συγκέντρωση. Η απόφαση καταλήγει, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι η EDF μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση διαθέτουσα αυτοτελή εξουσία λήψεως αποφάσεων σε σχέση προς την GDF Suez και, συνεπώς, ως πραγματική ανταγωνίστριά της (αιτιολογικές σκέψεις 89 έως 99).

12      Στην απόφαση περί μη παραπομπής, η Επιτροπή, στηριζόμενη σε εκτίμηση του ανταγωνισμού αντίστοιχη με εκείνη της αποφάσεως περί εγκρίσεως, διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις παραπομπής που απαριθμούνται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 139/2004. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι εξακολουθεί να είναι η πλέον ενδεδειγμένη αρχή για την εξέταση της επίδικης συγκεντρώσεως, δεδομένου ότι, πρώτον, κατά τα τελευταία έτη έχει αποκτήσει σημαντική πείρα όσον αφορά τις βελγικές αγορές της ηλεκτρικής ενέργειας και, δεύτερον, οι σχετικοί με τον ανταγωνισμό φόβοι της Autorité belge de concurrence υπερβαίνουν τις βελγικές αγορές και απαιτούν, ως εκ τούτου, υπερεθνική ανάλυση για την οποία η εν λόγω αρχή δεν διαθέτει επαρκή μέσα έρευνας. Εξάλλου, η παραπομπή συνεπάγεται τον κίνδυνο να πρέπει η συγκέντρωση να εγκριθεί χωρίς τη δυνατότητα επιβολής όρων, λόγω της εφαρμογής του βελγικού δικαίου του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 260 έως 263).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαΐου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Σεπτεμβρίου 2010, η EDF ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η αίτηση παρεμβάσεως επιδόθηκε στους διαδίκους, οι οποίοι δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις.

15      Με διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2010, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την εν λόγω αίτηση παρεμβάσεως.

16      Στις 6 Ιανουαρίου 2011, η παρεμβαίνουσα κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως, επί του οποίου γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλε η προσφεύγουσα εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ενώ η Επιτροπή παραιτήθηκε από τη δυνατότητα αυτή.

17      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

18      Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να καταθέσει ορισμένα έγγραφα και της έθεσε ερωτήσεις καλώντας τη να απαντήσει γραπτώς. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε στα εν λόγω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

19      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Μαΐου 2011.

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί εγκρίσεως και την απόφαση περί μη παραπομπής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής της όσον αφορά την απόφαση περί εγκρίσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους αντλούμενους, ο πρώτος, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της EDF και της GDF Suez, ο δεύτερος, από παράβαση της ίδιας διατάξεως, λόγω της αρνήσεως στην προσφεύγουσα του δικαιώματος συμμετοχής στη διαδικασία και, ο τρίτος, από την παράβαση της εν λόγω διατάξεως καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως λόγω μη κινήσεως της φάσεως ΙΙ.

23      Όσον αφορά την απόφαση περί μη παραπομπής, η προσφεύγουσα επικαλείται, κατ’ ουσίαν, ένα λόγο αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004.

24      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει με χωριστό δικόγραφο ένσταση βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, επικαλείται το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής, καθόσον με αυτή επιδιώκεται η ακύρωση τόσο της αποφάσεως περί εγκρίσεως όσο και της αποφάσεως περί μη παραπομπής.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί εγκρίσεως

25      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την απόφαση περί εγκρίσεως, η οποία δεν την αφορά ούτε άμεσα ούτε ατομικά.

26      Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα, πέραν του ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού που καθόρισε η νομολογία που απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937), δεν ανήκει στην κατηγορία των προσώπων τα οποία αφορά το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 και τα οποία μπορούν να τύχουν ακροάσεως από την Επιτροπή, και μάλιστα πρέπει να τυγχάνουν ακροάσεως εφόσον το ζητήσουν. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν έχει διαδικαστικά δικαιώματα τα οποία προσέβαλε η Επιτροπή λόγω του ότι δεν κίνησε τη φάση ΙΙ, στο πλαίσιο της οποίας, εν πάση περιπτώσει, οι τρίτοι δεν θα μπορούσαν να έχουν βαθμό συμμετοχής στη διαδικασία μεγαλύτερο από αυτόν που προβλέπεται στο πλαίσιο της φάσεως Ι.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο μόνον εφόσον η απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά. Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για τις αποφάσεις της Επιτροπής που αφορούν το συμβατό μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά, η ενεργητική νομιμοποίηση των τρίτων τους οποίους ενδιαφέρει η συγκέντρωση πρέπει να εκτιμάται κατά τρόπο διαφορετικό αναλόγως του αν αυτοί, αφενός, επικαλούνται ελαττώματα που επηρεάζουν την ουσία αυτών των αποφάσεων (στο εξής: πρώτη κατηγορία) ή, αφετέρου, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματα που τους απονέμουν οι πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπει τον έλεγχο των συγκεντρώσεων (στο εξής: δεύτερη κατηγορία).

28      Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, το γεγονός απλώς και μόνον ότι μια απόφαση είναι ικανή να επηρεάσει την νομική κατάσταση του προσφεύγοντος δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων νομιμοποιείται ενεργητικώς να την προσβάλει (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Απριλίου 1995, T‑96/92, CCE de la Société générale des grandes sources κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1213, σκέψη 26, και T‑12/93, CCE de Vittel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1247, σκέψη 36). Όσον αφορά ειδικότερα τον ατομικό επηρεασμό του προσφεύγοντος, είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τη διατύπωση της προμνησθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 942), να θίγει η επίμαχη απόφαση τον προσφεύγοντα αυτόν λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τον διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο και, εκ του λόγου τούτου, τον εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

29      Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία, κατά κανόνα, οσάκις ένας κανονισμός παρέχει σε τρίτους διαδικαστικά δικαιώματα, αυτοί πρέπει να διαθέτουν ένδικο βοήθημα για την προστασία των εννόμων συμφερόντων τους. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις σχετικές με τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα διαφορές, πρέπει να επισημανθεί ιδίως ότι η προσβολή ή μη του δικαιώματος νομότυπης ακροάσεως ορισμένων τρίτων, κατόπιν αιτήσεώς τους, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής δεν μπορεί, καταρχήν, να ελεγχθεί από τον δικαστή της Ένωσης παρά στο στάδιο του ελέγχου της νομιμότητας της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Συνεπώς, ακόμα και όταν η απόφαση αυτή, κατά την ουσία της, δεν αφορά ατομικά και/ή άμεσα τον προσφεύγοντα, θα πρέπει να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως αυτής ακριβώς προκειμένου να εξεταστεί αν παραβιάστηκαν οι σχετικές με τη διαδικασία εγγυήσεις τις οποίες βασίμως μπορούσε να επικαλεστεί. Μόνον σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση των εγγυήσεων αυτών ικανή να προσβάλει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή του κατά την εν λόγω διοικητική διαδικασία, εφόσον είχε υποβάλει σχετική αίτηση, μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση αυτή για παράβαση ουσιώδους τύπου. Ελλείψει ουσιαστικής προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, το γεγονός απλώς και μόνον ότι ο προσφεύγων επικαλείται, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την προσβολή των δικαιωμάτων αυτών κατά τη διοικητική διαδικασία δεν μπορεί να συνεπάγεται το παραδεκτό της προσφυγής στο μέτρο που αυτή στηρίζεται σε λόγους που αντλούνται από την παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, προμνησθείσες αποφάσεις CCE de la Société générale des grandes sources κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46, και CCE de Vittel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59).

30      Επομένως, προσφυγή ασκούμενη από προσφεύγοντα που δεν εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία μπορεί να κριθεί παραδεκτή μόνον εφόσον αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των διαδικαστικών εγγυήσεων που αναγνωρίζονται στον προσφεύγοντα κατά τη διοικητική διαδικασία, στο δε Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, επί της ουσίας, μήπως η απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση αγνόησε τις εγγυήσεις αυτές (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες αποφάσεις CCE de la Société générale des grandes sources κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47, και CCE de Vittel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60).

31      Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διάκριση αυτή υπενθυμίζει και εκείνη η οποία συχνά εφαρμόζεται στις διαφορές που αφορούν τους κανόνες της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, διαφορές που εμπίπτουν επίσης στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης και μπορούν, ως εκ τούτου, να προσφέρουν προσφυή νομολογιακά παραδείγματα, υπό την επιφύλαξη των τυχόν αναγκαίων προσαρμογών κατά την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή των παραδειγμάτων αυτών στο πλαίσιο των διαφορών που αφορούν τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. Κατά πάγια νομολογία, οσάκις ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή εκτίμησε κατά πόσον μια ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, το γεγονός απλώς και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ως «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και διαθέτει, συνεπώς, ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις, δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή του, αλλά οφείλει να αποδείξει ότι απολαμβάνει ειδικού καθεστώτος κατά την έννοια της προμνησθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής. Αντιθέτως, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να απαιτήσουν την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων των οποίων απολαύουν παρά μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν αυτή την απόφαση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Για τους λόγους αυτούς, ο δικαστής της Ένωσης κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως κατά τέτοιας αποφάσεως, ασκηθείσας από ενδιαφερόμενο κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει, με την άσκηση της προσφυγής του, να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2009, C‑319/07 P, 3F κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑5963, σκέψεις 30, 31, και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως καθόσον με την προσφυγή αμφισβητείται η ουσία της αποφάσεως αυτής

32      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία που αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 27, καθόσον δεν πληροί τις προϋποθέσεις της προμνησθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής, όσον αφορά τον ατομικό επηρεασμό.

33      Πρώτον, τα πρόσωπα που εκπροσωπεί η προσφεύγουσα δεν θίγονται από την απόφαση περί εγκρίσεως παρά μόνον υπό την αντικειμενική και αφηρημένη ιδιότητά τους ως καταναλωτές ενέργειας, καθόσον οι τιμές της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ενδέχεται να αυξηθούν λόγω της συγκεντρώσεως της προσφοράς που συνεπάγεται η απόφαση αυτή, οπότε όλοι οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που κατοικούν εντός της συγκεκριμένης γεωγραφικής αγοράς θίγονται εξίσου από τη συγκέντρωση. Συνεπώς, η απόφαση περί εγκρίσεως δεν θίγει τα εν λόγω πρόσωπα λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της πράξεως αυτής. Εφόσον η απόφαση περί εγκρίσεως δεν αφορά τα πρόσωπα αυτά ατομικώς, δεν μπορεί να αναγνωριστεί τέτοια ιδιότητα στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι μια πράξη που επηρεάζει τα γενικά συμφέροντα μιας κατηγορίας διοικουμένων δεν μπορεί να αφορά ατομικώς, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ένωση συσταθείσα για την προώθηση των συλλογικών συμφερόντων αυτής της κατηγορίας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑350/03, Wirtschaftskammer Kärnten και best connect Ampere Strompool κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 29 έως 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Δεύτερον, όσον αφορά την πιθανότητα να αφορά η απόφαση περί εγκρίσεως ατομικώς την προσφεύγουσα λόγω του ότι επηρεάζει τα συμφέροντά της ως ενώσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα συμφέροντα αυτά, στο πλαίσιο διαδικασίας αποσκοπούσας στον έλεγχο μιας συγκεντρώσεως, συνίστανται κυρίως στη δυνατότητα διατυπώσεως της απόψεώς της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής επί του συμβατού της συγκεντρώσεως αυτής με την κοινή αγορά. Συνεπώς, ένας τέτοιος επηρεασμός δεν είναι κρίσιμης σημασίας προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον η προσφεύγουσα εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία που αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 27.

35      Κατά συνέπεια, η προσφυγή κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως είναι απαράδεκτη καθόσον αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της ουσίας της αποφάσεως αυτής.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως καθόσον με την προσφυγή επιδιώκεται η διασφάλιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας

36      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η προσφεύγουσα εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία που αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 27, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 11, στοιχείο γ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 802/2004, οι ενώσεις καταναλωτών έχουν δικαίωμα ακροάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 του κανονισμού 139/2004, οσάκις η σχεδιαζόμενη συγκέντρωση αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούν οι τελικοί καταναλωτές. Η τελευταία περίοδος της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι, αν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δικαιολογούν επαρκές συμφέρον ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, το αίτημά τους γίνεται δεκτό. Ομοίως, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004 παρέχει το δικαίωμα να διατυπώσουν την άποψή τους στους τρίτους που ζητούν γραπτώς να τύχουν ακροάσεως σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 139/2004.

37      Επομένως, η προσφεύγουσα, ως ένωση καταναλωτών έχουσα τα χαρακτηριστικά που υπομνήσθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 1, μπορεί να διαθέτει διαδικαστικό δικαίωμα, ήτοι το δικαίωμα να τύχει ακροάσεως, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας της Επιτροπής που αφορά τον έλεγχο της επίμαχης συγκεντρώσεως, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως δύο προϋποθέσεων: πρώτον, η συγκέντρωση πρέπει να αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από τους τελικούς καταναλωτές· δεύτερον, η ένωση πρέπει να έχει πράγματι υποβάλει γραπτή αίτηση ακροάσεως από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας εξετάσεως.

38      Εφόσον πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, η προσφεύγουσα μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει την απόφαση περί εγκρίσεως λόγω προσβολής αυτού του διαδικαστικού δικαιώματος. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν της παρασχέθηκε το δικαίωμα να εκφράσει την άποψή της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής και να συμμετάσχει στη διαδικασία αυτή, καθόσον η απόφαση περί εγκρίσεως είχε ληφθεί χωρίς να κινηθεί η φάση ΙΙ της διαδικασίας. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι οι λόγοι που επικαλείται με την προσφυγή της αφορούν τόσο την ουσία των προσβαλλομένων αποφάσεων όσο και την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

39      Είναι αληθές ότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή στον έλεγχο των συγκεντρώσεων δεν επιβάλλουν να παρέχεται σε τρίτους όπως η προσφεύγουσα ακρόαση μόνον στο πλαίσιο της φάσεως ΙΙ, οπότε η προσβολή του ενδεχόμενου δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας δεν απορρέει από το γεγονός ότι η απόφαση περί εγκρίσεως εκδόθηκε κατά το πέρας της φάσεως Ι. Ωστόσο, η αντίρρηση αυτή της Επιτροπής ουδεμία ασκεί επιρροή στο παραδεκτό του αιτήματος ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως λόγω προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν έτυχε ακροάσεως ούτε κατά τη διάρκεια της φάσεως Ι. Συνεπώς, αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα έχει τα ίδια διαδικαστικά δικαιώματα σε αμφότερες τις φάσεις, μπορεί κατά πάσα περίπτωση να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή με αίτημα να εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο κατά πόσον υπήρξε προσβολή των διαδικαστικών αυτών δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως της φάσεως της διαδικασίας κατά το πέρας της οποίας εκδόθηκε η απόφαση περί εγκρίσεως.

–       Επί της προϋποθέσεως της σχετικής με τους τελικούς καταναλωτές

40      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 37, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 11, στοιχείο γ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 802/2004 προβλέπει μεν ότι οι ενώσεις καταναλωτών έχουν δικαίωμα ακροάσεως μόνον όταν το σχέδιο συγκεντρώσεως αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούν οι τελικοί καταναλωτές, δεν απαιτεί όμως να αναφέρεται το αντικείμενο του σχεδίου αυτού άμεσα στα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες.

41      Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επιστολή της 23ης Ιουνίου 2009 αναφερόταν ρητώς στο γεγονός ότι, κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, η επίμαχη συγκέντρωση έθιγε τα συμφέροντα των καταναλωτών όσον αφορά τις τιμές και την παρεχόμενη υπηρεσία και ότι, με την απάντησή της στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτόν.

42      Ασφαλώς, από την απόφαση περί εγκρίσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι η επίδικη συγκέντρωση είχε μόνο παρεπόμενες συνέπειες για τους καταναλωτές. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 139 της αποφάσεως περί εγκρίσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, προκειμένου για την αγορά της λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η επίμαχη συγκέντρωση συνεπαγόταν οριζόντιες αλληλεπικαλύψεις μόνον όσο αφορά τους μεγάλους και μικρούς βιομηχανικούς και εμπορικούς πελάτες στις βελγικές αγορές προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς να αναφερθεί στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας προς τους ιδιώτες πελάτες. Αντιθέτως, στις αιτιολογικές σκέψεις 151 και 152 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η επίμαχη συγκέντρωση ήταν ικανή να έχει επιπτώσεις στις διάφορες βελγικές λιανικές αγορές, θεωρώντας όμως ότι επρόκειτο για παρεπόμενες συνέπειες που δεν δημιουργούσαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό της επίμαχης συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά. Η ύπαρξη αυτών των παρεπομένων συνεπειών μνημονεύεται επίσης και στην αιτιολογική σκέψη 207 της αποφάσεως περί εγκρίσεως.

43      Όμως, η ενδεχομένως παρεπόμενη φύση αυτών των συνεπειών δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερεί από την προσφεύγουσα το δικαίωμα ακροάσεως. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορεί να ερμηνεύει το άρθρο 11, στοιχείο γ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 802/2004 συσταλτικώς, κατά τρόπο περιορίζοντα την εφαρμογή της διατάξεως αυτής ουσιαστικά μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η συγκέντρωση έχει άμεσες συνέπειες στις αγορές που αφορούν τους τελικούς καταναλωτές. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει ότι, κατά την εκτίμηση μιας συγκεντρώσεως, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπόψη τα συμφέροντα των ενδιάμεσων και των τελικών καταναλωτών. Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 153, παράγραφος 2, ΕΚ, το οποίο είναι κατ’ ουσία ταυτόσημο με το άρθρο 12 ΣΛΕΕ, οι απαιτήσεις της προστασίας των καταναλωτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των άλλων πολιτικών και δραστηριοτήτων της Ένωσης. Εξάλλου, το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1) προβλέπει ότι οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

44      Τέλος, η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να απορρίψει αίτηση ενώσεως καταναλωτών η οποία ζητεί να τύχει ακροάσεως ως τρίτος δικαιολογών επαρκές ενδιαφέρον για τη συγκέντρωση χωρίς να της παράσχει τη δυνατότητα να αποδείξει ως προς τι η συγκέντρωση αυτή μπορεί να ενδιαφέρει τους καταναλωτές (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 2000, T‑256/97, BEUC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑101, σκέψη 77).

45      Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα πληροί την πρώτη προϋπόθεση που αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 37.

–       Επί της προϋποθέσεως της σχετικής με την υποβολή αιτήσεως ακροάσεως

46      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση που αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 37, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα είχε εγκύρως υποβάλει την αίτηση ακροάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004.

47      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, στην από 23 Ιουνίου 2009 επιστολή της, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι επιθυμούσε να κάνει χρήση του δικαιώματος ακροάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της επίδικης συγκεντρώσεως, δικαιώματος το οποίο θεωρούσε ότι αντλούσε από το άρθρο 11, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 802/2004. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η επιστολή της 23ης Ιουνίου 2009 είναι προγενέστερη της κοινοποιήσεως του σχεδίου της επίμαχης συγκεντρώσεως και, κατά μείζονα λόγο, της δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

48      Η Επιτροπή παρέλαβε την επιστολή αυτή στις 20 Ιουλίου 2009 και πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι οι παρατηρήσεις της θα λαμβάνονταν υπόψη στο πλαίσιο της αναλύσεως της επίμαχης συγκεντρώσεως, εφόσον αυτή θα θεωρούνταν ως συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση.

49      Όμως, ούτε ο κανονισμός 139/2004 ούτε ο κανονισμός 802/2004, όταν προβλέπουν ότι ορισμένοι τρίτοι πρέπει να τυγχάνουν ακροάσεως από την Επιτροπή εφόσον το ζητήσουν, διευκρινίζουν την περίοδο κατά την οποία πρέπει να υποβληθεί η σχετική αίτηση. Ειδικότερα, οι κανονισμοί αυτοί δεν διευκρινίζουν ρητώς ότι η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται μετά την κοινοποίηση της συγκεντρώσεως στην οποία αναφέρεται ή τη δημοσίευση της σχετικής γνωστοποιήσεως.

50      Ωστόσο, η σιωπή της νομοθεσίας της Ένωσης επί του ζητήματος αυτού όσον αφορά τις συγκεντρώσεις δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αίτηση ακροάσεως συνεπάγεται υποχρέωση της Επιτροπής να δώσει συνέχεια, εφόσον πληρούνται οι λοιπές συναφείς προϋποθέσεις, έστω και αν η αίτηση αυτή υποβλήθηκε πριν από την κοινοποίηση της επίμαχης συγκεντρώσεως στην Επιτροπή. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, το γεγονός που σηματοδοτεί τυπικώς την έναρξη της διαδικασίας εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής είναι ακριβώς η κοινοποίηση.

51      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, όλες οι συγκεντρώσεις με κοινοτική διάσταση πρέπει να κοινοποιούνται δεόντως στην Επιτροπή πριν από την πραγματοποίησή τους και μετά τη σύναψη της συμφωνίας, τη δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή την απόκτηση ποσοστού επιτρέποντος τον έλεγχο της επιχειρήσεως. Το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής προσθέτει ότι η κοινοποίηση μπορεί επίσης να γίνεται στις περιπτώσεις που οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις αποδεικνύουν στην Επιτροπή την ύπαρξη καλόπιστης προθέσεως για σύναψη συμφωνίας ή, σε περίπτωση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς, εφόσον έχουν δημοσιοποιήσει πρόθεση ανάλογης προσφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία ή προσφορά εξαγοράς θα καταλήξει σε συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση. Το τρίτο εδάφιο διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, ο όρος «κοινοποιηθείσα συγκέντρωση» καλύπτει και τις σχεδιαζόμενες συγκεντρώσεις που κοινοποιούνται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο.

52      Εξάλλου, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 139/2004 προκύπτει ότι η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση της συγκεντρώσεως μόλις την παραλάβει και ότι οφείλει να λάβει απόφαση επί της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως το αργότερο εντός προθεσμίας 25 εργάσιμων ημερών, δυναμένης να παραταθεί ή να ανασταλεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς από τις εν λόγω διατάξεις, η οποία αρχίζει την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή της κοινοποιήσεως ή, αν τα στοιχεία που πρέπει να παρασχεθούν με την κοινοποίηση δεν είναι πλήρη, την επομένη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή των πλήρων στοιχείων. Εντός της προθεσμίας αυτής, η οποία οριοθετεί τη φάση Ι, η Επιτροπή οφείλει να αποφασίσει αν η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στον κανονισμό 139/2004 και, αν ναι, κατά πόσον μπορεί να εγκριθεί στη φάση αυτή, με το αιτιολογικό ότι δεν δημιουργεί σοβαρές όσον αφορά το συμβατό της με την κοινή αγορά, ή κατά πόσον είναι απαραίτητη η διεξαγωγή της φάσεως ΙΙ, ώστε να εξεταστούν οι αμφιβολίες αυτές περισσότερο εμπεριστατωμένα.

53      Εφόσον η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 139/2004 μόνον όσον αφορά τις «κοινοποιηθείσες συγκεντρώσεις», είναι συνεπές με τη λογική της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων να θεωρείται ότι οι ενέργειες στις οποίες οι τρίτοι οφείλουν να προβούν προκειμένου να εμπλακούν στη διαδικασία θα πρέπει να γίνονται μετά την τυπική κοινοποίηση μιας συγκεντρώσεως.

54      Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, συχνότατα, πληροφορίες σχετικές με πιθανές οικονομικές πράξεις δυνάμενες να εμπίπτουν στις διατάξεις του κανονισμού 139/2004 κυκλοφορούν στους ενδιαφερόμενους κύκλους, ακόμα δε και στον Τύπο, πολύ πριν οι πράξεις αυτές κοινοποιηθούν ενδεχομένως στην Επιτροπή ως πράξεις συγκεντρώσεως.

55      Συναφώς, αφενός, το ότι η αίτηση ακροάσεως κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 και του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004 πρέπει να υποβάλλεται μετά την κοινοποίηση της συγκεντρώσεως την οποία αφορά επιτρέπει στους τρίτους, προς το συμφέρον τους, να αποφεύγουν να υποβάλλουν τέτοιες αιτήσεις χωρίς να έχει καθοριστεί το αντικείμενο της διαδικασίας ελέγχου που διεξάγει η Επιτροπή, καθόσον ο καθορισμός αυτός γίνεται κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως της επίμαχης οικονομικής πράξεως. Αφετέρου, απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση να διακρίνει συστηματικά, μεταξύ των αιτήσεων που της υποβάλλονται, εκείνες που αναφέρονται σε οικονομικές πράξεις οι οποίες αφορούν αφηρημένες υποθέσεις, ή ακόμα απλές διαδόσεις, και εκείνες που αφορούν πράξεις οι οποίες καταλήγουν σε κοινοποίηση.

56      Η αντίθετη ερμηνεία θα συνεπαγόταν μη απαραίτητη επιβάρυνση του έργου που ανατίθεται στην Επιτροπή από τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων. Πράγματι, η ανάγκη να υποβάλλουν οι επιθυμούντες ακρόαση τρίτοι τις συναφείς αιτήσεις τους μετά την κοινοποίηση της σχετικής συγκεντρώσεως είναι σύμφωνη με την επιταγή της ταχύτητας η οποία, κατά τη νομολογία, χαρακτηρίζει την οικονομία της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων και επιβάλλει στην Επιτροπή να τηρεί αυστηρές προθεσμίες για την έκδοση της τελικής αποφάσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑202/06 P, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑12129, σκέψη 39, και της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 49). Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω αυστηρών προθεσμιών, η Επιτροπή δεν μπορεί να είναι υποχρεωμένη να εξακριβώνει, για κάθε κοινοποιούμενη συγκέντρωση, κατά πόσον, πριν από την κοινοποίηση, τρίτοι είχαν ήδη εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον.

57      Οι τρίτοι δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αγνοούν την ύπαρξη της κοινοποιήσεως, Αντιθέτως, ενημερώνονται ρητώς από την ίδια την Επιτροπή, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, το όργανο αυτό, οσάκις διαπιστώνει ότι μια κοινοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, δημοσιεύει ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μνημονεύοντας τα ονόματα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τη χώρα προελεύσεώς τους, τη φύση της συγκεντρώσεως και τους σχετικούς οικονομικούς κλάδους. Η δημοσίευση αυτή εγγυάται ότι η πληροφορία της κοινοποιήσεως μιας συγκεντρώσεως καθίσταται διαθέσιμη για όλους.

58      Ωστόσο, δεδομένου ότι μόνον η ημερομηνία της κοινοποιήσεως είναι κρίσιμη για την κίνηση της διαδικασίας εξετάσεως της Επιτροπής, το όργανο αυτό δεν μπορεί να αγνοήσει τις αιτήσεις ακροάσεως που της περιέρχονται μετά την κοινοποίηση, έστω και πριν από τη δημοσίευση την οποία προβλέπει η προμνησθείσα διάταξη.

59      Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσφεύγουσα, δύο μήνες πριν από την κοινοποίηση της επίδικης συγκεντρώσεως, είχε πληροφορήσει την Επιτροπή ότι επιθυμούσε να τύχει ακροάσεως αν το όργανο αυτό, κατόπιν της κοινοποιήσεως της εν λόγω συγκεντρώσεως, έκρινε ότι η συγκέντρωση αυτή είχε κοινοτική διάσταση. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεραπεύσει τη μη ανανέωση της αιτήσεως ή την έλλειψη κάθε πρωτοβουλίας εκ μέρους της προσφεύγουσας, αφότου η οικονομική πράξη την οποία σχεδίαζαν η EDF και η Segebel, την οποία είχε πληροφορηθεί προηγουμένως, κατέστη πράγματι συγκέντρωση δεόντως κοινοποιηθείσα και είχε, ως εκ τούτου, προκαλέσει την κίνηση της διαδικασίας την οποία προβλέπει ο κανονισμός 139/2004, στο πλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα επιθυμούσε να τύχει ακροάσεως.

60      Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη λόγω της απαντήσεως της Επιτροπής στην επιστολή της 23ης Ιουνίου 2009. Πράγματι, με την απάντηση αυτή, η Επιτροπή δεν είχε δεσμευθεί να έλθει η ίδια σε επαφή με την προσφεύγουσα, ενδεχομένως, ώστε η τελευταία να της υποβάλει μεταγενέστερες παρατηρήσεις. Η Επιτροπή δεσμεύθηκε απλώς να λάβει υπόψη της το περιεχόμενο αυτής της επιστολής, στην περίπτωση που η επίμαχη συγκέντρωση ήταν συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση. Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 89 έως 99 της αποφάσεως περί εγκρίσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το τεθέν με την επιστολή της 23ης Ιουνίου 2009 ζήτημα κατά πόσον η EDF και η GDF Suez μπορούσαν να θεωρηθούν ως δύο αυτοτελείς επιχειρήσεις, παρά τη σημαντική συμμετοχή του Γαλλικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρήσεις αυτές ήταν αυτοτελείς. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του βασίμου των εν λόγω αιτιολογικών σκέψεων και του βαθμού εμβαθύνσεως της αναλύσεως που εμπεριέχουν, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η Επιτροπή τήρησε συμπεριφορά σύμφωνη με την απάντησή της στην επιστολή αυτή.

61      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε διοικούμενος στον οποίο ένα όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες λόγω των συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του έχει δώσει. Εντούτοις, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη λήψη μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑519/07 P, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, Συλλογή 2009, σ. I‑8495, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Εν προκειμένω, το αργότερο κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως, η προσφεύγουσα είχε την επιβεβαίωση ότι η επίμαχη συγκέντρωση είχε τελικά κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Επιπλέον, είχε πρόσβαση στις πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή, αφενός, κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως και υπό την επιφύλαξη της τελικής αποφάσεώς της επί του σημείου αυτού, εκτιμούσε ότι η επίμαχη συγκέντρωση μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 139/2004 (σημείο 3 της γνωστοποιήσεως) και, αφετέρου, καλούσε τους τρίτους ενδιαφερομένους να της υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους σχετικά με την επίμαχη συγκέντρωση, εντός προθεσμίας δέκα ημερών από της δημοσιεύσεως αυτής της γνωστοποιήσεως (σημείο 4 της γνωστοποιήσεως).

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, και επομένως όφειλε, να λάβει την πρωτοβουλία να υποβάλει στην Επιτροπή παρατηρήσεις ή, τουλάχιστον, να επιβεβαιώσει την αίτηση ακροάσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του χρονοδιαγράμματος που επιβαλλόταν στην Επιτροπή από τον κανονισμό 139/2004, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αγνοεί ότι μια απόφαση σχετικά με την επίμαχη συγκέντρωση μπορούσε να εκδοθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και ότι η απόφαση αυτή μπορούσε να συνίσταται στην κήρυξη του συμβατού της εν λόγω συγκεντρώσεως με την εσωτερική αγορά ήδη από τη φάση Ι.

64      Επομένως, η προσφεύγουσα δεν πληροί τη δεύτερη προϋπόθεση για να μπορεί να αμφισβητήσει παραδεκτώς την προσβαλλόμενη απόφαση επικαλούμενη προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

–       Συμπεράσματα όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως

65      Εφόσον η προσφεύγουσα δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις παραδεκτού που απορρέουν από την προμνησθείσα απόφαση Plaumann κατά Επιτροπής, ούτε τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις προσφυγές που αποσκοπούν στο σεβασμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως.

66      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που άπτονται του δικαιώματός της σε αποτελεσματική ένδικη προστασία, η σημασία του οποίου υπογραμμίζεται από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ιδίως με τη δεσμευτική αξία την οποία αποκτά ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με ορισμένες εξελίξεις στις έννομες τάξεις διαφόρων κρατών μελών.

67      Πράγματι, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή των προϋποθέσεων του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως λόγω του τρόπου με τον οποίον ερμηνεύει ο προσφεύγων το δικαίωμα σε αποτελεσματική ένδικη προστασία (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑10005, σκέψη 64, και διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2009, C‑444/08 P, Região autónoma dos Açores κατά Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 70). Συνεπώς, ιδιώτης τον οποίο δεν αφορά άμεσα και ατομικά μια απόφαση της Επιτροπής και του οποίου, ως εκ τούτου, τα συμφέροντα δεν επηρεάζονται από το μέτρο αυτό δεν μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα σε αποτελεσματική ένδικη προστασία σε σχέση με την απόφαση αυτή (βλ. διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2009, C‑483/07 P, Galileo Lebensmittel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑959, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68      Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα στοιχεία προκύπτει, όμως, ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω αυτές οι προϋποθέσεις και ότι, όσον αφορά παραδεκτό της προσφυγής καθόσον αποσκοπεί στην προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, το αποτέλεσμα αυτό απορρέει από την αδράνειά της μετά την κοινοποίηση της επίδικης συγκεντρώσεως προς την Επιτροπή. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η κήρυξη απαράδεκτης της υπό κρίση προσφυγής προσβάλλει το δικαίωμά της σε αποτελεσματική ένδικη προστασία.

69      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως περί εγκρίσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί μη παραπομπής

70      Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί μη παραπομπής είναι απαράδεκτο καθόσον το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει συνοπτική έκθεση των λόγων που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος αυτού, κατά παράβαση του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

71      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τούτο σημαίνει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίστανται οι ισχυρισμοί στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή, οπότε μια απλώς γενική διατύπωσή τους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας. Επιπλέον, η έκθεση αυτή, έστω και συνοπτική, πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορούν ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί της προσφυγής, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί πρόσθετα στοιχεία προς στήριξή της. Η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης επιβάλλουν, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή ή, ειδικότερα, ένας ισχυρισμός, να προκύπτουν τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, επί των οποίων στηρίζεται, κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το δικόγραφο της προσφυγής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 36, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑308/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5089, σκέψεις 71 και 72).

72      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα τήρησε τις ανωτέρω μνημονευθείσες προϋποθέσεις. Πράγματι, μολονότι δεν εξήγησε σαφώς τους λόγους για τους οποίους οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως απαιτούσαν να κάνει η Επιτροπή δεκτό το αίτημα περί παραπομπής, προσήψε, ωστόσο, στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε, εμβαθύνοντας επαρκώς, το αίτημα περί παραπομπής, πράγμα που ενδέχεται να ενέχει καταχρηστική άσκηση, εκ μέρους του εν λόγω οργάνου, της εξουσίας εκτιμήσεώς του, καθώς και ότι δεν εφάρμοσε την προγενέστερη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεων στον τομέα αυτόν.

73      Επομένως, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή είναι απορριπτέος.

74      Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόφαση περί μη παραπομπής δεν αφορά ούτε άμεσα ούτε ατομικά τρίτους όπως η προσφεύγουσα, αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση αποφάσεως περί παραπομπής της εξετάσεως μιας συγκεντρώσεως ενώπιον των εθνικών αρχών, περίπτωση την οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2003, Τ‑119/02, Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑1433).

75      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τρίτος τον οποίο ενδιαφέρει μια πράξη συγκεντρώσεως μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την απόφαση με την οποία η Επιτροπή δέχθηκε το αίτημα περί παραπομπής που υποβλήθηκε από την εθνική αρχή ανταγωνισμού (στο εξής: απόφαση περί παραπομπής) (προμνησθείσα απόφαση Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής, σκέψεις 299 και 300, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑346/02 και T‑347/02, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4251, σκέψεις 81 και 82).

76      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον το ίδιο αποτέλεσμα επιβάλλεται και στην περίπτωση αποφάσεως περί μη παραπομπής, με την οποία, αντιθέτως, δεν γίνεται δεκτό ακριβώς ένα τέτοιο αίτημα, θα πρέπει να συνοψισθούν τα κύρια στάδια της συλλογιστικής που οδήγησε το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο, στο εξής: Γενικό Δικαστήριο) στο προμνησθέν αποτέλεσμα.

77      Όσον αφορά τον άμεσο επηρεασμό, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόφαση περί παραπομπής έχει ως άμεση συνέπεια την υπαγωγή μιας πράξεως συγκεντρώσεως, ή μέρους αυτής, στον αποκλειστικό έλεγχο της εθνικής αρχής ανταγωνισμού που ζήτησε την παραπομπή, και η οποία αποφασίζει βάσει του εθνικού της δικαίου του ανταγωνισμού. Έτσι, η απόφαση περί παραπομπής, στο μέτρο που μεταβάλλει τα κριτήρια εκτιμήσεως του νομότυπου της επίμαχης πράξεως συγκεντρώσεως και την εφαρμοστέα διαδικασία, μεταβάλλει και τη νομική κατάσταση των τρίτων, διότι τους στερεί τη δυνατότητα να εξετάσει η Επιτροπή το νομότυπο της επίμαχης πράξεως από πλευράς του δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η διαπίστωση αυτή είναι άσχετη με το κατά πόσον το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού, που καθίσταται εφαρμοστέο κατόπιν της αποφάσεως περί παραπομπής, παρέχει στους τρίτους ανάλογα διαδικαστικά δικαιώματα με τα δικαιώματα που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον η απόφαση αυτή έχει, κατά πάσα περίπτωση, ως αποτέλεσμα να στερεί στους τρίτους τα διαδικαστικά δικαιώματα που τους παρέχει το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), το περιεχόμενο του οποίου είναι ταυτόσημο με εκείνο του άρθρου 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση περί παραπομπής εμπόδιζε τους τρίτους να αμφισβητήσουν ενώπιόν του τις εκτιμήσεις των εθνικών αρχών, ενώ, αν δεν υπήρχε η παραπομπή, οι εκτιμήσεις στις οποίες θα προέβαινε η Επιτροπή θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο τέτοιας αμφισβητήσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες αποφάσεις Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής, σκέψεις 280 έως 287, και Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 57 έως 65).

78      Όσον αφορά τον ατομικό επηρεασμό, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, μεταξύ άλλων, κατά πόσον, σε περίπτωση μη παραπομπής, οι τρίτοι τους οποίους ενδιαφέρει μια πράξη συγκεντρώσεως θα διέθεταν δικαίωμα ακροάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 4064/89. Αφού διαπίστωσε ότι αυτό όντως ίσχυε, κατέληξε ότι η απόφαση περί παραπομπής, εφόσον είχε ως αποτέλεσμα να στερεί τους τρίτους από τη δυνατότητα να προσβάλουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ορισμένες εκτιμήσεις, τις οποίες θα μπορούσαν παραδεκτώς να προσβάλουν αν δεν είχε γίνει παραπομπή, έθιγε ατομικώς τους εν λόγω τρίτους κατά τον ίδιο τρόπο που θα είχαν θιγεί από την απόφαση εγκρίσεως της πράξεως συγκεντρώσεως αν δεν είχε γίνει παραπομπή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες αποφάσεις Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής, σκέψεις 295 και 297, και Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 74, 76 και 79).

79      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για να δεχθεί το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από τρίτους κατά της αποφάσεως περί παραπομπής, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε δύο σκέψεις, ήτοι ότι το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει στους τρίτους αυτούς, αφενός, διαδικαστικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια της εξετάσεως μιας συγκεντρώσεως από την Επιτροπή και, αφετέρου, δικαίωμα ένδικης προστασίας προς αμφισβήτηση των ενδεχομένων προσβολών αυτών των δικαιωμάτων.

80      Όμως, αυτά τα διαδικαστικά δικαιώματα και αυτή η ένδικη προστασία ουδόλως τίθενται σε κίνδυνο από την απόφαση περί μη παραπομπής, η οποία, αντιθέτως, εγγυάται στους τρίτους τους οποίους ενδιαφέρει μια συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση, αφενός, ότι η συγκέντρωση αυτή θα εξεταστεί από την Επιτροπή βάσει του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο θα είναι ο αρμόδιος δικαστής για την εκδίκαση τυχόν προσφυγής κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί περατώσεως της διαδικασίας.

81      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας δεν μπορεί να στηριχθεί σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της υπομνησθείσας ανωτέρω στη σκέψη 75 νομολογίας.

82      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απόφαση περί μη παραπομπής μεταβάλλει τους όρους υπό τους οποίους η εν λόγω συγκέντρωση πρέπει να εξεταστεί, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 9, του κανονισμού 139/2004 παρέχει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή και να ζητήσει την εφαρμογή της εθνικής του νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Αντιθέτως, κανένα στοιχείο του συστήματος του ελέγχου των συγκεντρώσεων με κοινοτική διάσταση το οποίο προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει την απόφαση περί μη παραπομπής λόγω του ότι η απόφαση αυτή εμποδίζει την εφαρμογή, στον έλεγχο της επίμαχης συγκεντρώσεως και στα ένδικα βοηθήματα κατά της αποφάσεως με την οποία πραγματοποιείται ο έλεγχος αυτός, του δικαίου ενός κράτους μέλους αντί του δικαίου της Ένωσης.

83      Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το παραδεκτό προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μη παραπομπής δεν μπορεί να απορρέει από το ότι η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία θα μπορούσε να παράσχει στην προσφεύγουσα διαδικαστικά δικαιώματα και/ή ένδικη προστασία μεγαλύτερης εκτάσεως από τα δικαιώματα και την προστασία που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η ασφάλεια δικαίου δεν επιτρέπει να εξαρτάται το παραδεκτό προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από το κατά πόσον η έννομη τάξη του κράτους μέλους του οποίου η αρχή ανταγωνισμού ζήτησε ανεπιτυχώς την παραπομπή της εξετάσεως μιας πράξεως συγκεντρώσεως παρέχει στους τρίτους ενδιαφερομένους διαδικαστικά δικαιώματα ή ένδικη προστασία μεγαλύτερης εκτάσεως από τα δικαιώματα και την προστασία που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο των εν λόγω διαδικαστικών δικαιωμάτων και της ένδικης προστασίας εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων οι οποίοι, αφενός, είναι δύσκολα συγκρίσιμοι και, αφετέρου, υπόκεινται σε δύσκολα ελέγξιμες νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις.

84      Εξάλλου, ο ίδιος ο σκοπός μιας προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης συνίσταται στην εξασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των διαδικαστικών δικαιωμάτων και της ένδικης προστασίας που παρέχει το δίκαιο αυτό, και όχι στη διεκδίκηση της τυχόν εκτενέστερης προστασίας που απορρέει από το εθνικό δίκαιο.

85      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο το αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως περί μη παραπομπής και, ως εκ τούτου, να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου, Εξάλλου, κατά την παράγραφο 4, τελευταίο εδάφιο, του άρθρου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

87      Εφόσον η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας. Η EDF θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Association belge des consommateurs test-achats ASBL φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Électricité de France (EDF) φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Moavero Milanesi

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.