Language of document : ECLI:EU:T:2010:373

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2010(*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ και κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001– Προσφυγή ακυρώσεως – Προσαρμογή του αιτήματος – Δικαστικός έλεγχος – Προϋποθέσεις εφαρμογής μέτρου της Ενώσεως για δέσμευση κεφαλαίων»

Στην υπόθεση T‑348/07,

Stichting Al-Aqsa, με έδρα το Heerlen (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενο από τους J. Pauw, G. Pulles, A. M. van Eik και M. Uiterwaal, δικηγόρους,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από την E. Finnegan και τους G.‑J. Van Hegelsom και B. Driessen,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις C. Wissels και M. de Mol και τον Y. de Vries,

και από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. van Nuffel και την S. Boelaert,

παρεμβαίνοντες,

με αρχικό αντικείμενο, στην ουσία, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379/ΕΚ και 2006/1008/ΕΚ (ΕΕ L 169, σ. 58), κατά το μέρος που αφορά το προσφεύγον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Νοεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο και ιστορικό της διαφοράς

1         Για να εκτεθούν το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς γίνεται παραπομπή στην απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) της 11ης Ιουλίου 2007, T-327/03, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Al‑Aqsa), και ειδικότερα στις σκέψεις της 16 έως 21, όπου περιγράφονται οι σχετικές με το προσφεύγον Stichting Al-Aqsa διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες στις Κάτω Χώρες, διαδικασίες που κατέληξαν στη Sanctieregeling terrorisme 2003 (απόφαση για την επιβολή κυρώσεων κατά της τρομοκρατίας, στο εξής: Sanctieregeling), της 3ης Απριλίου 2003, των Ολλανδών Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, στο από 9 Απριλίου 2003 επίσημο υπόμνημα του γενικού διευθυντή της Algemene Inlichtingen- en Veiligheidsdienst (Γενικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Ασφαλείας, στο εξής: AIVD) προς τον γενικό διευθυντή πολιτικών υποθέσεων του Oλλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών (στο εξής: υπόμνημα της AIVD), στην παρεμπίπτουσα απόφαση του Rechtbank te ‘s-Gravenhage, sector civiel recht, voorzieningenrechter [Πρωτοδικείου Χάγης (Κάτω Χώρες), δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, στο εξής: δικαστής ασφαλιστικών μέτρων] της 13ης Μαΐου 2003 (στο εξής: παρεμπίπτουσα απόφαση ασφαλιστικών μέτρων) και στην οριστική απόφαση του ίδιου δικαστή της 3ης Ιουνίου 2003 (στο εξής: απόφαση ασφαλιστικών μέτρων).

2        Με την απόφαση Al Aqsa, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2006/379/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2006, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2005/930/ΕΚ (ΕΕ L 144, σ. 21), κατά το μέρος που αφορούσε το προσφεύγον, στην ουσία με το σκεπτικό ότι η απόφαση εκείνη δεν έφερε προσήκουσα αιτιολογία.

3        Με έγγραφο της 23ης Απριλίου 2007, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξέθεσε στο προσφεύγον ότι, κατά τη γνώμη του, εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που είχε επικαλεστεί για να το περιλάβει αρχικά στον κατάλογο του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 72, διορθωτικό στην ΕΕ 2007, L 164, σ. 36, στο εξής: επίμαχος κατάλογος), και ότι, κατά συνέπεια, σκόπευε να συνεχίσει να το περιλαμβάνει στον κατάλογο αυτόν. Στο εν λόγω έγγραφο είχε επισυναφθεί η αιτιολογία την οποία το Συμβούλιο σκόπευε να παραθέσει στην απόφασή του. Επίσης, γνωστοποιούνταν στο προσφεύγον ότι είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στο Συμβούλιο εντός προθεσμίας ενός μηνός παρατηρήσεις τόσο επί της προθέσεως του Συμβουλίου να συνεχίσει να το περιλαμβάνει στον επίμαχο κατάλογο όσο και επί της αιτιολογίας που σκόπευε να παραθέσει συναφώς, καθώς και κάθε αποδεικτικό έγγραφο.

4        Στη συνημμένη στο εν λόγω έγγραφο αιτιολογία που σκόπευε να παραθέσει στην απόφασή του, το Συμβούλιο σημείωνε τα εξής:

«Το [προσφεύγον] συστάθηκε το 1993 στις Κάτω Χώρες ως ίδρυμα ολλανδικού δικαίου. Συνέλεξε κεφάλαια για ορισμένες οργανώσεις που ανήκουν στο παλαιστινιακό κίνημα Χαμάς, το οποίο περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ομάδων που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ [του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 93)]. Διάφορες οργανώσεις από αυτές καθιστούν κεφάλαια διαθέσιμα για την προπαρασκευή τρομοκρατικών πράξεων ή για τη διευκόλυνση της τελέσεώς τους. Οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 3, [στοιχείο] ια΄, της κοινής θέσεως 2001/931 και τελούνται για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 3, [σημεία] i και iii, της εν λόγω κοινής θέσεως.

Κατά συνέπεια, το [προσφεύγον] εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 3, [σημείο] ii, του κανονισμού [...] 2580/2001.

Ο [Ολλανδός] Υπουργός Εξωτερικών και ο [Ολλανδός] Υπουργός Οικονομικών αποφάσισαν, με την υπουργική απόφαση DJZ/BR/219-03, της 3ης Απριλίου 2003 (αποκαλείται Sanctieregeling Terrorisme), η οποία δημοσιεύθηκε στο ολλανδικό Staatscourant (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) στις 7 Απριλίου 2003, να δεσμεύσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του [προσφεύγοντος]. Η απόφαση εκείνη επικυρώθηκε με την απόφαση LJN AF9389 του Προέδρου Πρωτοδικών Χάγης της 3ης Ιουνίου 2003. Στην τελευταία απόφαση συνάγεται ότι το [προσφεύγον] πρέπει να θεωρηθεί οργάνωση που υποστηρίζει τη Χαμάς και της παρέχει τη δυνατότητα ασκήσεως ή διευκολύνσεως τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

Κατά συνέπεια, έναντι του [προσφεύγοντος] ελήφθη απόφαση από αρμόδια αρχή υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

Το Συμβούλιο είναι πεπεισμένο ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που δικαιολόγησαν το να περιληφθεί το [προσφεύγον] στον [επίμαχο κατάλογο].»

5        Δεν αμφισβητείται ότι η υπουργική απόφαση και η δικαστική απόφαση των οποίων γίνεται μνεία στην πιο πάνω αιτιολογία είναι η Sanctieregeling και η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.

6        Με έγγραφο της 25ης Μαΐου 2007, το προσφεύγον υπέβαλε στο Συμβούλιο απαντητικές παρατηρήσεις. Επέκρινε τόσο τους ουσιαστικούς λόγους που το Συμβούλιο επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει τη διατήρησή του στον επίμαχο κατάλογο όσο και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Συμβούλιο.

7        Στις 28 Ιουνίου 2007, δηλαδή μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Al-Aqsa, συζήτηση που διεξήχθη στις 16 Ιανουαρίου 2007, αλλά πριν από τη δημοσίευσή της, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2007/445/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379 και 2006/1008/ΕΚ (ΕΕ L 169, σ. 58, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο διατήρησε στον επίμαχο κατάλογο το όνομα του προσφεύγοντος.

8        Κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Το Συμβούλιο προέβη σε πλήρη επανεξέταση του καταλόγου των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων έναντι των οποίων ισχύει ο κανονισμός […] 2580/2001, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του παρατηρήσεις και έγγραφα που του υπέβαλαν ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες.»

9        Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Μετά την επανεξέταση αυτήν, το Συμβούλιο συνεπέρανε ότι τα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που κατονομάζονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης ενέχονται σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 3, της κοινής θέσης [2001/931], ότι έχει ληφθεί έναντι αυτών απόφαση αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της εν λόγω κοινής θέσης, και ότι θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στα συγκεκριμένα περιοριστικά μέτρα του κανονισμού 2580/2001.»

10      Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον με έγγραφο του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2007. Η αιτιολογία που επισυνάφθηκε στο έγγραφο αυτό (στο εξής: αιτιολογία) είναι πανομοιότυπη με εκείνη που είχε επισυναφθεί στο έγγραφο της 23ης Απριλίου 2007 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω).

 Διαδικασία και νέες εξελίξεις κατά τη διάρκεια της δίκης

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, το προσφεύγον άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, η οποία στην ουσία είχε αρχικά ως αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

12      Στις 20 Δεκεμβρίου 2007, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2007/868/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΕΕ L 340, σ. 100). Η απόφαση εκείνη διατήρησε στον επίμαχο κατάλογο το όνομα του προσφεύγοντος.

13      Με διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2008 και αφού άκουσε τους διαδίκους, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

14      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Ιουνίου 2008, το προσφεύγον ζήτησε να προσαρμόσει το αίτημά του έτσι ώστε η προσφυγή του να αφορά και την ακύρωση της αποφάσεως 2007/868, κατά το μέρος που η απόφαση εκείνη καταλαμβάνει το προσφεύγον. Με τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως αυτής, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 και 17 Ιουλίου 2008, το Συμβούλιο ανέφερε ότι συγκατατίθεται στην προσαρμογή αυτή.

15      Στις 15 Ιουλίου 2008, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2008/583/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2007/868 (ΕΕ L 188, σ. 21). Η απόφαση εκείνη διατήρησε στον επίμαχο κατάλογο το όνομα του προσφεύγοντος.

16      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Σεπτεμβρίου 2008, το προσφεύγον ζήτησε να προσαρμόσει το αίτημά του έτσι ώστε η προσφυγή του να αφορά και την ακύρωση της αποφάσεως 2008/583, κατά το μέρος που η απόφαση εκείνη καταλαμβάνει το προσφεύγον. Με τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως αυτής, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία στις 10 Οκτωβρίου 2008, το Συμβούλιο ανέφερε ότι συγκατατίθεται στην προσαρμογή αυτή. Με τις παρατηρήσεις τους, τις οποίες κατέθεσαν στη Γραμματεία αντιστοίχως στις 6 και 14 Οκτωβρίου 2008, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή δεν προέβαλαν αντιρρήσεις.

17      Στις 26 Ιανουαρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2009/62/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2008/583 (ΕΕ L 23, σ. 25). Η απόφαση εκείνη διατήρησε στον επίμαχο κατάλογο το όνομα του προσφεύγοντος.

18      Στις 15 Ιουνίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 501/2009 για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2009/62 (ΕΕ L 151, σ. 14). Ο κανονισμός αυτός διατήρησε στον επίμαχο κατάλογο το όνομα του προσφεύγοντος.

19      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτώς δύο ερωτήσεις στους διαδίκους.

20      Πρώτον, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η αίτηση προσαρμογής του ακυρωτικού αιτήματος το οποίο αφορούσε την απόφαση 2007/868 υποβλήθηκε μετά την πάροδο της κατά το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ δίμηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση ή κοινοποίηση της αποφάσεως εκείνης, οπότε, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής, θα ήταν εκπρόθεσμη τυχόν προσφυγή που μέσω εισαγωγικού δίκης εγγράφου το προσφεύγον θα είχε ασκήσει για την ακύρωση της εν λόγω πράξεως. Μολονότι ουδεμία αμφισβήτηση διατυπώθηκε εν προκειμένω από το καθού και από τους παρεμβαίνοντες, το Πρωτοδικείο, αφότου υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα αν μια προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα συνιστά έναν δημοσίας τάξεως λόγο απαραδέκτου και δύναται, και μάλιστα πρέπει, να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή, κάλεσε τους διαδίκους να εκφραστούν γραπτώς επί του ζητήματος αν η εν λόγω δίμηνη προθεσμία ισχύει και όταν η προσφυγή ακυρώσεως κοινοτικής πράξεως δεν ασκήθηκε μέσω εισαγωγικού δίκης εγγράφου, αλλά μέσω αιτήσεως προσαρμογής ενός αιτήματος για την ακύρωση προγενέστερης πράξεως που καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη σχετική πράξη, προσαρμογής που κατ’ αρχήν γίνεται δεκτή από τον κοινοτικό δικαστή για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και οικονομίας της δίκης.

21      Δεύτερον, το Πρωτοδικείο κάλεσε τους κύριους διαδίκους να λάβουν ρητώς γραπτή θέση επί ορισμένων παρατηρήσεων που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διατύπωσε με το υπόμνημά του παρεμβάσεως σχετικά με την τυχόν δυνατότητα του προσφεύγοντος να ασκήσει, αφενός, έφεση κατά της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και, αφετέρου, προσφυγή επί της ουσίας.

22      Οι διάδικοι έδωσαν εμπροθέσμως γραπτή απάντηση στις ερωτήσεις αυτές.

23      Με τη γραπτή του απάντηση στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία στις 28 Οκτωβρίου 2009, το προσφεύγον ζήτησε να μπορέσει να προσαρμόσει το αίτημά του έτσι ώστε η προσφυγή του να αφορά και την ακύρωση των αποφάσεων 2008/583 (προσδιορίστηκε ότι εκ παραδρομής δεν είχε γραφτεί ότι πρόκειται για την «απόφαση 2008/538») και 2009/62 καθώς και του κανονισμού 501/2009, κατά το μέρος που καταλαμβάνουν το προσφεύγον. Το Πρωτοδικείο κάλεσε τους λοιπούς διαδίκους να υποβάλουν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως αυτής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Νοεμβρίου 2009. Κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων, το προσφεύγον διευκρίνισε τις πράξεις των οποίων ζητεί την ακύρωση κατά το μέρος που το αφορούν. Το καθού και οι παρεμβαίνοντες δήλωσαν ότι κατ’ αρχήν δεν αντιτίθενται στην προσαρμογή του αιτήματος του προσφεύγοντος με τη γραπτή απάντησή του στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, πράγμα που σημειώθηκε στα πρακτικά.

25      Στις 22 Δεκεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1285/2009 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του κανονισμού 501/2009 (ΕΕ L 346, σ. 39). Ο κανονισμός εκείνος διατήρησε στον επίμαχο κατάλογο το όνομα του προσφεύγοντος.

 Αιτήματα των διαδίκων

26      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, τις αποφάσεις 2007/868, 2008/583 και 2009/62 καθώς και τον κανονισμό 501/2009, κατά το μέρος που το αφορούν·

–        να κηρύξει τον κανονισμό 2580/2001 ανεφάρμοστο επ’ αυτού·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

27      Με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, το προσφεύγον πρότεινε, αν το επιθυμεί το Γενικό Δικαστήριο, να προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με τη φύση και τον χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στο ολλανδικό δίκαιο καθώς και με τις αρμοδιότητες του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων, αποδείξεις που συνίστανται στην ακρόαση πραγματογνωμόνων και/ή στην προσκόμιση νομικών εγχειριδίων.

28      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εξ ολοκλήρου αβάσιμη·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

29      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή υποστηρίζουν τα αιτήματα του Συμβουλίου.

 Σκεπτικό

1.     Επί των δικονομικών συνεπειών της καταργήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αντικαταστάσεώς της από άλλες πράξεις κατά τη διάρκεια της δίκης

30      Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, μετά την άσκηση της προσφυγής, πρώτα από την απόφαση 2007/868, στη συνέχεια από την απόφαση 2008/583, ακολούθως από την απόφαση 2009/62, κατόπιν από τον κανονισμό 501/2009 και, τέλος, από τον εκτελεστικό κανονισμό 1285/2009. Το προσφεύγον ζήτησε, διαδοχικώς, να προσαρμόσει το αρχικό του αίτημα έτσι ώστε η προσφυγή του να αφορά και την ακύρωση των τριών αυτών αποφάσεων και του κανονισμού 501/2009, κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις αφορούν το προσφεύγον. Αντιθέτως, κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως δεν ζήτησε να προσαρμόσει το αίτημά του έτσι ώστε η προσφυγή του να αφορά και την ακύρωση του κανονισμού 1285/2009. Άλλωστε, ενέμεινε στο αίτημά του ακυρώσεως των προγενέστερων πράξεων που καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν.

31      Πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αυτές και να θεωρηθεί ότι το προσφεύγον παραδεκτώς ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, των αποφάσεων 2007/868, 2008/583 και 2009/62 καθώς και του κανονισμού 501/2009, κατά το μέρος που το αφορούν, χωρίς να χρειάζεται να γίνει εν προκειμένω διάκριση αναλόγως του αν οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν εντός της κατά το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ δίμηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση ή κοινοποίηση της σχετικής πράξεως.

32      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η εν λόγω προθεσμία έχει κατ’ αρχήν εφαρμογή τόσο όταν η προσφυγή ακυρώσεως μιας πράξεως ασκήθηκε μέσω εισαγωγικού δίκης εγγράφου όσο και όταν, στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης και σύμφωνα με τη νομολογία που εισήγαγε η απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 8), ασκήθηκε μέσω αιτήσεως προσαρμογής του αιτήματος να ακυρωθεί μια προγενέστερη πράξη που καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη σχετική πράξη.

33      Συγκεκριμένα, η λύση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι κανόνες περί των προθεσμιών των ενδίκων βοηθημάτων είναι δημοσίας τάξεως και πρέπει να εφαρμόζονται από τον δικαστή κατά τρόπον που να κατοχυρώνονται η ασφάλεια δικαίου και η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψη 101), αποφευγομένης κάθε δυσμενούς διακρίσεως ή αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 223, σκέψη 11).

34      Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση από την αρχή αυτή, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, όπως το Συμβούλιο και η Επιτροπή, ότι η εν λόγω προθεσμία δεν έχει εφαρμογή, στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης, όταν, αφενός, η σχετική πράξη και η πράξη που την καταργεί και αντικαθιστά έχουν, έναντι του ενδιαφερομένου, το ίδιο αντικείμενο, στηρίζονται, ουσιαστικώς, στην ίδια αιτιολογία και έχουν, ουσιαστικώς, πανομοιότυπο περιεχόμενο, διαφοροποιούμενες μεταξύ τους μόνον από το αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής ratione temporis, και, αφετέρου, η αίτηση προσαρμογής του αιτήματος δεν στηρίζεται σε άλλο νέο ισχυρισμό, πραγματικό γεγονός ή αποδεικτικό στοιχείο εκτός από αυτή ταύτη την έκδοση της σχετικής πράξεως που καταργεί και αντικαθιστά την προγενέστερη πράξη. Ακριβώς αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, όπως όλοι οι διάδικοι αναγνώρισαν με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τους σε απάντηση των ερωτήσεων που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο.

35      Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι στο αντικείμενο και στο πλαίσιο της διαφοράς όπως καθορίστηκαν με την αρχική προσφυγή δεν επήλθε άλλη τροποποίηση εκτός από εκείνη η οποία αφορά τη χρονική διάσταση της διαφοράς αυτής, ουδόλως θίγεται η ασφάλεια δικαίου από το γεγονός ότι η αίτηση προσαρμογής του αιτήματος υποβλήθηκε μετά την πάροδο της σχετικής δίμηνης προθεσμίας.

36      Η εξαίρεση αυτή δικαιολογείται και με γνώμονα τις υποχρεώσεις που για το θεσμικό όργανο το οποίο εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη απορρέουν από την ακυρωτική δικαστική απόφαση βάσει των μέτρων που το άρθρο 233 ΕΚ επιβάλλει στο όργανο αυτό να λάβει για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

37      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να συμμορφωθεί προς μια τέτοια απόφαση, το θεσμικό όργανο οφείλει να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως αλλά και το σκεπτικό που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να καθοριστεί το ακριβές νόημα αυτού που κρίθηκε στο διατακτικό. Πράγματι, το σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζει τη συγκεκριμένη διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, δείχνει τους συγκεκριμένους λόγους της ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώθηκε στο διατακτικό και που το θεσμικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη αντικαθιστώντας την ακυρωθείσα πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27).

38      Η γενομένη στο σκεπτικό της ακυρωτικής αποφάσεως διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας καίτοι υποχρεώνει πρωτίστως το θεσμικό όργανο που εξέδωσε τη σχετική πράξη να άρει την εν λόγω έλλειψη νομιμότητας στην πράξη που προορίζεται να αντικαταστήσει εκείνη που ακυρώθηκε, εντούτοις, κατά το μέτρο που αφορά διάταξη συγκεκριμένου περιεχομένου σε δεδομένο τομέα, η διαπίστωση αυτή ενδέχεται να έχει και άλλες συνέπειες για το όργανο αυτό (προαναφερθείσα απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 28).

39      Όταν, όπως εν προκειμένω, το ζήτημα είναι η ακύρωση ενός κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων το οποίο, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, πρέπει να επανεξετάζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, το θεσμικό όργανο που έλαβε το μέτρο αυτό έχει κατ’ αρχάς την υποχρέωση να φροντίσει ώστε τα τυχόν μεταγενέστερα μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων που θα πρέπει να ληφθούν μετά την ακυρωτική απόφαση, για να καλύψουν περιόδους μεταγενέστερες της αποφάσεως αυτής, να μη βαρύνονται με τις ίδιες πλημμέλειες ή με την ίδια έλλειψη νομιμότητας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2008, T-256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑3019, στο εξής: απόφαση PMOI I, σκέψη 62· βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 29).

40      Πάντως, πρέπει ακόμη να γίνει δεκτό ότι, βάσει του αναδρομικού αποτελέσματος που έχουν οι ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις, η διαπίστωση ελλείψεως νομιμότητας ανατρέχει στην ημερομηνία κατά την οποία είχε τεθεί σε ισχύ η ακυρωθείσα πράξη (προαναφερθείσα απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 30).

41      Εν προκειμένω, τούτο θα μπορούσε να συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο θα έχει και την υποχρέωση να άρει όλα τα διαδοχικά μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων που μέχρι τη δημοσίευση της ακυρωτικής αποφάσεως κατήργησαν και αντικατέστησαν την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον οι πλημμέλειες ή η έλλειψη νομιμότητας βαρύνουν την απόφαση αυτή (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσες αποφάσεις Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 30, και PMOI I, σκέψη 64).

42      Κατά συνέπεια, σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, οι οποίες περιγράφτηκαν πιο πάνω στη σκέψη 34, κάθε διαπίστωση ελλείψεως νομιμότητας της γενομένης με την προσβαλλόμενη απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων θα μπορούσε να καταλαμβάνει όχι μόνο την περίοδο κατά την οποία ήταν σε ισχύ η απόφαση αυτή, αλλά και τις περιόδους ισχύος όλων των μεταγενέστερων μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων που προσβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31).

43      Αν αρνηθεί να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση που προσδιορίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 41, το Συμβούλιο θα παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 233 ΕΚ και που η διαδικασία του άρθρου 232 ΕΚ καθιστά δυνατό να βεβαιωθούν (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 32).

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, και υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 45 έως 48 της αποφάσεως PMOI I, θα ήταν αντίθετο προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και προς την επιταγή οικονομίας της δίκης να υποχρεωθεί το προσφεύγον, επί ποινή απαραδέκτου, να υποβάλει, κατά τη διάρκεια της δίκης, εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ την αίτησή του προσαρμογής του αιτήματός του.

45      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με τις προσφυγές κατά των διαδοχικών μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων που έχουν ληφθεί βάσει του κανονισμού 2580/2001, το προσφεύγον διατηρεί το συμφέρον να ακυρωθούν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, έστω και αν κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως οι πράξεις αυτές είχαν καταργηθεί και αντικατασταθεί με άλλες (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση PMOI I, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 2. Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

46      Εφόσον είναι πανομοιότυπη η αιτιολογία που το Συμβούλιο παρέθεσε για να δικαιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, τις αποφάσεις 2007/868, 2008/583 και 2009/62 καθώς και τον κανονισμό 501/2009, είναι πανομοιότυποι και οι λόγοι ακυρώσεως των πράξεων αυτών. Κατά συνέπεια, στη συνέχεια της παρούσας αποφάσεως θα θεωρείται ότι κάθε φορά που αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται και οι αποφάσεις 2007/868, 2008/583 και 2009/62 καθώς και ο κανονισμός 501/2009.

47      Εν προκειμένω, το προσφεύγον προβάλλει στην ουσία πέντε λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο, ο οποίος έχει τέσσερα σκέλη, προβάλλει παράβαση του άρθρου 1, παράγραφοι 1, 2 και 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Με τον δεύτερο προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Με τον τρίτο προβάλλει παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και ουσιώδους τύπου. Με τον τέταρτο προβάλλει προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος ειρηνικής απολαύσεως της ιδιοκτησίας του. Τέλος, με τον πέμπτο προβάλλει παράβαση της κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

48      Πρέπει πρώτα να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, και μετά ο τρίτος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφοι 1, 2 και 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001

49      Ο λόγος αυτός έχει τέσσερα σκέλη, με τα οποία το προσφεύγον υποστηρίζει αντιστοίχως ότι δεν είναι πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα υπό την έννοια των διατάξεων που φέρεται ότι παραβιάστηκαν, ότι ουδεμία αρμόδια αρχή έλαβε έναντι αυτού απόφαση υπό την έννοια των ίδιων διατάξεων, ότι δεν αποδείχθηκε ότι το προσφεύγον είχε την πρόθεση να διευκολύνει την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και ότι, τέλος, δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε ότι το προσφεύγον διευκόλυνε την τέλεση τέτοιων πράξεων.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως


 – Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι δεν υπάγεται στον ορισμό των «προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις», υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της κοινής θέσεως 2001/931. Επομένως, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω κοινής θέσεως προκύπτει ότι ούτε η κοινή αυτή θέση ούτε, κατά συνέπεια, ο κανονισμός 2580/2001, που τη θέτει σε εφαρμογή, είναι εφαρμοστέοι επί του προσφεύγοντος.

51      Συγκεκριμένα, αφενός, το προσφεύγον, εφόσον δεν είναι φυσικό πρόσωπο, δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της κοινής θέσεως 2001/931, το οποίο, κατά το προσφεύγον, αφορά μόνον τέτοια πρόσωπα, αποκλειομένων των νομικών προσώπων. Προς την κατεύθυνση αυτή, επικαλείται τόσο το γεγονός ότι η δεύτερη περίπτωση της διατάξεως αυτής διακρίνει τις ομάδες, τις οντότητες και τα πρόσωπα όσο και το γεγονός ότι ο επίμαχος κατάλογος αναφέρει μόνο φυσικά πρόσωπα στην ενότητα «Πρόσωπα», ενώ διάφορα νομικά πρόσωπα παρατίθενται στην ενότητα «Ομάδες και οντότητες».

52      Αφετέρου, το προσφεύγον προδήλως δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω κοινής θέσεως, εφόσον, κατά το ίδιο το κείμενο της αιτιολογίας, του προσάπτεται μόνον ότι συνέλεξε κεφάλαια για ορισμένες οργανώσεις που ανήκουν στη Χαμάς, οι οποίες με τη σειρά τους τα κατέστησαν διαθέσιμα για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων ή για τη διευκόλυνσή τους.

53      Το προσφεύγον διευκρινίζει, με το υπόμνημά του απαντήσεως, ότι με το υπό εξέταση σκέλος προβάλλεται αναρμοδιότητα του Συμβουλίου να περιλάβει νομικά πρόσωπα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 3, σημείο ii, του κανονισμού 2580/2001. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο υπερέβη το πεδίο εφαρμογής της κοινής θέσεως 2001/931.

54      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

55      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της κοινής θέσεως 2001/931 ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας κοινής θέσης ως “πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις” νοούνται:

–        πρόσωπα που διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν τρομοκρατικές πράξεις ή συμμετέχουν στην τέλεση τρομοκρατικών πράξεων ή τις διευκολύνουν,

–        ομάδες και οντότητες ιδιοκτησίας ή υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο των εν λόγω προσώπων και πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολήν τέτοιων προσώπων, ομάδων, οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων που απορρέουν ή προέρχονται από ιδιοκτησία που ανήκει ή ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από τα πρόσωπα αυτά και τα συνδεόμενα με αυτά πρόσωπα, ομάδες και οντότητες.»

56      Το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι ο όρος «πρόσωπα», στην πρώτη περίπτωση της διατάξεως αυτής, αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα δεν δύναται να γίνει δεκτό.

57      Συγκεκριμένα, υπό τη συνήθη νομική του έννοια, στην οποία πρέπει να γίνει παραπομπή ελλείψει ρητής αντίθετης ενδείξεως από τον νομοθέτη, με τον όρο «πρόσωπο» νοείται ένα ον με νομική προσωπικότητα, και επομένως τόσο ένα φυσικό όσο και ένα νομικό πρόσωπο.

58      Κατά συνέπεια, τα «πρόσωπα» που αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της κοινής θέσεως 2001/931 μπορούν να είναι τόσο φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα, ενώ οι «ομάδες και οντότητες» που αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της κοινής θέσεως 2001/931 μπορούν να είναι όλα τα άλλα είδη κοινωνικών οργανώσεων οι οποίες, αν και χωρίς νομική προσωπικότητα, έχουν παρά ταύτα κάποια μορφή μιας κατά το μάλλον ή ήττον συγκροτημένης υπάρξεως.

59      Όπως ορθώς παρατηρεί το Συμβούλιο, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 1, παράγραφος 5, της κοινής θέσεως 2001/931, κατά το οποίο «[τ]ο Συμβούλιο μεριμνά προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα περιέχουν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητας συγκεκριμένων ατόμων, νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών διευκολύνοντας έτσι την αθωότητα αυτών οι οποίοι φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα».

60      Κατά συνέπεια, ως νομικό πρόσωπο, το προσφεύγον, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζει, κάλλιστα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της κοινής θέσεως 2001/931 και, επομένως, επίσης σε αυτό του κανονισμού 2580/2001.

61      Εν προκειμένω, δεν έχει σημασία το γεγονός που επικαλέστηκε το προσφεύγον ότι ο κατάλογος που αποτελεί παράρτημα της κοινής θέσεως 2001/931, όπως και ο επίμαχος κατάλογος αναφέρουν μόνο φυσικά πρόσωπα στην ενότητα «Πρόσωπα», ενώ διάφορα νομικά πρόσωπα, ένα εκ των οποίων είναι το ίδιο το προσφεύγον, εμφαίνονται στην ενότητα «Ομάδες και οντότητες». Συγκεκριμένα, οι κατάλογοι αυτοί, οι οποίοι καταρτίστηκαν μόνο για την εφαρμογή, στις επί μέρους περιπτώσεις που αναφέρουν, της κοινής θέσεως 2001/931 και του κανονισμού 2580/2001, δεν ασκούν επιρροή για τον περιεχόμενο στις εν λόγω πράξεις ορισμό των «προσώπων, ομάδων και οντοτήτων». Επομένως, το ίδιο ισχύει για τα τυχόν σφάλματα κατατάξεως μεταξύ «προσώπων» και «ομάδων και οντοτήτων» που θα μπορούσαν να γίνουν στους καταλόγους αυτούς.

62      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στην αιτιολογία, ουδεμία αρμόδια αρχή έλαβε έναντι του προσφεύγοντος απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Κατά συνέπεια, το προσφεύγον δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2580/2001.

64      Συγκεκριμένα, ούτε η Sanctieregeling ούτε η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων υπάγονται σε οποιαδήποτε από τις τέσσερις κατηγορίες αποφάσεων που αφορά η διάταξη αυτή, δηλαδή στην έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για τρομοκρατική πράξη, στην έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για απόπειρα τελέσεως μιας τέτοιας πράξεως, στην έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για συμμετοχή σε μια τέτοια πράξη ή για τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξεως ή στην καταδίκη για τις ανωτέρω ενέργειες. Ειδικότερα, με την απόφασή του, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων περιορίστηκε να απορρίψει προσωρινώς τα αιτήματα του προσφεύγοντος, χωρίς να εκδώσει έναντι αυτού απόφαση υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

65      Επικουρικώς, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι ούτε οι υπουργοί που εξέδωσαν τη Sanctieregeling ούτε ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, Πρόεδρος Πρωτοδικών Χάγης, δύνανται να θεωρηθούν αρμόδιες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

66      Συγκεκριμένα, αφενός, οι αρχές αυτές δεν έχουν καμία αρμοδιότητα για την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για τρομοκρατικές δραστηριότητες, οι οποίες, στις Κάτω Χώρες, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του officier van justitie (εισαγγελέα πλημμελειοδικών).

67      Αφετέρου, οι αρχές αυτές δεν έχουν καμία αρμοδιότητα για την απαγγελία καταδίκης για τρομοκρατικές δραστηριότητες, η οποία υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του strafrechter (ποινικού δικαστή).

68      Επικουρικότερα, το προσφεύγον διατείνεται ότι, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στην αιτιολογία, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων ουδόλως «επικύρωσε» τη Sanctieregeling. Ο δικαστής αυτός περιορίστηκε να απορρίψει, στο πλαίσιο μιας προσωρινής διαδικασίας, την αίτηση του προσφεύγοντος να απαγορευθεί στην Ολλανδική Κυβέρνηση να δεσμεύει τα περιουσιακά του στοιχεία. Άλλωστε, μια υπουργική απόφαση έχει εξ ορισμού ισχύ νόμου και ουδέποτε δύναται να «επικυρωθεί» με πράξη δικαστικής αρχής.

69      Με το υπόμνημά του απαντήσεως, το προσφεύγον σημειώνει ακόμη ότι, αν, όπως διατείνεται το Συμβούλιο, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων είναι όντως αρμόδια «δικαστική» αρχή, τότε οι Υπουργοί δεν μπορούν να είναι εν προκειμένω «ισοδύναμη» αρχή, εφόσον κατά το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της κοινής θέσεως 2001/931 οι αρχές αυτές αποκλείουν η μία την άλλη. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα του Συμβουλίου είναι αντιφατικό και ακατανόητο.

70      Με τις παρατηρήσεις του σε απάντηση του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, το προσφεύγον προσθέτει ότι ούτε η φύση της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στο ολλανδικό δίκαιο ούτε η έλλειψη ποινικού χαρακτήρα της διαδικασίας αυτής ασκούν επιρροή για την εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Ομοίως, στερούνται σημασίας οι παρατηρήσεις του παρεμβαίνοντος σχετικά με τη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και με το γεγονός ότι δεν κινήθηκε δίκη επί της ουσίας.

71      Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θελήσει να λάβει αποδείξεις όσον αφορά τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τις δικονομικές πτυχές της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στο ολλανδικό δίκαιο, το προσφεύγον προτείνει να παράσχει τις αποδείξεις αυτές με ακρόαση πραγματογνωμόνων και/ή προσκόμιση νομικών εγχειριδίων.

72      Το προσφεύγον υποστηρίζει ακόμη ότι, αντιθέτως προς αυτό που εκτίθεται από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η απαρίθμηση των αποφάσεων τις οποίες αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 είναι περιοριστική. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από το γράμμα της διατάξεως αυτής, και ειδικότερα από την απόδοσή της στα γερμανικά, όσο και από τη λογική. Συγκεκριμένα, στην επίμαχη διάταξη, ο όρος «απόφαση», ακαθορίστου και απεριορίστου περιεχομένου, αποκτά νόημα μόνο χάρη στην απαρίθμηση που ακολουθεί. Ούτως ή άλλως, η σχετική απαρίθμηση είναι σημαντική και δείχνει ότι πρέπει να πρόκειται για αποφάσεις ιδιαίτερου είδους, που να είναι ισοδύναμες ή να μοιάζουν έντονα είτε με την έναρξη ανακριτικών πράξεων είτε με την άσκηση ποινικής διώξεως είτε ακόμη με καταδίκη. Εν προκειμένω, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων προδήλως δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

73      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

74      Ειδικότερα, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε μόνο στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία, κατά το Συμβούλιο, είναι έναντι του προσφεύγοντος απόφαση αρμόδιας, και εν προκειμένω δικαστικής, αρχής υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Τούτο απορρέει σαφώς από την αιτιολογία, αλλά το Συμβούλιο προσθέτει ότι και η Sanctieregeling θα μπορούσε να θεωρηθεί απόφαση αρμόδιας αρχής υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως.

75      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει και αυτό ότι η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είναι η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής που χρησίμευσε ως βάση της αποφάσεως του Συμβουλίου να περιλάβει το προσφεύγον στον επίμαχο κατάλογο.

 – Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

76      Στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T-228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑4665, στο εξής: απόφαση OMPI), στην προαναφερθείσα απόφαση PMOI I και στις αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2008, T-284/08, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. II-3487, στο εξής: απόφαση PMOI II), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T-341/07, Sison κατά Συμβουλίου (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Sison II), το Πρωτοδικείο διευκρίνισε και ακολούθως επιβεβαίωσε: α) τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001· β) το βάρος αποδείξεως που στο πλαίσιο αυτό φέρει το Συμβούλιο και γ) την έκταση του δικαστικού ελέγχου εν προκειμένω.

77      Όπως το Πρωτοδικείο έκρινε στις σκέψεις 115 και 116 της αποφάσεως OMPI, στη σκέψη 130 της αποφάσεως PMOI I, στη σκέψη 50 της αποφάσεως PMOI II και στη σκέψη 92 της αποφάσεως Sison II, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να εξαρτήσουν την επί ενός προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας εφαρμογή ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων καθορίζονται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Κατά τη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων επί των οποίων εφαρμόζεται ο εν λόγω κανονισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 4 έως 6, της κοινής θέσεως 2001/931. Κατά συνέπεια, ο σχετικός κατάλογος πρέπει να καταρτίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου που δείχνουν ότι έναντι προσώπων, ομάδων και οντοτήτων ελήφθη απόφαση από αρμόδια αρχή, είτε πρόκειται για έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για τρομοκρατική πράξη ή απόπειρα τελέσεως ή συμμετοχή ή διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξεως, βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή στοιχείων, είτε πρόκειται για καταδίκη για τέτοιες ενέργειες. Ως «αρμόδια αρχή» πρέπει να νοείται μια δικαστική αρχή ή, αν οι δικαστικές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα συναφώς, μια ισοδύναμη αρμόδια αρχή στον τομέα αυτόν. Επιπλέον, τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο πρέπει να επανεξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι παραμένει δικαιολογημένη η διατήρησή τους στον κατάλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931.

78      Στη σκέψη 117 της αποφάσεως OMPI, στη σκέψη 131 της αποφάσεως ΡΜΟΙ I, στη σκέψη 51 της αποφάσεως PMOI II και στη σκέψη 93 της αποφάσεως Sison II, το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τις διατάξεις αυτές ότι η διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στη λήψη μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει της σχετικής ρυθμίσεως διεξάγεται σε δύο επίπεδα, δηλαδή σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο. Σε πρώτο στάδιο, μια αρμόδια εθνική αρχή, κατ’ αρχήν δικαστική, πρέπει να λάβει έναντι του ενδιαφερομένου απόφαση που να εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Αν πρόκειται περί αποφάσεως για την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως, η απόφαση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή στοιχεία. Σε δεύτερο στάδιο, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, πρέπει να περιλάβει τον ενδιαφερόμενο στον επίμαχο κατάλογο, βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου που δείχνουν ότι έχει ληφθεί μια τέτοια απόφαση. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο πρέπει να διασφαλίζει κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, ότι παραμένει δικαιολογημένη η διατήρηση του ενδιαφερομένου στον επίμαχο κατάλογο. Συναφώς, η εξακρίβωση της υπάρξεως αποφάσεως εθνικής αρχής που να εμπίπτει στον εν λόγω ορισμό είναι ουσιώδες προαπαιτούμενο της εκδόσεως, από το Συμβούλιο, αρχικής αποφάσεως για τη δέσμευση κεφαλαίων, ενώ η εξακρίβωση της συνέχειας που η απόφαση αυτή είχε στο εθνικό επίπεδο είναι απαραίτητη στο πλαίσιο της εκδόσεως μεταγενέστερης αποφάσεως για τη δέσμευση κεφαλαίων.

79      Επιπλέον, στη σκέψη 123 της αποφάσεως OMPI, στη σκέψη 132 της αποφάσεως ΡΜΟΙ I, στη σκέψη 52 της αποφάσεως PMOI II και στη σκέψη 94 της αποφάσεως Sison II, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, βάσει του άρθρου 10 ΕΚ, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων διέπονται από αμοιβαίο καθήκον αγαστής συνεργασίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-339/00, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-11757, σκέψεις 71 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή έχει γενική εφαρμογή και επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας στον ποινικό τομέα [κοινώς αποκαλείται «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» (ΔΕΥ)] η οποία διεπόταν από τον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ, όπως είχε πριν από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, και η οποία άλλωστε στηρίζεται πλήρως στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2005, C-105/03, Pupino, Συλλογή 2005, σ. I-5285, σκέψη 42).

80      Στη σκέψη 124 της αποφάσεως OMPI, στη σκέψη 133 της αποφάσεως ΡΜΟΙ I, στη σκέψη 53 της αποφάσεως PMOI II και στη σκέψη 95 της αποφάσεως Sison II, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, δηλαδή διατάξεων που εγκαθιδρύουν μια μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών, στο πλαίσιο της κοινής καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, η αρχή αυτή συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να στηριχθεί, στο μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τουλάχιστον αν πρόκειται για δικαστική αρχή, ιδίως δε όσον αφορά την ύπαρξη «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή στοιχείων» στις οποίες στηρίζεται η απόφασή της.

81      Όπως κρίθηκε στη σκέψη 134 της αποφάσεως ΡΜΟΙ Ι, στη σκέψη 54 της αποφάσεως PMOI II και στη σκέψη 96 της αποφάσεως Sison II, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, καίτοι το Συμβούλιο φέρει όντως το βάρος της αποδείξεως ότι η δέσμευση των κεφαλαίων ενός προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας είναι ή εξακολουθεί να είναι νομικώς δικαιολογημένη με γνώμονα τη σχετική ρύθμιση, εντούτοις το αντικείμενο της αποδείξεως αυτής είναι σχετικά περιορισμένο, στο επίπεδο της κοινοτικής διαδικασίας δεσμεύσεως κεφαλαίων. Σε περίπτωση αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, το βάρος αποδείξεως αφορά, στην ουσία, την ύπαρξη ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου που δείχνουν ότι έναντι του ενδιαφερομένου ελήφθη απόφαση εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Επιπλέον, σε περίπτωση μεταγενέστερης αποφάσεως για τη δέσμευση κεφαλαίων μετά από επανεξέταση, το βάρος αποδείξεως αφορά, στην ουσία, το ζήτημα αν η δέσμευση κεφαλαίων παραμένει δικαιολογημένη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως που ασκούν επιρροή και, όλως ιδιαιτέρως, της συνέχειας που δόθηκε στην εν λόγω απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής.

82      Όσο για τον έλεγχο τον οποίο ασκεί, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε, στη σκέψη 159 της αποφάσεως OMPI, στη σκέψη 137 της αποφάσεως ΡΜΟΙ I, στη σκέψη 55 της αποφάσεως PMOI II και στη σκέψη 97 της αποφάσεως Sison II, ότι το Συμβούλιο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση που ελήφθη στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η διακριτική αυτή ευχέρεια αφορά σκέψεις σκοπιμότητας στις οποίες στηρίζονται τέτοιες αποφάσεις.

83      Ωστόσο, μολονότι το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει στο Συμβούλιο διακριτική ευχέρεια στον τομέα αυτόν, τούτο δεν συνεπάγεται ότι οφείλει να αφήνει ανέλεγκτη την ερμηνεία των κρίσιμων στοιχείων από το θεσμικό αυτό όργανο (αποφάσεις ΡΜΟΙ I, σκέψη 138, PMOI II, σκέψη 55, και Sison II, σκέψη 98). Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των προβαλλομένων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της καταστάσεως και αν είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν εξ αυτών. Παρά ταύτα, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, δεν είναι έργο του να υποκαταστήσει το Συμβούλιο στην αξιολόγηση της σκοπιμότητας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I-9947, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Εν προκειμένω, πρέπει πρωτίστως να εξακριβωθεί, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, αν η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου που δείχνουν ότι έναντι του προσφεύγοντος ελήφθη απόφαση εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Sison II, σκέψη 99).

85      Εν προκειμένω, η αιτιολογία που επισυνάφθηκε ειδικά στα έγγραφα του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου και 29ης Ιουνίου 2007, που απευθύνθηκαν στο προσφεύγον, παραπέμπει, στην παράγραφό της 2, σε δύο αποφάσεις ως προς τις οποίες θα μπορούσε εκ προοιμίου να προβληθεί ότι ελήφθησαν από αρμόδιες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, δηλαδή στη Sanctieregeling και στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.

86      Ασφαλώς, στην παράγραφο 24 του υπομνήματός του αντικρούσεως, το Συμβούλιο εξέθεσε ότι στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά στην παράγραφο 22 του εν λόγω υπομνήματος εξέθεσε ότι θα μπορούσε να τη στηρίξει και στη Sanctieregeling. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό, με το οποίο συντάσσεται το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, επιβεβαιώνεται, όπως παρατήρησε επίσης το Συμβούλιο, από το γεγονός ότι η αιτιολογία που κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον αναφέρει, στο παρατιθέμενο στην παράγραφό της 4 συμπέρασμα, μόνο «μια απόφαση που ελήφθη [έναντι του προσφεύγοντος] από αρμόδια αρχή υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931», στον ενικό.

87      Παρά ταύτα, και αντιθέτως προς τις δικαστικές αποφάσεις και τη Sanctieregeling στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Sison II, εν προκειμένω δεν είναι δυνατόν η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων να ληφθεί υπόψη μεμονωμένα και χωρίς να συνυπολογιστεί η Sanctieregeling, επειδή ακριβώς από αυτήν ανεφύη η διαφορά ενώπιον του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων και επειδή η αίτηση αναστολής εκτελέσεώς της ήταν το αντικείμενο της διαφοράς αυτής (βλ., επίσης, απόφαση Al-Aqsa, σκέψη 18). Σαφώς υπό αυτή την έννοια πρέπει να νοηθεί η ρητή και λεπτομερής αναφορά της Sanctieregeling, αναφορά που περιλαμβάνεται και στην αιτιολογία.

88      Κατά συνέπεια, όσον αφορά, πρώτον, τη Sanctieregeling, ασφαλώς η απόφαση εκείνη αποτελεί απόφαση διοικητικής, και όχι δικαστικής, αρχής. Ωστόσο, το περιστατικό αυτό δεν είναι από μόνο του καθοριστικό. Συγκεκριμένα, όπως σωστά παρατηρεί το Συμβούλιο, το ίδιο το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 ορίζει ρητώς ότι και μια μη δικαστική αρχή δύναται να χαρακτηριστεί ως αρμόδια αρχή υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

89      Άλλωστε, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Πρωτοδικείου. Ειδικότερα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση PMOI I (βλ. σκέψη 6 της αποφάσεως εκείνης), το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε μια απόφαση του Secretary of State for the Home Department (Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου) για την απαγόρευση της προσφεύγουσας στην υπόθεση εκείνη ως οργανώσεως ενεχομένης στην τρομοκρατία, βάσει του Terrorism Act 2000 (νόμου του 2000 περί τρομοκρατίας). Στη σκέψη 144 της αποφάσεως PMOI I, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η εν λόγω υπουργική απόφαση είναι, με γνώμονα τη σχετική εθνική νομοθεσία, απόφαση αρμόδιας εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

90      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται (βλ., επίσης, απόφαση Al-Aqsa, σκέψη 16) ότι η Sanctieregeling εκδόθηκε, στις 3 Απριλίου 2003, από τον Ολλανδό Υπουργό Εξωτερικών, σε συμφωνία με τον Υπουργό Οικονομικών, κατά τον Sanctiewet 1977 (νόμο του 1977 περί κυρώσεων), όπως τροποποιήθηκε στις 16 Μαΐου 2002, ο οποίος παρέχει στις αρχές αυτές εξουσία να δεσμεύουν κεφάλαια προσώπων και οντοτήτων, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αποφάσεως 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, της 28ης Σεπτεμβρίου 2001, με την οποία καθορίστηκαν στρατηγικές για την παντί τρόπω καταπολέμηση της τρομοκρατίας και, ειδικότερα, της χρηματοδοτήσεώς της. Κατά συνέπεια, πρόκειται για εθνική απόφαση σε μεγάλο βαθμό παρόμοια, τόσο από ουσιαστικής όσο και από τυπικής απόψεως, με την εθνική απόφαση που ήταν επίμαχη στην υπόθεση PMOI I.

91      Άλλωστε, δεν προβλήθηκε ότι μια απόφαση όπως η Sanctieregeling εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών, παρά μόνον στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητάς της.

92      Δεύτερον, όσον αφορά την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η απόφαση εκείνη ούτως ή άλλως είναι απόφαση δικαστικής αρχής, εκδοθείσα μετά από διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας επίμαχη ήταν ακριβώς η κατά τα φαινόμενα νομιμότητα της Sanctieregeling, της οποίας την αναστολή εκτελέσεως το προσφεύγον επιδίωκε σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων περιορίστηκε να απορρίψει την αίτησή του αναστολής εκτελέσεως της Sanctieregeling, χωρίς να λάβει «απόφαση» έναντι αυτού, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, πρέπει να απορριφθεί ως οφειλόμενο σε υπερβολικά σχολαστική ερμηνεία της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων.

94      Το ίδιο ισχύει για το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι στην πραγματικότητα ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων δεν «επικύρωσε» τη Sanctieregeling.

95      Παρά ταύτα, είναι αλήθεια ότι, όπως η Sanctieregeling, έτσι και η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων στην πραγματικότητα δεν είναι απόφαση «ενάρξεως ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μια τρομοκρατική πράξη» ούτε αφορά «καταδίκη» του προσφεύγοντος, υπό τη στενή ποινική έννοια του όρου.

96      Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου και του πλαισίου της, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, θεωρούμενη μαζί με τη Sanctieregeling, κάλλιστα αποτελεί «απόφαση» ληφθείσα από αρμόδια αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001.

97      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη το γράμμα της, το πλαίσιό της και οι σκοποί της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, C-280/04, Jyske Finans, Συλλογή 2005, σ. I-10683, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Πάντως, διαπιστώνεται ότι οι σχετικές διατάξεις δεν απαιτούν η εθνική «απόφαση» να εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας stricto sensu, έστω και αν αυτό είναι εκείνο που συμβαίνει συνηθέστερα. Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 1, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της κοινής θέσεως 2001/931, το οποίο, προβλέποντας ρητώς την περίπτωση όπου οι δικαστικές αρχές «δεν έχουν αρμοδιότητα στον τομέα τον οποίο καλύπτει» η σχετική παράγραφος, συνεπάγεται ότι τέτοιες αποφάσεις μπορούν να υπάγονται σε τομέα άλλον από αυτόν του ποινικού δικαίου stricto sensu. Ομοίως, το άρθρο 1, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της κοινής θέσεως 2001/931 ορίζει ότι δύνανται να περιληφθούν στον κατάλογο τα πρόσωπα, οι ομάδες και οι οντότητες τα οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει προσδιορίσει ως συνδεόμενα με την τρομοκρατία και κατά των οποίων έχει διατάξει κυρώσεις. Πάντως, οι κυρώσεις που αποφασίζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν είναι οπωσδήποτε ποινικής φύσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-6351, σκέψη 358, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T-47/03, Sison κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Sison I, σκέψη 101).

99      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι, αφενός, οι έρευνες και οι ποινικές διώξεις και, αφετέρου, οι καταδίκες εμπίπτουν αντιστοίχως στην αποκλειστική αρμοδιότητα του officier van justitie και του strafrechter.

100    Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών των σχετικών διατάξεων, στο πλαίσιο εφαρμογής της αποφάσεως 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας, η σχετική εθνική διαδικασία πρέπει παρά ταύτα να έχει ως αντικείμενο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας εν ευρεία εννοία.

101    Στην απόφαση Sison II (σκέψη 111), το Πρωτοδικείο έκρινε, λαμβανομένων υπόψη τόσο του γράμματος, του πλαισίου και των σκοπών των διατάξεων που ασκούν επιρροή εν προκειμένω (βλ., ειδικότερα, αιτιολογική σκέψη 1 της κοινής θέσεως 2001/931) όσο και του μείζονος ρόλου των εθνικών αρχών στη διαδικασία δεσμεύσεως κεφαλαίων κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, ότι η απόφαση για την «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» πρέπει, για να μπορεί να την επικαλεστεί βασίμως το Συμβούλιο, να εντάσσεται σε εθνική διαδικασία έχουσα ως άμεσο και κύριο σκοπό την επιβολή προληπτικού ή κατασταλτικού μέτρου κατά του ενδιαφερομένου, στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και λόγω της αναμίξεώς του σε αυτήν. Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι δεν ανταποκρίνεται στην εν λόγω επιταγή η απόφαση εθνικής δικαστικής αρχής η οποία αποφαίνεται μόνον επικουρικώς και παρεμπιπτόντως επί της ενδεχομένης αναμίξεως του ενδιαφερομένου σε μια τέτοια δραστηριότητα, στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής, π.χ., με δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικού χαρακτήρα.

102    Πάντως, αντιθέτως προς τις επίμαχες δικαστικές αποφάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Sison II, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, την οποία το Συμβούλιο επικαλέστηκε εν προκειμένω, εντάσσεται με αρκούντως άμεσο τρόπο στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας έχουσας ως κύριο σκοπό την επιβολή οικονομικής κυρώσεως στον ενδιαφερόμενο, δηλαδή της γενομένης από την ίδια τη Sanctieregeling δεσμεύσεως των κεφαλαίων του, λόγω της αναμίξεώς του σε τρομοκρατική δραστηριότητα (βλ. σκέψη 90 ανωτέρω).

103    Εν προκειμένω, σωστά το προσφεύγον υποστηρίζει ότι ούτε η φύση της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στο ολλανδικό δίκαιο ούτε η έλλειψη ποινικού χαρακτήρα της εν λόγω διαδικασίας ασκούν επιρροή για την εκτίμηση αυτή. Κατά συνέπεια, δεν είναι, αναγκαίο να δοθεί συνέχεια στη γενομένη από το προσφεύγον πρόταση αποδείξεων επί των ζητημάτων αυτών (βλ. σκέψεις 27 και 71 ανωτέρω).

104    Έτσι, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, θεωρούμενη μαζί με τη Sanctieregeling, είναι, με γνώμονα τη σχετική εθνική νομοθεσία, απόφαση αρμόδιας εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

105    Κατά συνέπεια, μπορούσε να θεωρηθεί ότι μια τέτοια απόφαση, όταν εκδόθηκε, μαζί με τη Sanctieregeling, ικανοποιούσε τις επιταγές του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και επομένως, κατ’ αρχήν, μπορούσε αφ’ εαυτής να δικαιολογήσει τη λήψη ενός μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001.

106    Όσο για το ζήτημα αν η απόφαση εκείνη μπορούσε ακόμα να χρησιμεύσει ως βάση για την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που ασκούν επιρροή εν προκειμένω και, όλως ιδιαιτέρως, της συνέχειας που της δόθηκε κατά το εθνικό δίκαιο, το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η οποία θα γίνει στη συνέχεια της παρούσας αποφάσεως.

107    Υπό την επιφύλαξη αυτή, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

108    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι ούτε από την αιτιολογία, ούτε από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ούτε από τη Sanctieregeling, ούτε καν από το υπόμνημα της AIVD προκύπτει το παραμικρό είδος προθέσεως, υπαιτιότητας ή γνώσεως, από μέρους του προσφεύγοντος, σχετικά με τη στήριξη τρομοκρατικών δραστηριοτήτων. Πάντως, η απόδειξη των στοιχείων αυτών, η οποία κατά το προσφεύγον βαρύνει το Συμβούλιο, είναι καθοριστική για την εφαρμογή της κοινής θέσεως 2001/931 και του κανονισμού 2580/2001, και ειδικότερα του άρθρου του 2, παράγραφος 3, σημείο ii, το οποίο αφορά τα νομικά πρόσωπα που «διευκολύνουν» την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων.

109    Ειδικότερα, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων περιορίστηκε να συναγάγει ότι τα κεφάλαια που συνέλεξε το προσφεύγον περιήλθαν σε οργανώσεις συνδεόμενες με τη Χαμάς και ότι με τη σειρά τους οι οργανώσεις αυτές έθεσαν τα κεφάλαια αυτά στη διάθεση του εν λόγω κινήματος για να μπορέσει να διαπράξει ή να διευκολύνει τρομοκρατικές πράξεις (βλ., ιδίως, σκέψη 3.2 της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων). Έτσι, είναι ανακριβής ο περιεχόμενος στην αιτιολογία ισχυρισμός ότι ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων συνήγαγε ότι το προσφεύγον πρέπει να θεωρηθεί οργάνωση υποστηρίζουσα τη Χαμάς και παρέχουσα στην τελευταία τη δυνατότητα να διαπράττει ή να διευκολύνει τρομοκρατικές πράξεις. Αντιθέτως, οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων δείχνουν ότι ουδόλως στοιχειοθέτησε ότι το προσφεύγον γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι θα χρησιμοποιούνταν για τρομοκρατικούς σκοπούς τα κεφάλαια που έθετε στη διάθεση άλλων οργανώσεων. Το προσφεύγον αμφισβητεί ότι είχε την επίγνωση αυτή.

110    Στο υπόμνημά του απαντήσεως, το προσφεύγον προσθέτει ότι η απόδειξη της καλής πίστεώς του απορρέει και από το ότι επέτρεψε στον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων να λάβει γνώση του εμπιστευτικού φακέλου της AIVD.

111    Όσο για τις αξιολογήσεις που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα της AIVD, το προσφεύγον διευκρινίζει, σε απάντηση του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ότι το γεγονός ότι ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων παρέθεσε στις δύο αποφάσεις του μεγάλο μέρος του υπομνήματος αυτού ουδόλως σημαίνει ότι ενέκρινε ολόκληρο το κείμενό του. Τούτο ισχύει ειδικότερα όσον αφορά τον φερόμενο ενεργό ρόλο του προσφεύγοντος και των διευθυντών του στη συλλογή κεφαλαίων υπέρ της Χαμάς.

112    Όσο για το επιχείρημα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ότι ο όρος «επίγνωση» συνεπάγεται όχι μόνον ότι κάποιος «γνωρίζει», αλλά και ότι «τεκμαίρεται ότι γνωρίζει», το προσφεύγον σημειώνει ότι το επιχείρημα αυτό δεν βρίσκει στήριγμα στις ίδιες τις λέξεις που ο νομοθέτης χρησιμοποίησε στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο ια΄, της κοινής θέσεως 2001/931, ενώ θα του ήταν εύκολο να χρησιμοποιήσει άλλη διατύπωση αν αυτή ήταν η πρόθεσή του.

113    Ούτως ή άλλως, ούτε καν από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει ότι το προσφεύγον «όφειλε να γνωρίζει» ότι τα κεφάλαια που κατέβαλλε χρησιμοποιήθηκαν για τρομοκρατικούς σκοπούς.

114    Εν προκειμένω, το προσφεύγον προσθέτει ότι, αντιθέτως προς αυτό που εκτίθεται από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ουδόλως προκύπτει από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (και ειδικότερα από τη σκέψη της 3.4) ότι ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων πείστηκε ότι το προσφεύγον είχε ή τεκμαιρόταν ότι είχε επίγνωση της τελικής χρησιμοποιήσεως των κεφαλαίων του για τρομοκρατικούς σκοπούς.

115    Το προσφεύγον συνάγει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως επειδή υπέθεσε ότι το προσφεύγον εγνώριζε ότι ορισμένες οργανώσεις προς τις οποίες προέβη σε δωρεές συνδέονταν με τη Χαμάς και ότι οι οργανώσεις αυτές χρησιμοποιούσαν με τη σειρά τους τα κεφάλαια αυτά για τη διενέργεια τρομοκρατικών επιθέσεων.

116    Ούτως ή άλλως, το προσφεύγον υπογραμμίζει ότι η οργάνωση Χαμάς περιελήφθη αυτή καθ’ εαυτήν στον επίμαχο κατάλογο [με την κοινή θέση 2003/651/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσεως 2001/931 και για την κατάργηση της κοινής θέσεως 2003/482/ ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 229, σ. 42)] μόλις στις 12 Σεπτεμβρίου 2003, δηλαδή μετά την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και μάλιστα μετά το αρχικό κοινοτικό μέτρο δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος. Πριν από την ημερομηνία εκείνη, μόνον η τρομοκρατική πτέρυγα της Χαμάς, η οποία στις σχετικές πράξεις του Συμβουλίου προσδιορίζεται ως «Hamas-Izz al-Din al-Qassem» [βλ., μεταξύ άλλων, κοινή θέση 2003/482/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσεως 2001/931 και για την κατάργηση της κοινής θέσεως 2003/402/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 160, σ. 100)], περιλαμβανόταν στον κατάλογο αυτόν. Το προσφεύγον συνάγει εξ αυτών ότι μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 2003 ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης, οπότε και το ίδιο το προσφεύγον, είχε δικαίωμα να θεωρεί ότι οι δωρεές προς την ανθρωπιστική πτέρυγα της Χαμάς δεν θα χρησιμοποιηθούν για τρομοκρατικούς σκοπούς.

117    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή, προβάλλει ότι, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες σχετικές διατάξεις, εν προκειμένω προσκομίστηκε η απόδειξη ότι το προσφεύγον είχε επίγνωση του ότι η συμμετοχή του στις δραστηριότητες της Χαμάς θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας αυτής.

118    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προσθέτει ότι ως «επίγνωση», υπό την έννοια των ίδιων διατάξεων, πρέπει να νοηθεί όχι μόνον το ότι κάποιος «γνωρίζει», αλλά και το ότι «οφείλει να γνωρίζει» ή «τεκμαίρεται ότι γνωρίζει». 

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

119    Όπως ορθώς παρατηρεί το Συμβούλιο, ο ίδιος ο κανονισμός 2580/2001 δεν προβλέπει ρητώς την υποχρέωση του θεσμικού αυτού οργάνου να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος είχε την «πρόθεση» να διαπράξει τρομοκρατική πράξη, να μετάσχει σε αυτήν ή να τη διευκολύνει Ωστόσο, η απόδειξη του στοιχείου της προθέσεως απαιτείται από την κοινή θέση 2001/931, της οποίας το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο ια΄, άρθρο του οποίου επίκληση κατά του προσφεύγοντος έγινε στην αιτιολογία, ορίζει ότι η συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας πρέπει να συνεπάγεται «επίγνωση του γεγονότος ότι η συμμετοχή αυτή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας». Κατά συνέπεια, η απόδειξη αυτή απαιτείται και βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2580/2001, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της διατάξεως αυτής.

120    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν εν προκειμένω προσκομίστηκε δεόντως η απόδειξη αυτή.

121    Συναφώς, από την αιτιολογία της Sanctieregeling προκύπτει ότι η απόφαση εκείνη εκδόθηκε εν αναμονή της εκδόσεως, βάσει του κανονισμού 2580/2001, κοινοτικής αποφάσεως κατά του προσφεύγοντος στηριζομένης σε στοιχεία για τη μεταφορά κεφαλαίων από το προσφεύγον με προορισμό οργανώσεις που υποστηρίζουν την τρομοκρατία στη Μέση Ανατολή (βλ., επίσης, απόφαση Al-Aqsa, σκέψη 17).

122    Το προσφεύγον άσκησε κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ένδικο βοήθημα ενώπιον του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να επιτύχει ειδικά την αναστολή εκτελέσεως των μέτρων που προβλέπει η Sanctieregeling.

123    Στην παρεμπίπτουσα απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε και έκρινε τα εξής:

«1. Τα πραγματικά περιστατικά

Βάσει των εγγράφων της δικογραφίας και της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που διεξήχθη στις 6 Μαΐου 2003, ο [δικαστής ασφαλιστικών μέτρων] στηρίζεται στα ακόλουθα πραγματικά στοιχεία.

[...]

1.9.      Στις 3 Απριλίου 2003, ο Υπουργός Εξωτερικών εξέδωσε τη [Sanctieregeling] [...]

1.10. Η αιτιολογία της [Sanctieregeling] αναφέρει ότι υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι κεφάλαια μεταφέρθηκαν από το [προσφεύγον] σε οργανώσεις που υποστηρίζουν την τρομοκρατία στη Μέση Ανατολή.

1.11. Με έγγραφο της 9ης Απριλίου 2003, ο επικεφαλής της [AIVD] γνωστοποίησε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά στον γενικό διευθυντή πολιτικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών:

“[...] Σε επιβεβαίωση προηγούμενων ανακοινώσεων, επιθυμούμε να γνωστοποιήσουμε τα ακόλουθα. Στο πλαίσιο της εκ του νόμου αποστολής της, η AIVD πληροφορήθηκε από αξιόπιστες, πλην όμως ευάλωτες πηγές τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Η οργάνωση Al‑Aqsa, η οποία είναι εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες, ιδρύθηκε στις 24 Αυγούστου 1983 […] και εδρεύει στο Heerlen, συνέλεξε στις Κάτω Χώρες χρήματα υπέρ οργανώσεων που συνδέονται με τη Χαμάς στη Μέση Ανατολή. Διάφορες οργανώσεις από αυτές καθιστούν χρήματα διαθέσιμα για την άσκηση ή διευκόλυνση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

Η AIVD έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πλέον δεν μπορεί να διατηρηθεί διάκριση μεταξύ κοινωνικών και τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της Χαμάς. Η Χαμάς, με την οποία συνδέονται οι προαναφερθείσες οργανώσεις που συλλέγουν κεφάλαια, πρέπει να θεωρηθεί συγκροτημένο σύνολο το οποίο διευκολύνει τόσο ανθρωπιστικές όσο και τρομοκρατικές δραστηριότητες, νοουμένου ότι οι δραστηριότητες αυτές συμπληρώνουν οι μεν τις δε.

Το ίδρυμα Al‑Aqsa έχει ή είχε επαφές με οργανώσεις που συλλέγουν κεφάλαια υπέρ της Χαμάς. Το ίδρυμα Al‑Aqsa έχει ή είχε δεσμούς με το Al‑Aqsa στη Γερμανία (απαγορεύτηκε κατά τα μέσα του 2002), με το Al‑Aqsa στη Δανία (τα περιουσιακά του στοιχεία δεσμεύτηκαν κατά τα τέλη του 2002), με το Al‑Aqsa στο Βέλγιο καθώς και με οργανώσεις που συλλέγουν κεφάλαια υπέρ της Χαμάς στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιταλία, στην Ελβετία, στη Σουηδία και στη Γαλλία.

Υπάρχει διεθνής συλλογική δράση συλλογής κεφαλαίων από μέρους των οργανώσεων που συλλέγουν κεφάλαια, περιλαμβανομένου του Al‑Aqsa Κάτω Χώρες, υπέρ της Χαμάς, υπό την ονομασία Union of the Good (στα αραβικά Ittilaf Al-Khair). Ο επικεφαλής της Union of the Good ο οποίος διαμένει στο Κατάρ έχει επιτρέψει στο παρελθόν επιθέσεις αυτοκτονίας για θρησκευτικούς λόγους. Μέχρι την απαγόρευση (του Al‑Aqsa) στη Γερμανία, ο πρόεδρος του Al‑Aqsa Γερμανία ήταν πρόεδρος και του Al‑Aqsa στις Κάτω Χώρες. Μετά την απαγόρευση της οργανώσεως στη Γερμανία, ένα μέλος της διοικήσεως του Al‑Aqsa Βέλγιο, το οποίο ήταν μέλος και της ολλανδικής διοικήσεως, έγινε πρόεδρος του Al‑Aqsa στις Κάτω Χώρες [...]”

Η επίσημη αυτή ανακοίνωση, συμπληρωμένη με τα πληροφοριακά στοιχεία που αποτελούν το υπόβαθρό της, είναι η βάση της [Sanctieregeling].

1.12. Κατόπιν αιτήσεως του [προσφεύγοντος], διεξήχθη στις 17 Απριλίου 2003 ενημερωτική συζήτηση μεταξύ της διοικήσεως και των νομικών συμβούλων του [προσφεύγοντος] και εκπροσώπων του Υπουργείου Εξωτερικών. Κατά τη συνάντηση αυτή, η διοίκηση του [προσφεύγοντος] παρέσχε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές του. Ωστόσο, οι πληροφορίες αυτές δεν οδήγησαν το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] να ανακαλέσει ή προσαρμόσει τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά του [προσφεύγοντος]. Οι μεταγενέστερες αιτήσεις που υπέβαλε συναφώς το [προσφεύγον] δεν ελήφθησαν υπόψη από το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών].

2.      Η αίτηση, η θεμελίωσή της και οι αμυντικοί ισχυρισμοί

Το [προσφεύγον] ζητεί στην ουσία:

[...]

Προς τούτο, το [προσφεύγον] προβάλλει τα ακόλουθα στοιχεία.

Οι κατηγορίες που στράφηκαν κατά του [προσφεύγοντος] δεν στηρίχθηκαν σε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά. Η επίσημη ανακοίνωση της AIVD δεν αποτελεί επαρκή βάση για τις κατηγορίες αυτές. Επιπλέον, το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] είχε προηγουμένως γνωστοποιήσει ότι δεν συνέτρεχε λόγος να λάβει μέτρα κατά του [προσφεύγοντος]. Το [προσφεύγον] δεν έχει κανέναν δεσμό με τη Χαμάς ή με οργανώσεις συνδεόμενες με τη Χαμάς. Τα κεφάλαια που συνέλεξε χρησιμοποιούνται μόνο για κοινωνικές δραστηριότητες, πράγμα που ελέγχεται ενδελεχώς από τις σχετικές αρχές. Πριν εκδώσει τη [Sanctieregeling], το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] δεν είχε παράσχει στο [προσφεύγον] τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει την άποψή του. Το [προσφεύγον] ενήργησε με κάθε ειλικρίνεια έναντι του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών] και του παρέσχε τη δυνατότητα να ελέγξει όλες τις δραστηριότητές του. Το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] κακώς δεν έδωσε συνέχεια σε αυτή την προσφορά του [προσφεύγοντος]. Κατά συνέπεια, το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] ενήργησε παράνομα έναντι του [προσφεύγοντος]. Ο τρόπος ενεργείας του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών] θίγει ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα του [προσφεύγοντος]. Συγκεκριμένα, το [προσφεύγον] δεν δύναται πλέον να τηρήσει τις υποχρεώσεις του πληρωμής (ενοικίου, φυσικού αερίου, νερού, ηλεκτρισμού, μισθών) και υποχρεώθηκε να θέσει τέλος σε σχέδια εν εξελίξει.

Ακόμη και αν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο τρόπος ενεργείας του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών] ήταν νόμιμος, παρά ταύτα είναι παράνομος λόγω του ότι το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] δεν έλαβε μέτρα για να θέσει τέλος στην απάνθρωπη κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα το [προσφεύγον].

Δίνοντας μια ορισμένη δημοσιότητα στα ΜΜΕ στις κατηγορίες κατά του [προσφεύγοντος], το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] έθιξε την υπόληψη και τιμή του [προσφεύγοντος]. Κατά συνέπεια, το [προσφεύγον] υπέστη βλάβη την οποία το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] οφείλει να αποκαταστήσει.

[...]

3.      Εκτίμηση της διαφοράς

3.1.      Λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που κατατέθηκαν και της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, επισημαίνεται ότι το [προσφεύγον] σκοπεύει ειδικότερα να απαγορευθεί στο [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] να συνεχίσει την εκτέλεση της [Sanctieregeling]. Πρέπει να αξιολογηθεί αν το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] ενήργησε παράνομα έναντι του [προσφεύγοντος] εκδίδοντας και εφαρμόζοντας τη [Sanctieregeling].

[...]

3.4.      Κατά πάγια νομολογία του Hoge Raad [Ολλανδικού Ανωτάτου Ακυρωτικού], ο δικαστής δύναται να χαρακτηρίσει παράνομες τη θέσπιση και την εφαρμογή γενικώς δεσμευτικών διατάξεων (νόμων υπό ουσιαστική έννοια), με το σκεπτικό ότι πρόκειται για αυθαιρεσία υπό την έννοια ότι η θέσπιση της διατάξεως αυτής από το σχετικό όργανο δεν ήταν εύλογη λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων που το όργανο αυτό γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει στο χρονικό σημείο που εκδόθηκε η εκτελεστική απόφαση. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο δικαστής πρέπει, κατά το Hoge Raad, να επιδεικνύει την αναγκαία επιφυλακτικότητα.

3.5.      Το συμφέρον του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών], στο πλαίσιο της [Sanctieregeling], έγκειται εν γένει στην καταπολέμηση των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων και ειδικότερα στην καταστολή της χρηματοοικονομικής ενισχύσεως των δραστηριοτήτων αυτών. Αντιθέτως, το [προσφεύγον] έχει συμφέρον να μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα τις δραστηριότητές του.

3.6.      Η [Sanctieregeling] στηρίζεται στην προπαρατεθείσα επίσημη ανακοίνωση της AIVD. Το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αυτής αφορά κυρίως το γεγονός ότι τα κεφάλαια που συνελέγησαν στις Κάτω Χώρες από το [προσφεύγον] περιέρχονται σε οργανώσεις συνδεόμενες με το (παλαιστινιακό) ισλαμιστικό κίνημα Χαμάς και ότι διάφορες από αυτές τις οργανώσεις (που συνδέονται με τη Χαμάς) καθιστούν κεφάλαια διαθέσιμα για την άσκηση ή διευκόλυνση των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της Χαμάς.

3.7.      Το [προσφεύγον] υποστήριξε με έμφαση ότι δεν έθετε χρήματα στη διάθεση της Χαμάς ή άλλων οργανώσεων που συνδέονται με το κίνημα αυτό. Τα κεφάλαια που συλλέγει (το 2002, 1 300 000 ευρώ) καταβάλλονται, κατά το [προσφεύγον], σε φορείς που εδρεύουν στο Ισραήλ, στα εδάφη που κατέχονται από το Ισραήλ και σε άλλες χώρες (ειδικά στον Καναδά και στην Αυστραλία), οι οποίοι έχουν μόνο κοινωνικούς σκοπούς και οργανώνουν μόνο κοινωνικές δραστηριότητες. Στη συνέχεια, η χρησιμοποίηση των συλλεγέντων κεφαλαίων γίνεται τηρουμένων των εφαρμοστέων νόμων σε αυτές τις χώρες/κατεχόμενα εδάφη και υπό τον έλεγχο των αρχών των εν λόγω χωρών/εδαφών.

3.8.      Η επίσημη ανακοίνωση της AIVD περιέχει μόνο γενικόλογες δηλώσεις. Οι δηλώσεις αυτές δεν στηρίζονται με κανένα πραγματικό στοιχείο. Κατά συνέπεια, ούτε ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων ούτε το [προσφεύγον] είναι σε θέση να αξιολογήσουν αν τα συμπεράσματα της ανακοινώσεως αυτής στηρίζονται στα στοιχεία της έρευνας· με άλλα λόγια, δεν μπορεί να καθοριστεί η ακρίβεια της επίσημης αυτής ανακοινώσεως. Τούτο είναι ακόμη περισσότερο προβληματικό μια και το [προσφεύγον] αμφισβήτησε το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αυτής, και μάλιστα, στο μέτρο του δυνατού, με αιτιολογημένο τρόπο.

3.9.      Μολονότι στην επίσημη ανακοίνωση δύναται να αναγνωριστεί κάποια λογική, ο [δικαστής ασφαλιστικών μέτρων] εκτιμά ότι, στην περίπτωση που ένα υποκείμενο δικαίου βλέπει ότι βάσει μιας επίσημης ανακοινώσεως η λειτουργία του εμποδίζεται σε σημαντικό βαθμό στην πράξη, το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] δεν δύναται να περιοριστεί να παραπέμψει στην ανακοίνωση αυτή όταν δεν είναι θεμελιωμένη και όταν το [προσφεύγον] έχει αμφισβητήσει με αιτιολογημένο τρόπο το περιεχόμενό της. Η επιχειρηματολογία του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών] ότι απλώς και μόνον η παραπομπή στην επίσημη ανακοίνωση είναι επαρκής στο πλαίσιο του ελέγχου της ρυθμίσεως από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων και λαμβανομένων υπόψη των πηγών που στήριξαν την εν λόγω ανακοίνωση, απορρίπτεται και αυτή.

3.10. Επικουρικώς, το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] πρότεινε να παρασχεθεί μόνο στον [δικαστή ασφαλιστικών μέτρων] η δυνατότητα να συμβουλευθεί τα σχετικά στοιχεία. Το [προσφεύγον] δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών] ότι έχει συμφέρον να μείνουν εμπιστευτικά τα στοιχεία της AIVD στα οποία στηρίζεται η επίσημη ανακοίνωση. Το [προσφεύγον] συμφώνησε ώστε μόνον ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων να λάβει γνώση των περί ων πρόκειται εμπιστευτικών στοιχείων.

3.11. Η πρόσβαση μόνο του [δικαστή ασφαλιστικών μέτρων] σε εμπιστευτικά έγγραφα είναι αντίθετη προς μία από τις θεμελιώδεις αρχές του δικονομικού δικαίου, δηλαδή την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Το σκεπτικό της (οριστικής) αποφάσεως δεν θα αναφέρει τα στοιχεία που ο [δικαστής ασφαλιστικών μέτρων] έλαβε έχοντας μόνον αυτός πρόσβαση σε εμπιστευτικά έγγραφα, οπότε το σκεπτικό αυτό δεν θα μπορεί να ελεγχθεί. Παρά ταύτα, για λόγους δημοσίας τάξεως, είναι αποδεκτή εξαίρεση από την πιο πάνω αρχή. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Έτσι, είναι εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι οι διάδικοι δέχθηκαν να γίνει εξαίρεση από την αρχή αυτή και ότι η παρούσα διαδικασία έχει ομοιότητες με το διοικητικό δίκαιο, στο πλαίσιο του οποίου δεν είναι ασυνήθιστη η γνωστοποίηση εμπιστευτικών εγγράφων μόνο στον δικαστή (βλ. άρθρο 8.29 του κώδικα διοικητικού δικαίου).

3.12. Κατά συνέπεια, το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] θα πρέπει να παράσχει στον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων, επικουρούμενο από τον οικείο γραμματέα, τη δυνατότητα να λάβει γνώση του εμπιστευτικού φακέλου που αποτελεί το υπόβαθρο της επίσημης ανακοινώσεως της AIVD. Ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι πρέπει να αποκτηθεί γρήγορα αυτή η πρόσβαση σε εμπιστευτικά στοιχεία [...].

4. Διατακτικό

Ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων διατάσσει το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] να τον πληροφορήσει, εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας από την [επομένη της παρούσας αποφάσεως], για τον τρόπο που θα μπορέσει να λάβει γνώση, συνοδευόμενος από τον οικείο γραμματέα, του εμπιστευτικού φακέλου που στηρίζει την επίσημη ανακοίνωση της AIVD.

[...]»

124    Η Ολλανδική Κυβέρνηση συμμορφώθηκε με την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση και, στις 21 Μαΐου 2003, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων έλαβε γνώση του φακέλου της AIVD στις εγκαταστάσεις της.

125    Στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε και έκρινε τα εξής:

«[...]

2.      Τα πραγματικά περιστατικά, η αίτηση, η θεμελίωσή της και οι αμυντικοί ισχυρισμοί

Όσον αφορά τα στοιχεία αυτά, γίνεται παραπομπή στην [παρεμπίπτουσα απόφαση ασφαλιστικών μέτρων].

3.      Εκτίμηση της διαφοράς

3.1.      Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που διατυπώθηκαν στην [παρεμπίπτουσα απόφαση ασφαλιστικών μέτρων], θα δοθεί πρώτα απάντηση στο ερώτημα αν το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] ενήργησε παράνομα έναντι του [προσφεύγοντος] εκδίδοντας και εκτελώντας τη [Sanctieregeling] και επομένως αν πρέπει να διαταχθεί να παύσει την εκτέλεση της [Sanctieregeling].

3.2.      Από την εξέταση στην οποία προέβη, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διαπιστώσεις της AIVD είναι αρκούντως δικαιολογημένες για να στηρίξουν το συμπέρασμα (της AIVD) ότι τα κεφάλαια που συνελέγησαν από το [προσφεύγον] στις Κάτω Χώρες περιήλθαν σε οργανώσεις συνδεόμενες με το (παλαιστινιακό) ισλαμιστικό κίνημα Χαμάς και δύνανται να δικαιολογήσουν και το συμπέρασμα ότι διάφορες από αυτές τις οργανώσεις (που συνδέονται με τη Χαμάς) καθιστούν χρήματα διαθέσιμα για την άσκηση ή διευκόλυνση των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της Χαμάς.

3.3.      Σε γνώση του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων δεν περιήλθε κανένα γεγονός που να επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η AIVD εκτέλεσε εσφαλμένως την αποστολή που της έχει αναθέσει ο νόμος περί των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας.

3.4.      Το [προσφεύγον] ισχυρίστηκε ακόμη ότι, έστω και αν θεωρηθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν ενήργησε παράνομα έναντι του [προσφεύγοντος] εκδίδοντας και εκτελώντας τη [Sanctieregeling], ο παράνομος χαρακτήρας των πράξεων του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών] έγκειται σε κάθε περίπτωση στο γεγονός ότι εκτέλεσε τη [Sanctieregeling] χωρίς να προβλέψει. έναν μηχανισμό που να θέσει τέλος στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα το [προσφεύγον]. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα. Είναι αποδεδειγμένο ότι το [προσφεύγον] υπέστη, και εξακολουθεί να υφίσταται, βλάβη από τη συμπεριφορά του [Βασιλείου των Κάτω Χωρών]. Ωστόσο, μόνον οι συμπεριφορές του ίδιου του [προσφεύγοντος] δημιούργησαν τη ζημία αυτή και, ενδεχομένως, θα προκαλέσουν περαιτέρω ζημία. Η βλάβη που έχει ήδη επέλθει και εκείνη που πρόκειται να επέλθει είναι καταλογιστέες εξ ολοκλήρου στο [προσφεύγον].

3.5.      Το [προσφεύγον] ανέφερε και ότι το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] (δια του Υπουργού Εσωτερικών) είχε προηγουμένως, δηλαδή τον Οκτώβριο του 2002, γνωστοποιήσει, σε απάντηση ερωτήσεων μελών της Κάτω Βουλής, ότι θεωρούσε ανώφελο να λάβει μέτρα κατά του [προσφεύγοντος]. Ωστόσο το [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] πιθανολόγησε σε επαρκή βαθμό –πράγμα που και αυτό προκύπτει από τις απαντήσεις στις πιο πάνω ερωτήσεις της Κάτω Βουλής– ότι η έρευνα της AIVD βρισκόταν τότε σε στάδιο που δεν δικαιολογούνταν η λήψη μέτρων έναντι του [προσφεύγοντος], αλλά ότι, μετά από εντατικοποίηση της έρευνας, δεν αποκλείεται η λήψη τέτοιων μέτρων.

3.6.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα που διατυπώθηκε στη σκέψη 3.1 της παρούσας αποφάσεως. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα του [προσφεύγοντος] να απαγορευθεί στο [Βασίλειο των Κάτω Χωρών] να δεσμεύει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του [προσφεύγοντος], να του απαγορευθεί να εμποδίζει όλες τις χρηματοοικονομικές πράξεις για το [προσφεύγον] και υπέρ του [προσφεύγοντος] και να απαγορεύει σε τρίτους να θέτουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μέσα στη διάθεση του [προσφεύγοντος].

[...]

Διατακτικό

Ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτει τα αιτήματα.

[...]»

126    Λαμβανομένων υπόψη της παρεμπίπτουσας αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, δεν είναι αναγκαίο να αποφασιστεί αν, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ο δικαστικός έλεγχος της από το Συμβούλιο εκτιμήσεως του στοιχείου της «επιγνώσεως», το οποίο απαιτείται από το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο ια΄, της κοινής θέσεως 2001/931, πρέπει να περιοριστεί στον έλεγχο του αν εμφιλοχώρησε πρόδηλη πλάνη.

127    Συγκεκριμένα, χωρίς να υποπέσει στην παραμικρή πλάνη εκτιμήσεως το Συμβούλιο εκτίμησε, λαμβανομένων υπόψη των δύο ανωτέρω αποφάσεων, ότι το προσφεύγον είχε επίγνωση, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ότι η δραστηριότητά του συλλογής και διαθέσεως κεφαλαίων θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες μιας τρομοκρατικής ομάδας, εν προκειμένω της Χαμάς ή, ακριβέστερα, τότε, της ένοπλης πτέρυγάς της Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

128    Αντιθέτως προς όσα το προσφεύγον υποστηρίζει βάσει υπερβολικά σχολαστικής και γραμματικής ερμηνείας των δύο αυτών αποφάσεων, οι πραγματικές διαπιστώσεις και οι εκτιμήσεις, στις οποίες ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων προέβη με βάση το υπόμνημα της AIVD και τα στοιχεία της δικογραφίας που το στηρίζουν, δείχνουν ότι ήταν σαφώς πεπεισμένος ότι το προσφεύγον είχε επίγνωση της τελικής χρήσεως των κεφαλαίων του για τρομοκρατικούς σκοπούς. Ορισμένα παραδείγματα τέτοιων διαπιστώσεων και εκτιμήσεων, που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επικαλέστηκε παραπέμποντας στη σκέψη 1.11 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, το αποδεικνύουν με έμμεσο, πλην όμως βέβαιο τρόπο.

129    Άλλωστε, η συζήτηση ενώπιον του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων δεν αφορούσε τόσο αυτό το στοιχείο της επιγνώσεως ή προθέσεως όσο, βασικότερα, τις φερόμενες σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και της Χαμάς. Συγκεκριμένα, όπως εξέθεσε ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, το προσφεύγον υποστήριξε «με έμφαση», σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, ότι «δεν θέτει χρήματα στη διάθεση της Χαμάς ή άλλων οργανώσεων που συνδέονται με το κίνημα αυτό» και μάλιστα ότι «δεν έχει κανένα σύνδεσμο με τη Χαμάς ή με οργανώσεις που συνδέονται με τη Χαμάς». Οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν ρητώς από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων, αφότου μπόρεσε να λάβει γνώση του φακέλου ο οποίος στήριξε το υπόμνημα της AIVD. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινίσει ρητώς ο δικαστής αυτός, στη σκέψη 3.2 της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, τον βαθμό στον οποίο το προσφεύγον είχε «επίγνωση» της καταστάσεως.

130    Ούτως ή άλλως, κρίνοντας ότι η βλάβη που το προσφεύγον ήδη υπέστη από τη Sanctieregeling και εκείνη που πρόκειται να επέλθει είναι «καταλογιστέες εξ ολοκλήρου» στο προσφεύγον, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων συνήγαγε αναγκαστικά ότι αυτό το στοιχείο της «επιγνώσεως» είναι απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της σταθμίσεως συμφερόντων στην οποία ο δικαστής αυτός όφειλε να προβεί (βλ., ιδίως, σκέψη 3.5 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων).

131    Επιπλέον, η επιχειρηματολογία την οποία το προσφεύγον ανέπτυξε, με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, βάσει μιας φερόμενης διακρίσεως που έπρεπε να γίνει, τουλάχιστον για την περίοδο πριν από τις 12 Σεπτεμβρίου 2003, μεταξύ της ανθρωπιστικής και της τρομοκρατικής πτέρυγας της Χαμάς, είναι αλυσιτελής λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων ότι, αφενός, τα κεφάλαια που το προσφεύγον συνέλεξε στις Κάτω Χώρες περιήλθαν σε οργανώσεις συνδεόμενες με τη Χαμάς και, αφετέρου, διάφορες από τις οργανώσεις αυτές καθιστούσαν κεφάλαια διαθέσιμα για την άσκηση ή διευκόλυνση των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της Χαμάς.

132    Κατά τα λοιπά, η επιχειρηματολογία αυτή, κατά την οποία το προσφεύγον δικαιούνταν να θεωρήσει τότε ότι τα δώρα προς την ανθρωπιστική πτέρυγα της Χαμάς δεν θα χρησιμοποιηθούν για τρομοκρατικούς σκοπούς, είναι ασύμβατη με την επιχειρηματολογία που το προσφεύγον προέβαλε ενώπιον του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο της οποίας το προσφεύγον αρνήθηκε οποιονδήποτε σύνδεσμο με τη Χαμάς ή με οργανώσεις συνδεόμενες με τη Χαμάς.

133    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

134    Το προσφεύγον διατείνεται ότι η κοινή θέση 2001/931 και ο κανονισμός 2580/2001 έχουν ως σκοπό και αντικείμενο την καταπολέμηση της παρούσας και μελλοντικής χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, και όχι της χρηματοδοτήσεώς της κατά το παρελθόν. Έτσι, κατά το προσφεύγον, αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη παρόντος ή μελλοντικού κινδύνου να χρηματοδοτήσει μια οντότητα την τρομοκρατία, οι πράξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή επ’ αυτής.

135    Πάντως, ούτε από την αιτιολογία ούτε από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει η ύπαρξη της παραμικρής παρούσας ή μελλοντικής απειλής, από μέρους του προσφεύγοντος, που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι μπορούσε ακόμα να θεωρείται, το 2007, ότι το προσφεύγον διευκολύνει τρομοκρατικές δραστηριότητες. Άλλωστε, κατόπιν του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τις 3 Ιουνίου 2003, οι διατάξεις της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορούσαν πια να χρησιμοποιηθούν προς στήριξη ενός τέτοιου συμπεράσματος.

136    Ειδικότερα, από την αιτιολογία ουδόλως προκύπτει ότι οι οργανώσεις στις οποίες το προσφεύγον κατέβαλε κεφάλαια πριν από τις 3 Ιουνίου 2003, αν υποτεθεί ότι όντως διευκόλυναν τότε τρομοκρατικές δραστηριότητες, εξακολουθούν να το πράττουν σήμερα. Μάλιστα, είναι δυνατόν οι οργανώσεις αυτές να μην υπάρχουν πλέον. Το ίδιο το Συμβούλιο δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει τα στοιχεία αυτά, εφόσον δεν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα των σχετικών οργανώσεων και εφόσον το Συμβούλιο δεν είχε πρόσβαση στον φάκελο της AIVD στον οποίο στηρίχθηκε η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.

137    Επιπλέον, τίποτα δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, αν αιρόταν το μέτρο δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων, το προσφεύγον θα υποστήριζε εκ νέου τις ίδιες οργανώσεις. Εν προκειμένω, το προσφεύγον δηλώνει ρητώς ότι, αν το Συμβούλιο του δώσει κατάλογο των οργανώσεων που θεωρείται ότι χρηματοδοτούν την τρομοκρατία, θα απόσχει από το να παράσχει σε αυτές την παραμικρή χρηματοοικονομική στήριξη.

138    Με το υπόμνημά του απαντήσεως, το προσφεύγον προσθέτει ότι, αντιθέτως προς όσα το Συμβούλιο υποστηρίζει στο υπόμνημά του αντικρούσεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι πλήρως σε θέση να ελέγξει εν προκειμένω τη βασιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με τον υπό εξέταση λόγο ακυρώσεως. Αναφερόμενο στα κριτήρια εκτιμήσεως που το Συμβούλιο επικαλέστηκε συναφώς, το προσφεύγον υπογραμμίζει ότι δεν είχε και εξακολουθεί να μην έχει κανένα προηγούμενο στον τομέα της τρομοκρατικής βίας, ότι το Συμβούλιο, βάσει μόνο των εγγράφων που διαθέτει, εύλογα δεν μπορεί να διατυπώσει καμία σοβαρή υπόθεση σχετικά με τις μελλοντικές προθέσεις του προσφεύγοντος και ότι τόσο η Sanctieregeling, που έχει καταργηθεί από το 2003, όσο και η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έχουν χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής τους.

139    Με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, το προσφεύγον υποστηρίζει ακόμη ότι η εκτίμηση του Συμβουλίου είναι προδήλως εσφαλμένη. Υπογραμμίζει ότι το ίδιο το Συμβούλιο δεν γνωρίζει την ταυτότητα των οργανώσεων που υποστήριζε το προσφεύγον και ότι, κατά μείζονα λόγο, το Συμβούλιο δεν γνωρίζει, μεταξύ των οργανώσεων αυτών, ποιες στη συνέχεια υποστήριξαν την τρομοκρατία. Το Συμβούλιο δεν γνωρίζει καν αν οι οργανώσεις αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος αυτού, το Συμβούλιο αδυνατεί να ισχυριστεί, στηριζόμενο στα έγγραφα που του είναι γνωστά, ότι εξακολουθεί να μπορεί να θεωρηθεί ότι το προσφεύγον διευκολύνει τρομοκρατικές πράξεις. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο άσκησε με προδήλως εσφαλμένο τρόπο τη διακριτική του ευχέρεια.

140    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος. 

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

141    Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από το προσφεύγον στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως αντιστοιχεί στην ουσία με εκείνη που αναπτύχθηκε από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση PMOI I.

142    Αποφαινόμενο επί αυτού του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ειδικά, στην απόφαση PMOI I, ότι α) τίποτα στις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 2580/2001 και της κοινής θέσεως 2001/931 δεν απαγορεύει την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά προσώπων ή οντοτήτων που διέπραξαν στο παρελθόν τρομοκρατικές πράξεις, παρά την έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι τις διαπράττουν και τώρα ή μετέχουν σε αυτές, αν το δικαιολογούν οι περιστάσεις (σκέψη 107)· β) η επίτευξη του σκοπού των νομοθετημάτων αυτών, που είναι η καταπολέμηση των απειλών κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που συνιστούν οι τρομοκρατικές πράξεις, ο οποίος είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διεθνή κοινότητα, θα ετίθετο σε κίνδυνο αν τα μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων που προβλέπονται από τα νομοθετήματα αυτά μπορούσαν να εφαρμοστούν μόνο σε πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που τελούν τώρα τρομοκρατικές πράξεις ή το έπραξαν στο πολύ πρόσφατο παρελθόν (σκέψη 109)· γ) τα εν λόγω μέτρα που έχουν στην ουσία ως σκοπό να αποτρέψουν την τέλεση τέτοιων πράξεων ή την επανάληψή τους στηρίζονται περισσότερο στην αξιολόγηση μιας τωρινής ή μελλοντικής απειλής απ’ ό,τι στην αξιολόγηση μιας παρελθούσας συμπεριφοράς (σκέψη 110) και δ) η ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει το Συμβούλιο, ως προς τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη ή τη διατήρηση ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, εκτείνεται στην αξιολόγηση της απειλής που εξακολουθεί να συνιστά μια οργάνωση η οποία διέπραξε κατά το παρελθόν τρομοκρατικές πράξεις παρά την αναστολή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της, κατά μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, ακόμη και παρά τη φαινομενική παύση τους (σκέψη 112).

143    Στην απόφαση Sison II (σκέψη 66), το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των μεταγενέστερων αποφάσεων δεσμεύσεως κεφαλαίων (βλ., συναφώς, απόφαση PMOI I, σκέψη 82), δεν μπορεί να απαιτείται να αναφέρει λεπτομερέστερα το Συμβούλιο κατά ποιον τρόπο η δέσμευση των κεφαλαίων του ενδιαφερομένου θα έχει συγκεκριμένη συμβολή στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας ή να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαιά του για να διαπράξει ή διευκολύνει τρομοκρατικές πράξεις στο μέλλον.

144    Εν προκειμένω, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το γεγονός ότι το Συμβούλιο ανέφερε μόνο περιστατικά προγενέστερα της 3ης Ιουνίου 2003, όπως διαπιστώθηκαν από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων, δεν αρκεί από μόνο του για να αποκαλύψει παράβαση του άρθρου 1, παράγραφοι 1, 2 και 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση PMOI I, σκέψη 113).

145    Το ίδιο ισχύει για τη «ρητή δήλωση» του προσφεύγοντος ότι, αν αρθεί το μέτρο δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του, θα απόσχει από την παροχή της παραμικρής χρηματοοικονομικής στηρίξεως στις οργανώσεις που θα του υποδειχθούν από το Συμβούλιο ως χρηματοδοτούσες την τρομοκρατία.

146    Όσο για το ζήτημα αν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των λοιπών περιστάσεων που ασκούν επιρροή (ιδίως δε του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από την αρχική απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων, της εν τω μεταξύ τύχης των οργανώσεων στις οποίες το προσφεύγον κατέβαλε κεφάλαια, του ιστορικού του προσφεύγοντος όσον αφορά την τρομοκρατία, των μελλοντικών του προθέσεων, της καταργήσεως της Sanctieregeling και της τωρινής λυσιτέλειας της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων), το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας, το ζήτημα αυτό εμπίπτει στον δικαστικό έλεγχο του αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις που το Συμβούλιο υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931. Η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον προβάλλεται ειδικά στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, θα πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου αυτού (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, απόφαση PMOI I, σκέψη 114).

147    Υπό την επιφύλαξη αυτή, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, μαζί με αυτό, επίσης υπό την επιφύλαξη που διατυπώθηκε πιο πάνω στη σκέψη 106, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και ουσιώδους τύπου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

148    Κατά το προσφεύγον, το οποίο επικαλείται το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και τις αρχές που το Πρωτοδικείο διατύπωσε στην απόφαση OMPI, το Συμβούλιο δεν επανεξέτασε τη σκοπιμότητα να συνεχίσει να περιλαμβάνει το προσφεύγον στον επίμαχο κατάλογο. Έτσι, το Συμβούλιο παρέβη ουσιώδη τύπο.

149    Εν προκειμένω, το προσφεύγον υπογραμμίζει ότι η αιτιολογία ουδόλως αναφέρει ότι το Συμβούλιο όντως επανεξέτασε αν διατηρούνται οι λόγοι που δικαιολόγησαν την αρχική απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων, και ακόμη λιγότερο τον τρόπο που το έπραξε. Αντιθέτως, τούτο δημιουργεί την εντύπωση ότι το Συμβούλιο στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και στη Sanctieregeling. Πάντως, οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν πειστική και ανεξάρτητη νομική βάση η οποία δικαιολογεί μια μεταγενέστερη απόφαση διατηρήσεως της δεσμεύσεως κεφαλαίων. Κατά το προσφεύγον, η επίκληση των ίδιων δύο εθνικών αποφάσεων σε κάθε μεταγενέστερη απόφαση δεσμεύσεως των κεφαλαίων του δεν αποτελεί σοβαρή και ενεστώσα επανεξέταση της καταστάσεώς του, υπό την έννοια που το Πρωτοδικείο απαίτησε στην απόφαση OMPI.

150    Το προσφεύγον παρατηρεί και ότι δεν έχει πλέον άλλο μέσο για να πετύχει να ελεγχθεί από Ολλανδό δικαστή η ακρίβεια των κατηγοριών που η AIVD διατύπωσε το 2003, και ακόμη λιγότερο το παρόν καθεστώς των οργανώσεων στις οποίες διαβίβασε κεφάλαια.

151    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το προσφεύγον, επικαλούμενο ειδικά τη σκέψη 116 της αποφάσεως Sison II, εξέθεσε ακόμη ότι, μέχρι σήμερα, η Sanctieregeling και η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν έχουν επιφέρει στις Κάτω Χώρες την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή διώξεως εις βάρος του, και μάλιστα η Sanctieregeling καταργήθηκε αμέσως μετά τη λήψη του πρώτου κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων του. Εξ αυτών συνάγει, αφενός, ότι δεν δόθηκε συνέχεια στην εθνική απόφαση βάσει της οποίας το Συμβούλιο αποφάσισε αρχικά να δεσμεύσει τα κεφάλαιά του και, αφετέρου, ότι το Συμβούλιο, παρατείνοντας επ’ αόριστον το μέτρο αυτό, δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη το γεγονός αυτό.

152    Το Συμβούλιο απορρίπτει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος και διατείνεται ότι προέβη σε λεπτομερή επανεξέταση επί της ουσίας πριν αποφασίσει να συνεχίσει να περιλαμβάνει το προσφεύγον στον επίμαχο κατάλογο, για να διασφαλιστεί ότι τούτο παρέμενε δικαιολογημένο.

153    Υπενθυμίζοντας ότι το ζήτημα αν πρέπει να διατηρηθούν τα περιοριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί κατά μιας τρομοκρατικής οργανώσεως είναι ζήτημα πολιτικής φύσεως, που μόνον ο νομοθέτης οφείλει να επιλύσει, το Συμβούλιο θεωρεί ότι, επί της ουσίας, έλαβε υπόψη όλες τις παραμέτρους που ασκούν επιρροή.

154    Και στο διαδικαστικό επίπεδο, το Συμβούλιο φρόντισε προσεκτικά να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που αναφέρουν οι αποφάσεις OMPI και Sison I (σκέψεις 141 και 184), σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα ακροάσεως. Κατά συνέπεια, προέβη στην επανεξέταση αυτή έχοντας πλήρη γνώση των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος.

155    Εν προκειμένω, το Συμβούλιο υπογραμμίζει, επικαλούμενο την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως και το έγγραφό του της 29ης Ιουνίου 2007 με το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον, ότι εξέτασε προσεκτικά τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το προσφεύγον στις 25 Μαΐου 2007 πριν αποφασίσει να συνεχίσει να το περιλαμβάνει στον επίμαχο κατάλογο.

156    Κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο φρονεί ότι, μολονότι οφείλει, σύμφωνα με τις αποφάσεις OMPI και Sison I, να παράσχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και να τις λάβει υπόψη, εντούτοις δεν οφείλει με τη σειρά του να απαντήσει στις παρατηρήσεις αυτές. Το γεγονός ότι η αιτιολογία δεν τροποποιήθηκε σε σχέση με εκείνη που κοινοποιήθηκε στις 23 Απριλίου 2007 αποδεικνύει απλώς ότι κανένα από τα επιχειρήματα που το προσφεύγον προέβαλε με τις παρατηρήσεις του δεν έπεισε το Συμβούλιο και ότι δεν υπήρχε κανένα νέο στοιχείο να προστεθεί.

157    Εξάλλου, με τις παρατηρήσεις τους σε απάντηση των γραπτών ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι, σύμφωνα με τις αρχές που το Πρωτοδικείο διατύπωσε στην απόφαση Sison II, το Συμβούλιο είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε από το προσφεύγον η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής στην οποία το Συμβούλιο στήριξε την απόφασή του να υποβάλει το προσφεύγον σε περιοριστικά μέτρα.

158    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπογράμμισε ότι η κατάργηση της Sanctieregeling, μετά τη λήψη του αρχικού κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος, δεν συνεπάγεται ότι οι εθνικές αρχές έλαβαν νέα θέση σχετικά με το προσφεύγον, αλλά απορρέει από τη φροντίδα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως να αποτρέψει την αλληλοεπικάλυψη ενός εθνικού και ενός κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

159    Όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 106 και 146, επίσης στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί, αφενός, το ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που ασκούν επιρροή εν προκειμένω και, όλως ιδιαιτέρως, της συνέχειας που δόθηκε στη Sanctieregeling κατά το εθνικό δίκαιο, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων μπορούσε ακόμα να χρησιμεύσει ως βάση για την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, το ζήτημα αν το Συμβούλιο, στηριζόμενο μόνο σε αυτή την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο τίθενται επίσης το ζήτημα αν κατά το εθνικό δίκαιο το προσφεύγον διέθετε και ακόμα διαθέτει ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και το ζήτημα ποιες συνέπειες πρέπει να έχει το γεγονός ότι το προσφεύγον δεν άσκησε τα ένδικα αυτά μέσα.

160    Πριν εξεταστούν τα ζητήματα αυτά, πρέπει να υπομνησθούν οι αρχές που αποτελούν το βάθρο της νομολογίας του Πρωτοδικείου σχετικά με τα λαμβανόμενα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων, και ειδικά των αποφάσεων OMPI, PMOI I και PMOI II και Sison I και Sison II (βλ., συναφώς, σκέψεις 78 έως 83 ανωτέρω).

161    Οι αρχές αυτές καθιερώνουν, αφενός, την ευρεία διακριτική ευχέρεια που πρέπει να αναγνωρίζεται στο Συμβούλιο, όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη ή διατήρηση ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 2580/2001. Ειδικότερα, η διακριτική αυτή ευχέρεια αφορά τις σκέψεις σκοπιμότητας στις οποίες στηρίζονται τέτοιες αποφάσεις (βλ. σκέψεις 82 και 83 ανωτέρω και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και καταλαμβάνει την αξιολόγηση της απειλής την οποία δύναται να συνεχίσει να αντιπροσωπεύει μια οργάνωση που στο παρελθόν τέλεσε τρομοκρατικές πράξεις, παρά την αναστολή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της επί ένα κατά το μάλλον ή ήττον μακρό χρονικό διάστημα, και μάλιστα παρά τη φαινομενική παύση τους (βλ. σκέψη 142 ανωτέρω και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

162    Οι αρχές αυτές καθιερώνουν, αφετέρου, τη βαρύνουσα σημασία που πρέπει να δίνεται, κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας, στα στοιχεία της εθνικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ελήφθη η απόφαση της αρμόδιας αρχής υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, που χρησιμεύει ως βάση της κοινοτικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων.

163    Έτσι, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, διατάξεων που καθιερώνουν μια μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών, στο πλαίσιο της κοινής καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, η αρχή της αγαστής συνεργασίας συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να στηριχθεί, στο μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τουλάχιστον αν πρόκειται για δικαστική αρχή, ιδίως δε όσον αφορά την ύπαρξη «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή στοιχείων» στις οποίες στηρίζεται η απόφασή της (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

164    Παρά ταύτα, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε και ότι, όταν το Συμβούλιο σκοπεύει να λάβει ή, μετά από επανεξέταση, να διατηρήσει σε ισχύ ένα μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων δυνάμει του κανονισμού 2580/2001, βάσει εθνικής αποφάσεως για την «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» λόγω τρομοκρατικής πράξεως, το Συμβούλιο δεν δύναται να αγνοήσει τις εξελίξεις που ακολούθησαν τις εν λόγω ανακριτικές πράξεις ή την εν λόγω ποινική δίωξη (βλ. απόφαση Sison II, σκέψη 116 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

165    Έτσι, από την απόφαση PMOI I (σκέψη 146) προκύπτει ότι, όταν η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής, στην οποία στηρίχθηκε η κοινοτική απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων, δύναται ανά πάσα στιγμή να γίνει το αντικείμενο ενδίκου βοηθήματος του εσωτερικού δικαίου, στρεφομένου είτε ευθέως κατά της αποφάσεως αυτής είτε εμμέσως κατά κάθε μεταγενέστερης αποφάσεως της ίδιας εθνικής αρχής να μην την ανακαλέσει ή να μην την καταργήσει, είναι εύλογο για το Συμβούλιο να θεωρήσει βαρύνουσας σημασίας, στο πλαίσιο της δικής του αξιολογήσεως, το γεγονός ότι η εθνική αυτή απόφαση παραμένει σε ισχύ. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο εκτίμησε στην ίδια απόφαση (σκέψη 147), όσον αφορά τη στάθμιση των επιβαρυντικών και των απαλλακτικών στοιχείων, ότι το Συμβούλιο ενεργεί κατά τρόπο λογικό και σώφρονα όταν, σε μια κατάσταση όπου η απόφαση της αρμόδιας εθνικής διοικητικής αρχής, στην οποία στηρίζεται η κοινοτική απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων, δύναται να γίνει το αντικείμενο ενδίκου βοηθήματος του εσωτερικού δικαίου, το θεσμικό αυτό όργανο αρνείται κατ’ αρχήν να λάβει θέση επί της βασιμότητας των ουσιαστικών επιχειρημάτων που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο ενός τέτοιου βοηθήματος, πριν μάθει την έκβασή του. Συγκεκριμένα, στην αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε το ενδεχόμενο η εκτίμηση, στην οποία το Συμβούλιο προέβη ως πολιτικό ή διοικητικό θεσμικό όργανο, να συγκρουστεί, σε πραγματικά ή νομικά ζητήματα, με την εκτίμηση στην οποία προέβη το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

166    Ομοίως, στην απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2009, T-37/07 και T‑323/07, El Morabit κατά Συμβουλίου (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 51 και 52), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το Συμβούλιο ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και με τον κανονισμό 2580/2001 όταν στηρίζει την απόφασή του δεσμεύσεως κεφαλαίων σε ποινική καταδίκη απαγγελθείσα από πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο, χωρίς να αναμείνει την έκβαση της εφέσεως που ο ενδιαφερόμενος άσκησε κατά της καταδίκης αυτής.

167    Παρά ταύτα, στην προαναφερθείσα απόφαση El Morabit κατά Συμβουλίου (σκέψη 53), το Πρωτοδικείο προσέθεσε, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, ότι καίτοι απλώς και μόνον η άσκηση εφέσεως κατά πρωτόδικης καταδίκης δεν θίγει το δικαίωμα του Συμβουλίου, βάσει του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, να εγγράψει στον επίμαχο κατάλογο το καταδικασθέν πρόσωπο ή την καταδικασθείσα οντότητα, εντούτοις το Συμβούλιο οφείλει να εξακριβώσει, μετά το πέρας της κατ’ έφεση δίκης, την ύπαρξη λόγων που δικαιολογούν τη διατήρηση της δεσμεύσεως των κεφαλαίων του ενδιαφερομένου. Στην υπόθεση εκείνη, το Πρωτοδικείο σημείωσε (σκέψη 54) ότι το Συμβούλιο συνήγαγε την άμεση συνέπεια της αθωώσεως του ενδιαφερομένου στην κατ’ έφεση δίκη, διαγράφοντάς τον από τον επίμαχο κατάλογο. Έτσι, κατά το Πρωτοδικείο, το Συμβούλιο ερμήνευσε με λογικό τρόπο τις εξουσίες του ακολουθώντας την εξέλιξη της ολλανδικής δικαστικής αποφάσεως.

168    Ομοίως, στην απόφαση Sison II (σκέψη 116), το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη ότι είναι ενδεχόμενο οι έρευνες της αστυνομίας ή των υπηρεσιών ασφαλείας να περατωθούν χωρίς να υπάρξει δικαστική συνέχεια, λόγω του ότι δεν κατέστη δυνατή η συλλογή επαρκών αποδείξεων, ή η ανάκριση να καταλήξει στην έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος για τους ίδιους λόγους, ή ακόμη η απόφαση ενάρξεως ποινικής διώξεως να καταλήξει στην εγκατάλειψη της διώξεως αυτής ή σε αθώωση στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι θα ήταν ανεπίτρεπτο να μη λάβει το Συμβούλιο υπόψη τέτοια στοιχεία, τα οποία ανήκουν στο σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της καταστάσεως (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω). Διαφορετική απόφαση θα οδηγούσε στο να απονεμηθεί στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη η υπέρμετρη εξουσία να δεσμεύουν επ’ αόριστον τα κεφάλαια ενός προσώπου, χωρίς οποιονδήποτε δικαστικό έλεγχο και ανεξαρτήτως της εκβάσεως των δικαστικών διαδικασιών που ενδεχομένως έχουν κινηθεί.

169    Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν όταν ένα εθνικό διοικητικό μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων ή απαγορεύσεως μιας οργανώσεως ως τρομοκρατικής ανακλήθηκε από την αρχή που το είχε λάβει ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, όπως έγινε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση PMOI I.

170    Πάντως, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Sanctieregeling καταργήθηκε στις 3 Αυγούστου 2003, δηλαδή σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος, στις 28 Ιουνίου 2003, του αρχικού κοινοτικού μέτρου για τη δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος.

171    Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνει ότι στηρίζεται όχι στην ίδια τη Sanctieregeling, αλλά μόνο στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω). Ωστόσο, για τους λόγους που προεκτέθηκαν στη σκέψη 87, εν προκειμένω δεν είναι δυνατόν η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων να ληφθεί υπόψη μεμονωμένα και χωρίς να συνυπολογιστεί η Sanctieregeling.

172    Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, από τότε που η Sanctieregeling καταργήθηκε στην ολλανδική έννομη τάξη, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία, όπως μόλις υπομνήσθηκε ανωτέρω, αποτελεί ένα αδιάρρηκτο σύνολο μαζί της, δεν δύναται πλέον να χρησιμεύσει ως βάση για κοινοτικό μέτρο δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος.

173    Συγκεκριμένα, με αυτή την απόφασή του ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων απλούστατα αρνήθηκε να αναστείλει την εκτέλεση της Sanctieregeling. Πάντως, λόγω της καταργήσεώς της η Sanctieregeling έπαυσε οριστικά να παράγει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, πρέπει οπωσδήποτε να ισχύει το ίδιο όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή περιέχει μόνο μια προσωρινή εκτίμηση, χωρίς να προδικάζεται αυτό που θα κριθεί επί της ουσίας κατά το πέρας της δικαστικής διαδικασίας.

174    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ακόμη ότι η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να έχει, απλώς και μόνο για την εφαρμογή του κανονισμού 2580/2001, έννομα αποτελέσματα χωριστά από εκείνα της Sanctieregeling, αποτελέσματα τα οποία, εν προκειμένω, θα παρέμεναν παρά την κατάργηση της Sanctieregeling στο ολλανδικό δίκαιο. Άλλωστε, δεν θα ήταν συμβατό με το όλο πνεύμα του κανονισμού αυτού, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη βαρύνουσα σημασία που στο πλαίσιο της αξιολογήσεως του Συμβουλίου πρέπει να έχουν τα στοιχεία της εθνικής διαδικασίας, η κατάσταση η Sanctieregeling, η οποία δεν παράγει πλέον κανένα αποτέλεσμα στην ολλανδική έννομη τάξη, να συνεχίσει να παράγει αποτελέσματα εμμέσως και επ’ αόριστον, μέσω της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, στην κοινοτική έννομη τάξη.

175    Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο εφόσον η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος, είναι ένα τυχαίο γεγονός σε σχέση με τη Sanctieregeling. Συγκεκριμένα, από το αιτιολογικό της τελευταίας προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε «εν αναμονή της εκδόσεως κοινοτικής αποφάσεως» και ότι επρόκειτο να καταργηθεί «από την έναρξη της ισχύος της αποφάσεως αυτής» (βλ., επίσης, απόφαση Al‑Aqsa, σκέψη 17). Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που δόθηκαν από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η κατάργηση αυτή οφειλόταν μόνο στη μέριμνα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως να αποφύγει την αλληλοεπικάλυψη ενός εθνικού και ενός κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος. Επομένως, η Sanctieregeling καταργήθηκε εν πάση περιπτώσει μετά τη λήψη του αρχικού κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος, ανεξαρτήτως του αν το προσφεύγον είχε κινήσει διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ή δίκη επί της ουσίας.

176    Ένας τέτοιος μηχανισμός παραγνωρίζει και αυτός το όλο πνεύμα του κανονισμού 2580/2001, ο οποίος εξαρτά τη λήψη κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων είτε από την κίνηση και την ενεργό συνέχιση εθνικής διαδικασίας με άμεσο και κύριο σκοπό την επιβολή προληπτικού ή κατασταλτικού μέτρου κατά του ενδιαφερομένου, στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και λόγω της αναμίξεώς του σε αυτήν (βλ. απόφαση Sison II, σκέψη 111), είτε από την έκδοση και εκτέλεση, εις βάρος του ενδιαφερομένου, καταδικαστικής αποφάσεως για τέτοιες πράξεις.

177    Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση, η απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων, η οποία σε πρώτο στάδιο εκδόθηκε σε εθνικό επίπεδο, δικαιολογήθηκε «εν αναμονή της εκδόσεως κοινοτικής αποφάσεως», το δε κοινοτικό μέτρο με τη σειρά του δικαιολογήθηκε με την έκδοση της εθνικής αποφάσεως, η οποία καταργήθηκε αμέσως μετά. Ένας τέτοιος μηχανισμός δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως φαύλος κύκλος.

178    Πόρρω απέχον από το να μπορέσει να συνεχίσει να στηρίζεται στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, το Συμβούλιο έπρεπε να συναγάγει τη λογική συνέπεια της καταργήσεως του εθνικού μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, διαπιστώνοντας ότι στο εθνικό δίκαιο δεν υπήρχε πλέον «υπόβαθρο» που να δικαιολογεί επαρκώς κατά νόμον τη διατήρηση του ισοδύναμου κοινοτικού μέτρου, και τούτο ανεξαρτήτως των ενδίκων βοηθημάτων που τυχόν είχαν ασκηθεί κατά του καταργηθέντος εθνικού μέτρου.

179    Υπό τις συνθήκες αυτές, στερείται σημασίας για την αξιολόγηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως το διττό γεγονός ότι ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων απέρριψε το ένδικο βοήθημα που το προσφεύγον άσκησε κατά της Sanctieregeling και ότι το ενδιαφερόμενο δεν άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων ούτε προσφυγή επί της ουσίας.

180    Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία χαρακτηρίζεται προ πάντων από την κατάργηση της Sanctieregeling, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας διατηρώντας επ’ αόριστον το προσφεύγον στον επίμαχο κατάλογο, κατά την περιοδική εξέταση της καταστάσεώς του βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι η απόφαση του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων δεν ανατράπηκε, στην ολλανδική έννομη τάξη, από δευτεροβάθμιο δικαστήριο ασφαλιστικών μέτρων ή από δικαστήριο που αποφαίνεται επί της ουσίας, ενώ εν τω μεταξύ καταργήθηκε από την αρχή που την είχε εκδώσει η διοικητική απόφαση της οποίας η αναστολή εκτελέσεως είχε ζητηθεί ενώπιον του δικαστή αυτού.

181    Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο εφόσον, όπως το προσφεύγον υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση χωρίς να αντικρουστεί από τους λοιπούς διαδίκους, από τότε που καταργήθηκε η Sanctieregeling και άσχετα με την εφαρμογή της αποφάσεως που προσβλήθηκε κατά το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες ολλανδικές αρχές, διοικητικές ή δικαστικές, δεν προέβησαν πλέον σε καμία ενέργεια για την επιβολή ποινικής ή οικονομικής κυρώσεως στο προσφεύγον, στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και λόγω της αναμίξεώς του σε αυτήν.

182    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.

183    Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι και τα λοιπά επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

184    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απόφανση επί του αιτήματος να αναγνωριστεί, βάσει του άρθρου 241 ΕΚ, ότι ο κανονισμός 2580/2001 στερείται νομιμότητας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Al‑Aqsa, σκέψεις 66 και 67· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2008, C-91/05, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑3651, σκέψη 111).

 Επί των δικαστικών εξόδων

185    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Εν προκειμένω, όπου το Συμβούλιο ηττήθηκε όσον αφορά το ακυρωτικό αίτημα, το οποίο αποτελεί το ουσιώδες αντικείμενο της δίκης, το Συμβούλιο πρέπει να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, το σύνολο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος, σύμφωνα με αίτημα του τελευταίου.

186    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2007/445/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379/ΕΚ και 2006/1008/ΕΚ, την απόφαση 2007/868/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2007/445, την απόφαση 2008/583/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2007/868, την απόφαση 2009/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2008/583, και τον κανονισμό (ΕΚ) 501/2009 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2009/62, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν το Stichting Al‑Aqsa.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, φέρει τα δικαστικά έξοδα του Stichting Al‑Aqsa.

4)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Forwood

Παπασάββας

Moavero Milanesi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.