Language of document : ECLI:EU:T:2012:493

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 27ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ολλανδική αγορά της πίσσας οδοποιίας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Πρόστιμα – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία – Ίση μεταχείριση – Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑370/06,

Kuwait Petroleum Corp., με έδρα το Shuwaikh (Κουβέιτ),

Kuwait Petroleum International Ltd, με έδρα το Woking (Ηνωμένο Βασίλειο),

Kuwait Petroleum (Nederland) BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

εκπροσωπούμενες από τους D. Hull, solicitor, και G. Berrisch, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον F. Castillo de la Torre, επικουρούμενο από τον L. Gyselen, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] [υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)] ως προς τις προσφεύγουσες και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, N. Wahl και S. Soldevila Fragoso (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Kuwait Petroleum Corp. (στο εξής: KPC), δημόσια πετρελαϊκή εταιρία του Κουβέιτ και μητρική εταιρία του ομίλου Kuwait Petroleum, πωλεί τα προϊόντα της στην Ευρώπη μέσω της θυγατρικής Kuwait Petroleum International Ltd (στο εξής: KPI), που εδρεύει στο Λονδίνο. Στις Κάτω Χώρες δραστηριοποιούνται δύο θυγατρικές της KPC, η Kuwait Petroleum Europoort BV, που έχει αναλάβει την παραγωγή πίσσας στο διυλιστήριο του Ρότερνταμ, και η Kuwait Petroleum (Nederland) BV (στο εξής: KPN) που έχει αναλάβει την πώληση πίσσας στις Κάτω Χώρες. Οι KPI και KPN ανήκουν, ευθέως ή εμμέσως, στην KPC Holdings AEC, που εδρεύει στην Aruba και ανήκει εξ ολοκλήρου στην KPC. Στην KPC Holdings ανήκουν όλες οι εκτός Κουβέιτ θυγατρικές του ομίλου Kuwait Petroleum, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της διυλίσεως και εμπορίας πετρελαίου.

2        Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2002, η εταιρία British Petroleum (στο εξής: BP) ενημέρωσε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως στην αγορά της πίσσας οδοποιίας στις Κάτω Χώρες και υπέβαλε αίτημα απαλλαγής από το πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002).

3        Στις 1 και 2 Οκτωβρίου 2002 η Επιτροπή διενήργησε αιφνίδιους ελέγχους, μεταξύ άλλων, στα γραφεία της KPN. Στις 30 Ιουνίου 2003 και στις 5 Απριλίου 2004 η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε διάφορες εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η KPN. Στις αιτήσεις αυτές της Επιτροπής η KPN απάντησε στις 16 Σεπτεμβρίου 2003 και στις 30 Απριλίου 2004.

4        Στις 12 Σεπτεμβρίου 2003 η KPN υπέβαλε αίτηση για εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, επισυνάπτοντας σε αυτή δήλωση επιχειρήσεως. Ζήτησε επίσης να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της αιτήσεώς της επιείκειας ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή στις 16 Σεπτεμβρίου 2003. Κατά τη συνάντηση με την Επιτροπή στις 18 Σεπτεμβρίου 2003 η KPN πρότεινε την ακρόαση τριών πρώην εργαζομένων οι οποίοι θα μπορούσαν να συμπληρώσουν τις δηλώσεις της, οι ακροάσεις δε αυτές διεξήχθησαν στις 1 και 9 Οκτωβρίου 2003.

5        Στις 14 Οκτωβρίου 2004, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην KPN ότι προτίθεται να μειώσει το πρόστιμο κατά 30 έως 50 %, διότι είχε καταλήξει στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα προσκομισθέντα από αυτή αποδεικτικά στοιχεία είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία.

6        Στις 18 Οκτωβρίου 2004 η Επιτροπή κίνησε τη σχετική διαδικασία και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία απεύθυνε στις 19 Οκτωβρίου 2004 σε διάφορες εταιρίες, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγουσών KPC, KPI και KPN. Κατόπιν αιτήματος των KPC και KPI, η Επιτροπή τους επιβεβαίωσε, με έγγραφο της 2ας Δεκεμβρίου 2004, ότι ίσχυε και για αυτές η μείωση του προστίμου που χορηγήθηκε στην KPN βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

7        Κατόπιν ακροάσεως των εμπλεκομένων εταιριών στις 15 και 16 Ιουνίου 2005, η KPN προέβη σε διευκρινίσεις όσον αφορά τις δηλώσεις της σχετικά με την ExxonMobil, εταιρία εμπορίας πίσσας που δεν είχε εμπλακεί στη διαδικασία, δηλώσεις οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί στην ανακοίνωση αιτιάσεων και είχαν αμφισβητηθεί από πολλούς μετέχοντες στην ακρόαση. Οι διευκρινίσεις αυτές κοινοποιήθηκαν σε όλους τους μετέχοντες στην ακρόαση, οι οποίοι υπέβαλαν συναφώς παρατηρήσεις, πλην όμως η Επιτροπή αρνήθηκε να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις αυτές στις προσφεύγουσες.

8        Στις 13 Σεπτεμβρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2006) 4090 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] [υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 196, σ. 40) και η οποία κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες στις 22 Σεπτεμβρίου 2006.

9        Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι εταιρίες προς τις οποίες αυτή απευθύνεται μετέσχον σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, η οποία συνίστατο στον από κοινού τακτικό καθορισμό, κατά τα επίμαχα χρονικά διαστήματα, όσον αφορά την πώληση και την αγορά πίσσας οδοποιίας στις Κάτω Χώρες, ενιαίας εκπτώσεως επί της μικτής τιμής πωλήσεως για τους μετέχοντες στη σύμπραξη κατασκευαστές έργων οδοποιίας και μειωμένης ανώτατης εκπτώσεως για τους λοιπούς κατασκευαστές έργων οδοποιίας.

10      Στις προσφεύγουσες καταλογίστηκε ευθύνη για συμμετοχή στην παράβαση αυτή κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 1994 και 15ης Απριλίου 2002 και τους επιβλήθηκε από κοινού πρόστιμο 16,632 εκατομμυρίων ευρώ.

11      Όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση πολύ σοβαρή, λόγω της φύσεώς της και παρά την περιορισμένη γεωγραφική έκταση της συγκεκριμένης αγοράς (αιτιολογική σκέψη 316 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Προκειμένου να συνεκτιμηθεί η ιδιαίτερη σημασία της παράνομης συμπεριφοράς εκάστης μετέχουσας στη σύμπραξη επιχειρήσεως και της πραγματικής επιπτώσεώς της στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή διαχώρισε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ανάλογα με τη σχετική σημασία εκάστης στη συγκεκριμένη αγορά, με κριτήριο τα μερίδια αγοράς, κατατάσσοντάς τες σε έξι κατηγορίες.

13      Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή όρισε το βασικό ποσό του προστίμου σε 12 εκατομμύρια ευρώ ως προς τις προσφεύγουσες (αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το οποίο προσαύξησε, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, με συντελεστή 1,1, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και τον κύκλο εργασιών του ομίλου (αιτιολογική σκέψη 323 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η παράβαση στην οποία υπέπεσαν οι προσφεύγουσες είχε μεγάλη διάρκεια, μεγαλύτερη των πέντε ετών, και ότι η παράβαση διάρκεσε από την 1η Απριλίου 1994 έως τις 15 Απριλίου 2002, για τον λόγο δε αυτόν προσαύξησε το βασικό ποσό του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου κατά 80 % (αιτιολογική σκέψη 326 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε ως προς τις προσφεύγουσες, βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, σε 23,76 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν συντρέχει καμία επιβαρυντική περίσταση ως προς τις προσφεύγουσες. Αντιθέτως, δέχθηκε να εφαρμόσει ως προς αυτές τις ευνοϊκές διατάξεις της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 και μείωσε το πρόστιμο ως προς αυτές κατά 30 %. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα στοιχεία που παρασχέθηκαν στις 12 και 16 Σεπτεμβρίου 2003, καθώς και στις 1 και 9 Οκτωβρίου 2003 ενίσχυσαν, λόγω της σαφήνειάς τους, τη δυνατότητά της να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να λάβει επίσης υπόψη της το γεγονός ότι η αίτηση επιείκειας υποβλήθηκε ένδεκα μήνες μετά τη διενέργεια αιφνίδιων επιτόπιων ελέγχων και μετά την εκ μέρους της αποστολή αιτήσεως παροχής πληροφοριών, ότι είχε ήδη στη διάθεσή της ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα από άλλες εταιρίες και ότι η Kuwait Petroleum ανασκεύασε ορισμένες από τις σχετικές με την ExxonMobil δηλώσεις της (αιτιολογικές σκέψεις 382 έως 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2006, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

17      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπρόθεσμα στα αιτήματα αυτά.

18      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιουνίου 2011.

19      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του έκτου τμήματος να μετάσχει στην εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε εαυτόν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, προς συμπλήρωση της συνθέσεως του τμήματος.

20      Με διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 2011 το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), με τη νέα του σύνθεση, διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι θα αγορεύσουν κατά τη διάρκεια νέας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

21      Με έγγραφα της 25ης και της 28ης Νοεμβρίου 2011, αντιστοίχως, η Επιτροπή και οι προσφεύγουσες γνωστοποίησαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν επιθυμούν να αγορεύσουν εκ νέου.

22      Κατά συνέπεια, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να περατώσει την προφορική διαδικασία.

23      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτές·

–        επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε με το άρθρο 2, στοιχείο ι΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

25      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με τις συνέπειες που απορρέουν από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑8237), και της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑90/09 P, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι‑1), οι προσφεύγουσες δήλωσαν στις 24 Μαρτίου 2011 ότι παραιτούνται από τον λόγο ακυρώσεως στο πλαίσιο του οποίου προέβαλαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο, καταλογίζοντας στην KPC και στην KPI ευθύνη για την παράβαση που είχε διαπράξει η θυγατρική τους KPN, πράγμα που το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του.

 Σκεπτικό

26      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προέβαλαν δύο λόγους, σχετικά, πρώτον, με παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 και, δεύτερον, με εσφαλμένο προσδιορισμό, εκ μέρους της Επιτροπής, του ποσοστού μειώσεως του προστίμου ως προς αυτές. 

1.     Επί της παραβάσεως της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002

 Επιχειρήματα των διαδίκων 

27      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, διότι τους επέβαλε πρόστιμο βάσει περιστατικών των οποίων η απόδειξη κατέστη δυνατή αποκλειστικά και μόνο χάρη σε στοιχεία προσκομισθέντα από την KPN. Τα στοιχεία αυτά ήταν τα μόνα που έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει την παράβαση, τον βαθμό σοβαρότητάς της και τη διάρκειά της, καθώς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι είτε έμμεσα, είτε μη πειστικά, είτε υποθετικής φύσεως. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι μόνο τα προσκομισθέντα από την KPN παρέσχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως καθ’ όλο το διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 1994 και 15ης Απριλίου 2002, δεδομένου ότι τα έγγραφα που κατασχέθηκαν στα γραφεία της Koninklijke Volker Wessel Stevin NV, εταιρίας στην οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφορούσαν μόνον το 1997, τα δε προσκομισθέντα από την BP στοιχεία αφορούσαν μόνο το διάστημα μετά το 1999.

28      Η Επιτροπή ερμηνεύει τις διατάξεις της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, κατά τρόπο ιδιαίτερα περιοριστικό, περιορίζοντας την εφαρμογή τους μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή δεν γνωρίζει καθόλου τα πραγματικά περιστατικά, η ερμηνεία δε αυτή δεν συμβαδίζει, κατά τις προσφεύγουσες, με τον σκοπό της εν λόγω ανακοινώσεως, ο οποίος συνίσταται στο να παρακινούνται οι εταιρίες που ζητούν το ευεργέτημα της επιείκειας να προσκομίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή είναι αντίθετη προς την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αυτή αναγνωρίζεται ρητώς με την παράγραφο 29 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

29      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

30      Κατά την παράγραφο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, «εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία».

31      Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, καταρχάς, να διαπιστώσει αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, περιορίζοντας την εφαρμογή της διατάξεως αυτής μόνον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια εταιρία προσκομίζει πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει περιστατικά για τα οποία είχε απόλυτη άγνοια, αποκλειομένων έτσι των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια εταιρία προσκομίζει στοιχεία που τεκμηριώνουν ήδη γνωστά περιστατικά.

32      Υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, αποφάσισε να μειώσει το πρόστιμο ως προς την KPN κατά 30 %, διότι η συγκεκριμένη εταιρία είχε θέσει υπόψη της αποδεικτικά στοιχεία τα οποία «αύξησαν, λόγω της ίδιας της φύσης τους, τις δυνατότητες της Επιτροπής να αποδείξει τα σχετικά γεγονότα, και συνεπώς αντιπροσώπευαν προστιθέμενη [αποδεικτική] αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε ήδη η Επιτροπή», καθώς «[η] εν λόγω προστιθέμενη αξία ήταν σημαντική διότι επιβεβαιώθηκαν οι υπάρχουσες πληροφορίες και βοήθησαν την Επιτροπή, μαζί με τα στοιχεία που είχε ήδη στη διάθεσή της, να αποδείξει την παράβαση», δεδομένου ότι η «[KPN] ήταν η πρώτη που παρέσχε άμεσες αποδείξεις σχετικά με [τη διεξαγωγή συναντήσεων με αντικείμενο την πίσσα], το κεντρικό αυτό στοιχείο της λειτουργίας της σύμπραξης», καθώς, όταν η KPN προσκόμισε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή πριν την κοινοποίηση των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών (ιδίως των απαντήσεων των επιχειρήσεων Shell, Total και Nynas), «δεν είχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν και σε ποιο βαθμό τα αναγόμενα στην εποχή των πραγματικών περιστατικών έγγραφα που περιλαμβάνονται στον [φάκελο της υποθέσεως] επαρκούσαν, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που είχε γνωστοποιήσει η BP, για την απόδειξη της παραβάσεως» (αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

33      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η περιοριστική ερμηνεία της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, ούτως ώστε αυτή να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μετέχουσα σε σύμπραξη εταιρία γνωστοποιεί στην Επιτροπή νέα πληροφοριακά στοιχεία, σχετικά με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως, αποκλειομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εταιρία απλώς προσκομίζει στοιχεία που ενισχύουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της παραβάσεως.

34      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η σχετική με την επιείκεια διαδικασία αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα κατά τον οποίο μια επιχείρηση τιμωρείται για κάθε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, οπότε οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία αυτή πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά.

35      Τονίζεται, εξάλλου, ότι θα επηρεαζόταν η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιείκειας αν οι επιχειρήσεις δεν είχαν το κίνητρο να καταγγείλουν πρώτες αυτές μια σύμπραξη στην Επιτροπή.

36      Ωστόσο, η ερμηνεία που προτείνουν οι προσφεύγουσες θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη διάκριση που έχει καθιερώσει η Επιτροπή με την ανακοίνωση, μεταξύ της επιχειρήσεως που μπορεί να τύχει πλήρους απαλλαγής από το πρόστιμο (τίτλος A της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002) και των επιχειρήσεων που μπορούν να ζητήσουν μείωση του προστίμου (τίτλος B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002), διότι έτσι θα έπρεπε και οι δεύτερες να απαλλαγούν εντελώς από το πρόστιμο. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 διαχωρίζει την επιχείρηση που πρώτη προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή δύναται να διαπιστώσει μια παράβαση ή να διατάξει τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, επιχείρηση η οποία δικαιούται πλήρη απαλλαγή από το πρόστιμο, από τις λοιπές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές και δικαιούνται μόνο μείωση του προστίμου έως 50 %.

37      Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη της, κατά τον καθορισμό του προστίμου ως προς την KPN, περιστατικά τα οποία ήδη γνώριζε και στην τεκμηρίωση των οποίων η εν λόγω εταιρία απλώς συνέβαλε, προσκομίζοντας ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία.

38      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, ακόμη, ότι η ερμηνεία αυτή προσκρούει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία αναγνωρίζεται ρητώς με την παράγραφο 29 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Την αρχή αυτή, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, μπορεί να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 33). Ωστόσο, εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ουδέποτε είχε παράσχει στην KPN συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις όσον αφορά τη δυνατότητα πλήρους απαλλαγής από το πρόστιμο. Εν γένει, οι αιτούντες επιείκεια υποβάλλουν στην Επιτροπή πληροφοριακά στοιχεία, χωρίς να γνωρίζουν ποια στοιχεία έχει αυτή ήδη στη διάθεσή της, οπότε δεν μπορούν να διατηρούν καμία βάσιμη προσδοκία όσον αφορά το αν και κατά πόσον θα μειωθεί το πρόστιμο ως προς αυτούς.

39      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή προδήλως υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της, εκτιμώντας ότι η KPN πληρούσε τις προϋποθέσεις της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, σύμφωνα με την ερμηνεία που παρατίθεται στη σκέψη 33 ανωτέρω.

40      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, μολονότι τα προσκομισθέντα από την KPN στοιχεία έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στη διάθεσή της σχετικά με τις συναντήσεις μεταξύ προμηθευτών πίσσας (στο εξής: προμηθευτές) και κατασκευαστών έργων οδοποιίας που μετείχαν στη σύμπραξη, πλην όμως τα συγκεκριμένα περιστατικά, σχετικά με το σύνολο της διάρκειας της παραβάσεως, είχαν ήδη περιέλθει σε γνώση της Επιτροπής διά των στοιχείων που είχε προσκομίσει η BP και των εγγράφων που είχαν κατασχεθεί κατά τους επιτόπιους ελέγχους, ιδίως των εγγράφων της Hollandsche Beton Groep (στο εξής: HBG) του Μαρτίου και του Ιουλίου του 1994. Επομένως, η KPN δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει περιστατικά που δεν ήταν γνωστά στην Επιτροπή και τα οποία θα επηρέαζαν την εκτίμηση σχετικά με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως.

41      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος στο σύνολό του.

2.     Επί του ποσοστού της μειώσεως του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, μειώνοντας το πρόστιμο ως προς αυτές μόνο κατά 30 %, με το αιτιολογικό ότι υπέβαλαν την αίτηση επιείκειας έντεκα μήνες μετά τη διενέργεια των αιφνίδιων επιτόπιων ελέγχων και μετά την αποστολή της πρώτης αιτήσεως παροχής πληροφοριών, ότι η πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών ήταν περιορισμένη, λόγω των στοιχείων που είχαν προσκομιστεί από άλλες επιχειρήσεις, και ότι η KPN ανασκεύασε ορισμένες δηλώσεις της. Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει πλήρως τον έλεγχό του επί της αιτιολογίας της αποφάσεως όσον αφορά το ποσοστό της μειώσεως του προστίμου, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν δέχεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

43      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν είναι υπερβολικό το διάστημα των έντεκα μηνών που μεσολάβησε έως την υποβολή της αιτήσεως επιείκειας, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η έρευνα της Επιτροπής διάρκεσε 28 μήνες συνολικά, ότι το διάστημα αυτό ήταν απαραίτητο για τη συγκέντρωση των προσκομισθέντων στην Επιτροπή στοιχείων και ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 δεν προβλέπει συγκεκριμένη προθεσμία. Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑3137), διότι, στην υπόθεση εκείνη, η μόνη αίτηση επιείκειας που είχε υποβάλει η επιχείρηση ήταν η απάντησή της στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, ενώ, εν προκειμένω, η KPN υπέβαλε την αντίστοιχη αίτησή της πριν απαντήσει στο ερωτηματολόγιο και οι απαντήσεις που έδωσε υπερέβαιναν κατά πολύ τις τεθείσες ερωτήσεις.

44      Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι περιόρισε τη μείωση του προστίμου ως προς αυτές, με το αιτιολογικό ότι η αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στις 16 Σεπτεμβρίου και στις 1 και 9 Οκτωβρίου 2003 είχε αποδυναμωθεί λόγω των προγενέστερων δηλώσεων των Nynas και Total. Η Επιτροπή αναγνώρισε, ωστόσο, με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η KPN στις 12 Σεπτεμβρίου 2003 και με τις συμπληρωματικές δηλώσεις της είχαν άμεση και καθοριστική σημασία για την απόδειξη της παραβάσεως, ενώ τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι Nynas και Total δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία και, εξάλλου, οι αιτήσεις επιείκειας των εταιριών αυτών απορρίφθηκαν.

45      Τρίτον, η Επιτροπή κακώς προέβη σε περιορισμένη μόνο μείωση του προστίμου ως προς τις προσφεύγουσες, θεωρώντας ότι η KPN είχε ανασκευάσει τις σχετικές με την ExxonMobil δηλώσεις της. Συγκεκριμένα, είναι εσφαλμένη η εκτίμησή της ότι, κατά τις ακροάσεις, ορισμένοι εργαζόμενοι της KPN ανασκεύασαν τις δηλώσεις τους, ενώ αυτοί απλώς τις αποσαφήνισαν, διευκρινίζοντας ότι διέθεταν έμμεσες μόνον αποδείξεις για τη συμμετοχή της ExxonMobil στην παράβαση και, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω εργαζόμενοι ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι διαθέτουν άμεσες αποδείξεις. Η Επιτροπή υπέπεσε, εξάλλου, σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς εκτίμησε ότι τα προσκομισθέντα από την KPN αποδεικτικά στοιχεία έχουν περιορισμένη πρόσθετη αποδεικτική αξία, επειδή η KPN δεν προσκόμισε στοιχεία που αποδεικνύουν τη συμμετοχή της ExxonMobil στη σύμπραξη. Οι προσφεύγουσες φρονούν, συγκεκριμένα, ότι η αξία των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να εκτιμάται μόνον σε σχέση με τις παραβάσεις που έχει στοιχειοθετήσει η Επιτροπή με την απόφασή της. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η Επιτροπή τις «τιμώρησε» λόγω των σχετικών με την ExxonMobil δηλώσεών τους, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχείρισης, δεδομένου ότι η BP είχε επίσης αναφέρει, στην αίτηση επιείκειας, ότι η ExxonMobil μετείχε στη σύμπραξη.

46      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, αρνούμενη να γνωστοποιήσει στην KPN τις παρατηρήσεις των λοιπών επιχειρήσεων σχετικά με τις συμπληρωματικές δηλώσεις στις οποίες είχε προβεί κατά τις ακροάσεις, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία. Οι παρατηρήσεις αυτές, ορισμένες εκ των οποίων είναι μεταγενέστερες της διοικητικής ακροάσεως, χρησιμοποιήθηκαν, πάντως, από την Επιτροπή για τον προσδιορισμό του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου.

47      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Επί της πλάνης περί το δίκαιο

48      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έσφαλε όσον αφορά την έκταση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει κατά τον προσδιορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου, όσον αφορά την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων που εκουσίως προσκομίζει μια επιχείρηση. Υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η νομολογία που επικαλείται η Επιτροπή, προς στήριξη της θέσεώς της ότι διαθέτει, συναφώς, ορισμένη διακριτική ευχέρεια και ότι ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στο αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, έχει εφαρμογή μόνο για τις διατάξεις της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996) και όχι για τις διατάξεις της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

49      Κατά πάγια νομολογία σχετικά με την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, η συνεργασία κατά την έρευνα που δεν υπερβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι επιχειρήσεις από το άρθρο 11, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), δεν δικαιολογεί μείωση του προστίμου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑925, σκέψη 260, και της 10ης Μαρτίου 1992, T‑12/89, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑907, σκέψεις 341 και 342). Αντιθέτως, τέτοια μείωση δικαιολογείται αν η επιχείρηση παράσχει πληροφορίες πέραν αυτών των οποίων την προσκόμιση μπορεί να απαιτήσει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 1/2003 (προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Cascades κατά Επιτροπής, σκέψεις 261 και 262, και της 9ης Ιουλίου 2003, T‑230/00, Daesang και Sewon Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2733, σκέψη 137). Μείωση του προστίμου, στο πλαίσιο της συνεργασίας, δικαιολογείται εφόσον η επιχείρηση διευκολύνει το έργο της Επιτροπής, που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, και η συμπεριφορά της μαρτυρεί ειλικρινές πνεύμα συνεργασίας. Κατά συνέπεια, αφενός, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αν η Επιτροπή παρέβλεψε το ζήτημα σε ποιον βαθμό η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων υπερέβη αυτό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο ασκεί πλήρη έλεγχο, όσον αφορά ιδίως τα όρια τα οποία προκύπτουν από τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων για την υποχρέωσή τους να απαντήσουν στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει, όπως εν προκειμένω, αν η Επιτροπή εκτίμησε ορθώς, υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας του 1996, τη λυσιτέλεια της συνεργασίας για την απόδειξη της παραβάσεως. Εντός των ορίων που χαράσσει η εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή δύναται να αξιολογήσει, κατά διακριτική ευχέρεια, αν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα, που παρασχέθηκαν εκουσίως από τις επιχειρήσεις, διευκόλυναν το έργο της και αν πρέπει να χορηγηθεί μείωση σε μια επιχείρηση δυνάμει της ως άνω ανακοινώσεως. Η εκτίμηση αυτή υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2009, C‑511/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑5843, σκέψη 152, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 529 έως 532, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 249).

50      Οι προσφεύγουσες δεν προβάλουν κανένα επιχείρημα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής θα έπρεπε να περιοριστεί κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Εν πάση περιπτώσει, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της εν λόγω ανακοινώσεως, η Επιτροπή δύναται να εκτιμήσει, κατά διακριτική ευχέρεια, αν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που παρασχέθηκαν εκουσίως από τις επιχειρήσεις διευκόλυναν το έργο της και αν πρέπει να χορηγηθεί μείωση σε μια επιχείρηση δυνάμει της ως άνω ανακοινώσεως, η εκτίμηση δε αυτή υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, T‑85/06, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 150).

51      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας του 1996 συνηγορούν υπέρ ή κατά της μειώσεως του επιβληθέντος προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη συναφή απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι, αν δεν είχαν προσκομίσει εκουσίως τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε, κατ’ ουσίαν, να αποδείξει την παράβαση και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων (απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 297).

52      Όσον αφορά την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, ο δικαστής της Ένωσης έχει αποφανθεί ότι, για να μειωθεί το πρόστιμο κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, απαιτείται, ιδίως, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να είναι η πρώτη που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως, καθώς και ότι τα παρασχεθέντα στοιχεία δεν απαιτείται μεν να είναι επαρκή από μόνα τους προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως, πλην όμως πρέπει να είναι καθοριστικά προς τούτο. Επομένως, δεν αρκεί να πρόκειται απλώς για ενδείξεις ως προς την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφούν οι έρευνες της Επιτροπής, αλλά για στοιχεία δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν απευθείας ως κύρια αποδεικτικά στοιχεία, επί των οποίων να μπορεί να στηριχθεί μια απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψεις 492, 493, 517, 518, 521, 522, 526 και 568, και T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψεις 150, 156, 157 και 162).

53      Όσον αφορά την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, από τις παραγράφους 7, 21 και 22 προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να συνεκτιμά την πραγματική συμβολή εκάστης επιχειρήσεως, από άποψη ποιότητας και χρόνου, στη διαπίστωση της παραβάσεως (παράγραφος 7), η δε έννοια της «σημαντικής πρόσθετης αποδεικτικής αξίας» αναφέρεται στον βαθμό κατά τον οποίο τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, λόγω της φύσεως και της ακρίβειάς τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την παράβαση. Επομένως, η Επιτροπή προσδίδει ιδιαίτερη αξία σε στοιχεία τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως ή σε στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν άλλα διαθέσιμα στοιχεία ή, ακόμη, σε στοιχεία τα οποία έχουν άμεση επίδραση όσον αφορά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας ή της διάρκειας της παραβάσεως.

54      Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να τις «τιμωρήσει», επειδή η KPN ανασκεύασε τις δηλώσεις της σχετικά με τη συμμετοχή της ExxonMobil στη σύμπραξη. Η Επιτροπή ανέφερε στην απόφασή της ότι, λόγω της ανασκευής ορισμένων σημαντικών δηλώσεων σχετικά με τη συμμετοχή της ExxonMobil στη σύμπραξη, μειώθηκε η αξία των προσκομισθέντων από την KPN αποδεικτικών στοιχείων, καθώς οι αρχικές δηλώσεις ήταν προφανώς εντελώς αβάσιμες. Υπενθυμίζεται ότι, κατά την παράγραφο 27 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, «[σε] οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνει, η Επιτροπή θα αξιολογεί την τελική θέση κάθε επιχείρησης που συμπλήρωσε αίτηση για μείωση προστίμου». Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει την αξία των προσκομισθέντων από μια επιχείρηση στοιχείων στο τέλος της διοικητικής διαδικασίας, οπότε δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι, εν προκειμένω, εκτίμησε ότι δεν μπορεί να ανταμείψει την KPN για δηλώσεις οι οποίες σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας θεωρήθηκαν καθοριστικές, αλλά στη συνέχεια της διοικητικής διαδικασίας αποδείχθηκαν άχρηστες.

55      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό της μειώσεως του επιβληθέντος στην KPN προστίμου.

 Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

56      Κατά τη νομολογία, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στον μεν ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να γνωρίζει τους δικαιολογητικούς λόγους του ληφθέντος μέτρου, προκειμένου να επικαλεστεί, ενδεχομένως, τα δικαιώματά του και να εξακριβώσει αν η απόφαση είναι ή όχι βάσιμη, στον δε κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας, η δε τήρηση της σχετικής υποχρεώσεως πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως, ιδίως δε με το περιεχόμενο της επίμαχης πράξεως, τη φύση της παρατιθεμένης αιτιολογίας και το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Τ‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 129).

57      Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε με την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια τους λόγους για τους οποίου μείωσε το πρόστιμο, όσον αφορά την KPN, μόνο κατά 30 %. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ανέφερε ότι η KPN ήταν η δεύτερη επιχείρηση που ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή, προσκομίζοντας στοιχεία που ενίσχυσαν τη δυνατότητά της να αποδείξει την παράβαση, ότι έπαυσε να μετέχει στην παράβαση το αργότερο όταν προσκόμισε τα στοιχεία αυτά, πλην όμως υπέβαλε την αίτηση επιείκειας περισσότερο από έντεκα μήνες μετά τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων, ότι ορισμένα από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από την KPN σε έτι μεταγενέστερο χρονικό σημείο τα είχαν ήδη γνωστοποιήσει στην Επιτροπή άλλες επιχειρήσεις και ότι η KPN ανασκεύασε τις αρχικές δηλώσεις της σχετικά με τη συμμετοχή της ExxonMobil στην παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 382 έως 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεδομένου του πλαισίου εντός του οποίου ελήφθη η επίμαχη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή παρέσχε τη δυνατότητα, αφενός, σε αυτό να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας και, αφετέρου, στις προσφεύγουσες να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, ώστε να προβάλουν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν το βάσιμο της αποφάσεως.

58      Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως

59      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά την παράγραφο 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, «[προκειμένου] να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων [0 έως 50 %], η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση [της παραγράφου] 21 υποβλήθηκαν και τον βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν». Με τις διατάξεις αυτές διευκρινίζεται ακόμη ότι η Επιτροπή «μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της τον βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχειρήσεως μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων». Επίσης, κατά την παράγραφο 7 της ανακοινώσεως αυτής, «[κάθε] μείωση του ύψους του [προστίμου] πρέπει να αντιστοιχεί σε πραγματική συμβολή της επιχείρησης, από άποψη ποιότητας και χρόνου, στη διαπίστωση της παράβασης από την Επιτροπή».

60      Πρέπει να εξεταστεί αν, μειώνοντας το πρόστιμο ως προς την KPN μόνο κατά 30 % κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Η Επιτροπή αναφέρει ότι έλαβε υπόψη της, αφενός, ότι η KPN ήταν η δεύτερη επιχείρηση που ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή, προσκομίζοντας στοιχεία που ενίσχυσαν τη δυνατότητά της να αποδείξει την παράβαση, ότι έπαυσε να μετέχει στην παράβαση το αργότερο όταν προσκόμισε τα στοιχεία αυτά, πλην όμως, αφετέρου, ότι υπέβαλε την αίτηση επιείκειας περισσότερο από έντεκα μήνες μετά τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων, ότι ορισμένα από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από την KPN σε έτι μεταγενέστερο χρονικό σημείο τα είχαν ήδη γνωστοποιήσει στην Επιτροπή άλλες επιχειρήσεις και ότι η KPN ανασκεύασε τις αρχικές δηλώσεις της σχετικά με τη συμμετοχή της ExxonMobil στην παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 382 έως 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

61      Πρώτον, όσον αφορά την αιτιολόγηση της μειώσεως του προστίμου με το γεγονός ότι η αίτηση επιείκειας υποβλήθηκε περισσότερο από έντεκα μήνες μετά τη διενέργεια των αιφνίδιων επιτόπιων ελέγχων και μετά την αποστολή της πρώτης αιτήσεως παροχής πληροφοριών, υπενθυμίζεται ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, μολονότι δεν προβλέπει συγκεκριμένη προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως επιείκειας, εντούτοις ορίζει ως καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό του ποσοστού της μειώσεως τον χρόνο προσκομίσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Η παρέλευση χρονικού διαστήματος έντεκα μηνών δεν συνιστά κώλυμα για την υποβολή της αιτήσεως, πλην όμως μπορεί να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή κατά τον προσδιορισμό του ποσοστού της μειώσεως του προστίμου (απόφαση General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 147). Εξάλλου, όσον αφορά την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, η οποία, ωστόσο, δεν περιείχε υπό τον τίτλο Δ καμία ειδική μνεία σχετικά με τον χρόνο προσκομίσεως των πληροφοριακών στοιχείων, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ποσοστού της μειώσεως του προστίμου, το γεγονός ότι η εταιρία αυτή συνεργάστηκε μόνον κατόπιν της αιτήσεως παροχής πληροφοριών που της απεύθυνε η Επιτροπή, δηλαδή το αν η αίτηση επιείκειας υποβλήθηκε αυθορμήτως (απόφαση Roquette Frères κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 266).

62      Εν προκειμένω, η KPN υπέβαλε αίτηση επιείκειας μόλις στις 12 Σεπτεμβρίου 2003, ενώ η Επιτροπή είχε διενεργήσει τους αιφνίδιους επιτόπιους ελέγχους στις 1 και 2 Οκτωβρίου 2002 και της είχε αποστείλει την πρώτη αίτηση παροχής πληροφοριών στις 30 Ιουνίου 2003. Δεδομένου ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Roquette Frères κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, η αίτηση επιείκειας της επιχειρήσεως συνίστατο στην απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών, ενώ, εν προκειμένω, η KPN υπέβαλε αίτηση επιείκειας και κατόπιν αίτηση παροχής πληροφοριών, ζητώντας, μάλιστα, από την Επιτροπή να τη συνεκτιμήσει στο πλαίσιο της αιτήσεως επιείκειας, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της νομολογίας αυτής. Τέλος, η KPN δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους άφησε να παρέλθουν έντεκα μήνες έως την υποβολή της αιτήσεως, επικαλούμενη, π.χ., δυσχέρειες κατά τη διενέργεια του εσωτερικού ελέγχου.

63      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, επειδή περιόρισε τη μείωση του προστίμου ως προς αυτές, με το αιτιολογικό ότι η αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στις 16 Σεπτεμβρίου και στις 1 και 9 Οκτωβρίου 2003 είχε αποδυναμωθεί λόγω των προγενέστερων δηλώσεων των επιχειρήσεων Nynas και Total.

64      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η KPN ήταν η δεύτερη επιχείρηση που προσκόμισε στοιχεία στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, στις 12 Σεπτεμβρίου 2003, και ότι τα στοιχεία αυτά είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία. Ωστόσο, προσκόμισε συμπληρωματικά στοιχεία μόλις στις 16 Σεπτεμβρίου 2003, ενώ η Επιτροπή την είχε προειδοποιήσει στις 19 Σεπτεμβρίου 2003 για τους κινδύνους που ενέχει η αναβολή των ακροάσεων των εργαζομένων που εμπλέκονταν άμεσα στη σύμπραξη, ακροάσεων οι οποίες εν τέλει διεξήχθησαν μόλις στις 1 και 9 Οκτωβρίου 2003. Πάντως, κατά το διάστημα αυτό, η Total, στις 13 Σεπτεμβρίου 2003, και κατόπιν η Nynas, στις 2 Οκτωβρίου 2003, έθεσαν υπόψη της Επιτροπής, διά της απαντήσεώς τους στην πρώτη αίτηση παροχής πληροφοριών, πολλά πληροφοριακά στοιχεία.

65      Ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει, όσον αφορά τη μείωση του προστίμου εντός των προσδιορισμένων ορίων, ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη μόνο το μέγεθος της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και τον χρόνο γνωστοποιήσεως των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων που πληρούν τις προϋποθέσεις του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Συνεπώς, πρέπει επίσης να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίστηκαν μετά την υποβολή, από άλλους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων, σημαντικών αποδεικτικών στοιχείων, με συνέπεια να περιοριστεί η πρόσθετη αποδεικτική αξία τους (απόφαση General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 147).

66      Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η KPN τον Οκτώβριο του 2003, μολονότι ήταν χρήσιμα για την περιγραφή της παραβάσεως, εντούτοις δεν αποτελούσαν νέα καθοριστικής σημασίας στοιχεία, δεδομένων των στοιχείων που είχαν στο μεταξύ προσκομίσει δύο άλλες επιχειρήσεις.

67      Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί αν είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι, κατά τις ακροάσεις, ορισμένοι εργαζόμενοι της KPN ανασκεύασαν τις δηλώσεις τους, ενώ αυτοί απλώς τις αποσαφήνισαν, διευκρινίζοντας ότι διέθεταν έμμεσες μόνον αποδείξεις για τη συμμετοχή της ExxonMobil στην παράβαση και, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω εργαζόμενοι ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι διαθέτουν άμεσες αποδείξεις της συμμετοχής αυτής.

68      Από τα δικόγραφα των διαδίκων προκύπτει ότι στην από 12 Σεπτεμβρίου 2003 δήλωσή της η KPN είχε αναφέρει ρητώς ότι, «μετά τη διεξαγωγή των συναντήσεων αυτών, η ExxonMobil ενημερώθηκε, μέσω διμερών επαφών με άλλους προμηθευτές […] σχετικά με την έκβαση των συναντήσεων» και ότι, εξ όσων γνωρίζει, η «ExxonMobil εν συνεχεία εφάρμοσε τις συμφωνίες αυτές». Με την από 9 Οκτωβρίου 2003 δήλωσή του, πρώην εργαζόμενος της KPN ανέφερε επίσης ότι η ExxonMobil, μολονότι είχε παύσει να μετέχει στις συναντήσεις από το 1994 ή το 1995, εντούτοις εξακολούθησε να ενημερώνεται σχετικά με τα αποτελέσματα των συναντήσεων αυτών και να ενεργεί σύμφωνα με τις αποφάσεις που προέκυπταν (βλ. σημεία 208 έως 211 της ανακοινώσεως αιτιάσεων). Η Επιτροπή, στηριζόμενη ως επί το πλείστον στις δηλώσεις αυτές (καθώς και στις δηλώσεις της Nynas), αποφάσισε να αποστείλει την ανακοίνωση αιτιάσεων στην ExxonMobil. Ωστόσο, μετά την αμφισβήτηση των στοιχείων αυτών από άλλους μετέχοντες στη διαδικασία κατά τις ακροάσεις που διεξήχθησαν στις 15 και 16 Ιουνίου 2005, η KPN ανασκεύασε τις δηλώσεις αυτές στις 28 Ιουνίου 2005, προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, δήλωση του ως άνω πρώην εργαζομένου, ο οποίος ανέφερε ότι η αναφορά του σε συμμετοχή της ExxonMobil ήταν απλή εικασία και ότι δεν διέθετε καμία απόδειξη.

69      Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεχόμενη ότι η KPN ανασκεύασε τη δήλωσή της σχετικά με τη συμμετοχή της ExxonMobil στην παράβαση και ότι δεν επρόκειτο απλώς για διευκρινίσεις επί των αρχικών δηλώσεών της.

70      Συμπερασματικώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, βάσει των προεκτεθέντων, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, μειώνοντας μόνο κατά 30 % το πρόστιμο ως προς την KPN.

 Επί της αρχής της ίσης μεταχείρισης

71      Με το υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες προέβαλαν ένα επιπλέον επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της ισότητας, σε σχέση με την BP, προς στήριξη της θέσεως ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να τις «τιμωρήσει» λόγω της ανασκευής των δηλώσεών της σχετικά με την ExxonMobil.

72      Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν όμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 533) και ότι η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή αυτή, όταν η διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων αντιστοιχεί σε διαφορετικό βαθμό συνεργασίας, ανάλογα με το αν οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν ήταν διαφορετικές ή προσκομίστηκαν σε διαφορετικά στάδια της διοικητικής διαδικασίας ή υπό διαφορετικές περιστάσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 2005, T‑48/02, Brouwerij Haacht κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5259, σκέψεις 108 και 109).

73      Δεδομένου, όμως, ότι, εν προκειμένω, η BP ήταν η πρώτη που προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, με τα οποία η Επιτροπή μπόρεσε να εκδώσει απόφαση για τη διενέργεια αιφνίδιων επιτόπιων ελέγχων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, η περίπτωσή της δεν είναι όμοια με την περίπτωση της KPN. Η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι πλήρη απαλλαγή από το πρόστιμο δικαιούται μόνον η πρώτη επιχείρηση που προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα ρυθμίσεως της απαλλαγής αυτής. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν η BP όντως ανασκεύασε, όπως οι προσφεύγουσες, τις σχετικές με την ExxonMobil δηλώσεις της.

 Επί των δικαιωμάτων άμυνας

74      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά την ακρόαση όλων των εμπλεκομένων εταιριών από την Επιτροπή στις 15 και 16 Ιουνίου 2005, πολλές εξ αυτών αμφισβήτησαν το περιεχόμενο των δηλώσεων της KPN σχετικά με τις ExxonMobil και Wintershall. Δεδομένου ότι δεν δόθηκε στην KPN η δυνατότητα να αντικρούσει τις παρατηρήσεις αυτές κατά την ακρόαση, ο σύμβουλος ακροάσεων της έθεσε προθεσμία οκτώ ημερών για να επιβεβαιώσει και να αποσαφηνίσει τη θέση της. Η KPN απέστειλε τότε στην Επιτροπή νέες δηλώσεις των δύο υπαλλήλων της, της 28ης και της 30ής Ιουνίου 2005, με τις οποίες τα πρόσωπα αυτά διευκρίνιζαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν διέθεταν άμεσες αποδείξεις για τη συμμετοχή της ExxonMobil στη σύμπραξη και ότι επρόκειτο για απλή εικασία. Οι διευκρινίσεις αυτές γνωστοποιήθηκαν στους λοιπούς μετέχοντες στην ακρόαση, οι οποίες προέβαλαν αντιρρήσεις.

75      Στις 8 Φεβρουαρίου 2006 η KPN ζήτησε από την Επιτροπή να την ενημερώσει σε περίπτωση που η αξιοπιστία των δηλώσεών της θιγόταν από τις αντιρρήσεις αυτές, πράγμα που θα επηρέαζε και το ποσοστό μειώσεως του προστίμου. Στις 23 Μαρτίου 2006 η Επιτροπή γνωστοποίησε απλώς στην KPN ότι η απόφαση επί της αιτήσεως επιείκειας δεν επρόκειτο να ληφθεί πριν το πέρας της διοικητικής διαδικασίας. Στις 19 Απριλίου 2006, η KPN ζήτησε από τον σύμβουλο ακροάσεων να της επιτρέψει να εξετάσει τα μη εμπιστευτικά κείμενα των γραπτών παρατηρήσεων των λοιπών επιχειρήσεων, εφόσον με αυτά αμφισβητείται η αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που είχε προσκομίσει, με συνέπεια να επηρεαστεί η υπαγωγή της στις ευνοϊκές διατάξεις της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Στις 26 Απριλίου 2006 ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε το αίτημα αυτό, επισημαίνοντας ότι η πρόσβαση μιας επιχειρήσεως σε έγγραφα προσκομισθέντα από άλλες επιχειρήσεις μετά την ακρόαση επιτρέπεται μόνον εάν η Επιτροπή αποφασίσει να τα χρησιμοποιήσει σε βάρος της με την απόφασή της και ότι, εν προκειμένω, τούτο δεν συμβαίνει όσον αφορά τις παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν μετά την ακρόαση άλλες επιχειρήσεις και οι οποίες δεν ασκούν επιρροή κατά την εκτίμηση της συνεργασίας της. Τέλος, στις 12 Μαΐου 2006 η KPN διευκρίνισε στην Επιτροπή ότι ζητεί πρόσβαση σε όλα τα σχετικά με την αξιοπιστία των δηλώσεών της έγγραφα, και όχι μόνο σε αυτά που υποβλήθηκαν μετά την ακρόαση. Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αυτό.

–       Γενικές αρχές σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα που υποβλήθηκαν μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων

76      Κατά τις διατάξεις του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), «[πριν] από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8 και 23 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία που έχει κινήσει η Επιτροπή τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής» και «[η] Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους». Στο άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζεται, εξάλλου, ότι «[κατά] τη διεξαγωγή της διαδικασίας διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκόμενων μερών», ότι τα μέρη αυτά «έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου», και ότι «[το] δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες και τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης της Επιτροπής ή των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών». Κατά το σημείο 8 της ανακοινώσεως περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, C 325, σ. 7), ο «φάκελος της Επιτροπής» «αποτελείται από όλα τα έγγραφα που ελήφθησαν, υπεβλήθησαν και/ή συγκεντρώθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έρευνας». Στο σημείο 27 της ανακοινώσεως αυτής αναφέρεται ότι «[η] πρόσβαση στον φάκελο υπόθεσης παρέχεται κατόπιν σχετικού αιτήματος και, κανονικά, μία και μοναδική φορά, μετά την [κοινοποίηση των] αιτιάσεων της Επιτροπής στα μέρη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας», ότι, «[ως] εκ τούτου, κατά γενικόν κανόνα δεν παρέχεται πρόσβαση στις απαντήσεις των άλλων μερών στις αιτιάσεις της Επιτροπής», ότι «παρέχεται [ωστόσο] στο εμπλεκόμενο μέρος πρόσβαση σε έγγραφα λαμβανόμενα μετά την κοινοποίηση των αιτιάσεων σε μεταγενέστερη φάση της διοικητικής διαδικασίας, οσάκις τα έγγραφα αυτά μπορούν να περιέχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία –είτε ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά– αναφερόμενα στους ισχυρισμούς που διατυπώνονται κατά του εν λόγω μέρους στην κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής» και ότι «[αυτό] συμβαίνει ιδιαίτερα όταν η Επιτροπή σκοπεύει να βασιστεί σε νέες αποδείξεις».

77      Κατά το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18), «[η] Επιτροπή παρέχει στα μέρη, προς τα οποία έχει αποστείλει κοινοποίηση αιτιάσεων, τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους σε προφορική εξέταση, εάν ζητήσουν τούτο στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων από αυτούς γραπτών παρατηρήσεων».

78      Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας που μπορεί να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως προστίμων ή χρηματικών ποινών, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, που πρέπει να τηρείται, ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα (αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 9, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑176/99 P, ARBED κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10687, σκέψη 19). Συναφώς, ο κανονισμός 1/2003 προβλέπει την αποστολή στους ενδιαφερομένους της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η οποία πρέπει να παραθέτει σαφώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Η ανακοίνωση αυτή αιτιάσεων αποτελεί τη δικονομική εγγύηση περί εφαρμογής της θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψεις 34 και 35).

79      Υπενθυμίζεται ότι πρόσβαση στον φάκελο στις υποθέσεις ανταγωνισμού παρέχεται, ιδίως, προκειμένου να έχουν οι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, προκειμένου να μπορέσουν να εκφράσουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων βάσει των στοιχείων αυτών. Η πρόσβαση στον φάκελο συγκαταλέγεται, ως εκ τούτου, μεταξύ των διαδικαστικών εγγυήσεων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στη διασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 334 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να παρέχει στη οικεία επιχείρηση δυνατότητα εξετάσεως του συνόλου των εγγράφων τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως και ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψη 125, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1775, σκέψη 81). Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, πλην των επιχειρηματικών απορρήτων άλλων επιχειρήσεων, των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών (αποφάσεις Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψεις 9 και 11, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 68).

80      Κατά τη νομολογία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει γνώση, μέσω της ανακοινώσεως αιτιάσεων, των κρίσιμων στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή κατά το στάδιο κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας στην αρχή μόλις του σταδίου αυτού. Συνεπώς, η απάντηση των λοιπών μερών στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, καταρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 163). Πάντως, αν η Επιτροπή σκοπεύει να επικαλεστεί απόσπασμα απαντήσεως σε ανακοίνωση των αιτιάσεων ή έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση, για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να δοθεί στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις η δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του αποδεικτικού στοιχείου (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, γνωστή ως απόφαση «Τσιμέντο», Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 386, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

81      Ομοίως, προς εξασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας κατά το σύνολο της διοικητικής διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον η Επιτροπή σκοπεύει να επικαλεστεί έγγραφο μεταγενέστερο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ή ακόμη και μεταγενέστερο της ακροάσεως, το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει το ύψος του προστίμου που θα επιβληθεί στην επιχείρηση με την τελική απόφαση, πρέπει να δοθεί στην επιχείρηση αυτή η δυνατότητα να προβάλει την άποψή της επί του στοιχείου αυτού. Μπορεί να πρόκειται, ιδίως, για έγγραφο που έχει σημασία για την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 ως προς την εν λόγω επιχείρηση.

82      Εξάλλου, κατά τη νομολογία σχετικά με την πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο πριν την ανακοίνωση αιτιάσεων, η μη γνωστοποίηση εγγράφου συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψεις 7 και 9, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψη 71) και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψεις 24 έως 30· και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψη 71 και Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψη 58). Το Δικαστήριο έχει καθιερώσει διάκριση ανάλογα με το αν το έγγραφο έχει επιβαρυντικό ή απαλλακτικό χαρακτήρα. Αν πρόκειται για έγγραφο με επιβαρυντικό χαρακτήρα, εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν το μη κοινοποιηθέν έγγραφο δεν είχε ληφθεί υπόψη. Αντιθέτως, σε περίπτωση μη γνωστοποιήσεως εγγράφου με απαλλακτικό χαρακτήρα, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αρκεί να αποδείξει ότι η μη γνωστοποίηση του εγγράφου επηρέασε σε βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψεις 73 και 74). Η διάκριση αυτή ισχύει και για τα μεταγενέστερα της ανακοινώσεως αιτιάσεων έγγραφα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 351 έως 359).

83      Ομοίως, προκειμένου περί εγγράφου το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει την προσαύξηση του προστίμου που πρόκειται να επιβάλει η Επιτροπή με την τελική απόφασή της, απόκειται στην οικεία επιχείρηση να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή θα ήταν διαφορετικό αν το έγγραφο αυτό δεν είχε ληφθεί υπόψη.

–       Εφαρμογή εν προκειμένω

84      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι έπρεπε να τους δοθεί πρόσβαση στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν άλλες επιχειρήσεις σχετικά με την αξιοπιστία των προσκομισθέντων από τους εργαζομένους της KPN αποδεικτικών στοιχείων και, ιδίως, των συμπληρωματικών δηλώσεων στις οποίες αυτοί προέβησαν μετά την ακρόαση.

85      Ωστόσο, οι προσφεύγουσες προέβαλαν απλώς τη γενική και υποθετική θέση ότι η μη δημοσίευση των επίμαχων εγγράφων επηρέασε το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής, όσον αφορά το ποσοστό μειώσεως του προστίμου ως προς αυτήν και ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή θα ήταν διαφορετικό αν τα έγγραφα αυτά δεν είχαν ληφθεί υπόψη. Επομένως, δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως ότι θα ήταν λυσιτελής η γνωστοποίηση των απαντήσεων των λοιπών επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

86      Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τον προσδιορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου ως προς τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της μόνον το γεγονός ότι η KPN ανασκεύασε ορισμένες από τις δηλώσεις της σχετικά με την ExxonMobil, χωρίς να αναφερθεί στις αντιρρήσεις άλλης επιχειρήσεως όσον αφορά την αξιοπιστία των δηλώσεων της KPN (αιτιολογική σκέψη 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

87      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι, κατά τον προσδιορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε παρατηρήσεις επιχειρήσεων σχετικά με την αξιοπιστία των προσκομισθέντων από την KPN αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, δεν ευσταθεί η αιτίασή τους περί παραλείψεως δημοσιοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων.

88      Κατά συνέπεια, κρίνεται απορριπτέο το επιχείρημα περί παράνομης αρνήσεως παροχής προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως και περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

89      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Kuwait Petroleum Corp., Kuwait Petroleum International Ltd και Kuwait Petroleum (Nederland) BV στα δικαστικά έξοδα.

Jaeger

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί της παραβάσεως της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Επί του ποσοστού της μειώσεως του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της πλάνης περί το δίκαιο

Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως

Επί της αρχής της ίσης μεταχείρισης

Επί των δικαιωμάτων άμυνας

– Γενικές αρχές σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα που υποβλήθηκαν μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων

– Εφαρμογή εν προκειμένω

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.